14.12.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 329/3 |
ΟΔΗΓΊΑ 2010/76/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ
της 24ης Νοεμβρίου 2010
για τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, καθώς και τον εποπτικό έλεγχο των πολιτικών αποδοχών
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Η υπερβολική και αλόγιστη ανάληψη κινδύνων στον τραπεζικό τομέα οδήγησε στη χρεοκοπία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και σε συστημικά προβλήματα στα κράτη μέλη και παγκοσμίως. Παρότι τα αίτια της εν λόγω ανάληψης κινδύνων είναι πολλά και πολύπλοκα, οι εποπτικοί και ρυθμιστικοί φορείς, καθώς και η Ομάδα των 20 (G-20) και η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (ΕΕΑΤΕ), συμφωνούν ότι οι ακατάλληλες δομές αποδοχών ορισμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων συνέβαλαν στην κατάσταση αυτή. Οι πολιτικές αποδοχών οι οποίες παρέχουν κίνητρα για την ανάληψη κινδύνων που υπερβαίνουν το συνολικό επίπεδο αποδεκτού κινδύνου από το ίδρυμα μπορούν να υπονομεύσουν την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και να ενθαρρύνουν τη συμπεριφορά ανάληψης υπερβολικών κινδύνων. Συνεπώς, οι διεθνώς αναγνωρισμένες και εγκεκριμένες από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αρχές για την ορθή εφαρμογή των πολιτικών αποδοχών (αρχές ΣΧΣ) έχουν ιδιαίτερη σημασία. |
(2) |
Η οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (4) απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν πλαίσιο, στρατηγικές, διαδικασίες και μηχανισμούς για τη διαχείριση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται. Δυνάμει της οδηγίας 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (5), η συγκεκριμένη απαίτηση αφορά τις επιχειρήσεις επενδύσεων κατά την έννοια της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (6). Η οδηγία 2006/48/ΕΚ απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να αξιολογούν το εν λόγω πλαίσιο, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς και να προσδιορίζουν κατά πόσον τα ίδια κεφάλαια που κατέχει το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα ή η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζουν την ορθή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί το ίδρυμα ή η επιχείρηση. Η ανωτέρω εποπτεία ασκείται σε ενοποιημένη βάση σε σχέση με τους τραπεζικούς ομίλους και περιλαμβάνει χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και συνδεδεμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε όλα τα νομικά συστήματα. |
(3) |
Προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι δυνητικά επιζήμιες συνέπειες των ελλιπώς καθορισμένων πολιτικών αποδοχών στην ορθή διαχείριση των κινδύνων και στον έλεγχο της συμπεριφοράς ανάληψης κινδύνων από φυσικά πρόσωπα, οι απαιτήσεις της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θα πρέπει να συμπληρωθούν με τη ρητή υποχρέωση για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων να καθιερώσουν και να εφαρμόζουν, για τις κατηγορίες υπαλλήλων οι επαγγελματικές δραστηριότητες των οποίων έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου τους, πολιτικές και πρακτικές αποδοχών οι οποίες συνάδουν με την αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων. Αυτές οι κατηγορίες προσωπικού θα πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον ανώτερα διοικητικά στελέχη, πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα ελέγχου και κάθε εργαζόμενο οι συνολικές αποδοχές του οποίου, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, τον εντάσσουν στο ίδιο επίπεδο αμοιβών με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους. |
(4) |
Επειδή η υπερβολική και αλόγιστη ανάληψη κινδύνων μπορεί να υπονομεύσει την οικονομική ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των επιχειρήσεων επενδύσεων και να αποσταθεροποιήσει το τραπεζικό σύστημα, είναι σημαντικό η νέα υποχρέωση που αφορά τις πολιτικές και πρακτικές αποδοχών να τηρείται με συνέπεια και να καλύπτει όλες τις μορφές των αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των μισθών, των προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών και οποιονδήποτε παρόμοιων παροχών. Στο πλαίσιο αυτό, ως προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές νοούνται οι προαιρετικές πληρωμές που καταβάλλονται από το πιστωτικό ίδρυμα ή την επιχείρηση επενδύσεων ατομικά σε κάθε εργαζόμενο βάσει της συνταξιοδότησης ή της προσδοκίας για αυτή και οι οποίες μπορούν να εξομοιωθούν προς μεταβλητές αποδοχές. Επομένως, θα πρέπει να προσδιορισθούν οι σαφείς αρχές της ορθής πολιτικής αποδοχών, ώστε να διασφαλισθεί ότι η διάρθρωσή τους δεν ενθαρρύνει την υπερβολική ανάληψη κινδύνων από άτομα ή εμπεριέχει ηθικό κίνδυνο και ότι η πολιτική ανάληψης κινδύνων εναρμονίζεται με τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Οι αποδοχές θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τον ρόλο του χρηματοπιστωτικού τομέα ως μηχανισμού διά του οποίου οι χρηματοοικονομικοί πόροι κατανέμονται αποτελεσματικά στην οικονομία. Ειδικότερα, οι αρχές θα πρέπει να προβλέπουν ότι ο σχεδιασμός των πολιτικών για τις μεταβλητές αποδοχές διασφαλίζει ότι τα κίνητρα ευθυγραμμίζονται με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων και ότι οι μέθοδοι πληρωμών ενισχύουν την κεφαλαιακή του βάση. Οι συνδεδεμένες με τις επιδόσεις συνιστώσες των αποδοχών πρέπει επίσης να συμβάλλουν στην ενίσχυση δικαιότερης διάρθρωσης των αποδοχών εντός του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Οι αρχές θα πρέπει να αναγνωρίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να εφαρμόζουν τις διατάξεις με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με το μέγεθος και την εσωτερική τους οργάνωση καθώς και με τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους και, ειδικότερα, ότι μπορεί να μην είναι ανάλογη η συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 20, παράγραφος 2 και 3, της οδηγίας 2006/49/ΕΚ με όλες τις αρχές. Προκειμένου να διασφαλισθεί η ενσωμάτωση του σχεδιασμού των πολιτικών αποδοχών στη διαχείριση των κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων, το διοικητικό όργανο κάθε πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων θα πρέπει, κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας, να υιοθετεί και, περιοδικά, να αναθεωρεί τις εφαρμοστέες αρχές. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να είναι δυνατόν, κατά περίπτωση και σύμφωνα με το εθνικό εταιρικό δίκαιο, το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας να νοείται ως το εποπτικό όργανο. |
(5) |
Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι σημαντικά από άποψη μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσης, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, απαιτείται να υποχρεούνται να συγκροτήσουν επιτροπή αποδοχών η οποία θα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διοικητικής τους δομής και οργάνωσης. |
(6) |
Έως την 1η Απριλίου 2013, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει τις αρχές της πολιτικής αποδοχών, με ιδιαίτερη έμφαση στην αποτελεσματικότητα, την εφαρμογή και την επιβολή τους, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων τυχόν περαιτέρω προτάσεων από το ΣΧΣ, και την εφαρμογή των αρχών ΣΧΣ σε άλλα νομικά συστήματα καθώς και του δεσμού μεταξύ του σχεδιασμού των μεταβλητών αποδοχών με την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων. |
(7) |
