13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 40/75


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 10ης Νοεμβρίου 2009

για τη σύναψη συμφωνίας υπό μορφή πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Τυνησίας για τη θέσπιση μηχανισμού επίλυσης διαφορών σχετικών με τις εμπορικές διατάξεις της ευρωμεσογειακής συμφωνίας που αφορά τη σύνδεση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Τυνησίας, αφετέρου

(2010/91/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και, ιδίως το άρθρο 133 σε συνδυασμό με το άρθρο 300 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο πρώτη φράση,

την πρόταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 24 Φεβρουαρίου 2006, το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της από την περιοχή της Μεσογείου με σκοπό τη θέσπιση μηχανισμού επίλυσης διαφορών που σχετίζονται με εμπορικές διατάξεις.

(2)

Η Επιτροπή διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις σε διαβούλευση με την επιτροπή που συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 133 της συνθήκης και στο πλαίσιο των οδηγιών διαπραγμάτευσης που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο.

(3)

Η Επιτροπή ολοκλήρωσε τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας υπό μορφή πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Τυνησίας για τη θέσπιση μηχανισμού επίλυσης διαφορών σχετικών με τις εμπορικές διατάξεις της ευρωμεσογειακής συμφωνίας που αφορά τη σύνδεση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Τυνησίας, αφετέρου (1).

(4)

Η εν λόγω συμφωνία θα πρέπει να εγκριθεί,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Εγκρίνεται εξ ονόματος της Κοινότητας η συμφωνία υπό μορφή πρωτοκόλλου, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Τυνησίας, για τη θέσπιση μηχανισμού επίλυσης διαφορών σχετικών με τις εμπορικές διατάξεις της ευρωμεσογειακής συμφωνίας που αφορά τη σύνδεση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Τυνησίας, αφετέρου.

Το κείμενο της συμφωνίας επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 2

Ο πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται να ορίσει το(τα) πρόσωπο(-α) που είναι αρμόδιο(-α) να υπογράψει(-ουν) τη συμφωνία υπό μορφή πρωτοκόλλου δεσμεύοντας την Κοινότητα.

Βρυξέλλες, 10 Νοεμβρίου 2009.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. BORG


(1)  ΕΕ L 97 της 30.3.1998, σ. 2.


ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ

μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Τυνησίας για τη θέσπιση μηχανισμού επίλυσης διαφορών σχετικών με τις εμπορικές διατάξεις της ευρωμεσογειακής συμφωνίας που αφορά τη σύνδεση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Τυνησίας, αφετέρου

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ, εφεξής καλούμενη «η Ένωση»,

αφενός, και

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΤΥΝΗΣΙΑΣ, εφεξής καλούμενη «Τυνησία»,

αφετέρου,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΣΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 1

Στόχος

Ο στόχος του παρόντος πρωτοκόλλου είναι η πρόληψη και η επίλυση πάσης φύσεως εμπορικών διαφορών μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, προκειμένου να επιτευχθεί, στο μέτρο του δυνατού, αμοιβαία αποδεκτή λύση.

Άρθρο 2

Εφαρμογή του πρωτοκόλλου

1.   Οι διατάξεις του παρόντος πρωτοκόλλου ισχύουν όσον αφορά οποιαδήποτε διαφορά σχετική με την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του τίτλου ΙΙ (με εξαίρεση το άρθρο 24) της ευρωμεσογειακής συμφωνίας που αφορά τη σύνδεση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Τυνησίας, αφετέρου (εφεξής καλούμενη «συμφωνία σύνδεσης»), εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά (1). Το άρθρο 86 της συμφωνίας σύνδεσης ισχύει για τις διαφορές σχετικά με την εφαρμογή και την ερμηνεία άλλων διατάξεων της εν λόγω συμφωνίας.

2.   Οι διαδικασίες του παρόντος πρωτοκόλλου ισχύουν αν, 60 ημέρες μετά την παραπομπή μιας διαφοράς στο Συμβούλιο Σύνδεσης σύμφωνα με το άρθρο 86 της συμφωνίας σύνδεσης, το Συμβούλιο Σύνδεσης δεν έχει καταφέρει να επιλύσει τη διαφορά.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, μια διαφορά θεωρείται ότι έχει επιλυθεί όταν λάβει απόφαση το Συμβούλιο Σύνδεσης όπως προβλέπεται στο άρθρο 86 παράγραφος 2 της συμφωνίας σύνδεσης, ή όταν δηλώσει ότι δεν υπάρχει πλέον διαφορά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ

Άρθρο 3

Διαβουλεύσεις

1.   Τα συμβαλλόμενα μέρη προσπαθούν να επιλύσουν κάθε διαφορά σχετική με την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 αρχίζοντας διαβουλεύσεις καλόπιστα με στόχο μια γρήγορη, δίκαιη, και αμοιβαία αποδεκτή λύση.

