15.9.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 242/21


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Φεβρουαρίου 2009

όσον αφορά την κρατική ενίσχυση C 55/07 (πρώην NN 63/07, CP 106/06) που χορηγήθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και τη Βόρειο Ιρλανδία — Δημόσια εγγύηση προς την ΒΤ

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 685]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2009/703/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το πρώτο εδάφιο του άρθρου 88 παράγραφος 2,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα (1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η περίπτωση αυτή αφορά κρατική ενίσχυση που χορήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (στο εξής «το Ηνωμένο Βασίλειο») υπέρ της ΒΤ plc (στο εξής «ΒΤ» εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά). Η ΒΤ είναι δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης καταχωρημένη στην Αγγλία και την Ουαλία. Η British Telecommunications plc είναι θυγατρική υπό την πλήρη ιδιοκτησία του ομίλου BT Group plc και περιλαμβάνει ουσιαστικά όλες τις επιχειρήσεις και τα στοιχεία ενεργητικού του ομίλου BT. Η εταιρεία που διαδέχθηκε τη δημόσια επιχείρηση British Telecommunications, καταχωρήθηκε στην Αγγλία και στην Ουαλία ως δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης υπό την πλήρη ιδιοκτησία της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου ως αποτέλεσμα του νόμου περί τηλεπικοινωνιών του 1984. Μεταξύ Νοεμβρίου 1984 και Ιουλίου 1993, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου πώλησε όλες τις μετοχές της στην British Telecommunications plc με τρεις δημόσιες προσφορές.

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ

(2)

Στις 26 Απριλίου 2006, ένας από τους ανταγωνιστές της BT, που ζήτησε να παραμείνει ανώνυμος, υπέβαλε καταγγελία όσον αφορά εγγύηση που χορήγησε το Δημόσιο («δημόσια εγγύηση») στην ΒΤ. Με ηλεκτρονικά μηνύματα της 24ης Μαΐου 2006 και 22ας Ιουνίου 2006, ο εν λόγω ανταγωνιστής παρείχε πρόσθετες πληροφορίες στην Επιτροπή.

(3)

Στις 18 Μαΐου 2006, η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, που απάντησαν με επιστολή της 18ης Ιουλίου 2006.

(4)

Στις 21 Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες. Μετά από παράταση της προθεσμίας, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου απάντησαν με επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2007.

(5)

Στις 26 Μαρτίου 2007, κατόπιν αιτήματος των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, πραγματοποιήθηκε συνάντηση με τους δικηγόρους που εκπροσωπούν τους διαχειριστές του συνταξιοδοτικού καθεστώτος της BT (το «BTPS»). Πρόσθετες πληροφορίες υποβλήθηκαν με ηλεκτρονικά μηνύματα της 10ης Μαΐου 2007.

(6)

Στις 10 Μαΐου 2007, η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου. Μετά από παράταση της προθεσμίας και συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 11 Ιουνίου 2007, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου απάντησαν με επιστολή της 19ης Ιουνίου 2007.

(7)

Με επιστολή της 3ης Αυγούστου 2007, η Επιτροπή ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες. Μετά από παράταση της προθεσμίας, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου απάντησαν με επιστολή της 3ης Οκτωβρίου 2007.

(8)

Στις 28 Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε και κοινοποίησε στο Ηνωμένο Βασίλειο απόφαση που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η δημόσια εγγύηση, όσον αφορά τις υποχρεώσεις της ΒΤ σε περίπτωση αφερεγγυότητας, δεν συνιστούσε κρατική εγγύηση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, και ταυτόχρονα κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας όσον αφορά συγκεκριμένα μέτρα που συνδέονται με τη δημόσια εγγύηση προς το ΒΤΡS.

(9)

Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 30ής Ιανουαρίου 2008, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου απέστειλαν τις παρατηρήσεις τους σε σχέση με την εν λόγω απόφαση.

(10)

Μετά τη δημοσίευση της απόφασης στις 28 Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τους ακόλουθους ενδιαφερόμενους: την UK Competitive Telecommunications Association («UKCTA»), επαγγελματική ένωση που εκπροσωπεί φορείς τηλεπικοινωνιών και ανταγωνιστές της BT, τον αρχικό ανώνυμο καταγγέλλοντα, την BT και το BTPS. Οι παρατηρήσεις τους απεστάλησαν στις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στις 25 Μαρτίου 2008.

(11)

Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 25ης Απριλίου 2008, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ζήτησαν άδεια να υποβάλουν τις παρατηρήσεις των τρίτων ενδιαφερομένων στην ΒΤ. Αφού η Επιτροπή διαβουλεύτηκε με τους ενδιαφερόμενους και έλαβε την έγκρισή τους, επέτρεψε να κοινοποιηθούν στην ΒΤ τα σχετικά έγγραφα στη μη εμπιστευτική μορφή τους.

(12)

Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 30ής Μαΐου 2008, η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις παρατηρήσεις των τρίτων ενδιαφερομένων. Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 3ης Ιουνίου 2008, η Επιτροπή έλαβε σχόλια της ΒΤ σχετικά με τις παρατηρήσεις των τρίτων ενδιαφερομένων

(13)

Στις 22 Ιουλίου 2008, η Επιτροπή πραγματοποίησε συνάντηση με τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, που στη συνέχεια απέστειλαν νέες διευκρινίσεις με ηλεκτρονικό μήνυμα της 19ης Σεπτεμβρίου 2008.

(14)

Κατόπιν αιτήματός τους, οι δικηγόροι των BT και BTPS συναντήθηκαν με την Επιτροπή στις 6 Αυγούστου και στις 28 Οκτωβρίου 2008.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

(15)

Τα εξεταζόμενα μέτρα αφορούν τις διατάξεις, βάσει των οποίων η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εγγυάται την πληρωμή ορισμένων υποχρεώσεων, ιδίως συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων, της ΒΤ σύμφωνα με τη δημόσια εγγύηση, και απαλλάσσει την ΒΤ από υποχρεώσεις οι οποίες θεσπίζονται στο νομικό πλαίσιο που ισχύει για τα συνταξιοδοτικά καθεστώτα στο Ηνωμένο Βασίλειο.

2.1.   Η δημόσια εγγύηση

(16)

Δυνάμει του νόμου περί τηλεπικοινωνιών του 1981, η παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών που προηγουμένως αποτελούσε μέρος των Ταχυδρομείων, μεταφέρθηκε σε δημόσια επιχείρηση, την British Telecommunications. Ο νόμος περί τηλεπικοινωνιών του 1984 προέβλεπε την ιδιωτικοποίηση της British Telecommunications.

(17)

Βάσει του τμήματος 60 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών του 1984, τα στοιχεία του ενεργητικού, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της δημόσιας επιχείρησης μεταβιβάστηκαν στην ιδιωτικοποιημένη εταιρεία που την διαδέχθηκε, δηλαδή την British Telecommunications plc. Στη μεταβίβαση συμπεριλαμβάνονταν και οι υποχρεώσεις της δημόσιας επιχείρησης έναντι του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των εργαζομένων της, που την εποχή εκείνη παρουσίαζε έλλειμμα 626 εκατ. GBP βάσει της ασφαλιστικής αποτίμησης του καθεστώτος η οποία πραγματοποιήθηκε το 1983.

(18)

Το τμήμα 68 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών του 1984 θεσπίζει τη δημόσια εγγύηση:

«(1)

Το παρόν τμήμα ισχύει όταν

α)

έχει εκδοθεί ψήφισμα σύμφωνα με το [νόμο περί αφερεγγυότητας του 1986, για την εθελοντική εκκαθάριση της διαδόχου εταιρείας, με σκοπό διαφορετικό από την αναδιάρθρωση ή τη συγχώνευση με άλλη εταιρεία· ή

β)

δεν έχει εκδοθεί εκ των προτέρων ψήφισμα, αλλά δικαστική εντολή για την εκκαθάριση της διαδόχου εταιρείας βάσει του εν λόγω νόμου.

(2)

Μόλις αρχίσει η εκκαθάριση, ο αρμόδιος υπουργός καθίσταται υπεύθυνος για την εξόφληση κάθε υπόλοιπης υποχρέωσης της διαδόχου εταιρείας που αυτή φέρει δυνάμει του τμήματος 60 ανωτέρω.

(…)

(4)

Ο αρμόδιος υπουργός, για κάθε πληρωμή υπέρ φυσικού προσώπου που πραγματοποιεί σε εξόφληση υποχρέωσης που επιβάλλεται από το παρόν τμήμα, καθίσταται πιστωτής της διαδόχου εταιρείας στο ύψος του καταβληθέντος ποσού, η δε απαίτησή του θεωρείται για τους σκοπούς της εκκαθάρισης ως απαίτηση σε σχέση με την αρχική υποχρέωση».

(19)

Η δημόσια εγγύηση κάλυπτε όλες τις εκκρεμούσες υποχρεώσεις της επιχείρησης που μεταβιβάστηκαν στην ΒΤ το 1984. Μολονότι οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δηλώνουν ότι, με εξαίρεση τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις, δεν διαθέτουν πλήρη στοιχεία για το συνολικό ποσό των υποχρεώσεων που κάλυπτε η δημόσια εγγύηση, παρατηρούν ότι τα δημοσιονομικά δελτία της British Telecom παρέχουν κάποιες πληροφορίες για την κατάσταση στις 31 Μαρτίου 1984:

οι βραχυπρόθεσμες οφειλές που έληγαν εντός ενός έτους ανέρχονταν σε 1,909 δισ. GBP. Οι εν λόγω οφειλές περιελάμβαναν βραχυπρόθεσμα δάνεια, εμπορικούς πιστωτές, φόρο προστιθέμενης αξίας, φόρους μισθωτών υπηρεσιών, άλλους πιστωτές, μελλοντικές οφειλές και προεισπραχθέντα έσοδα,

οι μακροπρόθεσμες οφειλές ανέρχονταν σε 458 εκατ. GBP σε εξωτερικά δάνεια, που επιστράφηκαν δέκα χρόνια αργότερα.

(20)

Ο νόμος περί επικοινωνιών του 2003 κατήργησε το τμήμα 60 και τροποποίησε το τμήμα 68(2) του νόμου περί τηλεπικοινωνιών του 1984, το οποίο ορίζει τώρα ότι «Μόλις αρχίσει η εκκαθάριση, ο αρμόδιος υπουργός καθίσταται υπεύθυνος για την εξόφληση κάθε υπόλοιπης υποχρέωσης της διαδόχου εταιρείας όσον αφορά την πληρωμή συντάξεων που αυτή φέρει δυνάμει του τμήματος 60 ανωτέρω.» (η υπογράμμιση έχει προστεθεί).

(21)

Η δημόσια εγγύηση απαιτεί από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να απαλλάξει τη δημόσια επιχείρηση από κάθε υποχρέωση για συνταξιοδοτικές πληρωμές που μεταβιβάστηκαν στην ΒΤ όσον αφορά εργαζόμενους που ήταν μέλη του συνταξιοδοτικού καθεστώτος πριν την 6η Αυγούστου 1984, εφόσον η ΒΤ καταστεί αφερέγγυα και τεθεί υπό εκκαθάριση, και μόνο εφόσον η υποχρέωση εκκρεμεί εν μέρει ή πλήρως στην αρχή της εκκαθάρισης. Αυτό προϋποθέτει ότι τα στοιχεία του ενεργητικού του συνταξιοδοτικού καθεστώτος της ΒΤ δεν επαρκούν για να καλύψουν τις υποχρεώσεις της όσον αφορά δικαιώματα των εν λόγω εργαζομένων της. Μολονότι ο νόμος του 1984 δεν είναι σαφής στο σημείο αυτό, οι αρχές ου Ηνωμένου Βασιλείου είναι της άποψης ότι η δημόσια εγγύηση μπορεί να καλύψει όχι μόνο τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν από τους εν λόγω εργαζομένους πριν την ιδιωτικοποίηση, αλλά και αυτά που αποκτήθηκαν στη συνέχεια.