Στόχος της πολιτικής αποδοχών θα πρέπει να είναι η εναρμόνιση των προσωπικών στόχων των μελών του προσωπικού με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του υπόψη πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Η αξιολόγηση των συνδεδεμένων με τις επιδόσεις συνιστωσών των αποδοχών θα πρέπει να βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και να λαμβάνει υπόψη τους υφιστάμενους κινδύνους που σχετίζονται με τις επιδόσεις. Η αξιολόγηση των επιδόσεων θα πρέπει να εντάσσεται σε πολυετές πλαίσιο, διάρκειας τουλάχιστον τριών έως πέντε ετών, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία αξιολόγησης βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι η πραγματική καταβολή των τμημάτων των αποδοχών που συνδέονται με τις επιδόσεις κατανέμεται σε ολόκληρο τον κύκλο της οικονομικής δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Για την περαιτέρω ευθυγράμμιση των κινήτρων, σημαντικό μέρος των μεταβλητών αποδοχών όλων των μελών του προσωπικού που καλύπτεται από τις απαιτήσεις αυτές, θα πρέπει να αποτελείται από μετοχές, από μέσα που συνδέονται με μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων, που θα εξαρτώνται από τη νομική δομή του υπόψη πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων ή, όταν πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων που δεν έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο, από άλλα ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα και, κατά περίπτωση, από άλλα μακροπρόθεσμα χρηματοπιστωτικά μέσα που αντικατοπτρίζουν δεόντως την πιστωτική ποιότητα του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Θα πρέπει να είναι δυνατό τα μέσα αυτά να περιλαμβάνουν κεφαλαιακό μέσο με δυνατότητα μετατροπής αυτού σε μετοχικό κεφάλαιο ή να διαγράφονται από απαίτηση, σε περίπτωση που το ίδρυμα αντιμετωπίζει σοβαρά χρηματοοικονομικά προβλήματα, να μετατρέπεται σε μετοχικό κεφάλαιο ή να επανεκτιμάται με διαφορετικό τρόπο. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα δεν εκδίδει μακροπρόθεσμα χρηματοπιστωτικά μέσα, θα πρέπει να επιτρέπεται να εκδίδει το σημαντικό μέρος των μεταβλητών αποδοχών σε μετοχές και μέσα που συνδέονται με μετοχές και σε άλλα ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους θα πρέπει να μπορούν να θέτουν περιορισμούς στο είδος και στο σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύουν ορισμένα μέσα, εφόσον ενδείκνυται. |
(8) |
Για να ελαχιστοποιηθούν τα κίνητρα για ανάληψη υπερβολικών κινδύνων, οι μεταβλητές αποδοχές θα πρέπει να αποτελούν μία ισορροπημένη αναλογία των συνολικών αποδοχών. Είναι αναγκαίο ο σταθερός μισθός του εργαζομένου να αντιπροσωπεύει ένα αρκετά υψηλό μερίδιο των συνολικών αποδοχών του, ώστε να καθιστά εφικτή την εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής μεταβλητών αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας μη καταβολής μεταβλητών αποδοχών. Προκειμένου να διασφαλισθούν συνεπείς πρακτικές αποδοχών σε ολόκληρο τον τομέα, είναι σκόπιμο να προσδιορίζονται ορισμένες σαφείς απαιτήσεις. Οι εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές δεν συνάδουν προς τη χρηστή διαχείριση κινδύνων ή την αρχή της καταβολής των αμοιβών βάσει των επιδόσεων και θα πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να απαγορεύονται. |
(9) |
Η καταβολή σημαντικού τμήματος της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών, όπως 40 έως 60 %, θα πρέπει να αναβάλλεται για κατάλληλη περίοδο. Το τμήμα αυτό θα πρέπει να αυξάνεται σημαντικά ανάλογα με τον βαθμό αρχαιότητας ή ευθύνης του αμειβόμενου προσώπου. Επιπλέον, σημαντικό μέρος της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών θα πρέπει να αποτελείται από μετοχές, από μέσα που συνδέονται με μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων, που θα εξαρτώνται από τη νομική δομή του υπόψη πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων ή, όταν πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων που δεν έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο, από άλλα ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα, και, κατά περίπτωση, από άλλα μακροπρόθεσμα χρηματοπιστωτικά μέσα που αντικατοπτρίζουν δεόντως την πιστωτική ποιότητα του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή της αναλογικότητας έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι μπορεί να μην είναι πάντα σκόπιμη η εφαρμογή των απαιτήσεων αυτών στο πλαίσιο μικρού μεγέθους πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων. Λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς που περιστέλλουν το ύψος των μεταβλητών αποδοχών που καταβάλλεται σε μετρητά και προκαταβολικά, το ποσό των μεταβλητών αποδοχών που μπορεί να καταβάλλεται σε μετρητά ή σε ισοδύναμο προς μετρητά που δεν υπόκειται σε αναβολή, θα πρέπει να περιορίζεται, προκειμένου οι στόχοι του προσωπικού σε ατομικό επίπεδο να ευθυγραμμίζονται περαιτέρω με το μακροπρόθεσμο συμφέρον του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. |
(10) |
Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει να διασφαλίζουν ότι το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών δεν περιορίζει τη δυνατότητά τους να ενισχύουν την κεφαλαιακή βάση τους. Ο βαθμός στον οποίο πρέπει να αυξάνεται το κεφάλαιο θα πρέπει να αποτελεί συνάρτηση της τρέχουσας κεφαλαιακής θέσης του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να έχουν την εξουσία να περιορίζουν τις μεταβλητές αποδοχές, μεταξύ άλλων, ως ποσοστό του συνόλου των καθαρών εσόδων όταν το ύψος τους δεν συνάδει με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης. |
(11) |
Τα πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει να απαιτούν από το προσωπικό τους να δεσμεύεται ότι δεν θα χρησιμοποιεί προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση, οι οποίες καταστρατηγούν τους ενσωματωμένους στις ρυθμίσεις για τις αποδοχές τους μηχανισμούς ευθυγράμμισης με τον κίνδυνο. |
(12) |
Όσον αφορά τις οντότητες που επωφελούνται από κατ’ εξαίρεση κυβερνητική παρέμβαση πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην ενδυνάμωση της κεφαλαιακής τους βάσης και την επιστροφή της ενίσχυσης που λαμβάνουν από τους φορολογουμένους. Οποιεσδήποτε ενδεχόμενες πληρωμές μεταβλητών αποδοχών θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν αυτές τις προτεραιότητες. |
(13) |
Οι αρχές που αφορούν τις ορθές πολιτικές αποδοχών που εκτίθενται στη Σύσταση της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2009, σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (7) συνάδουν και συμπληρώνουν με τις αρχές που παρατίθενται στην παρούσα οδηγία. |
(14) |
Οι διατάξεις που αφορούν τις αποδοχές δεν πρέπει να θίγουν την πλήρη άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από τις Συνθήκες, ιδίως το άρθρο 153 παράγραφος 5 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), τις γενικές αρχές του εθνικού εργατικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των διατάξεων περί συμβάσεων εργασίας, τη νομοθεσία για τα δικαιώματα και τη συμμετοχή των μετόχων και τις γενικές αρμοδιότητες των διοικητικών και εποπτικών οργάνων του υπόψη ιδρύματος, καθώς και τα δικαιώματα, όπου ενδείκνυται, των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν και να εφαρμόζουν συλλογικές συμβάσεις, σύμφωνα με τα εθνικά δίκαια και πρακτικές. |
(15) |
Προκειμένου να διασφαλισθεί η ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να έχουν την εξουσία να επιβάλλουν ή να εφαρμόζουν οικονομικής ή μη οικονομικής φύσεως κυρώσεις ή άλλα μέτρα, σε περίπτωση παραβίασης της απαίτησης που προβλέπεται από την οδηγία 2006/48/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης για την καθιέρωση πολιτικών αποδοχών οι οποίες συνάδουν με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων. Τα εν λόγω μέτρα και οι κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Για να διασφαλίζονται η συνέπεια και ισότιμες συνθήκες ανταγωνισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη υιοθετούν και εφαρμόζουν αυτά τα μέτρα και τις κυρώσεις συνολικά όσον αφορά τη συνέπεια τους, σε ολόκληρη την Ένωση. |
(16) |
Προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματική εποπτεία των κινδύνων που ενέχουν οι ακατάλληλες δομές των αποδοχών, οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που θεσπίζονται από πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του εποπτικού ελέγχου βάσει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Στο πλαίσιο του εν λόγω ελέγχου, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να αξιολογούν κατά πόσον οι εν λόγω πολιτικές και πρακτικές ενδέχεται να ενθαρρύνουν την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων από τους εμπλεκόμενους υπαλλήλους. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θα πρέπει να διασφαλίζει την ύπαρξη κατευθυντήριων γραμμών για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των προσώπων που διευθύνουν πράγματι τις δραστηριότητες ενός πιστωτικού ιδρύματος. |
