10.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 326/11


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1158/2010 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 9ης Δεκεμβρίου 2010

περί κοινής μεθόδου ασφάλειας για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις απόκτησης πιστοποιητικών σιδηροδρομικής ασφάλειας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων, η οποία τροποποιεί την οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, και την οδηγία 2001/14/ΕΚ σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής, καθώς και με την πιστοποίηση ασφάλειας (οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων) (1), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη τη σύσταση ERA/REC/SAF/09-2009 του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων, που παραδόθηκε στην Επιτροπή στις 18 Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με κοινή μέθοδο ασφάλειας για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης.

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2004/49/ΕΚ προβλέπει πλαίσιο ισότιμων προϋποθέσεων για όλες τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις μέσω της εφαρμογής, ανά την Ένωση, όμοιων απαιτήσεων για την πιστοποίηση ασφάλειας. Σκοπός της κοινής μεθόδου ασφάλειας (ΚΜΑ) είναι η διαμόρφωση πλαισίου για τις εθνικές αρχές ασφάλειας όσον αφορά την εναρμόνιση των κριτηρίων λήψης των αποφάσεών τους ανά την Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.

(2)

Απαιτείται να προβλεφθεί μέθοδος με την οποία οι εθνικές αρχές ασφάλειας να αξιολογούν την επάρκεια των διαδικασιών που αναπτύσσουν οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις για να ικανοποιήσουν τις εναρμονισμένες απαιτήσεις απόκτησης πιστοποιητικού ασφάλειας του μέρους Α που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α) και του πιστοποιητικού ασφάλειας του μέρους Β που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/49/ΕΚ. Πρέπει να καθοριστούν κριτήρια βάσει των οποίων θα διεξάγονται οι αξιολογήσεις από τις εθνικές αρχές ασφάλειας, καθώς και οι ακολουθητέες διαδικασίες.

(3)

Όσον αφορά τη συμμόρφωση προς την απαίτηση ασφάλειας, για σαφή καθορισμό της ευθύνης συντήρησης των σιδηροδρομικών οχημάτων, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που δεν είναι οι υπεύθυνες οντότητες για την συντήρηση όλων των οχημάτων που χρησιμοποιούνται στις δραστηριότητές τους, πρέπει, μέσω κατάλληλων συμβατικών διευθετήσεων, όπως η Γενική Σύμβαση Χρήσης να εξασφαλίσουν ότι κάθε όχημα υπάγεται σε μία επιφορτισμένη με τη συντήρηση οντότητα, η οποία αναλαμβάνει την ευθύνη για την συντήρηση του οχήματος σύμφωνα με το άρθρο 14α της οδηγίας 2004/49/ΕΚ. Στη σύμβαση μεταξύ των δύο μερών πρέπει να προσδιορίζεται η ανταλλαγή των απαιτούμενων πληροφοριών μεταξύ των δύο επιχειρήσεων, ώστε να εξασφαλιστεί η ασφαλής λειτουργία των οχημάτων.

(4)

Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις ασφάλειας προϊόντων ή υπηρεσιών που παρέχουν εργολήπτες ή προμηθευτές σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, όπως η παροχή υπηρεσιών από κέντρα κατάρτισης αναγνωρισμένα βάσει της οδηγίας 2007/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με την πιστοποίηση του προσωπικού οδήγησης μηχανών έλξης και συρμών στο σιδηροδρομικό σύστημα της Κοινότητας (2), οι άδειες ή τα πιστοποιητικά που χορηγούνται σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία της Ένωσης σε εργολήπτες ή προμηθευτές είναι δυνατόν να θεωρούνται ως έγκυρα αποδεικτικά στοιχεία. Ως έγκυρα αποδεικτικά στοιχεία είναι δυνατόν επίσης να θεωρούνται τα πιστοποιητικά οντοτήτων που είναι επιφορτισμένες με την συντήρηση σύμφωνα με το άρθρο 14α της οδηγίας 2004/49/ΕΚ. Μέχρι να τεθεί σε ισχύ το ευρωπαϊκό σύστημα πιστοποίησης, κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις οικείες απαιτήσεις ασφάλειας είναι δυνατόν να θεωρούνται ως έγκυρα αποδεικτικά στοιχεία, τα πιστοποιητικά που εκδίδονται βάσει του μνημονίου συμφωνίας περί πιστοποίησης υπεύθυνων για τη συντήρηση φορέων (3), το οποίο υπογράφηκε στις 14 Μαΐου 2009.

(5)

Οι εθνικές αρχές ασφάλειας αξιολογούν την ικανότητα μιας σιδηροδρομικής επιχείρησης να συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις που προβλέπονται για την εν γένει λειτουργία και τη λειτουργία στο συγκεκριμένο δίκτυο για το οποίο ζητεί την χορήγηση πιστοποιητικού, αξιολογώντας το οικείο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας σε συνολικό επίπεδο.

(6)

Κάθε εθνική αρχή ασφάλειας χρειάζεται να θεσπίσει ρυθμίσεις για να εξετάζει αν τα αποτελέσματα που περιγράφονται στην αίτηση χορήγησης πιστοποιητικού ασφάλειας παράγονται κατά τη εκμετάλλευση μετά την χορήγηση του πιστοποιητικού και αν τηρούνται σε συνεχή βάση όλες οι απαραίτητες απαιτήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 στοιχείο στ) και το άρθρο 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ. Κατά συνέπεια, αυτό απαιτεί την θέσπιση καθεστώτος επιτήρησης μετά την χορήγηση, βάσει θεμελιωδών αρχών ζωτικής σημασίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί εναρμονισμένη προσέγγιση των εθνικών αρχών ασφάλειας σε κάθε μεμονωμένο κράτος μέλος.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που μνημονεύεται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Με τον παρόντα κανονισμό θεσπίζεται κοινή μέθοδος ασφάλειας (ΚΜΑ) για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις όσον αφορά την απόκτηση πιστοποιητικών ασφάλειας όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.

Η ΚΜΑ περιλαμβάνει:

α)

διαδικασία και κριτήρια αξιολόγησης των αιτήσεων των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων για την απόκτηση πιστοποιητικών ασφάλειας βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα παραρτήματα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού,

β)

αρχές για την επιτήρηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 2004/49/ΕΚ μετά την χορήγηση του πιστοποιητικού από την εθνική αρχή ασφάλειας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παράρτημα IV του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύει ο ακόλουθος ορισμός: «εποπτεία»: οι ρυθμίσεις που θεσπίζει η εθνική αρχή ασφάλειας για να παρακολουθεί τις επιδόσεις ασφάλειας μετά την χορήγηση πιστοποιητικού ασφάλειας.

