12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/62


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Μαΐου 2008

σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγεί η Γαλλία προς το ταμείο για την πρόληψη των κινδύνων του αλιευτικού κλάδου και τις αλιευτικές επιχειρήσεις (Κρατική ενίσχυση C 9/06)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2007) 5636]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/936/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Η Επιτροπή έλαβε γνώση των διαφόρων πληροφοριών που σχετίζονται με την ύπαρξη ενός ταμείου με σκοπό την αντιστάθμιση της ανόδου της τιμής των καυσίμων που υφίστανται οι αλιευτικές επιχειρήσεις της Γαλλίας από το 2004. Σύμφωνα με τις εν λόγω πληροφορίες, το ταμείο αυτό, που ονομάζεται «ταμείο για την πρόληψη των κινδύνων του αλιευτικού κλάδου» (εφεξής: ταμείο FPAP), είχε επισήμως θέσει ως στόχο την εξομάλυνση των βραχυπρόθεσμων διακυμάνσεων της τιμής των καυσίμων στον αλιευτικό κλάδο, αλλά στην πράξη είχε ως αποτέλεσμα να επιτραπεί στις επιχειρήσεις αυτές να επωφελούνται από μια τιμή καυσίμων σαφώς χαμηλότερη από την τιμή της αγοράς.

(2)

Προφανώς, στην αρχή, είχε προβλεφθεί ότι αυτό το ταμείο έπρεπε να λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο με τις εισφορές των επαγγελματιών. Η αρχή λειτουργίας θα ήταν απλή: το ταμείο θα αναλάμβανε την κάλυψη μέρους του κόστους των καυσίμων πάνω από μια προκαθορισμένη τιμή αναφοράς ανά λίτρο και, σε αντάλλαγμα, οι επιχειρήσεις θα κατέβαλαν τις συνεισφορές στο ταμείο FPAP όταν η τιμή των καυσίμων θα έπεφτε εκ νέου κάτω από την εν λόγω τιμή αναφοράς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα επιτυγχανόταν μια ισορροπία για τη χρηματοδότηση του συστήματος χωρίς να απαιτείται η εισφορά δημόσιων πόρων.

(3)

Ωστόσο, δεδομένου ότι η αγοραία τιμή των καυσίμων εξακολουθεί πάντα να υπερβαίνει κατά πολύ την τιμή αναφοράς, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η λειτουργία του ταμείου FPAP είναι δυνατή μόνο με την χρηματοδοτική εισφορά του κράτους και ότι η εν λόγω χρηματοδοτική εισφορά συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ.

(4)

Στις 25 Αυγούστου 2005, η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλία να της γνωστοποιήσει, έως τις 5 Σεπτεμβρίου 2005, εάν το κράτος είχε υιοθετήσει ή μελετήσει συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση της αύξησης του κόστους των καυσίμων. Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι σε περίπτωση που τα εν λόγω μέτρα συνεπάγονταν κρατικές ενισχύσεις θα έπρεπε να ενημερωθεί και επ’ αυτών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης.

(5)

Ελλείψει απάντησης, και σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 (νυν άρθρο 88) της συνθήκης ΕΚ (1), η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλία, στις 21 Σεπτεμβρίου 2005, να της παράσχει, εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων, πληροφορίες σχετικά με το εν λόγω ταμείο έτσι ώστε να μπορέσει να εξετάσει κατά πόσο υπήρξε στην πράγματι κρατική ενίσχυση και, ενδεχομένως, εάν αυτή η κρατική ενίσχυση ήταν συμβατή με την κοινή αγορά ή όχι.

(6)

Στις 7 Οκτωβρίου 2005, η Γαλλία απάντησε στο αίτημα της Επιτροπής της 25ης Αυγούστου 2005 αναφέροντας ότι «κανένα μέτρο σχετικό με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων δεν εφαρμόστηκε στη Γαλλία για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που προκύπτουν από την πρόσφατη σημαντική αύξηση των τιμών των καυσίμων». Η Γαλλία ωστόσο ανέφερε ότι έχει ενθαρρύνει «μία προσέγγιση δρομολογούμενη από τους επαγγελματίες» η οποία συνίσταται στη δημιουργία ενός ταμείου για την πρόληψη των κινδύνων του αλιευτικού κλάδου. Στην εν λόγω επιστολή δεν γίνεται μνεία στις χορηγηθείσες από το γαλλικό κράτος ταμειακές προκαταβολές. Αντιθέτως, προέκυπτε εμμέσως από την απάντηση των γαλλικών αρχών ότι η χρηματοδότηση του ταμείου, που βρίσκεται υπό τη διαχείριση των επαγγελματιών, έγκειται αποκλειστικά στον επιμερισμό της χρηματοοικονομικής ικανότητας των μελών του.

(7)

Στις 21 Οκτωβρίου 2005, η Επιτροπή υπενθύμισε στις γαλλικές αρχές το επίσημο αίτημά της για παροχή πληροφοριών σχετικά με το ταμείο FPAP, με ημερομηνία την 21η Σεπτεμβρίου 2005, παρέχοντας τους μία νέα προθεσμία δύο εβδομάδων.

(8)

Ελλείψει απάντησης από τη Γαλλία εντός των τασσόμενων προθεσμιών, η Επιτροπή αποφάσισε, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του προαναφερθέντος άρθρου 10, να διατάξει τη Γαλλία για την παροχή των απαραίτητων για την εν λόγω εξέταση πληροφοριών. Η εν λόγω διαταγή της 5ης Δεκεμβρίου 2005, ανακοινώθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2005 και περιελάμβανε προθεσμία απάντησης τριών εβδομάδων.

(9)

Η Γαλλία απάντησε με επιστολή της 21ης Δεκεμβρίου 2005 την οποία έλαβε η Επιτροπή στις 27 Δεκεμβρίου 2005. Η επιστολή αυτή παρέπεμπε σε προηγούμενη απάντηση, με ημερομηνία 6 Δεκεμβρίου και την οποία είχε λάβει η Επιτροπή στις 8 Δεκεμβρίου, απάντηση η οποία είχε σταλεί κατόπιν της επιστολής της Επιτροπής με ημερομηνία 21 Σεπτεμβρίου 2005 (βλ. αιτιολογική σκέψη 5 της παρούσας απόφασης). Με τις δύο αυτές επιστολές, η Γαλλία κοινοποίησε στην Επιτροπή τα καταστατικά του ταμείου FPAP και τις τρεις συμβάσεις που σχετίζονται με την καταβολή μίας επιστρεπτέας κρατικής προκαταβολής στο ταμείο FPAP.

(10)

Κατόπιν εξέτασης των εν λόγω απαντήσεων και των επισυναπτόμενων σε αυτές εγγράφων, η Επιτροπή ανακοίνωσε στη Γαλλία, στις 8 Μαρτίου 2006, την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης όπως προβλέπεται από το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ και από το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.

(11)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 19 Απριλίου 2006 (2). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των εν λόγω μέτρων εντός προθεσμίας ενός μηνός.

(12)

Η Γαλλία γνωστοποίησε τις παρατηρήσεις της με επιστολή της 21ης Απριλίου 2006, υπό τη μορφή διακοινώσεως από τις αρχές της. Η εν λόγω διακοίνωση συνοδεύεται από επιχειρηματολογία που φαινόταν αρχικά να προορίζεται για εσωτερική χρήση· η επιχειρηματολογία επεξηγεί τη στάση που επρόκειτο να υιοθετήσει η Γαλλία απέναντι στα επιχειρήματα της Επιτροπής.

(13)

Στις 17 Μαΐου 2006, το δικηγορικό γραφείο Ménard, Quimbert και συνεργάτες, με έδρα τη Nantes (εφεξής: «ΜQA») δήλωσε δια τηλεομοιοτυπίας την πρόθεσή του να διατυπώσει μεταγενέστερα παρατηρήσεις για λογαριασμό του ταμείου FPAP, και συνεπώς ζήτησε τη χορήγηση προθεσμίας. Η Επιτροπή έκανε δεκτή παράταση δύο εβδομάδων. Έπειτα, το γραφείο MQA διαβίβασε στις 17 Μαΐου με συνήθες ταχυδρομείο ένα υπόμνημα υπό το λογότυπο της Ναυτικής Συνεργασίας υπογεγραμμένο από τον κ. de Feuardent, Γενικό Γραμματέα του ταμείου FPAP με ημερομηνία την 18η Μαΐου, το οποίο η Επιτροπή παρέλαβε στις 23 Μαΐου. Μια τρίτη επιστολή του γραφείου MQA, πάντα με ημερομηνία την 17η Μαΐου και η οποία παρελήφθη από την Επιτροπή στις 14 Ιουνίου, αποτελείτο από «μια νέα έκδοση των παρατηρήσεών [του] μετά τη διόρθωση ορισμένων γραφειοκρατικών λαθών»· στην πραγματικότητα επρόκειτο για έγγραφα που δεν είχαν διαβιβαστεί ακόμα στην Επιτροπή και τα οποία αντιστοιχούν σε συμπληρωματικές παρατηρήσεις του προαναφερόμενου υπομνήματος του κ. de Feuardent, συνοδευόμενες από μια σειρά εγγράφων συναφών με τη λειτουργία του ταμείου FPAP (καταστατικά, τρόπος λειτουργίας, ενημερωτικά σημειώματα, φορολογική μεταχείριση των εισφορών, επιστολή κοινής αποστολής της Γενικής Επιθεώρησης Οικονομικών και της Γενικής Επιθεώρησης Γεωργίας και Αλιείας). Τέλος, μια τελευταία επιστολή του γραφείου MQA, με ημερομηνία την 12η Ιουνίου 2006, και η οποία εστάλη την ίδια ημέρα με τηλεομοιοτυπία στην Επιτροπή αποτελεί συνέχεια της επιστολής της 19ης Μαΐου «που εσφαλμένα έφερε ως ημερομηνία την 17η Μαΐου, [σας] παρουσιάζει τις παρατηρήσεις του κ. de Feuardent, γενικού γραμματέα της Συνομοσπονδίας της Ναυτικής Συνεργασίας, Αλληλοβοήθειας και Πίστης, με ημερομηνία τη 18η Μαΐου 2006» συμπεριλάμβανε τις ίδιες συμπληρωματικές παρατηρήσεις με αυτές της τρίτης επιστολής με ημερομηνία τη 17η Μαΐου, αλλά χωρίς τα παραρτήματα.

(14)

Στις 14 Ιουνίου 2006, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γαλλία την τρίτη επιστολή της 17ης Μαΐου 2006 που εστάλη από το γραφείο MQA (έκδοση με τις διορθώσεις των γραφειοκρατικών λαθών) καθώς και την τελευταία επιστολή του MQA με ημερομηνία την 12η Ιουνίου 2006, ζητώντας να λάβει τις παρατηρήσεις της Γαλλίας εντός ενός μηνός. Στις 12 Ιουλίου 2006, η Γαλλία ζήτησε παράταση της προθεσμίας μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου. Στις 18 Ιουλίου 2006, η Επιτροπή αποδέχτηκε συμπληρωματική προθεσμία ενός μηνός. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2006, η Γαλλία απάντησε ότι δεν επιθυμεί να διατυπώσει συγκεκριμένη παρατήρηση, αλλά ανέφερε ενδεικτικά ότι η επιστολή του γραφείου MQA που έφερε ως ημερομηνίες τις 17/19 Μαΐου 2006 δεν αντιστοιχούσε στις παρατηρήσεις του κ. de Feuardent. Στις 9 Οκτωβρίου 2006, η Επιτροπή διαβίβασε στη Γαλλία τις λεπτομέρειες των επιστολών που έλαβε από το γραφείο MQA ζητώντας επιβεβαίωση, εντός δέκα ημερών, ότι οι γαλλικές αρχές είχαν λάβει γνώση του υπομνήματος του κ. de Feuardent. Στις 23 Οκτωβρίου 2006, η Γαλλία απάντησε ότι δεν είχε στη διάθεσή της το εν λόγω υπόμνημα στο οποίο είχε αναφερθεί προηγουμένως μόνο διότι γινόταν μνεία σε αυτό στην επιστολή [του γραφείου MQA] της 12ης Ιουνίου. Δηλώνοντας λοιπόν η Γαλλία ότι δεν έχει λάβει την εν λόγω επιστολή, η Επιτροπή της την κοινοποίησε με επισήμως στις 27 Οκτωβρίου 2006, ζητώντας να της αποσταλούν οι ενδεχόμενες παρατηρήσεις το αργότερο μέχρι τις 15 Νοεμβρίου.

(15)

Στις 27 Νοεμβρίου 2006, η Γαλλία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι δεν είχε κάποια συγκεκριμένη παρατήρηση για το εν λόγω έγγραφο.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

2.1.   Παρουσίαση του ταμείου FPAP και των δραστηριοτήτων του

(16)

Το ταμείο FPAP συγκροτήθηκε υπό τη μορφή επαγγελματικού συνδικάτου, σύμφωνα με το γαλλικό νόμο της 21ης Μαρτίου 1884, όπως τροποποιήθηκε από το νόμο της 12ης Μαρτίου 1920. Το σχέδιο του καταστατικού εγκρίθηκε από την ιδρυτική συνέλευση η οποία συνήλθε στις 10 Φεβρουαρίου 2004 ενώ το ίδιο το καταστατικό φέρει ως ημερομηνία την 9η Απριλίου 2004.

(17)

Σύμφωνα με το εν λόγω καταστατικό (άρθρο 4), το συνδικάτο ιδρύθηκε για περίοδο 99 ετών. Ως έδρα ορίστηκε το Παρίσι, στην οδό Rocher 24, στην ίδια διεύθυνση με τη Συνομοσπονδία της Ναυτικής Συνεργασίας, Αλληλοβοήθειας και Πίστης (εφεξής καλούμενη «Ναυτική Συνεργασία»).

(18)

Σύμφωνα με το άρθρο 7, τα ιδρυτικά μέλη είναι η Ναυτική Συνεργασία, η κεντρική αρχή προμηθειών και ανάπτυξης CECOMER, συνεταιρισμός εμπόρων λιανικής πωλήσεως, ο οποίος στην ουσία είναι η κεντρική αρχή προμηθειών των ναυτιλιακών συνεταιρισμών που έχουν ως βασική λειτουργία τον εφοδιασμό σε υλικά και λειτουργικά προϊόντα για τις αλιευτικές επιχειρήσεις, το κέντρο διαχείρισης της αλιείας περιορισμένης κλίμακας καθώς και δύο προσωπικότητες από τον κόσμο της αλιείας. Δια της ιδρυτικής συνέλευσης της 10ης Φεβρουαρίου 2004, τα εν λόγω πέντε ιδρυτικά μέλη ορίστηκαν διαχειριστές του ταμείου FPAP μέχρι τη συνεδρίαση της τακτικής γενικής συνέλευσης το 2007. Συνεπώς φαίνεται ότι το ταμείο FPAP είναι απόρροια του αλιευτικού τομέα και των οργανισμών που συνδέονται οικονομικά με την αλιεία (ναυτικοί συνεταιρισμοί, κεντρικές αρχές προμήθειας, κέντρα διαχείρισης αλιευτικών επιχειρήσεων).

(19)

Τα υποψήφια μέλη οφείλουν να προσκομίσουν αποδείξεις ότι η δραστηριοποιούνται στον τομέα της αλιείας· ωστόσο, το συνδικάτο δύναται να δεχτεί στους κόλπους του «οποιοδήποτε άλλο άτομο που είναι διατεθειμένο να υποστηρίξει ηθικά το συνδικάτο» με την επιφύλαξη ότι ο αριθμός των μελών αυτής της κατηγορίας δεν θα ξεπερνάει το 5 % του συνολικού αριθμού των μελών του συνδικάτου. Η Γαλλία διευκρινίζει, στην επιστολή της 6ης Δεκεμβρίου 2005, ότι το ταμείο FPAP αποτελείται από 2 013 μέλη και 2 385 πλοία τα οποία αντιπροσωπεύουν το 30 % του γαλλικού στόλου.

(20)

Το άρθρο 2 του καταστατικού αναφέρει ότι: «Το αντικείμενο του συνδικάτου είναι η ανάπτυξη προϊόντων με στόχο να μπορέσουν όσοι δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στον τομέα της αλιείας να εξασφαλίσουν την κάλυψη των παρακάτω κινδύνων: διακύμανση της τιμής του πετρελαίου, θαλάσσια ρύπανση ή υγειονομικός κίνδυνος σχετικός με τη ρύπανση, κλείσιμο των ποσοστώσεων ή σημαντική μείωση των αλιευτικών δυνατοτήτων, κίνδυνος που σχετίζεται με την αγορά. Λαμβάνει την ονομασία Ταμείο για την πρόληψη κινδύνων του αλιευτικού κλάδου». Συνεπώς, το ταμείο FPAP αποτελεί μια ένωση αμοιβαίας ασφάλισης που προσφέρει στα μέλη της κάποιες παροχές ως αντάλλαγμα για τις εισφορές τους.

(21)

Η Γαλλία διαβίβασε τα αντίγραφα τριών προηγούμενων συμβάσεων που είχαν συναφθεί μεταξύ του κράτους και του ταμείου FPAP και οι οποίες αφορούσαν την καταβολή επιστρεπτέων προκαταβολών από το κράτος προς όφελος του εν λόγω ταμείου. Οι εν λόγω προκαταβολές καταβλήθηκαν διαμέσου του εθνικού διεπαγγελματικού οργανισμού προϊόντων της θάλασσας και της υδατοκαλλιέργειας (OFIMER). Η πρώτη σύμβαση της 12ης Νοεμβρίου 2004 αφορά ποσό 15 εκατομμυρίων EUR· η δεύτερη, με ημερομηνία 27 Μαΐου 2005, αφορά ποσό 10 εκατομμυρίων EUR· η τρίτη, με ημερομηνία 11 Οκτωβρίου 2005, αφορά ποσό 40 εκατομμυρίων EUR. Σύμφωνα λοιπόν με τις τρεις αυτές συμβάσεις, το ταμείο FPAP έλαβε ως προκαταβολή ποσό 65 εκατομμυρίων EUR.

(22)

Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία που επισυνάπτεται στο σημείωμα της Γαλλίας της 21ης Απριλίου 2006 (βλ. αιτιολογική σκέψη 12 της παρούσας απόφασης), είναι δυνατό να έχει καταβληθεί μία επιπλέον προκαταβολή ύψους 12 εκατομμυρίων EUR στο ταμείο FPAP (βλ. αιτιολογική σκέψη 40 της παρούσας απόφασης).

(23)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 των εν λόγω συβάσεων, «το ταμείο FPAP λειτουργεί βάσει των εισφορών που καταβάλουν τα μέλη του προκειμένου να καλυφθούν χρηματοοικονομικά έναντι των κινδύνων που προκύπτουν από τις διακυμάνσεις της τιμής του πετρελαίου και των διαχειριστικών δαπανών που απορρέουν». Οι εν λόγω συμβάσεις δείχνουν ότι το ταμείο FPAP, μολονότι συστάθηκε επισήμως, σύμφωνα με το καταστατικό του, έχοντας ένα αρκετά ευρύ αντικείμενο όσον αφορά τις παροχές που θα μπορούσε να εξασφαλίζει (βλ. αιτιολογική σκέψη20 της παρούσας απόφασης), στην πραγματικότητα περιόρισε τη δραστηριότητά του στην χρηματοοικονομική κάλυψη των αλιευτικών επιχειρήσεων έναντι της αύξησης της τιμής των καυσίμων.

(24)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 της σύμβασης της 12ης Νοεμβρίου 2004, «η ταμειακή προκαταβολή έχει στόχο την εφαρμογή ενός μηχανισμού κάλυψης έναντι των διακυμάνσεων των διεθνών τιμών του πετρελαίου με ημερομηνία εκκίνησης την 1η Νοεμβρίου 2004· η προκαταβολή αυτή θα μπορούσε να επιτρέψει την απόκτηση χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές. Οι αντισταθμίσεις που καταβάλλονται στα μέλη του ταμείου FPAP πρέπει να αντιστοιχούν στη διαφορά της διαπιστωθείσας τιμής μεταξύ της μέγιστης καλυπτόμενης τιμής και της μέσης μηνιαίας τιμής του δείκτη αναφοράς για τον υπό εξέταση μήνα». Η σύνταξη του άρθρου 2 της σύμβασης της 27ης Μαΐου 2005 είναι σχεδόν πανομοιότυπη: προβλέπει, αντί της «εφαρμογής» ενός μηχανισμού κάλυψης, «τη συνέχιση» αυτού του μηχανισμού και ορίζει την 1η Μαρτίου 2005 ως την ημερομηνία κατά την οποία θα μπορούσε να ξεκινήσει η κάλυψη της καταβληθείσας προκαταβολής στο πλαίσιο της εν λόγω σύμβασης. Το ίδιο ισχύει και για τη σύμβασης της 11ης Οκτωβρίου 2005· το άρθρο 2 προβλέπει ότι, για την καταβληθείσα προκαταβολή, το ταμείο εξακολουθεί να εφαρμόζει τη δραστηριότητα κάλυψης «[…] αρχής γενομένης από την 1η Ιουλίου 2005 και τουλάχιστον μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2005 αγοράζοντας χρηματοοικονομικά δικαιώματα προαιρέσεων στις προθεσμιακές αγορές μέχρι 17 λεπτά του ευρώ/λίτρο». Επισημαίνεται επίσης ότι «οι αντισταθμίσεις που καταβάλλονται στα μέλη του ταμείου θα πρέπει να αντιστοιχούν, κατ’ανώτατο όριο, στη διαφορά της διαπιστωθείσας τιμής μεταξύ της τιμής των 30 λεπτών του ευρώ/λίτρο και της μέσης μηνιαίας τιμής αναφοράς για τον υπό εξέταση μήνα, σε περίπτωση που η τελευταία υπερβαίνει τα 30 λεπτά του ευρώ/λίτρο».

(25)

Συνεπώς, από τον λεπτομερή τρόπο λειτουργίας του ταμείου FPAP προκύπτει ότι ο μηχανισμός κάλυψης λειτουργεί μέσω των συμβάσεων εγγύησης που συνάπτονται μεταξύ του ταμείου FPAP και των επιχειρήσεων που είναι μέλη αυτού. Τα μέλη καταβάλλουν ένα τέλος εγγραφής της τάξεως των 150 EUR και μια εγγυητική εισφορά που προκύπτει από την εκτιμώμενη ποσότητα των καυσίμων εκφρασμένη σε λίτρα προς 0,035 λεπτά ανά λίτρο καυσίμου. Σε αντάλλαγμα, οι αλιευτικές επιχειρήσεις λαμβάνουν μια αποζημίωση η οποία προσδιορίζεται βάσει του καταναλωθέντος όγκου, εντός των ορίων του εξασφαλισθέντος όγκου, και της οποίας οι τρόποι υπολογισμού περιγράφονται λεπτομερώς στον εν λόγω τρόπο λειτουργίας.