2.   Ένα συμβαλλόμενο μέρος επιδιώκει διαβουλεύσεις μέσω γραπτού αιτήματος στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος, με αντίγραφο στην υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών, προσδιορίζοντας οποιοδήποτε συγκεκριμένο μέτρο και τις διατάξεις της συμφωνίας σύνδεσης που θεωρεί ότι ισχύουν.

3.   Εντός 40 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος πραγματοποιούνται οι διαβουλεύσεις, στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Οι διαβουλεύσεις θεωρείται ότι έχουν ολοκληρωθεί εντός 60 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος, εκτός αν αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν τη συνέχισή τους. Οι διαβουλεύσεις, ειδικότερα όλες οι πληροφορίες που κοινοποιούνται και οι θέσεις που υποστηρίζονται από τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών, είναι εμπιστευτικές και δεν θίγουν τα δικαιώματα κανενός συμβαλλόμενου μέρους στο πλαίσιο περαιτέρω διαδικασιών.

4.   Οι διαβουλεύσεις για επείγοντα θέματα, περιλαμβανομένων των θεμάτων που αφορούν τα αναλώσιμα ή εποχικά εμπορεύματα, πραγματοποιούνται εντός 15 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος και θεωρείται ότι έχουν ολοκληρωθεί εντός 30 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος.

5.   Εάν το συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της παραλαβής του, ή εάν οι διαβουλεύσεις δεν πραγματοποιούνται μέσα στα χρονικά πλαίσια που καθορίζονται στην παράγραφο 3 ή στην παράγραφο 4 αντίστοιχα, ή εάν οι διαβουλεύσεις έχουν ολοκληρωθεί και δεν έχει επιτευχθεί καμία συμφωνία για αμοιβαία αποδεκτή λύση, το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας σύμφωνα με το άρθρο 5.

Άρθρο 4

Διαμεσολάβηση

1.   Αν οι διαβουλεύσεις δεν καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν, κατόπιν συμφωνίας, να προσφύγουν σε διαμεσολαβητή. Κάθε αίτηση για διαμεσολάβηση πρέπει να γίνεται γραπτώς στην υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών και να περιγράφει κάθε μέτρο που αποτέλεσε αντικείμενο διαβουλεύσεων, καθώς και τους αμοιβαία συμφωνηθέντες όρους υπό τους οποίους πραγματοποιείται η διαμεσολάβηση. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος αναλαμβάνει να εξετάσει ευνοϊκά όλα τα αιτήματα για διαμεσολάβηση.

2.   Εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμφωνήσουν ποιος θα είναι ο διαμεσολαβητής εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος για διαμεσολάβηση, οι πρόεδροι της υποεπιτροπής βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών ή αντιπρόσωπός τους επιλέγει διαμεσολαβητή με κλήρωση μεταξύ των ατόμων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 19 και που δεν είναι υπήκοοι κανενός συμβαλλόμενου μέρους. Η επιλογή γίνεται εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος για διαμεσολάβηση. Ο διαμεσολαβητής συγκαλεί συνεδρίαση με τα μέρη το αργότερο 30 ημέρες μετά την επιλογή του. Ο διαμεσολαβητής λαμβάνει τις παρατηρήσεις κάθε συμβαλλόμενου μέρους το αργότερο 15 ημέρες πριν από τη συνεδρίαση και μπορεί να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες από τα συμβαλλόμενα μέρη ή από τους εμπειρογνώμονες ή τους τεχνικούς συμβούλους, όπως κρίνει αναγκαίο. Κάθε πληροφορία που συγκεντρώνεται κατ’ αυτό τον τρόπο, γνωστοποιείται σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος για τη διατύπωση παρατηρήσεων. Ο διαμεσολαβητής κοινοποιεί γνώμη το αργότερο 45 ημέρες μετά την επιλογή του.

3.   Η γνώμη του διαμεσολαβητή μπορεί να περιλαμβάνει σύσταση για τον τρόπο επίλυσης της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2. Η γνώμη του διαμεσολαβητή δεν είναι δεσμευτική.

4.   Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν να τροποποιήσουν τις προθεσμίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Ο διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να αποφασίσει την τροποποίηση των εν λόγω προθεσμιών κατόπιν σχετικού αιτήματος από οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες δυσκολίες που συναντά το οικείο μέρος ή την πολυπλοκότητα της υπόθεσης.

