13.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 159/1


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΊΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ

της 19ης Μαΐου και 9ης Ιουλίου 2008,

σχετικά με τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

2009/C 159/01

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΤΙΤΛΟΣ Ι —

ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ

Κεφάλαια:

1.

Βουλευτική αποζημίωση

2.

Έξοδα ασθενείας

3.

Ασφαλιστική προστασία από τους κινδύνους που συνδέονται με την άσκηση της βουλευτικής εντολής

4.

Επιστροφή εξόδων

5.

Επικουρία από προσωπικούς συνεργάτες

6.

Μη χρηματικές παροχές

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ —

ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ

Κεφάλαια:

1.

Μεταβατική αποζημίωση

2.

Σύνταξη αρχαιότητας

3.

Σύνταξη αναπηρίας

4.

Σύνταξη επιζώντος και ορφανών

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ —

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Κεφάλαια:

1.

Διαδικασίες πληρωμής

2.

Εκκαθάριση και ανάκτηση

3.

Άλλες γενικές δημοσιονομικές διατάξεις

4.

Τελικές διατάξεις

ΤΙΤΛΟΣ ΙV —

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΟ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 190 παράγραφος 5,

το καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1) (εφεξής «καθεστώς»),

το άρθρο 8 και το άρθρο 22 παράγραφος 2 του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το καθεστώς θεσπίζει τους κανόνες και γενικούς όρους που διέπουν την άσκηση των καθηκόντων των βουλευτών του Κοινοβουλίου. Πέραν των διατάξεών του που αφορούν τη θεσμική πτυχή των δικαιωμάτων των βουλευτών, το καθεστώς θεσπίζει ομοιόμορφους οικονομικούς όρους που εφαρμόζονται στους βουλευτές κατά τη διάρκεια της θητείας τους καθώς και μετά το πέρας των κοινοβουλευτικών δραστηριοτήτων τους. Η εφαρμογή των οικονομικών πτυχών του καθεστώτος εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του προεδρείου.

(2)

Τα παρόντα μέτρα εφαρμογής έχουν στόχο να συμπληρώσουν το καθεστώς, όχι μόνο ως προς τις διατάξεις του που προβλέπουν ρητά ότι οι όροι της εφαρμογής τους καθορίζονται από το Κοινοβούλιο, αλλά και ως προς τις διατάξεις που η εφαρμογή τους απαιτεί τον προηγούμενο καθορισμό μέτρων εφαρμογής.

(3)

Τα παρόντα μέτρα εφαρμογής έχουν επίσης στόχο να αντικαταστήσουν τις κανονιστικές ρυθμίσεις περί καταβολής των εξόδων και αποζημιώσεων των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (εφεξής «ρυθμίσεις ΕΑΒ») (2), οι οποίες θα καταργηθούν την ημέρα έναρξης ισχύος του καθεστώτος.

(4)

Όσον αφορά την επιστροφή των ιατρικών εξόδων, κρίθηκε σκόπιμη, με βασικό στόχο τη μείωση των διοικητικών βαρών, η προσφυγή στο σύστημα που εφαρμόζεται στους δικαστές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και στα μέλη της Επιτροπής, ιδίως μέσω των γραφείων εκκαθάρισης του κοινού καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας των θεσμικών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (3), με ταυτόχρονη τήρηση των ειδικών όρων που προβλέπει το καθεστώς.

(5)

Όσο για την επιστροφή των εξόδων που συνδέονται με την άσκηση της εντολής, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των εξόδων ταξιδίου, τα παρόντα μέτρα εφαρμογής βασίζονται στους κανόνες που ενέκρινε το προεδρείο στις 28 Μαΐου 2003, οι οποίοι θεσπίζουν την αρχή της επιστροφής βάσει των πράγματι καταβληθέντων εξόδων. Ταυτόχρονα, βάσει των κανόνων αυτών και σύμφωνα με τη νομολογία (4), ένα περιορισμένο μέρος των εξόδων που συνδέονται με την άσκηση της εντολής εξακολουθεί να επιστρέφεται κατ’ αποκοπή.

(6)

Όσον αφορά την ανάληψη από το Κοινοβούλιο των εξόδων που πράγματι καταβάλλονται για την απασχόληση των προσωπικών συνεργατών των βουλευτών, ενδείκνυται να θεσπιστούν σαφείς κανόνες σχετικά με την απασχόληση των βοηθών που προσλαμβάνονται στα κράτη μέλη εκλογής των βουλευτών και των οποίων τις συμβάσεις διαχειρίζονται υποχρεωτικά εντολοδόχοι πληρωμών. Ταυτόχρονα, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη μια αναμενόμενη αλλαγή του νομικού καθεστώτος των διαπιστευμένων βοηθών, που θα υπόκεινται στο ειδικό νομικό καθεστώς που εγκρίθηκε βάσει του άρθρου 283 της συνθήκης. Υπό το φως του ψηφίσματος του Κοινοβουλίου της 22ας Απριλίου 2008 (5), κρίνεται ενδεδειγμένο να απαγορευτεί η χρηματοδότηση των συμβάσεων που συνάπτονται με τα μέλη των οικογενειών των βουλευτών.

(7)

Χρειάζεται εξάλλου να εξασφαλισθεί με τις μεταβατικές διατάξεις ότι όσοι λαμβάνουν ορισμένες παροχές βάσει των ρυθμίσεων ΕΑΒ θα συνεχίσουν να τις λαμβάνουν μετά την κατάργηση των ρυθμίσεων αυτών, σύμφωνα με την αρχή της εύλογης προσδοκίας. Ενδείκνυται επίσης να εξασφαλισθεί ο σεβασμός των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν βάσει των ρυθμίσεων ΕΑΒ πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος. Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη το ειδικό σύστημα για τους βουλευτές που θα υπάγονται, κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου και όσον αφορά τους οικονομικούς όρους άσκησης της εντολής, στα εθνικά συστήματα του κράτους μέλους όπου εξελέγησαν, σύμφωνα με το άρθρο 25 ή το άρθρο 29 του καθεστώτος,

ΕΝΕΚΡΙΝΕ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ ΜΕΤΡΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ:

ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Βουλευτική αποζημίωση

Άρθρο 1

Δικαίωμα στην αποζημίωση

Από την ημερομηνία της ανάληψης των καθηκόντων τους έως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο τερματίζονται τα καθήκοντά τους, οι βουλευτές έχουν δικαίωμα στην αποζημίωση την οποία προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος.

Άρθρο 2

Διατάξεις προς αποφυγή της σώρευσης

1.   Η αποζημίωση την οποία λαμβάνει ο βουλευτής βάσει της εντολής την οποία ασκεί σε άλλο κοινοβούλιο σωρευτικά με την εντολή στο Κοινοβούλιο, αφαιρείται από την αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος.

2.   Ως «άλλο κοινοβούλιο» κατά την παράγραφο 1, νοείται κάθε κοινοβούλιο που είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και έχει νομοθετική αρμοδιότητα, στο οποίο δεν εφαρμόζεται το άρθρο 7 παράγραφος 2 της πράξης περί της εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση καθολική ψηφοφορία (6).

3.   Ο υπολογισμός πραγματοποιείται με βάση το ποσό της κάθε μίας από τις δύο αποζημιώσεις πριν από την αφαίρεση των φόρων.

4.   Οι βουλευτές υποχρεούνται να δηλώσουν, στη δήλωση οικονομικών συμφερόντων τους, οποιαδήποτε εντολή ασκούν κατά την έννοια της παραγράφου 1 και οποιαδήποτε αποζημίωση εισπράττουν ως εκ τούτου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Έξοδα ασθενείας

Άρθρο 3

Δικαιούχοι και διαδικασίες επιστροφής εξόδων

1.   Δυνάμει του άρθρου 18 του καθεστώτος και κατ’ αναλογική εφαρμογή της ρύθμισης που θεσπίστηκε με κοινή συμφωνία των θεσμικών οργάνων των Κοινοτήτων (7) καθώς και των γενικών διατάξεων εκτέλεσής της (8), έχουν δικαίωμα στην επιστροφή των δύο τρίτων των εξόδων ασθενείας, των εξόδων που συνδέονται με την εγκυμοσύνη ή των εξόδων που συνδέονται με τη γέννηση τέκνου, τα εξής πρόσωπα:

α)

οι βουλευτές και οι πρώην βουλευτές δικαιούχοι σύνταξης δυνάμει του άρθρου 14 και 15 του καθεστώτος, όσον αφορά τα έξοδά τους καθώς και τα έξοδα των συζύγων τους ή των σταθερών μη έγγαμων εταίρων τους, όπως ορίζονται στο άρθρο 58 παράγραφος 2, και των εξαρτημένων τέκνων τους, όπως ορίζονται στο άρθρο 58 παράγραφος 3, έως ότου τα εν λόγω τέκνα φτάσουν σε ηλικία 21 ετών ή, το αργότερο, 25 ετών, εφόσον λαμβάνουν σχολική ή επαγγελματική εκπαίδευση, σε περίπτωση που οι εν λόγω σύζυγοι, σταθεροί μη έγγαμοι εταίροι και εξαρτημένα τέκνα δεν διαθέτουν πρωτεύουσα κάλυψη κατά των κινδύνων ασθενείας·

β)

οι έλκοντες δικαίωμα στους οποίους καταβάλλεται σύνταξη επιζώντος δυνάμει του άρθρου 17 του καθεστώτος.

2.   Οι επιστροφές εξόδων που προβλέπει η παράγραφος 1 βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου. Το άρθρο 72 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (9) και το άρθρο 20 παράγραφος 6 της προαναφερθείσας ρύθμισης δεν εφαρμόζονται.

3.   Προκαταβολές κατά την έννοια του άρθρου 30 της προαναφερθείσας ρύθμισης είναι δυνατόν να χορηγηθούν μόνο υπό μορφή ανάληψης εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης. Το μέρος των εξόδων που παραμένει εις βάρος των βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δικαιούχων, μετά την εφαρμογή της κλίμακας επιστροφής των εξόδων, επιστρέφεται στο Κοινοβούλιο υπό τις συνθήκες που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 30 παράγραφοι 2 και 3.

Άρθρο 4

Διαδικασία

Οι αιτήσεις επιστροφής εξόδων κατατίθενται στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου ή απευθείας στο εκκαθαριστικό γραφείο της Επιτροπής, μέσω ενιαίων τύπων που θα συνοδεύονται από τα πρωτότυπα δικαιολογητικά έγγραφα.

Άρθρο 5

Χρηματοδότηση

Η χρηματοδότηση του συστήματος επιστροφής και οι λεπτομέρειες εκκαθάρισης των εξόδων διέπονται από συμφωνία συνεργασίας μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, με βάση τις διατάξεις του καθεστώτος των βουλευτών και του κοινού καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας των θεσμικών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Για το Κοινοβούλιο, η εν λόγω συμφωνία υπογράφεται από τον πρόεδρό του, κατόπιν διαβουλεύσεως με τους κοσμήτορες.

Άρθρο 6

Προσφυγή

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 72, κάθε διαφορά που απορρέει από την ερμηνεία του παρόντος κεφαλαίου σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, υποβάλλεται στο γενικό γραμματέα, ο οποίος αποφασίζει ύστερα από γνωμοδότηση της επιτροπής διαχείρισης του κοινού καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας των θεσμικών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ύστερα από διαβούλευση με τους κοσμήτορες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Ασφαλιστική προστασία από τους κινδύνους που συνδέονται με την άσκηση της βουλευτικής εντολής

Άρθρο 7

Γενικότητες

1.   Οι βουλευτές έχουν δικαίωμα, υπό τους όρους που προβλέπουν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια σε:

α)

ασφάλιση κατά ατυχημάτων που μπορεί να τους συμβούν κατά την άσκηση της εντολής τους·

β)

ασφάλιση κατά κλοπής και απώλειας ειδών και προσωπικών αντικειμένων που υφίστανται οι βουλευτές κατά την άσκηση της εντολής τους.

2.   Τα δύο τρίτα των οφειλόμενων ασφαλίστρων βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου, ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο βαρύνει τους βουλευτές. Η εισφορά του κάθε βουλευτή παρακρατείται απ' ευθείας από την αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος.

3.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στους βουλευτές από την έναρξη της εντολής τους, εκτός εάν οι βουλευτές γνωστοποιήσουν στον γενικό γραμματέα τη ρητή και γραπτή παραίτησή τους από το δικαίωμά τους για ασφαλιστική κάλυψη. Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμά τους σε ασφαλιστική κάλυψη παύει να υφίσταται την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο γνωστοποιείται η παραίτηση.

Άρθρο 8

Ασφάλιση κατά ατυχημάτων

1.   Οι όροι της σύμβασης ασφάλισης κατά ατυχημάτων προβλέπουν την κάλυψη των ατυχημάτων που μπορεί να συμβούν στους βουλευτές σε ολόκληρο τον κόσμο κατά τη διάρκεια της εντολής τους.

2.   Οι διατάξεις των ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά ατυχημάτων προβλέπουν:

α)

Σε περίπτωση θανάτου: την καταβολή στα πρόσωπα που απαριθμούνται στα επόμενα κεφαλαίου ίσου με το πενταπλάσιο του ετήσιου ποσού της αποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος:

στον/στην σύζυγο και στα τέκνα του θανόντος βουλευτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που είναι εφαρμοστέο ως προς τον βουλευτή· ωστόσο, το ποσό που καταβάλλεται στον/στη σύζυγο δεν είναι δυνατόν να είναι μικρότερο από το 25 % του κεφαλαίου,

ελλείψει προσώπων της ως άνω κατηγορίας, στους άλλους κατιόντες, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που είναι εφαρμοστέο ως προς τον βουλευτή,

ελλείψει προσώπων των δύο ως άνω κατηγοριών, στους ανιόντες σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που είναι εφαρμοστέο ως προς τον βουλευτή,

ελλείψει προσώπων των τριών ως άνω κατηγοριών, στο Κοινοβούλιο·

β)

σε περίπτωση μόνιμης ολικής αναπηρίας: την πληρωμή στον ενδιαφερόμενο κεφαλαίου ίσου με το οκταπλάσιο του ετησίου ποσού της αποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος·

γ)

σε περίπτωση μόνιμης μερικής αναπηρίας: την πληρωμή στον ενδιαφερόμενο τμήματος του ποσού που προβλέπει το στοιχείο β), υπολογιζόμενο με βάση την κλίμακα που ορίζεται από τη ρύθμιση που θεσπίστηκε με κοινή συμφωνία των θεσμικών οργάνων των Κοινοτήτων (10) που προβλέπει το άρθρο 73 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68.

3.   Η κοινή ρύθμιση περί της οποίας η παράγραφος 2 στοιχείο γ) εφαρμόζεται κατ' αναλογίαν στους βουλευτές. Δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις σχετικά με τις επαγγελματικές ασθένειες, την ισόβια πρόσοδο, καθώς και όλες οι διατάξεις των οποίων η εφαρμογή είναι αδιαχώριστη από το καθεστώς των υπαλλήλων. Εφαρμόζεται η διαδικασία προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 72.

Οι αρμοδιότητες της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής που ορίζονται στην προαναφερθείσα ρύθμιση ασκούνται, ως προς τους βουλευτές, από τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου.

Η αναγνώριση μόνιμης ολικής ή μερικής αναπηρίας, κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου και των προαναφερθεισών διατάξεων, δεν εμποδίζει κατά κανένα τρόπο την εφαρμογή του άρθρου 15 του καθεστώτος και αντίστροφα.

4.   Επιπλέον καλύπτονται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη ρύθμιση που προβλέπει η παράγραφος 2 στοιχείο γ) τα ιατρικά, φαρμακευτικά, νοσοκομειακά, χειρουργικά έξοδα, καθώς και έξοδα για τεχνητά μέλη, ακτινογραφίες, μαλάξεις, έξοδα ορθοπεδικής, νοσηλεία, έξοδα μεταφοράς, όπως και όλα τα παρόμοια έξοδα που απαιτούνται λόγω του ατυχήματος. Ωστόσο, η εν λόγω επιστροφή εξόδων δεν πραγματοποιείται παρά μόνο κατόπιν εξοφλήσεως και συμπληρωματικά προς τα ποσά που εισπράττει ο ενδιαφερόμενος κατ' εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την επιστροφή των εξόδων ασθενείας που προβλέπει το άρθρο 18 του καθεστώτος.