(26)

Το άρθρο 3 των συμβάσεων που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 21 αναφέρει ότι οι προκαταβολές είναι δυνατόν να καταβληθούν από τον OFIMER μόνο μετά από την υποβολή ορισμένων δικαιολογητικών εγγράφων. Τα εν λόγω δικαιολογητικά θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν τα πρακτικά του οργάνου διαβουλεύσεων του ταμείου FPAP για την έγκριση της διαχείρισης της κρατικής προκαταβολής και, για τις δύο πρώτες συμβάσεις, για την λεπτομερή περιγραφή της χρήσης της εν λόγω προκαταβολής, καθώς και έναν προσωρινό προϋπολογισμό. Η Γαλλία, με το σημείωμά της της 6ης Δεκεμβρίου 2005, επιβεβαίωσε ότι τα αναφερόμενα ποσά, που ανέρχονται σε 65 εκατομμύρια EUR, όντως χορηγήθηκαν στο ταμείο FPAP. Στο εν λόγω σημείωμα διευκρινίζεται ότι οι προκαταβολές αυτές χορηγήθηκαν «για να εξασφαλιστεί η λειτουργία του ταμείου FPAP, το συντομότερο δυνατό, από το Νοέμβριο του 2004 μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του 2005».

(27)

Εξάλλου, το ταμείο FPAP δεσμεύεται να τηρεί λογιστικά βιβλία που θα επιτρέπουν την ενημέρωση, κατόπιν αιτήματος, σχετικά με τη χρήση των προκαταβολών και τη διάθεση των πόρων και των δαπανών. Τα λογιστικά έγγραφα θα πρέπει να τηρούνται για χρονικό διάστημα δέκα ετών και μπορούν να τεθούν στη διάθεση διαφόρων κρατικών οργάνων κατόπιν υποβολής απλής αίτησης.

(28)

Στο άρθρο 4 ορίζεται το επιτόκιο για την αποπληρωμή των εν λόγω προκαταβολών από το ταμείο FPAP προς τον OFIMER στο 4,45 %. Το ποσό των 15 εκατομμυρίων EUR που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης της 12ης Νοεμβρίου 2004 πρέπει να αποπληρωθεί το αργότερο την 1η Νοεμβρίου 2006, το ποσό των 10 εκατομμυρίων EUR που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης της 27ης Μαΐου 2005 πρέπει να αποπληρωθεί το αργότερο την 1η Μαΐου 2007 και το ποσό των 40 εκατομμυρίων EUR που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης της 11ης Οκτωβρίου 2005 πρέπει να αποπληρωθεί το αργότερο την 1η Ιουλίου 2007.

(29)

Όσον αφορά τις τρεις (ενδεχομένως τέσσερις) συμβάσεις που υπογράφηκαν μεταξύ του γαλλικού κράτους και του ταμείου, η δραστηριότητα του ταμείου FPAP, στο πλαίσιο του πρώτου εκ των στόχων που προσδιορίζονται στο άρθρο 2 του καταστατικού (να επιτραπεί στις αλιευτικές επιχειρήσεις να εξασφαλίσουν την κάλυψη των κινδύνων που συνδέονται με τη διακύμανση των τιμών του πετρελαίου), είναι συνεπώς διττή:

α)

η αντιμετώπιση των διακυμάνσεων των τιμών του πετρελαίου μέσω της απόκτησης δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές στον κλάδο των προϊόντων πετρελαίου· και

β)

η μερική αντιστάθμιση του πρόσθετου κόστους από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου για τα πλοία των μελών του εν λόγω ταμείου, εφόσον η τιμή του καυσίμου υπερβαίνει ένα ορισμένο ανώτατο όριο.

(30)

Όσον αφορά την κρατική ενίσχυση, η εξέταση του ταμείου πρέπει να γίνει υπό αυτές τις δύο πτυχές, αφενός όταν ενεργεί ως οικονομικός φορέας στις προθεσμιακές αγορές, και αφετέρου όταν αποζημιώνει τις αλιευτικές επιχειρήσεις για ένα μέρος των εξόδων που αντιστοιχούν στην αγορά καυσίμων με στόχο να μειωθεί το κόστος παραγωγής τους.

2.2.   Κίνητρα για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης

(31)

Τα κίνητρα για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης ήταν τα ακόλουθα.

2.2.1.   Σχετικά με την απόκτηση δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές

(32)

Η καταβληθείσα στο ταμείο FPAP προκαταβολή μπορεί να θεωρηθεί ως βραχυπρόθεσμο δάνειο με επιτόκιο 4,45 %. Η Επιτροπή ωστόσο υπογραμμίζει ότι το ταμείο δεν έχει στην κατοχή του ακίνητη περιουσία και ότι τα ίδια κεφάλαιά του είναι εξαιρετικά χαμηλά επειδή προέρχονται μόνο από τις εισφορές των μελών του. Για το λόγο αυτό ένας τραπεζικός οργανισμός δεν θα χορηγούσε ποτέ ένα τέτοιο δάνειο.

(33)

Παρέχεται, συνεπώς, στο εν λόγω ταμείο ένα οικονομικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες εταιρίες που δραστηριοποιούνται στις ίδιες προθεσμιακές αγορές. Το εν λόγω πλεονέκτημα συνιστά κρατική ενίσχυση προς όφελος του ταμείου. Δεν υφίσταται καμία διάταξη του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ ή των κατευθυντήριων γραμμών που έχει θεσπίσει η Επιτροπή για την ανάλυση των καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων που να επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

(34)

Ωστόσο, χάρη σε αυτή τη δραστηριότητά, οι αλιευτικές επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου FPAP μπορούν να αγοράσουν καύσιμα σε μειωμένη τιμή. Αυτό αποτελεί ενίσχυση που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους παραγωγής των ευεργετούμενων από το ταμείο επιχειρήσεων. Συνεπώς, σύμφωνα με την παράγραφο 3.7 των κατευθυντήριων οδηγιών για την εξέταση των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας (3), αυτό το είδος λειτουργικής ενίσχυσης, η οποία δεν συνοδεύεται από καμία υποχρέωση, πρέπει κανονικά να θεωρηθεί ως ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

2.2.2.   Σχετικά με αντιστάθμιση προς τις αλιευτικές επιχειρήσεις μέρους του κόστους που προκύπτει από την αγορά καυσίμων

(35)

Και σε αυτό το σημείο επίσης, πρόκειται για ενίσχυση που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του παραγωγικού κόστους για τις επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου FPAP. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν υφίσταται καμία διάταξη του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ ή των κατευθυντήριων γραμμών που να έχει θεσπίσει η Επιτροπή για την εξέταση κρατικών ενισχύσεων που επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 3.7 των συγκεκριμένων κατευθυντήριων οδηγιών για τον τομέα της αλιείας, αυτό το είδος λειτουργικής ενίσχυσης, η οποία δεν συνοδεύεται από καμία υποχρέωση, πρέπει να θεωρηθεί ως ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

2.2.3.   Συμπέρασμα

(36)

Εν όψει του συνόλου των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της, η Επιτροπή εκτίμησε ότι υφίστανται σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά το συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά αυτού του μέτρου ενίσχυσης από το οποίο επωφελούνται τόσο το ίδιο το ταμείο FPAP όσο και οι αλιευτικές επιχειρήσεις που είναι μέλη αυτού.

3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

3.1.   Παρατηρήσεις της Γαλλίας

(37)

Οι παρατηρήσεις της Γαλλίας παρουσιάζονται στην απάντηση της 21ης Απριλίου 2006. Έκτοτε δεν έχει διατυπωθεί καμία συμπληρωματική παρατήρηση επί των επιχειρημάτων που έχουν αναπτύξει το ταμείο FPAP και το γραφείο MQA.

(38)

Η Γαλλία υποστηρίζει ότι η ανάλυση της Επιτροπής θα έπρεπε να επικεντρωθεί στη φύση και στους όρους χορήγησης της προκαταβολής που παρέχει το κράτος και όχι στις δραστηριότητες του ταμείου FPAP.

(39)

Υπό την έννοια αυτή παρατηρεί ότι:

τα εφαρμοστέα επιτόκια υπερβαίνουν τα επιτόκια αναφοράς που καθορίστηκαν από την Επιτροπή για να προσδιοριστεί η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης σε ένα επιδοτούμενο δάνειο,

αυτή η παρέμβαση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση πριν από τη λήξη της προθεσμίας αποπληρωμής. Εν προκειμένω, η Γαλλία υπενθυμίζει ότι οι εν λόγω περίοδοι έχουν καθοριστεί για την 1η Νοεμβρίου 2006, την 1η Μαΐου 2007 και την 1η Ιουλίου 2007 αντίστοιχα.

το επιχείρημα της Επιτροπής, σύμφωνα με το οποίο κανένας τραπεζικός οργανισμός δεν θα χορηγούσε μία τέτοια προκαταβολή στο ταμείο FPAP στερείται ερείσματος καθώς θα μπορούσαν να εφαρμοστούν εγγυητικοί μηχανισμοί. Άλλωστε, η Γαλλία τονίζει ότι το ταμείο FPAP είναι η μόνη γαλλική επαγγελματική διάρθρωση που συγκεντρώνει αλιευτικές επιχειρήσεις με στόχο τη δραστηριοποίησή τους στην προθεσμιακή αγορά πετρελαίου και ότι η προσχώρηση στο ταμείο αυτό είναι ελεύθερη.

(40)

Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Γαλλία αναφέρει, στην επιχειρηματολογία που επισυνάπτεται στην απάντησή της (βλ. αιτιολογική σκέψη 12 της παρούσας απόφασης), ότι «δεν είναι απαραίτητη η αναφορά ότι είχε αποφασιστεί να χορηγηθεί προκαταβολή 12 εκατομμυρίων ευρώ, εφόσον μέχρι τότε δεν είχε υπογραφεί η σύμβαση, ωστόσο, είναι σκόπιμο να αποφευχθεί το αδιέξοδο. Προτείνεται να αναφερθεί ότι ένας προβληματισμός έχει ήδη δρομολογηθεί».

3.2.   Παρατηρήσεις του ταμείου FPAP

(41)

Η Επιτροπή έλαβε από το δικηγορικό γραφείο MQA πολλές επιστολές με διαφορετικό περιεχόμενο και οι οποίες εστάλησαν κατά άτακτο τρόπο (βλ. λεπτομέρειες στην αιτιολογική σκέψη 13 της παρούσας απόφασης), οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: ένα υπόμνημα με το λογότυπο της Ναυτικής Συνεργασίας με ημερομηνία την 18η Μαΐου 2006 το οποίο φέρει την υπογραφή του γενικού γραμματέα του ταμείου FPAP και συμπληρωματικές παρατηρήσεις του γραφείου MQA για λογαριασμό του ταμείου FPAP, συνοδευόμενες από σειρά εγγράφων σχετικών με τη λειτουργία του ταμείου FPAP (καταστατικό, τρόπος λειτουργίας, ενημερωτικά σημειώματα, φορολογική μεταχείριση των εισφορών, επιστολή κοινής αποστολής της Γενικής Επιθεώρησης Οικονομικών και της Γενικής Επιθεώρησης Γεωργίας και Αλιείας).

(42)

Από την ανάλυση των κειμένων που εστάλησαν από το γραφείο MQA, προκύπτει ότι το ταμείο FPAP συμφωνεί με το επιχείρημα της Γαλλίας αναφέροντας ότι δεν μπορεί να προδικαστεί «πλήρης και ανεπιφύλακτη ακύρωση του χρέους την ημερομηνία λήξης του» εφόσον δεν έχει διαπιστωθεί κάποια αδυναμία αποπληρωμής. Για τα υπόλοιπα, αντίθετα με τη Γαλλία, το ταμείο FPAP επικεντρώνει την επιχειρηματολογία του όχι στη φύση και στους όρους χορήγησης της ενίσχυσης, αλλά στο καταστατικό και στις δραστηριότητες του ταμείου FPAP.

(43)

Τα κύρια επιχειρήματα που προέβαλε το ταμείο FPAP για να αμφισβητήσει τη φύση της κρατικής ενίσχυσης, ή την ασυμβατότητά της με την κοινή αγορά, για τις προκαταβολές που χορηγήθηκαν από το γαλλικό κράτος συνοψίζονται ως εξής:

το ταμείο FPAP δεν αποτελεί έναν συνηθισμένο οικονομικό φορέα, δεδομένου ότι πρόκειται για επαγγελματικό συνδικάτο το οποίο ενεργεί για το αποκλειστικό συμφέρον των μελών του χωρίς τα κίνητρά του να υπαγορεύονται από το κέρδος και το οποίο αποτελεί έναν «όμιλο πρόληψης». Συνεπώς, δεδομένου ότι οργανώνει τον επιμερισμό των κινδύνων με ένα σύστημα αντιστάθμισης με βάση μια τιμή αναφοράς, το ταμείο δεν θα ενεργούσε ως συνηθισμένος οικονομικός φορέας, «αλλά ως συντονιστής των καταναλωτών πετρελαϊκών προϊόντων οι οποίοι επιδιώκουν περισσότερο την προστασία τους από την αγορά παρά την παρέμβαση τους σε αυτή». Αρχικά, είχε σχεδιαστεί σε θεωρητικό επίπεδο να είναι αυτάρκες καθώς είχε προβλεφθεί μια ενδεχόμενη επιστροφή των εισφορών που είχαν χορηγηθεί και δεν είχαν χρησιμοποιηθεί. Άλλωστε, το ταμείο FPAP επιμένει στη συνολική διαφάνεια της διαχείρισής του· εν προκειμένω, και μην έχοντας ουδεμία οικονομική δραστηριότητα για ίδιο λογαριασμό, το ταμείο δεν μπορεί να επηρεάσει σχετικά την προθεσμιακή αγορά. Επίσης, το ταμείο FPAP αναφέρει τη διενέργεια κοινού λογιστικού ελέγχου από την Γενική Επιθεώρηση Οικονομικών και τη Γενική Επιθεώρηση Γεωργίας και Αλιείας,

το Ταμείο δεν δραστηριοποιείται σε ένα ουσιαστικό τμήμα της κοινοτικής αγοράς, διότι η αγορά των αλιευτικών προϊόντων είναι εκτεθειμένη σε πολλές άλλες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού εξαιτίας των διαφορετικών εθνικών πολιτικών σχετικά με την εφαρμογή της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Συνεπώς, η αγορά θα πρέπει να αναλυθεί ως ένα «μωσαϊκό μικρότερων περιφερειακών αγορών». Ως εκ τούτου, η παρέμβαση αυτή δεν θα αλλοίωνε τους όρους των συναλλαγών. Εξάλλου, το ταμείο FPAP αναφέρει ότι η ανάλυση του ανταγωνισμού θα έπρεπε να είναι εμπεριστατωμένη καθώς ένα σημαντικό μέρος της αύξησης και της στρέβλωσης του κόστους που υφίσταται ο αλιευτικός κλάδος βασίζεται στα «διόδια» ή στις «κυρώσεις» που προκύπτουν κυρίως από κοινοτικά μέτρα, γεγονός που δεν αντικατοπτρίζει την εικόνα μιας ευρείας ανοικτής αγοράς.

(44)

Η παρέμβαση του Ταμείου είχε ως στόχο να διευκολύνει τη διατήρηση της αλιείας σε περιφερειακό πλαίσιο και να εμποδίσει τα πλοία ανοικτής θαλάσσης να εκμεταλλεύονται ιχθυότοπους με πιο εύκολη πρόσβαση ή τις μηχανότρατες να στραφούν προς δραστηριότητες αλιείας πιο ειδικές και με μικρότερη κατανάλωση ενέργειας. Σκοπός του είναι η προστασία των πόρων, η διατήρηση της ισορροπίας και η διαφύλαξη της ποικιλομορφίας του συστήματος μέσω μιας φάσης προσαρμογής. Κατά τον τρόπο αυτό, το ταμείο FPAP προεξόφλησε τα σχέδια διάσωσης και αναδιάρθρωσης καθώς και την προβλεπόμενη κατάργηση του ανώτατου ορίου των ενισχύσεων de minimis. Για τους προαναφερόμενους λόγους, το ταμείο FPAP γνωστοποιεί τα ακόλουθα επιχειρήματα:

είναι ανακριβής η διατύπωση ότι οι κρατικές προκαταβολές χορηγήθηκαν χωρίς όρους, διότι αντιθέτως «εξαρτώνται από την άμεσα διαφανή διαχείριση [και] κυρίως από τον καθορισμό μιας βιώσιμης πολιτικής η οποία αποτελεί και το αντικείμενο μιας γενικής επιθεώρησης»,

λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο της παρέμβασής του (25 εκατομμύρια EUR σε σύνολο 65 εκατομμυρίων) αφορούσαν άμεσα τις προκαταβολές σε μισθωτούς και αποτελεί άμεση κοινωνική ενίσχυση,

η ενίσχυση είναι το αποτέλεσμα μιας έκτακτης κατάστασης, καθώς η Επιτροπή παραδέχεται και η ίδια τις ειδικές οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες του κλάδου,

το ταμείο FPAP εκτιμά ότι είναι αστικώς υπεύθυνο σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο και ότι η ευθύνη του είναι απεριόριστη. Για το λόγο αυτό, και ελλείψει αδυναμίας αποπληρωμής, το κριτήριο στο οποίο βασίστηκε η Επιτροπή για να χαρακτηρίσει την εν λόγω παρέμβαση κρατικής ενίσχυσης είναι ανεπαρκές.

(45)

Τέλος, το γραφείο MQA διαβίβασε, στο πλαίσιο των παρατηρήσεων που υπέβαλε, τα αντίγραφα των δύο επιστολών του υπουργού αρμόδιου για τον προϋπολογισμό του ταμείου FPAP, οι οποίες υποδηλώνουν ότι το ταμείο FPAP και τα μέλη του επωφελούνται από φορολογικά μέτρα. Τα εν λόγω μέτρα συνιστούν, για το ταμείο FPAP, απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος των εταιριών όπως και, ενδεχομένως, από το φόρο επιτηδεύματος και, για τους αλιείς-ιδιοκτήτες αλιευτικών σκαφών, τη δυνατότητα να εκπίπτουν από τα φορολογητέα εισοδήματά τους τις εισφορές που καταβάλλουν στο συνδικάτο.

4.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ

(46)

Η παρούσα απόφαση δεν αφορά τα φορολογικά πλεονεκτήματα που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 45. Πράγματι, η Επιτροπή δεν είχε γνώση επ’αυτών τη στιγμή που αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης. Τα εν λόγω φορολογικά πλεονεκτήματα αποτελούν αντικείμενο συγκεκριμένης ανάλυσης, στο πλαίσιο του φακέλου ΝΝ 38/2007, η οποία έχει ως στόχο να καθοριστεί κατά πόσο τα πλεονεκτήματα αυτά συνιστούν κρατικές ενισχύσεις και, εάν εφόσον αυτό ισχύει, να προσδιοριστεί αν οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

(47)

Το ταμείο FPAP αποσκοπεί στην επίτευξη στόχου, ο οποίος πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με τις κρατικές ενισχύσεις, κατά τρόπο διττό:

πρώτον, έχει ως στόχο την απόκτηση χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές. Ακόμα και αν αυτό δεν προσδιορίζεται ρητώς, οι εν λόγω προθεσμιακές αγορές είναι προφανώς οι αγορές πετρελαίου ή των παράγωγων προϊόντων αυτού. Συνεπώς, φαίνεται ότι το ταμείο FPAP, μολονότι συστάθηκε υπό μορφή συνδικάτου, τελικά δραστηριοποιείται στις προθεσμιακές αγορές αποκτώντας δικαιώματα προαίρεσης, όπως θα έκανε μια συνήθης ιδιωτική εταιρεία η οποία δραστηριοποιείται στις αγορές αυτού του είδους και λειτουργώντας σύμφωνα με τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς. Η ενίσχυση για την αγορά δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές αναλύεται παρακάτω στο σημείο 4.1 της παρούσας απόφασης,

δεύτερον, το ταμείο FPAP έχει ως στόχο να καταβάλει στις αλιευτικές επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ της μηνιαίας μέσης τιμής αναφοράς και, σύμφωνα με τις συμβάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2004 και της 27ης Μαΐου 2005, της «μέγιστης καλυπτόμενης τιμής» ή, σύμφωνα με τη σύμβαση της 11ης Οκτωβρίου 2005, της τιμής των 30 λεπτών του ευρώ ανά λίτρο σε περίπτωση που η μηνιαία μέση τιμή του δείκτη αναφοράς είναι μεγαλύτερη από την εν λόγω τιμή. Η μηνιαία μέση τιμή αναφοράς καθορίζεται από το ταμείο FPAP. Οι αντισταθμίσεις που καταβάλλει το ταμείο FPAP στις αλιευτικές επιχειρήσεις για την αγορά καυσίμων αναλύονται παρακάτω στο σημείο 4.2 της παρούσας απόφασης.

4.1.   Ενίσχυση υπέρ του ταμείου FPAP: ενίσχυση για την αγορά δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές

4.1.1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

4.1.1.1.   Το ταμείο FPAP είναι μια επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ.

(48)

Καταρχάς είναι σημαντικό να καθοριστεί εάν το ταμείο FPAP μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση. Εάν όχι, τότε το άρθρο 87 παράγραφος 1 δεν έχει εφαρμογή στο ταμείο FPAP. Αναφορικά με το ερώτημα αυτό, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία, στο πλαίσιο του δικαίου ανταγωνισμού, η έννοια της «επιχείρησης» συμπεριλαμβάνει κάθε οντότητα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς της εν λόγω οντότητας και από τον τρόπο χρηματοδότησής της (4). Κάθε δραστηριότητα που αφορά παροχή αγαθών και υπηρεσιών σε μια δεδομένη αγορά συνιστά οικονομική δραστηριότητα (5).