Άρθρο 3

Διαδικασίες αξιολόγησης των αιτήσεων

1.   Κατά την εξέταση των αιτήσεων για αμφότερα τα μέρη Α και Β των πιστοποιητικών ασφάλειας, οι οποίες υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, οι εθνικές αρχές ασφάλειας εφαρμόζουν την διαδικασία που καθορίζεται στο παράρτημα Ι τους παρόντος κανονισμού για την αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους, προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 2004/49/ΕΚ. Οι εθνικές αρχές ασφάλειας χρησιμοποιούν τα κριτήρια αξιολόγησης που καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού για πιστοποιητικά ασφάλειας που χορηγούνται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3 και εκείνα του παραρτήματος ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού για πιστοποιητικά ασφάλειας που χορηγούνται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ. Τα εν λόγω κριτήρια χρησιμοποιούνται επίσης σε περίπτωση ανανέωσης των πιστοποιητικών ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.

2.   Κατά την αξιολόγηση, οι εθνικές αρχές ασφάλειας είναι δυνατόν να αποδεχτούν δεσμεύσεις από τους αιτούντες ότι θα διαχειριστούν τους κινδύνους μέσω συμβάσεων με τρίτους. Στις συμβάσεις καθορίζονται επίσης οι ανταλλαγές πληροφοριών που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί η ασφαλής λειτουργία των οχημάτων, ιδίως στους τομείς που σχετίζονται με την διαχείριση της συντήρησης.

3.   Επιπλέον, τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που παρέχονται στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις από εργολήπτες ή προμηθευτές θεωρείται ότι ικανοποιούν τις απαιτήσεις ασφάλειας εάν οι εργολήπτες, οι προμηθευτές ή τα προϊόντα έχουν πιστοποιηθεί σύμφωνα με τα συναφή συστήματα πιστοποίησης που έχουν θεσπιστεί βάσει νομοθεσίας της Ένωσης για την προμήθεια των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών.

Άρθρο 4

Εποπτεία

Μετά την χορήγηση του πιστοποιητικού ασφάλειας, οι εθνικές αρχές ασφάλειας, εποπτεύουν για αμφότερα τα μέρη Α και Β των πιστοποιητικών ασφάλειας, τη συνεχή εφαρμογή του οικείου συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας από τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και εφαρμόζουν τις αρχές εποπτείας του παραρτήματος ΙV.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 9 Δεκεμβρίου 2010.

Για την Επιτροπή

O Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)   ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 44.

(2)   ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 51.

(3)  http://ec.europa.eu/transport/rail/interoperability/doc/signed_mou_on_ecm.pdf


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις χορήγησης πιστοποιητικών ασφάλειας που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) της οδηγίας 2004/49/ΕΚ

1.   Οι διαδικασίες που θεσπίζουν οι εθνικές αρχές ασφάλειας για την παραλαβή και αξιολόγηση των αιτήσεων και την χορήγηση πιστοποιητικών ασφάλειας στηρίζονται στις ακόλουθες αρχές πλαίσιο.

α)   Θέσπιση και αναθεώρηση της διαδικασίας αξιολόγησης

Οι εθνικές αρχές ασφάλειας θεσπίζουν δομημένες και δυνάμενες να ελεγχθούν διαδικασίες που εφαρμόζονται από πρόσωπα με τα κατάλληλα προσόντα. Εξετάζουν τις αιτήσεις βάσει των κριτηρίων αξιολόγησης των συστημάτων διαχείρισης της ασφάλειας των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ. Καταχωρίζουν και αιτιολογούν όλες τις αποφάσεις. Το σύνολο της διαδικασίας αξιολόγησης της εθνικής αρχής ασφάλειας αναθεωρείται περιοδικά σε εσωτερικό επίπεδο και βελτιώνεται συνεχώς για να εξασφαλιστεί η συνεχής απόδοση και αποτελεσματικότητά του.

β)   Ποιότητα της διαδικασίας αξιολόγησης

Οι εθνικές αρχές ασφάλειας παρακολουθούν την ποιότητα των επιδόσεών τους σε στάδια ζωτικής σημασίας κατά την επεξεργασία των αιτήσεων χορήγησης πιστοποιητικών ασφάλειας.

γ)   Έκταση της αξιολόγησης

Η αξιολόγηση διεξάγεται σε επίπεδο συστήματος διαχείρισης και ακολουθεί προσέγγιση βασισμένη σε διεργασίες (process-driven). Αν από την εξέταση προκύψουν ελλείψεις, η εθνική αρχή ασφάλειας, κατά την διακριτική της ευχέρεια, και ανάλογα με τη φύση και την σοβαρότητα της περίπτωσης μη συμμόρφωσης, περιγράφει τα σημεία που απαιτείται να ενισχυθούν. Σε τελικό στάδιο, η εθνική αρχή ασφάλειας ασκεί το δικαίωμά της να απορρίψει την αίτηση.

Η αξιολόγηση:

αντιστοιχεί στους κινδύνους, το χαρακτήρα και την έκταση των δραστηριοτήτων του αιτούντος·

στηρίζεται σε ανάλυση της συνολικής ικανότητας της σιδηροδρομικής επιχείρησης να λειτουργεί με ασφάλεια σύμφωνα με τα περιγραφόμενα στο οικείο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.

δ)   Χρόνος της αξιολόγησης

Οι εθνικές αρχές ασφάλειας ολοκληρώνουν την αξιολόγηση εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 12 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα επαρκή εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλει ο αιτών. Η εθνική αρχή ασφάλειας ενημερώνει τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις περί ζητημάτων μείζονος σημασίας το ταχύτερο δυνατόν κατά τη διάρκεια της φάσης αξιολόγησης.

ε)   Διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά την αξιολόγηση

Η απόφαση αποδοχής ή απόρριψης μιας αίτησης χορήγησης πιστοποιητικού ασφάλειας ή άδειας στηρίζεται στα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών και στο κατά πόσον αποδείχτηκε ή όχι η συμμόρφωσή του προς τις σχετικές απαιτήσεις.

2.   Η εθνική αρχή ασφάλειας αξιολογεί αν η αίτηση για την χορήγηση πιστοποιητικού ασφάλειας είναι σύμφωνη με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 653/2007 της Επιτροπής (1).

3.   Ιδιαίτερα, η εθνική αρχή ασφάλειας αξιολογεί αν η επισυναπτόμενη περίληψη του εγχειριδίου του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας επιτρέπει αρχική ανάλυση της ποιότητας και της καταλληλότητας του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας και αποφασίζει για ποιους τομείς απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες. Η εθνική αρχή ασφάλειας δύναται ως μέρος του αιτήματος για περαιτέρω πληροφορίες να ζητήσει όσες λεπτομερείς πληροφορίες κρίνει εύλογα απαραίτητες για να στηρίξει την αξιολόγηση της αίτησης.

4.   Κατά την χορήγηση πιστοποιητικού ασφάλειας, η συμμόρφωση του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας του αιτούντος τεκμηριώνεται σε σχέση με κάθε κριτήριο αξιολόγησης.