Άρθρο 9

Ασφάλεια κατά απώλειας και κλοπής

1.   Οι όροι της ασφάλισης κατά κλοπής και απώλειας προσωπικών ειδών και αντικειμένων περιλαμβάνουν:

α)

παγκόσμια κάλυψη·

β)

εγγύηση ποσού κατά μέγιστο 5 000 ευρώ ανά κλοπή ή απώλεια·

γ)

απαλλαγή ύψους 50 ευρώ που βαρύνει τον βουλευτή σε περίπτωση αποζημίωσης·

δ)

ασφαλιστική κάλυψη προσωπικών ειδών και αντικειμένων·

ε)

εφαρμογή ποσοστού απαξίωσης στην τιμή του είδους ή του αντικειμένου κατά την επιστροφή των εξόδων.

2.   Οι κλοπές και απώλειες που πραγματοποιούνται εκτός των χώρων του Κοινοβουλίου καλύπτονται αποκλειστικά στην περίπτωση κατά την οποία ο βουλευτής βρίσκεται, τη στιγμή του γεγονότος, σε επίσημο ταξίδι. Εάν η κλοπή σημειώνεται στους χώρους του Κοινοβουλίου, καλύπτεται υπό τον όρο ότι το κλαπέν είδος ή αντικείμενο είχε τοποθετηθεί σε ασφαλές μέρος.

3.   Η κλοπή ή απώλεια χρημάτων που συμβαίνει εκτός των χώρων του Κοινοβουλίου και η οποία δηλώνεται στην αστυνομία καλύπτεται έως το ποσό των 250 ευρώ εάν τα χρήματα που εκλάπησαν ή χάθηκαν αποτελούν τμήμα άλλων απολεσθέντων ή κλαπέντων ειδών ή προσωπικών αντικειμένων. Η κλοπή ή απώλεια χρημάτων η οποία σημειώνεται στο εσωτερικό των χώρων του Κοινοβουλίου δεν καλύπτεται.

4.   Σε περίπτωση απώλειας επισκευών ή μεταφοράς τους σε άλλο προορισμό για περισσότερες από 12 ώρες από μεταφορέα στο πλαίσιο επίσημου ταξιδιού του βουλευτή, όταν ο βουλευτής μεταβαίνει σε διαφορετικό τόπο από τον τόπο κατοικίας του, τα προσωπικά είδη ή αντικείμενα που αναγκάζεται να αγοράσει ή να ενοικιάσει ο βουλευτής καλύπτονται έως το ποσό των 500 ευρώ.

5.   Η κλοπή ή η απώλεια προσωπικών ειδών ή αντικειμένων που σημειώνεται εκτός των χώρων του Κοινοβουλίου δηλώνεται από τον βουλευτή στις αστυνομικές αρχές. Εάν η κλοπή σημειώνεται εντός των χώρων του Κοινοβουλίου, δηλώνεται στη μονάδα ασφαλείας.

6.   Κάθε κλοπή και απώλεια αποτελεί αντικείμενο δήλωσης που απευθύνεται εντός οκτώ ημερών στο γενικό γραμματέα. Το έντυπο της δήλωσης συνοδεύεται από τιμολόγιο του απολεσθέντος ή κλαπέντος αντικειμένου ή, ελλείψει αυτού, του αντικειμένου που το αντικαθιστά εφόσον η αξία του υπερβαίνει τα 700 ευρώ.

7.   Η ασφάλιση δεν καλύπτει τις κλοπές και απώλειες που έχουν ασφαλιστεί με ιδιωτική ασφάλιση του βουλευτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Επιστροφή εξόδων

Τμήμα 1 :   Επιστροφή εξόδων ταξιδίου

Ενότητα 1:   Κοινές διατάξεις

Άρθρο 10

Δικαίωμα επιστροφής εξόδων επισήμων ταξιδίων

1.   Οι βουλευτές έχουν δικαίωμα στην επιστροφή των εξόδων που όντως πραγματοποίησαν:

α)

κατά τις μετακινήσεις προς και από τους τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου ή τους τόπους συνεδριάσεων ενός από τα επίσημα όργανά του, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 3 (στο εξής: συνήθη έξοδα ταξιδίου)·

β)

κατά τις μετακινήσεις στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους εκτός του κράτους μέλους εκλογής τους, υπό τις συνθήκες που προβλέπει το άρθρο 22 (στο εξής: συμπληρωματικά έξοδα ταξιδίου)·

γ)

κατά τις μετακινήσεις που πραγματοποίησαν στο κράτος μέλος εκλογής τους υπό τις συνθήκες που προβλέπει το άρθρο 23.

2.   Θεωρούνται επίσης συνήθη έξοδα ταξιδίου τα έξοδα ταξιδίου στα οποία υποβάλλονται οι βουλευτές προκειμένου να φέρουν εις πέρας οποιαδήποτε συγκεκριμένη αποστολή έχει εγκριθεί από τον πρόεδρο, το προεδρείο ή τη διάσκεψη των προέδρων.

3.   Ως «επίσημα όργανα του Κοινοβουλίου» νοούνται τα όργανα του Κοινοβουλίου όπως αυτά ορίζονται στον τίτλο Ι κεφάλαιο 3 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου, καθώς και οι κοινοβουλευτικές επιτροπές, οι διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες και οι άλλες αντιπροσωπείες που συγκροτούνται βάσει του εν λόγω Κανονισμού, οι πολιτικές ομάδες και τα άλλα όργανα η συγκρότηση των οποίων εγκρίνεται από το προεδρείο ή από τη διάσκεψη των προέδρων.

Άρθρο 11

Διαδικασία

Τα έξοδα ταξιδίου επιστρέφονται με βάση την πιστοποίηση παρουσίας και με προσκόμιση των σχετικών ταξιδιωτικών εγγράφων, καθώς και, ενδεχομένως, άλλων δικαιολογητικών τα οποία προσδιορίζονται στο άρθρο 14.

Άρθρο 12

Πιστοποίηση παρουσίας

1.   Η παρουσία των βουλευτών πιστοποιείται από την υπογραφή που θέτουν οι ίδιοι προσωπικά στο φύλο παρουσίας που είναι διαθέσιμο εντός του ημικυκλίου ή στην αίθουσα συνεδρίασης ή με την υπογραφή που θέτουν οι ίδιοι προσωπικά στο κεντρικό μητρώο παρουσιών κατά τη διάρκεια του ωραρίου λειτουργίας του που έχει καθορισθεί από το προεδρείο.

2.   Κατ' εξαίρεση, οι βουλευτές δύνανται να αποδεικνύουν την παρουσία τους με άλλα έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν αντικειμενικά ότι βρίσκονται στον τόπο της συνεδρίασης κατά τα συνήθη ωράρια συνεδρίασης. Η δυνατότητα αυτή δεν είναι δυνατόν να ασκείται περισσότερες από πέντε φορές ανά κοινοβουλευτική ημιπερίοδο.

3.   Οι δηλώσεις των βουλευτών ή άλλων προσώπων δεν θεωρούνται βεβαίωση παρουσίας κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 2. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ), και στην παράγραφο 2, η παρουσία πιστοποιείται με δήλωση των βουλευτών.

Άρθρο 13

Ταξιδιωτικά έγγραφα

1.   Η αίτηση επιστροφής των εξόδων ταξιδίου συνοδεύεται από δικαιολογητικά που επιτρέπουν να προσδιορισθεί η τιμή που καταβλήθηκε, η διαδρομή που πραγματοποιήθηκε, καθώς και η επιβατική τάξη, η ημερομηνία και η ώρα του ταξιδιού. Συγκεκριμένα, πρόκειται για:

α)

σε περίπτωση αεροπορικού ταξιδιού, τα ονομαστικά εισιτήρια και όλες οι κάρτες επιβίβασης·

β)

σε περίπτωση ταξιδιού με σιδηρόδρομο ή με πλοίο, το σύνολο των τίτλων μεταφοράς.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, σε περίπτωση ταξιδιού με αυτοκίνητο, οι βουλευτές παρουσιάζουν δήλωση στην οποία σημειώνεται ο αριθμός κυκλοφορίας του αυτοκινήτου που χρησιμοποιήθηκε για το ταξίδι και το πρόσωπο που επωμίσθηκε τα έξοδα, ο αριθμός των χιλιομέτρων που αναγράφει ο μετρητής κατά την αναχώρηση και ο αριθμός των χιλιομέτρων που αναγράφονται κατά την άφιξη. Σε περίπτωση ταξιδιού που υπερβαίνει τα 400 χλμ., η δήλωση συνοδεύεται από δικαιολογητικά που επιτρέπουν να προσδιορισθεί η ημερομηνία του ταξιδιού (για παράδειγμα, η απόδειξη αγοράς καυσίμων, η απόδειξη είσπραξης διοδίων στον αυτοκινητόδρομο ή το συμβόλαιο μίσθωσης ή το τιμολόγιο ενός μισθωμένου αυτοκινήτου).

3.   Οι ονομαστικές συνδρομές οι οποίες παρέχουν δικαίωμα για ορισμένο αριθμό ταξιδίων δεν είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε επιστροφή εξόδων παρά μόνο αναλογικά ως προς τον αριθμό των ταξιδίων που πραγματοποιήθηκαν.

4.   Οι βουλευτές οι οποίοι αγοράζουν εισιτήρια από το ταξιδιωτικό γραφείο του Κοινοβουλίου μπορούν, υπό την αποκλειστική τους ευθύνη και με την υπογραφή απόδειξης παραλαβής, να ζητήσουν η αρμόδια υπηρεσία να επιστρέψει απευθείας τα έξοδα στο ταξιδιωτικό γραφείο.

Άρθρο 14

Άλλα δικαιολογητικά

Η αίτηση επιστροφής των εξόδων ταξιδίου συνοδεύεται από τα εξής έγγραφα:

α)

στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο β) πρόσκληση ή πρόγραμμα της εκδήλωσης στην οποία παρευρέθησαν οι βουλευτές ή άλλα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν ότι η μετακίνηση πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά στο πλαίσιο της άσκησης της εντολής των βουλευτών·

β)

στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο γ) δήλωση των βουλευτών στην οποία σημειώνεται ότι η μετακίνηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της άσκησης της εντολής τους·

γ)

στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 2 εξουσιοδότηση του προέδρου, του προεδρείου ή της διάσκεψης των προέδρων.

Άρθρο 15

Ύψος επιστροφής εξόδων

Τα έξοδα ταξιδίου επιστρέφονται με βάση τα όντως πραγματοποιηθέντα έξοδα και με ανώτατο όριο:

α)

τιμή εισιτηρίου κατηγορίας business που είναι διαθέσιμη στο ταξιδιωτικό γραφείο του Κοινοβουλίου, σε περίπτωση αεροπορικού ταξιδίου·

β)

την τιμή εισιτηρίου πρώτης τάξης που είναι διαθέσιμη στο ταξιδιωτικό γραφείο του Κοινοβουλίου σε περίπτωση ταξιδίου με σιδηρόδρομο ή με πλοίο·

γ)

0,49 ευρώ ανά χλμ. σε περίπτωση μετακίνησης με ιδιωτικό αυτοκίνητο, με ενδεχόμενη προσαύξηση ίση με την τιμή διέλευσης με οχηματαγωγό πλοίο.

Ενότητα 2:   Διατάξεις που ισχύουν για τα συνήθη έξοδα ταξιδίου

Άρθρο 16

Ημέρες ταξιδίου

1.   Οι μετακινήσεις που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο α) πραγματοποιούνται αποκλειστικά με σκοπό τη συμμετοχή σε επίσημες δραστηριότητες οι οποίες διεξάγονται κατά τις ημέρες που προσδιορίζονται προς τούτο στο ημερολόγιο εργασιών του Κοινοβουλίου.

2.   Οι μετακινήσεις που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 2 πραγματοποιούνται αποκλειστικά κατά τις ημέρες που έχει καθορίσει το όργανο που είναι εντεταλμένο να εξουσιοδοτεί τη μετακίνηση.

Άρθρο 17

Διαδρομές

1.   Όπως ορίζεται στην παράγραφο 2, η επιστροφή των εξόδων ταξιδίου προς έναν τόπο εργασίας του Κοινοβουλίου ή τόπο συνεδρίασης υπολογίζεται με βάση την πλέον άμεση διαδρομή μεταξύ του τόπου κατοικίας των βουλευτών ή της πρωτεύουσας του κράτους μέλους εκλογής τους και του τόπου εργασίας ή συνεδρίασης.

2.   Ως «τόπος κατοικίας» νοείται ο συνήθης τόπος διαμονής των βουλευτών, που βρίσκεται σε κοινοτικό έδαφος, όπου αυτοί κατοικούν όντως σε αρκετά σταθερή βάση, με την επιφύλαξη των κοινοβουλευτικών τους υποχρεώσεων. Ο τόπος κατοικίας δηλώνεται από τους βουλευτές στην αρμόδια αρχή·

3.   Η πιο άμεση διαδρομή καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη:

α)

για τα αεροπορικά ταξίδια, τον αερολιμένα που είναι πλησιέστερος στο σημείο αναχώρησης των βουλευτών, ο οποίος είναι σε θέση να εκδώσει αεροπορικό εισιτήριο της τιμής που μνημονεύεται στο άρθρο 15, καθώς και την απόσταση μεταξύ του εν λόγω αερολιμένα και του προορισμού·

β)

για τα σιδηροδρομικά ταξίδια, τον σιδηροδρομικό σταθμό που είναι πλησιέστερος στο σημείο αναχώρησης των βουλευτών, καθώς και την απόσταση μεταξύ αυτού του σταθμού και του προορισμού·

γ)

για τα ταξίδια με αυτοκίνητο ή με πλοίο, την απόσταση μεταξύ του σημείου αναχώρησης των βουλευτών και του προορισμού.

4.   Οι βουλευτές δύνανται να προτείνουν εγγράφως στην αρμόδια υπηρεσία άλλη διαδρομή που να προσφέρει αισθητό όφελος από πλευράς χρόνου ή αισθητή αύξηση ανέσεων, χωρίς το κόστος της μετακίνησης να αυξηθεί περισσότερο από 10 %. Εάν γίνει δεκτή αυτή η διαδρομή, αντικαθιστά την πιο άμεση διαδρομή που ορίζεται στην παράγραφο 3.

5.   Εάν το σημείο αναχώρησης ή άφιξης δεν αντιστοιχεί στον τόπο κατοικίας ή στην πρωτεύουσα του κράτους μέλους εκλογής των βουλευτών, τα έξοδα ταξιδίου επιστρέφονται μέχρι το ύψος των εξόδων στα οποία θα υποβάλλονταν οι βουλευτές εάν είχαν πραγματοποιήσει το ταξίδι αυτό προς ή από τον τόπο κατοικίας τους.

6.   Σε περίπτωση ταξιδιού που πραγματοποιείται μεταξύ δύο τόπων εργασίας και/ή συνεδρίασης, οι παράγραφοι 3, 4 και 5 εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν.

7.   Οι χρησιμοποιούμενες διαδρομές και τιμές ενημερώνονται κάθε εξάμηνο, τους μήνες Μάιο και Νοέμβριο.

Άρθρο 18

Όροι εφαρμογής

1.   Οι βουλευτές δικαιούνται την επιστροφή των εξόδων ενός μόνο ταξιδιού μετ' επιστροφής ανά εβδομάδα εργασίας του Κοινοβουλίου μεταξύ του τόπου κατοικίας τους ή της πρωτεύουσας του κράτους μέλους εκλογής τους και ενός τόπου εργασίας ή συνεδρίασης (στο εξής: κύρια μετακίνηση).