(49)

Οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις προθεσμιακές αγορές προϊόντων πρώτων υλών είναι συνήθως ιδιωτικές εταιρείες που λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς. Για τον επιχειρηματικό φορέα, στόχος της δραστηριοποίησής του στις εν λόγω προθεσμιακές αγορές συνιστά το γεγονός ότι η τιμή αγοράς του προϊόντος, στην περίπτωση που στο μέλλον θα το αποκτούσε στην κανονική τιμή της αγοράς, είναι διαφορετική από την τιμή για την οποία εγκρίνεται το δικαίωμα προαίρεσης. Συνεπώς, ένας επιχειρηματικός φορέας που δραστηριοποιείται σε μια τέτοια αγορά αναλαμβάνει έναν κίνδυνο λόγω της αβεβαιότητας που διέπει την εξέλιξη των τιμών. Στην προκειμένη περίπτωση, το ταμείο FPAP όντως ενήργησε ως επιχειρηματικός φορέας στις προθεσμιακές αγορές πετρελαϊκών προϊόντων. Με τον τρόπο αυτό, είναι εξίσου και επιχειρηματικός φορέας στον τομέα της αλιείας καθώς προμηθεύει την εταιρεία CECOMER, ιδρυτικό και διοικητικό μέλος του ταμείου FPAP, και κεντρική αρχή προμηθειών των ναυτιλιακών συνεταιρισμών, με καύσιμα σε τιμή διαφορετική από αυτή στην οποία η εταιρεία θα αγόραζε το καύσιμο στην κανονική τιμής της αγοράς. Σε περίπτωση που η δραστηριότητα απόκτησης δικαιωμάτων προαίρεσης, η οποία είναι μια δραστηριότητα κερδοσκοπικού χαρακτήρα, πετύχει, τότε η τιμή των καυσίμων που επιστρέφεται στους συνεταιρισμούς είναι κατώτερη από την τιμή της αγοράς. Συνεπώς, το ταμείο FPAP αναλαμβάνει έναν κίνδυνο ελπίζοντας ότι αυτή η κίνηση του θα του αποβεί οικονομικά αποδοτική. Από τη μεριά τους οι ναυτιλιακοί συνεταιρισμοί επαναπωλούν τα καύσιμα στις αλιευτικές επιχειρήσεις με βάση την τιμή στην οποία το αγόρασαν από την CECOMER. Τα χαρακτηριστικά της μεταβίβασης κυριότητας του καυσίμου που αποκτά το ταμείο FPAP για την CECOMER, συνεταιριστική ένωση εμπόρων λιανικής πωλήσεως, δεν είναι γνωστά· ωστόσο, αν και η CECOMER είναι ιδρυτικό μέλος του ταμείου FPAP, πρόκειται για δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ δύο ανεξάρτητων οντοτήτων. Αυτές οι δραστηριότητες μεταβίβασης κυριότητας καυσίμου αναλύονται σαν να πρόκειται για πράξη συμβατικής φύσεως· στην πραγματικότητα, μολονότι αυτές οι ενέργειες παρουσιάζουν πιθανότατα ιδιαιτερότητες, οι συμβάσεις σύμφωνα με τις οποίες πραγματοποιούνται δεν παύουν εντούτοις να αποτελούν συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς συμφωνίες ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, η δραστηριότητα του ταμείο FPAP, που συνίσταται σε ένα είδος παρέμβασης στις προθεσμιακές αγορές πετρελαϊκών προϊόντων για την αγορά των προϊόντων αυτών με στόχο την εκχώρησή τους στην εμπορική εταιρεία CECOMER, είναι προφανώς μια πράξη οικονομικής φύσεως. Εξάλλου η Επιτροπή, στο πλαίσιο της απόφασής της να κινήσει τη διαδικασία επίσημης διερεύνησης, παρατηρεί τα παρακάτω: «Στόχος του ταμείου FPAP είναι να επιτρέψει την απόκτηση χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές. Ακόμα και αν αυτό δεν διευκρινίζεται ρητώς, οι εν λόγω προθεσμιακές αγορές είναι προφανώς οι αγορές πετρελαίου ή των παράγωγων προϊόντων αυτού. Συνεπώς, φαίνεται ότι το ταμείο FPAP, μολονότι συστάθηκε υπό μορφή συνδικάτου, τελικά δραστηριοποιείται στις προθεσμιακές αγορές αγοράζοντας και πωλώντας δικαιώματα προαίρεσης, όπως θα έκανε μια συνήθης ιδιωτική εταιρεία η οποία δραστηριοποιείται στις εν λόγω αγορές και λειτουργώντας σύμφωνα με τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς». Η Γαλλία και το ταμείο FPAP, στις απαντήσεις τους δεν αμφισβήτησαν τις δραστηριότητες αγοραπωλησίας δικαιωμάτων προαίρεσης από το ταμείο FPAP. Η Γαλλία δεν έκανε σχόλια επ'αυτού· όσον αφορά το ταμείο FPAP, περιορίστηκε στην παρατήρηση ότι «το ταμείο FPAP παρενέβη στην παγκόσμια αγορά “βασικών αγαθών” συνεργαζόμενο με χρηματομεσίτες ή εξειδικευμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την ύπαρξη μιας αγοράς πιο ανταγωνιστικής, πιο διευρυμένης και ευμετάβλητης. Συνεπώς, το ταμείο δεν επωφελήθηκε από κανένα οικονομικό πλεονέκτημα, ούτε από ειδικές συνθήκες σε σχέση με όλους τους άλλους φορείς της αγοράς […] Το ερώτημα λοιπόν συνοψίζεται στην προέλευση των πόρων που χορηγήθηκαν ως προκαταβολή […]»· συνεπώς δεν θέτει εν αμφιβόλω τη δήλωση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία το ταμείο δρα ως συνηθισμένος επιχειρηματικός φορέας στις προθεσμιακές αγορές. Άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί ότι η λειτουργία του ταμείου FPAP δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτή ενός διαχειριστή δημόσιων πόρων προς το δημόσιο συμφέρον. Επίσης, η λειτουργία του ταμείου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άσκηση δημόσιας εξουσίας από το Κράτος ή από έναν οργανισμό υπό την ευθύνη του.

(50)

Το ταμείο FPAP συνεπώς πρέπει να θεωρηθεί προφανώς ως μια επιχείρηση υπό την έννοια του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Δεν κρίνεται αναγκαία η εξέταση της φύσης και του καταστατικού του. Ειδικότερα, το γεγονός ότι πιθανώς δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα δεν έχει σχέση. Εξάλλου, ακόμα και αν θεωρήσουμε το εν λόγω ταμείο, για να επαναλάβουμε τα ίδια του τα λόγια, «ως το συντονιστή των καταναλωτών πετρελαϊκών προϊόντων οι οποίοι επιδιώκουν περισσότερο την προστασία τους από την αγορά παρά την παρέμβαση τους σε αυτή», αυτοί οι «καταναλωτές» αποτελούν στην ουσία οικονομικούς φορείς (ναυτιλιακοί συνεταιρισμοί και αλιευτικές επιχειρήσεις) που αποσκοπούν στη μείωση των παραγωγικών τους εξόδων. Αυτή η αντίδραση, αν και είναι απολύτως λογική εκ μέρους των οικονομικών φορέων, εμποδίζει, ωστόσο, τη θεώρηση των εν λόγω φορέων ως μεμονωμένους καταναλωτές υπό την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο α) της συνθήκης, που επιτρέπει τις ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα προς όφελος των μεμονωμένων καταναλωτών. Συνεπώς, τα επιχειρήματα που προέβαλε η Γαλλία ή ακόμα και το ίδιο το ταμείο FPAP, τα οποία αφορούν τόσο το καταστατικό του, τον τρόπο λειτουργίας του, τους στόχους του όσο και τη συγκεκριμένη θέση του στην αγορά πετρελαϊκών προϊόντων, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

4.1.1.2.   Αρχή του ιδιώτη πιστωτή (6)

(51)

Η Επιτροπή φρονεί ότι, στην παρούσα υπόθεση, είναι βάσιμο να εκτιμήσει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης κατ’εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη πιστωτή.

(52)

Τα κονδύλια που προέρχονται από τις τρεις προκαταβολές, των οποίων οι όροι χορήγησης είναι γνωστοί, θα πρέπει να αποπληρωθούν με επιτόκιο 4,45 %. Όσον αφορά την ενδεχόμενη τέταρτη προκαταβολή, ύψους 12 εκατομμυρίων EUR, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η χορήγησή της πραγματοποιήθηκε υπό παρόμοιες ή άμεσα συγκρίσιμες συνθήκες. Στην πράξη, η εν λόγω εισφορά του κράτους αντιστοιχεί σε δάνειο που χορηγήθηκε με το προναφερθέν επιτόκιο. Βέβαια, το επιτόκιο αυτό είναι μεγαλύτερο από το επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζει η Επιτροπή για τον καθορισμό του στοιχείου ενίσχυσης που υφίσταται σε ένα επιδοτούμενο δάνειο, επιτόκιο αναφοράς το οποίο έχει καθοριστεί στο 4,3 % το 2004 (7) και στο 4,08 % από την 1η Ιανουαρίου 2005 (8). Κατά συνέπεια, σε θεωρητικό επίπεδο, θα μπορούσε να μην υπάρχει κρατική ενίσχυση στις περιπτώσεις των χορηγούμενων προκαταβολών σε περίπτωση που οι τελευταίες είχαν χορηγηθεί υπό κανονικές συνθήκες σε μια οικονομία της αγοράς.

(53)

Ωστόσο, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι προκαταβολές αυτές δεν χορηγήθηκαν υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, στο μέτρο που κανένας ιδιώτης πιστωτής δεν δέχτηκε να χορηγήσει τα εν λόγω ποσά, ελλείψει εγγυήσεων για τη βιωσιμότητα της δραστηριότητας του ταμείου FPAP και της πιθανότητας αποπληρωμής εντός της προθεσμίας.

(54)

Το αρχικό κεφάλαιο του ταμείου FPAP αποτελείται από τις εισφορές των μελών (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 23 και 25). Ούτε η Γαλλία αλλά ούτε και το ταμείο FPAP παρείχαν αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τους πόρους που προέρχονται από τις εν λόγω εισφορές. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία που επισυνάφθηκε στην απάντηση της 21ης Απριλίου 2006, οι γαλλικές αρχές εκτιμούν άλλωστε, αφού έχουν αναφέρει ότι «μετά την εκπόνηση της απάντησης της 6ης Δεκεμβρίου 2005, αυτές οι πληροφορίες είχαν προταθεί στο σχέδιο αλλά τελικά διαγράφηκαν κατά τη διυπουργική επικύρωση», ότι «δεν φαίνεται αναγκαίο να δοθεί απάντηση τη δεδομένη στιγμή».

(55)

Η Επιτροπή, ωστόσο, υποθέτει ότι πρόκειται για σχετικά μικρά ποσά σε σύγκριση με το πιθανό μέγεθος των εξόδων. Στην πραγματικότητα, βάσει των στοιχείων που αναφέρονται στο υπόμνημα που φέρει την υπογραφή του Γενικού Γραμματέα του ταμείου FPAP, στα πλαίσια του «λεπτομερούς τρόπου λειτουργίας του ταμείου FPAP» του Νοεμβρίου 2004, και στα πλαίσια των «ενημερωτικών σημειωμάτων του ταμείου FPAP» του Ιανουαρίου του 2006, μπορεί να γίνει μια κατά προσέγγιση εκτίμηση: περίπου 2 500 μέλη (αριθμός μελών του ταμείου FPAP σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές) καταβάλλουν δικαίωμα προσχώρησης 150 EUR έκαστος, δηλαδή συνολικά 375 000 EUR, στα οποία προστίθενται και οι εισφορές που καλύπτουν κυρίως την εγγύηση κατά του κινδύνου (βλ. αιτιολογική σκέψη 25). Εάν θεωρηθεί ότι το σύνολο του καταναλωθέντος πετρελαίου είναι εξασφαλισμένο, και με βάση την ενδεικτική κατανάλωση μιας μηχανότρατας 24 μέτρων σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρει το ταμείο FPAP (περίπου 10 τόνοι καυσίμου εβδομαδιαίως), τη μέγιστη υπόθεση για μία αλιευτική δραστηριότητα 48 εβδομάδων ετησίως, δηλαδή μία κατανάλωση 480 τόνων (αν και ο αριθμός των εβδομάδων αλιευτικής δραστηριότητας είναι πιθανότατα πιο κοντά στις 38 με 40 και όχι στις 48), και τη μοναδιαία αξία της εισφοράς στο ταμείο FPAP, δηλαδή 0,0035 EUR ανά λίτρο, τότε καταλήγουμε σε ένα συνολικό ποσό ύψους 4 200 000 EUR ετησίως για 2 500 πλοία. Η τρίτη πηγή εισφορών προέρχεται από το ενδεχόμενο, που προβλέπεται από το καταστατικό, το συνδικάτο να αποδεχτεί στους κόλπους του, με όριο το 5 % των μελών, «κάθε άτομο που είναι διατεθειμένο να υποστηρίξει ηθικά το συνδικάτο». Πρόκειται πιθανότατα για ένα οριακό ποσό. Ελλείψει ενδείξεων σε σχέση με τον αριθμό των μελών που είναι διατεθειμένα να υποστηρίξουν ηθικά το ταμείο καθώς και σε σχέση με το ποσό των εισφορών τους, αποδεχόμαστε την πολύ ακραία υπόθεση ύπαρξης συμπληρωματικών εισπράξεων της τάξεως των 125 000 EUR (125 μέλη που δεν δραστηριοποιούνται στον τομέα της αλιείας, δηλαδή το ανώτατο όριο που επιτρέπεται από το καταστατικό του ταμείου FPAP [5 % των 2 500 μελών] × 1 000 EUR).

(56)

Το σύνολο των εισπράξεων που προέρχονται από διάφορες εισφορές ανέρχεται συνεπώς σε 4 200 000 + 375 000 + 125 000, δηλαδή σε 4 700 000 EUR ετησίως. Η παραπάνω είναι μια εξαιρετικά αισιόδοξη υπόθεση που υπολογίζεται βάσει της ενδεικτικής κατανάλωσης μιας μηχανότρατας 24 μέτρων με διάρκεια αλιευτικής δραστηριότητας 48 εβδομάδες ετησίως, και βάσει της υπόθεσης ότι το σύνολο της κατανάλωσης είναι εξασφαλισμένο. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την παραπάνω υπόθεση μόνο για να ερευνήσει πόσο θα μπορούσε να είναι το μέγιστο θεωρητικό ποσό των εισπράξεων του ταμείου FPAP. Συνεπώς, αν υποθέσουμε ότι η Γαλλία αναφέρει έναν αριθμό 2 385 ασφαλισμένων πλοίων, εκ των οποίων ένα διόλου αμελητέο ποσοστό είναι πλοία παράκτιας αλιείας κάτω από 12 μέτρα, για τα οποία η ετήσια κατανάλωση καυσίμων ανέρχεται περίπου στους 200 τόνους σε σχέση με τους 480 που χρησιμοποιήθηκαν για τον ανωτέρω υπολογισμό, τότε είναι πιθανόν ότι το πραγματικό ποσό είναι σημαντικά μικρότερο. Στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι ο γαλλικός στόλος διαθέτει περίπου 1 500 πλοία άνω των 12 μέτρων και ότι το 95,3 % των πλοίων αυτού του μεγέθους καλύπτονται από το ταμείο FPAP (9), δηλαδή περίπου 1 400 πλοία, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι περίπου 1 000 πλοία με μήκος τουλάχιστον 12 μέτρα επίσης καλύπτονται ασφαλιστικά από το ταμείο FPAP. Συνεπώς το σύνολο των ετήσιων εισπράξεων είναι πολύ κατώτερο από αυτό το ποσό των 4,7 εκατομμυρίων EUR.

(57)

Με γνώμονα τους εν λόγω υποθετικούς υπολογισμούς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το ταμείο FPAP, αφενός δεν έχει στην κατοχή του προφανώς κανένα ακίνητο αγαθό, και αφετέρου, ότι τα κινητά αγαθά, τα οποία προέρχονται αποκλειστικά από τις εισφορές των μελών, είναι πολύ περιορισμένα. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή εκτιμά ότι υπό κανονικές συνθήκες μιας οικονομίας της αγοράς, μια τράπεζα, όπως για παράδειγμα η Crédit Maritime, η οποία παρουσιάζεται, σύμφωνα και με την ίδια, ως «ο φυσικός εταίρος του τοπικού κλάδου της αλιείας», δεν θα ενέκρινε ουδέποτε τον δανεισμό (ή τη «χορήγηση» για να επαναλάβουμε τους όρους των συμβάσεων που συνάφθηκαν μεταξύ του κράτους και του ταμείου FPAP) των εν λόγω ποσών (μόνο μέρος αυτών των ποσών) στο ταμείο FPAP για να δραστηριοποιηθεί σε μια προθεσμιακή αγορά, χωρίς να έχει λάβει εκ των προτέρων την ικανοποιητική εγγύηση σε σχέση με την ενδεχόμενη φερεγγυότητα του κατά τη χρονική στιγμή λήξης του δανείου.

(58)

Η Γαλλία αντιτάσσει ότι το συμπέρασμα αυτό είναι «ένας ισχυρισμός ο οποίος δεν βασίζεται σε καμία εμπεριστατωμένη έρευνα σε σχέση με τους τραπεζικούς οργανισμούς, και ότι τα εγγυοδοτικά συστήματα θα μπορούσαν να εφαρμοστούν». Ωστόσο, από μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Εθνικό Επιμελητήριο Εμπειρογνωμόνων και Ειδικών Οικονομολόγων (10) σε τριάντα πέντε τράπεζες προκύπτει μια αρκετά συγκεκριμένη εικόνα των προτύπων που χρησιμοποιούνται στα γαλλικά τραπεζικά ιδρύματα όταν κατανέμουν πιστώσεις στους πελάτες τους. Η μέριμνα που επιδεικνύουν οι διαχειριστές των τραπεζικών οργανισμών για να περιορίσουν τον πιστωτικό τους κίνδυνο έναντι των πελατών τους, τους οδηγεί στην πιστή εφαρμογή συγκεκριμένων προτύπων τα οποία βασίζονται σε μια σειρά αναλογιών που επιτρέπουν την ανάλυση της χρηματοπιστωτικής υγείας και της ικανότητας της επιχείρησης να για αποπληρωμή του χρέους, εφαρμόζοντας διάφορα κριτήρια όπως ίδια κεφάλαια, ισολογισμός, επίπεδο προθεσμιακού χρέους, κύκλος εργασιών και χρηματοοικονομικά έξοδα. Από αυτήν την ανάλυση προκύπτει κυρίως ότι μια αναλογία «συνολικού τραπεζικού χρέους επί ιδίων κεφαλαίων» η οποία υπερβαίνει το 2,50 ενεργοποιεί την εμφάνιση μιας ένδειξης κινδύνου η οποία, βεβαίως, δεν θέτει σε κίνδυνο οριστικώς τη χορήγηση ενός δανείου αλλά οδηγεί τον τραπεζικό οργανισμό στη λήψη επιπλέον εγγυήσεων. Στην περίπτωση του ταμείου FPAP, εάν συνυπολογίσουμε την προκαταβολή των 65 εκατομμυρίων στην αισιόδοξη εκτίμηση των ιδίων κεφαλαίων που παρουσιάζεται ανωτέρω (4,7 εκατομμύρια EUR, βλ. αιτιολογική σκέψη 56), τότε η αναλογία αυτή ορίζεται σε 13,82, δηλαδή σχεδόν έξι φορές το ανώτερο όριο κινδύνου. Όπως είναι φυσικό, αν το πραγματικό ποσό των προκαταβολών ήταν υψηλότερο (77 εκατομμύρια, υπολογίζοντας και μια πιθανή συμπληρωματική προκαταβολή ύψους 12 εκατομμυρίων που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 22, ή εάν το πραγματικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων ήταν σημαντικά πιο μικρό, τότε αυτή η υποθετική αναλογία θα αυξανόταν ακόμα παραπάνω. Με ένα τέτοιο επίπεδο κινδύνου, ένας τραπεζικός οργανισμός δεν θα μπορούσε ποτέ να εξετάσει το ενδεχόμενο χορήγησης ενός δανείου, ακόμα και αν η προσφυγή στις εμπράγματες ασφάλειες (όπως ενεχυρίαση δικαιωμάτων αγοράς ή ενεχυρίαση των αποθεμάτων καυσίμου που απέκτησε το ταμείο FPAP) ή και προσωπικών (υποθήκευση των προσωπικών αγαθών των μελών και ενεχυρίαση των πλοίων τους) αποτελεί στην πραγματικότητα μέρος των τραπεζικών τεχνικών που επιτρέπουν την εξάλειψη του κινδύνου αφερεγγυότητας. Παρόλ' αυτά, παρατηρείται ότι, στην περίπτωση μίας προσφυγής σε προσωπικές ασφαλίσεις επί των μελών, οι αλιευτικές επιχειρήσεις εμφανίζονται πιθανότατα πιο επιφυλακτικές ως προς την ασφάλισή τους στο ταμείο FPAP. Υπάρχουν επίσης και άλλες τεχνικές μεταφοράς ή επιμερισμού του κινδύνου-πελάτη, όπως η συγχρηματοδότηση του δανείου από πολλούς τραπεζικούς οργανισμούς, η προσφυγή σε εταιρειών εγγυοδοσίας ή συνεργασία με τοπικά ή περιφερειακά ταμεία εγγύησης (γενικά αυτά υπόκεινται σε αντεγγύηση από τις εταιρείες εγγυοδοσίας) αλλά, σε κάθε περίπτωση, η εγγύηση γενικά χορηγείται μόνο προς όφελος των επιχειρήσεων με ουσιαστικά υγιή οικονομικά θεμέλια και οι οποίες είναι δυνητικά επικερδείς, και για ένα ποσό το οποίο σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει το 50 % του χρέους (δηλαδή στην περίπτωση του ταμείου FPAP, για ένα ποσό λίγο μεγαλύτερο από αυτό των 30 εκατομμυρίων EUR, γεγονός που επιτρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται ένας υπολειπόμενος κίνδυνος ο οποίος είναι σχεδόν τρεις φορές το ανώτερο όριο κινδύνου).

(59)

Από τη στιγμή που η Γαλλία υποστηρίζει, σε σχέση με τις προαναφερθείσες τεχνικές, ότι «θα μπορούσαν να είχαν» εφαρμοστεί εγγυοδοτικά συστήματα, εμμέσως παραδέχεται ότι δεν εφαρμόστηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση και ότι η κρατική προκαταβολή χορηγήθηκε χωρίς να είχε διερευνηθεί η πιθανότητα εφαρμογής εγγυήσεων όπως αυτές που χρησιμοποιούνται στους τραπεζικούς οργανισμούς. Υπό τις συνθήκες αυτές η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Γαλλία δεν συμπεριφέρθηκε ως ιδιώτης πιστωτής και ότι δεν διέθετε κάποια εγγύηση ότι το ταμείο FPAP θα ήταν σε θέση να αποπληρώσει τα κονδύλια που περιήλθαν στη διάθεσή του.

(60)

Εξάλλου, το ταμείο FPAP, μέσω του Συμβουλίου του, παρατηρεί ότι φέρει την αστική ευθύνη σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο και ότι αυτή η ευθύνη είναι απεριόριστη, τονίζοντας παράλληλα ότι η συνδικαλιστική δράση δύναται να εγείρει μία ευθύνη για σημαντικά ποσά. Βέβαια, η Επιτροπή παρατηρεί ότι πολύ μεγάλα ποσά μπορεί να διακυβευτούν με έναν οργανισμό όπως το ταμείο FPAP όπου οι δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στις προθεσμιακές αγορές είναι δραστηριότητες οι οποίες συνοδεύονται από συγκεκριμένους κινδύνους και δύνανται να προσπορίσουν σημαντικές ζημιές. Παρά τα όσα αναφέρονται ανωτέρω, τίποτα δεν σημαίνει ότι η ευθύνη του ταμείου FPAP, σε περίπτωση σημαντικών ζημιών, θα καλυφθεί από τα μέλη. Σε κανένα από τα έγγραφα που υπεβλήθησαν (καταστατικό, τρόπος λειτουργίας, ενημερωτικά σημειώματα) δεν γίνεται αναφορά σε έναν τέτοιο μηχανισμό. Η μόνη οικονομικής φύσεως εκτίμηση που συγκαταλέγεται στα εν λόγω έγγραφα αφορά την εισφορά για την οποία αναφέρεται ότι καταπίπτει προς όφελος του συνδικάτου όταν ένα μέλος αποσυρθεί (άρθρο 10). Από την άλλη μεριά, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο νόμος της 21ης Μαρτίου 1884, νόμος δυνάμει του οποίου συστάθηκε το ταμείο FPAP, επιτρέπει στη Γαλλία τη σύσταση επαγγελματικών συνδικάτων. Αναμφίβολα δεν είναι στο πνεύμα ενός τέτοιου νόμου να εγείρει ευθύνη οικονομικής, και συνεπώς χρηματοοικονομικής, φύσεως στα μέλη του εν λόγω συνδικάτου. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση σημαντικών χρηματοοικονομικών ζημιών, η Επιτροπή δεν μπορεί να καταλάβει πώς οι εν λόγω ζημιές μπορούν να αποκατασταθούν από τα μέλη του.

(61)

Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των εν λόγω στοιχείων, η Επιτροπή φρονεί ότι η αρχή του ιδιώτη πιστωτή δεν έγινε σεβαστή.