(22)

Πριν την ιδιωτικοποίηση και δεδομένου του καθεστώτος της ως δημόσιας επιχείρησης, η ΒΤ δεν ήταν δυνατό να τεθεί υπό εκκαθάριση παρά μόνο με νόμο της Βουλής. Όσον αφορά τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις, η δημόσια εγγύηση θεσπίσθηκε θεωρητικά για να κατασιγάσει τις ανησυχίες των εργαζομένων της δημόσιας επιχείρησης, που θα έπαυαν να χαίρουν της κρατικής προστασίας για τις συντάξεις τους. Οι ανησυχίες τους αφορούσαν ιδιαίτερα το τι θα συνέβαινε εάν η ιδιωτικοποιημένη διάδοχος εταιρεία καθίστατο αφερέγγυα και το συνταξιοδοτικό καθεστώς ελλειμματικό. Σύμφωνα με τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, η δημόσια εγγύηση που εκδόθηκε το 1984 ανταποκρινόταν στις εν λόγω ανησυχίες, οι οποίες είχαν οξυνθεί λόγω του ελλείμματος που αποκαλύφθηκε το 1983 από την ασφαλιστική αποτίμηση του καθεστώτος.

(23)

Σύμφωνα με τις εξηγήσεις των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, σε περίπτωση αφερεγγυότητας της BT, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θα αναλάμβανε αμέσως —με την έναρξη της εκκαθάρισης— κάθε εκκρεμούσα υποχρέωση της ΒΤ σε σχέση με το συνταξιοδοτικό καθεστώς του προσωπικού που μεταβιβάστηκε στην ΒΤ με την ιδιωτικοποίηση. Ο αρμόδιος υπουργός θα κατέβαλε στο BTPS το ποσό για τις εν λόγω εκκρεμούσες υποχρεώσεις, για το οποίο και θα καθίστατο ανέγγυος πιστωτής της ΒΤ. Το BTPS θα καθίστατο επίσης ανέγγυος πιστωτής της αφερέγγυας ΒΤ για υποχρεώσεις έναντι του προσωπικού που δεν κάλυπτε η δημόσια εγγύηση, δεδομένου ότι ο νόμος δεν παρέχει ειδικά προνόμια στους διαχειριστές συνταξιοδοτικών καθεστώτων.

(24)

Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δήλωσαν ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν την αξία των υποχρεώσεων που θα κάλυπτε η εγγύηση. Πράγματι, οι εκκρεμούσες υποχρεώσεις εξαρτώντο από τον αριθμό των μελών που έπρεπε να καλυφθούν, από τα στοιχεία του ενεργητικού του συνταξιοδοτικού καθεστώτος της και από το εάν και πότε η ΒΤ θα καθίστατο αφερέγγυα και θα ετίθετο υπό εκκαθάριση.

2.2.   Συνταξιοδοτικό καθεστώς της ΒΤ

(25)

Μέχρι το 1969, οι εργαζόμενοι των Ταχυδρομείων ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Το ίδιο έτος, μεταφέρθηκαν στη δημόσια επιχείρηση Ταχυδρομείων με αποτέλεσμα να πάψουν να αποτελούν μέλη της δημόσιας διοίκησης. Τα Ταχυδρομεία ανέλαβαν τη γενική ευθύνη για την πληρωμή των συντάξεων του προσωπικού με τη δημιουργία του καθεστώτος Post Office Staff Superannuation Scheme («POSSS»).

(26)

Το 1983, δημιουργήθηκε το καθεστώς British Telecommunications Staff Superannuation Scheme («BTSSS»), οι όροι του οποίου βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό σε αυτούς του POSSS. Στις 31 Μαρτίου 1986, η BT δημιούργησε ένα δεύτερο συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους νέους εργαζομένους με τίτλο British Telecommunications plc. New Pension Scheme («BTNPS»). Το BTSSS έπαψε να δέχεται νέα μέλη από την ημερομηνία αυτή. Το 1993 τα δύο αυτά καθεστώτα συγχωνεύθηκαν και μετονομάστηκαν σε BT Pension Scheme («BTPS»).

(27)

Ο στόχος του BTPS είναι να εξασφαλισθεί ότι σε μακροπρόθεσμη βάση το καθεστώς θα διαθέτει πάντα επαρκή κεφάλαια ώστε να καλύπτει το κόστος των οφειλόμενων συνταξιοδοτικών παροχών. Βάσει των κανόνων του BTPS, η BT πρέπει να καταβάλλει κανονικές εργοδοτικές εισφορές στο καθεστώς, που καθορίζονται από τον αναλογιστή του, ώστε να καλυφθούν οι παροχές, τα έξοδα και οι δαπάνες του καθεστώτος. Το οικονομικό έτος 2006/2007, οι κανονικές εργοδοτικές εισφορές της ΒΤ ανήλθαν σε 395 εκατ. GBP. Ο αναλογιστής του καθεστώτος έπρεπε επίσης να προβεί σε ασφαλιστική αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και των υποχρεώσεων (συγκεκριμένα των μελλοντικών συνταξιοδοτικών παροχών και άλλων εξόδων και δαπανών) του καθεστώτος σε χρονικά διαστήματα που δεν υπερβαίνουν τα τρία έτη και να υποβάλει σχετική έκθεση στους διαχειριστές του BTPS και της ΒΤ. Η ΒΤ πρέπει επίσης να καταβάλλει πρόσθετες εισφορές για την κάλυψη κάθε ενδεχόμενου ελλείμματος μεταξύ των στοιχείων του ενεργητικού και των υποχρεώσεων του καθεστώτος, που αναφέρονται στην ασφαλιστική αποτίμηση, βάσει σχεδίου ανάκαμψης για την αποκατάσταση της πλήρους κάλυψης του BTPS […] (2).

(28)

Για παράδειγμα, η τριετής αποτίμηση του BTPS στις 31 Δεκεμβρίου 2002 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε κεφαλαιακό έλλειμμα που η BT συμφώνησε να αποκαταστήσει καταβάλλοντας 232 εκατ. GBP ετησίως επί μία δεκαπενταετία, συν τις κανονικές εργοδοτικές εισφορές της. Τα αποτελέσματα της πλέον πρόσφατης αποτίμησης ανακοινώθηκαν το Δεκέμβριο του 2006 και αποκάλυψαν δεδουλευμένες υποχρεώσεις ύψους 37,8 δισ. GBP και στοιχεία του ενεργητικού 34,4 δισ. GBP (έλλειμμα 3,4 δισ. GBP). Σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης, το οποίο χρηματοδοτείται πλήρως από την ΒΤ, το καθεστώς θα ανταποκρίνεται πλήρως στις κεφαλαιακές απαιτήσεις μέχρι το 2015. Η BT συμφώνησε να καταβάλλει 280 εκατ. GBP ετησίως επί μία δεκαετία, ποσό, που σε συνδυασμό με τα έσοδα από επενδύσεις, αναμένεται να καλύψει πλήρως το έλλειμμα. Εάν η επόμενη ασφαλιστική αποτίμηση αποκαλύψει ότι το καθεστώς δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις κεφαλαιακές απαιτήσεις, θα καταρτισθεί νέο σχέδιο ανάκαμψης και θα συμφωνηθούν νέες πρόσθετες εισφορές.

2.3.   Κύριες εξελίξεις της νομοθεσίας για τις συντάξεις στο Ηνωμένου Βασιλείου μετά το 1984

(29)

Η νομοθεσία για τις συντάξεις στο Ηνωμένου Βασιλείου έχει αλλάξει επανειλημμένα μετά το 1984. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, οι νόμοι περί συντάξεων του 1995 και του 1994 τροποποίησαν ουσιαστικά το γενικό ρυθμιστικό πλαίσιο για τις συντάξεις.

2.3.1.   Ο νόμος περί συντάξεων του 1995: ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις

(30)

Το τμήμα 56 του νόμου περί συντάξεων του 1995 θεσπίζει ως ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση ότι η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του καθεστώτος δεν πρέπει να είναι μικρότερη από το ποσό των υποχρεώσεων του καθεστώτος. Ωστόσο, οι κανονισμοί για τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα του 1996 (ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση και ασφαλιστικές αποτιμήσεις) ορίζουν ότι:

«Το τμήμα 56 (ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση) δεν ισχύει για […] επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα για τα οποία έχει εκδοθεί δημόσια εγγύηση ή έχουν θεσπισθεί άλλες ρυθμίσεις με σκοπό να διασφαλισθεί ότι τα στοιχεία ενεργητικού του συνταξιοδοτικού καθεστώτος επαρκούν για να καλύψουν τις υποχρεώσεις του. […] Όταν έχει εκδοθεί ανάλογη εγγύηση για μέρος μόνο του καθεστώτος, ισχύουν τα τμήματα 56 έως 60 και οι εν λόγω κανονισμοί, όπως εάν αυτό και το άλλο μέρος του καθεστώτος αποτελούσαν δύο ξεχωριστά καθεστώτα» (η υπογράμμιση έχει προστεθεί).

(31)

Επιπλέον, το τμήμα 75 του νόμου περί συντάξεων του 1995 ορίζει ότι εάν όταν ένα καθεστώς κηρύσσεται αφερέγγυο η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του είναι χαμηλότερη από το ποσό των υποχρεώσεών του, ποσό ίσο με τη διαφορά θα θεωρηθεί ως χρέος οφειλόμενο από τον εργοδότη προς τους διαχειριστές του καθεστώτος. Ωστόσο, οι κανονισμοί για τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα του 1996 (έλλειμμα κατά την εκκαθάριση) ορίζουν ότι:

«Το τμήμα 75 δεν ισχύει για […] επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα για τα οποία έχει εκδοθεί δημόσια εγγύηση ή έχουν θεσπισθεί άλλες ρυθμίσεις με σκοπό να διασφαλισθεί ότι τα στοιχεία ενεργητικού του συνταξιοδοτικού καθεστώτος επαρκούν για να καλύψουν τις υποχρεώσεις του» (η υπογράμμιση έχει προστεθεί).

2.3.2.   Ο νόμος περί συντάξεων του 2004: Ταμείο προστασίας των συντάξεων και στόχοι υποχρεωτικής χρηματοδότησης

(32)

Το μέρος 2 του νόμου περί συντάξεων του 2004 θέσπισε το ταμείο προστασίας των συντάξεων μετά την άσκηση έντονης πολιτικής πίεσης και αφού χιλιάδες εργαζόμενοι έχασαν μεγάλα ποσά των συνταξιοδοτικών παροχών τους λόγω πτώχευσης της χορηγού εταιρείας. Το ταμείο προστασίας των συντάξεων δημιουργήθηκε τον Απρίλιο του 2005. Σκοπός του είναι να καταβάλλει αποζημιώσεις στα μέλη επιλέξιμων συνταξιοδοτικών καθεστώτων των οποίων οι χρηματοδότες εργοδότες έχουν καταστεί αφερέγγυοι με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν στο καθεστώς επαρκή στοιχεία του ενεργητικού που να εξασφαλίζουν στα μέλη τους προστασία ισοδύναμη με το οφειλόμενο επίπεδο αποζημίωσης εκ μέρους του ταμείου προστασίας.