2.   Οι βουλευτές δικαιούνται επίσης την επιστροφή των εξόδων δύο ταξιδιών μετ' επιστροφής το πολύ που πραγματοποιούνται στο μέσο εβδομάδας εργασίας του Κοινοβουλίου μεταξύ ενός τόπου εργασίας ή συνεδρίασης και του τόπου κατοικίας τους ή άλλης αφετηρίας στο κράτος μέλος εκλογής τους (στο εξής: ενδιάμεσες μετακινήσεις). Τα έξοδα της δεύτερης ενδιάμεσης μετακίνησης επιστρέφονται με παρουσίαση δικαιολογητικών από τα οποία προκύπτει ότι η μετακίνηση συνδεόταν με τις πολιτικές δραστηριότητες των βουλευτών.

3.   Το δικαίωμα επιστροφής των εξόδων της ενδιάμεσης μετακίνησης είναι ανεξάρτητο από το δικαίωμα επιστροφής των εξόδων για τα ταξίδια που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό του κράτους μέλους εκλογής και προβλέπονται με το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

4.   Δεν στοιχειοθετείται επιστροφή εξόδων στους βουλευτές για τις διαδρομές που πραγματοποιούνται με μέσο που θέτει στη διάθεσή τους το Κοινοβούλιο.

5.   Οι βουλευτές οι οποίοι δεν μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους επίσημο αυτοκίνητο δικαιούνται, με παρουσίαση δικαιολογητικών, την επιστροφή των εξόδων ταξί για τις διαδρομές που πραγματοποίησαν μεταξύ του αεροδρομίου ή του σταθμού άφιξης ή αναχώρησης κα του τόπου εργασίας ή συνεδρίασης. Οι κανόνες που διέπουν την επιστροφή των εξόδων ταξί καθώς και τα ανώτατα όρια επιστροφής εξόδων θεσπίζονται από το προεδρείο.

Άρθρο 19

Δικαίωμα στις αποζημιώσεις απόστασης και διάρκειας

1.   Οι βουλευτές έχουν δικαίωμα, για τα ταξίδια εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε αποζημίωση απόστασης, η οποία προορίζεται να καλύψει όλα τα επικουρικά έξοδα που συνδέονται με το ταξίδι τους, δηλαδή τα έξοδα στάθμευσης, τα διόδια στον αυτοκινητόδρομο, τα έξοδα κράτησης θέσεων, το υπέρβαρο αποσκευών, καθώς και κάθε άλλο εύλογο έξοδο. Το δικαίωμα αυτό ισχύει αποκλειστικά για την κύρια μετακίνηση κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 1.

2.   Υπό τις ίδιες συνθήκες, οι βουλευτές έχουν δικαίωμα σε αποζημίωση διάρκειας.

3.   Δεν υφίσταται κανένα δικαίωμα σε αποζημιώσεις απόστασης και διάρκειας στην περίπτωση των ταξιδιών που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ).

4.   Οι αποζημιώσεις απόστασης και διάρκειας υπολογίζονται, έως το ύψος του ανώτατου ποσού, με βάση το άρθρο 17 παράγραφος 1, για τις διαδρομές μετάβασης μεταξύ του τόπου κατοικίας και του τόπου εργασίας ή συνεδρίασης και για τις διαδρομές επιστροφής μεταξύ του τόπου εργασίας ή συνεδρίασης και του τόπου κατοικίας.

5.   Εάν οι βουλευτές ακολουθήσουν διαδρομή διαφορετική από την πλέον άμεση, εισπράττουν τις αποζημιώσεις απόστασης και διάρκειας που υπολογίζονται με βάση την παράγραφο 4.

6.   Ο ελάχιστος χρόνος παρουσίασης στο χώρο εργασίας ή συνεδρίασης του Κοινοβουλίου που είναι απαραίτητος για να στοιχειοθετηθεί δικαίωμα στην πληρωμή αποζημιώσεων απόστασης και διάρκειας ορίζεται σε 4 ώρες.

Άρθρο 20

Ύψος της αποζημίωσης απόστασης

1.   Η αποζημίωση απόστασης υπολογίζεται ως εξής:

α)

για το τμήμα της διαδρομής έως τα 50 χλμ.: 22 ευρώ·

β)

για το τμήμα της διαδρομής μεταξύ 51 και 250 χλμ.: 0,12 ευρώ το χλμ.·

γ)

για το τμήμα της διαδρομής μεταξύ 251 και 1 000 χλμ.: 0,06 ευρώ το χλμ.·

δ)

για το τμήμα της διαδρομής άνω των 1 000 χλμ.: 0,03 ευρώ το χλμ.

2.   Εάν τα επικουρικά έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι βουλευτές υπερβαίνουν το ύψος της αποζημίωσης απόστασης, οι βουλευτές δύνανται να ζητούν την επιστροφή της διαφοράς, με παρουσίαση δικαιολογητικών.

Άρθρο 21

Ύψος της αποζημίωσης διάρκειας

1.   Η αποζημίωση διάρκειας υπολογίζεται ως εξής:

α)

για ταξίδι συνολικής διάρκειας 2 έως 4 ωρών: ποσό ισοδύναμο με το ένα όγδοο της αποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 24·

β)

για ταξίδι συνολικής διάρκειας 4 έως 6 ωρών: ποσό ισοδύναμο με το ένα τέταρτο της αποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 24·

γ)

για ταξίδι συνολικής διάρκειας άνω των 6 ωρών που δεν περιλαμβάνει διανυκτέρευση: ποσό ισοδύναμο με το ήμισυ της αποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 24·

δ)

για ταξίδι συνολικής διάρκειας άνω των 6 ωρών το οποίο περιλαμβάνει αναπόφευκτα διανυκτέρευση: ποσό ισοδύναμο με πλήρη αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 24, κατόπιν παρουσίασης δικαιολογητικών.

2.   Η διάρκεια του ταξιδιού υπολογίζεται ως εξής:

α)

για αεροπορικά και σιδηροδρομικά ταξίδια ή με πλοίο:

διάρκεια της διαδρομής μεταξύ του τόπου κατοικίας των βουλευτών και του αεροδρομίου ή του σταθμού, που πραγματοποιείται με ταχύτητα 60 km/h,

διάρκεια της διαδρομής με αεροπλάνο, σιδηρόδρομο ή πλοίο σύμφωνα με το ωράριο,

1 ώρα για την επιβίβαση ή την αναχώρηση του τρένου ή του πλοίου, 30 λεπτά για την αποβίβαση ή την άφιξη,

30 λεπτά για τη μεταφορά μεταξύ του αεροδρομίου ή του σταθμού και του Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες, στο Λουξεμβούργο και στο Στρασβούργο (Entzheim).

Το προεδρείο προσδιορίζει τη διάρκεια της διαδρομής για τα ταξίδια στο Στρασβούργο μέσω άλλων αεροδρομίων, συναρτήσει της διαθεσιμότητας μέσων μεταφοράς·

β)

για τα ταξίδια με αυτοκίνητο: διάρκεια της διαδρομής μεταξύ του τόπου κατοικίας και του τόπου εργασίας ή συνεδρίασης, που πραγματοποιείται με ταχύτητα 70 km/h.

Ενότητα 3 —   Διατάξεις σχετικές με τις συμπληρωματικές μετακινήσεις και τις μετακινήσεις εντός του κράτους μέλους εκλογής

Άρθρο 22

Συμπληρωματικά έξοδα ταξιδίου

1.   Το μέγιστο ετήσιο ποσό επιστροφής των εξόδων ταξιδίου τα οποία πραγματοποιούνται στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο β), ορίζεται σε 4 148 ευρώ.

2.   Στο πλαίσιο αυτό, οι βουλευτές δικαιούνται επίσης να ζητήσουν, με παρουσίαση του πρωτότυπου τιμολογίου, την επιστροφή των εξόδων ταξί, των εξόδων μίσθωσης αυτοκινήτου, των εξόδων ξενοδοχείου και άλλων συναφών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου των επίσημων δραστηριοτήτων. Όταν τούτο δικαιολογείται από το πρόγραμμα δραστηριοτήτων ή για αντικειμενικούς λόγους μεταφοράς, το εν λόγω δικαίωμα επεκτείνεται σε μία ημέρα πριν την έναρξη και μία ημέρα μετά το τέλος των επίσημων δραστηριοτήτων.

3.   Το μέγιστο ετήσιο ποσό επιστροφής των εξόδων ταξιδίου που όντως πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των επίσημων ταξιδιών τα οποία πραγματοποιούν οι πρόεδροι επιτροπών ή υποεπιτροπών για να συμμετάσχουν σε διασκέψεις ή εκδηλώσεις οι οποίες αφορούν θέμα ευρωπαϊκού χαρακτήρα που συνδέεται με τις αρμοδιότητες της επιτροπής ή υποεπιτροπής τους και οι οποίες έχουν κοινοβουλευτική διάσταση, ορίζεται σε 4 000 ευρώ. Για τη συμμετοχή απαιτείται η προηγούμενη εξουσιοδότηση του προέδρου του Κοινοβουλίου, ύστερα από επαλήθευση των διαθέσιμων κεφαλαίων εντός του ορίου του προαναφερθέντος μέγιστου ποσού.

Ένας πρόεδρος επιτροπής ή υποεπιτροπής δύναται να εξουσιοδοτήσει γραπτώς έναν από τους αντιπροέδρους του ή, εάν αυτό είναι αδύνατο, ένα μέλος της επιτροπής ή της υποεπιτροπής του, να τον αναπληρώσει στην εν λόγω διάσκεψη ή εκδήλωση.

Τα εν λόγω έξοδα υπόκεινται στις ίδιες προϋποθέσεις επιστροφής εξόδων που ισχύουν για τα έξοδα συμπληρωματικής μετακίνησης.

Άρθρο 23

Έξοδα ταξιδίου στο κράτος μέλος εκλογής

Η επιστροφή των εξόδων ταξιδίου στο εσωτερικό του κράτους μέλους εκλογής των βουλευτών που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο γ) δεν δύναται να υπερβαίνει, ανά ημερολογιακό έτος:

α)

24 ταξίδια (μετ’ επιστροφής) για τις αεροπορικές και σιδηροδρομικές μετακινήσεις ή τις μετακινήσεις με πλοίο· οι βουλευτές που έχουν εκλεγεί στη μητροπολιτική Γαλλία δεν δύνανται να πραγματοποιούν περισσότερα από δύο ταξίδια ετησίως προς τα υπερπόντια διαμερίσματα και περιοχές, τα υπερπόντια εδάφη, τη Νέα Καληδονία και τα γαλλικά νότια και ανταρκτικά εδάφη·

β)

για τα ταξίδια με αυτοκίνητο, απόσταση η οποία να φθάνει συνολικά μέχρι τα:

24 000 χλμ.

για τους βουλευτές που εκλέγονται στη Γερμανία, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Πολωνία, στη Ρουμανία, στη Φινλανδία, στη Σουηδία ή στο Ηνωμένο Βασίλειο,

16 000 χλμ.

για τους βουλευτές που εκλέγονται στη Βουλγαρία, στην Τσεχική Δημοκρατία, στην Ιρλανδία, στην Ελλάδα, στην Ουγγαρία, στην Αυστρία, στην Πορτογαλία ή στη Σλοβακία,

8 000 χλμ.

για τους βουλευτές που εκλέγονται στο Βέλγιο, στη Δανία, στην Εσθονία, στην Κύπρο, στη Λετονία, στη Λιθουανία, στο Λουξεμβούργο, στη Μάλτα, στις Κάτω Χώρες ή στη Σλοβενία.

Τμήμα 2 :   Επιστροφή των εξόδων παραμονής

Άρθρο 24

Αποζημίωση παραμονής

1.   Οι βουλευτές έχουν δικαίωμα σε αποζημίωση παραμονής για κάθε μέρα παρουσίας:

α)

σε τόπο εργασίας ή συνεδρίασης, που πιστοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 12, εφόσον βρίσκονται σε ταξίδια τα έξοδα του οποίου επιστρέφονται από τα συνήθη έξοδα ταξιδίου·

β)

σε συνεδρίαση επιτροπής ή άλλου οργάνου εθνικού κοινοβουλίου, που διοργανώνεται εκτός του τόπου κατοικίας των βουλευτών, κατόπιν παρουσίασης πιστοποιητικού παρουσίας που έχει συνταχθεί από την εν λόγω επιτροπή ή όργανο.

2.   Εάν η επίσημη δραστηριότητα λαμβάνει χώρα σε κοινοτικό έδαφος, οι βουλευτές εισπράττουν πάγια αποζημίωση που ορίζεται σε 298 ευρώ.

3.   Όταν η επίσημη δραστηριότητα λαμβάνει χώρα εκτός κοινοτικού εδάφους, οι βουλευτές λαμβάνουν:

α)

πάγια αποζημίωση ίση με το ήμισυ του ποσού που προβλέπει η παράγραφος 2 για την περίοδο που περιλαμβάνεται μεταξύ της ώρας αναχωρήσεως του τελευταίου αεροσκάφους που επιτρέπει την έγκαιρη άφιξη πριν από την έναρξη της συνεδρίασης και της ώρας άφιξης του πρώτου αεροσκάφους σε εύλογη ώρα μετά το τέλος της συνεδρίασης ή, ενδεχομένως, μεταξύ των ωρών αναχώρησης και άφιξης των ειδικών αεροσκαφών που έχουν ναυλωθεί από το Κοινοβούλιο. Το κλάσμα ημέρας που είναι ανώτερο από 12 ώρες θεωρείται ολόκληρη ημέρα. Το κλάσμα ημέρας που είναι ανώτερο από 6 ώρες υπολογίζεται ως μισή ημέρα·

β)

με παρουσίαση του πρωτότυπου τιμολογίου, επιστροφή των εξόδων παραμονής, συμπεριλαμβανομένου του πρωινού, στα οποία υποβλήθηκαν ευλόγως οι βουλευτές στον τόπο συνεδρίασης·

γ)

σε περίπτωση δεόντως αιτιολογημένων εξαιρετικών περιστάσεων, επιστροφή των εξόδων παραμονής στα οποία υπεβλήθησαν ευλόγως οι βουλευτές κατά τη διαδρομή, με εξαίρεση των εξόδων που πραγματοποιήθηκαν στο κράτος μέλος εκλογής τους.

4.   Όταν τα παρουσιαζόμενα τιμολόγια ξενοδοχείου αφορούν διπλά δωμάτια, η επιστροφή εξόδων περιορίζεται στο 85 % του συνολικού τιμολογίου.

5.   Όταν η διάρκεια παραμονής των βουλευτών στον τόπο εργασίας είναι μικρότερη από 4 ώρες και το ταξίδι μετ' επιστροφής πραγματοποιείται την ίδια ημέρα, η αποζημίωση παραμονής μειώνεται στο ήμισυ.

Τμήμα 3 :   Αποζημίωση γενικών εξόδων

Άρθρο 25

Δικαίωμα αποζημίωσης

Οι βουλευτές δικαιούνται μια κατ’ αποκοπή αποζημίωση γενικών εξόδων για την κάλυψη των εξόδων που απορρέουν από τις δραστηριότητές τους ως βουλευτών και τα οποία δεν καλύπτονται από άλλες αποζημιώσεις σύμφωνα με τα παρόντα μέτρα εφαρμογής ή με άλλες ρυθμίσεις του Κοινοβουλίου.

Άρθρο 26

Καλυπτόμενη περίοδος

1.   Η αποζημίωση γενικών εξόδων καταβάλλεται για όλη τη διάρκεια της θητείας του βουλευτή.

2.   Το μηνιαίο ποσό που αποζημίωσης σύμφωνα με το άρθρο 25 ορίζεται σε 4 202 ευρώ.

3.   Εφόσον η θητεία ενός βουλευτή αρχίζει μετά τη δεκάτη πέμπτη ημέρα του μήνα, η αποζημίωση που δικαιούται ο βουλευτής για τον μήνα αυτό περιορίζεται στο ήμισυ.

4.   Το ήμισυ της εν λόγω αποζημίωσης καταβάλλεται επίσης για περίοδο τριών μηνών από το τέλος του μήνα κατά τον οποίο λήγει η θητεία ενός βουλευτή, υπό τον όρο ότι αυτός έχει χρηματίσει βουλευτής τουλάχιστον για έξι μήνες και δεν επανεκλέγεται για το επόμενο Κοινοβούλιο.