4.1.1.3.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που χορηγείται μέσω κρατικών πόρων

(62)

Η Επιτροπή φρονεί ότι τα κατ’εκτίμηση έσοδα που προκύπτουν από τις διάφορες εισφορές των μελών, ακόμα και στην πιο ακραία υπόθεση, δεν θα επέτρεπαν ουδέποτε στο ταμείο FPAP να δραστηριοποιηθεί σε μία προθεσμιακή αγορά χωρίς την εισφορά εξωτερικών κεφαλαίων. Αυτά τα εξωτερικά κεφάλαια χορηγήθηκαν από το Κράτος, διαμέσου του OFIMER, υπό τη μορφή τουλάχιστον τριών ταμειακών προκαταβολών που καταβλήθηκαν μεταξύ Νοεμβρίου του 2004 και Οκτωβρίου του 2005, και αφορούσαν ένα συνολικό ποσό που ανερχόταν, σύμφωνα με τις πληροφορίες που ανακοίνωσε η Γαλλία, στα 65 εκατομμύρια EUR. Επίσης πιθανότατα καταβλήθηκε και μια τέταρτη προκαταβολή ύψους 12 εκατομμυρίων EUR· στην πραγματικότητα, οι όροι της επιχειρηματολογίας που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 22 αφήνουν να εννοηθεί ότι η υπογραφή της σύμβασης βρισκόταν σε εξέλιξη κατά την ημερομηνία αυτή.

(63)

Η Γαλλία δεν υπέβαλε κανένα στοιχείο για να αντικρούσει αυτήν την ανάλυση. Στην εν λόγω επιχειρηματολογία, μπορούμε εξάλλου να αναγνώσουμε τα παρακάτω: «[Η Επιτροπή] θεωρεί ότι το ταμείου FPAP δεν δύναται να παρέμβει όσον αφορά τα δικά του μέσα χωρίς την ύπαρξη κρατικής επιστρεπτέας προκαταβολής. Κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να προβληθεί για να αντικρούσει το γεγονός αυτό». Επίσης, για την Επιτροπή, αυτές οι προκαταβολές ορθώς χορηγήθηκαν κάτω από συνθήκες οι οποίες δεν είναι οι κανονικές συνθήκες της αγοράς (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 51 με 61 της παρούσας απόφασης).

(64)

Εξάλλου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ούτε η Γαλλία αλλά ούτε και το ταμείο FPAP δεν υπέβαλαν στην Επιτροπή καμία ένδειξη σε σχέση με το ποσό των κονδυλίων που δέσμευσε το ταμείο FPAP στις εν λόγω προθεσμιακές αγορές, αλλά ούτε και σε σχέση με το αποτέλεσμα των συναλλαγών που διεξήχθησαν στις αγορές αυτές. Σύμφωνα με την ίδια επιχειρηματολογία, οι γαλλικές αρχές επέλεξαν επίτηδες να μην κοινοποιήσουν τις εν λόγω πληροφορίες· στην πραγματικότητα αναφέρεται ότι «[…] αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να παρασχεθούν στην Επιτροπή· ωστόσο είναι σκόπιμο να υπολογιστεί το συμφέρον της Γαλλίας από την παροχή τέτοιων στοιχείων αυτήν τη στιγμή». Η Επιτροπή διαπιστώνει λοιπόν ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν περιήλθαν στην κατοχή της μέσω ταχυδρομείου ή άλλου μέσου.

(65)

Εντέλει η Γαλλία, όπως εξάλλου και το ταμείο FPAP και το Συμβούλιό του, εκτιμούν ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να προδικάζει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης καθώς δεν έχει παρατηρηθεί καμία αδυναμία αποπληρωμής (Γαλλία: «η εξοφλητέα προκαταβολή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση προτού το πέρας της περιόδου αποπληρωμής». Ταμείο FPAP: «Το εν λόγω ποσό είναι δυνατόν να αποπληρωθεί ή όχι; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα που θέτει η Επιτροπή»· Γραφείο MQA: «Κανένα από τα δάνεια που χορηγήθηκαν από τη Γαλλία στο ταμείου FPAP δεν έχει λήξει. Στο παρόν στάδιο δεν υφίσταται ακόμα καμία αδυναμία εξόφλησης ούτε και καμία εκδήλωση από το γαλλικό Κράτος που να αφήνει να εννοηθεί την πλήρη και ανεπιφύλακτη ακύρωση του χρέους εντός της προβλεπόμενης χρονικής περιόδου»). Η Επιτροπή υπενθυμίζει επ’αυτού ότι ο χαρακτηρισμός κρατικής ενίσχυσης προς όφελος του ταμείου FPAP αρχικά συνδέεται με την απόφαση της Γαλλίας να χορηγήσει στο ταμείο FPAP ένα δάνειο το οποίο δεν θα μπορούσε να αποκτήσει με άλλο τρόπο έστω και αν οι ημερομηνίες αποπληρωμής είχαν γίνει σεβαστές. Το γεγονός ότι η Επιτροπή διερωτάται επί της φερεγγυότητας του ταμείου FPAP σε σχέση με τη λήξη προθεσμίας του δανείου συμβαίνει γιατί το ερώτημα αυτό σε σχέση με τη φερεγγυότητα του ταμείου FPAP βρίσκεται στην καρδιά της αξιολόγησης της κατάστασης του σε σχέση με τις κανονικές συνθήκες χορήγησης ενός δανείου από έναν ιδιωτικό τραπεζικό οργανισμό και όχι επειδή υποψιάζεται τη μετατροπή ενός δανείου σε απλή χρηματοδοτική συνδρομή.

(66)

Από την άποψη αυτή, αν φαινόταν ότι οι προκαταβολές δεν επεστράφησαν εντός των προθεσμιών, ή και καθόλου, τότε κάτι τέτοιο θα επιβεβαίωνε ταυτόχρονα ότι το ταμείο FPAP δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει τις ενέργειες που προβλέπονται από το καταστατικό του χωρίς μία εξωτερική πιστωτική συνδρομή και ότι αυτή η συνδρομή δεν θα του χορηγούνταν ποτέ από έναν τραπεζικό οργανισμό υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς. Επ’αυτού, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Γαλλία δεν την ενημέρωσε σχετικά με μία ενδεχόμενη επιστροφή των προκαταβολών από τις οποίες επωφελήθηκε το ταμείο FPAP. Οι εν λόγω προκαταβολές έπρεπε να επιστραφούν αντιστοίχως την 1η Νοεμβρίου 2006 για την προκαταβολή των 15 εκατομμυρίων EUR η οποία αποτελούσε το αντικείμενο της σύμβασης της 12ης Νοεμβρίου 2004, την 1η Μαΐου 2007 για την προκαταβολή των 10 εκατομμυρίων EUR η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης της 27ης Μαΐου 2005 και την 1η Ιουλίου 2007 για την προκαταβολή των 40 εκατομμυρίων EUR η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης της 11ης Οκτωβρίου 2005 (βλ. αιτιολογική σκέψη 21). Όσον αφορά την τέταρτη προκαταβολή από την οποία θα μπορούσε να επωφεληθεί το ταμείο FPAP (βλ. αιτιολογική σκέψη 22), δεν είναι γνωστές ούτε η ημερομηνία της σύμβασης αλλά ούτε και η ημερομηνία λήξης της αποπληρωμής.

(67)

Οι τρεις ημερομηνίες λήξης αποπληρωμής που είναι γνωστές έχουν παρέλθει. Η πρώτη είχε ήδη παρέλθει όταν η Γαλλία έστειλε την τελευταία της επιστολή στην Επιτροπή, στις 27 Νοεμβρίου 2006, μετά την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, σε περίπτωση που αυτή η προκαταβολή είχε αποπληρωθεί κανονικά, τότε η Γαλλία ή και το ίδιο το ταμείο FPAP θα την είχαν ενημερώσει χωρίς καθυστέρηση καθώς ένα από τα επιχειρήματα που παρουσιάστηκαν για να αντικρούσουν την ανάλυση της Επιτροπής ήταν ότι οι εν λόγω προκαταβολές δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις προτού το πέρας της ημερομηνίας λήξης της αποπληρωμής. Αναμφισβήτητα αν η πρώτη προκαταβολή είχε αποπληρωθεί, η Γαλλία θα είχε ενημερώσει επ’αυτού την Επιτροπή δια της επιστολής της που φέρει ως ημερομηνία την 27η Νοεμβρίου 2006 και στη συνέχεια θα είχε κάνει το ίδιο και με τη δεύτερη και τρίτη προκαταβολή οι οποίες θα έπρεπε να είχαν αποπληρωθεί την 1η Μαΐου και την 1η Ιουλίου 2007 καθώς και για την ενδεχόμενη τέταρτη προκαταβολή. Εξάλλου, τα δημοσιεύματα που εμφανίστηκαν στον επαγγελματικό τύπο υποδηλώνουν ότι μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει η αποπληρωμή. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε αρχικά υπό τη μορφή προκαταβολής μετατράπηκε σε ενίσχυση υπό τη μορφή άμεσης επιδότησης.

(68)

Συνεπώς, για το σύνολο των επιχειρημάτων που αναφέρθηκαν ανωτέρω, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι κρατικές προκαταβολές αντανακλούν ένα χρηματοδοτικό πλεονέκτημα που παρέχεται μέσω κρατικών πόρων.

4.1.1.4.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που αποδίδεται στο Κράτος

(69)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι τρεις συμβάσεις που συνάφθηκαν μεταξύ του Κράτους και του ταμείου FPAP προβλέπουν ρητώς ότι οι χορηγούμενοι δημόσιοι πόροι έχουν ως στόχο την εφαρμογή ενός μηχανισμού κάλυψης έναντι των διακυμάνσεων της τιμής του πετρελαίου διεθνώς και ότι αυτός ο μηχανισμός θα επιτρέψει την απόκτηση χρηματοδοτικών δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές. Συνεπώς αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη ότι η αρχική κατάσταση των διαθέσιμων του ταμείου FPAP, το οποίο τροφοδοτούνταν αποκλειστικά από τις εισφορές των μελών του, δεν θα του επέτρεπε να πραγματοποιήσει τέτοιες δραστηριότητες, τουλάχιστον όχι στην κλίμακα που είχαν τεθεί. Συγκεκριμένα, η πρώτη σύμβαση της 12ης Νοεμβρίου 2004, αναφέρει ότι η προκαταβολή ύψους 15 εκατομμυρίων έχει ως στόχο «να επιτραπεί η εκκίνηση της διάταξης». Συνεπώς, χάρη στις εν λόγω προκαταβολές το ταμείο FPAP κατάφερε να δραστηριοποιηθεί σε σημαντικό βαθμό στις προθεσμιακές αγορές.

(70)

Δηλαδή, φαίνεται ότι το Κράτος υποστήριξε συγκεκριμένα τη σύσταση του ταμείου FPAP, υπό μορφή συνδικάτου, και τη δραστηριοποίησή του στις προθεσμιακές αγορές πετρελαιοειδών, ακόμα κι αν αυτή η δραστηριότητα δεν αντιστοιχεί στη συνήθη δραστηριότητα ενός συνδικάτου, και υπό συνθήκες ανταγωνισμού με ιδιώτες επιχειρηματικούς φορείς οι οποίες δεν είναι οι κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού. Εξάλλου η Γαλλία, από την 7η Οκτωβρίου 2005, είχε αναγνωρίσει ότι «η Κυβέρνηση ενθάρρυνε μια κίνηση δρομολογούμενη από τους επαγγελματίες η οποία συνίσταται στη σύσταση ενός ταμείου για την πρόληψη των κινδύνων του αλιευτικού κλάδου. Το εν λόγω ταμείο βρίσκεται υπό τη διαχείριση των επαγγελματιών και επιτρέπει στους αλιείς (…) να καταστήσουν αμοιβαία διαθέσιμη την χρηματοοικονομική τους ικανότητα για την αγορά χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαιρέσεων στις προθεσμιακές αγορές για να καλυφτούν έναντι του κινδύνου διακυμάνσεων της τιμής των καυσίμων», παραλείποντας να αποσαφηνίσει ότι η εν λόγω «χρηματοοικονομική ικανότητα» των αλιέων υφίστατο χάρη στους κρατικούς πόρους, δεδομένου ότι δύο προκαταβολές είχαν ήδη χορηγηθεί έως την εν λόγω ημερομηνία. Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ταμείο FPAP πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις των δημοσίων αρχών κατά τη λήψη αποφάσεων σε σχέση με τη χρησιμοποίηση των κονδυλίων που έχει στη διάθεσή του. Από την άποψη αυτή, η σύσταση μιας διυπουργικής αποστολής επιθεώρησης που θα «ελέγχει τον μηχανισμό του ταμείου FPAP στα πλαίσια της παρούσας λειτουργίας του, και θα επαληθεύει ότι οι συνθήκες της δαπάνης είναι ικανοποιητικές αναφορικά με τους νόμους και τους κανόνες επί των δημόσιων δαπανών, ενώ παράλληλα συμμορφώνονται με τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν από τους διαχειριστές των εν λόγω κονδυλίων», αποδεικνύει ότι το Κράτος μεριμνά έτσι ώστε να εξασφαλίσει ότι τα κονδύλια του ταμείου FPAP χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τον προορισμό που είχε προβλεφθεί από τις συμβάσεις.

(71)

Συνεπώς, με γνώμονα το σύνολο των δεικτών, η Επιτροπή φρονεί, ότι το χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα που αντιπροσωπεύουν οι προκαταβολές που χορηγούνται στο ταμείο FPAP για την απόκτηση χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαιρέσεως στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου αποδίδεται στο Κράτος (11).

4.1.1.5.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό

(72)

Το ταμείο FPAP επωφελείται από ένα χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις προθεσμιακές αγορές, είτε πρόκειται για εταιρείες οι οποίες συνήθως δραστηριοποιούνται στις εν λόγω αγορές είτε για εταιρείες που έχουν συσταθεί ή θα μπορούσαν να συσταθούν με τον ίδιο τρόπο όπως και το ταμείο FPAP υπό μορφή επαγγελματικού συνδικάτου σε άλλα κράτη μέλη αλλά και στην ίδια τη Γαλλία.

(73)

Η Γαλλία εκτιμά ότι «το ταμείο FPAP δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ευνοούμενο σε σχέση με άλλους ιδιωτικούς οργανισμούς που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν τον ίδιο ρόλο, καθώς είναι ο μόνος γαλλικός επαγγελματικός οργανισμός που έχει ως στόχο να συγκεντρώσει τις αλιευτικές επιχειρήσεις για την αγορά δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές». Η Επιτροπή απαντώντας παρατηρεί ότι η κατάσταση που διέπει το ταμείο FPAP σε σχέση με τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν θα πρέπει να αξιολογείται μόνο σε σχέση με τους άλλους γαλλικούς οργανισμούς που συγκεντρώνουν στους κόλπους τους αλιευτικές επιχειρήσεις και οι οποίοι διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο με αυτόν του ταμείου, αλλά και σε σχέση με όλους τους γαλλικούς και ευρωπαϊκούς επιχειρηματικούς φορείς που ενδέχεται να δραστηριοποιηθούν στην προθεσμιακή αγορά πετρελαιοειδών.

(74)

Το ταμείο FPAP επιπλέον αμφισβητεί το γεγονός ότι θα επωφελείτο από προνομιακούς όρους αναφορικά με την άσκηση της δραστηριότητάς του ως επενδυτής στην προθεσμιακή αγορά: σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια, «Το ταμείο FPAP παρενέβη στην παγκόσμια αγορά “αγαθών» συνεργαζόμενο με διαμεσολαβητές ή εξειδικευμένα χρηματοδοτικά ιδρύματα […] Δεν επωφελήθηκε από κανένα δασμολογικό πλεονέκτημα, ούτε από ειδικές συνθήκες σε σχέση με όλους τους άλλους επιχειρηματικούς φορείς της αγοράς». Η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι το χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα του ταμείου FPAP προέρχεται από μία προνομιακή μεταχείριση του ταμείου FPAP από τους άλλους παράγοντες της αγοράς, αλλά ότι το ταμείο μπόρεσε να δραστηριοποιηθεί σε αυτή την αγορά μόνο επειδή διέθετε ένα περιθώριο χρηματοοικονομικής παρέμβασης από το Κράτος που υπερέβαινε τη χρηματοοικονομική ικανότητα του ίδιου του ταμείου FPAP, ενώ το Κράτος προέβη στην εν λόγω χορήγηση κάτω από συνθήκες διαφορετικές από ότι αυτές που ισχύουν για άλλες επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να έχουν το ίδιο συμφέρον με το ταμείο FPAP όσον αφορά στην παρέμβαση τους στην εν λόγω αγορά (για παράδειγμα, επιχειρήσεις άλλων κλάδων που επηρεάζονται από την αύξηση της τιμής των καυσίμων) ή επιχειρήσεις που παρεμβαίνουν στην εν λόγω αγορά για λόγους που συνδέονται με τις οικονομικές και εμπορικές τους στρατηγικές (για παράδειγμα, πετρελαϊκές επιχειρήσεις).

(75)

Το Ταμείο αναγνωρίζει εξάλλου την ύπαρξη αυτού του πλεονεκτήματος. Σε ένα έγγραφό της Συνομοσπονδίας της Ναυτικής Συνεργασίας, το οποίο δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή αλλά δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα των «Συνεδρίων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας της περιοχής της Βρετάνης» (12), ο κ. de Feuardent, συνοψίζοντας τα βασικά σημεία των οποίων επιλήφθηκαν μετά από τη γνωριμία με την περιοχή της Βρετάνης στις 24 Μαΐου 2006, αναφέρει: «Το Κράτος κατέβαλε μια προσπάθεια 65 εκατομμυρίων EUR κατά την εν λόγω ημερομηνία. Το ταμείο FPAP εξάλλου τοποθέτησε στην αγορά “αγαθών” πολλά εκατομμύρια EUR από τα κέρδη των δικαιωμάτων προαίρεσης, τα οποία αποτελούν αναμφισβήτητη προστιθέμενη αξία». Η Επιτροπή καταλήγει ότι το ταμείο FPAP κατάφερε να αποκτήσει χρηματοοικονομικά δικαιώματα προαίρεσης στην αγορά πετρελαϊκών προϊόντων μόνο χάρη στους δημόσιους πόρους που είχε στη διάθεσή του, και τους οποίους δεν είχαν στη διάθεσή τους άλλοι οργανισμοί ή επιχειρήσεις, αποκομίζοντας έτσι άμεσο κέρδος. Κατά συνέπεια, το πλεονέκτημα από το οποίο επωφελήθηκε νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

4.1.1.6.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(76)

Όπως αναφέρει ο κ. de Feuardent, το ταμείο FPAP παρεμβαίνοντας στην αγορά «αγαθών», παρεμβαίνει ταυτόχρονα και στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου.

(77)

Συνεπώς, η δραστηριότητά του ξεπερνά τα αυστηρά γαλλικά πλαίσια, σε τέτοιο βαθμό που δεν θα ήταν άτοπο να θεωρηθεί ότι οι προκαταβολές που χορηγήθηκαν επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

4.1.1.7.   Συμπέρασμα

(78)

Συνεπώς, οι τέσσερις συνθήκες που απαιτούνται για να διαπιστωθεί η ύπαρξη μίας κρατικής ενίσχυσης υπάρχουν: οι προκαταβολές που χορηγήθηκαν στο ταμείο FPAP προέρχονται από κρατικούς πόρους, και είναι καταλογιστέες στο Κράτος, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Η ενίσχυση από την οποία ευνοείται το ταμείο FPAP συνιστά λοιπόν μια κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά το μέρος των διαθέσιμων που προέρχεται από κρατικούς πόρους και χρησιμοποιείται για την απόκτηση δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές πετρελαϊκών προϊόντων.

4.1.2.   Συμβατότητα με την κοινή αγορά

(79)

Όπως αναφέρεται και στις συμβάσεις που συνάφθηκαν μεταξύ του Κράτους και του ταμείου FPAP, αυτή η κρατική ενίσχυση υπό μορφή προκαταβολών είχε ως στόχο την έναρξη, καθώς και τη συνέχιση, των παρεμβάσεων του ταμείου FPAP στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου και των παραγώγων προϊόντων του. Συνεπώς πρόκειται για μια λειτουργική ενίσχυση του ταμείου FPAP. Εξάλλου η Γαλλία αναγνωρίζει δια της επιστολής της με ημερομηνία την 6η Δεκεμβρίου 2005, ότι τα αναφερόμενα ποσά καταβλήθηκαν ως προκαταβολή «με στόχο την εξασφάλιση της λειτουργίας του ταμείου FPAP».

(80)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης, ορισμένες κατηγορίες ενίσχυσης θεωρούνται ή δύνανται να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά. Είναι σκόπιμο να εξεταστεί αν αυτή η ενίσχυση για τη λειτουργία του ταμείου FPAP μπορεί να ενταχθεί σε μια από τις κατηγορίες αυτές.

(81)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι αυτή η ενίσχυση δεν αντιστοιχεί στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 87 παράγραφος 2.

(82)

Στην πραγματικότητα, η ενίσχυση δεν προορίζεται για την αποκατάσταση των ζημιών που έχουν προκληθεί από φυσικές καταστροφές ή από άλλα έκτακτα γεγονότα. Η Επιτροπή υπενθυμίζει σε σχέση με το παραπάνω ότι οι διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου είναι σύμφυτες με την οικονομική δραστηριότητα. Αυτές οι διακυμάνσεις επηρεάζουν εξίσου και άλλους τομείς δραστηριοτήτων όπου καταναλώνονται πετρελαϊκά προϊόντα σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως φυσική καταστροφή ή ως έκτακτο γεγονός υπό την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης. Αυτή η ενίσχυση συνεπώς δεν είναι συμβατή με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 2 σημείο β) της συνθήκης.

(83)

Η εν λόγω ενίσχυση δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά βάσει της άμεσης εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 3 της συνθήκης, όπου προβλέπονται διάφορες περιπτώσεις ενισχύσεων.

α)

Προφανώς δεν πρόκειται για κρατική ενίσχυση με σκοπό να ευνοήσει την οικονομική ανάπτυξη των περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι αφύσικα χαμηλό ή οι οποίες πλήττονται από σοβαρή ανεργία (περίπτωση που προβλέπεται από το άρθρο 87 παράγραφος 3 σημείο α). Αυτή η ενίσχυση έχει συγκεκριμένα ως στόχο να επιτρέψει στο ταμείο FPAP να παρέμβει στις σχετικές προθεσμιακές αγορές. Συνεπώς, δεν έχει σχέση με τις ενισχύσεις που καλύπτει το σημείο α).