(33)

Το ταμείο προστασίας των συντάξεων χρηματοδοτείται εν μέρει από τα στοιχεία του ενεργητικού που έχουν μεταβιβαστεί από καθεστώτα των οποίων έχει αναλάβει την ευθύνη και εν μέρει από ετήσια εισφορά που επιβάλλεται στα επιλέξιμα συνταξιοδοτικά καθεστώτα. Η εν λόγω εισφορά περιλαμβάνει μια διοικητική εισφορά και μια εισφορά κινδύνου που ενσωματώνει δύο στοιχεία: ένα στοιχείο που βασίζεται στον κίνδυνο κεφαλαιακής ανεπάρκειας του καθεστώτος και αφερεγγυότητας του εργοδότη (80 % της εισφοράς), και ένα στοιχείο που βασίζεται στο καθεστώτος και διαμορφώνεται ανάλογα με το μέγεθος των υποχρεώσεών του (20 % της εισφοράς). Η αρχική εισφορά για το 2005/2006 καθορίστηκε χωρίς να ληφθεί υπόψη το στοιχείο που βασίζεται στον κίνδυνο.

(34)

Οι κανονισμοί του 2005 για το ταμείο προστασίας των συντάξεων (κανόνες εισόδου) προσδιορίζουν ότι καθεστώτα για τα οποία η αρμόδια δημόσια αρχή έχει χορηγήσει εγγύηση ή έχει προβεί σε άλλους διακανονισμούς με σκοπό να εξασφαλίσει την επάρκεια των στοιχείων του ενεργητικού τους για την κάλυψη των υποχρεώσεών τους εξαιρούνται από το ταμείο προστασίας των συντάξεων. Όταν η κρατική εγγύηση αφορά μέρος του καθεστώτος, τα εγγυημένα και τα μη εγγυημένα τμήματα του καθεστώτος πρέπει να θεωρούνται ξεχωριστά καθεστώτα.

(35)

Τέλος, το μέρος 3 του νόμου περί συντάξεων του 2004 εισήγαγε νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τα καθεστώτα («Στόχοι υποχρεωτικής χρηματοδότησης») που αντικατέστησαν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις του 1995. Το μέρος 222 του νόμου ορίζει ότι τα καθεστώτα απαιτείται να διαθέτουν επαρκή και κατάλληλα στοιχεία ενεργητικού για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών τους. Οι κανονισμοί για τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα (Χρηματοδότηση καθεστώτων) του 2005 εξαιρούν από την απαίτηση αυτή τα καθεστώτα που καλύπτονται από εγγύηση δημόσιας αρχής. Και στην περίπτωση αυτή, όταν η κρατική εγγύηση αφορά μέρος του καθεστώτος, τα εγγυημένα και τα μη εγγυημένα τμήματα του καθεστώτος πρέπει να θεωρούνται ξεχωριστά καθεστώτα.

3.   ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(36)

Στην απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2007 όσον αφορά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή εξέθεσε την προσωρινή εκτίμησή της και τις αμφιβολίες της για το συμβιβάσιμο των εξεταζόμενων μέτρων με την κοινή αγορά. Τα εξεταζόμενα μέτρα ήταν τα εξής:

Η δημόσια εγγύηση υπέρ της ΒΤ όσον αφορά τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις της για το 1984.

Η εξαίρεση του BTPS από την εφαρμογή των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που εισήγαγαν οι νόμοι περί συντάξεων του 1995 και του 2004 όσον αφορά τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις του BTPS που καλύπτονται από τη δημόσια εγγύηση.

Η εξαίρεση του BTPS βάσει των κανονισμών του 2005 για το ταμείο προστασίας των συντάξεων (κανόνες εισόδου) από την απαίτηση που επιβάλλεται στο μέρος 2 του νόμου περί συντάξεων του 2004, όσον αφορά την καταβολή στο ταμείο προστασίας των συντάξεων ετήσιας εισφοράς που αντιστοιχεί στις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη δημόσια εγγύηση.

(37)

Στην απόφαση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι η δημόσια εγγύηση, όσον αφορά τις υποχρεώσεις της ΒΤ σε περίπτωση που αυτή καταστεί αφερέγγυα μετά από εκκαθάριση είναι προς όφελος μόνο των εργαζομένων και ως εκ τούτου δεν συνιστά πλεονέκτημα υπέρ της ΒΤ, δεδομένου ότι δεν επηρεάζει την πιστοληπτική ικανότητα, τις επενδύσεις ή την πολιτική απασχόλησης της ΒΤ. Η Επιτροπή, ως εκ τούτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δημόσια εγγύηση, όσον αφορά τις υποχρεώσεις της ΒΤ σε περίπτωση αφερεγγυότητας, δεν παρείχε κανένα ιδιαίτερο, πρόσθετο πλεονέκτημα στην ΒΤ, το οποίο να είναι ανεξάρτητο των αλλαγών στο νομικό πλαίσιο του 1995 και του 2004, και κατά συνέπεια δεν συνιστούσε κρατική εγγύηση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ (3).

(38)

Ωστόσο, η Επιτροπή κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα όσον αφορά το νομικό πλαίσιο για τα συνταξιοδοτικά καθεστώτα που εισήχθηκε το 1995 και το 2004 σε σχέση με τη δημόσια εγγύηση. Αφού εξέφρασε τις προκαταρκτικές αμφιβολίες της σχετικά με το συμβατό ενδεχόμενων κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά, η Επιτροπή κάλεσε το Ηνωμένο Βασίλειο να υποβάλει, συγκεκριμένα, τις ακόλουθες πληροφορίες:

σαφή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το BTPS δεν επωφελήθηκε της εξαίρεσης από την εφαρμογή των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που προβλέπονται στους νόμους περί συντάξεων του 1995 και 2004, και τους λόγους της απόφασης αυτής. Σε σχέση με αυτό, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το BTPS συνέχιζε να έχει το 2006 έλλειμμα της τάξης των 3,4 δισ. GBP, παρά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του νόμου περί συντάξεων του 1995 ότι τα στοιχεία ενεργητικού του συνταξιοδοτικού καθεστώτος πρέπει να καλύπτουν τις υποχρεώσεις του,

στοιχεία που να εξηγούν πλήρως για ποιο λόγο η εξαίρεση από την υποχρέωση εισφοράς στο ταμείο προστασίας των συντάξεων δεν συνιστά κρατική εγγύηση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ,

στοιχεία που να εξηγούν πλήρως για ποιο λόγο τα μέτρα αυτά, σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει ότι συνιστούν κρατική ενίσχυση, θα πρέπει να θεωρηθούν συμβατά με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, και ιδίως το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

4.1.   Θέση των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου

(39)

Οι παρατηρήσεις των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου αφορούν τα θέματα που θίγονται στην απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2007 όσον αφορά την ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση και την εξαίρεση από την καταβολή εισφορών στο ταμείο προστασίας των συντάξεων.

4.1.1.   Ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση

(40)

Το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ότι η ΒΤ και το BTPS δεν επωφελήθηκαν της εξαίρεσης από την εφαρμογή των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων.

(41)

Η ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση που προβλέπεται στο τμήμα 75 του νόμου περί συντάξεων του 1995 το οποίο ίσχυε μέχρι το 2004, ήταν ότι η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του καθεστώτος δεν έπρεπε να είναι χαμηλότερη από το ποσό των υποχρεώσεών του. Το Ηνωμένο Βασίλειο τόνισε ότι η βάση για τους υπολογισμούς των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων σύμφωνα με το τμήμα 56 παράγραφος 3 του νόμου περί συντάξεων του 1995 διέφερε από αυτή που χρησιμοποιείται γενικά από τα συνταξιοδοτικά καθεστώτα για τις κανονικές τρέχουσες αποτιμήσεις τους. Ως αποτέλεσμα, η διαφορετική μεθοδολογία οδήγησε σε διαφορετικές τιμές για τις υποχρεώσεις.

(42)

Οι διαφορές μεταξύ των αποτιμήσεων βάσει της μεθοδολογίας της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης («ΕΚΑ») και των τρεχουσών αποτιμήσεων του BTPS παρατίθενται στον πίνακα κατωτέρω:

Ημερομηνία αποτίμησης

Στοιχεία του ενεργητικού

Υποχρεώσεις

(βάση ΕΚΑ)

Αναλογία στοιχεία του ενεργητικού / υποχρεώσεις

(βάση ΕΚΑ)

Υποχρεώσεις

(τρέχουσα βάση)

Αναλογία στοιχεία του ενεργητικού / υποχρεώσεις

(τρέχουσα βάση)

31.12.2002

22,8 δισ. GBP

22,5 δισ. GBP

101,1 %

24,9 δισ. GBP

91,6 %

31.12.1999

29,9 δισ. GBP

26,5 δισ. GBP

112,7 %

30,9 δισ. GBP

96,8 %

(43)

Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι στην περίπτωση των δύο αποτιμήσεων του BTPS που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο ισχύος της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης, και συγκεκριμένα των αποτιμήσεων του 1999 και του 2002, η χρηματοδοτική ικανότητά του υπολογιζόμενη βάσει της μεθοδολογίας της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης υπερέβαινε το 100 %, μολονότι η τρέχουσα εκτίμηση βάσει διαφορετικής μεθοδολογίας παρουσίαζε έλλειμμα. Από την άποψη αυτή, το Ηνωμένο Βασίλειο τονίζει ότι η ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση δεν υποχρέωνε το συνταξιοδοτικά καθεστώτα να διαθέτουν στοιχεία του ενεργητικού ανώτερα των υποχρεώσεών τους υπολογιζόμενων στο πλαίσιο των τρεχουσών αποτιμήσεων τους. Επιπλέον, ακόμη και ένα έλλειμμα βάσει της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης δεν έπρεπε αναγκαστικά να διορθωθεί αμέσως, αλλά εντός προβλεπόμενης περιόδου δέκα ετών κατά ανώτατο όριο θα έπρεπε να επιτευχθεί αναλογία στοιχεία ενεργητικού/υποχρεώσεις 100 %.

(44)

Ο νόμος περί συντάξεων του 2004 αντικατέστησε την ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση του 1995 με νέο καθεστώς για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, που υποχρεώνει τους διαχειριστές συνταξιοδοτικών καθεστώτων να καταρτίζουν σε συμφωνία με τη χορηγό εταιρεία σχέδιο αποκατάστασης του ενδεχόμενου κεφαλαιακού ελλείμματος. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου τόνισαν ότι βάσει των κανονισμών για τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα, μόνο τα συνταξιοδοτικά καθεστώτα που καλύπτονται από δημόσια εγγύηση και έχουν συσταθεί με νομοθετική πράξη (με νόμο) μπορούν να εξαιρεθούν της εφαρμογής της κεφαλαιακής απαίτησης. Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το BTPS δεν δημιουργήθηκε με νομοθετική πράξη.

(45)

Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου τόνισαν περαιτέρω ότι το BTPS σεβάστηκε απόλυτα την εν λόγω υποχρεωτική κεφαλαιακή απαίτηση, όπως προκύπτει από τις καταστάσεις που συνέταξαν οι διαχειριστές του BTPS, στις οποίες φαίνεται ότι η κεφαλαιακή απαίτηση του 2004 τηρήθηκε πλήρως όσον αφορά το σχέδιο ανάκαμψης που συνδέεται με την αποτίμηση του 2005. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφεραν επίσης ότι η αρμόδια ρυθμιστική αρχή βεβαιώθηκε ότι η εγγύηση δεν χρησιμοποιήθηκε για να παραταθεί η περίοδος ανάκαμψης ούτε για να τροποποιηθούν οι κύριες υποθέσεις που λαμβάνονται υπόψη στην ασφαλιστική αποτίμηση ή στο σχέδιο ανάκαμψης.

4.1.2.   Εξαίρεση από την καταβολή της εισφοράς στο ταμείο προστασίας των συντάξεων.