5.   Όταν θέτει ερώτημα ή προσδιορίζει πιθανή περίπτωση μη συμμόρφωσης, η εθνική αρχή ασφάλειας είναι σαφής και βοηθά τον αιτούντα να κατανοήσει το επίπεδο της λεπτομέρειας που απαιτείται στην απάντησή του. Προς επίτευξη των παραπάνω, η εθνική αρχή ασφάλειας:

α)

αναφέρεται επακριβώς στα σχετικά κριτήρια και εξασφαλίζει ότι ο αιτών έχει κατανοήσει σαφώς τους εντοπισθέντες τομείς μη συμμόρφωσης·

β)

προσδιορίζει το συναφές μέρος κανονισμών, κανόνων και προτύπων·

γ)

δηλώνει γιατί δεν πληρούται το κριτήριο αξιολόγησης·

δ)

συμφωνεί επί περαιτέρω δεσμεύσεων, πληροφοριών και δικαιολογητικών που πρέπει να υποβληθούν, ανάλογα με τις απαιτήσεις του επιπέδου λεπτομέρειας του κριτηρίου και προσδιορίζει, αφενός, τα μέτρα που απαιτείται να λάβει ο αιτών για να επανορθώσει την έλλειψη και, αφετέρου, το χρονικό πλαίσιο για την συμμόρφωση·

ε)

προσδιορίζει τους τομείς για τους οποίους ενδεχομένως θα απαιτηθεί περαιτέρω εξέταση μέσω της εποπτείας μετά την χορήγηση του πιστοποιητικού.

6.   Αν μια σιδηροδρομική επιχείρηση υποβάλει αίτηση για την χορήγηση πιστοποιητικού ασφαλείας μέρους Α και μέρους Β ταυτόχρονα, η εθνική αρχή ασφάλειας εξασφαλίζει ότι πρώτα χορηγείται το μέρος Α του πιστοποιητικού ή ότι αμφότερα τα πιστοποιητικά χορηγούνται ταυτόχρονα όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 653/2007. Ωστόσο, οι εθνικές αρχές ασφάλειας θεσπίζουν διαδικασία για τον τρόπο χρήσης του εντύπου της αίτησης (ιδίως της πρώτης σελίδας για τα παραρτήματα) σε περίπτωση που υποβληθεί νέα αίτηση για αμφότερα τα πιστοποιητικά ταυτόχρονα.

7.   Οι υφιστάμενες γενικές διαδικασίες πλαίσιο για την αξιολόγηση των αιτήσεων χορήγησης πιστοποιητικών ασφάλειας εφαρμόζονται επίσης στις αιτήσεις για την χορήγηση πιστοποιητικών ασφάλειας βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.

8.   Η αξιολόγηση αίτησης χορήγησης πιστοποιητικού ασφάλειας βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/49/ΕΚ από εθνική αρχή ασφάλειας αφορά μόνο την ικανότητα της σιδηροδρομικής επιχείρησης να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις λειτουργίας στο συγκεκριμένο δίκτυο για το οποίο ζητεί την χορήγηση πιστοποιητικού με χρήση των διαδικασιών που έχει θεσπίσει για την χορήγηση του πιστοποιητικού μέρος Α.

9.   Τα εν λόγω κριτήρια αξιολόγησης στηρίζονται στην τεκμηρίωση των αποτελεσμάτων της εφαρμογής των διαδικασιών ή διεργασιών για την διαχείριση της λειτουργίας σε συγκεκριμένο δίκτυο και στην ανάληψη της δέσμευσης για την εφαρμογή τους. Κατά συνέπεια, για να ελεγχθεί η εκπλήρωση των κριτηρίων, η εθνική αρχή ασφάλειας είναι δυνατόν να ζητήσει δείγμα της τεκμηρίωσης που σχεδιάζεται να χρησιμοποιηθεί από την σιδηροδρομική επιχείρηση.

10.   Οι εθνικές αρχές ασφάλειας συνεργάζονται για την αντιμετώπιση ζητημάτων μη συμμόρφωσης προς τα κριτήρια αξιολόγησης του μέρους Β ή απαντούν σε ερωτήματα σχετικά με την αίτηση για το μέρος Β. Η εθνική αρχή ασφάλειας που αξιολογεί αίτηση για τμήμα Β, έρχεται σε επαφή με την εθνική αρχή ασφάλειας που χορήγησε το μέρος Α για να συζητήσει και να συμφωνήσει επί των ενδεχόμενων μέτρων που θα λάβει κάθε αρχή για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση προς τα κριτήρια αξιολόγησης του τμήματος Β.


(1)   ΕΕ L 153 της 14.6.2007, σ. 9.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κριτήρια αξιολόγησης της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις χορήγησης πιστοποιητικών ασφάλειας που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/49/ΕΚ και αφορούν το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας της σιδηροδρομικής επιχείρησης βάσει του άρθρου 9 και του παραρτήματος ΙΙΙ της εν λόγω οδηγίας

Α.   ΜΕΤΡΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ (1)

A.1

Υφίστανται διαδικασίες που έχουν θεσπιστεί για τον εντοπισμό των κινδύνων που συνδέονται με τις σιδηροδρομικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκύπτουν άμεσα από τις εργασίες, το σχεδιασμό της εργασίας ή το φόρτο και από τις δραστηριότητες άλλων οργανισμών/προσώπων.

A.2

Υφίστανται διαδικασίες για την θέσπιση και εφαρμογή μέτρων ελέγχου της επικινδυνότητας.

A.3

Υφίστανται διαδικασίες για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των ρυθμίσεων ελέγχου της επικινδυνότητας και για την εφαρμογή των αλλαγών, όταν απαιτείται.

A.4

Υφίστανται διαδικασίες για την αναγνώριση της ανάγκης συνεργασίας με άλλες οντότητες (όπως διαχειριστές υποδομής, σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, κατασκευαστές, προμηθευτές συντήρησης, οντότητες επιφορτισμένες με τη συντήρηση, κατόχους σιδηροδρομικών οχημάτων, παρόχους υπηρεσιών και οντότητες προμηθειών), όπου απαιτείται, σχετικά με ζητήματα για τα οποία υπάρχουν κοινές διεπαφές που ενδέχεται να επηρεάσουν την θέσπιση επαρκών μέτρων ελέγχου της επικινδυνότητας σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.

A.5

Υφίστανται διαδικασίες για συμφωνημένη τεκμηρίωση και επικοινωνία με τις συναφείς οντότητες, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των ρόλων και των αρμοδιοτήτων κάθε συμμετέχοντος οργανισμού και των προδιαγραφών των ανταλλαγών πληροφοριών.

A.6

Υφίστανται διαδικασίες για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των εν λόγω ρυθμίσεων και για την εφαρμογή των αλλαγών, όταν απαιτείται.

B.   ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΥΛΙΚΟΥ (2)

B.1

Υφίστανται διαδικασίες για την εξαγωγή των απαιτήσεων/προτύπων/διεργασιών συντήρησης από τα δεδομένα ασφάλειας και από την διάθεση του τροχαίου υλικού.