Άρθρο 27

Πληρωμές

Όλες οι πληρωμές στο πλαίσιο της αποζημίωσης γενικών εξόδων καταβάλλονται άμεσα στον βουλευτή.

Άρθρο 28

Καλυπτόμενα έξοδα

Η αποζημίωση γενικών εξόδων σκοπό έχει να καλύψει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα έξοδα:

τα έξοδα διαχείρισης γραφείου, ιδίως δε το μίσθωμα γραφείου και τα συναφή έξοδα (συγκεκριμένα θέρμανση, ηλεκτρικό, ασφάλιση και καθαρισμό),

το κόστος αγοράς ή μίσθωσης εξοπλισμού γραφείου,

τα έξοδα τηλεφώνου, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων κινητού τηλεφώνου, και τα ταχυδρομικά τέλη,

την αγορά υλικών γραφείου,

το κόστος αγοράς βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων,

το κόστος χρήσης των δημοσίων δικτύων αναζήτησης δεδομένων,

τα έξοδα για τον εφοδιασμό των βουλευτών με εξοπλισμό πληροφορικής και τη συντήρησή του, για παράδειγμα την αγορά ή ενοικίαση τηλεφώνου, φωτοτυπικού, υπολογιστή, μόντεμ ή κάρτας επικοινωνίας, εκτυπωτή, άλλων υλικών πληροφορικής, περιφερειακού εξοπλισμού του υπολογιστή και λογισμικών,

το κόστος συνδρομής στο Διαδίκτυο και σε βάσεις δεδομένων,

τα έξοδα παράστασης,

τα έξοδα παραμονής σε ξενοδοχείο και άλλα παρεπόμενα έξοδα που σχετίζονται με ταξίδι στο εσωτερικό του κράτους μέλους εκλογής.

Τμήμα 4 :   Γενικές διατάξεις

Άρθρο 29

Επαναπατρισμός

1.   Εάν, κατά τη διάρκεια επίσημου ταξιδίου κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1 στοιχείο α), ο βουλευτής ασθενήσει σοβαρά ή πέσει θύμα ατυχήματος, δικαιούται επιστροφή των εξόδων επαναπατρισμού με ασθενοφόρο ή με άλλο κατάλληλο μεταφορικό μέσο, κατόπιν αδείας του ιατρού του Κοινοβουλίου βάσει ιατρικής εντολής του θεράποντος ιατρού. Ο βουλευτής, ή ενδεχομένως ο εκπρόσωπός του, μπορεί να ζητήσει επαναπατρισμό σε έναν από τους τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου ή στον τόπο κατοικίας του.

2.   Σε περίπτωση θανάτου του βουλευτή κατά τη διάρκεια τέτοιου επίσημου ταξιδίου, μπορούν επίσης να επιστραφούν τα απαραίτητα έξοδα για τη μεταφορά της σορού στον τόπο κατοικίας του θανόντος.

3.   Από το επιστρεφόμενο ποσό αφαιρείται, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, το ποσό των εξόδων επαναπατρισμού του οποίου ο βουλευτής ή οι εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα μπορούν να επιτύχουν την επιστροφή από ιδιωτική ασφάλιση.

Άρθρο 30

Βοήθεια σε ανάπηρους βουλευτές

Με έγκριση των κοσμητόρων, ύστερα από πρόταση του γενικού γραμματέα και γνωμοδότηση του ιατρού του Κοινοβουλίου, το Κοινοβούλιο μπορεί να αναλάβει ορισμένες αναγκαίες δαπάνες για την παροχή βοήθειας σε βουλευτή με σοβαρή αναπηρία προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά του. Το ποσοστό αναπηρίας, καθώς και η βασιμότητα της βοήθειας που προτείνεται για να είναι σε θέση ο βουλευτής να ασκήσει τα καθήκοντά του, υπόκεινται σε περιοδική επιβεβαίωση εκ μέρους του ιατρού του Κοινοβουλίου. Η έγκριση των κοσμητόρων διευκρινίζει τις μορφές της βοήθειας και τη διάρκεια ισχύος της έγκρισης.

Άρθρο 31

Απουσίες

1.   Η αποζημίωση παραμονής που προβλέπει το άρθρο 24 μειώνεται κατά 50 % για κάθε μία από τις ημέρες κατά την οποία οι βουλευτές απουσίασαν σε περισσότερες από τις μισές ψηφοφορίες με ονομαστική κλήση που πραγματοποιήθηκαν την Τρίτη, την Τετάρτη και την Πέμπτη της περιόδου συνόδου στο Στρασβούργο και τη δεύτερη ημέρα της περιόδου συνόδου στις Βρυξέλλες.

2.   Οι βουλευτές των οποίων η απουσία κατά τη διάρκεια ενός κοινοβουλευτικού έτους (από 1ης Σεπτεμβρίου έως 31η Αυγούστου) έχει καταγραφεί τουλάχιστον κατά το ήμισυ των ημερών των περιόδων συνόδου, επιστρέφουν στο Κοινοβούλιο το 50 % της αποζημίωσης γενικών εξόδων που προβλέπει το άρθρο 25 και αφορά το συγκεκριμένο έτος.

3.   Κάθε περίοδος απουσίας κατά την παράγραφο 2 μπορεί να δικαιολογηθεί από τον πρόεδρο, εφόσον οφείλεται σε λόγους υγείας, σε σοβαρές οικογενειακές καταστάσεις ή σε αποστολή που πραγματοποιείται από τους βουλευτές εξ ονόματος του Κοινοβουλίου. Τα δικαιολογητικά πρέπει να διαβιβάζονται στους Κοσμήτορες μέσα σε προθεσμία το πολύ δύο μηνών από την έναρξη της απουσίας.

4.   Η έγκυος βουλευτής απαλλάσσεται της υποχρέωσης να παρευρίσκεται στις επίσημες συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου για περίοδο τριών μηνών πριν από τη γέννηση του παιδιού. Η βουλευτής παρουσιάζει ιατρικό πιστοποιητικό στο οποίο αναγράφεται η προβλεπόμενη ημερομηνία τοκετού. Μετά τον τοκετό, η βουλευτής απαλλάσσεται από την υποχρέωση να παρευρίσκεται στις επίσημες συνεδριάσεις για περίοδο 6 μηνών. Η βουλευτής παρουσιάζει αντίγραφο του πιστοποιητικού γεννήσεως του παιδιού.

Άρθρο 32

Χρηματικές κυρώσεις

1.   Οι βουλευτές οι οποίοι, κατ' εφαρμογή του άρθρου 146 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου, τιμωρούνται με αποκλεισμό από τη σύνοδο, χάνουν το δικαίωμα στην αποζημίωση παραμονής που προβλέπει το άρθρο 24 για τη διάρκεια του αποκλεισμού τους.

2.   Οι βουλευτές χάνουν το δικαίωμα στην αποζημίωση παραμονής στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 147 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Επικουρία απο προσωπικούς συνεργάτες

Άρθρο 33

Ανάληψη των εξόδων βουλευτικής επικουρίας

1.   Οι βουλευτές δικαιούνται να επικουρούνται από προσωπικούς συνεργάτες τους οποίους επιλέγουν ελεύθερα. Το Κοινοβούλιο αναλαμβάνει τα πραγματικά έξοδα που προκύπτουν εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά από την πρόσληψη ενός ή περισσοτέρων βοηθών ή τη χρήση υπηρεσιών συμφώνως προς τα παρόντα μέτρα εφαρμογής και υπό τις προϋποθέσεις που έχει ορίσει το προεδρείο.

2.   Μπορούν να αναληφθούν μόνο τα έξοδα που αντιστοιχούν στην επικουρία που είναι αναγκαία και άμεσα συνδεδεμένη με την άσκηση της βουλευτικής εντολής των βουλευτών. Οι εν λόγω δαπάνες δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να καλύψουν έξοδα που συνδέονται με την ιδιωτική ζωή των βουλευτών.

3.   Καλύπτονται τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια της βουλευτικής εντολής.

4.   Το μέγιστο μηνιαίο ποσό των εξόδων που αναλαμβάνονται για όλους τους συνεργάτες κατά το άρθρο 34 ορίζεται σε 17 540 ευρώ.

5.   Εάν η βουλευτική εντολή δεν αρχίζει την πρώτη ημέρα του μηνός ή δεν λήγει την τελευταία ημέρα του μηνός, η ανάληψη εξόδων κοινοβουλευτικής επικουρίας για το συγκεκριμένο μήνα υπολογίζεται κατ' αναλογία.

Άρθρο 34

Γενικές αρχές

1.   Οι βουλευτές χρησιμοποιούν:

α)

διαπιστευμένους βοηθούς βουλευτών, όπως προβλέπει το άρθρο 2 του παραρτήματος IX του Κανονισμού του Κοινοβουλίου, που ασκούν τα καθήκοντά τους σε έναν από τους τρεις τόπους εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, υπόκεινται σε ειδικό νομικό καθεστώς εγκεκριμένο βάσει του άρθρου 283 ΕΚ, και των οποίων τις συμβάσεις συνάπτει και διαχειρίζεται απευθείας το Κοινοβούλιο· και

β)

φυσικά πρόσωπα που τους επικουρούν στο κράτος μέλος της εκλογής τους και τα οποία έχουν συνάψει με αυτούς σύμβαση εργασίας ή παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, υπό τους όρους που προβλέπει το παρόν κεφάλαιο (στο εξής: τοπικοί βοηθοί).

2.   Πλείονες βουλευτές μπορούν να συγκροτούν ομάδες για την από κοινού πρόσληψη ή χρήση των υπηρεσιών του ίδιου ή περισσότερων βοηθών όπως προβλέπει η παράγραφος 1. Στην περίπτωση αυτή, οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές ορίζουν μεταξύ τους έναν ή περισσότερους βουλευτές εξουσιοδοτημένους να υπογράφουν εξ ονόματος και για λογαριασμό των βουλευτών αυτών. Δήλωση συγκρότησης της ομάδας των βουλευτών επισυνάπτεται στη σύμβαση που συνάπτεται ατομικά με τον ενδιαφερόμενο βοηθό.

Στην εν λόγω δήλωση οι βουλευτές καθορίζουν την κατανομή των αντίστοιχων συμμετοχών, που αφαιρούνται από το ποσό που προβλέπει το άρθρο 33 παράγραφος 4.

3.   Τα άρθρα 35 έως 42 δεν εφαρμόζονται στους διαπιστευμένους βοηθούς βουλευτών.

4.   Μπορούν επίσης να καλυφθούν τα έξοδα που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο μιας σύμβασης ασκουμένου, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το προεδρείο.

5.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 στοιχείο β), οι βουλευτές μπορούν να προσφεύγουν σε παρόχους για να χρησιμοποιούν σαφώς προσδιορισμένες υπηρεσίες που συνδέονται άμεσα με την άσκηση της βουλευτικής εντολής τους, υπό τους όρους που προβλέπει το παρόν κεφάλαιο.

6.   Καμία παροχή υπηρεσιών δεν μπορεί να περιλαμβάνει τη διάθεση προσωπικού.

Άρθρο 35

Εντολοδόχος πληρωμών

1.   Όλες τις συμβάσεις εργασίας και παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται από βουλευτή ή ομάδα βουλευτών διαχειρίζεται υποχρεωτικά εντολοδόχος πληρωμών εγκατεστημένος σε κράτος μέλος.

2.   Οι υπηρεσίες του εν λόγω εντολοδόχου πληρωμών εκτελούνται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι εξουσιοδοτημένο σε κράτος μέλος να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα χειρισμού των φορολογικών και κοινωνικών πτυχών των συμβάσεων εργασίας ή των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών (11) σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

3.   Οι βουλευτές έχουν την ευχέρεια, όσον αφορά τις συμβάσεις κατά την παράγραφο 1:

α)

να συνάψουν ατομική σύμβαση με εντολοδόχο πληρωμών της ελεύθερης επιλογής τους ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τα καθήκοντα που προβλέπει το άρθρο 36 παράγραφος 5·

β)

να χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες ενός εντολοδόχου πληρωμών που έχει επιλεγεί από το Κοινοβούλιο· προς το σκοπό αυτό, το Κοινοβούλιο καταρτίζει πίνακα των εντολοδόχων πληρωμών ο οποίος περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα εντολοδόχο πληρωμών ανά κράτος μέλος·

γ)

να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες που παρέχονται από ένα εθνικό κοινοβούλιο που ενεργεί ως εντολοδόχος πληρωμών.

Τα έξοδα που προκύπτουν από τη χρήση των υπηρεσιών ενός εντολοδόχου πληρωμών καλύπτονται από το ποσό που προβλέπει το άρθρο 33 παράγραφος 4.

4.   Η σύμβαση με τον εντολοδόχο πληρωμών συνάπτεται από τους βουλευτές, στην περίπτωση της παραγράφου 3 στοιχείο α) ή από το Κοινοβούλιο, στην περίπτωση της παραγράφου 3 στοιχείο β), με βάση υπόδειγμα σύμβασης που εγκρίθηκε από το προεδρείο για κάθε μία από τις δύο παραπάνω περιπτώσεις αντίστοιχα.

Το υπόδειγμα σύμβασης καθορίζει τους όρους πληρωμής για τις συμβάσεις που προβλέπει η παράγραφος 1, σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο, καθώς και την αμοιβή και την ευθύνη του εντολοδόχου πληρωμών.

5.   Στην περίπτωση της παραγράφου 3 στοιχείο γ), το Κοινοβούλιο συνάπτει διοικητική σύμβαση με το ενδιαφερόμενο εθνικό κοινοβούλιο, η οποία καθορίζει τους όρους πληρωμής για τις συμβάσεις που προβλέπει η παράγραφος 1, σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

Άρθρο 36

Λεπτομέρειες σχετικά με τη διαχείριση των συμβάσεων με τους συνεργάτες

1.   Ο εντολοδόχος πληρωμών διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου, ιδίως σε θέματα κοινωνικών και φορολογικών υποχρεώσεων για τις συμβάσεις που διαχειρίζεται ο ίδιος.

2.   Η αμοιβή του εντολοδόχου πληρωμών καταβάλλεται με την υποβολή του αντίστοιχου τιμολογίου ή εκκαθαριστικού σημειώματος αμοιβής.

3.   Οι βουλευτές παρέχουν στον εντολοδόχο πληρωμών όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που χρειάζεται για να εξασφαλίσει τη νομιμότητα και την τακτική διαχείριση των συμβάσεων που του ανατέθηκαν, και ειδικότερα τα έγγραφα και τις πληροφορίες κατά το άρθρο 37 παράγραφος 2 στο άρθρο 38 παράγραφος 1 στοιχείο α) στο άρθρο 40, στο άρθρο 41 παράγραφος 1 στοιχείο α), και στο άρθρο 42.

4.   Στις περιπτώσεις που σημειώνονται στο άρθρο 35 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), το Κοινοβούλιο καταβάλλει στον εντολοδόχο πληρωμών τα ποσά που οφείλονται βάσει της εκτέλεσης των συμβάσεων που έχουν ανατεθεί σε αυτόν τον εντολοδόχο πληρωμών, με την προσκόμιση των αναγκαίων δικαιολογητικών. Το Κοινοβούλιο καταβάλλει απευθείας τον καθαρό μισθό στους βοηθούς με τους οποίους ο βουλευτής έχει συνάψει σύμβαση εργασίας, στις περιπτώσεις όπου το εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπει στον εντολοδόχο πληρωμών να το πράξει.

5.   Στην περίπτωση του άρθρου 35 παράγραφος 3 στοιχείο α), το Κοινοβούλιο καταβάλλει, με την προσκόμιση των αναγκαίων δικαιολογητικών, μετά από αίτηση του βουλευτή και εξ ονόματος και για λογαριασμό αυτού, τον καθαρό μισθό απευθείας στους βοηθούς. Ο εντολοδόχος πληρωμών γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια υπηρεσία το ποσό των κοινωνικών και φορολογικών επιβαρύνσεων, και καταρτίζει τις καταστάσεις μισθοδοσίας.