(46)

Όσον αφορά την εξαίρεση από την καταβολή της εισφοράς στο ταμείο προστασίας των συντάξεων, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου υπενθυμίζουν ότι το ταμείο προστασίας των συντάξεων αποτελούσε μέρος δέσμης μέτρων βάσει του νόμου περί συντάξεων του 2004 που στόχο είχαν να βελτιώσουν την παρεχόμενη προστασία στα μέλη των συνταξιοδοτικών καθεστώτων σε περίπτωση αφερεγγυότητας των εργοδοτών. Το ταμείο προστασίας των συντάξεων δημιουργήθηκε ειδικά για να ενισχύσει την προστασία των μελών σε περίπτωση που κατά την εκκαθάριση του καθεστώτος δεν θα υπήρχαν επαρκή κεφάλαια ούτε θα ίσχυαν ακόμη οι κατάλληλες ρυθμίσεις. Κατά την άποψη των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, δεδομένου ότι η υποχρέωση καταβολής εισφορών συνδέεται άμεσα με την παροχή προστασίας από το ταμείο προστασίας των συντάξεων, καθεστώτα που διαθέτουν τις κατάλληλες ρυθμίσεις, όπως η δημόσια εγγύηση, δεν μπορούν να υπαχθούν στο ταμείο προστασίας των συντάξεων βάσει των κανονισμών, δεδομένου ότι η προστασία που παρέχει το ταμείο προστασίας των συντάξεων δεν τα αφορά.

(47)

Για τον λόγο αυτό, το BTPS δεν εμπίπτει στο σύστημα του ταμείου προστασίας των συντάξεων για τους εργαζόμενους που καλύπτεται από τη δημόσια εγγύηση. Πράγματι, για τους εργαζομένους αυτούς, το BTPS δεν χρειάζεται ούτε αποκτά προστασία από το ταμείο προστασίας των συντάξεων και για τον λόγο αυτό δεν καταβάλλει εισφορά. Το να χαρακτηρισθεί αυτό εξαίρεση, αντιφάσκει, κατά την άποψη των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, προς την όλη λογική του συστήματος του ταμείου προστασίας των συντάξεων. Αντίθετα, η καταβολή πλήρους εισφοράς στο ταμείο προστασίας των συντάξεων από το BTPS θα απέφερε απροσδόκητο κέρδος σε καθεστώτα που είναι επιλέξιμα και διαθέτουν την προστασία του ταμείου προστασίας των συντάξεων.

4.2.   Θέση της BT και των διαχειριστών του BTPS

(48)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν από κοινού σε σχέση με την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2007, η BT και το BTPS τονίζουν ότι η δημόσια εγγύηση αποτελούσε μέρος μόνο δέσμης μέτρων που ελήφθησαν κατά την εποχή της ιδιωτικοποίησης της ΒΤ το 1984 και είχαν ως στόχο να προστατεύσουν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα δημοσιοϋπαλληλικού τύπου των εργαζομένων της ΒΤ πριν την ιδιωτικοποίηση. Σε αντίθεση με το όφελος της δημόσιας εγγύησης υπέρ των εργαζομένων πριν την ιδιωτικοποίηση, η δέσμη των εν λόγω μέτρων περιελάμβανε σειρά πρόσθετων επιβαρύνσεων που κανονικά δεν περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης:

πλεονεκτήματα δημοσιοϋπαλληλικού τύπου, όπως συνταξιοδότηση στα 60,

καλύτεροι όροι πρόωρης συνταξιοδότησης σε περίπτωση απόλυσης,

περιορισμοί όσον αφορά τη δυνατότητα τροποποίησης των υποχρεώσεων αυτών από την ΒΤ, παύση της εργοδοτικής εισφοράς […] και

μεταβίβαση στην ΒΤ του καθαρού ελλείμματος του καθεστώτος κατά την ιδιωτικοποίηση.

(49)

Η ΒΤ σημειώνει περαιτέρω ότι η μη καταβολή της εισφοράς του ταμείου προστασίας των συντάξεων αποτελεί λογική συνέπεια της δημόσιας εγγύησης, δεδομένου ότι αυτή παρέχει ήδη ξεχωριστή προστασία. Η ΒΤ ισχυρίζεται ότι τα εν λόγω δύο μέτρα (δημόσια εγγύηση και η επακόλουθη εξαίρεση από την καταβολή εισφορών στο ταμείο προστασίας των συντάξεων) συνδέονται άρρηκτα με τη δέσμη συνταξιοδοτικών μέτρων του 1984. Η εν λόγω δέσμη συνταξιοδοτικών μέτρων επέβαλε σημαντική οικονομική επιβάρυνση στην ΒΤ. Εμπειρογνώμονας αναλογιστής καθόρισε την καθαρή τρέχουσα αξία των πρόσθετων συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων που μεταβιβάστηκαν στην ΒΤ σε […] GBP, ποσό το οποίο κανονικά δεν επιβαρύνει τις εταιρείες στον ιδιωτικό τομέα. Δεδομένου ότι η επιβάρυνση αυτή υπερβαίνει κατά πολύ κάθε ποσό που θα οφειλόταν στο ταμείο προστασίας των συντάξεων εάν δεν υπήρχε η δημόσια εγγύηση, δεν υφίσταται, εκ πρώτης όψεως, γενικό πλεονέκτημα υπέρ της ΒΤ, και ως εκ τούτου ούτε κρατική εγγύηση.

(50)

Η ΒΤ ισχυρίζεται επίσης ότι θα ήταν αντίθετο προς τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις να χαρακτηριστεί ως ενίσχυση ένα μέτρο, όπως η δημόσια εγγύηση που δεν αποτελούσε ενίσχυση κατά τη στιγμή χορήγησής της, ως αποτέλεσμα εξωγενούς γεγονότος, όπως η δημιουργία του ταμείου προστασίας των συντάξεων είκοσι χρόνια αργότερα, που δεν τροποποίησε τις διατάξεις του αρχικού μέτρου. Σε κάθε περίπτωση, δεν υφίσταται μεταφορά κρατικών πόρων.

4.3.   Ο καταγγέλλων και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη

(51)

Στον βαθμό που οι παρατηρήσεις τρίτων ενδιαφερομένων αμφισβητούν το συμπέρασμα της Επιτροπής στην απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2007 για την κίνηση της διαδικασίας, δηλαδή ότι η δημόσια εγγύηση από μόνη της δεν παρείχε ειδικό πρόσθετο πλεονέκτημα στην ΒΤ, οι παρατηρήσεις αυτές δεν αφορούν το αντικείμενο της παρούσας απόφασης και δεν θα ληφθούν υπόψη.

(52)

Ο καταγγέλλων επισημαίνει ότι, στον βαθμό που η εγγύηση έχει αντίκτυπο στη χρηματοδότηση των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων, ο αντίκτυπος αυτός στην ΒΤ είναι ιδιαίτερα σημαντικός, δεδομένου ότι το μέγεθος του ελλείμματος της ΒΤ, ήτοι 3,4 δισ. GBP το 2006, είναι ουσιώδες σε σχέση με την καθαρή αξία της ΒΤ ύψους 1,55 δισ. GBP κατά το ίδιο έτος. Εάν το έλλειμμα του καθεστώτος είχε δηλωθεί στον ισολογισμό, αυτό θα επηρέαζε τις αναλογίες της ΒΤ, τη δανειοληπτική της ικανότητα και τους όρους δανειοληψίας. Οι διαφορετικές κεφαλαιακές απαιτήσεις του ΒΤΡS που ήταν δυνατές χάρη στη δημόσια εγγύηση θα παρείχαν οφέλη μόνο στην ΒΤ, δεδομένου ότι θα καθίστατο περιττή μια πραγματική αφερεγγυότητα, εκτός από τα οφέλη της προστασίας υπέρ των δικαιούχων του BTPS.

(53)

Η UKCTA είναι της άποψης ότι η εξαίρεση από τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και την καταβολή της εισφοράς στο ταμείο προστασίας των συντάξεων παρέχουν στην ΒΤ πλεονέκτημα, το οποίο δεν δικαιολογείται από τη λογική του συστήματος. Ενώ οι γενικές κανονιστικές ρυθμίσεις για τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα, όπως το BTPS, δεν παρείχαν καμία προστασία για τους δικαιούχους των συνταξιοδοτικών καθεστώτων το 1984, στόχος των μεταρρυθμίσεων του 1995 και του 2004 ήταν η παροχή επαρκούς προστασίας στους δικαιούχους, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον απαραίτητη η δημόσια εγγύηση. Η εξαίρεση συγκεκριμένης εταιρείας από τη γενική υποχρέωση των εταιρειών να θεσπίζουν οι ίδιες ή να συμμετέχουν σε ρυθμίσεις προστασίας αποτελεί κατάφωρη αντίφαση προς τη λογική του συστήματος.

(54)

Ειδικότερα, όσον αφορά τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, η UKCTA τονίζει ότι, εξαιρώντας καθεστώτα τα οποία καλύπτει η δημόσια εγγύηση από τις υποχρεωτικές απαιτήσεις του 1995 και του 2004, το Ηνωμένο Βασίλειο παραιτήθηκε ενσυνείδητα από τη δυνατότητά του να εκτεθεί λιγότερο βάσει της δημόσιας εγγύησης. Επιπλέον, από την άποψη αυτή, η μονομερής απόφαση της ΒΤ να συνεχίσει να καταβάλει εισφορές στο BTPS πέραν του αναγκαίου δεν μειώνει κατά κανένα τρόπο την υποχρέωση του κράτους. Ένα μέτρο δεν παύει να αποτελεί κρατική ενίσχυση επειδή δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί.

5.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ

5.1.   Χαρακτηρισμός των μέτρων ως κρατική ενίσχυση

(55)

Το άρθρο 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ ορίζει ότι:

Οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, στο μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(56)

Για να ισχύσει το άρθρο 92 παράγραφος 1, πρέπει να υπάρχει μέτρο ενίσχυσης που να μπορεί να αποδοθεί στο κράτος, το οποίο έχει χορηγηθεί με κρατικούς πόρους, επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και νοθεύει τον ανταγωνισμό λόγω της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων.

5.1.1.   Ενίσχυση που χορηγείται από κράτος ή με κρατικούς πόρους,

(57)

Η εξαίρεση, αφενός, από τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που θεσπίζονται από τους νόμους περί συντάξεων του 1995 και 2004 και, αφετέρου, από την καταβολή στο ταμείο προστασίας των συντάξεων της εισφοράς που αντιστοιχεί στις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις οι οποίες καλύπτονται από τη δημόσια εγγύηση του νόμου περί συντάξεων του 2004 απορρέει από διατάξεις τις οποίες εξέδωσαν τα νομοθετικά σώματα του Ηνωμένου Βασιλείου. Δέον να σημειωθεί ότι το ίδιο ισχύει και για τη δημόσια εγγύηση. Ως αποτέλεσμα, κάθε στοιχείο ενίσχυσης που περιλαμβάνουν τα εν λόγω μέτρα έχει χορηγηθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον, οι εξαιρέσεις περιλαμβάνουν κρατικούς πόρους διότι είναι το αποτέλεσμα της δημόσιας εγγύησης, η οποία περιλαμβάνει κρατικούς πόρους του Ηνωμένου Βασιλείου.