B.2

Υφίστανται διαδικασίες για την προσαρμογή των περιόδων συντήρησης ανάλογα με τον τύπο και την έκταση της εκτελούμενης σιδηροδρομικής μεταφοράς ή/και με βάση δεδομένα από το τροχαίο υλικό.

B.3

Υφίστανται διαδικασίες που εξασφαλίζουν σαφή καθορισμό της αρμοδιότητας όσον αφορά τη συντήρηση, τον προσδιορισμό των δεξιοτήτων που απαιτούνται για τις θέσεις συντήρησης και την διαμόρφωση κατάλληλων επιπέδων αρμοδιότητας.

B.4

Υφίστανται διαδικασίες συλλογής πληροφοριών για τις δυσλειτουργίες και τα ελαττώματα που προκύπτουν από τις καθημερινές δραστηριότητες, και αναφοράς τους στους αρμόδιους για την συντήρηση.

B.5

Υφίστανται διαδικασίες για τον προσδιορισμό και την αναφορά στα ενδιαφερόμενα μέρη κινδύνων λόγω ελαττωμάτων και κατασκευαστικών παρατυπιών ή δυσλειτουργιών καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής.

B.6

Υφίστανται διαδικασίες για την επαλήθευση και τον έλεγχο των επιδόσεων και των αποτελεσμάτων της συντήρησης για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους προς τα εταιρικά πρότυπα.

Γ.   ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΡΓΟΛΗΠΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ (3)

Γ.1

Υφίστανται διαδικασίες για την επαλήθευση της επαγγελματικής επάρκειας των εργοληπτών (συμπεριλαμβανομένων των υπεργολάβων) και των προμηθευτών.

Γ.2

Υφίστανται διαδικασίες για την επαλήθευση και τον έλεγχο των επιδόσεων ασφάλειας και των αποτελεσμάτων όλων των ανατεθειμένων με σύμβαση υπηρεσιών και των προμηθευμένων προϊόντων από τον εργολήπτη ή από τον προμηθευτή για να εξασφαλιστεί ότι όλα πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στη σύμβαση.

Γ.3

Οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που αφορούν την ασφάλεια των σιδηροδρόμων ορίζονται σαφώς, είναι γνωστά και κατανέμονται στους συμβαλλόμενους εταίρους και μεταξύ όλων των άλλων ενδιαφερόμενων μερών.

Γ.4

Υφίστανται διαδικασίες που εξασφαλίζουν την ιχνηλασιμότητα των σχετιζόμενων με τη ασφάλεια εγγράφων και συμβάσεων.

Γ.5

Υφίστανται διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι τα καθήκοντα ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών που αφορούν την ασφάλεια, εκτελούνται από τους εργολήπτες ή τον προμηθευτή σύμφωνα με τις σχετικές απαιτήσεις που καθορίζονται στη σύμβαση.

Δ.   ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΑΛΛΩΝ ΜΕΡΩΝ ΕΚΤΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ (4)

Δ.1

Υφίστανται διαδικασίες για τον προσδιορισμό δυνητικών κινδύνων από μέρη εκτός σιδηροδρομικού συστήματος, όπου απαιτείται και είναι εύλογο.

Δ.2

Υφίστανται διαδικασίες για την θέσπιση μέτρων ελέγχου άμβλυνσης των επιπτώσεων από κινδύνους που έχουν εντοπιστεί στο πλαίσιο του σημείου Δ.1 όσον αφορά τις αρμοδιότητες του αιτούντος.

Δ.3

Υφίστανται διαδικασίες για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων που εντοπίστηκαν στο πλαίσιο του σημείου Δ.2 και για την εφαρμογή των αλλαγών, όπου απαιτείται.

E.   ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

E.1

Υφίσταται περιγραφή της δραστηριότητας με αποσαφήνιση του τύπου, της έκτασης και του κινδύνου της λειτουργίας.

E.2

Υφίσταται περιγραφή της δομής του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της κατανομής των ρόλων και των αρμοδιοτήτων.

E.3

Υφίσταται περιγραφή των διαδικασιών του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας που προβλέπεται στο άρθρο 9 και στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/49/ΕΚ, η οποία συνάδει με τον τύπο και την έκταση των εκτελούμενων σιδηροδρομικών μεταφορών.

E.4

Αναγράφονται και περιγράφονται με συντομία οι διεργασίες και τα καθήκοντα που σχετίζονται με τον τύπο της δραστηριότητας/σιδηροδρομικής μεταφοράς και είναι κρίσιμα από πλευράς ασφάλειας.

ΣΤ.   ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ (5)

ΣΤ.1

Υφίσταται περιγραφή του τρόπου εξασφάλισης του συντονισμού των δραστηριοτήτων του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας ανά τον οργανισμό, βάσει αποδεδειγμένης γνώσης και ηγετικής αρμοδιότητας σε επίπεδο διοίκησης.

ΣΤ.2

Υφίστανται διαδικασίες που να εξασφαλίζουν ότι το προσωπικό στο οποίο έχουν ανατεθεί αρμοδιότητες στο πλαίσιο του οργανισμού έχει την εξουσία, τα προσόντα και τους κατάλληλους πόρους για να εκπληρώσει την αποστολή του.

ΣΤ.3

Ορίζονται σαφώς οι τομείς αρμοδιότητας που σχετίζονται με την ασφάλεια και η κατανομή των αρμοδιοτήτων στα συγκεκριμένα καθήκοντα που συνδέονται με αυτούς, καθώς και οι μεταξύ τους διασυνδέσεις.

ΣΤ.4

Υφίσταται διαδικασία εξασφάλισης του σαφούς καθορισμού των καθηκόντων ασφάλειας και ανάθεσής τους στο προσωπικό με τα κατάλληλα προσόντα.

Ζ.   ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΠΙΠΕΔΑ (6)

Ζ.1

Υφίσταται περιγραφή του τρόπου κατανομής των αρμοδιοτήτων σε κάθε διεργασία που σχετίζεται με την ασφάλεια ανά τον οργανισμό.

Ζ.2

Υφίσταται διαδικασία τακτικής παρακολούθησης της εκτέλεσης των καθηκόντων από τα διοικητικά στελέχη της ιεραρχίας που πρέπει να επεμβαίνουν εφόσον τα καθήκοντα δεν εκτελούνται σωστά.

Ζ.3

Υφίστανται διαδικασίες εντοπισμού και διαχείρισης των επιπτώσεων άλλων διαχειριστικών δραστηριοτήτων στο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.

Ζ.4

Υφίστανται διαδικασίες βάσει των οποίων όσοι διαδραματίζουν ρόλο στην διαχείριση της ασφάλειας καθίστανται υπόλογοι για τις επιδόσεις τους.

Ζ.5

Υφίστανται διαδικασίες κατανομής των πόρων για την εκτέλεση των καθηκόντων στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας.