β)

Το ταμείο FPAP δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάποιο σημαντικό σχέδιο ευρωπαϊκού συμφέροντος ή ως μια ενίσχυση που προορίζεται για την αποκατάσταση από μια σοβαρή διαταραχή της οικονομίας ενός κράτους μέλους (περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 σημείο β). Ειδικότερα, το ταμείο FPAP είναι συγκεκριμένα γαλλικό και τα άλλα κράτη μέλη δεν εξέφρασαν την πρόθεσή τους να συστήσουν ανάλογα ταμεία· η ευρωπαϊκή διάσταση του ταμείου αυτού συνεπώς δεν υφίσταται. Όσον αφορά την εκτίμηση ότι πρόκειται για μία ενίσχυση που προορίζεται για την αποκατάσταση μιας σοβαρής διαταραχής της οικονομίας ενός κράτους μέλους, η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν υφίσταται κανένα στοιχείο που να επιτρέπει να λεχθεί ότι η εισφορά χρημάτων σε ένα τέτοιο ταμείο θα επέτρεπε την παροχή ενός τέτοιου διορθωτικού μέτρου. Όσον αφορά την ενίσχυση υπέρ του ίδιου του ταμείου FPAP, η ενίσχυση αυτή ωφελεί αποκλειστικά μια και μοναδική οικονομική οντότητα και, ακόμα και αν τη συνδέσουμε με την ενίσχυση που χορηγείται στις αλιευτικές επιχειρήσεις, δεν ωφελεί την οικονομία ενός κράτους μέλους στο σύνολό της. Εξάλλου, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι δεν είναι ευθύνη των δημόσιων αρχών να παρεμβαίνουν οικονομικά για την αντιμετώπιση αυτής της αύξησης της τιμής του πετρελαίου· αντίθετα, ο ρόλος τους θα πρέπει κυρίως να επικεντρώνεται στη δρομολόγηση πολιτικών κινήτρων προς τις επιχειρήσεις έτσι ώστε οι τελευταίες να προσαρμοστούν στις νέες οικονομικές συνθήκες που δημιουργούνται από την αύξηση αυτή. Για τον λόγο αυτό, μια ενίσχυση που έχει ως στόχο να επιτρέψει σε μια οικονομική οντότητα να παρέμβει στις σχετικές προθεσμιακές αγορές δεν συνάδει με τον επιδιωκόμενο στόχο.

γ)

Η ύπαρξη του ταμείου FPAP δεν δύναται από μόνη της να ανταποκριθεί στην προϋπόθεση του άρθρου 87 παράγραφος 3 σημείο γ), που προβλέπει ότι οι ενισχύσεις που προορίζονται για τη διευκόλυνση της ανάπτυξης ορισμένων δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών τομέων μπορούν να είναι συμβατές με την κοινή αγορά όταν δεν μεταβάλλουν τις συνθήκες διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών κατά τρόπο που να αντικρούουν το κοινό συμφέρον. Πιο συγκεκριμένα, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η επιδιώκεται η ανάπτυξη ή η αύξηση μίας παρεμβατικής δραστηριότητας στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου. Άλλωστε, αυτή η δραστηριότητα δεν συνδέεται με κάποια οικονομική περιοχή. Για τον λόγο αυτό, η εν λόγω ενίσχυση δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά δυνάμει του εν λόγω σημείου γ).

δ)

Τέλος, αυτού του είδους η ενίσχυση δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κατηγορίες ενίσχυσης που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά με απόφαση του Συμβουλίου η οποία υιοθετήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 σημείο ε).

(84)

Η επιτροπή επίσης σημειώνει ότι ουδεμία από τις κατευθυντήριες γραμμές που υιοθέτησε για την ανάλυση των κρατικών ενισχύσεων δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα ενίσχυση για τη λειτουργία του ταμείου FPAP.

(85)

Συμπερασματικά λοιπόν προκύπτει ότι η ενίσχυση προς το ταμείο FPAP για την απόκτηση χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές δεν δύναται να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά με βάση κάποια από τις παρεκκλίσεις που επιτρέπονται κατ’ εφαρμογή της συνθήκης.

4.2.   Ενίσχυση προς όφελος των επιχειρήσεων αλιείας: ελάφρυνση από τις δαπάνες καυσίμων

(86)

Προτού προχωρήσουμε στην ανάλυση των ενισχύσεων που έδωσαν αφορμή για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, η Επιτροπή πρέπει να λάβει θέση επί του επιχειρήματος του ταμείου FPAP το οποίο εκτιμά ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε αυτό αλλά και στις αλιευτικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα μιας αύξησης του ορίου de minimis στον τομέα της αλιείας. Σύμφωνα με το ταμείο FPAP, τα επίμαχα ποσά (κατά μέσο όρο περίπου 16 000 EUR ανά επιχείρηση, εξαιρώντας την ενίσχυση που θεωρείται ως άμεση κοινωνική ενίσχυση προς τους αλιείς) ήταν σαφώς κατώτερα από τα ποσά που επρόκειτο να υιοθετηθούν κατά τη στιγμή της καταβολής των αποζημιώσεων από το ταμείο FPAP (30 000 EUR ανά επιχείρηση) (13). Οι γαλλικές αρχές, στην απάντησή τους, αναφέρονται και αυτές στην αύξηση του ορίου de minimis χωρίς όμως να αξιώνεται την εφαρμογή του για την παρούσα ενίσχυση.

(87)

Καταρχάς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανoνισμού (ΕΚ) αριθ. 1860/2004 της Επιτροπής της 6ης Οκτωβρίου 2004 που αφορά την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ για τις ενισχύσεις de minimis στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας (14), διάταξη που ήταν σε ισχύ την εποχή κατά την οποία χορηγήθηκαν οι ενισχύσεις στις αλιευτικές επιχειρήσεις, το μέγιστο ποσό ενίσχυσης de minimis ήταν 3 000 EUR ανά επιχείρηση για τρία έτη· οι ενισχύσεις που εξετάστηκαν στην παρούσα απόφαση υπερβαίνουν κατά πολύ τα εν λόγω ποσά και εξάλλου η Γαλλία δεν αναφέρει στις παρατηρήσεις της κάποια ενδεχόμενη εφαρμογή αυτού του ορίου για τις επιχειρήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτό. Από την άλλη μεριά, ακόμα και αν το ποσό των 30 000 EUR, που συγκαταλέγεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 875/2007 που υιοθετήθηκε πρόσφατα από την Επιτροπή (15), είναι ανώτερο των 16 000 EUR που αναφέρει ανωτέρω το ταμείο FPAP, δεν είναι ωστόσο παρά ένα μέσο ποσό. Εξάλλου, αδίκως η Γαλλία καταλήγει στην ύπαρξη του εν λόγω ποσού των 16 000 EUR εξαιρώντας το μέρος της ενίσχυσης που μπορεί να χαρακτηριστεί ως κοινωνική ενίσχυση και η οποία θα πρέπει να συνυπολογιστεί στην ανάλυση (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 122 και 123). Άλλωστε, λαμβανομένου υπόψη της ποικιλομορφίας του μεγέθους των αλιευτικών επιχειρήσεων που είναι μέλη του ταμείου FPAP, μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας ότι το ποσό της ενίσχυσης που καταβλήθηκε σε ορισμένες επιχειρήσεις υπερβαίνει τις 30 000 EUR. Για παράδειγμα, για τις μηχανότρατες 20 έως 25 μέτρων, το ετήσιο ποσό αποζημίωσης ανέρχεται περίπου στα 35 000 EUR, δηλαδή στις 70 000 EUR για τη διετία 2005 και 2006 (16). Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται και ανωτέρω, η Γαλλία δεν απαίτησε την εφαρμογή του νέου ορίου de minimis και δεν υπέβαλε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να υποδηλώνει την πρόθεσή της να το πράξει στο μέλλον. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των εν λόγω στοιχείων, στο πλαίσιο της διαρκούς εξέτασης των καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να επαληθεύσει τη συμβατότητα των εν λόγω ενισχύσεων με τις διατάξεις του άρθρου 87 της συνθήκης.

4.2.1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

(88)

Η Γαλλία εκτιμά ότι η Επιτροπή αβάσιμα κάνει λόγο στην ανάλυσή της για την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης αναφορικά με τις δραστηριότητες του ταμείου. Σύμφωνα με τη Γαλλία, «ο χαρακτηρισμός κρατικής ενίσχυσης θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά και μόνο σε μια ad hoc ανάλυση της εξοφλητέας κρατικής προκαταβολής, και όχι στην ανάλυση των δραστηριοτήτων του ταμείου FPAP. Συνεπώς, οι γαλλικές αρχές εύχονται να αναπτυχθεί μόνο το πρώτο μέρος 3.1. της εκτίμησης. Το μέρος 3.2. καταδικάζει εκ νέου τις δραστηριότητες του ταμείου FPAP το οποίο είναι ένα επαγγελματικό συνδικάτο που εξασκεί τη δραστηριότητα του στην αγορά δικαιωμάτων προαίρεσης για να προσφέρει κάλυψη στα μέλη του έναντι των διακυμάνσεων της τιμής του πετρελαίου» (17).

(89)

Σε απάντησή της η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με μια πάγια νομολογία, οι ενισχύσεις δεν χαρακτηρίζονται από τις αιτίες ή τους στόχους τους, αλλά ορίζονται σε σχέση με τα αποτελέσματά τους (18). Εκτός από την απόκτηση δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές, το ταμείο FPAP έχει ως στόχο, σύμφωνα με τις συμβάσεις που έχουν υπογραφεί με το Κράτος, να καταβάλει στις αλιευτικές επιχειρήσεις μια αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στη διαφορά της τιμής μεταξύ της μέγιστης καλυπτόμενης τιμής και της μέσης μηνιαίας τιμής του δείκτη αναφοράς για τον υπό εξέταση μήνα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι αλιευτικές επιχειρήσεις ευνοήθηκαν από συγκεκριμένα πλεονεκτήματα μέσω του συστήματος που έθεσε σε εφαρμογή το ταμείο FPAP και ότι είναι βάσιμη η ανάλυση των αποτελεσμάτων από τις χορηγούμενες κρατικές προκαταβολές όχι μόνο υπό το πρίσμα του πλεονεκτήματος που παρασχέθηκε στο ταμείο FPAP, αλλά επίσης και για τα πλεονεκτήματα που παρασχέθηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις.

4.2.1.1.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που χορηγείται μέσω κρατικών πόρων

(90)

Το πλεονέκτημα που άντλησαν οι αλιευτικές επιχειρήσεις από τις δραστηριότητες του ταμείου FPAP είναι διττής φύσης: αφενός, συνίσταται στην πιθανότητα προμήθειας καυσίμων σε χαμηλότερη τιμή, και αφετέρου, στην καταβολή αποζημίωσης για την μερική αντιστάθμιση των δαπανών τους όσον αφορά τα καύσιμα.

(91)

Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, η απόκτηση δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές από το ταμείο FPAP, που στη συνέχεια επανεκχωρούσε το καύσιμο που είχε αγοράσει επί προθεσμία στην εταιρεία CECOMER, κεντρική αρχή προμηθειών των ναυτιλιακών συνεταιρισμών, επέτρεψε στις επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου FPAP να αγοράσουν καύσιμα από τους συνεταιρισμούς σε τιμή χαμηλότερη από αυτή της κανονικής αγοράς. Όμως, όπως αναφέρεται ανωτέρω (βλ. αιτιολογική σκέψη 75 της παρούσας απόφασης), αυτό κατέστη δυνατόν μόνο επειδή «Το Κράτος κατέβαλε μια προσπάθεια 65 εκατομμυρίων EUR κατά την ημερομηνία αυτή. Το ταμείο FPAP εξάλλου τοποθέτησε στην αγορά «αγαθών» πολλά εκατομμύρια EUR από τα κέρδη των δικαιωμάτων προαίρεσης, τα οποία αποτελούν αναμφισβήτητη προστιθέμενη αξία». Η Επιτροπή λοιπόν δηλώνει ότι η παροχή καυσίμων στις αλιευτικές επιχειρήσεις σε τιμή χαμηλότερη από αυτή της κανονικής αγοράς κατέστη δυνατή χάρη στις προκαταβολές που κατέβαλε το Κράτος και στους ιδίους πόρους του ταμείου FPAP, δηλαδή τις εισφορές των μελών του και τα οφέλη που αντλήθηκαν από τις κερδοσκοπικές δραστηριότητες στην προθεσμιακή αγορά προϊόντων πετρελαίου.

(92)

Συναντάμε εκ νέου αυτή τη διπλή προέλευση και στην περίπτωση των κεφαλαίων (κρατικοί πόροι και πόροι που αντλήθηκαν από την ιδιωτική δραστηριότητα του ταμείου FPAP) τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση της αποζημίωσης που καταβλήθηκε στις αλιευτικές επιχειρήσεις.

(93)

Σύμφωνα με την περιγραφή στην αιτιολογική σκέψη 24 της παρούσας απόφασης, το ταμείο FPAP αναλαμβάνει την κάλυψη της διαφοράς της τιμής που υπάρχει, σύμφωνα με τις συμβάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2004 και 27ης Μαΐου 2005, μεταξύ της «μέγιστης καλυπτόμενης τιμής» και της μέσης μηνιαίας τιμής του δείκτη αναφοράς και, σύμφωνα με τη σύμβαση της 11ης Οκτωβρίου 2005, μεταξύ των 30 λεπτών του EUR ανά λίτρο και της μέσης μηνιαίας τιμής αναφοράς σε περίπτωση που η τελευταία υπερβαίνει τα 30 λεπτά του EUR.

(94)

Η αρχική σκέψη για έναν μηχανισμό «εξομάλυνσης» βασιζόταν στην υπόθεση ότι τα αυξημένα κόστη σε σχέση με μια τιμή αναφοράς κατά τη διάρκεια περιόδου αυξημένων τιμών μπορούσαν να αντισταθμιστούν χάρη στις εισφορές που κατέβαλαν τα μέλη κατά τη διάρκεια περιόδου με πιο χαμηλές τιμές. Το σύστημα θα ήταν αυτοχρηματοδοτούμενο. Εάν αναφερθούμε στο έγγραφο του κ. de Feuardent στο οποίο έχει ήδη γίνει μνεία στην αιτιολογική σκέψη 75 της παρούσας απόφασης, «Το ταμείο FPAP βρισκόταν τεχνικά σε θέση να λάβει τα πρώτα δικαιώματα προαίρεσης από τον Απρίλιο του 2004· την εποχή εκείνη, οι ανάγκες της CECOMER (περίπου 200 εκατομμύρια λίτρα) για το 2005 μπορούσαν να καλυφθούν στην τιμή των 0,28 λεπτών/λίτρο για περίπου 4 εκατομμύρια EUR». Συνεπώς, το ταμείο FPAP θα μπορούσε ίσως να αντιμετωπίζει, από τις αρχές του 2004, τις σχετικά χαμηλές ανάγκες της «ασφάλισης για το πετρέλαιο» χάρη σε ιδίους πόρους. Συνεπώς, αποδεικνύεται σαφώς ότι, στο πλαίσιο του αρχικού του σχεδιασμού, το ταμείο θα μπορούσε να είναι αυτάρκες.

(95)

Ωστόσο, καθώς οι τιμές του πετρελαίου διατηρήθηκαν σε πολύ υψηλά επίπεδα και καθώς η προσχώρηση στο ταμείο FPAP γενικεύθηκε πολύ, ο αριθμός των μελών του ταμείου FPAP αυξήθηκε γρήγορα και σημαντικά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το κόστος αυτής της «ασφάλισης για το πετρέλαιο» αυξήθηκε δραματικά και μπορούσε να καλυφθεί μόνο χάρη στη χρησιμοποίηση των προκαταβολών που χορηγήθηκαν από το Κράτος στο ταμείο FPAP.

(96)

Εάν επιχειρήσουμε μια εκτίμηση επί των πιστώσεων που είχε ανάγκη το ταμείο FPAP για να αντιμετωπίσει τα έξοδα της «ασφάλισης για το πετρέλαιο» για το 2005, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το επίπεδο της κατανάλωσης καυσίμων, για την οποία οι αλιευτικές επιχειρήσεις απαίτησαν αποζημίωση, έχει πιθανότατα περάσει από τα 200 εκατομμύρια λίτρα (βλ. αιτιολογική σκέψη 94) σε ένα συνολικό όγκο ο οποίος εκτιμάται περίπου στα 900 εκατομμύρια λίτρα. Πράγματι, αν λάβουμε υπόψη τους μέσους όρους ετήσιας κατανάλωσης που χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για τους υπολογισμούς που συγκαταλέγονται στις αιτιολογικές σκέψεις 55 και 56, η κατανάλωση για 1 000 πλοία κάτω των 12 μέτρων ήταν 1 000 πλοία × 200 τόνοι/πλοίο, δηλαδή 200 000 τόνοι και η αντίστοιχη για τα πλοία άνω των 12 μέτρων ήταν 1 400 πλοία × 480 τόνοι/πλοίο, δηλαδή 672 000 τόνοι, δηλαδή συνολικά 872 000 τόνοι (ή 872 εκατομμύρια λίτρα). Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική σκέψη 55, αν υποθέσουμε ότι τα πλοία έχουν αλιευτική δραστηριότητα μάλλον 38 εβδομάδες ετησίως και όχι 48, τότε η κατανάλωση ανέρχεται πιθανότατα περίπου στους 700 000 τόνους (1 000 πλοία κάτω των 12 μέτρων × 158 τόνοι, δηλαδή 158 000 τόνοι, και 1 400 πλοία άνω των 12 μέτρων × 380 τόνους, δηλαδή 532 000 τόνοι). Στην περίπτωση εφαρμογής ενός ανώτατου ορίου αποζημίωσης στα 12 λεπτά ανά λίτρο, όριο το οποίο έχει εφαρμογή για την τρίτη προκαταβολή (19), οι χρηματοοικονομικές ανάγκες του ταμείο FPAP αγγίζουν ένα ετήσιο ποσό της τάξεως των 85 εκατομμυρίων EUR. Συνεκτιμώντας το γεγονός ότι οι αλιευτικές επιχειρήσεις εξασφάλισαν ίσως μόνο ένα μέρος της κατανάλωσης καυσίμων τους, πιθανότατα η πιστωτική ανάγκη ήταν λιγότερο σημαντική, αλλά η τάξη του μεγέθους παραμένει πολλές δεκάδες εκατομμύρια EUR ετησίως σε σύγκριση με την αρχική εκτίμηση της τάξεως των 4 εκατομμυρίων EUR για το έτος 2005. Συνεπώς καθίσταται προφανές ότι το ταμείο FPAP δεν θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει την κάλυψη που είχε εγγυηθεί στα μέλη του, ως αντάλλαγμα για τις εισφορές τους, χωρίς να ευνοηθεί από την εισφορά εξωτερικών κονδυλίων, εν προκειμένω από τις καταβληθείσες κρατικές προκαταβολές.

(97)

Στο πλαίσιο αυτό, το ταμείο FPAP ευνοήθηκε από δημόσιους πόρους για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εν λόγω «ασφάλισης για το πετρέλαιο», με τον όρο να κάνει την καλύτερη δυνατή διαχείριση των εν λόγω κονδυλίων. Συνεπώς τα διαθέσιμα του ταμείο FPAP αποτελούνται από κονδύλια που προέρχονται από τις εισφορές των μελών, από τις κρατικές προκαταβολές και από τα ενδεχόμενα οφέλη από τις δραστηριότητές του στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου. Το μέρος των εν λόγω κονδυλίων που προέρχεται από τις κρατικές προκαταβολές αντιστοιχεί αναμφισβήτητα σε κρατικούς πόρους. Όσον αφορά τα κέρδη από τις προθεσμιακές αγορές τα οποία επέτρεψαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις να προμηθευτούν καύσιμα σε χαμηλότερη τιμή, δεν θα μπορούσαν να έχουν επιτευχθεί αν δεν υπήρχαν οι κρατικοί πόροι, οι οποίοι έδωσαν στο ταμείο FPAP τα μέσα να δραστηριοποιηθεί χρηματοοικονομικά στις προθεσμιακές αγορές. Εξάλλου, αν και τα ακριβή χαρακτηριστικά των συμβάσεων που υπεγράφησαν μεταξύ του ταμείου FPAP και της CECOMER δεν είναι γνωστά και δεν μπορούν να εξαχθούν από κανένα από τα έγγραφα που κοινοποίησε η Γαλλία, η Επιτροπή υποθέτει ότι η αποζημίωση που καταβλήθηκε στις επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου, η οποία αντιστοιχεί στη διαφορά τιμής, ήταν χαμηλότερη από ότι αν η CECOMER και οι ναυτιλιακοί συνεταιρισμοί είχαν χορηγήσει στους αλιείς καύσιμα τα οποία θα είχαν αγοράσει στην κανονική αγορά, δηλαδή χωρίς την παρέμβαση του ταμείου FPAP στις προθεσμιακές αγορές. Συνεπώς, το όφελος των δραστηριοτήτων του ταμείου FPAP στις προθεσμιακές αγορές μεταβιβάστηκε στη CECOMER, συνεταιρισμός εφοδιασμού των ναυτιλιακών συνεταιρισμών, και εν τέλει στις αλιευτικές επιχειρήσεις που προμηθεύονται καύσιμα από αυτούς. Το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν βεβαίως ότι το ταμείο FPAP κατάφερε να συνεχίσει να καταβάλλει αποζημιώσεις για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι θα ήταν σε θέση να κάνει αν δεν αποτελούσε ενδιάμεσο οργανισμό με μοναδική ευθύνη την κατανομή των 65 (ή 77) εκατομμυρίων EUR που κατέβαλε το κράτος υπό την κάλυψη του μηχανισμού της «ασφάλισης για το πετρέλαιο».

(98)

Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι είναι μέσω των κρατικών πόρων, οι οποίοι τροφοδότησαν άμεσα τα ταμειακά διαθέσιμα του ταμείου FPAP, ή οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για την αποκόμιση οφελών τα οποία θα αύξαναν την ταμειακή ροή, που οι αλιευτικές επιχειρήσεις μπόρεσαν να επωφεληθούν από ένα χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα, αφενός έχοντας τη δυνατότητα να προμηθευτούν καύσιμα σε μειωμένη τιμή, και αφετέρου, λαμβάνοντας αντισταθμιστική αποζημίωση η οποία υπολογίστηκε βάσει μιας τιμής αναφοράς.

4.2.1.2.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που αποδίδεται στο Κράτος

(99)

Οι τρεις, ενδεχομένως τέσσερις, συμβάσεις που συνάφθηκαν μεταξύ του Κράτους και του ταμείου FPAP προβλέπουν ότι οι δημόσιοι πόροι που καταβάλλονται υπό τη μορφή προκαταβολών έχουν ως απώτερο στόχο την μερική αποζημίωση των δαπανών των καυσίμων που βαρύνουν τις αλιευτικές επιχειρήσεις. Η αντιστάθμιση που καταβλήθηκε στους αλιείς υπό τη μορφή αποζημίωσης που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της τιμής αναφοράς και της τιμής πρατηρίου συνδυάζεται με μία μείωση της τιμής πρατηρίου του πετρελαίου του παρόχου ο οποίος συνήθως είναι ο ναυτιλιακός συνεταιρισμός.