(17) |
Η Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 2010, για την εταιρική διακυβέρνηση στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τις πολιτικές αποδοχών εντοπίζει σειρά παραλείψεων στην εταιρική διακυβέρνηση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων που θα πρέπει να εξετασθούν. Μεταξύ των λύσεων που επισημαίνονται, η Επιτροπή αναφέρεται στην ανάγκη να ενισχυθούν σημαντικά οι απαιτήσεις σχετικά με τα πρόσωπα που διευθύνουν πράγματι τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος, τα οποία θα πρέπει να διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους, κατάλληλη εμπειρία καθώς και να αξιολογούνται ως προς την ικανότητά τους να ασκούν τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους. Η Πράσινη Βίβλος υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη να αυξηθεί η συμμετοχή των μετόχων κατά την έγκριση των πολιτικών αποδοχών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σημειώνουν την πρόθεση της Επιτροπής να παρακολουθεί την εφαρμογή και να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις για τα θέματα αυτά, όπου ενδείκνυται. |
(18) |
Προκειμένου να ενισχυθεί περαιτέρω η διαφάνεια όσον αφορά τις πρακτικές αποδοχών των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να συγκεντρώνουν πληροφορίες σχετικά με τις αποδοχές με σκοπό τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεών τους σύμφωνα με τις κατηγορίες των ποσοτικών πληροφοριών που απαιτείται να αποκαλύπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων βάσει της παρούσας οδηγίας. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρέχουν τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας ώστε να προκειμένου να δύναται να διεξάγει παρόμοιες αξιολογήσεις, σε επίπεδο Ένωσης. |
(19) |
Για την προώθηση της εποπτικής σύγκλισης όσον αφορά την αξιολόγηση των πολιτικών και πρακτικών αποδοχών, και τη διευκόλυνση της συγκέντρωσης πληροφοριών και τη συνεπή εφαρμογή των αρχών για τις αποδοχές στον τραπεζικό τομέα, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας πρέπει να καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τις ορθές πολιτικές αποδοχών στον τραπεζικό τομέα. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Κινητών Αξιών πρέπει να συμβάλει στην κατάρτιση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών στον βαθμό που εφαρμόζονται οι πολιτικές αποδοχών στα άτομα που εμπλέκονται στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και στην άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων κατά την έννοια της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας πρέπει να πραγματοποιεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τα τεχνικά πρότυπα και να αναλύει το συναφές δυνητικό κόστος και όφελος. Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις αναθέτοντας στην ευρωπαϊκή εποπτική αρχή του τραπεζικού τομέα και, στον βαθμό που ενδείκνυται, στην ευρωπαϊκή εποπτική αρχή σε θέματα αγορών και χρεωγράφων, όπως αυτές έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη διαδικασία de Larosière για τη χρηματοπιστωτική εποπτεία, την εκπόνηση σχεδίου τεχνικών θεσμικών και εκτελεστικών προτύπων με σκοπό τη διευκόλυνση της συλλογής πληροφοριών και τη συνεπή εφαρμογή των αρχών για τις αποδοχές στον τραπεζικό τομέα προκειμένου να θεσπιστεί από την Επιτροπή. |
(20) |
Δεδομένου ότι οι ελλιπώς σχεδιασμένες πολιτικές αποδοχών και τα ελλιπώς σχεδιασμένα συστήματα κινήτρων μπορούν να αυξήσουν αδικαιολόγητο επίπεδο τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων, θα πρέπει να λαμβάνεται άμεση διορθωτική δράση και, εφόσον κρίνεται απαραίτητο κατάλληλα διορθωτικά μέτρα. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να διασφαλισθεί ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να επιβάλλουν ποιοτικά και ποσοτικά μέτρα στις υπόψη οντότητες, τα οποία θα έχουν ως στόχο την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίσθηκαν σε σχέση με τις πολιτικές αποδοχών κατά την εποπτική αξιολόγηση του Πυλώνα ΙΙ. Τα ποιοτικά μέτρα που είναι διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν την απαίτηση από τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων να μειώσουν τον κίνδυνο που ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματά τους, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής αλλαγών στις δομές των αποδοχών ή του παγώματος των μεταβλητών τμημάτων των αποδοχών, στον βαθμό που αυτά δεν συνάδουν με την αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων. Τα ποσοτικά μέτρα περιλαμβάνουν την απαίτηση διακράτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων. |
(21) |
Οι δομές καλής διακυβέρνησης, η διαφάνεια και η γνωστοποίηση είναι αναγκαίες προκειμένου να υπάρχουν υγιείς πολιτικές αποδοχών. Προκειμένου να διασφαλισθεί η προσήκουσα διαφάνεια στην αγορά όσον αφορά τις δομές των αποδοχών τους και τους συναφείς κινδύνους, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να δημοσιοποιούν αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που εφαρμόζουν καθώς και, για λόγους εμπιστευτικότητας, συνολικά ποσά για εκείνους τους υπαλλήλους οι επαγγελματικές δραστηριότητες των οποίων έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Αυτές οι πληροφορίες θα πρέπει να είναι διαθέσιμες σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (μετόχους, υπαλλήλους και ευρύ κοινό). Ωστόσο, η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να επιβάλλεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (8). |
(22) |
Οι διατάξεις για τις αποδοχές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, προκειμένου να διασφαλισθεί η πλήρης αποτελεσματικότητά τους και να αποφευχθεί η οποιαδήποτε διάκριση στην εφαρμογή τους, θα πρέπει να εφαρμόζονται στις αποδοχές που οφείλονται βάσει των συμβάσεων που συνήφθησαν πριν από την ημερομηνία θέσης σε πραγματική εφαρμογή σε κάθε κράτος μέλος και στις αποδοχές που αποφασίσθηκε να καταβληθούν ή καταβλήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή. Επιπροσθέτως, προκειμένου να διαφυλάσσονται οι επιδιωκόμενοι από την παρούσα οδηγία στόχοι, ειδικά η αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων, σε σχέση με περιόδους που εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό χρηματοοικονομικής αστάθειας, και προκειμένου να αποφεύγεται κάθε κίνδυνος καταστρατήγησης των διατάξεων για τις αποδοχές που παρατίθενται στην παρούσα οδηγία κατά το χρονικό διάστημα πριν από την εκτέλεσή τους, είναι απαραίτητο οι διατάξεις αυτές να εφαρμόζονται στις αποδοχές που αποφασίσθηκε να αποδοθούν αλλά δεν καταβλήθηκαν ακόμη πριν από την ημερομηνία θέσης σε πραγματική εφαρμογή σε κάθε κράτος μέλος, για υπηρεσίες παρασχεθείσες το 2010. |
(23) |
Η επανεξέταση των κινδύνων στους οποίους ενδέχεται να εκτίθεται το πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να καταλήγει σε αποτελεσματικά εποπτικά μέτρα. Είναι, επομένως, αναγκαίο να επιτευχθεί περαιτέρω σύγκλιση με σκοπό την ενθάρρυνση της λήψης κοινών αποφάσεων από τους εποπτικούς φορείς και τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού εντός της Ένωσης. |
(24) |