Η.   ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ (7)

H.1

Υφίστανται διαδικασίες που εξασφαλίζουν την επαρκή εκπροσώπηση και διαβούλευση με το προσωπικό και τους εκπροσώπους του κατά τον καθορισμό, την πρόταση, την αναθεώρηση και την ανάπτυξη των πτυχών ασφάλειας των επιχειρησιακών διαδικασιών, στις οποίες ενδεχομένως εμπλέκεται το προσωπικό.

H.2

Οι ρυθμίσεις όσον αφορά τη συμμετοχή και τη διαβούλευση με το προσωπικό τεκμηριώνονται.

Θ.   ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ (8)

Υφίστανται διαδικασίες με τις οποίες εξασφαλίζεται, όπου είναι ευλόγως δυνατόν, η συνεχής βελτίωση του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας· σε αυτές περιλαμβάνονται:

α)

διαδικασίες περιοδικής ανασκόπησης του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, εφόσον κρίνονται αναγκαίες·

β)

διαδικασίες περιγραφής ρυθμίσεων παρακολούθησης και ανάλυσης σχετικών δεδομένων ασφάλειας·

γ)

διαδικασίες περιγραφής του τρόπου διόρθωσης των εντοπιζόμενων ελλείψεων·

δ)

διαδικασίες περιγραφής της εφαρμογής νέων κανόνων διαχείρισης της ασφάλειας βάσει των εξελίξεων και των διδαγμάτων·

ε)

διαδικασίες περιγραφής του τρόπου με τον οποίο αξιοποιούνται τα ευρήματα του εσωτερικού ελέγχου για τη βελτίωση του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας.

Ι.   ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΓΚΡΙΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΧΕΙ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΘΕΙ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ (9)

Υφίσταται έγγραφο στο οποίο περιγράφεται η πολιτική ασφάλειας του οργανισμού και το οποίο:

α)

έχει κοινοποιηθεί και διατεθεί σε όλο το προσωπικό π.χ. μέσω του ενδοδικτύου του οργανισμού·

β)

αντιστοιχεί στον τύπο και την έκταση των σιδηροδρομικών μεταφορών·

γ)

έχει εγκριθεί από τον διευθύνοντα σύμβουλο του οργανισμού.

ΙΑ.   ΠΟΙΟΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΤΩΝ ΕΝ ΛΟΓΩ ΣΤΟΧΩΝ (10)

ΙΑ.1

Υφίστανται διαδικασίες για τον καθορισμό σχετικών στόχων ασφάλειας βάσει του νομικού πλαισίου και υφίσταται έγγραφο στο οποίο αναφέρονται οι εν λόγω στόχοι.

ΙΑ.2

Υφίστανται διαδικασίες για τον καθορισμό συναφών στόχων ασφάλειας που συνάδουν με τον τύπο και την έκταση των καλυπτόμενων σιδηροδρομικών δραστηριοτήτων και των συναφών κινδύνων.

ΙΑ.3

Υφίστανται διαδικασίες τακτικής αξιολόγησης των συνολικών επιδόσεων ασφάλειας ως προς τους στόχους ασφάλειας της του οργανισμού και εκείνους που θεσπίζονται σε επίπεδο κράτους μέλους.

ΙΑ.4

Υφίστανται διαδικασίες για την τακτική παρακολούθηση και αναθεώρηση των επιχειρησιακών ρυθμίσεων μέσω:

α)

της συλλογής συναφών δεδομένων ασφάλειας για την εξαγωγή των τάσεων των επιδόσεων ασφάλειας και την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τους στόχους·

β)

της ερμηνείας των σχετικών δεδομένων και εφαρμογής των αναγκαίων αλλαγών.

ΙΑ.5

Υφίστανται διαδικασίες της σιδηροδρομικής επιχείρησης για την κατάρτιση σχεδίων και διαδικασιών με σκοπό για την επίτευξη των στόχων.

ΙΒ.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΠΡΟΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΑ, ΝΕΑ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΤΕΧΝΙΚΑ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ Ή ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ (11)

ΙΒ.1

Υφίστανται διαδικασίες όσον αφορά απαιτήσεις που σχετίζονται με τον τύπο και την έκταση των δραστηριοτήτων για τα εξής:

α)

προσδιορισμός των εν λόγω απαιτήσεων και επικαιροποίηση των συναφών διαδικασιών προκειμένου να αντιστοιχούν στις αλλαγές που τους επιβλήθηκαν (διαχείριση του ελέγχου των αλλαγών)·

β)

εφαρμογή των εν λόγω διαδικασιών·

γ)

παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς αυτές·

δ)

ανάληψη μέτρων όταν διαπιστώνεται μη συμμόρφωση.

ΙΒ.2

Υφίστανται διαδικασίες που εξασφαλίζουν τη χρήση για τον επιδιωκόμενο σκοπό, κατάλληλου προσωπικού, ορθών διαδικασιών, συγκεκριμένων εγγράφων, εξοπλισμού και τροχαίου υλικού.

ΙΒ.3

Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας περιλαμβάνει διαδικασίες που να εξασφαλίζουν τη διεξαγωγή της συντήρησης σύμφωνα με τις συναφείς απαιτήσεις.

ΙΓ.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΜΕΤΡΩΝ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ, ΛΟΓΩ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ Ή ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΝΕΟΥ ΥΛΙΚΟΥ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝΤΑΙ ΝΕΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΜΗ Ή ΤΙΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ (12)·

ΙΓ.1

Υφίστανται διαδικασίες διαχείρισης για αλλαγές του εξοπλισμού, των διαδικασιών, της οργάνωσης, της στελέχωσης ή των διασυνδέσεων.

ΙΓ.2

Υφίστανται, όταν απαιτούνται, διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων για την διαχείριση αλλαγών και την εφαρμογή κοινών μεθόδων ασφάλειας όσον αφορά την αξιολόγηση και την εκτίμηση των κινδύνων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 352/2009 της Επιτροπής (13).

ΙΓ.3

Η σιδηροδρομική επιχείρηση διαθέτει διαδικασίες για να τροφοδοτεί με τα αποτελέσματα της εκτίμησης κινδύνου άλλες διεργασίες στο πλαίσιο του οργανισμού και να τα καθιστά ορατά στο εμπλεκόμενο προσωπικό.

ΙΔ.   ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΔΙΑΣΦΑΛΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΔΙΑΤΗΡΕΙΤΑΙ Η ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΠΡΟΣΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΤΙ ΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΕΚΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΑΝΑΛΟΓΩΣ (14)

ΙΔ.1

Υφίσταται σύστημα διαχείρισης επάρκειας προσόντων το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α)

προσδιορισμός των γνώσεων και των δεξιοτήτων που απαιτούνται για τα καθήκοντα που σχετίζονται με την ασφάλεια·

β)

αρχές επιλογής (βασικό επίπεδο εκπαίδευσης, απαιτούμενες πνευματικές και σωματικές ικανότητες)·

γ)

αρχική κατάρτιση και πιστοποίηση των προσόντων και δεξιοτήτων που έχουν αποκτηθεί·

δ)

συνεχή κατάρτιση και περιοδική επικαιροποίηση των υφιστάμενων γνώσεων και δεξιοτήτων·

ε)

περιοδικούς ελέγχους των προσόντων όπου απαιτείται·

στ)

ειδικά μέτρα σε περίπτωση ατυχημάτων/περιστατικών ή μακράς απουσίας από την εργασία, όπου απαιτείται/ενδείκνυται·

ζ)

ειδική κατάρτιση για το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας του προσωπικού που εμπλέκεται άμεσα στην εξασφάλιση της λειτουργίας του εν λόγω συστήματος.