5.   Οι διαδικασίες που περιλαμβάνουν τη διαμεσολάβηση, ειδικότερα η γνώμη του διαμεσολαβητή και όλες οι πληροφορίες που κοινοποιούνται και οι θέσεις που λαμβάνουν τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών, είναι εμπιστευτικές και δεν θίγουν τα δικαιώματα κανενός συμβαλλόμενου μέρους στο πλαίσιο περαιτέρω διαδικασιών.

6.   Αν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν, η διαδικασία διαμεσολάβησης μπορεί να συνεχιστεί ενώ προχωρά η διαδικασία της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

7.   Η αντικατάσταση ενός διαμεσολαβητή πραγματοποιείται μόνο για τους λόγους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που εκτίθενται λεπτομερώς στους κανόνες 18 έως 21 του εσωτερικού κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ I

Διαδικασία διαιτησίας

Άρθρο 5

Έναρξη της διαδικασίας διαιτησίας

1.   Αν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να επιλύσουν τη διαφορά με διαβουλεύσεις όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 ή με διαμεσολάβηση σύμφωνα με το άρθρο 4, το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας.

2.   Το αίτημα για σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας υποβάλλεται γραπτώς στο συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία και στην υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών. Το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος επισημαίνει στο αίτημά του τα συγκεκριμένα υπό εξέταση μέτρα και τεκμηριώνει τον τρόπο με τον οποίο τα εν λόγω μέτρα συνιστούν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 2. Η σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας ζητείται το αργότερο 18 μήνες από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος για διαβουλεύσεις, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του καταγγέλλοντος συμβαλλόμενου μέρους να ζητήσει νέες διαβουλεύσεις για το ίδιο ζήτημα στο μέλλον.

Άρθρο 6

Σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας

1.   Συστήνεται ειδική ομάδα διαιτησίας που απαρτίζεται από τρεις διαιτητές.

2.   Εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος για τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας από το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, τα συμβαλλόμενα μέρη διαβουλεύονται προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία όσον αφορά τη σύνθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

3.   Αν τα συμβαλλόμενα μέρη αδυνατούν να συμφωνήσουν σχετικά με τη σύνθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει από τους προέδρους της υποεπιτροπής βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών ή τον αντιπρόσωπό τους να επιλέξει τα τρία μέλη της ειδικής ομάδας με κλήρωση, από τον κατάλογο που καταρτίζεται βάσει του άρθρου 19, επιλέγοντας ένα από τα πρόσωπα που προτείνει το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος, ένα από τα πρόσωπα που προτείνει το μέρος εναντίον του οποίου στρέφεται η καταγγελία και ένα από τα πρόσωπα που έχουν επιλέξει τα μέρη να εκτελεί χρέη προέδρου. Εάν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν για ένα ή δύο μέλη της ειδικής ομάδας διαιτησίας, τα λοιπά μέρη επιλέγονται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία.

4.   Οι πρόεδροι της υποεπιτροπής βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών, ή ο αντιπρόσωπος τους, επιλέγουν τους διαιτητές εντός πέντε εργάσιμων ημερών από το αίτημα που υποβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 3.

5.   Η ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας είναι η ημερομηνία επιλογής των τριών διαιτητών.

6.   Η αντικατάσταση των διαιτητών πραγματοποιείται μόνο για τους λόγους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που εκτίθενται λεπτομερώς στα άρθρα 18 έως 21 του εσωτερικού κανονισμού.

Άρθρο 7

Ενδιάμεση έκθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

Η επιτροπή διαιτησίας διανέμει ενδιάμεση έκθεση στα συμβαλλόμενα μέρη που περιλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά, τη δυνατότητα εφαρμογής των σχετικών διατάξεων και τη βασική λογική πίσω από οποιαδήποτε συμπεράσματα και συστάσεις που υποβάλλει, το αργότερο εντός 120 ημερών από την ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να υποβάλει γραπτό αίτημα για να αναθεωρήσει η ομάδα διαιτησίας συγκεκριμένες πτυχές της ενδιάμεσης έκθεσης εντός 15 ημερών από την κοινοποίησή της. Τα συμπεράσματα της τελικής απόφασης της ειδικής ομάδας περιλαμβάνουν ικανοποιητική αιτιολόγηση των επιχειρημάτων που προβάλλονται στο προσωρινό στάδιο αναθεώρησης και απαντούν σαφώς στις ερωτήσεις και τις παρατηρήσεις των δύο συμβαλλόμενων μερών.