(100)

Τα ταμειακά διαθέσιμα του ταμείου FPAP, που αρχικά αποτελούνταν από τις εισφορές των μελών και μετά προσαυξήθηκαν από μια πρώτη κρατική προκαταβολή, του επέτρεψαν να δραστηριοποιηθεί στις προθεσμιακές αγορές και να αποκομίσει οφέλη, αλλά χωρίς τα οφέλη αυτά να επαρκούν έτσι ώστε να του επιτραπεί να αναλάβει, παράλληλα, την καταβολή της αντισταθμιστικής αποζημίωσης που είχε εγγυηθεί στις αλιευτικές επιχειρήσεις σε αντάλλαγμα για τις εισφορές τους. Ωστόσο, δύο, ενδεχομένως τρεις, συμπληρωματικές προκαταβολές του επέτρεψαν να συνεχίσει τις δραστηριότητές του προτού υποχρεωθεί σταδιακά να προχωρήσει σε ρευστοποίηση των θέσεών του έτσι ώστε να διαθέσει τα αναγκαία μετρητά για την πληρωμή των αποζημιώσεων. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι αποφάσεις που σχετίζονται με τις δραστηριότητες στις προθεσμιακές αγορές ελήφθησαν από τον πρόεδρο του ταμείου FPAP. Η πρακτική εφαρμογή τους υλοποιήθηκε από την επιστράτευση διαμεσολαβητών και εξειδικευμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων (βλ. αιτιολογική σκέψη 74), των οποίων η αμοιβή εξασφαλίστηκε από το ταμείο FPAP με ποσοστά που δεν έγιναν γνωστά στην Επιτροπή. Έτσι, αν το καταστατικό του ταμείου FPAP προβλέπει ότι ο Πρόεδρος πρέπει υποχρεωτικά να συμβουλεύεται το διοικητικό συμβούλιο «για να λάβει αποφάσεις όσον αφορά την εφαρμογή σχεδίων κάλυψης», τότε το Κράτος δεν εκπροσωπείται σε αυτό το διοικητικό συμβούλιο. Συνεπώς, ακόμα και αν το ταμείο FPAP είχε την υποχρέωση, σε γενικές γραμμές, να «τηρεί λογιστικά έγγραφα που θα επιτρέπουν την ενημέρωση, κατόπιν αιτήματος, σχετικά με τη χρήση της προκαταβολής καθώς και την κατανομή των πόρων και των δαπανών του Ταμείου», το Κράτος δεν έλαβε αποφάσεις ούτε σχετικά με τη στρατηγική που θα ακολουθήσει το ταμείο FPAP για την απόκτηση των εν λόγω χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαίρεσης, ούτε σχετικά με το επίπεδο χρηματοοικονομικής αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί στις επιχειρήσεις. Συνεπώς, αν, όπως παρουσιάστηκε στην παράγραφο 4.1.1.4, δεν τίθεται αμφιβολία ότι η ενίσχυση που συνίσταται στην παροχή τριών, ενδεχομένως τεσσάρων, προκαταβολών οφείλεται στο Κράτος, δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τα συμπληρωματικά πλεονεκτήματα από τα οποία μπόρεσαν να ευνοηθούν οι αλιευτικές επιχειρήσεις αφενός χάρη στις εισφορές τους και αφετέρου χάρη σε μία διαχείριση που είχε μελετηθεί για το σύνολο των ταμειακών διαθέσιμων του ταμείου FPAP. Ειδικότερα, εάν, χάρη στις δραστηριότητες του Ταμείου στις προθεσμιακές αγορές, η ενίσχυση που κατεβλήθη τελικώς στους αλιείς ήταν μεγαλύτερη από τους δημόσιους πόρους που έλαβε το ταμείο FPAP αρχικά, τότε το μέρος της ενίσχυσης που υπερέβη το ποσό των καταβληθέντων δημόσιων πόρων δεν προέκυψε από απόφαση του Κράτους. Συνεπώς, για την Επιτροπή, ακόμα και αν δεν είναι δυνατόν, από λογιστικής άποψης, να απομονώσει επ’ακριβώς τα ποσά που προέρχονται από κρατικούς πόρους και αυτά που προέρχονται από ιδίους πόρους, καθώς είναι το σύνολο των ταμειακών διαθέσιμων που χρησιμοποιήθηκε για τη δραστηριοποίηση στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου και για την καταβολή αντισταθμιστικής αποζημίωσης, το πλεονέκτημα που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού των ενισχύσεων από τις οποίες επωφελήθηκαν οι αλιευτικές επιχειρήσεις και του συνολικού ποσού των κρατικών προκαταβολών που μεταβιβάστηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις δεν οφείλεται στο Κράτος.

4.2.1.3.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό

(101)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η ελάφρυνση από την οποία επωφελούνται οι αλιευτικές επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείο FPAP για τις δαπάνες τους όσον αφορά τα καύσιμα ευνοεί αυτές τις επιχειρήσεις, καθώς είναι οι μόνες που μπορούν να επωφεληθούν από την εν λόγω ελάφρυνση. Η θέση τους ενισχύεται σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις τις οποίες ανταγωνίζονται στην κοινοτική αγορά, είτε πρόκειται για άλλες αλιευτικές επιχειρήσεις είτε για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται οικονομικά σε άλλους κλάδους που έχουν συμφέρον από τη μείωση των παραγωγικών τους εξόδων τα οποία συνδέονται με τις δαπάνες καυσίμων. Επιπλέον, δεδομένου ότι ο εν λόγω μηχανισμός κάλυψης απευθύνεται αποκλειστικά στις αλιευτικές επιχειρήσεις, το πλεονέκτημα που τελικά ευνοεί τις εν λόγω επιχειρήσεις αναλύεται ως ένα κλαδικό πλεονέκτημα το οποίο δεν είναι προσβάσιμο από άλλους κλάδους. Έτσι, κάθε μορφή ενίσχυσης που αποδεικνύεται προνομιακή για ένα συγκεκριμένο κλάδο, νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. την απόφαση 2006/269/ΕΚ της Επιτροπής της 8ης Φεβρουαρίου 2006 σχετικά με τις φορολογικές εκπτώσεις για τους επαγγελματίες αλιείς (Σουηδία) (20), αιτιολογικές σκέψεις 31 και 35).

(102)

Η Γαλλία αρνείται ότι αυτή η ενίσχυση δεν ευνόησε τις επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου FPAP, στο βαθμό που «η προσχώρηση στο Ταμείο είναι ελεύθερη και ανοικτή σε όλες τις αλιευτικές επιχειρήσεις με την επιφύλαξη της καταβολής εισφορών». Το γραφείο MQA προσθέτει ότι αυτή η προσχώρηση είναι ανοικτή «χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η δομή ή η εθνικότητα των δικαιούχων των οφελών». Το ταμείο FPAP αποσαφηνίζει τέλος ότι «οι επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου FPAP εξαρτώνται τόσο από γαλλικά όσο και από ισπανικά και ολλανδικά κεφάλαια».

(103)

Απαντώντας, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι αλιευτικές επιχειρήσεις που δύνανται να γίνουν μέλη του ταμείου FPAP είναι μόνο εκείνες που έχουν καταχωρημένα τα πλοία τους στη μητροπολιτική Γαλλία ή σε υπερπόντια διαμερίσματά της. Συνεπώς, επιχειρήσεις που εδρεύουν στην Ολλανδία ή στην Ισπανία και οι οποίες κατέχουν γαλλικά πλοία δύνανται να γίνουν μέλη του ταμείου FΡΑΡ· είναι βέβαιο ότι η Γαλλία και το ταμείο FPAP αναφέρονται σε αυτές τις περιπτώσεις στις απαντήσεις τους. Ωστόσο τα άλλα κοινοτικά πλοία δεν δύνανται να γίνουν μέλη του ταμείου FPAP.

(104)

Το σύνολο των επιχειρήσεων που δικαιούνται την καταβληθείσα από το ταμείο FPAP αποζημίωση ανταγωνίζονται στα πλαίσια της κοινοτικής αγοράς με τις επιχειρήσεις των οποίων τα πλοία φέρουν τη σημαία άλλων κρατών μελών και οι οποίες έχουν επίσης συμφέρον από τη μείωση των παραγωγικών τους εξόδων που σχετίζονται με τα έξοδα καυσίμων αλλά όμως δεν έχουν στη διάθεσή τους ένα σύστημα αποζημίωσης όπως αυτό που εφαρμόζει το ταμείο FPAP. Για το λόγο αυτό, το πλεονέκτημα από το οποίο ευνοούνται οι αλιευτικές επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου ή αυτές που δεν είναι ακόμα μέλη αλλά πρόκειται να γίνουν, δηλαδή όλες οι επιχειρήσεις με πλοία που φέρουν τη γαλλική σημαία, αποτελεί σαφώς στρέβλωση του ανταγωνισμού.

(105)

Το ταμείο FPAP επίσης εκτιμά ότι οι παράγοντες στρέβλωσης του ανταγωνισμού θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Κάνοντας αναφορά στην ύπαρξη σημαντικών επιπλέον δαπανών οι οποίες είναι, σύμφωνα με το ίδιο, χωρίς οικονομική βάση, όπως αυτές που προκύπτουν από τη διαχείριση πολυετών σχεδίων προσανατολισμού για τον αλιευτικό στόλο, δηλαδή από τη διαχείριση της παγκόσμιας ικανότητας του στόλου αυτού, ή αυτές που σχετίζονται με τη διαχείριση των «δικαιωμάτων παραγωγής», το ταμείο FPAP αναφέρει κυρίως ότι «Τα “δικαιώματα” που συνδέονται με εθνικές “πολιτικές” αποτελούν (…) τον πραγματικό παράγοντα στρέβλωσης του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο [και] ξεφεύγουν κατά πολύ από τον οικονομικό τομέα».

(106)

Αναφορικά με το ανωτέρω, η Επιτροπή παρατηρεί ότι αυτά τα έξοδα, είτε είναι στη Γαλλία μεγαλύτερα ή μικρότερα από αυτά των άλλων κρατών μελών, προκύπτουν από περιορισμούς που οφείλονται στο κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιείται σήμερα η αλιευτική δραστηριότητα. Η Επιτροπή, με την ανακοίνωση (21) της 26ης Φεβρουαρίου 2007 σε σχέση με τα μέσα διαχείρισης με βάση τα αλιευτικά δικαιώματα, υπενθυμίζει ότι ο κοινοτικός τομέας αλιείας χαρακτηρίζεται από μια πλειάδα μέσων και μηχανισμών διαχείρισης και ότι η διαχείριση αρκετά συγκρίσιμων καταστάσεων πραγματοποιείται ορισμένες φορές κατά πολύ διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το κράτος μέλος. Ειδικότερα, προκύπτει ότι η πώληση και η αγορά δικαιωμάτων αλιείας είναι μια συνήθης πρακτική είτε στο πλαίσιο καθιερωμένων αγορών είτε έμμεσα. Τα κόστη που αναφέρει το ταμείο FPAP είναι κόστη τα οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν οι στόλοι διαφόρων κρατών μελών και τα οποία αντιστοιχούν στην οικονομική εξέλιξη του τομέα της αλιείας. Προκύπτουν από την εφαρμογή, σε εθνικό επίπεδο, μέτρων διαχείρισης που η κοινή αλιευτική πολιτική επιβάλλει ή καθιστά αναγκαία. Η εν λόγω εφαρμογή δεν δικαιολογεί την εφαρμογή ειδικών ενισχύσεων σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος. Για τον λόγο αυτό, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του ταμείου FPAP, η στρέβλωση του ανταγωνισμού δεν θα πρέπει να εκτιμάται εντός των ορίων μιας «σχετικής αγοράς», για παράδειγμα μιας «περιφερειακής μικρο-αγοράς», έννοια στην οποία κάνει αναφορά, αλλά όπως προβλέπεται και από το πλαίσιο της συνθήκης, υπό το πρίσμα του συνόλου της κοινοτικής αγοράς. Συνεπώς, αν η ενίσχυση του ταμείου FPAP έχει ως αποτέλεσμα τη διευκόλυνση της διατήρησης της αλιείας σε περιφερειακό πλαίσιο και την προστασία των πόρων εμποδίζοντας τα πλοία ανοικτής θαλάσσης να βασιστούν σε πιο εύκολα προσβάσιμους πόρους ή τις μηχανότρατες να προσανατολιστούν προς πιο συγκεκριμένους τύπους αλιείας, καθώς αυτή καταβάλλεται από το ταμείο FPAP, τότε αντιστοιχεί απόλυτα σε μία ενίσχυση που νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και συνεπώς, από αυτή την άποψη, αντιστοιχεί σε μία κρατική ενίσχυση.

(107)

Επίσης, για το σύνολο των λόγων που αναφέρθηκαν ανωτέρω, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι πόροι που χορηγήθηκαν ως προκαταβολή από το Κράτος και από τους οποίους ευνοήθηκαν οι αλιευτικές επιχειρήσεις, μέσω του ταμείου FPAP, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.

4.2.1.4.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών

(108)

Το ταμείο FPAP αμφισβητεί το γεγονός ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις που είναι μέλη του συνδικάτου επηρεάζουν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Πράγματι, σύμφωνα με το ταμείο FPAP, αυτές οι επιχειρήσεις εξασκούσαν τις δραστηριότητές τους σε «μια αγορά που σε καμία περίπτωση δεν είναι μοναδική, αλλά η οποία βασίζεται περισσότερο σε ένα “μωσαϊκό” περιφερειακών μικρο-αγορών».

(109)

Σε απάντησή της, η Επιτροπή δηλώνει ότι η παγκόσμια αξία των εξαγωγών προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας της Γαλλίας προς τον υπόλοιπο κόσμο ανερχόταν σε 1 290 εκατομμύρια EUR το 2005, από τα οποία το 80 % κατευθύνθηκε προς χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ομοίως, η παγκόσμια αξία των εισαγωγών για την ίδια κατηγορία προϊόντων στη Γαλλία ανερχόταν το 2005 σε 3 693 εκατομμύρια EUR, από τα οποία το 40 με 60 %, σύμφωνα με τις πηγές, προέρχονταν από χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (22). Συγκριτικά, η συνολική αξία της γαλλικής παραγωγής ανερχόταν σε 1 868 εκατομμύρια EUR. Κατά συνέπεια, χωρίς να κρίνεται αναγκαία η υπερβολικά λεπτομερής οικονομική ανάλυση των μεγεθών (23), είναι προφανές ότι, ανεξάρτητα από τις μεταβολές στην τιμή ανά είδος που καταγράφονται καθημερινά στα γαλλικά ή τα ευρωπαϊκά λιμάνια, ο όγκος των συναλλαγών ανάμεσα στη Γαλλία και την υπόλοιπη Ευρώπη βασίζεται σημαντικά στο ισοζύγιο εφοδιασμού σε προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας. Μέτρα τα οποία έχουν ως στόχο να ευνοήσουν ένα σημαντικό αριθμό γαλλικών επιχειρήσεων αλιείας (παραπάνω από το 30 % του στόλου) μέσω της μείωσης των παραγωγικών τους εξόδων επηρεάζουν απαραιτήτως τις εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στα κράτη μέλη στον τομέα της αλιείας.

(110)

Συνεπώς, είναι προφανές ότι το πλεονέκτημα από το οποίο ευνοούνται οι αλιευτικές επιχειρήσεις μέσω της ανάληψης ενός μέρους των παραγωγικών τους εξόδων, επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στα κράτη μέλη.

4.2.1.5.   Συμπέρασμα

(111)

Οι τέσσερις όροι που απαιτούνται για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης πληρούνται μόνο μερικώς. Το πλεονέκτημα από το οποίο ευνοούνται οι αλιευτικές επιχειρήσεις προκύπτει σαφώς από τη χρησιμοποίηση κρατικών πόρων, νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στα κράτη μέλη. Αντίθετα, το εν λόγω πλεονέκτημα δεν καταλογίζεται στο Κράτος, παρά μόνο όσον αφορά το ποσό των προκαταβολών, στο βαθμό που οι εν λόγω προκαταβολές συνιστούν μόνο ένα μέρος των ταμειακών διαθέσιμων του ταμείου FPAP, και στο βαθμό που το Κράτος δεν παρενέβη στις επιλογές του ταμείο FPAP για να επωφεληθεί από τους πόρους που είχε στη διάθεσή του. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να κάνει δεκτή την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης υπό την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ, παρά μόνο εντός των ορίων της χορήγησης κρατικών πόρων, δηλαδή 65 ή 77 εκατομμύρια EUR.

(112)

Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι γαλλικές αρχές, με την επιφύλαξη των απαντήσεών τους της 7ης Οκτωβρίου 2005 και της 21ης Απριλίου 2006, δεν αμφισβητούν πραγματικά τα συμπεράσματα της Επιτροπής αναφορικά με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης. Πράγματι, κατά την εξέταση του σχεδίου νόμου για τον προϋπολογισμό του 2007 από τη γαλλική εθνοσυνέλευση, ο Υπουργός Γεωργίας και Αλιείας, ερωτηθείς για το μέλλον του ταμείου FPAP απάντησε: «το ταμείο FPAP λειτουργεί από την 1η Νοεμβρίου 2004, αλλά η ευρωπαϊκή Επιτροπή το εποπτεύει στενά, καθώς πρόκειται για μ κρατική ενίσχυση» (24).

4.2.2.   Συμβατότητα με την κοινή αγορά

(113)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης, ορισμένες κατηγορίες ενίσχυσης θεωρούνται ή δύνανται να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά.

(114)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι υπό εξέταση ενισχύσεις δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 87 παράγραφος 2 της συνθήκης.

α)

Υποστηρίζοντας ότι το ταμείο FPAP έδρασε ως «ένας οργανισμός υπεράσπισης των καταναλωτών», ή ως ο «συντονιστής των καταναλωτών προϊόντων πετρελαίου», το γραφείο MQA φαίνεται να υποδηλώνει ότι οι ενισχύσεις προς όφελος των αλιευτικών επιχειρήσεων μπορούν να εξομοιωθούν με τις «ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα που χορηγούνται σε μεμονωμένους καταναλωτές» όπως προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 1. Επ’αυτού, η Επιτροπή παρατηρεί μόνο ότι αυτή η παράγραφος απευθύνεται ρητά σε «μεμονωμένους καταναλωτές», και όχι σε επιχειρήσεις, και ότι κατά συνέπεια, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 50 της παρούσας απόφασης). Αυτή η ενίσχυση συνεπώς δεν είναι συμβατή με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 2 σημείο α) της συνθήκης.

β)

Οι εν λόγω ενισχύσεις δεν συνιστούν ενισχύσεις που προορίζονταν για την αποκατάσταση των ζημιών που έχουν προκληθεί από φυσικές καταστροφές ή από άλλα έκτακτα γεγονότα. Πράγματι, οι διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου είναι σύμφυτες με την οικονομική δραστηριότητα. Επηρεάζουν εξίσου και άλλους τομείς δραστηριοτήτων όπου καταναλώνονται πετρελαϊκά προϊόντα σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μία φυσική καταστροφή ή ως ένα έκτακτο γεγονός υπό την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 2 σημείο β). Ωστόσο, σε σχέση με την ανάλυση αυτή, το γραφείο MQA αρνείται ότι η ενίσχυση θα είχε εφαρμογή μετά από έκτακτες καταστάσεις «καθώς η Επιτροπή παραδέχεται και η ίδια τις ειδικές οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες του κλάδου». Είναι σίγουρα αληθές ότι ο τομέας της αλιείας καλείται να αντιμετωπίσει ιδιαίτερες δυσκολίες τις οποίες η Επιτροπή ανέλυσε λεπτομερώς στην ανακοίνωση (25) που εξέδωσε στις 9 Μαρτίου 2006 με τίτλο «Βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της αλιείας». Στην ανακοίνωσή της αυτή, η Επιτροπή έδειξε ότι οι πηγές των οικονομικών και κοινωνικών δυσκολιών του τομέα έγκεινται στην δομική του αδυναμία προσαρμογής στις δυσχέρειες που επηρεάζουν σοβαρά τη δραστηριότητά του. Στην εν λόγω ανακοίνωση εξάλλου διατύπωσε διάφορες προτάσεις για τον υπερκερασμό των οικονομικών δυσκολιών στον τομέα της αλιείας. Εξετάζοντας τη συμβατότητα ορισμένων ενισχύσεων όσον αφορά τη λειτουργία, αναφέρει με σαφήνεια: «Οι δυσκολίες που πλήττουν σήμερα τον τομέα της αλιείας επιδεινώθηκαν από την πρόσφατη αύξηση των τιμών των καυσίμων. Η εν λόγω κατάσταση ώθησε τον κλάδο της αλιείας να ζητήσει την παρέμβαση του δημοσίου έτσι ώστε να αντισταθμιστεί αυτή η απρόσμενη αύξηση των εξόδων. Αυτό το είδος αρωγής θα αντιπροσώπευε μια λειτουργική ενίσχυση μη συμβατή με τη συνθήκη. Η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να εγκρίνει οποιαδήποτε ενίσχυση η οποία κοινοποιείται με το σκοπό αυτό». Ακολούθως, κάνοντας αναφορά σε έναν εγγυητικό μηχανισμό παρόμοιο με αυτόν που είχε σχεδιαστεί αρχικά κατά τη σύσταση του ταμείου FPAP, προσθέτει «Η Επιτροπή θα μπορούσε να εγκρίνει ένα τέτοιο πρόγραμμα μόνο σε περίπτωση που προέβλεπε εγγυήσεις εξόφλησης, στα πλαίσια εμπορικών όρων, για το σύνολο των δημόσιων ενισχύσεων, κάτι που με γνώμονα τις παρούσες οικονομικές συνθήκες, μοιάζει αρκετά απίθανο». Οι διακυμάνσεις του κόστους των συντελεστών παραγωγής, είναι σύμφυτες με την οικονομική δραστηριότητα και δεν είναι δυνατόν να συνιστούν από μόνες τους έκτακτο γεγονός.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, η Επιτροπή φρονεί ότι οι υπό εξέταση κρατικές ενισχύσεις από τις οποίες ευνοούνται οι αλιευτικές επιχειρήσεις δεν είναι συμβατές με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 2 σημείο β) της συνθήκης.

(115)

Η εν λόγω ενισχύσεις δεν δύνανται επίσης να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά βάσει της εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 3 της συνθήκης, όπου προβλέπονται διάφορες περιπτώσεις ενισχύσεων.

α)

Δεν πρόκειται για ενισχύσεις που προορίζονται να ευνοήσουν την οικονομική ανάπτυξη των περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι αφύσικα χαμηλό ή οι οποίες πλήττονται από σοβαρή ανεργία (περίπτωση που προβλέπεται από το άρθρο 87 παράγραφος 3 σημείο α) της συνθήκης). Οι εν λόγω ενισχύσεις έχουν ως στόχο τη μείωση των λειτουργικών εξόδων των αλιευτικών επιχειρήσεων. Βέβαια, το ταμείο FPAP αναφέρει ότι αυτές οι ενισχύσεις έχουν ως στόχο την ενθάρρυνση της διατήρησης της αλιείας σε περιφερειακό επίπεδο. Ωστόσο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι εν λόγω ενισχύσεις χορηγήθηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις ανεξάρτητα από τον τόπο όπου εδρεύουν ή το λιμάνι βάσης των πλοίων που εκμεταλλεύονται. Συνεπώς, δεν έχουν σχέση με τις ενισχύσεις που καλύπτει το σημείο α).