ΙΔ.2

Υφίστανται διαδικασίες στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης προσόντων που εξασφαλίζουν:

α)

προσδιορισμό των θέσεων εργασίας από τις οποίες εκτελούνται καθήκοντα ασφάλειας·

β)

προσδιορισμό των θέσεων που συνεπάγονται αρμοδιότητες για την λήψη επιχειρησιακών αποφάσεων στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας·

γ)

ότι το προσωπικό διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες (ιατρικές και ψυχολογικές) που ενδείκνυνται για τα καθήκοντά τους και ότι αυτές ανανεώνονται/επικαιροποιούνται περιοδικά·

δ)

κατανομή προσωπικού με τα προσόντα που ενδείκνυνται για τα σχετικά καθήκοντα·

ε)

παρακολούθηση του τρόπου εκτέλεσης των καθηκόντων και εφαρμογή διορθωτικών μέτρων όπου απαιτείται.

ΙΕ.   ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΕΠΑΡΚΟΥΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ, ΟΠΟΥ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ, ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΠΟΥ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΥΠΟΔΟΜΗ (15)

ΙΕ.1

Υφίστανται διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι:

α)

το προσωπικό γνωρίζει και κατανοεί το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας και η πρόσβαση στις πληροφορίες είναι εύκολη· και

β)

το αρμόδιο προσωπικό ασφάλειας λαμβάνει την κατάλληλη τεκμηρίωση σχετικά με το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.

ΙΕ.2

Υφίστανται διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι βασικές επιχειρησιακές πληροφορίες είναι συναφείς και έγκυρες·

β)

το προσωπικό γνωρίζει την ύπαρξή τους πριν τις εφαρμόσει·

γ)

διατίθενται αντίγραφα στο προσωπικό και, όπου απαιτείται, τους παραδίδονται επίσημα.

ΙΕ.3

Υφίστανται ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των οργανισμών σιδηροδρόμων.

ΙΣΤ.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΤΥΠΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΤΩΝ ΖΩΤΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (16)

ΙΣΤ.1

Υφίστανται διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι όλες οι συναφείς πληροφορίες ασφάλειας είναι ακριβείς, πλήρεις, αναλυτικές, ευνόητες, κατάλληλα επικαιροποιημένες και δεόντως τεκμηριωμένες.

ΙΣΤ.2

Υφίστανται διαδικασίες για:

α)

μορφοποίηση, παραγωγή, διανομή και έλεγχο της διαχείρισης των τροποποιήσεων όλης της συναφούς τεκμηρίωσης ασφάλειας·

β)

παραλαβή, συλλογή και έντυπη αποθήκευση όλης της συναφούς τεκμηρίωσης/όλων των συναφών πληροφοριών ή με άλλα συστήματα καταγραφής.

ΙΣΤ.3

Υφίσταται διαδικασία για τον έλεγχο της μορφής ζωτικών πληροφοριών ασφάλειας.

ΙΖ.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ, ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ, ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ, ΑΠΟΣΟΒΗΘΕΝΤΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΗΨΗΣ ΤΩΝ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΩΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ (17)

ΙΖ.1

Υφίστανται διαδικασίες με τις οποίες εξασφαλίζεται ότι ατυχήματα, περιστατικά, αποσοβηθέντα ατυχήματα και άλλα επικίνδυνα συμβάντα:

α)

αναφέρονται, καταχωρίζονται, διερευνώνται και αναλύονται·

β)

αναφέρονται, βάσει της κείμενης νομοθεσίας στους εθνικούς φορείς.

ΙΖ.2

Υφίστανται διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι συστάσεις της εθνικής αρχής ασφάλειας, του εθνικού φορέα διερεύνησης και κλαδικών/εσωτερικών ερευνών αξιολογούνται και εφαρμόζονται εάν ενδείκνυται ή επιβάλλεται·

β)

οι συναφείς εκθέσεις/πληροφορίες από άλλες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, διαχειριστές υποδομής, οντότητες επιφορτισμένες με τη συντήρηση και κατόχους εξετάζονται και λαμβάνονται υπόψη.

ΙΖ.3

Υφίστανται διαδικασίες προκειμένου οι πληροφορίες σχετικά με τις έρευνες και τις αιτίες ατυχημάτων, περιστατικών, αποσοβηθέντων ατυχημάτων και άλλων επικίνδυνων συμβάντων να χρησιμοποιούνται για εκπαίδευση και, όπου απαιτείται, για τη λήψη προληπτικών μέτρων.

ΙΗ.   ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΣΧΕΔΙΩΝ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΧΟΥΝ ΣΥΜΦΩΝΗΘΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΑΡΧΕΣ (18)

ΙΗ.1

Σε έγγραφο προσδιορίζονται όλοι οι τύποι έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της υποβαθμισμένης λειτουργίας, και υφίστανται διαδικασίες προσδιορισμού νέων τύπων.

ΙΗ.2

Υφίστανται διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι για κάθε προσδιορισμένο τύπο έκτακτης ανάγκης:

α)

είναι δυνατή η άμεση επαφή με τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης·

β)

στις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης παρέχονται όλες οι σχετικές πληροφορίες τόσο εκ των προτέρων για να προετοιμάσουν την επέμβασή τους όσο και κατά το χρόνο της έκτακτης ανάγκης.

ΙΗ.3

Προσδιορίζονται και περιγράφονται σε έγγραφο οι ρόλοι και οι αρμοδιότητες όλων των μερών.

ΙΗ.4

Υφίστανται σχέδια δράσης, σχέδια συναγερμού, πληροφορίες και περιλαμβάνουν:

α)

διαδικασίες προειδοποίησης όλου του προσωπικού με αρμοδιότητα στην διαχείριση έκτακτων αναγκών·

β)

ρυθμίσεις για την κοινοποίηση τους σε όλα τα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών έκτακτης ανάγκης για τους επιβάτες·

γ)

ρυθμίσεις για την άμεση επικοινωνία με το αρμόδιο προσωπικό, ώστε να είναι σε θέση να λαμβάνει ενδεχομένως τις απαιτούμενες αποφάσεις.

ΙΗ.5

Υφίσταται έγγραφο που περιγράφει τον τρόπο κατανομής πόρων και μέσων και πώς έχουν προσδιοριστεί οι απαιτήσεις κατάρτισης.