(58)

Σύμφωνα με τον νόμο περί τηλεπικοινωνιών του 1984, το Ηνωμένο Βασίλειο θα απαλλάξει τη διάδοχο εταιρεία από κάθε ευθύνη της δημόσιας επιχείρησης ΒΤ σε περίπτωση εκκαθάρισης της ΒΤ. Η ευθύνη αυτή περιορίστηκε το 2003 στην ευθύνη καταβολής συντάξεων. Εάν η ΒΤ τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας και υπό εκκαθάριση, η συγκεκριμένη δέσμευση συνιστά υποχρέωση καταβολής του σχετικού τμήματος των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων που σχετίζονται με το BTPS. Στην περίπτωση αυτή, οι πόροι του Ηνωμένου Βασιλείου θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση κάθε υπόλοιπης υποχρέωσης που η ΒΤ θα έπρεπε ειδάλλως να καταβάλει.

(59)

Οι οικονομικοί πόροι του Ηνωμένου Βασιλείου όχι μόνο δεσμεύονται σε περίπτωση που η ΒΤ καταστεί αφερέγγυα, αλλά η δέσμευση αυτή παρέχεται δωρεάν, δεδομένου ότι δεν συνεπάγεται την τακτική ή προθεσμιακή πληρωμή από την ΒΤ στον δημόσιο προϋπολογισμό των αρμόδιων χρηματοπιστωτικών φορέων του ΗΒ κανενός είδους τέλους ή αποζημίωσης. Αυτό σημαίνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παραιτείται πιθανών εσόδων και, ως εκ τούτου, κρατικών πόρων που θα μπορούσε να εξασφαλίσει χορηγώντας τη δημόσια εγγύηση.

(60)

Τόσο η εξαίρεση από τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που θεσπίζονται από τους νόμους περί συντάξεων του 1995 και του 2005 δυνάμει της δημόσιας εγγύησης, όσο και η εξαίρεση από την καταβολή στο ταμείο προστασίας των συντάξεων της εισφοράς που αντιστοιχεί στο μέρος των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων που καλύπτονταν από τη δημόσια εγγύηση βάσει των νόμων περί συντάξεων του 2004 αποτελούν απόρροια δημόσιας εγγύησης η οποία χορηγείται με πόρους του Ηνωμένου Βασιλείου.

5.1.2.   Κατά συνέπεια, οι εν λόγω εξαιρέσεις εξαρτώνται από και χορηγούνται με πόρους του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. (Επιλεκτικό) οικονομικό πλεονέκτημα στην ΒΤ

(61)

Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις των μερών σχετικά με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει εάν η εξαίρεση από τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που θεσπίζονται από τους νόμους περί συντάξεων του 1995 και 2004 ή η εξαίρεση από την καταβολή στο ταμείο προστασίας των συντάξεων εισφοράς που θεσπίζεται από το νόμο περί συντάξεων του 2004 και αντιστοιχεί στις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη δημόσια εγγύηση παρείχαν οικονομικό πλεονέκτημα στην ΒΤ.

5.1.2.1.   Η εξαίρεση από τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που θεσπίζονται από τους νόμους περί συντάξεων του 1995 και 2004.

(62)

Ο νόμος περί συντάξεων του 1995 θέσπιζε ως ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση ότι η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του καθεστώτος δεν πρέπει να είναι μικρότερη από το ποσό των υποχρεώσεων του καθεστώτος βάσει προκαθορισμένης ασφαλιστικής μεθοδολογίας για την αποτίμηση. Τα ταμεία συντάξεων που καλύπτονται με δημόσια εγγύηση εξαιρούνται από την εν λόγω απαίτηση. Το μέρος 3 του νόμου περί συντάξεων του 2004 τροποποίησε το νόμο του 1995 και εισήγαγε νέο καθεστώς κεφαλαιακών απαιτήσεων και ασφαλιστικών αποτιμήσεων, από το οποίο εξαιρούνται συνταξιοδοτικά καθεστώτα με δημόσια εγγύηση, υπό τον όρο ότι έχουν συσταθεί με νομοθετική πράξη.

(63)

Όσον αφορά την τήρηση των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που εισήγαγε ο νόμος περί συντάξεων του 2004, από τις πληροφορίες που υπέβαλαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου προκύπτει ότι το BTPS δεν πληροί τις προϋποθέσεις εξαίρεσης, δεδομένου ότι δεν έχει συσταθεί με νομοθετική πράξη. Κατά συνέπεια, το BTPS υπόκειται στην υποχρέωση τήρησης των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που θεσπίζονται από τον νόμο περί συντάξεων του 2004, παρά την ύπαρξη της δημόσιας εγγύησης. Ως αποτέλεσμα, η ΒΤ δεν επωφελείται καμίας εξαίρεσης και πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του εν λόγω νόμου όσο αυτές ισχύουν.

(64)

Επιπλέον, το περιεχόμενο του τελευταίου σχεδίου ανάκαμψης του BTPS, το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ της BT και των διαχειριστών του BTPS το Δεκέμβριο του 2005, υπήρξε αντικείμενο ενδελεχούς εξέτασης εκ μέρους της ρυθμιστικής αρχής για τις συντάξεις. Η ρυθμιστική αρχή για τις συντάξεις αποτελεί αυτόνομο φορέα που θεσπίστηκε από το νόμο περί συντάξεων του 2004 και είναι αρμόδια για την κανονιστική ρύθμιση των συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφεραν επισήμως ότι η ρυθμιστική αρχή για τις συντάξεις βεβαιώθηκε ότι η δημόσια εγγύηση δεν χρησιμοποιήθηκε για να παραταθεί η περίοδος ανάκαμψης ούτε για να τροποποιηθούν τα βασικά δεδομένα της ασφαλιστικής αποτίμησης ή του σχεδίου ανάκαμψης του BTPS.

(65)

Ωστόσο, η Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει εάν, δυνάμει της δημόσιας εγγύησης, η εξαίρεση από τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις του νόμου περί συντάξεων του 1995, για την οποία δεν ίσχυε ο όρος το εξεταζόμενο συνταξιοδοτικό καθεστώς να έχει δημιουργηθεί με νομοθετική πράξη, παρείχε οικονομικό πλεονέκτημα στην BT ή στο BTPS. Κάθε ενδεχόμενο πλεονέκτημα θα είχε αναφανεί κατά την περίοδο μεταξύ 1995 και 2004 όταν ίσχυαν οι εν λόγω απαιτήσεις.

(66)

Οι εν λόγω απαιτήσεις αφορούσαν συγκεκριμένα τη μεθοδολογία που θα έπρεπε να εφαρμοσθεί για την ασφαλιστική αποτίμηση του καθεστώτος, καθώς και τη δεκαετή περίοδο εντός της οποίας κάθε αναφερόμενο έλλειμμα θα έπρεπε να αποκατασταθεί. Η εξαίρεση θα μπορούσε, καταρχήν, να προσφέρει οικονομικό πλεονέκτημα σε εταιρείες εργοδοτών όπως η ΒΤ, των οποίων οι συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις καλύπτονται από τη δημόσια εγγύηση. Οι εν λόγω εταιρείες θα υπέκειντο ενδεχομένως σε λιγότερο αυστηρές απαιτήσεις, ή θα απαλλάσσονταν κάθε απαίτησης, όσον αφορά: i) την υποχρέωση διόρθωσης του ελλείμματος, ii) τη μεθοδολογία που θα έπρεπε να εφαρμόσουν για την αποτίμηση της κατάστασης των καθεστώτων όσον αφορά τα στοιχεία του ενεργητικού και τις υποχρεώσεις και iii) τους όρους και την περίοδο της εν λόγω αποτίμησης. Πράγματι, τα κεφάλαια που θα απελευθερώνονταν από τη μη τήρηση των εν λόγω υποχρεώσεων, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για άλλες οικονομικές δραστηριότητες.

(67)

Όσον αφορά την κεφαλαιακή υποχρέωση, οι κανόνες του BTPS μεταξύ 1995 και 2004 επέβαλαν στην BT την υποχρέωση να διορθώσει κάθε έλλειμμα που θα διαπιστωνόταν από την αποτίμηση του καθεστώτος. Μολονότι η ΒΤ θα μπορούσε να είχε κάνει χρήση της εξαίρεσης από το νόμο περί συντάξεων του 1995, δεν το έπραξε όσον αφορά την υποχρέωση αποκατάστασης της πλήρους χρηματοδότησης.

(68)

Όσον αφορά τη μεθοδολογία, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου υπέβαλαν στην Επιτροπή όλες τις δηλώσεις επενδυτικών αρχών του BTPS μετά το 1996. Είναι γεγονός ότι στις εν λόγω δηλώσεις αναφέρεται πάντα ότι η επενδυτική πολιτική του BTPS λαμβάνει υπόψη τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που καθορίζονται στον νόμο περί συντάξεων του 1995. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζονται ότι η ΒΤ χρηματοδότησε το BTPS, όπως εάν αυτό επέκειτο πλήρως στις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που καθορίζονται στους νόμους περί συντάξεων του 1995 και του 2004. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου κατέδειξαν επίσης ότι οι εν λόγω απαιτήσεις ελήφθησαν υπόψη και στις αποτιμήσεις που πραγματοποιήθηκαν το 1999 και το 2002, παρά το έλλειμμα που διαπιστώθηκε σύμφωνα με διαφορετική βάση διαρκούς αποτίμησης. Στην πραγματικότητα, η κεφαλαιακή κατάσταση του BTPS, όπως αυτή προέκυψε από τις αποτιμήσεις που πραγματοποιήθηκαν το 1999 και το 2002, όταν ίσχυαν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις του νόμου περί συντάξεων του 1995, δεν αποκαλύπτουν την ύπαρξη ελλείμματος που η ΒΤ θα έπρεπε να διορθώσει για να ανταποκριθεί στις εν λόγω απαιτήσεις. Μολονότι η ΒΤ θα μπορούσε να είχε κάνει χρήση της εξαίρεσης από το νόμο περί συντάξεων του 1995 όσον αφορά την προβλεπόμενη μεθοδολογία, όχι μόνο δεν το έπραξε αλλά και εφάρμοσε μεθοδολογία που επέβαλε αυστηρότερες υποχρεώσεις σχετικά με χρηματοδότηση του ελλείμματος του BTPS.

(69)

Όσον αφορά την προβλεπόμενη περίοδο για την αποκατάσταση της πλήρους χρηματοδότησης, εάν το έλλειμμα ήταν χαμηλότερο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που θεσπίζονται από το νόμο περί συντάξεων του 1995, η διόρθωση δεν έπρεπε να είναι άμεση αλλά θα μπορούσε να συνεχισθεί για καθορισθείσα περίοδο το ανώτατο δέκα ετών. Είναι γεγονός ότι η ΒΤ ήταν και είναι υποχρεωμένη βάσει των κανόνων του BTPS να διορθώνει κάθε ενδεχόμενο έλλειμμα μεταξύ των στοιχείων του ενεργητικού και των υποχρεώσεων που θα διαπιστωθεί σε ασφαλιστική αποτίμηση, […]. Ωστόσο, λόγω της απουσίας ελλείμματος του BTPS βάσει της μεθοδολογίας που ορίζει ο νόμος περί συντάξεων του 1995, η μεγαλύτερη περίοδος διόρθωσης που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η ΒΤ σε σύγκριση με το νόμο, δεν της προσκόμισε, εκ πρώτης όψεως, πραγματικό οικονομικό πλεονέκτημα.

(70)

Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της το επιχείρημα τρίτων ενδιαφερομένων ότι ένα μέτρο δεν παύει να συνιστά ενίσχυση επειδή δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί. Ωστόσο, υπό τις παρούσες περιστάσεις, το εξεταζόμενο μέτρο δεν είναι πλέον σε ισχύ και δεν υπάρχει καμία ένδειξη οικονομικού οφέλους υπέρ της ΒΤ στο διάστημα μεταξύ 1995 και 2004.