Τα πιστωτικά ιδρύματα που επενδύουν σε επανατιτλοποιήσεις υποχρεούνται βάσει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ να επιδεικνύουν δέουσα επιμέλεια σε σχέση με τους τίτλους από τιτλοποιήσεις απαιτήσεων, και τους λοιπούς τίτλους που τυχόν συμπεριλαμβάνονται στα υποκείμενα χαρτοφυλάκια τίτλων. Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει επίσης να αξιολογούν αν τα ανοίγματα στο πλαίσιο προγραμμάτων έκδοσης εμπορικών χρεωγράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού συνιστούν ανοίγματα επανατιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των ανοιγμάτων στο πλαίσιο προγραμμάτων για την απόκτηση τμημάτων υψηλότερης εξασφάλισης χωριστών ομάδων ολόκληρων δανείων, όπου κανένα από τα δάνεια αυτά δεν συνιστά άνοιγμα τιτλοποίησης ή επανατιτλοποίησης, και η προστασία κατά των πρώτων ζημιών για κάθε επένδυση παρέχεται από τον πωλητή των δανείων. Στην τελευταία περίπτωση, η ειδική για κάθε ομάδα ταμειακή διευκόλυνση δεν θα πρέπει γενικά να θεωρείται ως άνοιγμα επανατιτλοποίησης διότι αντιπροσωπεύει τμήμα ομάδας που αποτελείται από ένα μοναδικό περιουσιακό στοιχείο (ήτοι της ομάδας ολόκληρων δανείων) η οποία δεν περιέχει ανοίγματα τιτλοποίησης. Αντιθέτως, μία πιστωτική ενίσχυση σε επίπεδο προγράμματος που καλύπτει ορισμένες μόνο από τις ζημίες, πέραν της προστασίας που παρέχεται από τον πωλητή για τις διάφορες ομάδες, θα συνιστούσε γενικά κατάτμηση του κινδύνου μιας ομάδας πολλαπλών περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα άνοιγμα τιτλοποίησης, και επομένως συνιστά άνοιγμα επανατιτλοποίησης. Ωστόσο, εάν παρόμοιο πρόγραμμα αυτού του είδους χρηματοδοτείται αποκλειστικά από μία και μόνη κατηγορία εμπορικών χρεωγράφων, και όταν ούτε η πιστωτική ενίσχυση σε επίπεδο προγράμματος συνιστά επανατιτλοποίηση ούτε τα εμπορικά χρεώγραφα καλύπτονται πλήρως από το ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα, αφήνοντας τον επενδυτή στην ουσία εκτεθειμένο στον πιστωτικό κίνδυνο του αναδόχου και όχι των υποκείμενων ομάδων ή περιουσιακών στοιχείων, τότε τα εν λόγω χρεώγραφα δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως ανοίγματα επανατιτλοποίησης. |
(25) |
Οι διατάξεις σχετικά με τη συνετή αποτίμηση της οδηγίας 2006/49/ΕΚ θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλα τα μέσα που αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους, είτε στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε σε άλλο χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Θα πρέπει να αποσαφηνισθεί ότι, εάν η εφαρμογή της συνετής αποτίμησης συνεπάγεται κατώτερη λογιστική αξία από αυτήν που αναγνωρίζεται πραγματικά κατά τη λογιστική καταχώριση, η απόλυτη τιμή της διαφοράς πρέπει να αφαιρείται από τα ίδια κεφάλαια. |
(26) |
Τα ιδρύματα πρέπει να μπορούν να επιλέξουν κατά πόσον θα υπολογίσουν κεφαλαιακή απαίτηση ή θα αφαιρέσουν από τα ίδια κεφάλαια τις θέσεις τιτλοποίησης που σταθμίζονται με συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 % βάσει της παρούσας οδηγίας, ανεξάρτητα από το κατά πόσον οι θέσεις βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ή εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών. |
(27) |
Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για κινδύνους διακανονισμού θα πρέπει να εφαρμόζονται επίσης στα ανοίγματα που περιλαμβάνονται στα λοιπά χαρτοφυλάκια πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. |
(28) |
Το μεταβιβάζον ή το ανάδοχο ίδρυμα δεν θα πρέπει να είναι σε θέση να παρακάμπτει την απαγόρευση της έμμεσης υποστήριξης χρησιμοποιώντας τα χαρτοφυλάκια συναλλαγών του προκειμένου να παράσχει την εν λόγω υποστήριξη. |
(29) |
Με την επιφύλαξη των δημοσιοποιήσεων που απαιτούνται ρητά από την παρούσα οδηγία, στόχος των απαιτήσεων δημοσιοποίησης πρέπει να είναι να παρέχονται στους συμμετέχοντες στην αγορά ακριβείς και λεπτομερείς πληροφορίες όσον αφορά το προφίλ κινδύνου κάθε μεμονωμένου ιδρύματος. Επομένως, τα ιδρύματα πρέπει να υποχρεούνται να δημοσιοποιούν πρόσθετες πληροφορίες οι οποίες δεν αναφέρονται ρητά στην παρούσα οδηγία, όποτε παρόμοια δημοσιοποίηση είναι αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω στόχου. |
(30) |
Προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεπής εφαρμογή της οδηγίας 2006/48/ΕΚ σε ολόκληρη την Ένωση, η Επιτροπή και η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας συγκρότησαν το 2006 ομάδα εργασίας (Ομάδα μεταφοράς της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις - CRDTG), στην οποία ανέθεσαν την εξέταση και την επίλυση των προβλημάτων που σχετίζονται με την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας. Σύμφωνα με τη CRDTG, ορισμένες τεχνικές διατάξεις των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ χρήζουν περαιτέρω αποσαφήνισης. Επομένως, οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να αποσαφηνισθούν. |
(31) |
Σε περίπτωση που υπάρχει εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση θέσης σε τιτλοποίηση που ενσωματώνει τις επιπτώσεις από την πιστωτική προστασία που παρέχεται από το ίδιο το ίδρυμα που επενδύει, το εν λόγω ίδρυμα δεν πρέπει να μπορεί να επωφεληθεί από τον χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου που προκύπτει από τη συγκεκριμένη προστασία. Τούτο δεν πρέπει να οδηγεί σε μείωση του κεφαλαίου της τιτλοποίησης, εφόσον υπάρχουν τρόποι καθορισμού ενός συντελεστή στάθμισης κινδύνου που αποτυπώνει τον πραγματικό κίνδυνο της θέσης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εν λόγω πιστωτική προστασία. |
(32) |
Οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης των ιδρυμάτων αναφορικά με τις τιτλοποιήσεις θα πρέπει να ενισχυθούν σημαντικά. Τα ιδρύματα πρέπει, ειδικότερα, να λαμβάνουν επίσης υπόψη τους κινδύνους θέσεων τιτλοποίησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Επιπλέον, για να διασφαλισθεί η κατάλληλη διαφάνεια όσον αφορά τις δραστηριότητες τιτλοποίησης ενός ιδρύματος, οι δημοσιοποιήσεις θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα είναι ανάδοχος οντότητας ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση και τη συμμετοχή ορισμένων συνδεδεμένων οντοτήτων, δεδομένου ότι τα στενά συνδεδεμένα μέρη μπορούν να αποτελούν διαρκή κίνδυνο για το υπόψη ίδρυμα. |
(33) |
Οι κεφαλαιακές επιβαρύνσεις για ειδικούς κινδύνους για θέσεις τιτλοποίησης θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις στο χαρτοφυλάκιο τραπεζικών συναλλαγών, καθώς οι τελευταίες προσφέρουν μια πιο διαφοροποιημένη και ευαίσθητη, σε θέματα κινδύνων, μεταχείριση των θέσεων τιτλοποίησης. |
(34) |
Δεδομένων των πρόσφατων ασθενών επιδόσεών τους, θα πρέπει να ενισχυθούν τα πρότυπα που εφαρμόζονται στα εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων του κινδύνου αγοράς. Ειδικότερα, η αποτύπωση των κινδύνων θα πρέπει να ολοκληρωθεί όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Επιπλέον, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις πρέπει να περιλαμβάνουν μια συνιστώσα κατάλληλη για ακραίες συνθήκες προκειμένου να ενισχυθούν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις σε περίπτωση επιδείνωσης των συνθηκών της αγοράς και με σκοπό τη μείωση του φαινομένου της προκυκλικότητας. Τα ιδρύματα θα πρέπει επίσης να διενεργούν «αντίστροφες» ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (reverse stress tests) έτσι ώστε να εξετάζουν ποια είναι τα σενάρια που μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα τους, εκτός εάν μπορούν να αποδείξουν ότι τέτοια δοκιμή είναι περιττή. Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες ιδιαίτερες δυσκολίες χειρισμού των θέσεων τιτλοποίησης χρησιμοποιώντας προσεγγίσεις βασισμένες σε εσωτερικά υποδείγματα, η ικανότητα των ιδρυμάτων να κατασκευάζουν υποδείγματα για τους κινδύνους τιτλοποίησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών πρέπει να περιορισθεί και να απαιτείται, εξ ορισμού, μια τυποποιημένη κεφαλαιακή απαίτηση για θέσεις τιτλοποίησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. |
(35) |
Η παρούσα οδηγία θεσπίζει περιορισμένες εξαιρέσεις για ορισμένες συναλλαγές διαπραγμάτευσης συσχετίσεων, σύμφωνα με τις οποίες η εποπτική αρχή επιτρέπει στα ιδρύματα να υπολογίζουν μια συνολική κεφαλαιακή επιβάρυνση που υπόκειται σε αυστηρές ελάχιστες απαιτήσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να απαιτείται από τα ιδρύματα να επιβάλλουν, σε αυτές τις συναλλαγές, επιβάρυνση κεφαλαίου ίση προς το υψηλότερο ποσό μεταξύ της κεφαλαιακής επιβάρυνσης σύμφωνα με την εσωτερικά αναπτυχθείσα προσέγγιση και του 8 % της κεφαλαιακής επιβάρυνσης για ειδικό κίνδυνο σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο μέτρησης. Δεν θα πρέπει να απαιτείται τα ανοίγματα αυτά να υπόκεινται στην κεφαλαιακή απαίτηση πρόσθετου κινδύνου, αλλά θα πρέπει να ενσωματώνονται στις μετρήσεις τόσο της δυνητικής ζημίας όσο και της δυνητικής ζημίας ακραίων συνθηκών. |