β)

Αυτές οι ενισχύσεις δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως ενισχύσεις με στόχο την προώθηση της υλοποίησης ενός σημαντικού προγράμματος κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος ή την αποκατάσταση μιας σοβαρής διαταραχής της οικονομίας ενός κράτους μέλους. Οι ενισχύσεις αυτές δεν συνδέονται με κάποιο σημαντικό πρόγραμμα κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος. Ομοίως, δεν δύνανται να χαρακτηριστούν ως ενισχύσεις με στόχο την αποκατάσταση από μια σοβαρή διαταραχή της οικονομίας ενός κράτους μέλους. Πράγματι, οι ενισχύσεις που κατεβλήθησαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις έχουν ως αντικείμενο την αποκατάσταση των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες σε έναν συγκεκριμένο οικονομικό κλάδο και όχι επί του συνόλου της γαλλικής οικονομίας. Η τομεακή φύση της εν λόγω ενίσχυσης είναι αναμφισβήτητη καθώς η αύξηση του κόστους του πετρελαίου δεν επηρέασε μόνο τις επιχειρήσεις του κλάδου της αλιείας αλλά το σύνολο των επιχειρήσεων, για όλους τους τομείς δραστηριότητας. Εν προκειμένω, η Επιτροπή θεωρούσε πάντα ότι οι δημόσιες αρχές δεν ήταν αυτές που έπρεπε να παρεμβαίνουν χρηματοοικονομικά για την αντιστάθμιση αυτής της αύξησης, αλλά αντιθέτως ήταν αυτές που έπρεπε να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στις νέες οικονομικές συνθήκες που προκύπτουν. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των εν λόγω στοιχείων, η Επιτροπή φρονεί ότι η ενίσχυση του ταμείου FPAP προς όφελος των επιχειρήσεων αλιείας δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 σημείο β).

γ)

Όσο αφορά το άρθρο 87 παράγραφος 3 σημείο γ), η ελάφρυνση των εξόδων των καυσίμων δεν δύναται, από μόνη της, να ανταποκριθεί στον όρο του εν ανωτέρω σημείου γ), σύμφωνα με το οποίο μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις με στόχο τη διευκόλυνση της ανάπτυξης ορισμένων δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιοχών όταν δεν μεταβάλλουν τις συνθήκες διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών κατά τρόπο που να αντιβαίνουν στο κοινό συμφέρον. Στην πραγματικότητα, οι υπό εξέταση ενισχύσεις δεν αποσκοπούν στην ενθάρρυνση της ανάπτυξης δραστηριοτήτων αλιείας υπό την έννοια της αειφόρου αλιείας, σύμφωνα με τους στόχους της κοινής πολιτικής αλιείας, αλλά αντιθέτως ενθαρρύνουν το επίπεδο της αλιευτικής προσπάθειας χωρίς να παρέχουν κίνητρα στις αλιευτικές επιχειρήσεις για να μειώσουν τα έξοδά τους σε καύσιμα. Κατά συνέπεια, έχουν ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση της απαραίτητης προσαρμογής των επιχειρήσεων του τομέα της αλιείας στις δυσχέρειες που προκύπτουν από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Εξάλλου, αυτή η δραστηριότητα δεν συνδέεται με μια οικονομική περιοχή. Για τον λόγο αυτό οι εν λόγω ενισχύσεις δεν δύνανται να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 σημείο γ).

δ)

Τέλος, αυτές οι κατηγορίες ενίσχυσης προφανώς δεν συγκαταλέγονται ανάμεσα στις ενισχύσεις που προορίζονται για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, ούτε ανάμεσα στις ενισχύσεις που θεωρούνται συμβατές με την κοινή αγορά με απόφαση του Συμβουλίου η οποία υιοθετήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 σημείο ε).

(116)

Από το σύνολο των εν λόγω στοιχείων προκύπτει ότι η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στις αλιευτικές επιχειρήσεις για την ελάφρυνση του κόστους των καυσίμων δεν πληροί καμία από τις διατάξεις που προβλέπονται από το άρθρο 87 της συνθήκης.

(117)

Όσον αφορά τις ενισχύσεις προς τις αλιευτικές επιχειρήσεις, αυτές θα πρέπει εξίσου να αναλύονται με γνώμονα τις κατευθυντήριες γραμμές που ισχύουν για την εξέταση των κρατικών ενισχύσεων που προορίζονται για τους τομείς της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας (εφεξής καλούμενες «κατευθυντήριες γραμμές»).

(118)

Οι εν λόγω ενισχύσεις έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους παραγωγής των αλιευτικών επιχειρήσεων. Παρουσιάζουν το χαρακτήρα λειτουργικών ενισχύσεων.

(119)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει αρχικά ότι σύμφωνα με τους όρους του σημείου 3.5 αυτών των κατευθυντήριων γραμμών, «οι κρατικές ενισχύσεις δεν θα πρέπει να έχουν συντηρητικό χαρακτήρα, αντιθέτως θα πρέπει να ενθαρρύνουν τον εξορθολογισμό και την αποδοτικότητα της παραγωγής και την εμπορία των προϊόντων αλιείας. Οι ενισχύσεις θα πρέπει να επιφέρουν αειφόρες βελτιώσεις, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο τομέας της αλιείας να μπορέσει να εξελιχθεί χάρη στα αποκλειστικά εισοδήματα της αγοράς».

(120)

Συνεπώς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 115 γ) της παρούσας απόφασης, η ελάφρυνση των δαπανών των καυσίμων δεν έχει στόχο την ανάπτυξη των αλιευτικών δραστηριοτήτων υπό την έννοια της αειφόρου αλιείας, σύμφωνα με τους στόχους της κοινής αλιευτικής πολιτικής, αλλά στοχεύει στη διατήρηση της δραστηριότητας σε όλες τις αλιευτικές επιχειρήσεις. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτές οι ενισχύσεις αναδεικνύουν το συντηρητικό χαρακτήρα που αναφέρεται στο σημείο 3.5 των κατευθυντήριων γραμμών και συνεπώς δεν μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την αρχή που θέτουν οι κατευθυντήριες γραμμές.

(121)

Η Γαλλία βεβαίως υπέδειξε, στα πλαίσια των απαντήσεών της για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, ότι «οι δραστηριότητες του ταμείο FPAP ανέμεναν τα χρήσιμα μέτρα τα οποία αναδεικνύουν και επιβεβαιώνουν τα σχέδια διάσωσης και αναδιάρθρωσης, αμέσως μετά την επικύρωσή τους». Ωστόσο, είναι αρκετά αργότερα, τον Ιανουάριο του 2008, που η Γαλλία ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων που παρουσιάστηκαν ως μέτρα ενίσχυσης για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προς όφελος των αλιευτικών επιχειρήσεων, μέτρα τα οποία καταχωρήθηκαν από την Επιτροπή με τον αριθμό NN 09/2008 και βρίσκονται τώρα στο στάδιο της ανάλυσης. Ωστόσο, ακόμα και αν γίνει αποδεκτό το επιχείρημα της Γαλλίας σύμφωνα με το οποίο οι δράσεις του ταμείου FPAP ανέμεναν κατά κάποιο τρόπο τα εν λόγω μέτρα ενίσχυσης για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, αυτό δεν έχει συνέπειες για τη συμβατότητα τους με την κοινή αγορά λόγω των θεμελιωδών διαφορών που υφίστανται μεταξύ των μέτρων που τίθενται σε εφαρμογή από το ταμείο FPAP και των όρων στους οποίους πρέπει να ανταποκρίνονται τα καθεστώτα ενισχύσεων για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων, όροι οι οποίοι περιγράφονται στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης των προβληματικών επιχειρήσεων (26). Στην πραγματικότητα, αντίθετα με αυτό που απαιτείται στις κατευθυντήριες γραμμές, οι ενισχύσεις που προκύπτουν από τις δράσεις του ταμείου FPAP χορηγήθηκαν αδιακρίτως σε όλες τις αλιευτικές επιχειρήσεις και όχι μόνο στις προβληματικές επιχειρήσεις. Από την άλλη μεριά, οι ενισχύσεις για τη διάσωση δεν δύνανται να υπερβούν το όριο των έξι μηνών και πρέπει να λάβουν τη μορφή ενός εξοφλητέου δανείου ή μίας εγγύησης· όσον αφορά τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης αυτές θα πρέπει να καταβληθούν υπό συγκεκριμένους όρους για περιορισμένη διάρκεια. Συνεπώς, οι ενισχύσεις που χορηγεί η Γαλλία μέσω του ταμείου FPAP δεν πληρούν κανένα από τους απαιτούμενους όρους: οι αλιευτικές επιχειρήσεις ευνοούνται από τις ενισχύσεις αυτές από το 2004, δεν έχουν χορηγηθεί υπό τη μορφή δανείου ή εγγύησης, και η αποπληρωμή τους στο πλαίσιο ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν εξετάζεται.

(122)

Το ταμείο FPAP επίσης θεωρεί ότι οι ενισχύσεις που καταβλήθηκαν δικαιολογούνται από το γεγονός ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για μία ενίσχυση για τα εισοδήματα των μισθωτών. Ως προς αυτό το ταμείο FPAP αναφέρει εγγράφως: «Το ταμείο FPAP συγκροτεί έναν “όμιλο πρόληψης” με σκοπό να αποτελέσει για τις 2 500 επιχειρήσεις που είναι μέλη μια νομική περίμετρο διάσωσης υπό την έννοια του γαλλικού δικαίου[…]. Σε αυτή τη βάση, η ενίσχυση για τα εισοδήματα των μισθωτών που προβλέπεται στην περίμετρο αναδιάρθρωσης είναι εγκεκριμένη. Δεν επηρεάζει σε τίποτα τους κανόνες του ανταγωνισμού. Αντιθέτως, εμπίπτει στις κοινοτικές αρχές που εξασφαλίζουν στους μισθωτούς ένα ελάχιστο αξιοπρεπές εισόδημα». Το ταμείο FPAP συνεχίζει τονίζοντας ότι το σύστημα πληρωμής των ναυτικών όσον αφορά το πλήρωμα είχε ως αποτέλεσμα, στη Γαλλία, να στερηθούν οι υπάλληλοι των επιχειρήσεων αλιείας τον μισθό τους, δηλαδή να βρεθούν χρεωμένοι έναντι του εξοπλισμού. Τέλος διευκρινίζει ότι 25 από τα 65 εκατομμύρια της προκαταβολής που χορήγησε το Κράτος «αφορούν άμεσα προκαταβολές σε υπαλλήλους και αναλύονται ως άμεση κοινωνική δράση». Το γραφείο ΜQA προσθέτει: «Εάν τα δάνεια θεωρηθούν ως ενισχύσεις προς όφελος, όχι του ίδιου του ταμείου FPAP, αλλά των επιχειρήσεων αλιείας που είναι μέλη αυτού, τότε πράγματι επρόκειτο για κοινωνικές ενισχύσεις. Η οικονομική συνεισφορά που παρασχέθηκε συνδεόταν στην πραγματικότητα άμεσα με τις αποδοχές των ναυτικών».

(123)

Οι εν λόγω ισχυρισμοί απαιτούν πολλαπλό σχολιασμό από τη μεριά της Επιτροπής:

1.

Αρχικά, εκπλήσσεται από την αναφορά ότι, περίπου 40 % (25 εκατομμύρια από τα 65) των χρηματικών προκαταβολών που κατέβαλε το Κράτος, με σκοπό, σύμφωνα με τις τρεις συμβάσεις που περιγράφονται ανωτέρω (βλ. αιτιολογική σκέψη 21 της παρούσας απόφασης), να επιτραπεί η απόκτηση χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές προϊόντων πετρελαίου, «αφορούν άμεσα προκαταβολές προς τους υπαλλήλους και αναλύονται ως άμεση κοινωνική ενίσχυση».

2.

Η Επιτροπή υποθέτει σε αυτό το σημείο ότι, από τη μεριά του ταμείο FPAP, πρόκειται για μια ρητορική συντόμευση με στόχο να αποδείξει ότι οι δράσεις που υλοποίησε, μειώνοντας το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων αλιείας και λαμβανομένου υπόψη του μισθοδοτικού συστήματος ξεχωριστά, ευνοούν, στο τέλος, τους υπαλλήλους των επιχειρήσεων αυτών. Υπό την έννοια αυτή οι εν λόγω δράσεις δύνανται να αναλυθούν «ως άμεση κοινωνική ενίσχυση». Πράγματι, δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο του φακέλου που να αφήνει να εννοηθεί ότι υπήρχαν άμεσες κοινωνικές ενισχύσεις, δηλαδή ενισχύσεις που καταβλήθηκαν από το ταμείο FPAP άμεσα στους υπαλλήλους αυτών των επιχειρήσεων· εξάλλου κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται σε κανένα σημείο του καταστατικού του ταμείου FPAP (βλ. αιτιολογική σκέψη 20 της παρούσας απόφασης).

3.

Σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή οι ενισχύσεις έχουν καταβληθεί τελικά απευθείας στους μισθωτούς είτε οι ενέργειες του ταμείου FPAP είχαν ως αποτέλεσμα να ευνοηθούν οι μισθωτοί επιτρέποντας την ενίσχυση του εισοδήματός τους λόγω της εφαρμογής της αρχής του συστήματος απολαβών ξεχωριστά, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την καθιερωμένη νομολογία (27), η έννοια της ενίσχυσης συμπεριλαμβάνει τα πλεονεκτήματα που παρέχουν οι δημόσιες αρχές τα οποία, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης. Υπό την έννοια αυτή, οι μισθοί αποτελούν αναμφισβήτητα μέρος αυτής της επιβάρυνσης και μια επιχείρηση δεν δύναται να βασιστεί σε μία δημόσια χρηματοδότηση προκειμένου να την αντιμετωπίσει. Συνεπώς, το γεγονός ότι τα πλεονεκτήματα τα οποία αντλούν οι αλιευτικές επιχειρήσεις από τη δυνατότητα αγοράς καυσίμων σε προτιμησιακές τιμές και από τη μερική αντιστάθμιση των δαπανών τους για καύσιμα αποδεικνύονται στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το ταμείο FPAP και το γραφείο MQA, ευνοϊκά για τους υπαλλήλους αυτών των επιχειρήσεων, δεν είναι κρίσιμο προκειμένου να εκτιμηθεί η συμβατότητα των εν λόγω ενισχύσεων σε σχέση με την κοινή αγορά. Αρκεί να διαπιστωθεί ότι τα πλεονεκτήματα που καταβλήθηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις χάρη σε δημόσιους πόρους είχαν ως στόχο την ελάφρυνση των επιβαρύνσεων που κανονικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό των εν λόγω επιχειρήσεων.

4.

Στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχτεί τη διαπίστωση σύμφωνα με την οποία η ενίσχυση του εισοδήματος των υπαλλήλων θα είχε εγκριθεί, αφενός, επειδή βασίζεται στις κοινοτικές αρχές που εγγυώνται στους υπαλλήλους ένα ελάχιστο αξιοπρεπές εισόδημα, και αφετέρου, επειδή το σύστημα πληρωμής από μόνο του ήταν ιδιαιτέρως δυσμενές για τους Γάλλους ναυτικούς. Πράγματι, κατ’εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας, οι κανόνες περί της ύπαρξης ελάχιστου εισοδήματος επισημαίνουν τη μοναδική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Στη Γαλλία, όσον αφορά το μισθό των ναυτικών, η εν λόγω υποχρέωση ορίζεται από τα άρθρα.L.742-2, D.742-1 και D.742-2 του εργατικού κώδικα. Όπως υπενθυμίζει μια απόφαση του Εφετείου της Rennes της 16ης Ιουνίου 1998 (28), οι εν λόγω διατάξεις, γενικής εμβέλειας, εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπόκεινται στον κώδικα ναυτικής εργασίας, ανεξάρτητα από τον τρόπο αποζημίωσης που υιοθετήθηκε. Το γεγονός ότι ο πλοιοκτήτης και οι υπάλληλοί του συμφωνούν εξαρχής ότι οι ναυτικοί θα πληρώνονται ξεχωριστά (με ενδεχόμενο κέρδος) δεν εξαιρεί τον πλοιοκτήτη από το να εγγυηθεί στους ναυτικούς, κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης, απολαβές τουλάχιστον ισοδύναμες με τον ελάχιστο μισθό. Με άλλα λόγια, οι αμοιβές στον κλάδο της αλιείας θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με τις υπολογισθείσες απολαβές κατ' εφαρμογή του κατώτατου ορίου μισθού. Το άρθρο 34 του ναυτικού εργατικού κώδικα (29) παραπέμπει συναφώς σε μια «εθνική επαγγελματική συμφωνία ή σε κλαδικές συμφωνίες που επεκτάθηκαν [για τον καθορισμό], ανεξάρτητα από τη διάρκεια της πραγματικής διάρκειας εργασίας, της περιόδου ή των περιόδων που λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό του κατώτερου ορίου μισθού των ναυτικών που αμείβονται ‘με το κομμάτι’». Η κλαδική συμφωνία που εγγυάται, μέσω του άρθρου 9 πρώτο εδάφιο, ετήσιες ελάχιστες καθαρές απολαβές για τους μισθωτούς ναυτικούς που αμείβονται ‘με το κομμάτι’, υπεγράφη στις 28 Μαρτίου 2001 (30). Η εν λόγω διάταξη κατέστη υποχρεωτική, για όλους τους εργοδότες και τους υπαλλήλους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας, με διυπουργικό διάταγμα της 3ης Ιουλίου 2003 (31). Το μισθολογικό κόστος που προκύπτει από την εν λόγω νόμιμη υποχρέωση αποτελεί συνεπώς ένα παραγωγικό κόστος για τις αλιευτικές επιχειρήσεις, όπως είναι και οι δαπάνες για καύσιμα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί συνεπώς να αποδεχτεί το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο το γαλλικό Κράτος βασίμως παρεμβαίνει οικονομικά καθώς οι πλοιοκτήτες αποφεύγουν τη νόμιμη υποχρέωση η οποία συνίσταται στην εξασφάλιση ενός ελάχιστου μισθού στους υπαλλήλους τους, ακόμα και όταν αμείβονται «με το κομμάτι».

(124)

Σύμφωνα με το γραφείο MQA, θα μπορούσαν εξίσου να συνεπάγονται και κοινωνικοοικονομικά μέτρα: «οι κατευθυντήριες γραμμές (…) εκτιμούν ότι μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με κοινωνικοοικονομικά μέτρα. Εν προκειμένω, το ταμείο FPAP είναι απολύτως διαφανές, και τα μέτρα που χαρακτηρίζονται ως ενισχύσεις από την Επιτροπή έχουν προφανώς κοινωνικοοικονομικό χαρακτήρα».

(125)

Η Επιτροπή δηλώνει ότι το γραφείο MQA δεν έχει υποβάλλει κανένα στοιχείο που να επιτρέπει την εξέταση των εν λόγω ενισχύσεων σε σχέση με το σημείο 4.5. των κατευθυντήριων γραμμών οι οποίες προβλέπουν ότι, ανά περίπτωση, άμεσες ενισχύσεις προς τους εργαζομένους που αντιστοιχούν σε κοινωνικοοικονομικά μέτρα μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά. Πράγματι, η παράγραφος αυτή προσδιορίζει ότι οι ενισχύσεις μπορούν να θεωρηθούν συμβατές μόνο «υπό την προϋπόθεση ότι αποτελούν μέρος ενός συνόλου μέτρων υποστήριξης κοινωνικοοικονομικού χαρακτήρα με σκοπό την αντιστάθμιση από τις απώλειες εισοδήματος που συνδέονται με ένα είδος προσαρμογής των ικανοτήτων που αποφασίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) 2371/2002» (κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 2002 σε σχέση με τη διατήρηση και την αειφόρο εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (32). Συνεπώς, η σύσταση του ταμείου FPAP δεν εντάσσεται σε ένα συνολικό σχέδιο που αποφασίστηκε σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 με σκοπό την προσαρμογή των αλιευτικών ικανοτήτων. Το επιχείρημα που προέβαλε το γραφείο MQA ουδόλως μπορεί να δικαιολογήσει τη χορήγηση των εν λόγω λειτουργικών ενισχύσεων.

(126)

Το γραφείο MQA επίσης αναφέρει ότι δεν είναι ορθό να υποστηρίζεται ότι οι ενισχύσεις καταβλήθηκαν χωρίς όρους. Σύμφωνα με το γραφείο MQA, «το Κράτος για να χορηγήσει τα εν λόγω δάνεια απαίτησε από το ταμείο FPAP να του υποβάλει πολλαπλά δικαιολογητικά έγγραφα, δικαιολογητικά έγγραφα με στόχο να εξακριβωθεί η αυστηρότητα της διαχείρισης του ταμείου καθώς και η προσήλωση του ταμείου και των μελών του να υλοποιήσουν αειφόρες λύσεις για νέες συνθήκες παραγωγής στον τομέα της αλιείας». Το γραφείο MQA επιμένει σε αυτή την απαίτηση για διαφάνεια στην τήρηση των λογιστικών αρχείων αλλά και στην απόφαση του Κράτους να απαιτήσει τη δρομολόγηση μιας διυπουργικής αποστολής επιθεώρησης.

(127)

Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της αυτή την απαίτηση για διαφάνεια και έλεγχο, σημειώνοντας παράλληλα ότι φαίνεται να είναι στοιχειώδης καθώς πρόκειται για μια χρηματοοικονομική παρέμβαση με δημόσιους πόρους. Ωστόσο εκφράζει τη λύπη της καθώς σε αυτό το πλαίσιο διαφάνειας, οι γαλλικές αρχές δεν της μεταβίβασαν όλες τις λεπτομερείς λογιστικές πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες του ταμείου, παρά τις αιτήσεις που απηύθυνε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Τέλος παρατηρεί ότι δεν ενημερώθηκε ποτέ σχετικά με την αναφερόμενη από το γραφείο MQA αποστολή επιθεώρησης, ούτε κατά μείζονα λόγο για τα συμπεράσματά του, τα οποία είχαν ζητηθεί από τις γαλλικές αρχές για τα μέσα Νοεμβρίου 2005.

(128)

Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι ενισχύσεις που καταβλήθηκαν από το Κράτος εντάσσονται απόλυτα στην κατηγορία των λειτουργικών ενισχύσεων που αναφέρονται στο σημείο 3.7. των κατευθυντήριων γραμμών σύμφωνα με το οποίο: «οι κρατικές ενισχύσεις που καταβλήθηκαν χωρίς να συνοδεύονται από οποιαδήποτε υποχρέωση για τους ευνοούμενους να ανταποκριθούν στους στόχους της κοινής αλιευτικής πολιτικής και οι οποίες προορίζονται για τη βελτίωση της κατάστασης των επιχειρήσεων και για την αύξηση των ταμειακών διαθέσιμών τους (…) είναι, ως λειτουργικές ενισχύσεις, μη συμβατές με την κοινή αγορά». Συνεπώς, οι εν λόγω προκαταβολές είναι μη συμβατές με την κοινή αγορά.

5.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(129)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γαλλία, παρανόμως και κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, εκτέλεσε τα διάφορα μέτρα ενίσχυσης τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας απόφασης.

(130)

Βάσει της ανάλυσης που αναπτύχθηκε στο μέρος 4.1 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή εκτιμά ότι η αφθονία των ταμειακών διαθέσιμων του ταμείου FPAP με τη χορήγηση τριών, και ενδεχομένως τεσσάρων προκαταβολών, για ένα συνολικό ποσό που ανέρχεται σε 65, και ενδεχομένως 77, εκατομμύρια EUR συνιστά μια κρατική ενίσχυση η οποία είναι μη συμβατή με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης. Στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι κανένας τραπεζικός οργανισμός δεν θα χορηγούσε προκαταβολές όπως αυτές που χορηγήθηκαν στο ταμείο FPAP, και δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, οι εν λόγω προκαταβολές δεν αποπληρώθηκαν, οι εν λόγω προκαταβολές μετατράπηκαν σε άμεση επιδότηση (βλ. αιτιολογική σκέψη 67), και συνεπώς σε κρατική ενίσχυση για το υπό εξέταση ποσό.