(71)

Υπό τις παρούσες περιστάσεις, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η εξαίρεση από τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που θεσπίζονται από το νόμο περί συντάξεων του 1995, και ακόμη λιγότερο τους κανόνες που περιλαμβάνονται στο νόμο περί συντάξεων του 2004 παρείχαν ή ακόμη παρέχουν οικονομικό πλεονέκτημα στην ΒΤ. Για τον λόγο αυτό δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση από την άποψη αυτή, δεδομένου ότι δεν πληρείται το σύνολο των προϋποθέσεων που θεσπίζονται με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

5.1.2.2.   Η εξαίρεση από την καταβολή στο ταμείο προστασίας των συντάξεων της εισφοράς που αντιστοιχεί στις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις οι οποίες καλύπτονται από τη δημόσια εγγύηση του νόμου περί συντάξεων του 2004.

(72)

Ο νόμος περί συντάξεων του 2004 δημιούργησε το ταμείο προστασίας των συντάξεων στο οποίο τα συνταξιοδοτικά ταμεία πρέπει κατά γενικό κανόνα να καταβάλλουν ετήσια εισφορά, εκτός εάν καλύπτονται από δημόσια εγγύηση και ως εκ τούτου εξαιρούνται της εν λόγω εισφοράς. Το 2004 θεσπίστηκε το γενικό σύστημα PPF στο οποίο τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα (και έμμεσα οι εργοδότες) πρέπει να καταβάλλουν εισφορές στο PPF, γεγονός που αποτελεί εγγύηση για τους συμβεβλημένους σε κάθε καθεστώς εισφορών. Με άλλα λόγια, το γενικό σύστημα είναι ότι οι εργοδότες πρέπει να εξασφαλίζουν πρόσθετη προστασία καταβάλλοντας πλήρη εισφορά.

(73)

Βάσει των κανονισμών για τους κανόνες εισόδου του ταμείου προστασίας των συντάξεων, το τμήμα του BTPS για το μέρος που αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των εργαζομένων και καλύπτεται από τη δημόσια εγγύηση, εξαιρείται. Για τον λόγο αυτό, το PPF υπολογίζει την εισφορά BTPS εξαιρώντας όλη τα μέλη του καθεστώτος που εισήλθαν σε αυτό πριν την ιδιωτικοποίηση, με το σκεπτικό ότι το τμήμα 68 του νόμου περί συντάξεων του 1984 εγγυάται την ευθύνη της BT να καταβάλλει εισφορές όσον αφορά τα εν λόγω μέλη. Ως αποτέλεσμα, υπάρχει μια διαφορά μεταξύ της εισφοράς του ταμείου προστασίας των συντάξεων που το BTPS καταβάλλει από το 2005 και της εισφοράς που θα κατέβαλε το BTPS εάν είχε αγνοήσει την δημόσια εγγύηση.

(74)

Για παράδειγμα, η εισφορά που το BTPS κατέβαλε το 2005/6 ήταν […] GBP, ενώ η υποτιθέμενη εισφορά που θα έπρεπε να καταβληθεί χωρίς τη δημόσια εγγύηση θα ήταν […] GBP. Με άλλα λόγια, το ποσό που τελικά καταβλήθηκε ήταν κατά […] χαμηλότερο από το ποσό που το BTPS θα έπρεπε να καταβάλει χωρίς τη δημόσια εγγύηση. Κατά τα επόμενα έτη, το ποσό που θα καθίστατο απαιτητό εάν είχε αγνοηθεί η ύπαρξη της δημόσιας εγγύησης, θα ήταν […] GBP το 2006/2007 και […] GBP το 2007/2008.

(75)

Η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι η μείωση της οφειλόμενης εισφοράς στο ταμείο προστασίας των συντάξεων δικαιολογείται «από τη λογική του συστήματος». Η Επιτροπή κρίνει ότι το «σύστημα» που θεσπίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο για την προστασία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνίσταται μόνο στο ταμείο προστασίας των συντάξεων. Το ορθότερο θα ήταν να ληφθούν υπόψη όλα τα μέτρα που θεσπίστηκαν για να προστατευθούν οι συντάξεις. Σε περίπτωση που η BT καταστεί αφερέγγυα και το συνταξιοδοτικό ταμείο της παρουσιάσει έλλειμμα, οι συντάξεις των εργαζομένων πριν την ιδιωτικοποίηση θα πληρωθούν από το κράτος και όχι από το ιδιωτικά χρηματοδοτούμενο ταμείο προστασίας των συντάξεων, όπως θα συνέβαινε εάν ίσχυαν οι κανονικοί κανόνες. Όπως προαναφέρθηκε, το BTPS αποκτά την προστασία της δημόσιας εγγύησης δωρεάν. Η μόνη προφανής «λογική» στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι όταν διατίθενται δημόσιοι πόροι για την προστασία του συνταξιοδοτικού καθεστώτος μιας επιχείρησης, η παροχή ιδιωτικών μέσων καθίσταται περιττή.

(76)

Το επιχείρημα των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου ότι το σύστημα προστασίας που δημιουργείται από το ταμείο προστασίας των συντάξεων ισχύει εφόσον δεν υπάρχουν άλλες κατάλληλες προστατευτικές ρυθμίσεις, όπως η δημόσια εγγύηση, παραβλέπει το γεγονός ότι το πλεονέκτημα των προστατευτικών ρυθμίσεων παρέχεται στο BTPS άνευ κόστους. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το ταμείο προστασίας των συντάξεων αποτελεί μόνο «δίχτυ ασφαλείας» και προορίζεται μόνο για συνταξιοδοτικά καθεστώτα που δεν προστατεύονται αρκετά σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, παραμένει γεγονός ότι η ΒΤ δεν καταβάλλει κανένα τίμημα για την εν λόγω προστασία όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των εργαζομένων της ΒΤ πριν την ιδιωτικοποίηση και ότι έλαβε συμπλήρωμα από το κράτος για την παροχή της επαρκούς προστασίας που το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί απαραίτητη για άλλους εργαζομένους επαγγελματικών συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Πράγματι, όσον αφορά εργαζομένους μετά την ιδιωτικοποίηση των οποίων τα δικαιώματα δεν καλύπτονται από τη δημόσια εγγύηση, τo BTPS καλύπτεται από το ταμείο προστασίας των συντάξεων, στο οποίο και καταβάλλει εισφορά.

(77)

Η Επιτροπή δεν συμμερίζεται επίσης την άποψη που υποστήριξαν η ΒΤ και το ΒΤΡS ότι ένα μέτρο το οποίο δεν θεωρήθηκε ενίσχυση το 1984 όταν χορηγήθηκε δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί τώρα ως ενίσχυση είκοσι χρόνια αργότερα ως αποτέλεσμα εξωγενών γεγονότων. Η Επιτροπή επισημαίνει καταρχήν ότι δεν θεωρεί ότι η εγγύηση καθαυτή αποτελεί ενίσχυση προς την ΒΤ. Όπως η Επιτροπή παρατήρησε στην απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2007, η δημόσια εγγύηση για τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις χορηγήθηκε προς όφελος των εργαζομένων και δεν προσέφερε άμεσο οικονομικό πλεονέκτημα στην ΒΤ. Ωστόσο, τώρα η εγγύηση συνιστά το λόγο για τον οποίο η ΒΤ έχει πλεονέκτημα με τη μορφή παρέκκλισης από την υποχρέωση καταβολής της πλήρους εισφοράς για τη χρηματοδότηση του ταμείου προστασίας των συντάξεων που θεσπίστηκε με το νόμο περί συντάξεων του 2004, την οποία η ΒΤ πληρώνει μόνο όσον αφορά τους εργαζομένους της μετά την ιδιωτικοποίηση. Η παρέκκλιση αυτή δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί κατά την έκδοση της δημόσιας εγγύησης, δεδομένου ότι δεν ίσχυε υποχρέωση εισφοράς στο ίδιο ή σε παρόμοιο ταμείο, αλλά η εγγύηση αναγνωρίζεται από τον νόμο περί συντάξεων του 2004 ως λόγος παρέκκλισης.

(78)

Ο ισχυρισμός της ΒΤ και του ΒΤΡS ότι η δημιουργία της υποχρέωσης εισφοράς είναι εξωγενής της δημόσιας εγγύησης παραβλέπει το γεγονός ότι η φύση του πλεονεκτήματος και ο δικαιούχος δεν είναι οι ίδιοι το 1984 και το 2004. Η κάλυψη των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σε περίπτωση αφερεγγυότητας της ΒΤ αποτελεί πλεονέκτημα υπέρ των εργαζομένων πριν την ιδιωτικοποίηση, από την άποψη ότι εγγυάται την καταβολή των ποσών που δικαιούνται. Ωστόσο, η εξαίρεση από το ταμείο προστασίας των συντάξεων και την υποχρέωση καταβολής της πλήρους εισφοράς συνιστά πλεονέκτημα υπέρ της ΒΤ, στο βαθμό που μειώνει το ποσό της εισφοράς που θα έπρεπε να καταβληθεί και δεδομένου ότι η εξαίρεση οφείλεται στην ύπαρξη της δημόσιας εγγύησης.

(79)

Η Επιτροπή απορρίπτει επίσης το επιχείρημα ότι δεν υφίσταται πλεονέκτημα δεδομένου ότι η εν λόγω εγγύηση είχε ήδη καταβληθεί από τους μετόχους της ΒΤ στη συνολική τιμή που είχαν πληρώσει για την εταιρεία το 1984. Όπως αναφέρεται στην απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δημόσια εγγύηση από μόνη της, στο βαθμό που καλύπτει τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις της ΒΤ, δεν δημιούργησε κανένα πλεονέκτημα για τη ΒΤ όταν χορηγήθηκε, και ως εκ τούτου δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι οι μέτοχοι της ΒΤ κατέβαλαν πριμοδότηση για πλεονέκτημα υπέρ συγκεκριμένων εργαζόμενων το οποίο θα υλοποιείτο μόνο σε περίπτωση αφερεγγυότητας της ΒΤ. Η δημόσια εγγύηση δεν συνεπαγόταν κανένα πλεονέκτημα μέχρι το 2004, όταν οι επιπτώσεις της άλλαξαν ουσιαστικά από τη νομοθεσία. Όταν πραγματοποιήθηκε η ιδιωτικοποίηση, η δημόσια εγγύηση για τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις δεν είχε εμφανή αξία για τους μετόχους της ΒΤ ενόψει επακόλουθων και απρόβλεπτων τροποποιήσεων της νομοθεσίας για τις συντάξεις. Το 1984 δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί το ενδεχόμενο να επιβληθεί στη ΒΤ υποχρέωση εισφοράς στο ταμείο προστασίας των συντάξεων που δημιουργήθηκε το 2004 ούτε ότι θα προέκυπτε οικονομικό πλεονέκτημα από την εξαίρεση από τις εν λόγω υποχρεώσεις δυνάμει της δημόσιας εγγύησης.