(36) |
Το άρθρο 152 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ επιβάλλει σε ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα την υποχρέωση να παρέχουν ίδια κεφάλαια τουλάχιστον ίσα με συγκεκριμένα καθορισμένα κατώτατα ποσά για τις τρεις δωδεκάμηνες περιόδους μεταξύ της 31ης Δεκεμβρίου 2006 και της 31ης Δεκεμβρίου 2009. Υπό το πρίσμα της παρούσας κατάστασης στο τραπεζικό σύστημα και της παράτασης των μεταβατικών ρυθμίσεων περί ελαχίστου κεφαλαίου, οι οποίες υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία, είναι σκόπιμη η ανανέωση αυτής της απαίτησης για περιορισμένο χρονικό διάστημα μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2011. |
(37) |
Προκειμένου να μην αποθαρρυνθεί η υιοθέτηση, από τα πιστωτικά ιδρύματα, της μεθόδου εσωτερικών διαβαθμίσεων (ΜΕΔ) ή εξελιγμένων μεθόδων μέτρησης (ΕΜΜ) για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου εξαιτίας αδικαιολόγητου και δυσανάλογου κόστους εφαρμογής, θα πρέπει να καταστεί δυνατόν να επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν υιοθετήσει τις μεθόδους ΜΕΔ ή ΕΜΜ από την 1η Ιανουαρίου 2010 και τα οποία, επομένως, χρησιμοποιούσαν προηγουμένως άλλες λιγότερο εξελιγμένες μεθόδους για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων εποπτικών αρχών, να χρησιμοποιούν τις λιγότερο εξελιγμένες μεθόδους ως βάση υπολογισμού του μεταβατικού κατώτατου ορίου. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρακολουθούν στενά τις αγορές, να διασφαλίζουν ισότιμους όρους ανταγωνισμού εντός όλων των αγορών και των τμημάτων των αγορών τους και να μεριμνούν για την αποφυγή στρεβλώσεων στην εσωτερική αγορά. |
(38) |
Σύμφωνα με το άρθρο 34 της Διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (9), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίσουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Ένωσης, τους δικούς τους πίνακες οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία μεταξύ της παρούσας οδηγίας με τα μέτρα μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο, και να τους δημοσιοποιήσουν. |
(39) |
Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας αποτελούν βήματα της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας για να αντιμετωπιστεί η χρηματοπιστωτική κρίση. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της G-20, του ΣΧΣ και της επιτροπής της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία, ενδέχεται να απαιτούνται περαιτέρω μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης για δημιουργία αντικυκλικών αποθεμάτων, «δυναμικών προβλέψεων», της λογικής που διέπει τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων στην οδηγία 2006/48/ΕΚ και των συμπληρωματικών μέτρων προς τις απαιτήσεις βάσει κινδύνου για τα πιστωτικά ιδρύματα ώστε να συγκρατηθεί αποτελεσματικότερα η αύξηση της μόχλευσης στο τραπεζικό σύστημα. Προκειμένου να διασφαλισθεί η κατάλληλη δημοκρατική εποπτεία της διαδικασίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να συμμετέχουν εγκαίρως και αποτελεσματικά. |
(40) |
Η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την εφαρμογή των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ για να διασφαλίσει ότι οι διατάξεις τους εφαρμόζονται κατά τρόπο ισότιμο που δεν καταλήγει σε διακρίσεις μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων βάσει της νομικής δομής ή του μοντέλου ιδιοκτησίας τους. |
(41) |
H Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί προκειμένου να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ σχετικά με τεχνικές προσαρμογές της οδηγίας 2006/48/ΕΚ για να διευκρινισθούν ορισμοί και να διασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της ή για να ληφθούν υπόψη εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, για να ευθυγραμμιστεί η ορολογία και οι ορισμοί των πλαισίων σύμφωνα με μεταγενέστερες σχετικές πράξεις, για να διευρυνθεί το περιεχόμενο ή να προσαρμοσθεί η ορολογία του καταλόγου δραστηριοτήτων που υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση βάσει της εν λόγω οδηγίας ώστε να ληφθούν υπόψη εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, για να αναπροσαρμοσθούν οι τομείς στους οποίους οι αρμόδιες αρχές είναι υποχρεωμένες να ανταλλάσσουν πληροφορίες, για να προσαρμοσθούν οι περί ιδίων κεφαλαίων διατάξεις της εν λόγω οδηγίας ώστε να αντικατοπτριστούν οι εξελίξεις στα λογιστικά πρότυπα ή στη νομοθεσία της Ένωσης, ή όσον αφορά τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας, για να διευρύνει τον κατάλογο των κλάσεων χρηματοδοτικού ανοίγματος για τους σκοπούς της τυποποιημένης προσέγγισης ή της προσέγγισης ΜΕΔ προκειμένου να ληφθούν υπόψη εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, για να αναπροσαρμόζονται ορισμένα ποσά σχετικά με αυτές τις κλάσεις χρηματοδοτικού ανοίγματος συνυπολογίζοντας τον πληθωρισμό, για να αναπροσαρμόζεται ο κατάλογος και η κατάταξη των εκτός ισολογισμού στοιχείων και για να αναπροσαρμόζονται συγκεκριμένες διατάξεις και τεχνικά κριτήρια σχετικά με την αντιμετώπιση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, σχετικά με την οργάνωση και την αντιμετώπιση του κινδύνου, την τυποποιημένη προσέγγιση και την προσέγγιση ΜΕΔ, σχετικά με τον μετριασμό του πιστωτικού κινδύνου, σχετικά με τις θέσεις τιτλοποίησης, σχετικά με τον λειτουργικό κίνδυνο, σχετικά με την επανεξέταση και αξιολόγηση από τις αρμόδιες αρχές και σχετικά με τη δημοσιοποίηση, προκειμένου να ληφθούν υπόψη εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή στα λογιστικά πρότυπα ή στη νομοθεσία της Ένωσης, ή προκειμένου να επιτευχθεί σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ προκειμένου περί μέτρων που καθορίζουν το μέγεθος των αιφνιδίων και μη αναμενομένων μεταβολών στα επιτόκια για τους σκοπούς της επανεξέτασης και της αξιολόγησης από τις αρμόδιες αρχές βάσει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από μη εμπορικές δραστηριότητες, για να ορίσει μια προσωρινή μείωση του ελαχίστου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων ή σταθμίσεων κινδύνου που προβλέπει η ανωτέρω οδηγία ώστε να συνεκτιμηθούν ειδικές συνθήκες, για να διευκρινίσει την εξαίρεση ορισμένων ανοιγμάτων από την εφαρμογή των περί μεγάλων ανοιγμάτων διατάξεων της ανωτέρω οδηγίας, και για να αναπροσαρμόζει τα κριτήρια για την αξιολόγηση εκ μέρους των εποπτών που προβλέπει η ανωτέρω οδηγία σε σχέση με την καταλληλότητα ενός προτεινομένου αγοραστή πιστωτικού ιδρύματος και τη χρηματοπιστωτική ορθότητα κάθε προτεινομένης αγοράς. |
(42) |
H Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ προκειμένου περί τεχνικών προσαρμογών της οδηγίας 2006/49/ΕΚ για να αποσαφηνίζει ορισμούς που θα διασφαλίζουν την ενιαία εφαρμογή της ανωτέρω οδηγίας ή για να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, για να προσαρμόζει τα ποσά αρχικού κεφαλαίου που προβλέπονται από ορισμένες διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας και τα ειδικά ποσά που σχετίζονται με τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ώστε να συνεκτιμηθούν εξελίξεις στον οικονομικό και νομισματικό τομέα, για να προσαρμόζει τις κατηγορίες επιχειρήσεων επενδύσεων που είναι επιλέξιμες για ορισμένες παρεκκλίσεις από τα υποχρεωτικά ελάχιστα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων ώστε να συνεκτιμηθούν οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, για να διευκρινίσει την απαίτηση ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων έχουν ίδια κεφάλαια ίσα προς το ένα τέταρτο των παγίων εξόδων τους κατά το προηγούμενο έτος προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή της ανωτέρω οδηγίας, για να ευθυγραμμίζει την ορολογία και τους ορισμούς με τις μεταγενέστερες σχετικές πράξεις, για να προσαρμόζει τις τεχνικές διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας σχετικά με τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για διάφορες κλάσεις κινδύνου και τα μεγάλα ανοίγματα, για τη χρήση εσωτερικών μοντέλων υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων και για τη διαπραγμάτευση ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή σε πρότυπα μέτρησης κινδύνου ή σε λογιστικά πρότυπα, ή στη νομοθεσία της Ένωσης, ή σχετικά με τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας, και για να συνεκτιμηθεί το αποτέλεσμα της επανεξέτασης διαφόρων θεμάτων σχετικών με το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. |