Στην περίπτωση που ο βουλευτής δεν υποβάλλει σχετική αίτηση, ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 4.

6.   Όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, το Κοινοβούλιο μπορεί, στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας και μετά από αίτηση βουλευτή, να δίνει προκαταβολές βάσει των πληρωμών κατά τις παραγράφους 4 και 5. Η τακτοποίηση αυτών των προκαταβολών τελεί υπό την απόλυτη ευθύνη του εντολοδόχου πληρωμών και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα παρόντα μέτρα εφαρμογής και το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 37

Αίτηση ανάληψης των εξόδων βουλευτικής επικουρίας

1.   Η αίτηση για την ανάληψη των εξόδων βουλευτικής επικουρίας κατ' εφαρμογή του άρθρου 34 παράγραφος 1 στοιχείο β), και παράγραφοι 2, 4 και 5, η οποία διευκρινίζει τους δικαιούχους και τα ποσά των πληρωμών που πρέπει να γίνουν, υποβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία από τον εντολοδόχο πληρωμών προσυπογραμμένη από όλους τους ενδιαφερόμενους βουλευτές. Συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά του άρθρου 38 σε ό,τι αφορά τις συμβάσεις εργασίας και του άρθρου 41 σε ό,τι αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.

2.   Ο βουλευτής ειδοποιεί χωρίς καθυστέρηση τον εντολοδόχο πληρωμών και την αρμόδια υπηρεσία για κάθε αλλαγή στις συμβατικές σχέσεις και στις εντολές τις σχετικές με τις πληρωμές, διαβιβάζοντάς τους τις τροποποιήσεις που έγιναν στη σύμβαση.

Ο εντολοδόχος πληρωμών διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση τις πληροφορίες αυτές και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά στην αρμόδια υπηρεσία.

Άρθρο 38

Έγγραφα που πρέπει να υποβληθούν στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας

1.   Σε περίπτωση σύμβασης εργασίας, ο εντολοδόχος πληρωμών υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία, παράλληλα με αίτηση ανάληψης εξόδων και εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την έναρξη ισχύος της σύμβασης:

α)

αντίγραφο της σύμβασης εργασίας που συνήψε ο βουλευτής με τον τοπικό βοηθό του·

β)

έγγραφο που να αποδεικνύει την ένταξη του τοπικού βοηθού σε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και αναφέρει τον βουλευτή ως εργοδότη·

γ)

εάν το προβλέπει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία, πιστοποιητικό ασφάλισης έναντι εργατικών ατυχημάτων·

δ)

αντίγραφο της σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ του βουλευτή και του εντολοδόχου πληρωμών της επιλογής του κατά το άρθρο 35 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή της εντολής που έδωσε το Κοινοβούλιο στον εντολοδόχο πληρωμών κατά το άρθρο 35 παράγραφος 3 στοιχείο β)·

ε)

αναλυτικό φύλλο υπολογισμού των μισθών, των εργοδοτικών εισφορών, των μισθολογικών εξόδων και των λοιπών προβλέψιμων εξόδων που πρέπει να καταβληθούν κατά τη διάρκεια του έτους, το οποίο λαμβάνει υπόψη τις συμβατικές υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για τυχόν έξοδα αποστολής, και τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας.

2.   Σε περίπτωση νέας σύμβασης εργασίας, το έγγραφο που αποδεικνύει την ένταξη του βοηθού του σε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και το πιστοποιητικό ασφάλισης έναντι εργατικών ατυχημάτων υποβάλλονται υποχρεωτικά το αργότερο εντός τριών μηνών από την ημέρα έναρξης της σύμβασης. Για τις συμβάσεις με διάρκεια μικρότερη των τριών μηνών, η υποχρέωση αυτή εκπληρώνεται αμέσως.

Άρθρο 39

Υποχρεώσεις στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας

1.   Ο εντολοδόχος πληρωμών τηρεί, κατά την περίοδο που ορίζεται από την εθνική νομοθεσία και επί τουλάχιστον ένα έτος μετά τη λήξη της σχετικής κοινοβουλευτικής περιόδου, βιβλιάριο καταστάσεων μισθοδοσίας το οποίο αναφέρει συγκεφαλαιωτικά τους καταβληθέντες μισθούς καθώς και τις φορολογικές κρατήσεις και κοινωνικές εισφορές (εργαζομένου και εργοδότη). Εάν η σύμβαση με τον εντολοδόχο πληρωμών λήξει πριν από τη λήξη της εντολής του βουλευτή, επικυρωμένο αντίγραφο των προαναφερομένων εγγράφων πρέπει να διαβιβαστεί χωρίς καθυστέρηση στον νέο εντολοδόχο πληρωμών της επιλογής του βουλευτή κατά το άρθρο 35 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή, άλλως, στον εντολοδόχο πληρωμών του Κοινοβουλίου κατά το άρθρο 35 παράγραφος 3 στοιχείο β).

2.   Ο εντολοδόχος πληρωμών υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία, το αργότερο έως τις 30 Μαρτίου που έπεται του οικονομικού έτους αναφοράς καθώς και μετά τη λήξη της σύμβασης, ιδίως για την τακτοποίησή και την εκκαθάριση των προκαταβολών που δόθηκαν, κατάσταση των εξόδων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των μισθών, των φορολογικών κρατήσεων, των κοινωνικών εισφορών και κάθε άλλου επιστρεφόμενου εξόδου, για καθένα από τους απασχολούμενους βοηθούς. Βεβαιώνει ότι έχουν τηρηθεί όλες οι υποχρεώσεις που προβλέπει η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.

Οι καταστάσεις αυτές καταρτίζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές που καθορίζει το Κοινοβούλιο.

3.   Μετά τον έλεγχο των στοιχείων, αποστέλλεται κοινοποίηση, το αργότερο την 1η Ιουνίου μετά την παραλαβή των στοιχείων, στον εντολοδόχο τρίτο, με αντίγραφο στο βουλευτή, με την οποία διαπιστώνεται η κανονικότητα ή μη των πληρωμών που έγιναν και επισημαίνονται, ενδεχομένως, τα δικαιολογητικά που λείπουν και θα πρέπει να προσκομιστούν. Σε περίπτωση λήξης της σύμβασης του εντολοδόχου πληρωμών, η κοινοποίηση αποστέλλεται το αργότερο δύο μήνες μετά την παραλαβή των δικαιολογητικών.

Σε περίπτωση που η κοινοποίηση διαπιστώνει τη μη κανονικότητα των πληρωμών, τα έγγραφα που απαιτούνται για την απόδειξη της κανονικότητας αυτών κατατίθενται στην αρμόδια υπηρεσία το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου, ή, σε περίπτωση λήξης της σύμβασης του εντολοδόχου πληρωμών, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση Εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά, το Κοινοβούλιο εφαρμόζει τα άρθρα 67 και 68.

Άρθρο 40

Έξοδα λήξης της σύμβασης εργασίας

1.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 33 παράγραφος 3, μπορεί να γίνει ανάληψη των πρόσθετων εξόδων που πραγματοποιούνται με αφορμή τη λήξη των συμβάσεων εργασίας που έχουν συνάψει οι βουλευτές με τους τοπικούς βοηθούς τους, λόγω λήξης της εντολής τους, εφόσον τα έξοδα αυτά επιβάλλονται από το εφαρμοστέο εθνικό εργατικό δίκαιο, των συλλογικών συμβάσεων συμπεριλαμβανομένων.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται εάν:

α)

ο βουλευτής επανεκλεγεί αμέσως για την επόμενη κοινοβουλευτική θητεία·

β)

ο βουλευτής άσκησε την εντολή του για διάστημα μικρότερο των έξι μηνών·

γ)

ο βουλευτής δεν τήρησε τις νομικές υποχρεώσεις περί λήξης της σύμβασης εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της προειδοποίησης εν όψει απόλυσης, εγκαίρως πριν τη λήξη της εντολής του, εκτός κι αν η λήξη της εντολής δεν μπορούσε να προβλεφθεί·

δ)

ο βοηθός εισπράττει άλλη αμοιβή από κοινοτικό όργανο ή έχει προσληφθεί από άλλο βουλευτή ή από ομάδα βουλευτών για την αυτή περίοδο·

ε)

τα συγκεκριμένα έξοδα απορρέουν από ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των μερών ή από τυχόν απόφαση καταβολής πριμ, πέρα από τις νομικές ή συμβατικές υποχρεώσεις, με τη λήξη της σύμβασης εργασίας.

3.   Ο εντολοδόχος πληρωμών υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία, αίτηση ανάληψης των εξόδων κατά την παράγραφο 1, προσυπογεγραμμένη από τον βουλευτή, διευκρινίζοντας τη νομική βάση αυτής, εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη λήξη της εντολής του σχετικού βουλευτή.

4.   Εάν, δυνάμει της οικείας εθνικής εργατικής νομοθεσίας, ο βουλευτής υποχρεούται να καταβάλει, για τα έξοδα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1, ποσόν υπερτριπλάσιο του ποσού που προβλέπει το άρθρο 33, παράγραφος 4, τότε τα έξοδα αυτά μπορούν να αποτελέσουν κατ’ εξαίρεση αντικείμενο ανάληψης εφόσον υποβληθούν έγγραφα δεόντως καταρτισθέντα, υποχρεωτικώς θεωρημένα από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Η αίτηση ανάληψης των εξόδων υποβάλλεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει η παράγραφος 3.

Άρθρο 41

Έγγραφα που πρέπει να υποβληθούν στο πλαίσιο της σύμβασης παροχής υπηρεσιών

1.   Σε περίπτωση σύμβασης παροχής υπηρεσιών κατά το άρθρο 34 παράγραφος 1 στοιχείο β), ή στο άρθρο 34 παράγραφος 5, ο εντολοδόχος πληρωμών, όταν υποβάλλει αίτηση ανάληψης εξόδων, διαβιβάζει στην αρμόδια υπηρεσία:

α)

αντίγραφο της σύμβασης παροχής υπηρεσιών που συνήψε ο βουλευτής με τον πάροχό του υπηρεσιών, η οποία θα ορίζει σαφώς τη φύση των υπηρεσιών που θα παρέχονται·

β)

πιστοποιητικό εγγραφής του παρόχου υπηρεσιών στο μητρώο ΦΠΑ ή, εάν αυτός απαλλάσσεται της υποχρέωσης να έχει αριθμό ΦΠΑ, το λόγο αυτής της απαλλαγής καθώς και ένα άλλο έγγραφο που να εμφαίνει ότι ο πάροχος των υπηρεσιών είναι νόμιμα και κανονικά εγκατεστημένος·

γ)

αντίγραφο της σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ του βουλευτή και του εντολοδόχου πληρωμών της επιλογής του κατά το άρθρο 35 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή της εντολής που έδωσε το Κοινοβούλιο στον εντολοδόχο πληρωμών κατά το άρθρο 35 παράγραφος 3 στοιχείο β).

2.   Τα έξοδα για παροχή υπηρεσιών καλύπτονται με την υποβολή από τον εντολοδόχο πληρωμών στην αρμόδια υπηρεσία αναλυτικού τιμολογίου ή εκκαθαριστικού σημειώματος αμοιβής για την όντως πραγματοποιηθείσα παροχή.

Ο εντολοδόχος πληρωμών βεβαιώνει ότι τα υποβαλλόμενα τιμολόγια ή εκκαθαριστικά σημειώματα αμοιβών είναι σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, ιδίως, προκειμένου για τις παροχές τακτικών υπηρεσιών, όσον αφορά το ΦΠΑ. Σε περίπτωση που οι παροχές απαλλάσσονται του ΦΠΑ, ο εντολοδόχος πληρωμών βεβαιώνει ότι όλες οι υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών σε θέματα φορολογικά ή κοινωνικής ασφάλισης έχουν εκπληρωθεί.

Το ανώτατο ποσό της ανάληψης εξόδων για παροχές υπηρεσιών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 25 % του ποσού που προβλέπει το άρθρο 33 παράγραφος 4. Το ποσό αυτό μπορεί να χρησιμοποιείται αθροιστικά σε ετήσια βάση.

3.   Ο εντολοδόχος πληρωμών υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία, έως τις 30 Μαρτίου που έπεται του οικονομικού έτους αναφοράς καθώς και μετά τη λήξη της σύμβασής του, ανακεφαλαιωτική έκθεση των πιστοποιημένων υπηρεσιών που παρασχέθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς.

Η έκθεση αυτή πιστοποιεί ότι οι σχετικές ενέργειες πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις που ορίζει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

4.   Μετά τον έλεγχο της έκθεσης, αποστέλλεται κοινοποίηση, το αργότερο την 1η Ιουνίου, στον εντολοδόχο τρίτο, με αντίγραφο στο βουλευτή, με την οποία διαπιστώνεται η κανονικότητα ή μη των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν και επισημαίνονται, ενδεχομένως, τα δικαιολογητικά που λείπουν και θα πρέπει να προσκομιστούν. Σε περίπτωση λήξης της σύμβασης του εντολοδόχου πληρωμών, η κοινοποίηση αποστέλλεται το αργότερο δύο μήνες μετά την παραλαβή της εν λόγω έκθεσης.

Σε περίπτωση που η κοινοποίηση διαπιστώνει τη μη κανονικότητα των πληρωμών, τα έγγραφα που απαιτούνται για την απόδειξη της κανονικότητας αυτών κατατίθενται στην αρμόδια υπηρεσία το αργότερο έως την 1η Ιουλίου ή, σε περίπτωση λήξης της σύμβασης του εντολοδόχου πληρωμών, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση. Εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά, το Κοινοβούλιο εφαρμόζει τα άρθρα 67 και 68.

Άρθρο 42

Έκτακτα έξοδα

Σε περίπτωση απουσίας τοπικού βοηθού βουλευτή, με σύμβαση εργασίας, για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τους τρεις μήνες, είτε λόγω άδειας μητρότητας είτε λόγω σοβαρής ασθένειας, το μέρος των εξόδων αντικατάστασης, μετά τον τέταρτο μήνα απουσίας, που δεν καλύπτεται από τις παροχές προς τον εργαζόμενο που καταβάλλονται σύμφωνα με το σχετικό εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, μπορεί να καλυφθεί καθ' υπέρβασιν του κατά το άρθρο 33 παράγραφος 4, ποσού. Ο εντολοδόχος πληρωμών υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία αίτηση ανάληψης των εξόδων αυτών, προσυπογεγραμμένη από το βουλευτή.

Άρθρο 43

Μη επιστρεφόμενα έξοδα

Τα ποσά που καταβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του παρόντος κεφαλαίου δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, αμέσως ή εμμέσως:

α)

για τη χρηματοδότηση συμβάσεων που συνάπτονται με πολιτικές ομάδες του Κοινοβουλίου ή πολιτικά κόμματα·

β)

για την κάλυψη εξόδων που μπορούν να επιστραφούν στο πλαίσιο άλλων αποζημιώσεων προβλεπόμενων από τα παρόντα μέτρα εφαρμογής ή από άλλες διατάξεις του Κανονισμού του Κοινοβουλίου·

γ)

για την κάλυψη εξόδων που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο σύμβασης παροχής υπηρεσιών δυνάμενης να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων, ειδικά στις περιπτώσεις όπου ο βουλευτής ή κάποιο από τα πρόσωπα κατά το στοιχείο δ):

κατέχει όλο ή μέρος εταιρείας ή κερδοσκοπικής οργάνωσης που ενεργεί ως πάροχος των υπηρεσιών αυτών προς αυτόν,

μετέχει στο διοικητικό συμβούλιο ή σε άλλα εκτελεστικά σώματα ή όργανα μιας εταιρείας ή οργάνωσης κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ενεργεί ως πάροχος των υπηρεσιών αυτών προς αυτόν,

έχει πρόσβαση στον τραπεζικό λογαριασμό του παρόχου του υπηρεσιών,

έχει συμφέρον ή αποκτά οποιοδήποτε οικονομικό όφελος συνδεόμενο με τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών.