(131)

Βάσει της ανάλυσης που αναπτύχθηκε στο μέρος 4.2 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή εκτιμά ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε υπό μορφή προκαταβολών στο ταμείο FPAP και η οποία επέτρεψε στις αλιευτικές επιχειρήσεις να αγοράσουν καύσιμα σε πλεονεκτική τιμή και να ευνοηθούν από μια αντισταθμιστική αποζημίωση η οποία καταβλήθηκε στο πλαίσιο της ασφάλισης για το πετρέλαιο, συνιστά μια κρατική ενίσχυση που είναι μη συμβατή με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης.

6.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ

(132)

Το ποσό της κρατικής ενίσχυσης που υλοποίησε η Γαλλία ανέρχεται σε 65 εκατομμύρια EUR, ή 77 εκατομμύρια σε περίπτωση ύπαρξης τέταρτης σύμβασης. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 659/1999, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για παράνομη ενίσχυση, η Επιτροπή αποφασίζει ότι το κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τους δικαιούχους. Ο στόχος επιτυγχάνεται εφόσον οι υπό εξέταση ενισχύσεις, αυξημένες ενδεχομένως με τόκους υπερημερίας, επιστραφούν από τους δικαιούχους, ή με άλλα λόγια από τις επιχειρήσεις που απολάμβαναν το πλεονέκτημα (33). Συνεπώς, ο στόχος ανάκτησης θα έχει επιτευχθεί όταν επιστραφεί το ποσό των 65 ή 77 εκατομμυρίων EUR.

(133)

Για να καταστεί δυνατός ο καθορισμός του ποσού που πρέπει να ανακτηθεί, αφενός από το ταμείο FPAP, και αφετέρου, από τις αλιευτικές επιχειρήσεις, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το ταμείο FPAP, ενεργώντας ως οικονομικός φορέας στις προθεσμιακές αγορές, έχει ως στόχο να καταβάλλει στις αλιευτικές επιχειρήσεις αποζημιώσεις στο πλαίσιο ενός συστήματος ασφάλισης για το πετρέλαιο που έθεσε σε εφαρμογή και να χορηγήσει στις εν λόγω εταιρείες καύσιμα σε πλεονεκτική τιμή. Η ανάλυση που πραγματοποιείται στην παρούσα απόφαση σχετικά με τη γενική οικονομία που διέπει το συγκεκριμένο σύστημα δείχνει ότι το ταμείο FPAP εκπλήρωσε την αποστολή του μεταβιβάζοντας σταδιακά την ενίσχυση που του χορήγησε το Κράτος. Για το λόγο αυτό, η ενίσχυση που πρέπει να ανακτηθεί από το ταμείο FPAP είναι το μέρος των 65 ή 77 εκατομμυρίων EUR το οποίο δεν μεταβιβάστηκε στις αλιευτικές επιχειρήσεις, και συνεπώς το ποσό που θα πρέπει να επιστραφεί από τις τελευταίες είναι το μέρος που τελικά μεταβιβάστηκε σε αυτές.

(134)

Η Επιτροπή δεν γνωρίζει το ποσό που μεταβιβάστηκε στην πραγματικότητα από το ταμείο FPAP προς τις αλιευτικές επιχειρήσεις. Εν προκειμένω, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, παρά τη διαταγή που απηύθυνε προς τη Γαλλία για να την παροχή όλων των απαραίτητων πληροφοριών σχετικά με τη λειτουργία του ταμείου FPAP, η τελευταία δεν κοινοποίησε στην Επιτροπή ούτε τον τρόπο χρησιμοποίησης των ταμειακών διαθέσιμων του εν λόγω ταμείου ούτε τα λογιστικά του στοιχεία. Ελλείψει των εν λόγω πληροφοριών και για να ληφθεί υπόψη η νομολογία του Δικαστηρίου (34), η Επιτροπή φρονεί ότι είναι χρήσιμη η παροχή ορισμένων προσανατολισμών σχετικά με την μεθοδολογία που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό του ποσού των προς ανάκτηση ενισχύσεων.

(135)

Προσδιορίζοντας τους ανωτέρω προσανατολισμούς, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι, με γνώμονα τις ανωτέρω συμβάσεις, το ταμείο FPAP έχει την υποχρέωση να τηρεί λογιστικά αρχεία τα οποία θα επιτρέπουν την ενημέρωση σχετικά με τη χρήση των προκαταβολών καθώς και την κατανομή των πόρων και των δαπανών και δεσμεύεται να τηρεί λογιστικά βιβλία για μια περίοδο τουλάχιστον 10 ετών και να τα θέτει στη διάθεση των διαφόρων κρατικών οργάνων κατόπιν ενός απλού αιτήματος (βλ. αιτιολογική σκέψη 27). Με βάση τα στοιχεία αυτά, οι αρχές ή οι οργανισμοί που έχουν αναλάβει την εφαρμογή της απόφασης ανάκτησης θα έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν τις κινήσεις των ταμειακών διαθέσιμων του ταμείου FPAP καθώς και την κατάσταση των εν λόγω ταμειακών διαθέσιμων κατά τη στιγμή που θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή αυτή η απόφαση. Άλλωστε, δεδομένου ότι τα λογιστικά βιβλία των επιχειρήσεων αλιείας τηρούνται εν γένει από ομίλους διαχείρισης που ανήκουν στο Κέντρο διαχείρισης της αλιείας μικρής κλίμακας, καθίσταται εξίσου δυνατός ο εντοπισμός, στα βιβλία των επιχειρήσεων αλιείας, των αποζημιώσεων που κατέβαλλε το ταμείο FPAP.

6.1.   Ανάκτηση από το ταμείο FPAP

(136)

Το ποσό της μη συμβατής ενίσχυσης που πρέπει να ανακτηθεί από το ταμείο FPAP αντιστοιχεί στο μέρος της κρατικής ενίσχυσης που τελικά δεν μεταβιβάστηκε στις αλιευτικές επιχειρήσεις, δηλαδή στο ποσό των προκαταβολών το οποίο χρηματοδότησε τα λειτουργικά έξοδα του ταμείου FPAP καθώς και το ποσό των προκαταβολών που διατηρήθηκε στα ταμειακά διαθέσιμα του. Το συνολικό ποσό των λειτουργικών εξόδων θα μπορούσε να είναι γνωστό στην αρχή που έχει αναλάβει να υλοποιήσει την ανάκτηση βάσει των λογιστικών βιβλίων του ταμείου FPAP. Δεδομένου του ανταλλάξιμου χαρακτήρα των χρημάτων και της αδυναμίας διάκρισης της προέλευσης τους όσον αφορά τη χρησιμοποίησή τους, η Επιτροπή φρονεί ότι το μέρος των κρατικών προκαταβολών που χρηματοδότησαν τα λειτουργικά έξοδα αντιστοιχεί στο σύνολο των εξόδων αυτών επηρεασμένο από την αναλογία των προκαταβολών σε σχέση με το σύνολο των εν λόγω προκαταβολών και των ιδίων πόρων του ταμείου FPAP (εισφορές των μελών). Ομοίως, το ποσό των προκαταβολών που διατηρείται στα ταμειακά διαθέσιμα μπορεί να καθοριστεί επηρεάζοντας στα υπόλοιπα ταμειακά διαθέσιμα με την ίδια αναλογία

6.2.   Ανάκτηση από τις αλιευτικές επιχειρήσεις

(137)

Όπως αναφέρεται ανωτέρω, η επιστρεπτέα ενίσχυση από το σύνολο των επιχειρήσεων αλιείας αντιστοιχεί στα 65 ή 77 εκατομμύρια των προκαταβολών, πλην του ποσού που ανακτήθηκε από το ταμείο FPAP σύμφωνα με τα δεδομένα που προκύπτουν στην αιτιολογική σκέψη 136. Όσον αφορά την κρατική ενίσχυση προς ανάκτηση από καθεμία από τις επιχειρήσεις, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν, από λογιστικής απόψεως, να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ενίσχυση που έχει χαρακτηριστεί ως κρατική και σε αυτή η οποία δεν αποδίδεται στο Κράτος (βλ. παράγραφο 4.2.1.2 της παρούσας απόφασης).

(138)

Η Επιτροπή φρονεί ότι η κρατική ενίσχυση προς ανάκτηση από κάθε επιχείρηση αλιείας δύναται να υπολογιστεί βάσει της αποζημίωσης που λαμβάνεται από κάθε επιχείρηση δυνάμει της ασφάλισης για το πετρέλαιο.

(139)

Λαμβάνοντας ως βάση υπολογισμού αυτήν την αποζημίωση, η Επιτροπή εξαιρεί το ισοδύναμο επιδότησης της οικονομίας που πραγματοποιήθηκε από κάθε επιχείρηση αλιείας από την αγορά καυσίμων σε μία τιμή χαμηλότερη από αυτή της αγοράς. Η Επιτροπή φρονεί ότι η εν λόγω εξαίρεση είναι δικαιολογημένη καθώς οι επιχειρήσεις που ευνοήθηκαν από προτιμησιακές τιμές για τα καύσιμά τους είναι οι ίδιες που ευνοήθηκαν από τις αποζημιώσεις δυνάμει της ασφάλισης για το πετρέλαιο, κάτι που ισχύει και σε ανάλογα ποσοστά τα οποία είναι απολύτως συγκρίσιμα καθώς όσο περισσότερα καύσιμα αγόραζε μια επιχείρηση σε προτιμησιακή τιμή, τόσο περισσότερο λάμβανε αυξημένες αποζημιώσεις, και αντίστροφα. Επιλέγοντας αυτήν τη βάση, δεν τίθεται συνεπώς θέμα διαστρέβλωσης ανάμεσα στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις όσον αφορά τις υποχρεώσεις επανακαταβολής τις οποίες καλούνται να εκπληρώσουν. Εξάλλου, η Επιτροπή σημειώνει ότι, αν λαμβάνονταν υπόψη τα εν λόγω ισοδύναμα επιδοτήσεων στη βάση υπολογισμού, θα ήταν απαραίτητο να υπολογιστεί, για κάθε τροφοδοσία σε καύσιμα που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου δραστηριοποίησης του ταμείου FPAP στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου, η διαφορά μεταξύ της δαπάνης που θα προέκυπτε από την αγορά κατά τη διάρκεια της ημέρας και του πραγματικού κόστους που τιμολόγησε ο συνεταιρισμός αφού πρώτα καθοριστεί ποια θα ήταν η τιμή της ημέρας που εφαρμόστηκε στο είδος του καυσίμου που αγοράστηκε και στο σημείο του εφοδιασμού. Αυτή η μέθοδος θα ήταν πιο δύσκολο να εφαρμοστεί. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή φρονεί ότι είναι προτιμότερο να προτείνει μια βάση υπολογισμού που θα διευκολύνει το έργο των αρχών και των οργανισμών που έχουν αναλάβει την εφαρμογή της απόφασης ανάκτησης των ενισχύσεων.

(140)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή φρονεί ότι η κρατική ενίσχυση προς ανάκτηση από κάθε επιχείρηση αλιείας μπορεί να υπολογιστεί βάσει της αποζημίωσης που λαμβάνεται από κάθε επιχείρηση δυνάμει της ασφάλισης για το πετρέλαιο. Η κρατική ενίσχυση προς ανάκτηση πρέπει να υπολογιστεί βάσει αυτής της αποζημίωσης κατά ένα ποσοστό που να αντιστοιχεί στην αναλογία του συνολικού ποσού της κρατικής ενίσχυσης προς ανάκτηση από τις αλιευτικές επιχειρήσεις προς το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων που καταβλήθηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις από το ταμείο FPAP δυνάμει της ασφάλισης για το πετρέλαιο.

(141)

Το ποσό προς ανάκτηση από κάθε επιχείρηση αλιείας θα πρέπει συνεπώς να υπολογιστεί σύμφωνα με τους παρακάτω τύπους:

Formula

Ή

R*Ent

=

ποσό προς ανάκτηση από την επιχείρηση αλιείας

I

=

ποσό αποζημίωσης που έλαβε η επιχείρηση αλιείας δυνάμει της ασφάλισης για το πετρέλαιο

Προκαταβολές

=

65 ή 77 εκατομμύρια EUR

R*FPAP

=

ποσό προς ανάκτηση από το ταμείο FPAP σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκαταλέγονται στην αιτιολογική σκέψη 136

Συνολικό I

=

συνολικό ποσό των αποζημιώσεων που κατέβαλλε το ταμείο FPAP στις αλιευτικές επιχειρήσεις δυνάμει της ασφάλισης για το πετρέλαιο

(142)

Στον εν λόγω τύπο λαμβάνεται υπόψη η παραδοχή σύμφωνα με την οποία το ταμείο FPAP αποκόμισε κέρδη στις προθεσμιακές αγορές, κέρδη τα οποία εν συνεχεία μεταβιβάστηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις. Όπως περιγράφεται στην παρούσα απόφαση, αυτή είναι η πιο εύλογη περίπτωση. Ωστόσο, πρέπει επίσης να προβλεφθεί το ενδεχόμενο όπου το ταμείο FPAP υπέστη ζημιές στις προθεσμιακές αγορές και σε αυτή την περίπτωση προκύπτει ότι οι αλιευτικές επιχειρήσεις θα είχαν ευνοηθεί από ένα συνολικό ποσό αποζημιώσεων κατώτερο του ποσού των προκαταβολών πλην του ποσού προς ανάκτηση από το ταμείο FPAP. Σε μια τέτοια περίπτωση, το πηλίκο (Προκαταβολές – R*FPAP)/Συνολικό I είναι γενικά μεγαλύτερος από 1, κυρίως αν το ποσό «R*FPAP» είναι μικρό· η εφαρμογή του ανωτέρω τύπου θα είχε συνεπώς ως αποτέλεσμα η ανάκτηση του συνολικού ποσού από τις αλιευτικές επιχειρήσεις να είναι μεγαλύτερη από τα κέρδη τους. Για το λόγο αυτό, σε αυτήν την περίπτωση, πρέπει να προβλεφθεί ότι το ποσό προς ανάκτηση από κάθε επιχείρηση αντιστοιχεί στο ποσό της αποζημίωσης που έλαβε η επιχείρηση αυτή δυνάμει της ασφάλισης για το πετρέλαιο. Στην περίπτωση αυτή, το υπόλοιπο μεταξύ των κρατικών προκαταβολών και των αποζημιώσεων που καταβλήθηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις θα έπρεπε να ανακτηθούν από το ταμείο FPAP, το οποίο στην πραγματικότητα έκανε χρήση αυτής της διαφοράς.

(143)

Οι κρατικές ενισχύσεις που ευνοούν τις αλιευτικές επιχειρήσεις δύνανται να μην υπόκεινται στη διαδικασία ανάκτησης εάν, κατά την ημερομηνία χορήγησής τους, πληρούν τους όρους του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1860/2004 ή αυτούς του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 875/2007 σχετικά τις ενισχύσεις de minimis,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η ενίσχυση που χορηγήθηκε στο ταμείο για την πρόληψη των κινδύνων του αλιευτικού κλάδου (FPAP) για την απόκτηση χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου και η οποία εφαρμόστηκε παράνομα από τη Γαλλία, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

Η ενίσχυση που χορηγήθηκε στις αλιευτικές επιχειρήσεις υπό μορφή ελάφρυνσης των δαπανών τους για τα καύσιμα και η οποία εφαρμόστηκε παράνομα από τη Γαλλία, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Άρθρο 3

Μια μεμονωμένη ενίσχυση που χορηγήθηκε σε αλιευτική επιχείρηση δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου (35) δεν υπόκειται στη διαδικασία ανάκτησης εάν, κατά τη στιγμή της χορήγησής της, πληροί τους όρους που καθορίζονται στον κανονισμό που θεσπίστηκε δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98, ο οποίος ίσχυε τη στιγμή της χορήγησης της ενίσχυσης.

Άρθρο 4

1.   Η Γαλλία υποχρεούται να ανακτήσει από τους δικαιούχους τις μη συμβιβάσιμες ενισχύσεις που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2.

2.   Τα προς ανάκτηση ποσά παράγουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι και την πραγματική τους ανάκτηση.

3.   Οι τόκοι υπολογίζονται βάσει της μεθόδου του ανατοκισμού σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (36).

4.   Η Γαλλία ακυρώνει όλες τις εκκρεμούσες πληρωμές των ενισχύσεων που προβλέπονται στα άρθρα 1 και 2, από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 5

1.   Η ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2 είναι άμεση και αποτελεσματική.

2.   Η Επιτροπή μεριμνά ώστε η παρούσα απόφαση να εφαρμοστεί εντός τεσσάρων μηνών από την κοινοποίησή της.

Άρθρο 6

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης η Γαλλία διαβιβάζει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το συνολικό ποσό (βασικό και τόκοι) που πρέπει να ανακτηθεί από το ταμείο FΡΑΡ·

β)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί και προβλεφθεί προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

γ)

τα έγγραφα που υποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στο ταμείο FPAP να επιστρέψει την ενίσχυση.

2.   Η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή για την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1. Υποβάλλει αμέσως, με απλό αίτημα της Επιτροπής, όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση, καθώς και λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από το FPAP.

Άρθρο 7

1.   Εντός δύο μηνώ από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης η Γαλλία διαβιβάζει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον κατάλογο με τις αλιευτικές επιχειρήσεις οι οποίες έχουν λάβει ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 2 και το συνολικό ποσό που έλαβε η καθεμία από αυτές,

β)

το συνολικό ποσό (βασικό και τόκοι) που πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο,

γ)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί και προβλεφθεί προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση,

δ)

τα έγγραφα που υποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στους δικαιούχους να επιστρέψουν την ενίσχυση.

2.   Η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή για την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2. Υποβάλλει αμέσως, με απλό αίτημα της Επιτροπής, όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση, καθώς και λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τους δικαιούχους.

Άρθρο 8

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2008.

Για την Επιτροπή

Joe BORG

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 91 της 19.4.2006, σ. 30.

(3)  ΕΕ C 229 της 14.9.2004, σ. 5.

(4)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου 1993, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-159/91 και C-160/91, AGF-Cancava, Συλλογή 1993, σ. I-637.

(5)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2006, C-222/04, Cassa di Risparmio, Συλλ. 2006, σ. I-289.

(6)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 1999, C-342/04, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σελ. I-2459· απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1999, C-256/97, DMTransports, Συλλογή 1999, σελ. I-3913· απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2002, T-152/99, Andrès Molina, Συλλογή 2002, σελ. I-3049.

(7)  ΕΕ C 307 της 17.12.2003, σ. 11.

(8)  ΕΕ C 220 της 8.9.2005, σ. 2.

(9)  Σε αντίθεση με τον αριθμό που αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, τα πλοία αυτής της κατηγορίας (άνω των 12 μέτρων) δεν αντιπροσωπεύουν το 95,3 % των πλοίων που είναι μέλη του ταμείου FPAP. Στην πραγματικότητα είναι το 95,3 % των πλοίων αυτής της κατηγορίας που καλύπτει το ταμείο FPAP.

(10)  N. Coulon, Οι νέες τραπεζικές αναλογίες των χρεών των επιχειρήσεων ΤΡΑΠΕΖΑ αριθ. 511 Δεκέμβριος 1990, οι οποίες αναφέρονται από τον Alain Galesnes στο «Η τραπεζική διάγνωση της επιχείρησης» από τις Εκδόσεις του Κέντρου Εφαρμοσμένων Οικονομικών Μελετών και Ερευνών (CEREFIA) Rennes, 1994/2004.

(11)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2002 C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-4397, κυρίως τα σημεία 53 έως 56.

(12)  http://pecheaquaculture.region-bretagne.fr

(13)  Αυτό το όριο τελικά διατηρήθηκε στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 875/2007 της Επιτροπής (βλ. σημείωση 14).

(14)  ΕΕ L 325 της 28.10.2004, σ. 4.

(15)  Βλ. σημείωση 14.

(16)  Πηγή: Περιφερειακό οικονομικό παρατηρητήριο αλιείας της Βρετάνης «Αποτελέσματα αλιευτικού στόλου περιορισμένης κλίμακας 2005/2006», Συνοπτική παρουσίαση

(17)  Οι αναφορές στα μέρη 3.1 και 3.2 παραπέμπουν στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας εξέτασης που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 11. Το μέρος 3.1 εξέταζε την ενίσχυση για την απόκτηση δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές και τα χρηματοδοτικά πλεονεκτήματα που ως εκ τούτου προέκυπταν για το ταμείο FPAP και τις αλιευτικές επιχειρήσεις· το μέρος 3.2 εξέταζε την αποζημίωση για την αγορά καυσίμων για τις ίδιες επιχειρήσεις.

(18)  Ειδικότερα: αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία κατά Επιτροπής, 173/73, Συλλογή 1974, σ.709· της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, Γαλλία κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «Kimberly Clark», C-241/94, Συλλ. 1996 σ. I-4551· της 12ης Οκτωβρίου 2000, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-480/98, Συλλογή 2000, σ. I-8717· και της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-5/01, Συλλ. 2002,σ. I-11991.

(19)  Βλ. παράγραφο II της ομιλίας του κ. D. Bussereau, υπουργού Γεωργίας και Αλιείας, που πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιουνίου 2005 στη γενική συνέλευση της Εθνικής Επιτροπής Θαλάσσιας Αλιείας και εκτροφής· το έγγραφο είναι διαθέσιμο στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση: http://agriculture.gouv.fr/IMG/pdf/discours_300605_ag-cnpm.pdf

(20)  ΕΕ L 99 της 7.4.2006, σ. 21.

(21)  COM(2007) 73 τελικό.

(22)  Πηγές: OFIMER Οι αριθμοί-κλειδιά του κλάδου της αλιείας και υδατοκαλλιέργειας στη Γαλλία, έκδοση 2006. Ομοίως, Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία και Global Trade Information Service.

(23)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ης Απριλίου 1998, T-241/95, Het Vlaamse Gewest κατά Επιτροπής, Συλλ. 1998, σ. II-717, σημείο 67.

(24)  Εθνοσυνέλευση — Πρακτικά της συνεδρίασης της 25ης Οκτωβρίου 2006, ακρόαση του κ. Dominique Bussereau, Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας.

(25)  COM(2006) 103 τελικό.

(26)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(27)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1999 C-251/97, Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-6639, σημείο 35.

(28)  Απόφαση του Εφετείου της Rennes της 16ης Ιουνίου 1998, Marziou κατά Louzaouen, στο Γαλλικό Ναυτικό Δίκαιο, αριθ. 588, Δεκέμβριος 1998, σ. 1201 και επ. (Εκδόσεις Lamy).

(29)  Διαθέσιμο στη διεύθυνση www.legifrance.gouv.fr/

(30)  Εγκύκλιος του Υπουργείου Εξοπλισμού αριθ. 13 της 25ης Ιουλίου, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα www2.equipement.gouv.fr/bulletinofficiel/fiches/BO200313/Une.htm

(31)  Δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας 203 στις 3 Σεπτεμβρίου 2003, σ. 15051.

(32)  ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59.

(33)  Απόφαση του Δικαστηρίου στις 29.4.2004, Υπόθεση C-277/00, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλ. 2004, σ. I-3925, σημείο 75.

(34)  Απόφαση του Δικαστηρίου στις 12.10.2000, C-480/04, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλ. 2000, σ. I-8715, σημείο 25.

(35)  ΕΕ L 142 της 14.5.1998, σ. 1.

(36)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.