(80)

Το BTPS ισχυρίστηκε επίσης ότι το δυνητικό πλεονέκτημα από τις χαμηλότερες εισφορές στο ταμείο προστασίας των συντάξεων αντισταθμίζεται και με το παραπάνω από τις πρόσθετες υποχρεώσεις και τις οικονομικές επιβαρύνσεις ύψους […] GBP στις οποίες υπόκεινται η ΒΤ και το ΒΤΡS λόγω της ειδικής φύσης του BTPS. Η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι τα εικαζόμενα μειονεκτήματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αντιστάθμιση του εν λόγω πλεονεκτήματος:

πρώτον, το όφελος που θα εξασφάλιζαν οι εργαζόμενοι σε περίπτωση πτώχευσης της ΒΤ ήταν μικρού ή ανύπαρκτου ενδιαφέροντος για τους μετόχους της ΒΤ,

δεύτερον, δεν υφίσταται χρονική σύνδεση μεταξύ των εν λόγω εικαζόμενων μειονεκτημάτων και του πλεονεκτήματος από τη μειωμένη εισφορά στο ταμείο προστασίας των συντάξεων, που υλοποιήθηκε 20 χρόνια αργότερα και για το οποίο δεν υπάρχει καμία ένδειξη στη νομοθεσία ότι προβλέφθηκε ως αντιστάθμιση των εικαζόμενων μειονεκτημάτων. Ούτε υφίσταται ευδιάκριτη και ουσιαστική σχέση μεταξύ των εικαζόμενων επιβαρύνσεων για την ΒΤ και των υποχρεώσεων που καλύπτονται από τη δημόσια εγγύηση, η οποία το 1984 περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, βραχυπρόθεσμα δάνεια, εμπορικούς πιστωτές, φόρο προστιθέμενης αξίας, φόρους μισθωτών υπηρεσιών και εξωτερικά μακροπρόθεσμα δάνεια,

τρίτον, η ΒΤ αναφέρεται στις επιβαρύνσεις πρόσθετων υποχρεώσεων για δικαιώματα δημοσιοϋπαλληλικού τύπου. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, τα εν λόγω δικαιώματα να δημιούργησαν πλεονεκτήματα για την ΒΤ, όπως δημιουργία ισχυρότερων δεσμών με τους εργαζομένους ή αποδοχή διαφορετικών μισθολογικών και εργασιακών όρων, τα οποία δεν θα είχαν δημιουργηθεί εάν τα εν λόγω δικαιώματα δεν υφίσταντο.

(81)

Σε αντίθεση με άλλες επιχειρήσεις σε άλλους τομείς όπως στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες δεν επωφελούνται της εξαίρεσης από την καταβολή στο ταμείο προστασίας των συντάξεων της εισφοράς που θεσπίζεται από το νόμο περί συντάξεων του 2004 και αντιστοιχεί στις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη δημόσια εγγύηση, η ΒΤ διαθέτει οικονομικό πλεονέκτημα, το οποίο έγκειται στην πληρωμή σημαντικά μειωμένης εισφοράς στο ταμείο προστασίας των συντάξεων. Ως εκ τούτου, η ΒΤ μπορεί να χρησιμοποιήσει τους εν λόγω πόρους για να χρηματοδοτήσει τις οικονομικές της δραστηριότητες στις αγορές δραστηριοποίησής της.

(82)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, από τη στιγμή που τέθηκαν σε ισχύ οι κανονισμοί του 2005 για το ταμείο προστασίας των συντάξεων (κανόνες εισόδου), η ΒΤ απολαύει οικονομικού πλεονεκτήματος το οποίο χρηματοδοτείται από το κράτος.

5.1.3.   Επιχείρηση που επωφελείται από επιλεκτικά μέτρα

(83)

Όσον αφορά το δικαιούχο των εξεταζόμενων μέτρων, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το ΒΤΡS και η BT αποτελούν δύο διαφορετικές νομικές οντότητες. Η εξαίρεση από την καταβολή στο ταμείο προστασίας των συντάξεων της κατάλληλης εισφοράς αφορά άμεσα το ΒΤΡS, οι διαχειριστές του οποίου είναι άμεσα υπεύθυνοι για την πληρωμή. Για παράδειγμα, το ποσό που όφειλε το BTPS για το 2005/2006 χρηματοδοτήθηκε θεωρητικά από τα στοιχεία του ενεργητικού του καθεστώτος. Ωστόσο, η ΒΤ πρέπει να συμβάλλει για την κάλυψη ενδεχόμενου ελλείμματος και των διοικητικών εξόδων του συνταξιοδοτικού καθεστώτος της για όσο διάστημα είναι φερέγγυα. Μολονότι η ΒΤ δεν τιμολογείται ούτε καταβάλλει η ίδια το ποσό της εισφοράς για τη συνταξιοδοτική προστασία όταν αυτό καθίσταται απαιτητό, μια χαμηλότερη εισφορά μειώνει τα έξοδα του ΒΤΡS προς όφελος των στοιχείων του ενεργητικού του ΒΤΡS, με αποτέλεσμα να μειώνονται οι υποχρεώσεις της ΒΤ προς το ΒΤΡS. Ως εκ τούτου, κάθε οικονομικό πλεονέκτημα για το ΒΤΡS ως απόρροια του εξεταζόμενου μέτρου μεταβιβάζεται πλήρως στην ΒΤ.

(84)

Επιπλέον, το μέτρο είναι επιλεκτικό κατά την έννοια ότι η διάταξη των κανονισμών του 2005 όσον αφορά το ταμείο προστασίας των συντάξεων (κανόνες εισόδου) για την εφαρμογή του νόμου περί συντάξεων του 2004 με την οποία χορηγείται εξαίρεση από την εισφορά του ταμείου προστασίας των συντάξεων είναι επιλεκτική, διότι προέκυψε από τη δημόσια εγγύηση του νόμου του 1984 που αφορούσε μόνο υποχρεώσεις της ΒΤ. Κατά συνέπεια, προκύπτει ότι τα μέτρα αυτά, αν συνυπολογισθούν, εισήγαγαν παρεκκλίσεις από τις γενικές υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι νόμοι περί συντάξεων στις άλλες επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν ανάλογο πλεονέκτημα και ότι, ως εκ τούτου, είναι επιλεκτικά.

5.1.4.   Νόθευση του ανταγωνισμού που επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών

(85)

Η ΒΤ, μέσω διαφόρων θυγατρικών της, αναπτύσσει έντονες δραστηριότητες στην παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε πολλά κράτη μέλη, μεταξύ άλλων τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ισπανία, τις Κάτω Χώρες, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο (4). Η παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την παροχή περιεχομένου μεταξύ δικτύων στο εσωτερικό της κοινής αγοράς, είτε σε τοπική είτε σε εθνική είτε σε διασυνοριακή βάση.

(86)

Ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ρυθμιστική αρχή για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες OFCOM έκρινε ότι η ΒΤ κατέχει σημαντική ισχύ στην αγορά κατά την έννοια του κοινοτικού ρυθμιστικού πλαισίου για τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τα δίκτυα σε πολλές αγορές λιανικών και χονδρικών υπηρεσιών. Οι αγορές αυτές περιλαμβάνουν το σύνολο ή μέρη των αγορών όσον αφορά τις σταθερές στενοζωνικές υπηρεσίες λιανικής, τις σταθερές στενοζωνικές γραμμές χονδρικής, την προέλευση και μεταφορά κλήσεων, την ευρυζωνική πρόσβαση χονδρικής, την τοπική πρόσβαση χονδρικής και τις μισθωμένες γραμμές (5). Σε όλες αυτές τις αγορές υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου, η ΒΤ ανταγωνίζεται σημαντικά ασθενέστερους ανταγωνιστές, που δεν διαθέτουν το οικονομικό πλεονέκτημα όσον αφορά την εισφορά τους στο ταμείο προστασίας των συντάξεων, το οποίο παρέχει η δημόσια εγγύηση στην ΒΤ. Καταυτόν τον τρόπο, το εξεταζόμενο μέτρο νοθεύει περαιτέρω τον ανταγωνισμό μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων και της ΒΤ, που ήδη είναι εξασθενημένος ως αποτέλεσμα της σημαντικής ισχύος που διαθέτει η ΒΤ στην αγορά.

(87)

Δεδομένων των δραστηριοτήτων και της θέσης της ΒΤ στην εθνική και στις διεθνείς αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών, το πλεονέκτημα αυτό ενδέχεται να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

(88)

Συμπερασματικά, η εξαίρεση από την καταβολή στο ταμείο προστασίας των συντάξεων εισφοράς που αντιστοιχεί στις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη δημόσια εγγύηση παρείχε οικονομικό πλεονέκτημα στην ΒΤ μέσω της χρήσης κρατικών πόρων που ανήκουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το πλεονέκτημα αυτό ενδέχεται να επηρεάσει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

5.1.5.   Νομιμότητα του μέτρου

(89)

Με τη θέση σε ισχύ του νόμου περί συντάξεων του 2004 και των κανονισμών του 2005 για το ταμείο προστασίας των συντάξεων (κανόνες εισόδου), χορηγήθηκε στην ΒΤ πλεονέκτημα με τη μορφή εξαίρεσης από την υποχρέωση πλήρους εισφοράς στο ταμείο προστασίας των συντάξεων.

(90)

Η εξαίρεση αυτή συνιστά κρατική εγγύηση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ. Ως εκ τούτου, το μέτρο αυτό είναι παράνομο.

5.2.   Αξιολόγηση του συμβιβάσιμου του μέτρου

(91)

Δεδομένου ότι έχει επιβεβαιωθεί η παρουσία κρατικής ενίσχυσης με τη μορφή εξαίρεσης από την καταβολή της πλήρους εισφοράς στο ταμείο προστασίας των συντάξεων, πρέπει να εξεταστεί το συμβιβάσιμο της κρατικής αυτής ενίσχυσης βάσει των κοινοτικών κανόνων. Από την άποψη αυτή, ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο ούτε η ΒΤ ούτε το ΒΤΡS ισχυρίστηκαν ότι τα εξεταζόμενα μέτρα είναι συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά.

5.2.1.   Άρθρο 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

(92)

Μολονότι έχουν ανατεθεί στην ΒΤ ορισμένες υποχρεώσεις γενικού οικονομικού συμφέροντος, κατά την έννοια του άρθρου 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, η ενίσχυση δεν περιορίζεται ούτε συνδέεται με άλλο τρόπο με την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων, και, ως εκ τούτου, ευνοεί το σύνολο των δραστηριοτήτων της. Ούτε οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ούτε η ΒΤ ισχυρίζονται ότι η καταβολή της πλήρους εισφοράς στο ταμείο προστασίας των συντάξεων θα παρεμπόδιζε την εκπλήρωση των καθηκόντων γενικού συμφέροντος που έχουν ανατεθεί στην ΒΤ. Υπό αυτές τις περιστάσεις, η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ δεν μπορεί να εφαρμοσθεί.

5.2.2.   Άρθρο 87 παράγραφος 2 και άρθρο 87παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ

(93)

Τα εξεταζόμενα μέτρα δεν φαίνεται να είναι συμβιβάσιμα ούτε με το άρθρο 87 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ. Συγκεκριμένα, το άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ αφορά ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα που χορηγούνται σε μεμονωμένους καταναλωτές. Η εξεταζόμενη ενίσχυση ευνοεί την ίδια την ΒΤ. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ.

(94)

Επιπλέον, η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχεία α), β) και δ) της συνθήκης ΕΚ προφανώς δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση και οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, η ΒΤ και το ΒΤΡS δεν επιχειρηματολόγησαν για το αντίθετο.