ΙΗ.6

Υφίστανται διαδικασίες για την αποκατάσταση συνθηκών κανονικής λειτουργίας το ταχύτερο δυνατόν.

ΙΗ.7

Υφίστανται διαδικασίες για την δοκιμή των σχεδίων έκτακτης ανάγκης σε συνεργασία με άλλα μέρη προς εκπαίδευση του προσωπικού, δοκιμή των διαδικασιών, εντοπισμό αδύνατων σημείων και επαλήθευση του τρόπου διαχείρισης των δυνητικών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.

ΙΗ.8

Υφίστανται διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι είναι δυνατή η εύκολη και χωρίς καθυστέρηση επικοινωνία του διαχειριστή υποδομής με το αρμόδιο προσωπικό (ιδίως όσον αφορά υπηρεσίες μεταφοράς επικίνδυνων εμπορευμάτων), το οποίο διαθέτει επαρκείς γλωσσικές γνώσεις.

ΙΗ.9

Υφίσταται διαδικασία επικοινωνίας με την οντότητα που φέρει την ευθύνη για τη συντήρηση ή τον κάτοχο σιδηροδρομικών οχημάτων σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

ΙΘ.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥΣ ΕΛΕΓΧΟΥΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (19)

ΙΘ.

Υφίσταται εσωτερικό σύστημα ελέγχου, ανεξάρτητο και αμερόληπτο, το οποίο λειτουργεί με διαφανή τρόπο.

ΙΘ.2

Υφίσταται χρονοδιάγραμμα προγραμματισμένων εσωτερικών ελέγχων, το οποίο είναι δυνατόν να αναθεωρείται ανάλογα με τα αποτελέσματα προηγούμενων ελέγχων και την παρακολούθηση των επιδόσεων.

ΙΘ.3

Υφίστανται διαδικασίες για τον εντοπισμό και την επιλογή κατάλληλων έμπειρων ελεγκτών.

ΙΘ.4

Υφίστανται διαδικασίες για

α)

την ανάλυση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των ελέγχων·

β)

τη σύσταση επακόλουθων μέτρων·

γ)

την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων·

δ)

την τεκμηρίωση της διεξαγωγής των ελέγχων και των αποτελεσμάτων τους.

ΙΘ.5

Υφίστανται διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι τα ανώτερα κλιμάκια της διοικητικής ιεραρχίας έχουν επίγνωση των αποτελεσμάτων των ελέγχων και αναλαμβάνουν την συνολική ευθύνη της εφαρμογής των αλλαγών στο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.

ΙΘ.6

Υφίσταται έγγραφο που δείχνει τον τρόπο προγραμματισμού των ελέγχων με βάση τις ρυθμίσεις συστηματικής παρακολούθησης, προκειμένου να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τις εσωτερικές διαδικασίες και πρότυπα.

(1)  Άρθρο 9 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.

(2)  Άρθρο 9 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.

(3)  Άρθρο 9 παράγραφοσ 2 τησ οδηγιασ 2004/49/ΕΚ.

(4)  Άρθρο 9 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.

(5)  Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/49/ΕΚ, σημείο 1.

(6)  Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/49/ΕΚ, σημείο 1.

(7)  Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/49/ΕΚ, σημείο 1.

(8)  Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/49/ΕΚ, σημείο 1.

(9)  Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/49/ΕΚ, σημείο 2 στοιχείο α).

(10)  Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/49/ΕΚ, σημείο 2 στοιχείο β).

(11)  Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/49/ΕΚ, σημείο 2 στοιχείο γ).

(12)  Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/49/ΕΚ, σημείο 2 στοιχείο δ).

(13)   ΕΕ L 108 της 29.4.2009, σ. 4.

(14)  Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/49/ΕΚ, σημείο 2 στοιχείο ε).

(15)  Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/94/ΕΚ, σημείο 2 στοιχείο στ).

(16)  Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/94/ΕΚ, σημείο 2 στοιχείο ζ).

(17)  Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/94/ΕΚ, σημείο 2 στοιχείο η).

(18)  Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/94/ΕΚ, σημείο 2 στοιχείο θ).

(19)  Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/94/ΕΚ, σημείο 2 στοιχείο Ι).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Κριτήρια αξιολόγησης της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις χορήγησης πιστοποιητικών ασφάλειας που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/49/ΕΚ

ΓΕΝΙΚΑ

Περιγράφεται, αφενός, η υπηρεσία σιδηροδρομικών μεταφορών για την οποία ζητείται η χορήγηση τμήματος Β πιστοποιητικού και, αφετέρου, ο τρόπος με τον οποίο οι γενικές διαδικασίες της σιδηροδρομικής επιχείρησης σχετικά με τη στήριξη του πιστοποιητικού που της έχει χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/49/ΕΚ εφαρμόζονται για την ανάπτυξη όλων των διευθετήσεων (συμπεριλαμβανομένης της κατανομής των πόρων) για την παροχή της υπηρεσίας σιδηροδρομικών μεταφορών.

Α.   ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ (1)

A.1

Υφίστανται έγγραφα που περιέχουν αποτελέσματα από τα οποία προκύπτει ότι έχουν ληφθεί υπόψη οι συγκεκριμένοι κανόνες και οι συγκεκριμένοι κίνδυνοι που συνδέονται με την εκμετάλλευση του δικτύου για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση χορήγησης τμήματος Β πιστοποιητικού και προκύπτει ότι η σιδηροδρομική επιχείρηση μπορεί να συμμορφωθεί προς οιουσδήποτε συγκεκριμένους κανόνες για το δίκτυο και οιεσδήποτε εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις από τους εν λόγω κανόνες.

A.2

Ταυτοποιούνται οι διασυνδέσεις δικτύου με άλλα μέρη που εμπλέκονται στην εκμετάλλευση των σιδηροδρόμων στο οικείο δίκτυο.

A.3

Υφίστανται έγγραφα που δείχνουν τον τρόπο αλληλεπίδρασης της σιδηροδρομικής επιχείρησης με τον διαχειριστή υποδομής για το δίκτυο και με άλλες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται το δίκτυο, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών για τον τρόπο ανταλλαγής των πληροφοριών.

A.4

Υφίστανται έγγραφα που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο η σιδηροδρομική επιχείρηση αντιμετωπίζει καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένου του συντονισμού με τον διαχειριστή υποδομής και τις αρμόδιες δημόσιες αρχές.

A.5

Υφίστανται έγγραφα στα οποία προσδιορίζονται ενδεχόμενοι ειδικοί κανόνες διερεύνησης ατυχήματος/περιστατικού και δείχνουν ότι ο αιτών είναι σε θέση να τους τηρεί.