δ)

για τη χρηματοδότηση των συμβάσεων που επιτρέπουν την απασχόληση ή τη χρήση των υπηρεσιών των συζύγων των βουλευτών ή των σταθερών συντρόφων τους εκτός γάμου όπως ορίζονται στο άρθρο 58 παράγραφος 2, ή των γονέων, τέκνων και αδελφών τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Μη χρηματικές παροχές

Άρθρο 44

Μη χρηματικές παροχές

1.   Το προεδρείο θεσπίζει τους κανόνες σχετικά με τις μη χρηματικές παροχές προς τους βουλευτές, και ειδικότερα σχετικά με:

τη χρήση των υπηρεσιακών οχημάτων από τους βουλευτές,

την επίπλωση των γραφείων των βουλευτών,

τη διάθεση πληροφορικού και τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού στους βουλευτές,

την προμήθεια χαρτικών και ειδών γραφείου στους βουλευτές,

τη χρήση, από τους βουλευτές και τις πολιτικές ομάδες, των χώρων γραφείου που τίθενται στη διάθεσή τους στα γραφεία πληροφοριών του Κοινοβουλίου,

την επεξεργασία των αρχείων των βουλευτών, όταν παρέχονται υπό μορφή δωρεάς ή κληροδοτήματος σε ινστιτούτο, σύνδεσμο ή ίδρυμα,

τις διαδικασίες προκειμένου να μπορούν οι βουλευτές των οποίων η θητεία λήγει κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής περιόδου να μεταφέρουν στη χώρα καταγωγής τους τα προσωπικά τους είδη που βρίσκονται στο γραφείο τους των Βρυξελλών και του Στρασβούργου,

τη χρήση των υπηρεσιακών ποδηλάτων,

τα μαθήματα γλωσσών και πληροφορικής για τους βουλευτές.

2.   Το προεδρείο μπορεί επίσης να θεσπίζει διατάξεις για την παροχή ευκολιών στους πρώην προέδρους του Κοινοβουλίου κατά τη διάρκεια της βουλευτικής θητείας τους, και στους πρώην βουλευτές όσον αφορά την πρόσβασή τους στις υποδομές του Κοινοβουλίου.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Μεταβατική αποζημίωση

Άρθρο 45

Δικαίωμα στη μεταβατική αποζημίωση

Από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί τη λήξη των καθηκόντων τους οι πρώην βουλευτές δικαιούνται τη μεταβατική αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 13 του καθεστώτος.

Άρθρο 46

Εκπνοή

1.   Οι πρώην βουλευτές δεν δικαιούνται τη μεταβατική αποζημίωση εάν έχουν αναλάβει εντολή σε άλλο κοινοβούλιο ή ασκούν δημόσιο αξίωμα.

2.   Το δικαίωμα στη μεταβατική αποζημίωση εκπνέει τη στιγμή που οι πρώην βουλευτές αναλαμβάνουν εντολή σε άλλο κοινοβούλιο ή δημόσιο αξίωμα. Ενδεχομένως, η μεταβατική αποζημίωση καταβάλλεται έως την τελευταία ημέρα πριν από την ανάληψη των καθηκόντων.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «άλλο κοινοβούλιο» κατά τις παραγράφους 1 και 2, νοείται κάθε κοινοβούλιο που έχει συγκροτηθεί σε κράτος μέλος και έχει νομοθετική αρμοδιότητα.

4.   Ως «δημόσιο αξίωμα» κατά τις παραγράφους 1 και 2, νοείται η άσκηση των εξής καθηκόντων:

α)

αιρετά αμειβόμενα αξιώματα που συνεπάγονται την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας·

β)

μέλος εθνικής ή περιφερειακής κυβέρνησης·

γ)

ανώτατος υπάλληλος στον οποίο έχει ανατεθεί δημόσια εξουσία, μόνιμοι υπάλληλοι ή μέλη κοινοτικού θεσμικού οργάνου.

Άρθρο 47

Σώρευση των παροχών

1.   Όταν ο βουλευτής δικαιούται συγχρόνως την καταβολή της μεταβατικής αποζημίωσης και την καταβολή σύνταξης αρχαιότητας ή αναπηρίας περί των οποίων αντιστοίχως το άρθρο 14 και 15 του καθεστώτος, ο πρώην βουλευτής επιλέγει ο ίδιος ποιο καθεστώς θα εφαρμοστεί. Γνωστοποιεί την απόφασή του στο γενικό γραμματέα το αργότερο 3 μήνες μετά τη λήξη της εντολής του. Η απόφαση αυτή είναι αμετάκλητη.

2.   Εάν ο πρώην βουλευτής επιλέξει την καταβολή της μεταβατικής αποζημίωσης, η καταβολή της σύνταξης αρχαιότητας ή της σύνταξης αναπηρίας αναστέλλεται κατά την περίοδο καταβολής της μεταβατικής αποζημίωσης.

Άρθρο 48

Διαδικασία

1.   Προκειμένου να μπορεί να επωφεληθεί από τη μεταβατική αποζημίωση, ο πρώην βουλευτής υποβάλλει τη σχετική αίτηση στον γενικό γραμματέα, το αργότερο τρεις μήνες μετά τη λήξη της εντολής του, συνοδευόμενη από υπεύθυνη δήλωση, η οποία πιστοποιεί ότι δεν ασκεί τα αξιώματα που μνημονεύονται στο άρθρο 46.

2.   Εάν εφαρμόζεται το άρθρο 47 παράγραφος 1, η εν λόγω δήλωση συνοδεύεται από την απόφαση κατά το εν λόγω άρθρο.

3.   Κάθε αλλαγή των συνθηκών που οδήγησαν στην χορήγηση της μεταβατικής αποζημίωσης και η οποία μπορεί να προκαλέσει τροποποίηση του δικαιώματος αυτού, γνωστοποιείται χωρίς καθυστέρηση στον γενικό γραμματέα. Σε περίπτωση αμφιβολίας, ο γενικός γραμματέας μπορεί να ζητήσει από τον ενδιαφερόμενο να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις του.

4.   Εάν, με βάση στοιχεία επαληθεύσιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό, περιέλθει σε γνώση του γενικού γραμματέα ότι ο πρώην βουλευτής ασκεί τα αξιώματα που σημειώνονται στο άρθρο 46, ο γενικός γραμματέας αναστέλλει την πληρωμή της μεταβατικής αποζημίωσης και ενημερώνει σχετικά τον ενδιαφερόμενο.

5.   Ο πρώην βουλευτής μπορεί ανά πάσα στιγμή να παραιτηθεί από το δικαίωμά του στη μεταβατική αποζημίωση. Κοινοποιεί την απόφασή του στον γενικό γραμματέα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Σύνταξη αρχαιότητας

Άρθρο 49

Δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας

1.   Οι βουλευτές οι οποίοι ασκούν την εντολή τους τουλάχιστον κατά ένα πλήρες έτος έχουν δικαίωμα, μετά τη λήξη της εντολής τους, σε ισόβια σύνταξη αρχαιότητας η οποία καταβάλλεται από την ημέρα κατά την οποία συμπληρώνουν το 63ο έτος της ηλικίας τους.

2.   Η πληρωμή της σύνταξης αρχαιότητας αναστέλλεται για κάθε δικαιούχο της σύνταξης ο οποίος επανεκλέγεται στο Κοινοβούλιο. Τα δικαιώματα σε σύνταξη αρχαιότητας τα οποία αποκτώνται βάσει της νέας εντολής, προστίθενται στα δικαιώματα σε σύνταξη αρχαιότητας που έχουν αποκτηθεί πριν από την επανεκλογή του. Η πληρωμή της σύνταξης αρχαιότητας επαναρχίζει από τη στιγμή που ο βουλευτής παύει να ασκεί την εντολή του στο Κοινοβούλιο.

3.   Όταν ο ίδιος βουλευτής έχει ασκήσει περισσότερες της μίας εντολές του ανάμεσα στις οποίες μεσολαβεί διάστημα διακοπής, οι περίοδοι όλων των εντολών προστίθενται προκειμένου να υπολογισθεί η σύνταξη αρχαιότητας.

Άρθρο 50

Διατάξεις για την αποφυγή της σώρευσης

1.   Η σύνταξη αρχαιότητας την οποία λαμβάνει πρώην βουλευτής βάσει εντολής την οποία έχει ασκήσει σε άλλο κοινοβούλιο σωρευτικά με την εντολή προς το Κοινοβούλιο αφαιρείται από τη σύνταξη αρχαιότητας που προβλέπει το παρόν κεφάλαιο.

2.   Ως «άλλο κοινοβούλιο» κατά την παράγραφο 1, νοείται το κοινοβούλιο που έχει ορισθεί στο άρθρο 2, παράγραφος 2.

3.   Ο υπολογισμός πραγματοποιείται με βάση το ύψος της καθεμιάς από τις δύο συντάξεις, πριν από την αφαίρεση των φόρων.

4.   Οι πρώην βουλευτές που έχουν ασκήσει εντολή σε άλλο κοινοβούλιο σωρευτικά προς την εντολή στο Κοινοβούλιο δηλώνουν τη σύνταξη αρχαιότητας την οποία δικαιούνται με βάση την εντολή σε αυτό το άλλο κοινοβούλιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Σύνταξη αναπηρύας

Άρθρο 51

Δικαίωμα σύνταξης αναπηρίας

1.   Ο βουλευτής ο οποίος, με βάση τη διαδικασία του άρθρου 55, αναγνωρίζεται ότι έχει προσβληθεί από αναπηρία η οποία θεωρείται ολική και η οποία τον θέτει σε αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων του και ο οποίος, για τον λόγο αυτό, παραιτείται, δικαιούται σύνταξη αναπηρίας αρχής γενομένης από την ημέρα κατά την οποία τίθεται σε ισχύ η εν λόγω παραίτηση, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3.

2.   Το δικαίωμα για σύνταξη αναπηρίας παύει να ισχύει εάν ο βουλευτής δεν γνωστοποιήσει την παραίτησή του μέσα σε προθεσμία 3 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία του έχει διαβιβασθεί επισήμως η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η θέση του σε αναπηρία.

3.   Το δικαίωμα για σύνταξη αναπηρίας γεννάται στο τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου κατά την οποία επήλθε η αναπηρία:

α)

εάν ο βουλευτής δεν είναι σε θέση να παραιτηθεί λόγω της αναπηρίας του· ή

β)

εάν η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η θέση σε αναπηρία έχει εγκριθεί μετά το τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου κατά την οποία δρομολογήθηκε η διαδικασία κατά το παρόν άρθρο ή

γ)

εάν η προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 2 δεν έχει ακόμη εκπνεύσει.

Άρθρο 52

Υπολογισμός της σύνταξης αναπηρίας

1.   Το ύψος της σύνταξης αναπηρίας ανέρχεται για κάθε πλήρες έτος άσκησης της εντολής σε 3,5 % της αποζημίωσης κατά το άρθρο 10 του καθεστώτος και για κάθε επί πλέον πλήρη μήνα στο ένα δωδέκατο, αλλά τουλάχιστον στο 35 % της εν λόγω αποζημίωσης, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει συνολικά το 70 %.

2.   Οι κανόνες οι σχετικοί με τον υπολογισμό της σύνταξης αρχαιότητας εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν στον υπολογισμό της σύνταξης αναπηρίας.

Άρθρο 53

Διατάξεις για την αποφυγή της σώρευσης

1.   Η σύνταξη αναπηρίας την οποία λαμβάνει πρώην βουλευτής βάσει εντολής την οποία έχει ασκήσει σε άλλο κοινοβούλιο σωρευτικά με την εντολή προς το Κοινοβούλιο αφαιρείται από τη σύνταξη αναπηρίας που προβλέπει το παρόν κεφάλαιο.

2.   Ως «άλλο κοινοβούλιο» κατά την παράγραφο 1, νοείται το κοινοβούλιο που έχει ορισθεί στο άρθρο 2, παράγραφος 2.

3.   Οι πρώην βουλευτές που έχουν ασκήσει εντολή σε άλλο κοινοβούλιο σωρευτικά προς την εντολή στο Κοινοβούλιο δηλώνουν τη σύνταξη αναπηρίας την οποία δικαιούνται με βάση την εντολή σε αυτό το άλλο κοινοβούλιο.

Άρθρο 54

Σώρευση των παροχών

Όταν οι πρώην βουλευτές δικαιούνται συγχρόνως σύνταξη αναπηρίας και σύνταξη αρχαιότητας, λαμβάνουν τη σύνταξη αρχαιότητας. Ωστόσο, το ύψος της σύνταξης αρχαιότητας δεν είναι δυνατόν να είναι κατώτερο από το ύψος της σύνταξης αναπηρίας.

Άρθρο 55

Διαδικασία

1.   Ο βουλευτής ή ο νόμιμος εκπρόσωπός του καταθέτει την αίτηση θέσης σε αναπηρία στον πρόεδρο του Κοινοβουλίου, συνοδευόμενη από ιατρικό πιστοποιητικό, σημειώνοντας το όνομα του ιατρού που είναι επιφορτισμένος με την εκπροσώπησή του στην επιτροπή αναπηρίας του άρθρου 56.

2.   Μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από τη σύγκλησή της από το γενικό γραμματέα, η επιτροπή αναπηρίας του άρθρου 56 υποβάλλει, στο πλαίσιο της εντολής που της έχει αναθέσει το Κοινοβούλιο, τεκμηριωμένη ιατρική έκθεση στην οποία αξιολογείται εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 51. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η εν λόγω προθεσμία δύναται να παραταθεί από τον γενικό γραμματέα.

3.   Κατόπιν προτάσεως της επιτροπής αναπηρίας, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου διαπιστώνει τη θέση σε αναπηρία και γνωστοποιεί την απόφαση αυτή στον ενδιαφερόμενο βουλευτή, καλώντας τον να υποβάλει την παραίτησή του. Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, ο πρόεδρος ενημερώνει το βουλευτή για τις δυνατότητες προσφυγής που έχει στη διάθεσή του.

Άρθρο 56

Επιτροπή αναπηρίας

1.   Η επιτροπή αναπηρίας συγκροτείται από τρεις ιατρούς που ορίζονται:

ο πρώτος, από τον ενδιαφερόμενο βουλευτή,

ο δεύτερος, από το Κοινοβούλιο,

ο τρίτος, με κοινή συμφωνία των δύο πρώτων.

Ελλείψει συμφωνίας ως προς τον ορισμό του τρίτου ιατρού εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα διορισμού του δεύτερου ιατρού, ο τρίτος ιατρός διορίζεται αυτεπαγγέλτως από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατόπιν πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου.

2.   Τα έξοδα των εργασιών της επιτροπής αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων ταξιδίου, βαρύνουν το Κοινοβούλιο.

3.   Ο βουλευτής δύναται να υποβάλλει στην επιτροπή αναπηρίας κάθε έκθεση ή πιστοποιητικό του θεράποντα ιατρού του ή των ιατρών που έχει θεωρήσει καλό να συμβουλευτεί.

4.   Οι εργασίες της επιτροπής αναπηρίας είναι μυστικές.

Άρθρο 57

Επανεξέταση της αναπηρίας

1.   Οι πρώην βουλευτές οι οποίοι δεν πληρούν απολύτως τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 51, χάνουν το δικαίωμα για σύνταξη αναπηρίας.

2.   Εφόσον ο πρώην βουλευτής δεν έχει φθάσει σε ηλικία 63 ετών, το Κοινοβούλιο δύναται να τον υποβάλει σε εξετάσεις, από έναν ορισθέντα ιατρό, προκειμένου να επαληθεύεται ότι ο βουλευτής εξακολουθεί να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να επωφελείται από τη σύνταξη αναπηρίας.

3.   Η εν λόγω εξέταση είναι επίσης δυνατόν να πραγματοποιείται πριν από την προθεσμία της παραγράφου 2, ιδίως σε περιπτώσεις όπου το Κοινοβούλιο πληροφορείται ότι ο πρώην βουλευτής ασκεί αμειβόμενα καθήκοντα. Η κατάσταση αυτή εκτιμάται ενδεχομένως με βάση στοιχεία επαληθεύσιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό, συναρτήσει των περιστάσεων κάθε περίπτωσης και ύστερα από έρευνα κατ' αντιπαράθεση.