Άρθρο 8

Απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1.   Η ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί την απόφασή της στα συμβαλλόμενα μέρη και στην υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών εντός 150 ημερών από την ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας. Αν θεωρεί ότι η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να τηρηθεί, ο πρόεδρος της ειδικής ομάδας διαιτησίας πρέπει να ενημερώσει τα συμβαλλόμενα μέρη και την υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών γραπτώς, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης και την ημερομηνία κατά την οποία η ειδική ομάδα προβλέπει την ολοκλήρωση των εργασιών της. Σε καμία περίπτωση, η απόφαση δεν μπορεί να ανακοινωθεί αργότερα από 180 ημέρες από την ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

2.   Σε επείγουσες περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και στην περίπτωση αναλώσιμων και εποχικών αγαθών, η ειδική ομάδα διαιτησίας καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να εκδώσει την απόφασή της εντός 75 ημερών από τη σύστασή της. Η προθεσμία αυτή δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να παρατείνεται πέραν των 90 ημερών από τη σύστασή της. Η ειδική ομάδα διαιτησίας εκδίδει, εντός 10 ημερών από τη σύστασή της, προκαταρκτική απόφαση σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα της υπόθεσης.

3.   Η ειδική ομάδα διαιτησίας, κατά παράκληση αμφότερων των συμβαλλόμενων μερών, αναστέλλει τις εργασίες της ανά πάσα στιγμή, για περίοδο που συμφωνείται από τα συμβαλλόμενα μέρη και δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες, και επαναλαμβάνει τις εργασίες της στο τέλος αυτής της συμφωνηθείσας περιόδου κατά παράκληση του καταγγέλλοντος συμβαλλόμενου μέρους. Εάν το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος δεν ζητήσει την επανάληψη των εργασιών της ειδικής ομάδας διαιτησίας πριν από τη λήξη της συμφωνηθείσας περιόδου αναστολής, η διαδικασία περατώνεται. Η αναστολή και η λήξη των εργασιών της ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν θίγει τα δικαιώματα κανενός συμβαλλόμενου μέρους στο πλαίσιο διαδικασίας για το ίδιο θέμα.

ΤΜΗΜΑ II

Εφαρμογή

Άρθρο 9

Εφαρμογή της απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας

Κάθε μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εφαρμόσει την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας και τα μέρη καταβάλλουν προσπάθειες για να συμφωνήσουν όσον αφορά το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την εφαρμογή της απόφασης.

Άρθρο 10

Εύλογο χρονικό διάστημα για την εφαρμογή

1.   Το αργότερο εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας στα συμβαλλόμενα μέρη, το μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία ανακοινώνει στο καταγγέλλον μέρος και στην υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί για την εφαρμογή της (εύλογο χρονικό διάστημα), σε περίπτωση που η εφαρμογή της δεν είναι εφικτή αμέσως.

2.   Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών όσον αφορά το εύλογο χρονικό διάστημα για την εφαρμογή της απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας, το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος, εντός 20 ημερών από την κοινοποίηση από το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία σύμφωνα με την παράγραφο 1, ζητεί γραπτώς από την ειδική ομάδα διαιτησίας να προσδιορίσει τη διάρκεια του εύλογου χρονικού διαστήματος. Το εν λόγω αίτημα κοινοποιείται ταυτόχρονα στο άλλο μέρος και στην υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών. Η ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί την απόφασή της στα μέρη και στην υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών εντός 30 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

3.   Το εύλογο χρονικό διάστημα μπορεί να παραταθεί με κοινή συμφωνία των μερών.

Άρθρο 11

Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για την εφαρμογή της απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1.   Το μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία κοινοποιεί στο άλλο μέρος και στην υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών, πριν από το τέλος του εύλογου χρονικού διαστήματος, κάθε μέτρο που λαμβάνεται για την εφαρμογή της απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

2.   Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των μερών όσον αφορά την ύπαρξη μέτρου κοινοποιηθέντος σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή τη συμμόρφωσή του με τις διατάξεις του άρθρου 2, το καταγγέλλον μέρος δύναται να ζητεί γραπτώς από την ειδική ομάδα διαιτησίας να αποφασίσει σχετικά με το ζήτημα. Στο πλαίσιο του εν λόγω αιτήματος πρέπει να καθορίζεται το συγκεκριμένο μέτρο που εξετάζεται και να διευκρινίζεται ο τρόπος με τον οποίο το συγκεκριμένο μέτρο δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 2. Η ειδική ομάδα διαιτησίας εκδίδει την απόφασή της εντός 90 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Σε επείγουσες περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και στην περίπτωση αναλώσιμων και εποχικών εμπορευμάτων, η ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί την απόφασή της εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