(43) |
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους τρεις μήνες από την ημέρα κοινοποίησης για να αντιταχθούν σε πράξη κατ’ εξουσιοδότηση. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου το διάστημα αυτό θα πρέπει επίσης να μπορεί να παρατείνεται κατά τρεις μήνες. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να μπορούν να ενημερώσουν τα άλλα θεσμικά όργανα για την πρόθεσή τους να μην διατυπώσουν αντιρρήσεις. Αυτή η έγκαιρη έγκριση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση ενδείκνυται ιδιαίτερα όταν πρέπει να τηρηθούν προθεσμίες, παραδείγματος χάριν όπου υπάρχουν χρονοδιαγράμματα που καθορίζονται στη βασική πράξη βάσει των οποίων η Επιτροπή θεσπίζει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση. |
(44) |
Στη δήλωση 39 για το άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προσαρτάται στην Τελική Πράξη της διακυβερνητικής διάσκεψης η οποία υιοθέτησε τη συνθήκη της Λισαβόνας, που υπεγράφη στις 13 Δεκεμβρίου 2007, η διάσκεψη σημείωσε την πρόθεση της Επιτροπής να συνεχίσει να διαβουλεύεται με εμπειρογνώμονες που ορίζονται από τα κράτη μέλη κατά την προετοιμασία των σχεδίων πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική της. |
(45) |
Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, ήτοι η απαίτηση από τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων να υιοθετούν πολιτικές αποδοχών που να συνάδουν με την αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και να προσαρμόζουν ορισμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν, συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών. |
(46) |
Οι οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθούν αναλόγως, |
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Τροποποιήσεις στην οδηγία 2006/48/ΕΚ
Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως ακολούθως:
1) |
Το άρθρο 4 τροποποιείται ως ακολούθως:
|
2) |
Στο άρθρο 11, παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: «Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας διασφαλίζει την ύπαρξη κατευθυντήριων γραμμών για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των προσώπων που διευθύνουν πράγματι τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος.»· |
3) |
Το άρθρο 22 τροποποιείται ως ακολούθως:
|
4) |
Στο άρθρο 54, προστίθεται η εξής παράγραφος: «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για τους σκοπούς της πρώτης παραγράφου, οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τους έχουν την εξουσία να επιβάλλουν ή να εφαρμόζουν οικονομικής φύσεως και μη οικονομικής φύσεως κυρώσεις ή άλλα μέτρα. Οι εν λόγω κυρώσεις ή μέτρα είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.». |
5) |
Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 57, το στοιχείο ιη) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
6) |
Στο άρθρο 64, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «5. Τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν τις διατάξεις του μέρους Β του παραρτήματος VII της οδηγίας 2006/49/ΕΚ σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία τους που αποτιμώνται σε εύλογη αξία κατά τον υπολογισμό του ύψους των ιδίων κεφαλαίων και αφαιρούν από το σύνολο των στοιχείων υπό α) έως γα), μείον τα στοιχεία υπό θ) έως ια), του άρθρου 57, το ποσό τυχόν άλλων πρόσθετων και αναγκαίων προσαρμογών αξίας. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας διάταξης.». |
7) |
Στο άρθρο 66, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Το ήμισυ του συνόλου των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ιβ) έως ιη) του άρθρου 57 αφαιρείται από το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως οθ), μείον τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία θ) έως ια) του εν λόγω άρθρου, και το ήμισυ από το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) του εν λόγω άρθρου, τηρουμένων των περιορισμών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Εάν το ήμισυ του αθροίσματος των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ιβ) έως ιη) είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) του άρθρου 57, η διαφορά αφαιρείται από το άθροισμα των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα), μείον τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία θ) έως ια) του εν λόγω άρθρου. Τα στοιχεία που απαριθμούνται στο στοιχείο ιη) του άρθρου 57 δεν αφαιρούνται, εφόσον έχουν ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 75, όπως ορίζεται στην παρούσα οδηγία ή στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, όπως ορίζεται στο παράρτημα I ή V της οδηγίας 2006/49/ΕΚ.». |
8) |
Στο άρθρο 75, τα στοιχεία β) και γ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:
|
9) |
Στο άρθρο 101, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Ένα ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα, ή ένα μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα το οποίο σε σχέση με μια τιτλοποίηση έκανε χρήση του άρθρου 95 στον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων, ή πώλησε χρηματοπιστωτικά μέσα από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του σε οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση με αποτέλεσμα να μην υποχρεούται πλέον να κατέχει ίδια κεφάλαια για τους κινδύνους των εν λόγω μέσων, δεν παρέχει υποστήριξη στην τιτλοποίηση, με σκοπό τη μείωση των δυνητικών ή πραγματικών ζημιών των επενδυτών, πέραν των όσων προβλέπουν οι συμβατικές του υποχρεώσεις.». |
10) |
Το άρθρο 136 τροποποιείται ως εξής:
|
11) |
Στο άρθρο 145, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Τα πιστωτικά ιδρύματα υιοθετούν επίσημη πολιτική συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 και διαθέτουν πολιτικές αξιολόγησης της καταλληλότητας των δημοσιοποιήσεών τους, περιλαμβανομένης της επαλήθευσης και της συχνότητάς τους. Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν επίσης πολιτικές αξιολόγησης του κατά πόσον οι δημοσιοποιήσεις τους μεταφέρουν πλήρως το προφίλ του κινδύνου στους συμμετέχοντες στην αγορά. Εάν οι εν λόγω δημοσιοποιήσεις δεν μεταφέρουν πλήρως το προφίλ του κινδύνου στους συμμετέχοντες στην αγορά, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες επιπλέον εκείνων που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1. Ωστόσο, υποχρεούνται να δημοσιοποιούν μόνον τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις και όχι τις πληροφορίες που ανήκουν στην ιδιοκτησία τους ή είναι εμπιστευτικές σύμφωνα με τα τεχνικά κριτήρια που προβλέπονται στο μέρος 1 του παραρτήματος XII.». |
12) |
Η επικεφαλίδα του Τίτλου VI αντικαθίσταται από την εξής: «ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ» |
13) |
Το άρθρο 150 τροποποιείται ως εξής:
|
14) |
Στο άρθρο 151 οι παράγραφοι 2 και 3 διαγράφονται. |
15) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 151α Άσκηση των ανατεθεισών αρμοδιοτήτων 1. Η αρμοδιότητα για την έκδοση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση βάσει του άρθρου 150 παράγραφος 1 και παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη φράση παρέχεται στην Επιτροπή για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από τις 15 Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες το αργότερο έξι μήνες πριν τη λήξη της τετραετούς περιόδου. Η ανάθεση αρμοδιοτήτων παρατείνεται αυτομάτως για περιόδους της ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν σύμφωνα με το άρθρο 151β. 2. Η Επιτροπή, όταν εκδίδει πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. 3. Η αρμοδιότητα της Επιτροπής για την έκδοση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση υπόκειται στις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 151β και 151γ. Άρθρο 151β Ανάκληση της ανάθεσης αρμοδιοτήτων 1. Η ανάθεση αρμοδιοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 150 παράγραφος 1 και στο άρθρο 150 παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη φράση μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. 2. Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασισθεί εάν θα ανακληθεί η ανάθεση αρμοδιοτήτων προσπαθεί να ενημερώνει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις ανατεθείσες αρμοδιότητες που θα μπορούσαν να ανακληθούν. 3. Η απόφαση ανάκλησης τερματίζει την ανάθεση αρμοδιοτήτων που προσδιορίζεται στην απόφαση αυτή. Η απόφαση έχει άμεση ισχύ ή αναφέρει συγκεκριμένη μεταγενέστερη ημερομηνία έναρξης ισχύος. Η απόφαση δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση που βρίσκονται ήδη σε ισχύ. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρθρο 151γ Διατύπωση αντιρρήσεων σε πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση 1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώνουν αντιρρήσεις σε κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά τρεις μήνες. 2. Αν, κατά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχει διατυπώσει αντιρρήσεις στην κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη, η εν λόγω πράξη δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Η κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη μπορεί να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν από την πάροδο της εν λόγω περιόδου, εφόσον τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο έχουν ενημερώσει την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μη διατυπώσουν αντιρρήσεις. 3. Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο διατυπώσουν αντιρρήσεις σε πράξη εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τότε η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 της ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που προβάλλει αντιρρήσεις εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη.». |
16) |
Στο άρθρο 152, παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι: «5α. Τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 παρέχουν, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011, ίδια κεφάλαια τα οποία είναι πάντα υψηλότερα από ή ίσα προς το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 5γ ή την παράγραφο 5δ, εφόσον τυγχάνει εφαρμογής. 5β. Τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία χρησιμοποιούν τις εξελιγμένες μεθόδους μέτρησης όπως ορίζονται στο άρθρο 105 για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων για λειτουργικό κίνδυνο παρέχουν, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011, ίδια κεφάλαια τα οποία είναι πάντα υψηλότερα από ή ίσα προς το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 5γ ή την παράγραφο 5δ, εφόσον τυγχάνει εφαρμογής. 5γ. Το ποσό που αναφέρεται στις παραγράφους 5α και 5β είναι το 80 % του συνολικού ελάχιστου ποσού ιδίων κεφαλαίων το οποίο τα πιστωτικά ιδρύματα θα ήταν υποχρεωμένα να διαθέτουν σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ και την οδηγία 2000/12/ΕΟΚ, όπως ίσχυε πριν την 1η Ιανουαρίου 2007. 5δ. Με την επιφύλαξη της έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές, για τα πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 5ε, το ποσό που αναφέρεται στις παραγράφους 5α και 5β μπορεί να ανέρχεται έως το 80 % του συνολικού ελάχιστου ποσού ιδίων κεφαλαίων το οποίο τα πιστωτικά αυτά ιδρύματα θα ήταν υποχρεωμένα να διαθέτουν σύμφωνα με οποιοδήποτε από τα άρθρα 78 έως 83, και τα άρθρα 103 ή 104 και με την οδηγία 2006/49/ΕΟΚ, όπως ίσχυε πριν από την 1η Ιανουαρίου 2011. 5ε. Ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να εφαρμόζει την παράγραφο 5δ μόνο αν άρχισε να χρησιμοποιεί τη ΜΕΔ ή ΕΜΜ για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών του απαιτήσεων κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2010.». |
17) |
Στο άρθρο 154, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «5. Έως την 31η Δεκεμβρίου 2012, το μέσο σταθμισμένο ύψος του LGD για όλα τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που είναι εξασφαλισμένα με ακίνητα και δεν καλύπτονται από εγγυήσεις των κεντρικών κυβερνήσεων δεν είναι κατώτερο του 10 %.». |
18) |
Στο άρθρο 156, παρεμβάλλονται τα ακόλουθα εδάφια μετά το τρίτο εδάφιο: «Έως την 1η Απριλίου 2013, η Επιτροπή εξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις διατάξεις που αφορούν τις αποδοχές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που παρατίθενται στα παραρτήματα V και XII, με ιδιαίτερη έμφαση στην αποδοτικότητά τους, την εφαρμογή τους και την επιβολή τους, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις. Αυτή η επανεξέταση εντοπίζει οποιαδήποτε κενά απορρέουν από την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στις εν λόγω διατάξεις. Η Επιτροπή υποβάλει την έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από τις κατάλληλες προτάσεις. Προκειμένου να διασφαλισθεί συνοχή και ίσοι όροι ανταγωνισμού, η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή του άρθρου 54 σχετικά με τη συνέπεια μεταξύ των κυρώσεων και των άλλων μέτρων που επιβάλλονται και εφαρμόζονται σε ολόκληρη την Ένωση και, εν ανάγκη διατυπώνει προτάσεις. Η περιοδική αξιολόγηση από την Επιτροπή της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας διασφαλίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται δεν καταλήγει σε διακρίσεις μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων βάσει της νομικής δομής τους ή του μοντέλου ιδιοκτησίας τους. Προκειμένου να διασφαλισθεί συνέπεια όσον αφορά τη συνετή προσέγγιση ως προς το κεφάλαιο, η Επιτροπή επαναξιολογεί τη συνάφεια της αναφοράς σε μέσα κατά την έννοια του άρθρου 66 παράγραφος 1α, στοιχείο α) στην παράγραφο 23 στοιχείο ιε) σημείο ii) του παραρτήματος V, μόλις αναλάβει την πρωτοβουλία να επανεξετάσει τον ορισμό των κεφαλαιακών μέσων, όπως προβλέπονται στα άρθρα 56 έως 67.». |
19) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 156α Έως την 31η Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή επανεξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με τη σκοπιμότητα αλλαγών με σκοπό την ευθυγράμμιση του παραρτήματος IX της παρούσας οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη διεθνείς συμφωνίες σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων για θέσεις τιτλοποίησης. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση αυτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο συνοδευόμενη από τυχόν κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις.». |
20) |
Τα παραρτήματα τροποποιούνται, όπως προβλέπεται στο παράρτημα I της παρούσας οδηγίας. |
Άρθρο 2
Τροποποιήσεις στην οδηγία 2006/49/ΕΚ
Η οδηγία 2006/49/ΕΚ τροποποιείται ως ακολούθως:
1) |
Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 3 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:
|
2) |
Στο άρθρο 17 παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Όταν ένα ίδρυμα υπολογίζει ποσά χρηματοδοτικών ανοιγμάτων με στάθμιση κινδύνου για τους σκοπούς του παραρτήματος II της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, για τον υπολογισμό που προβλέπεται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ παράρτημα VII, μέρος 1, παράγραφος 36, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:». |
3) |
Στο άρθρο 18 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
4) |
Ο τίτλος του τμήματος 2 του κεφαλαίου VIII αντικαθίσταται από τον εξής: «Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και εκτελεστικές εξουσίες». |
5) |
Στο άρθρο 41, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θεσπίζονται με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 42α, και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 42β και 42γ.». |
6) |
Στο άρθρο 42, η παράγραφος 2 διαγράφεται. |
7) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 42α Άσκηση των ανατεθεισών αρμοδιοτήτων 1. Η αρμοδιότητα για την έκδοση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση που παρέχεται στην Επιτροπή κατά το άρθρο 41 ισχύει για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από τις 15 Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες το αργότερο έξι μήνες πριν τη λήξη της τετραετούς περιόδου. Η ανάθεση αρμοδιοτήτων παρατείνεται αυτομάτως για περιόδους της ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν σύμφωνα με το άρθρο 42β. 2. Η Επιτροπή όταν εκδίδει πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. 3. Η αρμοδιότητα της Επιτροπής για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων υπόκειται στις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 42β και 42γ. Άρθρο 42β Ανάκληση της ανάθεσης αρμοδιοτήτων 1. Η ανάθεση αρμοδιοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 41 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. 2. Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασισθεί εάν θα ανακληθεί η ανάθεση αρμοδιοτήτων προσπαθεί να ενημερώνει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις ανατεθείσες αρμοδιότητες που θα μπορούσαν να ανακληθούν. 3. Η απόφαση ανάκλησης τερματίζει την ανάθεση αρμοδιοτήτων που προσδιορίζεται στην απόφαση αυτή. Η απόφαση έχει άμεση ισχύ ή αναφέρει συγκεκριμένη μεταγενέστερη ημερομηνία έναρξης ισχύος. Η απόφαση δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση που βρίσκονται ήδη σε ισχύ. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρθρο 42γ Διατύπωση αντιρρήσεων σε πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση 1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώνουν αντιρρήσεις για κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά τρεις μήνες. 2. Αν, κατά τη λήξη της περιόδου της παραγράφου 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχει διατυπώσει αντιρρήσεις στην κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη, η εν λόγω πράξη δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Η κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη μπορεί να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν από την πάροδο της εν λόγω περιόδου, εφόσον τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο έχουν ενημερώσει την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μη διατυπώσουν αντιρρήσεις. 3. Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο διατυπώσουν αντιρρήσεις σε πράξη εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τότε η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το θεσμικό όργανο που προβάλλει αντιρρήσεις εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη.». |
(8) |
Το άρθρο 47 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Έως την 30ή Δεκεμβρίου 2011 ή σε προγενέστερη αυτής ημερομηνία που καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές κατά περίπτωση, τα ιδρύματα που έχουν λάβει αναγνώριση για εσωτερικό υπόδειγμα ως προς τον ειδικό κίνδυνο προ της 1ης Ιανουαρίου 2007, μπορούν σύμφωνα με το παράρτημα V, παράγραφος 1, και για αυτή την υφιστάμενη αναγνώριση, να εφαρμόζουν το παράρτημα V, παράγραφοι 4 και 8 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ όπως οι παράγραφοι αυτές ίσχυαν προ της 1ης Ιανουαρίου 2007.». |
(9) |
Τα παραρτήματα τροποποιούνται όπως προβλέπεται στο παράρτημα II της παρούσας οδηγίας. |
Άρθρο 3
Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο
1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς:
α) |
τα σημεία 3, 4, 16 και 17 του άρθρου 1 και τα σημεία 1, 2 στοιχείο γ), 3, και 5 στοιχείο β) σημείο iii) του παραρτήματος I, έως την 1η Ιανουαρίου 2011· και |
β) |
όλες τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας εκτός από εκείνες που προσδιορίζονται στο στοιχείο α), έως την 31η Δεκεμβρίου 2011. |
Τα μέτρα της παρούσας παραγράφου, όταν υιοθετούνται από τα κράτη μέλη, θα κάνουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή θα συνοδεύονται από την αναφορά σε αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η αναφορά καθορίζεται από τα κράτη μέλη.
2. Οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για τη συμμόρφωση προς το σημείο 1 του παραρτήματος I απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν τις αρχές που παρατίθενται σε αυτό στις:
i) |
αμοιβές που οφείλονται βάσει συμβάσεων που συνήφθησαν πριν από την πραγματική ημερομηνία εκτέλεσης σε κάθε κράτος μέλος και που αποδόθηκαν ή καταβλήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή, και |
ii) |
για υπηρεσίες παρασχεθείσες το 2010, αμοιβές που αποφασίσθηκε να αποδοθούν, αλλά δεν καταβλήθηκαν ακόμη, πριν την ημερομηνία πραγματικής εκτέλεσης σε κάθε κράτος μέλος. |
3. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των κυριότερων διατάξεων του εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 4
Έκθεση
Έχοντας υπόψη τον διεθνή χαρακτήρα του πλαισίου της Βασιλείας και τους κινδύνους που ενέχει η μη ταυτόχρονη εφαρμογή των αλλαγών που επέρχονται στο πλαίσιο αυτό σε μείζονα νομικά συστήματα, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως την 31η Δεκεμβρίου 2010 για την πρόοδο που έχει σημειωθεί σχετικά με τη διεθνή εφαρμογή των αλλαγών στο πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας, συνοδευόμενη από κατάλληλες προτάσεις.
Άρθρο 5
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 6
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Στρασβούργο, 24 Νοεμβρίου 2010.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
J. BUZEK
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
O. CHASTEL
(1) ΕΕ C 291 της 1.12.2009, σ. 1.
(2) Γνώμη της 20ής Ιανουαρίου 2010 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).
(3) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 11ης Οκτωβρίου 2010.
(4) ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.
(5) ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.
(6) ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.
(7) ΕΕ L 120 της 15.5.2009, σ. 22.
(8) ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.
(9) ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.
(10) ΕΕ L 120 της 15.5.2009, σ. 22.».
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
Τα παραρτήματα V, VI, VII, IX και XII της οδηγίας 2006/48/ΕΚ τροποποιούνται ως ακολούθως:
(1) |
Στο παράρτημα V, προστίθεται το ακόλουθο μέρος: «11. ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ
|
(2) |
Το παράρτημα VI, μέρος 1 τροποποιείται ως ακολούθως:
|
(3) |
Στο παράρτημα VII, μέρος 2, τμήμα 1, παράγραφος 8, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
(4) |
Το παράρτημα IX τροποποιείται ως ακολούθως:
|
(5) |
Το παράρτημα XII τροποποιείται ως ακολούθως:
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Τα παραρτήματα I, II, V και VII της οδηγίας 2006/49/ΕΚ τροποποιούνται ως ακολούθως:
(1) |
Το παράρτημα I τροποποιείται ως ακολούθως:
|
(2) |
Στο παράρτημα II, το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Εντούτοις, εάν πρόκειται για συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (credit default swap), το ίδρυμα του οποίου το άνοιγμα που προκύπτει από την εν λόγω συμφωνία ανταλλαγής αποτελεί θετική θέση στο υποκείμενο μέσο, έχει την ευχέρεια να εφαρμόσει ποσοστό 0 % για το ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα, εκτός αν η συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (credit default swap) υπόκειται σε ρήτρα εκκαθάρισης σε περίπτωση αφερεγγυότητας της οντότητας της οποίας το άνοιγμα που προκύπτει από τη συμφωνία ανταλλαγής αποτελεί αρνητική θέση στο υποκείμενο μέσο, έστω και αν το υποκείμενο μέσο δεν τελεί σε κατάσταση αθέτησης τήρησης υποχρέωσης, οπότε το ύψος του δυνητικού μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος του ιδρύματος περιορίζεται στο ποσό των προσαυξήσεων που δεν έχουν ακόμη καταβληθεί από την οντότητα στο ίδρυμα.». |
(3) |
Το παράρτημα V τροποποιείται ως ακολούθως:
|
(4) |
Στο παράρτημα VII, το μέρος B τροποποιείται ως ακολούθως:
|