4.   Κατόπιν προτάσεως του ιατρού που πραγματοποίησε την εξέταση, η επιτροπή αναπηρίας δύναται να διαπιστώσει ότι η κατάσταση της υγείας του πρώην βουλευτή έχει σημειώσει βελτίωση, κατά τρόπον ώστε να μην πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις του άρθρου 51.

5.   Η απόφαση τερματισμού της σύνταξης αναπηρίας λαμβάνεται από τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου, με βάση τα συμπεράσματα της επιτροπής αναπηρίας. Τα άρθρα 55 και 56 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν. Εάν ο πρώην βουλευτής δεν ορίσει ιατρό επιφορτισμένο με την αντιπροσώπευσή του στην επιτροπή αναπηρίας, εφαρμίοζεται το άρθρο 56 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Σύνταξη επιζώντος και ορφανών

Άρθρο 58

Δικαίωμα σύνταξης επιζώντος και ορφανού

1.   Ο επιζών σύζυγος και τα συντηρούμενα κατά τη στιγμή του θανάτου τέκνα ενός βουλευτή ή ενός πρώην βουλευτή ο οποίος εδικαιούτο συντάξεως αρχαιότητας ή αναπηρίας ή κατά τη στιγμή του θανάτου του είχε ήδη κινηθεί η διαδικασία απόκτησής της, δικαιούνται αντιστοίχως συντάξεως επιζώντος και συντάξεως ορφανού.

2.   Στην εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οι εκτός γάμου σταθεροί σύντροφοι έχουν την ίδια μεταχείριση με τους συζύγους, υπό τον όρο ότι το ζεύγος προσκομίζει επίσημο έγγραφο, αναγνωρισμένο από κράτος μέλος ή από κάθε αρμόδια αρχή κράτους μέλους, στο οποίο πιστοποιείται η κατάστασή τους ως συντρόφων εκτός γάμου.

3.   Ως συντηρούμενο τέκνο νοείται το νόμιμο, φυσικό ή υιοθετημένο τέκνο του βουλευτή ή του συζύγου του, εφόσον αυτό πράγματι συντηρείται από το βουλευτή ή τον πρώην βουλευτή. Θεωρείται επίσης συντηρούμενο τέκνο το κυοφορούμενο τέκνο, καθώς και το τέκνο για το οποίο ο βουλευτής ή ο πρώην βουλευτής έχει δρομολογήσει διαδικασία υιοθεσίας και του οποίου η υιοθεσία ολοκληρώνεται μετά το θάνατό του.

Άρθρο 59

Υπολογισμός της σύνταξης επιζώντος και ορφανού

1.   Το μέγιστο ποσό των συντάξεων επιζώντος και ορφανού δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της συντάξεως αρχαιότητας την οποία θα δικαιούται ο βουλευτής στο τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου, λαμβάνοντας υπόψη την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας του θανάτου και της ημερομηνίας λήξεως της κοινοβουλευτικής περιόδου.

2.   Προκειμένου περί πρώην βουλευτών, το συνολικό ποσό των συντάξεων επιζώντος και ορφανού δεν μπορεί να είναι ανώτερο της σύνταξης αρχαιότητας την οποία απολάμβανε ή εδικαιούτο ο βουλευτής.

3.   Το ύψος της σύνταξης επιζώντος συζύγου ανέρχεται στο 60 % του ποσού κατά την παράγραφο 1 ή 2 και, τουλάχιστον, στο 30 % της αποζημίωσης κατά το άρθρο 10 του καθεστώτος, έστω και αν αυτό το τελευταίο ποσό είναι ανώτερο από τα ποσά κατά τις παραγράφους 1 και 2.

Το δικαίωμα του επιζώντος συζύγου για σύνταξη επιζώντος δεν επηρεάζεται σε περίπτωση νέου γάμου. Το εν λόγω δικαίωμα για σύνταξη επιζώντος δεν υφίσταται όταν οι περιστάσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση ουδεμία λογική αμφιβολία αφήνουν περί του ότι ο γάμος συνήφθη με αποκλειστικό σκοπό την είσπραξη της σύνταξης. Ενδεχομένως, η κατάσταση αξιολογείται με βάση στοιχεία ελέγξιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό, συναρτήσει των περιστάσεων της κάθε περίπτωσης και κατόπιν εξέτασης κατ' αντιπαράθεση.

4.   Το ύψος της σύνταξης ορφανού για ένα συντηρούμενο τέκνο ανέρχεται στο 20 % του ποσού κατά τις παραγράφους 1 και 2.

5.   Σε περίπτωση που αριθμός των τέκνων υπερβαίνει τα δύο, το μέγιστο ποσό των συντάξεων ορφανού που αναμένεται να χορηγηθούν κατανέμεται σε ίσα μέρη μεταξύ των ορφανών που έχουν δικαίωμα.

6.   Ενδεχομένως, το μέγιστο ποσό της προς καταβολή σύνταξης καταμερίζεται μεταξύ του συζύγου και των συντηρούμενων τέκνων με βάση τα ποσοστά που προβλέπουν οι παράγραφοι 3, 4 και 5.

Άρθρο 60

Εκπνοή

1.   Η σύνταξη επιζώντος ή ορφανού χορηγείται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί τον θάνατο.

2.   Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου, το δικαίωμα στη σύνταξη επιζώντος εκπνέει στο τέλος του μηνός κατά τον οποίο σημειώθηκε ο θάνατος.

3.   Το δικαίωμα στη σύνταξη ορφανού εκπνέει στο τέλος του μηνός κατά τον οποίο ο δικαιούχος συμπληρώνει ηλικία 21 ετών.

Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό παρατείνεται για τη διάρκεια της σχολικής ή επαγγελματικής κατάρτισης του ορφανού και κατά μέγιστο έως το τέλος του μηνός κατά τον οποίο συμπληρώνει το 25ο έτος.

Η σύνταξη διατηρείται για το ορφανό το οποίο, λόγω ασθένειας ή αναπηρίας, αδυνατεί να εξασφαλίσει τις ανάγκες του. Η εν λόγω ασθένεια ή αναπηρία πρέπει να αναγνωρισθεί από τον ιατρό του Κοινοβουλίου. Ο δικαιούχος μπορεί να αμφισβητήσει την απόφαση του ιατρού, ζητώντας να συγκληθεί η επιτροπή η οποία συγκροτείται σύμφωνα με τους όρους της επιτροπής αναπηρίας που προβλέπει το παράρτημα ΙΙ τμήμα 3 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68.

Το εν λόγω δικαίωμα εκπνέει εάν το τέκνο επανακτήσει τη δυνατότητα να εξασφαλίζει τη συντήρησή του. Προς τούτο, το Κοινοβούλιο δύναται να υποβάλλει το τέκνο σε εξετάσεις, ανά πενταετία, από ιατρό που έχει ορισθεί προκειμένου να επαληθεύσει κατά πόσον εξακολουθούν να ισχύουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση της σύνταξης.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διαδικασίες πληρωμής

Άρθρο 61

Τήρηση του δημοσιονομικού κανονισμού

1.   Η υλοποίηση των παρόντων μέτρων εφαρμογής, όπως και κάθε αίτηση πληρωμής που υποβάλλεται δυνάμει των παρόντων μέτρων εφαρμογής, τηρεί τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (12) (εφεξής «δημοσιονομικός κανονισμός»).

2.   Όταν τα παρόντα μέτρα εφαρμογής προβλέπουν τη σύναψη συμβάσεων μεταξύ του Κοινοβουλίου και τρίτων, ο αρμόδιος διατάκτης είναι εξουσιοδοτημένος να τις υπογράφει.

Άρθρο 62

Αρχή της χρήσης των χρηματικών πόρων

1.   Τα ποσά που καταβάλλονται δυνάμει των παρόντων μέτρων εφαρμογής, με βάση τις διατάξεις του τίτλου Ι κεφάλαια 4, 5 και 6, προορίζονται αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων συνδεομένων με την άσκηση της εντολής των βουλευτών και δεν μπορούν να καλύπτουν προσωπικά έξοδα ούτε να χρηματοδοτούν επιδοτήσεις ή δωρεές πολιτικού χαρακτήρα.

2.   Οι βουλευτές επιστρέφουν στο Κοινοβούλιο τα μη χρησιμοποιηθέντα ποσά.

Άρθρο 63

Τραπεζικό έμβασμα, συνάλλαγμα και συντελεστής μετατροπής

1.   Οι πληρωμές δυνάμει των παρόντων μέτρων εφαρμογής πραγματοποιούνται με τραπεζικό έμβασμα, χωρίς έξοδα για τους δικαιούχους, σε λογαριασμό ευρισκόμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.   Οι πληρωμές πραγματοποιούνται σε ευρώ εκτός εάν ο δικαιούχος, σε περίπτωση που έχει εκλεγεί ή έχει τον τόπο κατοικίας του σε κράτος μέλος εκτός ευρωζώνης, ζητήσει ολική ή μερική πληρωμή στο νόμισμα του εν λόγω κράτους μέλους.

3.   Η μετατροπή μεταξύ του ευρώ και άλλου νομίσματος πραγματοποιείται με βάση τη μηνιαία λογιστική ισοτιμία του ευρώ, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού (13).

4.   Για τις πληρωμές εξόδων βουλευτικής επικουρίας, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, η μετατροπή μεταξύ του ευρώ και άλλου νομίσματος πραγματοποιείται με βάση τη μηνιαία λογιστική ισοτιμία του ευρώ για τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους· ωστόσο, κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής περιόδου, το ανώτατο μηνιαίο ποσό της ανάληψης εξόδων που τίθεται στη διάθεση του βουλευτή, εκπεφρασμένο σε εθνικό νόμισμα, μετά την εφαρμογή της ετήσιας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής και κάθε αύξησης που θα είχε ενδεχομένως αποφασισθεί από το προεδρείο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο του ποσού που καθορίσθηκε για το προηγούμενο έτος.

Άρθρο 64

Τραπεζικοί λογαριασμοί

1.   Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, κάθε βουλευτής κοινοποιεί στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου τα τραπεζικά στοιχεία (αριθμός IBAN, κωδικός BIC (SWIFT) και διεύθυνση της τράπεζας) ενός ή περισσότερων λογαριασμών που ανοίχτηκαν επ’ ονόματί του και προορίζονται για την αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος, για τις άλλες αποζημιώσεις, καθώς και για τις επιστροφές άλλων εξόδων.

Εάν ο βουλευτής, ο πρώην βουλευτής ή οι εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα δεν έχουν δώσει διαφορετική εντολή, ο λογαριασμός που ανοίχτηκε για την αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος χρησιμοποιείται επίσης για την πληρωμή της μεταβατικής αποζημίωσης και των συντάξεων.

2.   Κάθε πληρωμή προς πρόσωπο άλλο από τον βουλευτή υπόκειται στην προηγούμενη προσκόμιση βεβαίωσης, εκδιδόμενης από την τράπεζα του δικαιούχου, η οποία πιστοποιεί ότι ο δικαιούχος είναι κάτοχος του λογαριασμού στον οποίο πρόκειται να γίνει η πληρωμή και περιέχει τον αριθμό IBAN του λογαριασμού, τον κωδικό BIC (SWIFT) και τη διεύθυνση της τράπεζας

3.   Για τις πληρωμές που σχετίζονται με τη βουλευτική επικουρία, ο βουλευτής κοινοποιεί τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού του συνεργάτη του στον εντολοδόχο πληρωμών ή, στην περίπτωση του άρθρου 36, παράγραφος 5, στην αρμόδια υπηρεσία. Ο τραπεζικός λογαριασμός του συνεργάτη έχει ανοιχθεί στο κράτος μέλος στο οποίο αυτός ασκεί κατά κύριο λόγο τις δραστηριότητές του. Οι πληρωμές είναι εκπεφρασμένες στο νόμισμα στο οποίο καθορίζονται ο μισθός ή η αμοιβή του συνεργάτη.

Ο εντολοδόχος πληρωμών κοινοποιεί τα στοιχεία του τραπεζικού του λογαριασμού στην αρμόδια υπηρεσία.

Άρθρο 65

Ημερομηνία πληρωμής

1.   Η αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος, η μεταβατική αποζημίωση και οι συντάξεις καταβάλλονται την 15η κάθε μηνός για τον τρέχοντα μήνα. Η αποζημίωση γενικών εξόδων καταβάλλεται την 1η κάθε μηνός για τον τρέχοντα μήνα.

2.   Οι πληρωμές που σχετίζονται με τα έξοδα βουλευτικής επικουρίας διαβιβάζονται στον εντολοδόχο πληρωμών ή, στην περίπτωση του άρθρου 36, παράγραφοι 4 και 5, στον τοπικό βοηθό τη 15η κάθε μηνός για τον τρέχοντα μήνα.

Για τις πληρωμές αυτές λαμβάνονται υπόψη οι οδηγίες τις οποίες έχει διαβιβάσει ο βουλευτής έως τις 25 του προηγούμενου μήνα.

3.   Οι άλλες επιστροφές εξόδων πραγματοποιούνται ύστερα από προσκόμιση των δικαιολογητικών που ορίζονται στα παρόντα μέτρα εφαρμογής.

4.   Οι προθεσμίες για την προσκόμιση των δικαιολογητικών που ορίζονται στα παρόντα μέτρα εφαρμογής είναι οι ακόλουθες:

α)

όσον αφορά τα έξοδα και τις αποζημιώσεις ταξιδίου και παραμονής: το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου άρχισε το σχετικό ταξίδι·

β)

όσον αφορά τα έξοδα βουλευτικής επικουρίας και τα άλλα έξοδα: πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στις εφαρμοστέες διατάξεις και το αργότερο στις 7 Δεκεμβρίου του οικονομικού έτους για το οποίο ζητείται η ανάληψη των εξόδων ή η επιστροφή.

5.   Ο γενικός γραμματέας δύναται να λάβει ειδικά μέτρα όσον αφορά τις πληρωμές προκαταβολών για συνήθη έξοδα ταξιδίου και έξοδα παραμονής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εκκαθάριση και ανάκτηση

Άρθρο 66

Υποκατάστατα δικαιολογητικά

Σε περίπτωση απώλειας των δικαιολογητικών που απαιτούνται από τα παρόντα μέτρα εφαρμογής, οι βουλευτές υποβάλλουν δήλωση απώλειας συνοδευόμενη από πρωτότυπα υποκατάστατα δικαιολογητικά που πληρούν τις απαιτήσεις των παρόντων μέτρων εφαρμογής.

Άρθρο 67

Αναστολή πληρωμών

Εάν ο βουλευτής ή ο εντολοδόχος πληρωμών παραλείπει να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα παρόντα μέτρα εφαρμογής ή τη σύμβαση που έχει συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 35, ο αρμόδιος διατάκτης μπορεί να διατάξει την αναστολή της καταβολής του συνόλου ή μέρους της σχετικής αποζημίωσης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα ενδεχόμενα έννομα συμφέροντα τρίτων, για το χρονικό διάστημα που απαιτείται ώστε ο ενδιαφερόμενος να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του ή να εκτιμηθεί η σκοπιμότητα εφαρμογής του άρθρου 68.

Πριν από την απόφαση αυτή, ο βουλευτής ή ο εντολοδόχος πληρωμών ενημερώνονται γραπτώς και τους παρέχεται προθεσμία ενός μηνός για να συμμορφωθούν με τα μέτρα εφαρμογής ή τη σύμβαση. Αντίγραφο της επιστολής απευθύνεται στους Κοσμήτορες και ενδεχομένως σε κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο.

Άρθρο 68

Απαίτηση αχρεωστήτου

1.   Κάθε ποσό που καταβάλλεται αχρεωστήτως στο πλαίσιο των παρόντων μέτρων εφαρμογής αναζητείται. Ο γενικός γραμματέας δίνει οδηγίες για την ανάκτηση αυτών των ποσών από τον ενδιαφερόμενο βουλευτή.