Άρθρο 12

Προσωρινά μέτρα σε περίπτωση παράλειψης εφαρμογής

1.   Αν το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία παραλείψει να κοινοποιήσει μέτρο που έχει λάβει προκειμένου να εφαρμόσει την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας πριν από τη λήξη του εύλογου χρονικού διαστήματος ή αν η ειδική ομάδα διαιτησίας αποφασίσει ότι το κοινοποιηθέν βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 1 μέτρο δεν συνάδει με τις υποχρεώσεις αυτού του συμβαλλόμενου μέρους δυνάμει του άρθρου 2, το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία υποβάλλει προσφορά για προσωρινή αποζημίωση, αν το ζητήσει το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος.

2.   Αν δεν επιτευχθεί καμία συμφωνία για αποζημίωση εντός 30 ημερών από το τέλος του εύλογου χρονικού διαστήματος ή την κοινοποίηση της απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας σύμφωνα με το άρθρο 11, κατά την οποία ένα μέτρο που λαμβάνεται είναι αντίθετο με τις διατάξεις του άρθρου 2, το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα, κατόπιν κοινοποίησης στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος και στην υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών, να αναστείλει τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από οποιαδήποτε διάταξη που αναφέρεται στο άρθρο 2 σε επίπεδο ισοδύναμο με ολική ή μερική αναστολή λόγω της παραβίασης. Πριν από τη λήψη τέτοιων μέτρων το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος λαμβάνει υπόψη τον αντίκτυπό τους στην ανάπτυξη και στην οικονομία του συμβαλλόμενου μέρους κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία. Το καταγγέλλον μέρος δύναται να εφαρμόσει την αναστολή δέκα εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης από το μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, εκτός αν το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος ζητήσει διαδικασία διαιτησίας βάσει της παραγράφου 3.

3.   Αν το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία θεωρεί ότι το επίπεδο αναστολής δεν είναι ισοδύναμο με ολική ή μερική αναστολή λόγω της παραβίασης, μπορεί να ζητήσει γραπτώς από την ειδική ομάδα διαιτησίας να αποφανθεί επί του θέματος. Το αίτημα αυτό κοινοποιείται στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος και στην υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών πριν από τη λήξη της περιόδου των δέκα εργάσιμων ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Η ειδική ομάδα διαιτησίας, αφού ζητήσει, αν το θεωρήσει σκόπιμο, τη γνώμη των εμπειρογνωμόνων, κοινοποιεί την απόφασή της όσον αφορά το επίπεδο αναστολής των υποχρεώσεων στα συμβαλλόμενα μέρη και στο θεσμικό φορέα αρμόδιο για εμπορικά ζητήματα εντός 30 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος. Οι υποχρεώσεις δεν αναστέλλονται μέχρις ότου η ειδική ομάδα διαιτησίας εκδώσει την απόφασή της και κάθε αναστολή πρέπει να είναι συμβατή με την απόφαση της ομάδας διαιτησίας.

4.   Η αναστολή των υποχρεώσεων έχει προσωρινό χαρακτήρα και εφαρμόζεται μόνον έως ότου το μέτρο που έχει κριθεί ότι παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 2 αρθεί ή τροποποιηθεί ώστε να συμμορφωθεί με τις εν λόγω διατάξεις όπως ορίζεται στο άρθρο 13 ή έως ότου τα συμβαλλόμενα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία για την επίλυση της διαφοράς.

Άρθρο 13

Επανεξέταση των μέτρων που λήφθηκαν για την εφαρμογή μετά την αναστολή των υποχρεώσεων

1.   Το μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία κοινοποιεί στο άλλο μέρος και στην υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών τα μέτρα που λαμβάνει προκειμένου να εφαρμόσει την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας και το αίτημα που υποβάλλει για τη λήξη της αναστολής των υποχρεώσεων που εφαρμόζει το καταγγέλλον μέρος.

2.   Αν τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τη συμβατότητα του κοινοποιηθέντος μέτρου με τις διατάξεις του άρθρου 2, εντός 30 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης, το καταγγέλλον μέρος μπορεί να ζητεί γραπτώς από την ειδική ομάδα διαιτησίας να αποφανθεί για το θέμα. Το εν λόγω αίτημα κοινοποιείται ταυτόχρονα στο άλλο μέρος και στην υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών. Η απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας κοινοποιείται στα μέρη και στην υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος. Αν η ειδική ομάδα διαιτησίας αποφασίσει ότι το μέτρο που λαμβάνεται για την εφαρμογή συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 2, η αναστολή των υποχρεώσεων περατώνεται.