B.   ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ (2)

B.1

Από την τεκμηρίωση προκύπτει ότι το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας του αιτούντος περιέχει σύστημα διαχείρισης προσόντων με το οποίο:

α)

προσδιορίζονται οι κατηγορίες του προσωπικού (υπάλληλοι ή συμβασιούχοι) που συμμετέχουν στην παροχή των υπηρεσιών και

β)

διατίθεται έμπειρο προσωπικό για το οικείο δίκτυο, ιδίως όσον αφορά το προσωπικό από το οποίο ζητείται να αναλαμβάνει ποικιλία καθηκόντων και να εξασφαλίζει την πιστοποίηση όπου απαιτείται.

B.2

Από την τεκμηρίωση προκύπτει ότι έχουν θεσπιστεί ρυθμίσεις για την οργάνωση της καθημερινής εργασίας του προσωπικού, προκειμένου να εξασφαλίζεται η εκτέλεση των καθηκόντων που σχετίζονται με την ασφάλεια και ότι στο προσωπικό ανατίθενται τα ενδεικνυόμενα καθήκοντα.

B.3

Από την τεκμηρίωση προκύπτει η ικανότητα του αιτούντος να προσκομίζει έγγραφα που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση του συναφούς προσωπικού και η ικανότητά του να εξασφαλίζει ότι τα έγγραφα είναι ακριβή, επικαιροποιημένα και σε γλώσσα και με ορολογία κατανοητή από το προσωπικό το οποίο τα χρειάζεται.

Γ.   ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΟΥΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΤΡΟΧΑΙΟΥ ΥΛΙΚΟΥ (3)

Γ.1

Στην τεκμηρίωση προσδιορίζονται σαφώς οι τύποι του τροχαίου υλικού που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί στο συγκεκριμένο δίκτυο και ο τύπος των δραστηριοτήτων που θα διεξαχθούν.

Γ.2

Στην τεκμηρίωση σκιαγραφείται ο τρόπος με τον οποίο η σιδηροδρομική επιχείρηση συμμορφώνεται προς οιουσδήποτε επιχειρησιακούς περιορισμούς όσον αφορά τον τύπο του τροχαίου υλικού που χρησιμοποιείται στο δίκτυο.

Γ.3

Στην τεκμηρίωση προσδιορίζονται ενδεχόμενες πρόσθετες απαιτήσεις συντήρησης για το οικείο δίκτυο και οι ενδεικνυόμενες ρυθμίσεις συντήρησης που έχουν θεσπιστεί.

Γ.4

Στην τεκμηρίωση προσδιορίζονται ενδεχόμενες πρόσθετες απαιτήσεις για την διαχείριση περιστατικών με το τροχαίο υλικό στο οικείο δίκτυο και οι ενδεικνυόμενες ρυθμίσεις συντήρησης που έχουν θεσπιστεί.

(1)  Παράρτημα IV, πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.

(2)  Παράρτημα IV, δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.

(3)  Παράρτημα IV, τρίτο εδάφιο της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Αρχές εποπτείας μετά την χορήγηση του μέρους Α και του μέρους Β του πιστοποιητικού

1.

Η προσέγγιση των εθνικών αρχών ασφάλειας για την εποπτεία της συμμόρφωση των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 και του άρθρου 16 παράγραφος 2 στοιχείο ε) της οδηγίας 2004/49/ΕΚ στηρίζεται στις κάτωθι αρχές. Οι αρχές αυτές εφαρμόζονται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων εποπτείας συνολικά και στις μεμονωμένες περιπτώσεις εντός του εν λόγω πλαισίου.

2.

Οι εθνικές αρχές ασφάλειας εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ επιβολής και κινδύνου. Τα μέτρα που λαμβάνει μια εθνική αρχή ασφάλειας για την επίτευξη της συμμόρφωσης ή προκειμένου να λογοδοτήσουν σιδηροδρομικές επιχειρήσεις για μη τήρηση των υποχρεώσεων τους βάσει του νόμου είναι ανάλογα των ενδεχόμενων κινδύνων για την ασφάλεια ή της πιθανής σοβαρότητας της ενδεχόμενης μη συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένης και της πραγματικής ή της δυνητικής βλάβης.

3.

Ο εθνικές αρχές ασφάλειας εφαρμόζουν την αρχή της συνεπούς προσέγγισης για να εξασφαλίζουν ότι η εκάστοτε εθνική αρχή ασφάλειας υιοθετεί παρόμοια προσέγγιση υπό παρόμοιες συνθήκες για την επίτευξη παρόμοιων αποτελεσμάτων.

4.

Οι δραστηριότητες εποπτείας των εθνικών αρχών ασφάλειας επικεντρώνονται κυρίως στις δραστηριότητες εκείνες τις οποίες η εθνική αρχή ασφάλειας θεωρεί ότι ενέχουν τους σοβαρότερους κινδύνους ή στις περιπτώσεις που οι απειλές ελέγχονται λιγότερο. Προς το σκοπό αυτό, η εθνική αρχή ασφάλειας διαθέτει μεθόδους και εξουσία αξιολόγησης των καθημερινών επιδόσεων της σιδηροδρομικής επιχείρησης.

5.

Οι εθνικές αρχές ασφάλειας αποφασίζουν επί των προτεραιοτήτων για την αποτελεσματική χρησιμοποίηση των πόρων που διαθέτουν αλλά η απόφαση για τον βέλτιστο τρόπος επίτευξης των παραπάνω ανήκει σε κάθε μεμονωμένη εθνική αρχή ασφάλειας. Τα μέτρα πρέπει να εστιάζονται σε όσους ευθύνονται για τον κίνδυνο και σε εκείνους που έχουν την καλύτερη δυνατότητα αντιμετώπισής του.

6.

Οι εθνικές αρχές ασφάλειας εφαρμόζουν την αρχή της διαφάνειας για να βοηθούν τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις να κατανοούν τι αναμένεται από αυτές (συμπεριλαμβανομένου του τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν) και τι αυτοί πρέπει να αναμένουν από τις εθνικές αρχές ασφάλειας.

7.

Οι εθνικές αρχές ασφάλειας είναι υπόλογες για τις αποφάσεις τους βάσει του άρθρου 17 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ. Κατά συνέπεια, οι εθνικές αρχές ασφάλειας διαθέτουν πολιτικές και αρχές βάσει των οποίων είναι δυνατόν να αξιολογηθούν. Επιπλέον, οι εθνικές αρχές ασφάλειας διαθέτουν διαδικασία καταγγελιών.

8.

Οι εθνικές αρχές ασφάλειας προχωρούν σε διευθετήσεις αμοιβαίας συνεργασίας προκειμένου να αλληλοενημερώνονται και να συντονίζουν τη δράση τους σχετικά με παραβάσεις που αφορούν στην ασφάλεια. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το τμήμα Β των πιστοποιητικών ασφάλειας. Επιπλέον, οι εθνικές αρχές ασφάλειας προχωρούν σε ρυθμίσεις συνεργασίας με άλλες αρμόδιες αρχές για την αμοιβαία ενημέρωση και ανάπτυξη ενοποιημένων προσεγγίσεων για ζητήματα που επηρεάζουν την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.