2.   Κάθε απόφαση σχετικά με την ανάκτηση λαμβάνεται μεριμνώντας για την πραγματική άσκηση της εντολής του βουλευτή και την εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβουλίου, αφού ο γενικός γραμματέας ακούσει προηγουμένως τον ενδιαφερόμενο βουλευτή.

3.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης στους πρώην βουλευτές και τους τρίτους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Άλλες γενικές δημοσιονομικές διατάξεις

Άρθρο 69

Τιμαριθμική αναπροσαρμογή

1.   Τα ποσά που προβλέπει το άρθρο 15 στοιχείο γ), το άρθρο 20, το άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 3, το άρθρο 24 παράγραφος 2, και το άρθρο 26 παράγραφος 2 μπορούν να αναπροσαρμόζονται τιμαριθμικά κατ’ έτος από το προεδρείο μέχρι μέγιστου ποσοστού ίσου προς το ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο αντιστοιχεί στον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους και δημοσιεύεται από την Eurostat.

2.   Το ποσό που προβλέπει το άρθρο 33 παράγραφος 4, ενδεχομένως, αναπροσαρμόζεται τιμαριθμικά κατ' έτος από το προεδρείο με βάση τον κοινό δείκτη που καθορίζει η Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε συμφωνία με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες των κρατών μελών κατ' εφαρμογή του άρθρου 65 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68. Η εν λόγω τιμαριθμική αναπροσαρμογή εφαρμόζεται με αναδρομική ισχύ από το μήνα Ιούλιο του έτους στο οποίο αναφέρεται ο δείκτης.

Άρθρο 70

Φορολόγηση

Στους βουλευτές εφαρμόζεται, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 12 του καθεστώτος βουλευτών, ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) του Συμβουλίου αριθ. 260/68, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (14).

Άρθρο 71

Κατάσχεση εις χείρας τρίτου

1.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 του καθεστώτος των βουλευτών αποζημίωση, η μεταβατική αποζημίωση ή η σύνταξη αρχαιότητας μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης, μέχρι ενός τρίτου, μετά από δικαστική απόφαση ή απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής.

2.   Ο γενικός γραμματέας δίνει τις εντολές για την εκτέλεση αυτού του μέτρου, λαμβάνοντας μέριμνα για την αποτελεσματική άσκηση της εντολής του βουλευτή και για την εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβουλίου, αφού πρώτα ακούσει τον ενδιαφερόμενο βουλευτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 72

Προσφυγή

Όποιος βουλευτής θεωρήσει ότι τα παρόντα μέτρα εφαρμογής δεν εφαρμόστηκαν σωστά απέναντί του μπορεί να απευθυνθεί εγγράφως στον γενικό γραμματέα. Αν δεν υπάρξει συμφωνία μεταξύ του βουλευτή και του γενικού γραμματέα, το ζήτημα παραπέμπεται στους κοσμήτορες, οι οποίοι αποφασίζουν ύστερα από γνωμοδότηση του γενικού γραμματέα. Οι κοσμήτορες συμβουλεύονται το προεδρείο πριν λάβουν απόφαση αντίθετη προς τη γνώμη του γενικού γραμματέα.

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης σε κάθε πρόσωπο που επωφελείται δικαιώματος δυνάμει των παρόντων μέτρων εφαρμογής.

Άρθρο 73

Έναρξη ισχύος

Τα παρόντα μέτρα εφαρμογής τίθενται σε ισχύ την ίδια ημέρα με το καθεστώς των βουλευτών.

Άρθρο 74

Κατάργηση

Με την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων του τίτλου ΙV, οι ρυθμίσεις ΕΑΒ παύουν να ισχύουν την ημέρα έναρξης ισχύος του καθεστώτος των βουλευτών.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 75

Σύνταξη επιζώντων, σύνταξη αναπηρίας και σύνταξη αρχαιότητας

1.   Η σύνταξη επιζώντων, η σύνταξη αναπηρίας, η συμπληρωματική σύνταξη αναπηρίας για τα συντηρούμενα τέκνα και η σύνταξη αρχαιότητας που χορηγούνται βάσει των παραρτημάτων I, II και III των ρυθμίσεων ΕΑΒ εξακολουθούν να καταβάλλονται, κατ’ εφαρμογή των παραρτημάτων αυτών, στα πρόσωπα που λάμβαναν τις εν λόγω παροχές πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθεστώτος.

2.   Τα δικαιώματα σε σύνταξη αρχαιότητας που είχαν αποκτηθεί έως την ημέρα έναρξης ισχύος του καθεστώτος κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος παραρτήματος III διατηρούνται. Τα πρόσωπα που απέκτησαν δικαιώματα στο εν λόγω συνταξιοδοτικό σύστημα δικαιούνται σύνταξη υπολογιζόμενη βάσει των αποκτηθέντων δικαιωμάτων τους κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος παραρτήματος III, εφόσον πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις που προβλέπει η εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους και έχουν υποβάλει την αίτηση του άρθρου 3 παράγραφος 2 του προαναφερθέντος παραρτήματος III.

Άρθρο 76

Επικουρική σύνταξη

1.   Η (προαιρετική) επικουρική σύνταξη αρχαιότητας που χορηγείται βάσει του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ εξακολουθεί να καταβάλλεται, κατ’ εφαρμογή του εν λόγω παραρτήματος, στα πρόσωπα που λάμβαναν τη σύνταξη αυτή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθεστώτος.

2.   Τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που είχαν αποκτηθεί έως την ημέρα έναρξης ισχύος του καθεστώτος κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος παραρτήματος VII διατηρούνται. Τα δικαιώματα αυτά οδηγούν σε αντίστοιχες παροχές υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το εν λόγω παράρτημα.

3.   Μπορούν να συνεχίσουν να αποκτούν νέα δικαιώματα μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθεστώτος, και σύμφωνα με το προαναφερθέν παράρτημα VII, οι εκλεγέντες το 2009 βουλευτές:

α)

οι οποίοι ήταν βουλευτές κατά τη διάρκεια προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου· και

β)

οι οποίοι έχουν ήδη αποκτήσει ή αποκτούσαν δικαιώματα στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς· και

γ)

για τους οποίους το κράτος μέλος εκλογής ενέκρινε ρυθμίσεις παρέκκλισης, σύμφωνα με το άρθρο 29 του καθεστώτος, ή οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 25 του καθεστώτος, επέλεξαν το εθνικό καθεστώς· και

δ)

οι οποίοι δεν δικαιούνται εθνική ή ευρωπαϊκή σύνταξη η οποία να απορρέει από την άσκηση της εντολής του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

4.   Οι εισφορές στο ταμείο επικουρικής συνταξιοδότησης που βαρύνουν τους βουλευτές καταβάλλονται από προσωπικούς πόρους τους.

Άρθρο 77

Μεταβατική αποζημίωση

1.   Η μεταβατική αποζημίωση που χορηγείται βάσει του παραρτήματος V των ρυθμίσεων ΕΑΒ εξακολουθεί να καταβάλλεται, κατ’ εφαρμογή του εν λόγω παραρτήματος, στα πρόσωπα που λάμβαναν την αποζημίωση αυτή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθεστώτος.

2.   Στους βουλευτές που παύουν οριστικά να ασκούν τη βουλευτική εντολή τους στο τέλος της έκτης κοινοβουλευτικής περιόδου καταβάλλεται η μεταβατική αποζημίωση που προβλέπει το προαναφερθέν παράρτημα V.

3.   Στην περίπτωση των βουλευτών οι οποίοι λαμβάνουν την αποζημίωση του άρθρου 10 του καθεστώτος και τερματίζουν τη βουλευτική εντολή τους μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθεστώτος, η περίοδος άσκησης της εντολής πριν από την ημερομηνία αυτή λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό του ύψους της μεταβατικής αποζημίωσης σύμφωνα με το άρθρο 13 του καθεστώτος.

4.   Οι βουλευτές κατά την παράγραφο 3 μπορούν, ωστόσο, να ζητήσουν να υπολογιστεί η αναλογία της μεταβατικής αποζημίωσης, όσον αφορά την περίοδο εντολής που προηγείται της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του καθεστώτος, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπει το παράρτημα V των ρυθμίσεων ΕΑΒ. Η διάρκεια εντολής που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αναλογίας αυτής αφαιρείται από τη μέγιστη διάρκεια που καθορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 του καθεστώτος.

Άρθρο 78

καθεστώς των βοηθών

1.   Εάν το ειδικό νομικό καθεστώς του άρθρου 34 παράγραφος 1 στοιχείο α), δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ κατά το χρόνο έναρξης ισχύος των παρόντων μέτρων εφαρμογής:

α)

οι κανόνες που ισχύουν για τους τοπικούς βοηθούς εφαρμόζονται επίσης για τους διαπιστευμένους βοηθούς βουλευτών·

β)

το άρθρο 69 παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται·

γ)

το ποσό κατά το άρθρο 33 παράγραφος 4 αναπροσαρμόζεται τιμαριθμικά σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1.

2.   Οι κοινοβουλευτικοί βοηθοί που είναι διαπιστευμένοι σε ένα από τους τρεις τόπους εργασίας πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των παρόντων μέτρων εφαρμογής και έχουν σύμβαση εργασίας που διέπεται από εθνικό δίκαιο, η οποία είναι καταχωρημένη στην αρμόδια υπηρεσία την 1η Ιουλίου 2008 και τους εξασφαλίζει κεκτημένα κοινωνικά δικαιώματα μπορούν, κατόπιν αιτήσεώς τους, να τύχουν ανανέωσης ή παράτασης της εν λόγω σύμβασής για μεταβατικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μια κοινοβουλευτική περίοδο.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 43 στοιχείο δ) οι συμβάσεις που έχουν συναφθεί με τα μέλη των οικογενειών των βουλευτών και είναι καταχωρημένες στην αρμόδια υπηρεσία την 1η Ιουλίου 2008, μπορούν να διατηρηθούν για ένα μεταβατικό διάστημα μιας κοινοβουλευτικής περιόδου.

Οι βουλευτές οφείλουν να μνημονεύουν τις συμβάσεις αυτές στη δήλωση οικονομικών συμφερόντων τους.

Άρθρο 79

Ασφάλεια ζωής

Οι λεπτομερείς όροι της διατήρησης, μετατροπής ή εκκαθάρισης της αξίας εξαγοράς της ασφάλειας ζωής τους οποίους προβλέπει το άρθρο 19 παράγραφος 2 των ρυθμίσεων ΕΑΒ σε περίπτωση τερματισμού της άσκησης του λειτουργήματος εφαρμόζονται, σύμφωνα με τη σύμβαση ασφάλισης, σε κάθε εν ενεργεία βουλευτή έως το τέλος της έκτης κοινοβουλευτικής περιόδου, με την προϋπόθεση ότι έχουν πληρωθεί ασφάλιστρα επί δύο τουλάχιστον έτη.

Άρθρο 80

Υποστήριξη για τέκνα με σοβαρή αναπηρία

Οι παροχές που χορηγούνται βάσει του άρθρου 21β των ρυθμίσεων ΕΑΒ εξακολουθούν να καταβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου αυτού στους βουλευτές στους οποίους χορηγήθηκαν και οι οποίοι επανεκλέγονται το 2009.

Άρθρο 81

Βουλευτές που εμπίπτουν στο άρθρο 25 ή στο άρθρο 29 του καθεστώτος

1.   Στην περίπτωση των επανεκλεγέντων το 2009 βουλευτών οι οποίοι άσκησαν το δικαίωμα επιλογής που τους παρέχει το άρθρο 25 του καθεστώτος, η αποζημίωση, η μεταβατική αποζημίωση, η σύνταξη αρχαιότητας, η σύνταξη αναπηρίας και η σύνταξη επιζώντων για την περίοδο μετά την έναρξη ισχύος του καθεστώτος καταβάλλονται μόνο βάσει των όρων που προβλέπει η εθνική νομοθεσία τους και με αποκλειστική επιβάρυνση του προϋπολογισμού του σχετικού κράτους μέλους.

Εξάλλου, οι βουλευτές κατά το πρώτο εδάφιο μπορούν να ζητήσουν από το Κοινοβούλιο την καταβολή της μεταβατικής αποζημίωσης για την περίοδο εντολής που προηγείται της έναρξης ισχύος του καθεστώτος, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπει το παράρτημα V των ρυθμίσεων ΕΑΒ.

2.   Η διευθέτηση αυτή εφαρμόζεται επίσης στους βουλευτές για τους οποίους το κράτος μέλος εκλογής ενέκρινε ρυθμίσεις παρέκκλισης σύμφωνα με το άρθρο 29 του καθεστώτος.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7 παράγραφος 2, στην περίπτωση των βουλευτών για τους οποίους το κράτος μέλος εκλογής ενέκρινε ρυθμίσεις παρέκκλισης σύμφωνα με το άρθρο 29 του καθεστώτος, ή οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 25 του καθεστώτος, επέλεξαν το εθνικό καθεστώς, το ένα τρίτο των ασφαλίστρων το οποίο βαρύνει τους βουλευτές καταβάλλεται απευθείας και ατομικά από ένα προσωπικό λογαριασμό.

4.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 1, οι πρώην βουλευτές που λαμβάνουν σύνταξη στο πλαίσιο του εθνικού καθεστώτος, κατ' εφαρμογή του άρθρου 25 ή του άρθρου 29 του καθεστώτος, έχουν δικαίωμα στην επιστροφή των 2/3 των εξόδων ασθενείας, των εξόδων που συνδέονται με την εγκυμοσύνη ή των εξόδων που συνδέονται με τη γέννηση τέκνου, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα παρόντα μέτρα εφαρμογής, εφόσον δεν θα διέθεταν πρωτογενή κάλυψη κατά των κινδύνων ασθενείας.


(1)  Απόφαση 2005/684/ΕΚ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την έγκριση του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΕ L 262 της 7.10.2005, σ. 1).

(2)  Έγγραφο PE 113.116/ΠΡΟΕΔΡ./αναθ. XXV/01-2009.

(3)  Κοινή ρύθμιση σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ασθενείας των μονίμων υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που θεσπίστηκε απ' όλα τα θεσμικά όργανα των οποίων η κοινή συμφωνία διαπιστώθηκε από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 24 Δεκεμβρίου 2005.

(4)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1981 στην υπόθεση 208/80, Bruce of Donington/Eric Gordon Aspden, Συλλογή 1981, σ. 2205.

(5)  Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Απριλίου 2008 που περιέχει τις παρατηρήσεις που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της απόφασης σχετικά με την απαλλαγή για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2006, τμήμα Ι - Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο [κείμενα που εγκρίθηκαν την ημερομηνία αυτή (EE L 88 της 31.3.2009, σ. 3)].

(6)  ΕΕ L 278 της 8.10.1976, σ. 5.

(7)  Κοινή ρύθμιση σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ασθενείας των μονίμων υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που θεσπίστηκε απ' όλα τα θεσμικά όργανα (των οποίων η κοινή συμφωνία διαπιστώθηκε από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την 24η Δεκεμβρίου 2005) και που προβλέπεται στο άρθρο 72 του από 29 Φεβρουαρίου 1968 κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1).

(8)  Απόφαση της Επιτροπής της 2ας Ιουλίου 2007 περί καθορισμού των γενικών διατάξεων εκτέλεσης σχετικά με την επιστροφή των ιατρικών εξόδων.

(9)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(10)  Κοινή ρύθμιση σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου των μονίμων υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που θεσπίστηκε απ' όλα τα θεσμικά όργανα των οποίων η κοινή συμφωνία διαπιστώθηκε από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την 1η Δεκεμβρίου 2005.

(11)  Εφόσον αποδειχθεί ότι ένας εντολοδόχος πληρωμών που έχει επιλεγεί από τον βουλευτή στο πλαίσιο της παραγράφου 3 στοιχείο α) ή στοιχείο γ), μπορεί να διαχειρίζεται μόνο συμβάσεις εργασίας, ο βουλευτής μπορεί, σε περίπτωση ανάγκης, να ζητήσει να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες του εντολοδόχου πληρωμών που προβλέπει η παράγραφος 3 στοιχείο β) για τις συμβάσεις του παροχής υπηρεσιών.

(12)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 1.

(14)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 8.