ΤΜΗΜΑ III

Κοινές διατάξεις

Άρθρο 14

Αμοιβαία αποδεκτή λύση

Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση για τη διαφορά στο πλαίσιο του παρόντος πρωτοκόλλου ανά πάσα στιγμή. Κοινοποιούν στην υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών και στην ειδική ομάδα διαιτησίας οποιαδήποτε τέτοια λύση. Μετά την κοινοποίηση της αμοιβαία συμφωνηθείσας λύσης, η ομάδα ολοκληρώνει τις εργασίες της και η διαδικασία περατώνεται.

Άρθρο 15

Εσωτερικός κανονισμός

1.   Οι διαδικασίες επίλυσης της διαφοράς στο πλαίσιο του κεφαλαίου ΙΙΙ του παρόντος πρωτοκόλλου διέπονται από τον εσωτερικό κανονισμό που προσαρτάται στο παρόν πρωτόκολλο.

2.   Οποιαδήποτε συνεδρίαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας είναι ανοικτή στο κοινό σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.

Άρθρο 16

Πληροφορίες και τεχνικές συμβουλές

Εφόσον το ζητήσει ένα συμβαλλόμενο μέρος, ή με δική της πρωτοβουλία, η ειδική ομάδα διαιτησίας δύναται να συγκεντρώνει πληροφορίες από κάθε πηγή που κρίνει κατάλληλη στο πλαίσιο της διαδικασίας που εφαρμόζει. Η ειδική ομάδα διαιτησίας έχει επίσης το δικαίωμα να ζητεί τη σχετική γνώμη εμπειρογνωμόνων, εφόσον το θεωρεί σκόπιμο. Η ειδική ομάδα διαιτησίας συμβουλεύεται τα συμβαλλόμενα μέρη πριν από την επιλογή των εμπειρογνωμόνων. Κάθε πληροφορία που συγκεντρώνεται κατ’ αυτό τον τρόπο, πρέπει να γνωστοποιείται και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη για τη διατύπωση παρατηρήσεων. Σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό, τα ενδιαφερόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα στα εδάφη των δύο συμβαλλόμενων μερών και που ενδιαφέρονται για τη διαδικασία μπορούν να υποβάλουν φιλικές παρατηρήσεις στην ειδική ομάδα διαιτησίας. Τέτοιες παρατηρήσεις περιορίζονται στις πραγματικές πτυχές της διαφοράς και δεν εξετάζουν νομικά σημεία.

Άρθρο 17

Κανόνες ερμηνείας

Οι ειδικές ομάδες διαιτησίας ερμηνεύουν τις διατάξεις του άρθρου 2 σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες για την ερμηνεία του δημόσιου διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των Συνθηκών. Οι αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν είναι δυνατόν να αυξάνουν ή να μειώνουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 2.

Άρθρο 18

Αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1.   Η ειδική ομάδα διαιτησίας καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να λαμβάνει κάθε απόφαση με συναίνεση. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό να ληφθεί απόφαση με συναίνεση, η σχετική απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν δημοσιεύονται οι γνώμες μειοψηφίας των διαιτητών.

2.   Οποιαδήποτε απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας είναι δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη και δεν δημιουργεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Στην απόφαση της ειδικής ομάδας αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, η δυνατότητα εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της συμφωνίας σύνδεσης και η βασική αιτιολόγηση των διαπιστώσεων και συμπερασμάτων τα οποία διατυπώνει. Η υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών δημοσιοποιεί την απόφαση της ομάδας διαιτησίας εξ ολοκλήρου εκτός αν αποφασίσει κατά της δημοσιοποίησης προκειμένου να εξασφαλιστεί η εμπιστευτικότητα απόρρητων πληροφοριών της επιχείρησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 19

Κατάλογος διαιτητών

1.   Η υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών το αργότερο εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος πρωτοκόλλου, καταρτίζει κατάλογο τουλάχιστον 15 ατόμων που επιθυμούν και μπορούν να ασκήσουν καθήκοντα διαιτητή. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος επιλέγει τουλάχιστον πέντε άτομα ως διαιτητές. Τα δύο συμβαλλόμενα μέρη επιλέγουν επίσης τουλάχιστον πέντε πρόσωπα που δεν είναι υπήκοοι κανενός από τα συμβαλλόμενα μέρη, προκειμένου να εκτελέσουν χρέη προέδρου της ειδικής ομάδας διαιτησίας. Η υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών μεριμνά ώστε ο κατάλογος να διατηρείται πάντα σε αυτό το επίπεδο.