(95)

Η μόνη πιθανή βάση για το συμβιβάσιμο του εξεταζόμενου μέτρου φαίνεται ότι, σ' αυτό το στάδιο, θα ήταν το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ. Ωστόσο, τα μέτρα δεν φαίνεται να συμβιβάζονται με κανένα από τους κανόνες που αφορούν την εφαρμογή του εν λόγω εδαφίου, για το οποίο η Επιτροπή έχει εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές και ανακοινώσεις. Κατά συνέπεια, το συμβιβάσιμο του εν λόγω μέτρου θα πρέπει να εξεταστεί απευθείας βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, το οποίο ορίζει ότι: «οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον» δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

(96)

Για να είναι συμβιβάσιμη βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, μια ενίσχυση πρέπει να εξυπηρετεί στόχο κοινού συμφέροντος κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Από την άποψη αυτή, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να εξετάσει τα ακόλουθα θέματα:

1)

Αποβλέπει το μέτρο ενίσχυσης στην εξυπηρέτηση ενός σαφώς καθορισμένου στόχου κοινού συμφέροντος (ήτοι αντιμετωπίζεται με την προτεινόμενη ενίσχυση κάποια αδυναμία της αγοράς ή άλλος στόχος);

2)

Είναι η ενίσχυση καταλλήλως σχεδιασμένη ώστε να οδηγήσει στην επίτευξη του στόχου κοινού συμφέροντος; Ειδικότερα:

αποτελεί η ενίσχυση κατάλληλο μέσο;

δημιουργεί κίνητρο, δηλαδή αλλάζει η ενίσχυση τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων;

είναι το μέτρο ενίσχυσης ανάλογο, δηλαδή θα μπορούσε η ίδια αλλαγή συμπεριφοράς να επιτευχθεί με μικρότερη ενίσχυση;

3)

Μήπως οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και οι συνέπειες για τις συναλλαγές είναι περιορισμένες, με αποτέλεσμα η συνολική επίδραση του μέτρου να είναι θετική;

(97)

Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ανέφερε ότι το μέτρο έχει σχεδιασθεί κατάλληλα ώστε να επιτευχθεί συγκεκριμένος στόχος κοινού συμφέροντος. Επιπλέον, δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ή λόγοι που να αποδεικνύουν ότι η παροχή της κρατικής ενίσχυσης είναι κατάλληλο και αναλογικό μέσο που λειτουργεί ως κατάλληλο κίνητρο για την ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στις οποίες επιδίδονται τόσο η ΒΤ όσο και άλλοι ανταγωνιστές. Όπως προαναφέρθηκε, το εξεταζόμενο μέτρο δεν περιορίζεται ούτε συνδέεται με την εκπλήρωση αποστολής γενικού οικονομικού συμφέροντος που έχει ανατεθεί στην ΒΤ.

(98)

Για τον λόγο αυτό, ο μόνος εμφανής στόχος κοινού συμφέροντος που θα μπορούσαν να έχουν οι σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας για τις συντάξεις φαίνεται να είναι η συμπληρωματική προστασία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη. Η πρόσθετη εγγύηση ότι οι συνταξιούχοι θα έχουν πράγματι τις οικονομικές απολαβές που αντιστοιχούν στα εργάσιμα χρόνια τους είναι υπέρ του κοινού γενικού συμφέροντος και της κοινωνικά ισορροπημένης ανάπτυξης των οικονομικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, θεσπίζοντας παρέκκλιση από την εισφορά που οφείλει το ΒΤΡS, το μέτρο ενίσχυσης δεν συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων αυτών.

(99)

Επίσης, σύμφωνα με τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, τα μέτρα προστασίας των συντάξεων παρέχουν προστασία μόνον ελλείψει άλλης εναλλακτικής και κατάλληλης προστασίας. Στην περίπτωση αυτή, ο νόμος περί συντάξεων του 2004 θα μπορούσε να θεωρηθεί κίνητρο ώστε οι εταιρείες να θεσπίζουν, με δική τους πρωτοβουλία και με δικά τους έξοδα, ρυθμίσεις ή μηχανισμούς που θα απέκλειαν την καταβολή εισφοράς στο γενικό ταμείο προστασίας των συντάξεων και την εξάρτηση από αυτό. Ωστόσο, το μέτρο ενίσχυσης χωρίς αντισταθμιστική εισφορά δεν αποτελεί κίνητρο ώστε η ΒΤ να θεσπίσει εναλλακτικές ρυθμίσεις. Αντίθετα, εάν η ενίσχυση είχε καταργηθεί, αυτό θα παρείχε κίνητρο στην ΒΤ να το πράξει ή, τουλάχιστον, να βασιστεί στο ιδιωτικά χρηματοδοτούμενο ταμείο προστασίας των συντάξεων για την εγγύηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν από τους εργαζομένους της πριν την ιδιωτικοποίηση.

(100)

Ως εκ τούτου, το μέτρο ενίσχυσης δεν αποτελεί κατάλληλο μέσο για την επίτευξη του στόχου κοινού συμφέροντος που θέτει η νομοθεσία για τις συντάξεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Αντίθετα, η ενίσχυση απαλλάσσει το ΒΤΡS και, ως εκ τούτου την ΒΤ, από λειτουργικά έξοδα τα οποία, υπό κανονικές συνθήκες, συνεπάγεται η επιδίωξη ανάλογου στόχου. Κατά συνέπεια, οι αρνητικές επιπτώσεις του μέτρου λειτουργικής ενίσχυσης στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και στον ανταγωνισμό δεν αντισταθμίζονται από άλλες θετικές συνέπειες, με αποτέλεσμα το ισοζύγιο να είναι, συνολικά, αρνητικό.

(101)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξαίρεση από την καταβολή της πλήρους εισφοράς στο ταμείο προστασίας των συντάξεων δεν μπορεί να κηρυχθεί συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 2 ή το άρθρο 87 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ.

6.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(102)

Υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξαίρεση από την καταβολή εισφοράς στο ταμείο προστασίας των συντάξεων που αντιστοιχεί στις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη δημόσια εγγύηση συνιστά κρατική εγγύηση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, η οποία δεν μπορεί να κηρυχθεί συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

7.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΠΟΣΩΝ

(103)

Δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 (6), σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο. Η υποχρέωση ανάκτησης αφορά μόνο τις παράνομες ενισχύσεις.

(104)

Σκοπός της ανάκτησης είναι να αποκατασταθεί η κατάσταση που επικρατούσε πριν τη χορήγηση της ενίσχυσης. Αυτό επιτυγχάνεται με επιστροφή της ασυμβίβαστης ενίσχυσης από την ΒΤ, η οποία καταυτόν τον τρόπο χάνει το πλεονέκτημα που διέθετε στην αγορά έναντι των ανταγωνιστών της, δεδομένου ότι το ΒΤΡS δεν έχει καταβάλει πλήρη εισφορά στο ταμείο προστασίας των συντάξεων από το 2005. Το ύψος του ποσού που πρέπει να ανακτηθεί θα πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να καταργείται το οικονομικό πλεονέκτημα που δόθηκε στην ΒΤ, η οποία για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 83, αποτελεί τον δικαιούχο του μέτρου.

(105)

Δεδομένου ότι η ασυμβίβαστη ενίσχυση προς την ΒΤ είναι ίση με τη διαφορά μεταξύ της εισφοράς στο ταμείο προστασίας των συντάξεων που θα όφειλε η εταιρεία εάν δεν υπήρχε η δημόσια εγγύηση από τη σύσταση του ταμείου το 2005 και του ποσού που το BTPS πραγματικά κατέβαλε, η διαφορά αυτή συνιστά το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί, συμπεριλαμβανομένου του τόκου ανάκτησης που πραγματικά οφείλεται για το εν λόγω ποσό, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το υπολογιζόμενο βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 (7).

(106)

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρείχε το Ηνωμένο Βασίλειο στις 29 Μαρτίου 2007, το διοικητικό συμβούλιο του ταμείου προστασίας των συντάξεων, η ΒΤ και οι διαχειριστές του ΒΤΡS συνήψαν συμφωνία μεσεγγύησης, με σκοπό να κατατεθεί σε δεσμευμένο λογαριασμό η διαφορά μεταξύ του ποσού που το ΒΤΡS θα έπρεπε να είχε καταβάλει το 2005/2006 εάν δεν είχε ληφθεί υπόψη η δημόσια εγγύηση και του ποσού που πραγματικά καταβλήθηκε από το ΒΤΡS. Κατά τα επόμενα έτη, το ΒΤΡS κατέβαλε στον δεσμευμένο λογαριασμό το ποσό που θα έπρεπε να είχε καταβάλει εάν δεν είχε ληφθεί υπόψη η δημόσια εγγύηση. Τα ποσά αυτά τοκίζονται με […], και ο τόκος, σύμφωνα με τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι […].

(107)

Σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας μεσεγγύησης, οι διακανονισμοί αυτοί συνεχίζουν να ισχύουν μέχρι να ολοκληρώσει η Επιτροπή την έρευνά της αποφασίζοντας αν η μείωση της εισφοράς στο ταμείο προστασίας των συντάξεων συνιστά ασυμβίβαστη ενίσχυση ή αν δεν θα συνεχίσει περαιτέρω την εξέταση του θέματος. Στην πρώτη περίπτωση, το τελικό ποσό που θα τιμολογηθεί από το ταμείο προστασίας των συντάξεων για τις εισφορές προστασίας των συντάξεων θα περιλαμβάνει και τον τόκο που αντιστοιχεί στα ποσά που καταβλήθηκαν στο δεσμευμένο λογαριασμό. Κατά συνέπεια, το ταμείο προστασίας των συντάξεων, και όχι η ΒΤ ή το ΒΤΡS, θα λάβει ποσό […], σε περίπτωση που η Επιτροπή εκδώσει απόφαση ασυμβίβαστης ενίσχυσης. Με αυτόν τον τρόπο, θα εξασφαλισθεί ότι ο τόκος που αναλογεί στον δεσμευμένο λογαριασμό δεν θα αυξήσει περαιτέρω το οικονομικό πλεονέκτημα που έχει ήδη χορηγηθεί στην ΒΤ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε παράνομα από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας υπέρ της BT plc, του δικαιούχου, με τη μορφή εξαίρεσης από την εισφορά στο ταμείο προστασίας των συντάξεων όσον αφορά τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις του δικαιούχου που καλύπτονται από το τμήμα 68(2) του νόμου περί τηλεπικοινωνιών του 1984, δεν συμβιβάζεται με τη κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας παύει τη χορήγηση της ασυμβίβαστης ενίσχυσης προς την ΒΤ plc.

Άρθρο 2

Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ανακτά από τον δικαιούχο την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1.

Το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί περιλαμβάνει τόκους για όλη την περίοδο από την ημερομηνία χορήγησης μέχρι την ημερομηνία ανάκτησης.

Οι τόκοι υπολογίζονται ως κεφαλαιοποιημένοι τόκοι σύμφωνα το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

Άρθρο 3

Η ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 είναι άμεση και πραγματική.

Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 4

Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το συνολικό ποσό που πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο·

β)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και σχεδιάζει να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση και

γ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι ο δικαιούχος έχει διαταχθεί να επιστρέψει την ενίσχυση.

Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοκλήρωση της ανάκτησης της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1. Υποβάλλει αμέσως, μετά από απλή αίτηση της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή σχεδιάζει να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.

Βρυξέλλες, 11 Φεβρουαρίου 2009.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 15 της 22.1.2008, σ. 8.

(2)  Επιχειρηματικό απόρρητο.

(3)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2007, παράγραφοι 42 έως 60.

(4)  Βλέπε http://www.btplc.com/Report/Report08/pdf/AnnualReport2008.pdf

(5)  Βλέπε http://www.btplc.com/Report/Report08/pdf/AnnualReport2008.pdf. Βλέπε επίσης την ανακοίνωση της OFCOM στο τμήμα 155 παράγραφος 1 του νόμου για τις επιχειρήσεις 2002, της 30ής Ιουνίου 2005, (Enterprise Act 2002) στη διεύθυνση http://www.ofcom.org.uk/consult/condocs/sec155/sec155.pdf και Final statements on the Strategic Review of Telecommunications, and undertakings in lieu of a reference under the Enterprise Act 2002, 22 Σεπτεμβρίου 2005, στη διεύθυνση: http://www.ofcom.org.uk/consult/condocs/statement_tsr/statement.pdf

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 (νυν άρθρου 88) της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).

(7)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.