2.   Οι διαιτητές πρέπει, από την εκπαίδευση ή την εμπειρία τους, διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις στο διεθνές δίκαιο και το διεθνές εμπόριο. Πρέπει να είναι ανεξάρτητοι, να συμμετέχουν σε ατομική βάση, να μην λαμβάνουν οδηγίες από κάποιον οργανισμό ή κυβέρνηση, να μην συνδέονται με την κυβέρνηση οιουδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη και να συμμορφώνονται με τον κώδικα δεοντολογίας που προσαρτάται στον παρόν πρωτόκολλο.

3.   Η υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών μπορεί να καταρτίσει πρόσθετους καταλόγους τουλάχιστον 15 ατόμων που έχουν τομεακή πείρα σε συγκεκριμένα θέματα που καλύπτονται από τη συμφωνία σύνδεσης. Στην περίπτωση που εφαρμόζεται η διαδικασία επιλογής του άρθρου 6 παράγραφος 2, ο πρόεδρος της υποεπιτροπής βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών μπορεί να χρησιμοποιεί τον εν λόγω τομεακό κατάλογο, εφόσον συμφωνούν και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη.

Άρθρο 20

Σχέση με τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο του ΠΟΕ

1.   Η προσφυγή στις διατάξεις του παρόντος πρωτοκόλλου για την επίλυση διαφορών δεν επηρεάζει την ανάληψη τυχόν δράσης στο πλαίσιο του ΠΟΕ, συμπεριλαμβανομένης της δράσης για την επίλυση διαφορών.

2.   Ωστόσο, αν ένα μέρος έχει κινήσει διαδικασία διευθέτησης των διαφορών, όσον αφορά ένα συγκεκριμένο θέμα, είτε δυνάμει του παρόντος πρωτοκόλλου, είτε δυνάμει της συμφωνίας ΠΟΕ, δεν κινεί διαδικασία διευθέτησης των διαφορών όσον αφορά το ίδιο θέμα στο πλαίσιο του άλλου φόρουμ πριν περατωθεί η πρώτη διαδικασία. Επιπλέον, ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν επιδιώκει αποκατάσταση μιας παραβίασης υποχρέωσης που είναι πανομοιότυπη στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης και στο πλαίσιο της συμφωνίας του ΠΟΕ στα δύο φόρουμ. Σε τέτοια περίπτωση, μόλις αρχίσει μια διαδικασία επίλυσης διαφορών, το συμβαλλόμενο μέρος δεν προβάλλει αξίωση για αποκατάσταση της παραβίασης υποχρέωσης στο πλαίσιο άλλης συμφωνίας στο άλλο φόρουμ, εκτός αν το φόρουμ που επιλέγεται αποτύχει για διαδικαστικούς ή δικαιοδοτικούς λόγους να καταλήξει σε συμπέρασμα όσον αφορά την αξίωση για αποκατάσταση της εν λόγω παραβίασης υποχρέωσης.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2:

οι διαδικασίες επίλυσης των διαφορών δυνάμει της συμφωνίας ΠΟΕ κινούνται όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος ζητήσει τη σύσταση ειδικής ομάδας δυνάμει του άρθρου 6 του μνημονίου συμφωνίας σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την επίλυση των διαφορών του ΠΟΕ και περατώνονται όταν ένα όργανο επίλυσης των διαφορών εγκρίνει την έκθεση της ομάδας και την έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 17 παράγραφος 14 του εν λόγω μνημονίου συμφωνίας,

οι διαδικασίες επίλυσης των διαφορών δυνάμει του παρόντος πρωτοκόλλου θεωρείται ότι κινούνται από το αίτημα ενός συμβαλλόμενου μέρους για τη σύσταση ομάδας διαιτησίας σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 και ότι περατώνονται όταν η ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιήσει την απόφασή της στα συμβαλλόμενα μέρη και στην υποεπιτροπή βιομηχανίας, εμπορίου και υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 8.

4.   Καμία διάταξη του παρόντος πρωτοκόλλου δεν εμποδίζει ένα συμβαλλόμενο μέρος να εφαρμόζει την αναστολή των υποχρεώσεων που εγκρίνεται από το όργανο επίλυσης των διαφορών του ΠΟΕ. Η συμφωνία για την ίδρυση του ΠΟΕ δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί για να αποκλειστεί ένα συμβαλλόμενο μέρος από την αναστολή των υποχρεώσεων δυνάμει του παρόντος πρωτοκόλλου.

Άρθρο 21

Προθεσμίες

1.   Όλες οι προθεσμίες που προβλέπονται στο παρόν πρωτόκολλο, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών κοινοποίησης των αποφάσεων από τις ειδικές ομάδες διαιτησίας, υπολογίζονται σε ημερολογιακές ημέρες από την ημέρα που έπεται της πράξης ή του γεγονότος που αφορούν, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

2.   Κάθε προθεσμία που αναφέρεται στο παρόν πρωτόκολλο είναι δυνατό να τροποποιείται με αμοιβαία συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν να εξετάσουν ευνοϊκά τα αιτήματα για παράταση οποιασδήποτε προθεσμίας λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζονται από κάθε συμβαλλόμενο μέρος στη συμμόρφωση με τις διαδικασίες του παρόντος πρωτοκόλλου. Κατόπιν αιτήματος συμβαλλόμενου μέρους, η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να παρατείνει τις προθεσμίες που ισχύουν στις διαδικασίες, λαμβάνοντας υπόψη το διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης των συμβαλλόμενων μερών.

Άρθρο 22

Αναθεώρηση και τροποποίηση του πρωτοκόλλου

1.   Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος πρωτοκόλλου και των παραρτημάτων του, το Συμβούλιο Σύνδεσης μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να αναθεωρήσει την εφαρμογή τους, με σκοπό να αποφασιστούν η συνέχεια, η τροποποίηση ή η λήξη τους.

2.   Σε αυτή την αναθεώρηση, το Συμβούλιο Σύνδεσης μπορεί να εξετάσει τη δυνατότητα σύστασης ενός δευτεροβάθμιου οργάνου το οποίο να είναι κοινό για τις διάφορες ευρωμεσογειακές συμφωνίες.

3.   Το Συμβούλιο Σύνδεσης μπορεί να αποφασίσει να τροποποιήσει το παρόν πρωτόκολλο και τα παραρτήματά του. Τα συμβαλλόμενα μέρη εφαρμόζουν την παρούσα απόφαση μετά την ολοκλήρωση των εσωτερικών διαδικασιών τους.

Άρθρο 23

Έναρξη ισχύος

Το παρόν πρωτόκολλο εγκρίνεται από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τις οικείες διαδικασίες τους. Το παρόν πρωτόκολλο αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα που έπεται της ημερομηνίας κατά την οποία τα μέρη κοινοποιούν αμοιβαία την ολοκλήρωση των διαδικασιών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Έγινε στις Βρυξέλλες, σε δύο αντίτυπα, στις 9 Δεκεμβρίου 2009, στην αγγλική, βουλγαρική, γαλλική, γερμανική, δανική, ελληνική, εσθονική, ισπανική, ιταλική, λετονική, λιθουανική, μαλτέζικη, ολλανδική, ουγγρική, πολωνική, πορτογαλική, ρουμανική, σλοβακική, σλοβενική, σουηδική, τσεχική και αραβική γλώσσα, και όλα τα κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά.

За Европейския съюз

Por la Unión Europea

Za Evropskou unií

For Det Europæiske Union

Für die Europäische Union

Euroopa Liidu nimel

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση

For the European Union

Pour l'Union européenne

Per l'Unione europea

Eiropas Savienības vārdā

Europos Sajungos vardu

Az Európai Unió részéről

Għall-Unjoni Ewropea

Voor de Europese Unie

W imieniu Unii Europejskiej

Pela União Europeia

Pentru Uniunea Europeană

Za Európsku úniu

Za Evropsko unijo

Euroopan unionin puolesta

På Europeiska unionens vägnar

Image

Image

За Република Тунис

Por la República de Túnez

Za Tuniskou republiku

For Den Tunesiske Republik

Für die Tunesische Republik

Tuneesia Vabariigi nimel

Για τη Δημοκρατίας της Τυνησίας

For the Republic of Tunisia

Pour la République tunisienne

Per la Repubblica tunisina

Tunisijas Republikas vārdā

Tuniso Respublikos vardu

A Tunéziai Köztársaság részéről

Għar-Repubblika tat-Tuniżija

Voor de Republiek Tunesië

W imieniu Republiki Tunezyjskiej

Pela República da Tunísia

Pentru Republica Tunisia

Za Tuniskú republiku

Za Republiko Tunizijo

Tunisian tasavallan puolesta

För Republiken Tunisien

Image

Image


(1)  Οι διατάξεις του παρόντος πρωτοκόλλου ισχύουν με την επιφύλαξη του άρθρου 34 του πρωτοκόλλου σχετικά με τον ορισμό της έννοιας «προϊόντα καταγωγής» και των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι:

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ:

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΕΣ