6.9.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 239/32


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 30ής Απριλίου 2008

σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 56/06 (πρώην NN 77/06) που προτίθεται να χορηγήσει η Αυστρία για την ιδιωτικοποίηση της τράπεζας Burgenland

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 1625]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/719/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις απόψεις τους σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις (1) και έλαβε υπόψη τις εν λόγω παρατηρήσεις,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 4 Απριλίου 2006, η Επιτροπή έλαβε καταγγελία από κοινοπραξία Ουκρανών και Αυστριακών επενδυτών (εφεξής «κοινοπραξία»), ότι η Αυστρία παρέβη τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις κατά τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης της HYPO Bank Burgenland AG (εφεξής «BB») (2). Ειδικότερα, καταγγελλόταν ότι η διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών, η οποία κατά τους ισχυρισμούς ήταν άνιση, αδιαφανής και μεροληπτική σε βάρος του καταγγέλλοντα, δεν οδήγησε στην πώληση της ΒΒ στον υποβάλλοντα τη μεγαλύτερη προσφορά (δηλαδή στον καταγγέλλοντα), αλλά στην αυστριακή ασφαλιστική εταιρεία Grazer Wechselseitige Versicherung AG και την GW Beteiligungserwerbs- und -verwaltungs-G.m.b.H. (εφεξής «GRAWE»)

(2)

Από την Αυστρία ζητήθηκαν πληροφορίες πρώτη φορά στις 12 Απριλίου 2006. Στις 25 Απριλίου 2006, η Αυστρία ζήτησε παράταση, αίτημα το οποίο εγκρίθηκε εν μέρει με επιστολή της 28ης Απριλίου 2006. Η Αυστρία απάντησε εγγράφως στις 15 Μαΐου 2006 και την 1η Ιουνίου 2006. Στις 27 Ιουνίου 2006 πραγματοποιήθηκε συνάντηση με τις αυστριακές αρχές. Απεστάλη και δεύτερη αίτηση παροχής πληροφοριών στις 17 Ιουλίου 2006· η πλήρης απάντηση ελήφθη στις 18 Σεπτεμβρίου 2006.

(3)

Εν τω μεταξύ, η κοινοπραξία διαβίβασε περαιτέρω πληροφορίες στην Επιτροπή μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και με επιστολή στις 21 Απριλίου 2006 και στις 2 Ιουνίου 2006, αντιστοίχως.

(4)

Με επιστολή της 21ης Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Αυστρία την απόφασή της, όσον αφορά το εν λόγω μέτρο, να κινήσει τη διαδικασία η οποία προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ.

(5)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας (εφεξής «απόφαση κίνησης της διαδικασίας») δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το εν λόγω μέτρο.

(6)

Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών. Ένα ενδιαφερόμενο μέρος από την Ουγγαρία διαβίβασε πληροφορίες, τόσο εντός όσο και εκτός (χωρίς καμία επιπλέον αιτιολογία) της προθεσμίας που όριζε η απόφαση. Εντός της προθεσμίας διαβιβάστηκαν παρατηρήσεις στις 22, 26 και 27 Φεβρουαρίου 2007, καθώς και στις 9 Μαρτίου 2007. Το εν λόγω μέρος διαβίβασε περαιτέρω πληροφορίες μετά το πέρας της προθεσμίας στις 19 και 28 Μαρτίου 2007.

(7)

Ο υπερθεματιστής και δυνητικός δικαιούχος της ενίσχυσης, η GRAWE, υπέβαλε επίσης παρατηρήσεις οι οποίες διαβιβάστηκαν στη Επιτροπή στις 9 Μαρτίου 2007, συνοδευόμενες από αίτηση παράτασης της προθεσμίας. Η αίτηση έγινε δεκτή. Στις 19 Απριλίου 2007, η GRAWE διαβίβασε περαιτέρω πληροφορίες· η Επιτροπή έλαβε τις πλήρεις παρατηρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων, στις 26 Απριλίου 2007. Κατόπιν συνάντησης με την Επιτροπή στις 8 Ιανουαρίου 2008, η GRAWE υπέβαλε πρόσθετες πληροφορίες στις 5 Φεβρουαρίου 2008.

(8)

Η Αυστρία υπέβαλε τις δικές της παρατηρήσεις την 1η Μαρτίου 2007, μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας και την εξασφάλιση παράτασης της προθεσμίας.

(9)

Όλες οι παρατηρήσεις, οι οποίες ελήφθησαν εντός της αρχικής προθεσμίας (από την πλευρά της Ουγγαρίας) και μετά την παράταση της προθεσμίας (GRAWE), διαβιβάστηκαν στη συνέχεια στην Αυστρία, προκειμένου να εκφράσει τις απόψεις της. Η Αυστρία εξέφρασε τις παρατηρήσεις της με επιστολή της 5ης Ιουνίου 2007. Στις 8 Φεβρουαρίου 2008, σε μετέπειτα δηλαδή στάδιο της διαδικασίας, η Επιτροπή διαβίβασε στην Αυστρία για σχολιασμό όλες τις άλλες παρατηρήσεις, τις οποίες έλαβε εκπρόθεσμα από την GRAWE και το ουγγρικό ενδιαφερόμενο μέρος αντιστοίχως.

(10)

Πραγματοποιήθηκαν περαιτέρω συναντήσεις με εκπροσώπους της Αυστρίας, της GRAWE και των ουκρανικών αρχών. Η τελευταία συνάντηση με την Αυστρία πραγματοποιήθηκε την 1η Απριλίου 2008. Η Αυστρία απέστειλε επιπλέον παρατηρήσεις μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 14 Δεκεμβρίου 2007, τις 23 Ιανουαρίου, τις 25 Φεβρουαρίου, τις 5 Μαρτίου και τις 9 Απριλίου 2008.

(11)

Στις 22 Μαρτίου 2007, ο καταγγέλλων, ο οποίος δεν είχε λάβει ακόμη θέση επί της απόφασης κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις σε μία από τις δικαστικές διαδικασίες που τον αφορούσαν στην Αυστρία (απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2007 του εφετείου Βιέννης και επακόλουθη προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας). Ο καταγγέλλων έχει ασκήσει αρκετές προσφυγές ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων, καμία όμως δεν είχε επιτυχή έκβαση μέχρι τώρα.

II.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

1.   Η κοινοπραξία (ο καταγγέλλων)

(12)

Ο καταγγέλλων αποτελεί αυστριακή και ουκρανική κοινοπραξία, η οποία τη χρονική στιγμή της πώλησης της ΒΒ περιλάμβανε δύο ουκρανικές συμμετοχικές εταιρείες, την «Ukrpodshipnik» και την «Ilyich», και δύο αυστριακές εταιρείες, τη SLAV AG και τη SLAV Finanzbeteiligung GmbH, από τις οποίες η τελευταία συστάθηκε ειδικά για την αγορά της ΒΒ. Η Ukrpodshipnik και η Ilyich είναι μεγάλοι ουκρανικοί όμιλοι εταιρειών με σχεδόν 100 000 υπαλλήλους και συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών της τάξεως των 4 δισεκατ. USD. Μεταξύ άλλων βιομηχανικών τομέων, δραστηριοποιούνται επίσης στην παραγωγή χάλυβα, τη ναυπηγική, την κατασκευή αγωγών, την επεξεργασία μετάλλων και τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής. Επιπλέον, η Ukrpodshipnik εκπροσωπείται στις χρηματοπιστωτικές αγορές από την «Commercial Bank ACTIVE BANK Ltd» (εφεξής «Active Bank»), η οποία από το 2002 λειτουργεί στην Ουκρανία με πλήρη τραπεζική άδεια. Η SLAV AG ήταν θυγατρική της Ukrpodshipnik και συστάθηκε το 1992 στη Βιέννη ως εμπορική εταιρεία. Οι μετοχές της εταιρείας είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο της Βιέννης. Η αναδιάρθρωση στους κόλπους της κοινοπραξίας που ακολούθησε την πώληση της ΒΒ, έχοντας ως αποτέλεσμα η SLAV AG να είναι αυτήν τη στιγμή ιδιοκτήτρια των εταιρειών με έδρα την Ουκρανία, δεν έχει σημασία για την εκτίμηση του υπό εξέταση μέτρου ενίσχυσης.

(13)

Με την επίτευξη της αγοράς της ΒΒ, η κοινοπραξία επεδίωκε δύο μεγάλους στρατηγικούς στόχους. Πρώτον, η κοινοπραξία, η οποία στην Ουκρανία δραστηριοποιείτο ήδη στο χρηματοπιστωτικό τομέα, επιθυμούσε να αναπτύξει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες σε αυτό τον τομέα της αγοράς. Δεύτερον, η κοινοπραξία, η οποία πωλεί μεγάλο μέρος των προϊόντων της σε όλο τον κόσμο, επεδίωκε με την αγορά της ΒΒ να εξασφαλίσει πρόσβαση στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, για να προωθήσει τη διεθνή της επέκταση. Το επιχειρηματικό σχέδιο της κοινοπραξίας για τη ΒΒ αντανακλούσε τους στρατηγικούς αυτούς στόχους, μεταβάλλοντας ως εκ τούτου τον περιφερειακό προσανατολισμό της ΒΒ.

(14)

Η οικονομική ευρωστία της κοινοπραξίας δεν αμφισβητήθηκε ούτε στα στοιχεία τα οποία έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή ούτε στις παρατηρήσεις τις οποίες απέστειλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη μετά την κίνηση της διαδικασίας. Στη διάρκεια της εξέτασης δεν ελήφθη κανένα στοιχείο το οποίο να υποδηλώνει ότι η κοινοπραξία δεν αποτελεί σοβαρή επιχείρηση. Σε μετέπειτα μόνο στάδιο της έρευνας, οι αυστριακές αρχές επέστησαν την προσοχή της Επιτροπής σε μια γερμανική υπόθεση, στην οποία η γερμανική αρχή εποπτείας του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, Bundesanstalt für Finanzdienstleistungsaufsicht (εφεξής «BaFin»), δεν επέτρεψε σε μια γερμανική τράπεζα να αγοράσει μερίδια από έναν μη καθοριζόμενο ουκρανικό όμιλο λόγω της ασάφειας της προέλευσης των κεφαλαίων – εκτίμηση η οποία επιβεβαιώθηκε από γερμανικό διοικητικό δικαστήριο (4).

2.   Η GRAWE (η δικαιούχος)

(15)

Στην αγοράστρια GRAWE ανήκουν η Grazer Wechselseitige Versicherung AG και η GW Beteiligungserwerbs- und verwaltungs-G.m.b.H. Η εταιρεία GRAWE είναι ένας μεγάλος και καταξιωμένος αυστριακός όμιλος χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η GRAWE δραστηριοποιείται στην Αυστρία στον τομέα των ασφαλίσεων, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και των ακινήτων και εκπροσωπείται σε μεγάλο αριθμό χωρών της Κεντρικής Ευρώπης με θυγατρικές στη Σλοβενία, την Κροατία, το Βελιγράδι, το Σεράγεβο, την Μπάνια Λούκα, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Μολδαβία και την Ποντγκόριτσα. Οι διοικήσεις βρίσκονται κυρίως στις εκάστοτε πρωτεύουσες. Η Grazer Wechselseitige Versicherung AG προσφέρει όλο το φάσμα των ασφαλιστικών υπηρεσιών, αλλά και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες χρηματοδοτικής μίσθωσης. Η γενική διεύθυνση του ομίλου εδρεύει στο Graz, ενώ εκπροσωπείται από διευθύνσεις σε όλες τις πρωτεύουσες των ομοσπονδιακών κρατιδίων. Το 2006, τα έσοδα από προμήθειες εγγυήσεων ανήλθαν σε περίπου 660 εκατ. ευρώ από τη διαχείριση συνολικά 3,3 εκατ. ασφαλιστικών συμβάσεων.

(16)

Το 2006, η Grazer Wechselseitige Versicherung AG διέθετε άμεσες συμμετοχές σε δύο χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις του τραπεζικού και του επενδυτικού τομέα. Πρόκειται για συμμετοχή 43,43 % στη HYPO Group Alpe Adria, μια ομάδα χρηματοπιστωτικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην περιοχή των Άλπεων και της Αδριατικής και οι οποίες είναι εγκατεστημένες στην Αυστρία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, τη Βουλγαρία, την Κροατία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, το Λιχτενστάιν, την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία, τη Σλοβενία και την Ουκρανία. Η HYPO Group Alpe Adria εξυπηρετεί με περισσότερους από 6 500 υπαλλήλους περίπου 1,1 εκατ. πελάτες, ενώ το 2006, το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της ανήλθε σε 30 δισεκατ. ευρώ. Το 1989, η GRAWE εξαγόρασε την Capital Bank, μια ανεξάρτητη τράπεζα, η οποία κατά τα τελευταία χρόνια εξειδικεύεται στα πεδία επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της ιδιωτικής και της επενδυτικής τραπεζικής και διαχειρίζεται περίπου 70 αμοιβαία κεφάλαια.

(17)

Το επιχειρηματικό σχέδιο της GRAWE για την εξαγορά της ΒΒ δεν προέβλεπε ούτε αλλαγή του επιχειρηματικού μοντέλου της ΒΒ ούτε ενσωμάτωση της ΒΒ στην υφιστάμενη τραπεζική δραστηριότητα του ομίλου.

(18)

Το 2007, η GRAWE πώλησε το 15 % περίπου της συμμετοχής της στην HYPO Group Alpe Adria, επιτυγχάνοντας έτσι σημαντικά λογιστικά κέρδη. Με τη μεταφορά φορολογικών ζημιών της BB ύψους […] (5) εκατ. ευρώ (6) η GRAWE κατόρθωσε να εξασφαλίσει μειώσεις φόρου (7), με τις οποίες κατάφερε να αντισταθμίσει το καταβληθέν τίμημα αγοράς της ΒΒ ύψους […] εκατ. ευρώ (8).

3.   Hypo Bank Burgenland AG (BB)

(19)

Μέχρι την πώληση της, η Hypo Bank Burgenland AG αποτελούσε μετοχική εταιρεία υποκείμενη στην αυστριακή νομοθεσία με έδρα την πόλη Eisenstadt στην Αυστρία. Πριν από την πώληση της BB στον αυστριακό ασφαλιστικό όμιλο GRAWE (πρόκειται για το υπό εξέταση μέτρο ενίσχυσης) και μετά τη γενική συνέλευση του Μαρτίου 2005, το ομόσπονδο κράτος Burgenland κατέχει το 100 % των ιδίων κεφαλαίων της ΒΒ (9). Το 2005, με σύνολο ισολογισμού περίπου 3,3 δισεκατ. ευρώ, η εμβέλεια του ομίλου ΒΒ ήταν περιορισμένη περιφερειακά.

(20)

Πριν από την πώληση, η BB λειτουργούσε με πλήρη τραπεζική άδεια στο ομόσπονδο κράτος του Burgenland (εφεξής καλούμενο «ομόσπονδο κράτος του Burgenland»), καθώς και στη Δυτική Ουγγαρία, όπου είχε την πλήρη κυριότητα μιας θυγατρικής, της Sopron Bank RT. Με την ίδρυσή της ως περιφερειακή τράπεζα υποθηκών, η ΒΒ ήταν επιφορτισμένη με την ανάπτυξη της πίστης και της κυκλοφορίας του χρήματος στο κρατίδιο Burgenland. Αρχικά, κύρια δραστηριότητα της ΒΒ ήταν η παροχή ενυπόθηκων δανείων και η έκδοση ενυπόθηκων ομολογιών καθώς και δημοτικών χρεογράφων. Τη χρονική στιγμή της πώλησης, η ΒΒ αποτελούσε τράπεζα γενικών εργασιών, η οποία πρόσφερε όλα τα είδη τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

(21)

Έως την ιδιωτικοποίησή της, η ΒΒ καλυπτόταν από εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, την αποκαλούμενη «Ausfallhaftung» (10). Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και της Αυστρίας, βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση C (2003) 1329 τελικό (11), η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης έπρεπε να καταργηθεί έως την 1η Απριλίου 2007. Για όλες τις υποχρεώσεις οι οποίες υφίσταντο στις 2 Απριλίου 2003, η εγγύηση μη εκπλήρωσης υπόσχεσης ίσχυε κατά κύριο λόγο έως ότου εκπνεύσει η χρονική διάρκεια ισχύος τους. Η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης για νέες υποχρεώσεις συνέχισε να ισχύει στο διάστημα μεταξύ 2 Απριλίου 2003 και 1ης Απριλίου 2007, εφόσον ήταν ληξιπρόθεσμες έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2017. Λόγω της ιδιωτικοποίησης της BB, αυτή η μεταβατική περίοδος τερματίστηκε πρόωρα την ημέρα της σύναψης της πώλησης στην GRAWE, δηλαδή στις 12 Μαΐου 2006 (12). Από εκείνη την ημέρα δεν ισχύει πλέον καμία εγγύηση μη εκπλήρωσης για νέες υποχρεώσεις. Στις 31 Δεκεμβρίου 2005, οι υποχρεώσεις οι οποίες καλύπτονταν από την εγγύηση μη εκπλήρωσης ανέρχονταν σε περίπου 3,1 δισεκατ. ευρώ (χωρίς την περιγραφόμενη στην παράγραφο (44) έκδοση των επιπρόσθετων ομολογιών).

(22)

Λόγω προηγούμενων ζημιών, στις 31 Δεκεμβρίου 2004, η ΒΒ παρουσίασε μεταφερόμενες φορολογικές ζημίες ύψους περίπου 376,9 εκατ. ευρώ. Κατά την αυστριακή φορολογική νομοθεσία, από την 1η Ιανουαρίου 2005, οι επιχειρήσεις δύνανται να αντισταθμίζουν κέρδη και ζημίες (στο πλαίσιο του ίδιου ομίλου). Ο βαθμός κατά τον οποίο αυτό είναι εφικτό, εξαρτάται από τη δομή της επιχείρησης.

4.   Η αναδιάρθρωση της ΒΒ

(23)

Με απόφαση της 7ης Μαΐου 2004 (13) (εφεξής «απόφαση αναδιάρθρωσης») η Επιτροπή ενέκρινε τη χορήγηση ενίσχυσης για την αναδιάρθρωση της ΒΒ συνολικής αξίας 360 εκατ. ευρώ, η οποία περιλάμβανε δύο μέτρα: πρώτον, την υπογραφή μιας συμφωνίας εγγύησης μεταξύ του ομόσπονδου κράτους του Burgenland και της ΒΒ στις 20 Ιουνίου 2000 (171 εκατ. ευρώ, συν τους τόκους 5 % (14) και δεύτερον, την υπογραφή στις 3 Οκτωβρίου 2000 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία προέβλεπε την παραίτηση της τράπεζας Austria από τις αξιώσεις της έναντι της ΒΒ, ύψους συνολικά 189 εκατ. ευρώ, καθώς και την υπογραφή μιας συμφωνίας βελτίωσης μεταξύ των δύο συμβαλλόμενων μερών (15) και μιας συμφωνίας εγγύησης από την πλευρά του ομόσπονδου κράτους του Burgenland υπέρ της BB ύψους 189 εκατ. ευρώ (16).

(24)

Η απόφαση αναδιάρθρωσης προέβλεπε τις ακόλουθες μεταγενέστερες τροποποιήσεις της συμφωνίας εγγύησης της 20ής Ιουνίου 2000 και της συμφωνίας-πλαισίου. Η εγγύηση της 20ής Ιουνίου 2000 τροποποιήθηκε έτσι, ώστε το ετήσιο κέρδος της ΒΒ να μην χρησιμοποιείται πλέον για τη μείωση του ποσού για το οποίο εγγυάται το ομόσπονδο κράτος του Burgenland. Επιπλέον, η ΒΒ μπορεί να αξιώσει την εγγύηση του ομόσπονδου κράτους του Burgenland κατόπιν διακρίβωσης του ετήσιου ισολογισμού του διαχειριστικού έτους 2010. Το ομόσπονδο κράτος του Burgenland έχει ωστόσο την ευχέρεια, μετά τη διακρίβωση του ετήσιου ισολογισμού του έτους χρήσης 2010, να καταβάλει τη ληξιπρόθεσμη εγγύηση εν συνόλω ή και εν μέρει στη ΒΒ. Η συμφωνία-πλαίσιο της 23ης Οκτωβρίου 2000 τροποποιήθηκε σε τέτοιον βαθμό, ώστε το ετήσιο κέρδος της ΒΒ να μην χρησιμοποιείται πλέον για την εξυπηρέτησης της υποχρέωσης βελτίωσης απέναντι στην τράπεζα Austria AG. Το ομόσπονδο κράτος του Burgenland θα εκπληρώσει την υποχρέωση βελτίωσης απέναντι στην τράπεζα Austria AG και θα καταβάλει το υπόλοιπο από την εγγύηση αμελλητί πριν από την ιδιωτικοποίηση της ΒΒ με εφάπαξ πληρωμή.

(25)

Οι τροποποιήσεις, όσον αφορά τη χρησιμοποίηση του ετήσιου κέρδους για τη μείωση των ποσών της εγγύησης, δεν θα ίσχυαν σε περίπτωση που η ιδιωτικοποίηση της ΒΒ ήταν ανέφικτη. Εάν το ομόσπονδο κράτος του Burgenland παρέμενε κύριος της ΒΒ, εάν δεν τροποποιούνταν οι δύο εγγυήσεις, οι εγγυήσεις θα μειώνονταν στη συνέχεια κατά το ποσό του ετήσιου κέρδους της ΒΒ και η υποχρέωση βελτίωσης της ΒΒ θα παρέμενε αμετάβλητη.

(26)

Η ιδιωτικοποίηση της ΒΒ αποτελούσε ουσιαστικό μέρος του εγκεκριμένου από την Επιτροπή σχεδίου αναδιάρθρωσης. Το ομόσπονδο κράτος του Burgenland θεωρεί ότι η ιδιωτικοποίηση της ΒΒ συνιστά την καλύτερη δυνατή μέριμνα για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της τράπεζας.

(27)

Μετά την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής, το ομόσπονδο κράτος του Burgenland επιχείρησε δύο φορές από το 2003, αν και ανεπιτυχώς, να πωλήσει και να ιδιωτικοποιήσει τη ΒΒ. Η τρίτη προσπάθεια, η οποία αφορά το μέτρο το οποίο περιγράφεται παρακάτω, ξεκίνησε με κοινοποίηση στα μέσα ενημέρωσης στις 18 Οκτωβρίου 2005.

5.   Η ιδιωτικοποίηση της ΒΒ

5.1.   Η διαδικασία ιδιωτικοποίησης

(28)

Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη όσον αφορά την πώληση της ΒΒ, περιγράφουν διαφορετικά τη διαδικασία πώλησης, κατά την οποία η Επιτροπή φρονεί ότι τα στοιχεία της πώλησης της ΒΒ που περιγράφονται ακολούθως, καθώς και τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας και τα οποία συμπληρώνονται από τις παρατηρήσεις της Αυστρίας και της GRAWE, είναι αμφιλεγόμενα.

(29)

Το 2005, το ομόσπονδο κράτος του Burgenland κίνησε για τρίτη φορά διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών για την ιδιωτικοποίηση της ΒΒ. Η διεθνής επενδυτική τράπεζα HSBC Trinkaus & Burkhardt KGaA, στο Düsseldorf, στην οποία μαζί με την HSBC plc, στο Λονδίνο (εφεξής HSBC) είχε ανατεθεί η εκτέλεση της ιδιωτικοποίησης, ανακοίνωσε δημόσια, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, την πώληση της ΒΒ στην επίσημη εφημερίδα της Βιέννης, Amtsblatt zur Wiener Zeitung και στην αγγλόφωνη έκδοση της Financial Times Europe, αντίστοιχα, στις 19 Οκτωβρίου 2005, προσκαλώντας τα ενδιαφερόμενη μέρη να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους για την αγορά μεριδίων της ΒΒ.

(30)

Αν και στην ανακοίνωση ανταποκρίθηκαν 24 δυνητικοί πλειοδότες εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνο 14 εξέφρασαν επίσημα το ενδιαφέρον τους να υποβάλουν προσφορά και έλαβαν ως εκ τούτου μία συνοδευτική επιστολή (εφεξής «συνοδευτική επιστολή») για το επόμενο στάδιο της υποβολής προσφορών. Στην εν λόγω επιστολή προσκαλούνταν οι δυνητικοί πλειοδότες να υποβάλουν έως τις 6 Δεκεμβρίου 2005 μια ενδεικτική, μη δεσμευτική προσφορά για την αγορά της τράπεζας.

(31)

Μόνο τρεις από τους 14 δυνητικούς υποβάλλοντες υπέβαλαν εμπρόθεσμα ενδεικτικές προσφορές 65 εκατ. ευρώ, 100 εκατ. ευρώ και 140 εκατ. ευρώ αντιστοίχως (17) και έλαβαν μέρος στο επόμενο στάδιο της υποβολής προσφορών, κατά το οποίο έπρεπε να υποβληθούν δεσμευτικές προσφορές έως τις 6 Φεβρουαρίου 2006. Στο πλαίσιο του δεύτερου αυτού σταδίου, ειδικότερα μέσω της ενεργοποίησης μιας αίθουσας δεδομένων διαδικτύου από τις 7 έως τις 30 Ιανουαρίου 2006, κατέστη δυνατός ένας δεόντως επιμελής έλεγχος με συμπληρωματικές παρουσιάσεις και συναντήσεις. Επιπλέον, στη φάση του δεόντως επιμελούς ελέγχου, οι πλειοδότες είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν ερωτήματα.

(32)

Στις 6 Φεβρουαρίου 2006, δύο ανταγωνιστές, η GRAWE και η κοινοπραξία, υπέβαλαν δεσμευτικές προσφορές.

(33)

Η διαπραγμάτευση των δεσμευτικών προσφορών συνεχίστηκε με καθέναν από τους δύο αυτούς ανταγωνιστές ξεχωριστά. Οι εν λόγω διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν στις 4 Μαρτίου 2006.

(34)

Στις 5 Μαρτίου 2006, το ομόσπονδο κράτος του Burgenland ανέθεσε τη σύμβαση στη GRAWE, παρότι η τιμή αγοράς την οποία είχε προτείνει η GRAWE (100,3 εκατ. ευρώ) ήταν εμφανώς χαμηλότερη από την τιμή την οποία είχε προσφέρει η κοινοπραξία (155 εκατ. ευρώ). Η απόφαση αυτή βασίστηκε σε γραπτή σύσταση της HSBC με ημερομηνία 4 Μαρτίου 2006 (εφεξής «σύσταση»), η οποία συμπληρώθηκε με προφορικές επεξηγήσεις για τα μέλη της κυβέρνησης του ομόσπονδου κράτους του Burgenland την ημέρα της απόφασης. Η κυβέρνηση του ομόσπονδου κράτους του Burgenland συναίνεσε επίσημα στην πώληση στις 7 Μαρτίου 2006. Η σύναψη της πώλησης πραγματοποιήθηκε στις 12 Μαΐου 2006.

(35)

Την ημέρα πριν από την πώληση, η ΒΒ εξέδωσε ομόλογα αξίας 700 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια του 2005, πριν από την ιδιωτικοποίηση θα έπρεπε να εκδοθούν ομόλογα αξίας μόνο 320 εκατ. ευρώ. Τα επιπρόσθετα ομόλογα καλύπτονταν από την εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης. Από τα ομόλογα αυτά συνολικής αξίας 700 εκατ. ευρώ, η Capital Bank, θυγατρική της GRAWE, εγγράφηκε για την αγορά ομολόγων αξίας 350 εκατ. ευρώ.

5.2.   Τα κριτήρια επιλογής που αναφέρει η συνοδευτική επιστολή

(36)

Τα παρακάτω κριτήρια αξιολόγησης των προσφορών, τα οποία περιλαμβάνονται στη συνοδευτική επιστολή, καθορίστηκαν με απόφαση της κυβέρνησης του ομόσπονδου κράτους του Burgenland:

α)

το ύψος της τιμής αγοράς και η αξιοπιστία της καταβολής της τιμής αγοράς·

β)

Διατήρηση της αυτονομίας της ΒΒ·

γ)

Διατήρηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων χωρίς επίκληση της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης του ομόσπονδου κράτους·

δ)

Προθυμία εκτέλεσης όλων των απαραίτητων αυξήσεων κεφαλαίου·

ε)

Ασφάλεια των συναλλαγών·

στ)

Προϋποθέσεις όσον αφορά τα χρονοδιαγράμματα για την εκτέλεση της συναλλαγής.

(37)

Στη συνοδευτική επιστολή επισημάνθηκε επίσης ότι βάσει της σύστασης εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια του μεριδιούχου της ΒΒ να επιλέξει τους προσφέροντες οι οποίοι μπορούν να λάβουν μέρος στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας πώλησης.

5.3.   Η ρήτρα ασφαλείας στη σύμβαση με τη GRAWE

(38)

Η σύμβαση με τη GRAWE περιλαμβάνει μια ρήτρα, στην οποία το ομόσπονδο κράτος του Burgenland διασφαλίζει ότι οι κανόνες για τις ενισχύσεις δεν θα παραβιάζονταν ούτε στο πλαίσιο των συμφωνιών εγγύησης, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της απόφασης αναδιάρθρωσης, ούτε στο πλαίσιο της σύμβασης πώλησης. Η ρήτρα ασφαλείας συμπληρώνεται από μια ρήτρα η οποία εξουσιοδοτεί την αγοράστρια (GRAWE) να αξιώνει από το ομόσπονδο κράτος του Burgenland κάθε ποσό, την ανάκτηση του οποίου απαιτεί η Επιτροπή με αρνητική απόφαση. Εάν δεν είναι εφικτή η εν λόγω προσαρμογή της τιμής αγοράς λόγω των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, η ρήτρα αυτή δίνει στην αγοράστρια τη δυνατότητα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση.

5.4.   Η σύσταση της HSBC

(39)

Η σύσταση περιλάμβανε σύγκριση της προσφοράς της GRAWE με την προσφορά της κοινοπραξίας βάσει των προαναφερθέντων κριτηρίων επιλογής και διαπιστώθηκε ότι σύμφωνα με την τιμή αγοράς, έπρεπε να ληφθεί απόφαση υπέρ της κοινοπραξίας. Λαμβανομένων υπόψη των άλλων κριτηρίων (αξιοπιστία καταβολής της τιμής αγοράς, διατήρηση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης χωρίς επίκληση της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, αυξήσεις κεφαλαίου και ασφάλεια συναλλαγών) η HSBC ωστόσο συνέστησε την πώληση της ΒΒ στη GRAWE (βλέπε σχετικά τις αιτιολογικές σκέψεις 27 έως 29 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας).

III.   ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 88 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ

(40)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ στηρίχθηκε ιδίως στους παρακάτω λόγους.

(41)

Με βάση τις θεμελιώδεις αρχές που διατυπώνονται στην ΧΧΙΙΙη έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού (18), η Επιτροπή δεν κατάφερε να βεβαιωθεί ότι η πώληση δεν εμπεριείχε ενίσχυση, ιδίως με βάση το γεγονός ότι η κοινοπραξία, αν και είχε προτείνει σημαντικά μεγαλύτερη τιμή για την αγορά, δεν επιλέχθηκε από το ομόσπονδο κράτος του Burgenland ως αγοραστής. Επιπλέον, υφίσταντο ορισμένες αποκλίσεις όσον αφορά την περιγραφή της διαδικασίας υποβολής προσφορών μεταξύ του καταγγέλλοντα και της Αυστρίας.

(42)

Η Επιτροπή αμφέβαλλε αν η διαδικασία υποβολής προσφορών μπορούσε να θεωρηθεί πραγματικά διαφανής, άνευ όρων και αμερόληπτη. Ειδικότερα, η Επιτροπή αμφέβαλλε αν κατά τον διαγωνισμό εξασφαλίστηκε ίση μεταχείριση των υποψηφίων και αν ορισμένοι από τους όρους που προβλέπονταν στη συνοδευτική επιστολή της HSBC και συνδέονταν με την πώληση θα είχαν τεθεί από έναν πωλητή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

(43)

Επίσης, η Επιτροπή αμφέβαλλε για τη διαφάνεια της τελικής επιλογής, καθώς δεν υπήρχαν ενδείξεις για την αξιολόγηση των μεμονωμένων κριτηρίων. Εξάλλου, το επιπλέον κριτήριο της «αναχρηματοδότησης της ΒΒ από το ομόσπονδο κράτος του Burgenland μετά την πώληση», στο οποίο δόθηκε ιδιαίτερο βάρος κατά τη διαπραγμάτευση, δεν περιλαμβανόταν καν στον κατάλογο των κριτηρίων (βλέπε σχετικά τις παραγράφους της απόφασης κίνησης της διαδικασίας (65) έως (69)).

(44)

Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο η GRAWE να είχε εξασφαλίσει οικονομικό πλεονέκτημα, για τους παρακάτω λόγους:

α)

η διαφορά μεταξύ των προτεινόμενων τιμών έδειχνε ότι η ΒΒ δεν πωλήθηκε στην GRAWE στην αγοραία τιμή·

β)

η έκδοση επιπλέον ομολόγων, τα οποία καλύπτονταν από την εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, αξίας 380 εκατ. ευρώ, δεν προβλεπόταν στο επιχειρηματικό σχέδιο της ΒΒ που υποβλήθηκε στους δυνητικούς αγοραστές και προφανώς η δυνατότητα αυτή δεν προσφέρθηκε καν στην κοινοπραξία·

γ)

δεν ήταν βέβαιο αν θα υποβάλλονταν υψηλότερες προσφορές ή εάν στη διαδικασία πώλησης θα συμμετείχαν και άλλοι υποψήφιοι αν δεν είχαν επιβληθεί οι προαναφερθέντες όροι.

(45)

Η Επιτροπή επεσήμανε επίσης ότι η μεταφορά φορολογικών ζημιών θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στην οικονομική αξία των προσφορών. Αμφιβολίες εξέφρασε η Επιτροπή και όσον αφορά τη ρήτρα ασφαλείας η οποία περιλαμβάνεται στη σύμβαση με τη GRAWE.

(46)

Όσον αφορά την αποζημίωση λόγω πρόωρης εξόφλησης η οποία προβλέπεται στη σύμβαση σε σχέση με τη συμφωνία εγγύησης της 20ής Ιουνίου 2000, η Επιτροπή αμφέβαλλε για το κατά πόσον η Αυστρία εκτέλεσε πλήρως την απόφαση αναδιάρθρωσης.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(47)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τη δικαιούχο GRAWE και από ένα ενδιαφερόμενο μέρος από την Ουγγαρία (19). Οι παρατηρήσεις της GRAWE επιβεβαιώνουν και συμπληρώνουν τα επιχειρήματα της Αυστρίας και σχολιάζονται μαζί παρακάτω.

(48)

Το ενδιαφερόμενο μέρος από την Ουγγαρία διαβίβασε μια σειρά εγγράφων σχετικά με προηγούμενη εικαζόμενη περίπτωση απάτης, η οποία αφορούσε κυρίως τις δραστηριότητες της ΒΒ στην Ουγγαρία, όπου λειτουργεί η θυγατρική της ΒΒ, Sopron Bank RT. Κατά το ενδιαφερόμενο μέρος από την Ουγγαρία, η απάτη θα μπορούσε να μην αποκαλυφθεί, μόνο εάν η ΒΒ επωλείτο σε Αυστριακό προσφέροντα. Κατατέθηκαν πολλά έγγραφα τα οποία αφορούσαν ειδικότερα πολλές θυγατρικές οι οποίες εδρεύουν στην Ουγγαρία και συνδέονται με τη ΒΒ (π.χ. αποσπάσματα από το μητρώο εμπόρων, τα καταστατικά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, πρωτόκολλα των ετήσιων γενικών συνελεύσεων ή άλλα στοιχεία των επιχειρήσεων σχετικά με τα χρονικά διαστήματα ιδίως πριν την πώληση της ΒΒ). Επειδή κατά την άποψη της Επιτροπής δεν φαινόταν να υπάρχει άμεσος συσχετισμός μεταξύ των εν λόγω εγγράφων και της υπό εξέταση διαδικασίας ιδιωτικοποίησης βάσει των κανόνων για τις ενισχύσεις, οι παρατηρήσεις αυτές δεν ελήφθησαν υπόψη.

V.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ GRAWE

(49)

Η Αυστρία συμπλήρωσε τα επιχειρήματα τα οποία είχαν ήδη προβληθεί πριν από την απόφαση κίνησης της διαδικασίας με επιπλέον πληροφορίες. Τα επιχειρήματα της Αυστρίας υποστηρίζονται κατά κύριο λόγο από τη GRAWE.

1.   Παραδεκτό

(50)

Σύμφωνα με τις διαδικαστικές διατάξεις, η Αυστρία ενέμεινε στην άποψη ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να εξετάσει εγγύτερα τις καταγγελίες, επειδή η κοινοπραξία, η οποία δεν είχε δραστηριοποιηθεί ακόμη στην ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά και ως εκ τούτου δεν αποτελούσε ανταγωνιστή, δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί «ενδιαφερόμενο μέρος» υπό την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, σχετικά με ειδικούς κανόνες για την εφαρμογή του άρθρου 93 [νυν άρθρο 88] της συνθήκης ΕΚ (20). Κάθε εικαζόμενη διάκριση αποτελεί ζήτημα του δικαιώματος εγκατάστασης και της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων· η πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά τραπεζών δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω μιας διαδικασίας κρατικής ενίσχυσης. Επιπλέον, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της ότι η κοινοπραξία δεν δραστηριοποιήθηκε μετά την απόφαση κίνησης της διαδικασίας και ότι γνωστοποίησε δημοσίως ότι δεν ενδιαφερόταν πλέον για την αγορά της τράπεζας.

(51)

Με μια έρευνα του εν λόγω ζητήματος, η Επιτροπή θα ξεπερνούσε τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Η Αυστρία επεσήμανε ότι τα αυστριακά δικαστήρια μελέτησαν εκτενώς την υπόθεση σύμφωνα τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, εξέτασαν τους μάρτυρες και έλεγξαν πλήρως τα πραγματικά περιστατικά, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι διεξήχθη μια ανοικτή, δίκαιη και διαφανής διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών. Η Επιτροπή θα έπρεπε να αποδεχθεί την εν λόγω άποψη, αντί να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας.

2.   Γενικές παράμετροι της διαδικασίας υποβολής προσφορών και το αποτέλεσμά της

(52)

Η Αυστρία τονίζει ότι η διαδικασία υποβολής προσφορών ήταν ανοικτή, δίκαιη και διαφανής. Το ίδιο επιβεβαίωσαν και τα αυστριακά δικαστήρια που ήταν επιφορτισμένα με την εξέταση της υπόθεσης. Η οριστική απόφαση εξεδόθη μόλις στις 4 Μαρτίου 2006. Κρίθηκε ότι είχαν δοθεί σε όλους τους προσφέροντες οι ίδιες δυνατότητες λήψης των απαιτούμενων πληροφοριών για τη διεξαγωγή δεόντως επιμελούς ελέγχου, ακόμη και αν ο καθένας τις αξιοποίησε διαφορετικά.

(53)

Ακόμη και αν εξαρχής εγείρονταν αμφιβολίες σχετικά με την κοινοπραξία, θα ήταν θεμιτό να επιτραπεί στην κοινοπραξία να λάβει μέρος στη διαδικασία υποβολής προσφορών, στο βαθμό που αυτό ήταν εφικτό, αντί να αποκλειστεί από τη διαδικασία με βάση τις ενδεικτικές προσφορές. Ο εν λόγω τρόπος δράσης θα ανταποκρινόταν στη συμπεριφορά ενός πωλητή που δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς και ο οποίος θα ενίσχυε τον ανταγωνισμό μεταξύ των προσφερόντων με στόχο την επίτευξη της υψηλότερης δυνατής τιμής αγοράς. Επιπλέον, η Αυστρία θεωρούσε, όπως είχε ειπωθεί στις διαπραγματεύσεις, ότι η κοινοπραξία θα αποτελούσε έναν οικονομικά ισχυρό επιχειρηματικό εταίρο. Ένας τέτοιος εταίρος θα μπορούσε να μεταβάλει σημαντικά την κατάσταση.

(54)

Η GRAWE εξήγησε ότι δεν έτυχε ποτέ ευνοϊκής μεταχείρισης κατά τη διαδικασία υποβολής προσφορών ούτε από το ομόσπονδο κράτος του Burgenland, ούτε από την αυστριακή αρχή εποπτείας της χρηματοπιστωτικής αγοράς (FMA).

(55)

Η Αυστρία ισχυρίστηκε ότι η σύσταση της HSBC αφορούσε απλώς μια περίληψη της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης και ότι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί καθεαυτή ως η μοναδική βάση στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση. Η σύσταση έπρεπε απλώς να παράσχει μια σύνοψη της διαδικασίας και των προσφορών. Τα αποτελέσματα συμπληρώθηκαν με επεξηγήσεις και μεταφέρθηκαν προφορικά στους υπευθύνους. Η Αυστρία πρόσθεσε στις εν λόγω πληροφορίες μια εισήγηση, την οποία συνέταξε η HSBC για το ομόσπονδο κράτος του Burgenland, προκειμένου να προετοιμάσει τις παρατηρήσεις του για το αίτημα της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών στις 12 Απριλίου 2008, και στο οποίο παρουσιάζονταν τα αποτελέσματα περαιτέρω. Κατά την Αυστρία, η σύσταση δεν έπρεπε να θεωρηθεί ως εμπειρογνωμοσύνη για την επιχειρηματική αξία της τράπεζας, κάτι το οποίο δεν απαιτείται από το ευρωπαϊκό δίκαιο. Η απόφαση της 5ης Μαρτίου 2006 βασίστηκε κυρίως στη μέχρι τώρα εμπειρία από τις προηγούμενες προσπάθειες ιδιωτικοποίησης καθώς και στις συστάσεις, τις προφορικές αξιολογήσεις και τις εμπιστευτικές επεξηγήσεις των αντιπροσώπων της HSBC.

(56)

Στα επιχειρήματα της Αυστρίας καθώς και στις παρατηρήσεις της GRAWE γίνεται συχνή αναφορά στη δυνατότητα σύγκρισης των προσφορών μεταξύ των δύο ανταγωνιστών.

(57)

Σε συνδυασμό με την αποζημίωση λόγω πρόωρης εξόφλησης όσον αφορά τη συμφωνία εγγύησης της 20ής Ιουνίου 2000, η Αυστρία υποστήριξε ότι η Επιτροπή παρερμήνευσε τις σχετικές ρυθμίσεις, οι οποίες προβλέπονταν στις προσφορές των δύο τελευταίων πλειοδοτών. Το ποσό της αποζημίωσης το οποίο προέβλεπαν στηριζόταν στο γεγονός ότι το ομόσπονδο κράτος του Burgenland θα κατέβαλλε τις πληρωμές στο πλαίσιο της συμφωνίας εγγύησης πολλά έτη νωρίτερα από ό,τι προβλεπόταν (21). Το εν λόγω ποσό, εντούτοις, όπως προφανώς υπέθεσε η Επιτροπή, δεν αποτελούσε μέρος της τιμής αγοράς. Επίσης, η ρύθμιση αυτή δεν θα έθετε υπό αμφισβήτηση την προηγούμενη απόφαση αναδιάρθρωσης της ΒΒ, αλλά θα συνέβαλε στη μείωση της ενίσχυσης την οποία είχε εγκρίνει τότε η Επιτροπή.

(58)

Όσον αφορά τις ρήτρες ασφαλείας και τις περιόδους εγγύησης, οι οποίες προβλέπονται στα συμβόλαια πώλησης τα οποία συνάφθηκαν με τη GRAWE και την κοινοπραξία, η Αυστρία υποστηρίζει ότι ήταν αποτέλεσμα των συμβατικών διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν με κάθε πλειοδότη ξεχωριστά. Οι διαφορετικές ρυθμίσεις για τα όρια ευθύνης, τα ποσά απαλλαγής και τις περιόδους εγγύησης (δύο έτη για την κοινοπραξία και τρία έτη για τη GRAWE) δεν συνιστούσαν άνιση μεταχείριση των πλειοδοτών.

(59)

Μόνο στο σχέδιο της σύμβασης πώλησης με την κοινοπραξία προβλεπόταν ετήσια προμήθεια 100 000 ευρώ για την εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, η οποία έπρεπε να καταβληθεί στο ομόσπονδο κράτος του Burgenland έως το 2017. Στη σύμβαση με τη GRAWE δεν αναφερόταν η εν λόγω προμήθεια, επειδή, σύμφωνα με την εξήγηση που έδωσε η Αυστρία, περιλαμβανόταν ήδη στην τιμή την οποία είχε προτείνει η GRAWE.

(60)

Όσον αφορά την έκδοση νέων ομολόγων, η Αυστρία υποστήριξε ότι η απόφαση του εποπτικού συμβουλίου να εκδώσει επιπρόσθετα ομόλογα αξίας 380 εκατ. ευρώ, εκτός από τα ομόλογα αξίας 320 εκατ. ευρώ που είχαν εκδοθεί με προηγούμενη απόφαση τον Σεπτέμβριο του 2005 βασιζόμενη στο επιχειρηματικό σχέδιο της ΒΒ, ήταν ανεξάρτητη από την επικείμενη ιδιωτικοποίηση και το μελλοντικό ιδιοκτήτη. Το ομόσπονδο κράτος του Burgenland θεώρησε ότι η έκδοση των εν λόγω επιπρόσθετων ομολόγων για την πώληση δεν ήταν καθοριστική και για το λόγο αυτό η έκδοσή τους δεν αναφέρθηκε στη συνοδευτική επιστολή. Ωστόσο, και οι δύο πλειοδότες είχαν ενημερωθεί για την έκδοση των εν λόγω ομολόγων κατά τη διάρκεια του επιμελούς ελέγχου και η έκδοση θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί ανεξάρτητα από την ταυτότητα του αγοραστή. Εντούτοις, το γεγονός αυτό ελήφθη υπόψη μόνο από τη GRAWE στο σχέδιο της σύμβασής της. Η Αυστρία επεσήμανε ότι τα επιπρόσθετα ομόλογα ύψους 380 εκατ. ευρώ εκδόθηκαν, προκειμένου να αξιοποιηθούν κατά το μέγιστο δυνατόν οι ευνοϊκές δυνατότητες αναχρηματοδότησης στο πλαίσιο της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, κάτι το οποίο αναφέρθηκε επανειλημμένως στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με την κοινοπραξία. Εάν η ΒΒ είχε πωληθεί στην κοινοπραξία, η κοινοπραξία θα επωφελούταν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις καλύτερες δυνατότητες αναχρηματοδότησης από ό,τι η GRAWE. Η Αυστρία υποστήριξε ότι οι δαπάνες αναχρηματοδότησης της ΒΒ σε περίπτωση πώλησης στην κοινοπραξία θα ήταν μεγαλύτερες, επειδή η κοινοπραξία, σε αντίθεση με τη GRAWE, δεν διέθετε πιστοληπτική διαβάθμιση και επιπλέον είχε την έδρα της στην Ουκρανία, με αποτέλεσμα οι όροι αναχρηματοδότησης της ΒΒ να εξαρτώνται από «υποθετική» διαβάθμιση της κατηγορίας «ΒΒ» ή «Β», στη καλύτερη περίπτωση.

(61)

Όσον αφορά την ειδική συμφωνία με τη GRAWE για τη μεταβίβαση τεσσάρων θυγατρικών εταιρειών ακινήτων της ΒΒ στο ομόσπονδο κράτος του Burgenland πριν από την πώληση στη λογιστική τους αξία των 25 εκατ. ευρώ, η Αυστρία επισημαίνει ότι, δεδομένου ότι η εντολοδόχος εταιρεία διαχείρισης της ΒΒ επιβεβαίωσε στις 31 Δεκεμβρίου 2005 ότι η αγοραία αξία της ιδιοκτησίας αντιστοιχούσε στη λογιστική της αξία, η μεταβίβαση θα οδηγούσε απλώς σε ρευστότητα. Η ρευστότητα, ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαίο να ληφθεί υπόψη στη σύγκριση των δύο προσφορών.

(62)

Την ημέρα της υπογραφής της σύμβασης η κοινοπραξία κατέθεσε προκαταβολή 15 εκατ. ευρώ σε λογαριασμό διαχείρισης στην Active Bank με έδρα την Ουκρανία. Η GRAWE όφειλε να καταθέσει τη συνολική τιμή αγοράς την ημέρα της πώλησης.

(63)

Η Αυστρία υποστηρίζει ότι η ρήτρα, η οποία περιλαμβάνεται επίσης στο σχέδιο της σύμβασης πώλησης με την κοινοπραξία (22), είναι συνήθης σε συμβάσεις πώλησης για αυτού του είδους τις δικαιοπραξίες ως μέρος των όρων πώλησης και της τιμής και ότι συνάδει με τους κανόνες για τις ενισχύσεις. Η εν λόγω ρήτρα συνιστά έννομο συμφέρον του αγοραστή της ΒΒ, ο οποίος δεν είναι πρόθυμος να προσφέρει υψηλότερη τιμή, ενώ θα μπορούσε να υποχρεωθεί από εντολή ανάκτησης κατόπιν απόφασης χορήγησης κρατικής ενίσχυσης, να καταβάλει υψηλότερη τιμή. Επίσης, η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη της ότι η ρήτρα εμπεριέχει το δικαίωμα του αγοραστή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η ρήτρα είναι αναποτελεσματική από άποψη παροχής κρατικής ενίσχυσης.

(64)

Η GRAWE κρίνει ότι οι αμφιβολίες της Επιτροπής δεν είναι σκόπιμες, εφόσον δεν έχει δοθεί εντολή ανάκτησης. Η GRAWE υπογράμμισε ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής προσφορών, ένας πλειοδότης έχει περιορισμένες μόνο δυνατότητες να αποτρέψει μια ενδεχομένως σχετική με τις κρατικές ενισχύσεις συμπεριφορά ενός δημόσιου πωλητή. Κατά τη GRAWE, η εν λόγω ρήτρα θα συνέβαλε ακόμη περισσότερο στη συμμόρφωση του κράτους τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, γεγονός το οποίο αποβαίνει κατ’ επέκταση προς το συμφέρον της Επιτροπής.

3.   Η συμβατότητα με την τιμή αγοράς που κατέβαλε η GRAWE

(65)

Κατά την άποψη της Αυστρίας, το γεγονός ότι η διαδικασία υποβολής προσφορών ήταν ανοικτή και διαφανής και ότι η διαδικασία αυτή επέτρεψε την πώληση σε αγοραία τιμή, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τρεις προσφέροντες υπέβαλαν μια ενδεικτική προσφορά, μεταξύ των οποίων η προσφορά της GRAWE ήταν η δεύτερη καλύτερη. Ως εκ τούτου συνάγεται το συμπέρασμα ότι η προσφορά της GRAWE δεν ήταν κατώτερη από την αγοραία αξία της ΒΒ.

(66)

Η Αυστρία αναφέρεται στο αποτέλεσμα της δεύτερης προσπάθειας ιδιωτικοποίησης της ΒΒ. Και οι τέσσερις προσφορές σε εκείνη τη φάση κυμαίνονταν μεταξύ 85 εκατ. ευρώ και 93 εκατ. ευρώ. Επομένως η τιμή αγοράς στα 100,3 εκατ. ευρώ που κατέβαλε η GRAWE θα μπορούσε να θεωρηθεί σύμφωνη με τους όρους της αγοράς.

(67)

Σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, η Αυστρία δεν ήταν καν υποχρεωμένη, να πωλήσει την τράπεζα στο πλαίσιο ανοικτής διαδικασίας υποβολής προσφορών. Αντ’ αυτού θα μπορούσε να ζητήσει μια έκθεση αξιολόγησης. Εφόσον η τιμή αγοράς ανταποκρινόταν στην έκθεση αξιολόγησης που ζητήθηκε πριν από την πώληση, δεν θα προσφερόταν κρατική ενίσχυση. Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή παρέβλεψε το γεγονός ότι η Αυστρία σε προηγούμενη φάση της έρευνας, είχε παραγγείλει την εκπόνηση πολλών εκθέσεων, οι οποίες επιβεβαίωναν την άποψη της Αυστρίας, ότι η καταβληθείσα από τη GRAWE τιμή ήταν σύμφωνη με τους όρους της αγοράς.

(68)

Η Αυστρία και η GRAWE τεκμηριώνουν το επιχείρημά τους με τις μελέτες και τα έγγραφα που ακολουθούν:

α)

ενδεικτική αξιολόγηση της ΒΒ από την HSBC: Από την έκθεση αυτή συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αξία της ΒΒ σε περίπτωση ιδιωτικοποίησης και πώλησης σε έναν φερέγγυο αγοραστή, θα κυμαινόταν μεταξύ 50 και 70 εκατ. ευρώ, ανάλογα με την αξιολόγηση της μεταφοράς φορολογικών ζημιών. Σε αυτή την περίπτωση η επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων θα ανερχόταν σε 33,4 εκατ. ευρώ (23)·

β)

διεξαγωγή αξιολόγησης της αυτοτελούς αξίας της ΒΒ από την gmc-unitreu Wirtschaftsprüfungs- und Steuerberatungs GmbH με την αφορμή της πώλησης όλων των μετοχών από το ομόσπονδο κράτος του Burgenland για την προετοιμασία της ιδιωτικοποίησης της ΒΒ. Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, για την οποία χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια αριθμητικά στοιχεία με την αξιολόγηση της HSBC, η αξία της ΒΒ στις 30 Ιουνίου 2004 κυμαινόταν μεταξύ 44,4 και 53,9 εκατ. ευρώ (24)·

γ)

αξιολόγηση την οποία εκπόνησε η κοινοπραξία, η οποία έδειξε αυτοτελή αξία των στοιχείων ενεργητικού της ΒΒ, κυμαινόμενη μεταξύ 50 και 75 εκατ. ευρώ.

(69)

Επιπλέον, η Αυστρία υποστήριξε ότι οι προσφέροντες συνυπολόγισαν τους όρους της διαδικασίας υποβολής προσφορών, και έτσι και οι δύο προσφορές τιμών ξεπερνούσαν την πραγματική αγοραία αξία.

(70)

Η Αυστρία πρότεινε να εκπονηθεί μία ακόμη έκθεση από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, προκειμένου να αποδειχθεί ότι για την πώληση καταβλήθηκε τιμή σύμφωνη με τους όρους της αγοράς.

4.   Η σημασία της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης για την πώληση της ΒΒ

(71)

Καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας επεσήμαινε επανειλημμένως τη σπουδαιότητα της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης και του συνεπακόλουθου χρηματοοικονομικού συμφέροντος για το ομόσπονδο κράτος του Burgenland στο πλαίσιο της πώλησης της ΒΒ, ενώ τα επιχειρήματά της στηρίζονταν και από τη GRAWE. Το κριτήριο «διατήρηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της τράπεζας Burgenland, χωρίς επίκληση της εγγύησης του ομόσπονδου κράτους για μη εκπλήρωση υποχρέωσης», αποτελούσε έναν από τους όρους στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής προσφορών τους οποίους η Αυστρία κοινοποίησε δημοσίως, και επομένως όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν ενήμερα. Η Αυστρία και η GRAWE προβάλλουν όσον αφορά το πιο πάνω κριτήριο ιδίως τα παρακάτω επιχειρήματα.

(72)

Η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης θα μπορούσε να στηρίζεται σε νόμο. Επειδή όμως η ΒΒ λειτουργεί ως ανώνυμη εταιρεία ιδιωτικού δικαίου και η εγγύηση αίσιας περατώσεως αποτελεί θεσμό του ιδιωτικού δικαίου (§ 1356 ABGB), οι προϋποθέσεις και ο βαθμός της ευθύνης του ομόσπονδου κράτους του Burgenland καθορίζονται βάσει των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου· στην περίπτωση αυτή το κράτος θα ενεργούσε ως ιδιοκτήτης της τράπεζας Burgenland και όχι με την ιδιότητά του βάσει του δημοσίου δικαίου. Μη αποδεχόμενη το εν λόγω επιχείρημα, η Επιτροπή θα παρέβλεπε το διαχωρισμό των εξουσιών στην Αυστρία: Πηγή της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης αποτελεί η νομοθετική εξουσία, ενώ από την εκτελεστική, δηλαδή το ομόσπονδο κράτος του Burgenland, πηγάζει η απόφαση πώλησης της ΒΒ. Η σχέση του ομόσπονδου κράτους του Burgenland με τη BB μπορεί να συγκριθεί με τη σχέση μεταξύ μιας μητρικής εταιρείας και της θυγατρικής της, υπέρ της οποίας εγγυάται με επιστολή υποστήριξης. Η εν λόγω ευθύνη –όπως και κάθε άλλος κίνδυνος εκτός ισολογισμού– θα λαμβανόταν υπόψη κατά την πώληση μιας θυγατρικής εταιρείας. Για την τεκμηρίωση αυτού του επιχειρήματος, Αυστρία παραπέμπει σε μια απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου της Αυστρίας της 4ης Απριλίου 2006 (25).

(73)

Επιπλέον, η Επιτροπή και η Αυστρία συμφώνησαν για την κατάργηση της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης ως υφιστάμενης ενίσχυσης έπειτα από μια μεταβατική περίοδο. Μέχρι την κατάργησή της, η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης «νομιμοποιείται», έτσι ώστε να ληφθεί υπόψη από το ομόσπονδο κράτος του Burgenland και κατά την πώληση της ΒΒ. Το ομόσπονδο κράτος του Burgenland δεν προέβλεψε την ευθύνη βάσει της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης και η Αυστρία δεν είχε καμία νομική δυνατότητα, προκειμένου να τερματίσει την ευθύνη αυτή πριν από την πώληση της ΒΒ. Εάν υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος ο οποίος συνδέεται με την εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, η Επιτροπή θα εμπόδιζε ουσιωδώς το ομόσπονδο κράτος του Burgenland στην ιδιωτικοποίηση της ΒΒ. Το γεγονός αυτό θα αντέβαινε στην απαίτηση ιδιωτικοποίησης της ΒΒ στο πλαίσιο της προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής και θα περιόριζε παράνομα το δικαίωμα των κρατών μελών να ιδιωτικοποιούν στοιχεία του ενεργητικού τους.

(74)

Η πρακτική την οποία ακολουθούν η Επιτροπή και τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων θα ενδυνάμωνε τη θέση της Αυστρίας. Έτσι, ειδικότερα η Επιτροπή συμφώνησε ότι στο πλαίσιο μιας ιδιωτικοποίησης θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη δεσμεύσεις και κίνδυνοι εκτός ισολογισμού (26). Στην υπόθεση Gröditzer Stahlwerke και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναγνώρισε ρητώς ότι θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη μια κρατική εγγύηση, η οποία θα συνδέεται με την εκκαθάριση επιχείρησης (27). Η αναγνώριση της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης ως διαθέσιμη ενίσχυση θα ήταν ως εκ τούτου σημαντική.

(75)

Ο κίνδυνος της εφαρμογής της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης εξαρτάται από τα μελλοντικά χαρακτηριστικά κινδύνου της τράπεζας και κατά συνέπεια από το προφίλ κινδύνου του νέου ιδιοκτήτη. Το ομόσπονδο κράτος του Burgenland θεώρησε απαράδεκτους τους κινδύνους τους οποίους θα συνεπαγόταν η αγορά της ΒΒ από την κοινοπραξία. Επίσης, το γεγονός ότι η ΒΒ θα παρέμενε υπό τον έλεγχο της αρχής της χρηματοπιστωτικής αγοράς (FMA), δεν θα μετέβαλε την εκτίμηση αυτή, καθώς η αρχή της χρηματοπιστωτικής αγοράς θα ενεργούσε μόνο εκ των υστέρων.

(76)

Η Αυστρία κοινοποίησε έναν υπολογισμό του καλυπτόμενου από την εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης ποσού και ένα σενάριο εκκαθάρισης, επισημαίνοντας ότι η προσέγγιση η οποία ακολουθήθηκε για τον υπολογισμό ήταν ταυτόσημη με εκείνη που παρουσιάστηκε στην Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην απόφαση αναδιάρθρωσης.

(77)

Η GRAWE υποστήριξε ότι στο πλαίσιο αυτό, η προσφυγή σε ένα σενάριο εκκαθάρισης θα ήταν λανθασμένη κίνηση, καθώς το ομόσπονδο κράτος του Burgenland δεν έπρεπε να αποφασίσει για την εκκαθάριση της ΒΒ, αλλά μάλλον για την επιλογή ενός αγοραστή. Το σενάριο εκκαθάρισης είχε καθοριστεί για άλλες περιστάσεις (απόφαση σχετικά με χορήγηση κρατικής ενίσχυσης για αναδιάρθρωση). Επιπλέον, το ομόσπονδο κράτος του Burgenland, σε περίπτωση εφαρμογής της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, δεν θα ήταν σε θέση να αξιώσει τη ρευστοποίηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού, ενώ όλοι οι πιστωτές θα μπορούσαν να απευθυνθούν απευθείας στο ομόσπονδο κράτος για την ικανοποίηση των αξιώσεών τους.

(78)

Σύμφωνα με την Αυστρία, η παράμετρος αυτή συνδέεται με το κριτήριο «διατήρηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της τράπεζας Burgenland, χωρίς επίκληση της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης του ομόσπονδου κράτους». Η Αυστρία υποστηρίζει ότι η γνωστοποίηση της πώλησης της ΒΒ στην κοινοπραξία, θα πυροδοτούσε αύξηση της αναγκαιότητας χρηματοδότησης και σημαντικά έξοδα, ενώ στη συνέχεια θα μπορούσε να οδηγήσει σε εφαρμογή της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης. Ως εκ τούτου η εκκαθάριση της ΒΒ μετά την πώληση αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο της διαδικασίας λήψης απόφασης. Ούτε η κοινοπραξία απέκλεισε τον κίνδυνο απόσυρσης καταθέσεων και διατραπεζικών πιστωτικών διευκολύνσεων, εκτιμώντας όμως ότι ο βαθμός του κινδύνου ήταν κατά πολύ μικρότερος από αυτόν που ανάφερε η Αυστρία. Ενώ η κοινοπραξία υπολόγιζε ότι οι εκροές θα ξεπερνούσαν τα 500 εκατ. ευρώ, η Αυστρία κοινοποίησε υπολογισμούς, βάσει των οποίων οι καθαρές εκροές κεφαλαίων θα ανέρχονταν στην καλύτερη περίπτωση σε 750 εκατ. ευρώ και στη χειρότερη, σε 1,25 εκατ. ευρώ. Η κοινοπραξία θα έπρεπε να αποδείξει ότι θα μπορούσε να διασφαλίσει την αναχρηματοδότηση. Εντούτοις, δεν προσκόμισε την απόδειξη αυτή, αλλά αρκέστηκε μόνο στην παρουσίαση μη δεσμευτικών δηλώσεων πρόθεσης άλλων τραπεζών.

(79)

Επιπλέον, η Αυστρία τόνισε ότι θα ανησυχούσε λιγότερο επί του εν λόγω ζητήματος, εάν η κοινοπραξία είχε αποτελέσει έναν ισχυρό οικονομικά επιχειρηματικό εταίρο, όπως είχε ανακοινωθεί στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.

5.   Ερωτήματα σχετικά με τη χορήγηση άδειας πώλησης από την αρχή της χρηματοπιστωτικής αγοράς (FMA)

(80)

Όπως εξήγησε η Αυστρία, η FMA δύναται σύμφωνα με το άρθρο 20 του Νόμου για το τραπεζικό σύστημα (BWG) να υποβάλει τον αγοραστή μιας τράπεζας στο λεγόμενο Fit & Proper-test, εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν ήδη συνάψει μια δεσμευτική σύμβαση πώλησης. Η υποθετική αξιολόγηση παραπάνω του ενός δυνητικού αγοραστή, θα συνιστούσε υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της FMA. Για τον ίδιο λόγο δεν θα ήταν δυνατόν να κατατεθεί εκ των υστέρων μια αξιολόγηση στην Επιτροπή, όπως απαιτούσε η απόφαση κίνησης της διαδικασίας. Κατά συνέπεια, η FMA αρνήθηκε να εξετάσει τα έγγραφα τα οποία είχαν διαβιβάσει τόσο η κοινοπραξία όσο και η GRAWE, οι οποίες ζητούσαν εγγράφως άδεια πριν από την πώληση (28). Η FMA ήταν υποχρεωμένη να εξετάζει αμερόληπτα κάθε αγορά.

(81)

Η Αυστρία εξήγησε ότι εντούτοις προσπάθησε να εξασφαλίσει μια εκτίμηση των δύο τελευταίων πλειοδοτών. Η FMA επεσήμανε ότι η αξιολόγηση της GRAWE, την οποία η FMA γνώριζε πολύ καλά, θα απαιτούσε μερικές μόνο εβδομάδες. Αντιθέτως, επειδή στην αξιολόγηση της κοινοπραξίας συμμετείχαν και αρχές εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα διαρκούσε ενδεχομένως περισσότερο από τρεις μήνες. Η FMA ήταν ωστόσο νομικά υποχρεωμένη να εκδώσει οιαδήποτε αρνητική απάντηση εντός τριών μηνών, διαφορετικά η πώληση θα θεωρούταν ισχύουσα. Για αυτόν το λόγο, η FMA θα έπρεπε να απορρίψει προσωρινά οιαδήποτε πώληση προς την κοινοπραξία εντός τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης χορήγησης άδειας. Παρά ταύτα, η FMA θα μπορούσε να συνεχίσει να διερευνά την πρόθεση της κοινοπραξίας να αγοράσει τη ΒΒ και ενδεχομένως να ανακαλέσει την αρχική της απορριπτική απάντηση. Η συνολική διαδικασία θα μπορούσε να διαρκέσει έως ένα έτος. Σύμφωνα με πληροφορίες της FMA, η έκβαση της διαδικασίας αξιολόγησης ήταν «πλήρως ανοικτή».

(82)

Η Αυστρία τόνισε ότι το ομόσπονδο κράτος του Burgenland θα έπρεπε το ίδιο να εκτιμήσει βάσει όλων αυτών, εάν θα μπορούσε να αναμένει άδεια για την πώληση της ΒΒ από την FMA. Σχετικά με αυτό, η Αυστρία υποστήριξε ότι η FMA δεν θα ενέκρινε ποτέ την πώληση της ΒΒ στην κοινοπραξία. Οι σημαντικότερες παράμετροι, στις οποίες στηρίχτηκε η εν λόγω πρόβλεψη του ομόσπονδου κράτους του Burgenland, αναλύονται παρακάτω.

(83)

Η SLAV International Bank AG είχε ζητήσει ήδη το 1994 τραπεζική άδεια λειτουργίας στην Αυστρία, η αίτησή της όμως απορρίφθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1997. Ως αιτιολογία για την απόρριψη της αίτησης μεταξύ άλλων προβλήθηκε το γεγονός ότι ο τότε ιδιοκτήτης, τα ουκρανικά κεφάλαια, δεν εφάρμοζαν τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (IAS). Επιπλέον, ο όμιλος με εξαίρεση ενός μικρού μέλους, της αποκλειστικά στην Ουκρανία εκπροσωπούμενης Active Bank Ltd, δεν δραστηριοποιούταν στις τραπεζικές επιχειρήσεις. Κανένα μέλος της κοινοπραξίας δεν διέθετε διαβάθμιση της πιστοληπτικής τους ικανότητας από διεθνώς αναγνωρισμένο οργανισμό διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας. Αντιθέτως, με την GRAWE η τράπεζα Burgenland θα αποκτούσε έναν έμπειρο εταίρο στον τομέα της τραπεζικής αγοράς και της αγοράς κεφαλαίων με πιστοληπτική διαβάθμιση «Α» και τον οποίο η FMA τον γνώριζε καλά.

(84)

Επιπλέον, η Αυστρία αναφέρθηκε στη εμπειρία της από τις πρώτες δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες ιδιωτικοποίησης. Συγκεκριμένα, στο δεύτερο γύρο της υποβολής προσφορών, ο οποίος έληξε τον Αύγουστο του 2005 δίχως να αποφέρει κανένα αποτέλεσμα, συμμετείχε μια τράπεζα με έδρα στη Λιθουανία και Ρώσους ιδιοκτήτες, για την οποία η Αυστρία είχε σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι η FMA δεν θα ενέκρινε την αγορά.

(85)

Επίσης, η Αυστρία επεσήμανε ότι η λήψη της απόφασης θα απαιτούσε σημαντικά περισσότερο χρόνο, επειδή δεν υπήρχε κάποια «κοινή δήλωση προθέσεων» ως βάση για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της FMA και της ουκρανικής εθνικής τράπεζας.

(86)

Εξάλλου, θα συνέφερε τη GRAWE να παρέμβει σε περίπτωση δυσκολιών της ΒΒ, λόγω της καλής της φήμης. Κάτι τέτοιο όμως δεν ίσχυε για την κοινοπραξία. Η Αυστρία επεσήμανε επίσης ότι αν η ΒΒ είχε ιδιοκτήτη με έδρα την Ουκρανία, η διαβάθμισή της πιστοληπτικής της ικανότητας δεν θα μπορούσε ποτέ να συγκριθεί με τη διαβάθμιση κατηγορίας «Α» της GRAWE, αλλά βάσει της αρχής ότι η διαβάθμιση μιας επιχείρησης δεν μπορεί να είναι καλύτερη από τη διαβάθμιση του κράτους στο οποίο έχει την έδρα της, η διαβάθμισή της θα μπορούσε να είναι μεταξύ «ΒΒ» και «Β».

6.   Επιπλέον παράμετροι της πρόβλεψης του ομόσπονδου κράτους του Burgenland

(87)

Η Αυστρία παρουσίασε επίσης ένα σημείωμα της HSBC, στο οποίο επιβεβαιώθηκαν όλες οι επεξηγήσεις του ομόσπονδου κράτους για την πιθανότητα χορήγησης άδειας από την FMA για την αγορά και η πιθανότητα επίκλησης της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης σε περίπτωση απόφασης πώλησης υπέρ της GRAWE. Οι σημαντικά μειωμένοι κίνδυνοι στην περίπτωση πώλησης στην GRAWE θα αντιστάθμιζαν με το παραπάνω τη διαφορά μεταξύ των προτεινόμενων τιμών.

(88)

Στην περίπτωση της κοινοπραξίας υπήρχαν αμφιβολίες και όσον αφορά το επιχειρηματικό σχέδιο. Το εν λόγω σχέδιο είχε κατατεθεί σε μετέπειτα στάδιο της έρευνας (27 Φεβρουαρίου 2006) και προέβλεπε την ενσωμάτωση της Active Bank Ltd με έδρα την Ουκρανία. Η κοινοπραξία θεώρησε την ένταξη της Active Bank ως προϋπόθεση για την αγορά της τράπεζας Burgenland. Εντούτοις, το επιχειρηματικό σχέδιο περιλάμβανε σύμφωνα με το ομόσπονδο κράτος του Burgenland ορισμένα στοιχεία τα οποία θα έθεταν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της ΒΒ.

(89)

Συγκεκριμένα, προβλεπόταν μόνο ένα πολύ μικρό μέρος της εγγυημένης από την κοινοπραξία εισφοράς κεφαλαίου για την ενίσχυση των περιφερειακών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της ΒΒ (17 εκατ. ευρώ από συνολικά 85 εκατ. ευρώ), ενώ το υπόλοιπο προοριζόταν για την Active Bank με έδρα την Ουκρανία. Βάσει του επιχειρηματικού σχεδίου, οι κύριες επιχειρηματικές δραστηριότητες έπρεπε να εκτελούνται στην Ουκρανία και όχι στο ομόσπονδο κράτος του Burgenland, γεγονός το οποίο εγκυμονούσε νομισματικούς κινδύνους.

(90)

Επίσης, το ομόσπονδο κράτος του Burgenland δεν κατάφερε ποτέ να εξακριβώσει πώς συγκεκριμένα οραματιζόταν η κοινοπραξία την ενσωμάτωση της Active Bank, η αξία της οποίας είχε υπερεκτιμηθεί. Το ομόσπονδο κράτος του Burgenland προέβλεψε ένα απαισιόδοξο σενάριο για τη ΒΒ, σύμφωνα με το οποίο μια αποτυχία της Active Bank, θα έθετε σε μεγάλο κίνδυνο τη ΒΒ και στη συνέχεια θα μπορούσε να οδηγήσει σε αφερεγγυότητα της ΒΒ.

(91)

Βάσει του εν λόγω επιχειρηματικού σχεδίου, το ομόσπονδο κράτος του Burgenland δεν θα πωλούσε τη BB, ακόμη κι αν η κοινοπραξία ήταν ο μοναδικός προσφέρων (29).

(92)

Επιπλέον, η Αυστρία εξέφρασε ανησυχίες για το γεγονός ότι η FMA χρειαζόταν σημαντικά περισσότερο χρόνο για την εξέταση της πώλησης της ΒΒ στην κοινοπραξία. Σύμφωνα με την απόφαση αναδιάρθρωσης η ιδιωτικοποίηση της ΒΒ έπρεπε να είναι άμεση. Επίσης, η τιμή την οποία πρότεινε η GRAWE ίσχυε μόνο έως την 31η Μαρτίου 2006. Το ομόσπονδο κράτος του Burgenland θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο, σε περίπτωση απορριπτικής απάντησης από την FMA, να μείνει χωρίς κανέναν αγοραστή για τη ΒΒ.

(93)

Στις 5 Μαρτίου 2008, η Αυστρία αναφέρθηκε σε μια γερμανική δικαστική απόφαση, η οποία επιβεβαίωνε μια απόφαση της γερμανικής εποπτεύουσας τραπεζικής αρχής (BaFin), με την οποία απαγορευόταν η πώληση μετοχών μιας γερμανικής τράπεζας σε έναν ουκρανικό όμιλο επιχειρήσεων. Η Αυστρία δεν ισχυρίστηκε ότι ο εν λόγω ουκρανικός όμιλος στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορούσε την κοινοπραξία, όμως η απόφαση αυτή, στην οποία η BaFin κατέληξε 13 μήνες αργότερα, επιβεβαίωσε την πρόβλεψή της.

(94)

Κατά την Αυστρία, το ζήτημα της έγκαιρης πώλησης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την απαιτούμενη ασφάλεια των συναλλαγών. Εάν ο τρίτος γύρος της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης αποτύγχανε, θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο η τράπεζα, έχοντας ως αποτέλεσμα κατ’ επέκταση την αφερεγγυότητα της ΒΒ και ως εκ τούτου την εφαρμογή της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης.

7.   Άλλες μέθοδοι της αξιολόγησης κινδύνου, τις οποίες παρουσίασαν η Αυστρία και η GRAWE

(95)

Η Αυστρία διαβίβασε πρόσθετες επεξηγήσεις όσον αφορά τη σύσταση της HSBC σχετικά με την προσέγγιση των συνολικών υποχρεώσεων οι οποίες καλύπτονται με εγγύηση. Μια ήπια αύξηση της πιθανότητας να εφαρμοστεί η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης σε περίπτωση πώλησης της ΒΒ στην κοινοπραξία, θα αντιστάθμιζε τη διαφορά των προτεινόμενων τιμών, οδηγώντας έτσι σε απόφαση υπέρ της GRAWE.

(96)

Η GRAWE διαβίβασε μια επιπλέον έκθεση, την οποία υποστήριζε η Αυστρία, η οποία εφαρμόζει ένα μοντέλο αξιολόγησης για ευθύνες ως προαιρέσεις αγοράς ή πώλησης, προκειμένου να ερμηνεύσει και να δικαιολογήσει την πώληση της ΒΒ στη GRAWE. Στην έκθεση αυτή συνάγεται το συμπέρασμα ότι ακόμη και με ελάχιστη αύξηση της μεταβλητότητας των στοιχείων ενεργητικού κατά 1,83 % σε περίπτωση πώλησης της ΒΒ στην κοινοπραξία, ο επακόλουθος κίνδυνος για το ομόσπονδο κράτος του Burgenland στο πλαίσιο της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης θα αυξανόταν σημαντικά, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η απόφαση πώλησης της ΒΒ στη GRAWE.

(97)

Στις 22 Φεβρουαρίου 2008, η Αυστρία διαβίβασε σε πολύ μετέπειτα στάδιο της διαδικασίας, μια ανάλυση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι κεφαλαιαγορές «συνυπολογίζουν» μια ευθύνη, όπως η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης. Στις 9 Απριλίου 2008, η Morgan Stanley διαβίβασε μια λεπτομερέστερη παρουσίαση της προσέγγισης η οποία ακολουθήθηκε στην εν λόγω ανάλυση. Αφορμή για την ανάλυση αποτελεί η πεποίθηση ότι στην κεφαλαιαγορά το ομόσπονδο κράτος του Burgenland θα μπορούσε να καλυφθεί από τον κίνδυνο εφαρμογής της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης με ένα πιστωτικό παράγωγο τύπου «credit default swap». Η Αυστρία υποστηρίζει ότι και τα αποτελέσματα της εν λόγω ανάλυσης θα έδειχναν ότι η απόφαση του ομόσπονδου κράτους του Burgenland για την πώληση, ήταν δικαιολογημένη. Η Αυστρία εκτιμά ότι το κόστος μιας τέτοιας ασφάλισης θα κυμαίνεται μεταξύ 51,3 εκατ. ευρώ και 64,1 εκατ. ευρώ, σε περίπτωση πώλησης της ΒΒ στη GRAWE, και ότι θα ανέρχεται σε 521,6 εκατ. ευρώ, αν η ΒΒ πωληθεί στην κοινοπραξία. Οι εκτιμήσεις της Morgan Stanley ήταν μεν χαμηλότερες (354 εκατ. ευρώ για τις 12 Μαΐου 2006), επιβεβαίωναν δε τα αποτελέσματα της Αυστρίας.

8.   Συμβατότητα της ενίσχυσης με την κοινή αγορά

(98)

Η Αυστρία δεν έλαβε θέση όσον αφορά τη συμβατότητα της ενίσχυσης με την κοινή αγορά.

(99)

Η GRAWE ισχυρίστηκε ότι το μέτρο της ενίσχυσης, εάν λαμβανόταν υπόψη ως κρατική ενίσχυση, θα έπρεπε να κηρυχθεί συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ. Η ιδιωτικοποίηση της ΒΒ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προηγούμενη απόφαση αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με την οποία η ΒΒ θα έπρεπε να συνεχίσει να λειτουργεί στο ομόσπονδο κράτος του Burgenland ως περιφερειακή τράπεζα. Βάσει του επιχειρηματικού της σχεδίου, η κοινοπραξία δεν θα είχε προβλέψει αυτό τον προσανατολισμό ως ιδιοκτήτρια. Αυτό θα έθετε σε επιπρόσθετο κίνδυνο τη σωστή υλοποίηση της απόφασης αναδιάρθρωσης.

VI.   ΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

1.   Δυνατότητα αποδοχής

(100)

Καταρχήν, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, οφείλει να εξετάζει πληροφορίες, ανεξαρτήτως της πηγής τους, από τις οποίες απορρέει ότι υπήρξαν παράνομες ενισχύσεις. Έτσι, η Αυστρία ενεργεί υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας, το οποίο όμως δεν διαθέτει στην πραγματικότητα η Επιτροπή, καθώς δεσμεύεται νομικά με την εξέταση καταγγελιών, όπως της εν λόγω κοινοπραξίας. Η κοινοπραξία, ως μοναδικός ανταγωνιστής της GRAWE στην τελική φάση της διαδικασίας πρόσκλησης υποβολής προσφορών για τη ΒΒ, αποτελεί αναμφίβολα «ενδιαφερόμενο μέρος» υπό την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο η του εν λόγω κανονισμού. Οι μετέπειτα εξελίξεις –όπως δημοσιεύσεις πληροφοριών στον Τύπο, από τις οποίες προκύπτει ότι η κοινοπραξία έχει εγκαταλείψει τα αρχικά της σχέδια περί αγοράς της τράπεζας– δεν θίγουν την υποχρέωση της Επιτροπής να συνεχίσει την έρευνά της. Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η κοινοπραξία δεν απέσυρε την καταγγελία της (30).

(101)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι αποφάσεις αυστριακών δικαστηρίων τις οποίες ανέφερε η Αυστρία, ούτε προκαθορίζουν ούτε περιορίζουν την αρμοδιότητα της Επιτροπής όσον αφορά την εξέταση της υπόθεσης βάσει των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή παρατηρεί ότι καμίας από τις διαβιβασθείσες δικαστικές αποφάσεις το αποτέλεσμα δεν στηρίζεται στο δίκαιο κρατικών ενισχύσεων (31).

2.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ

(102)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές. Η ιδιωτικοποίηση της ΒΒ πρέπει να πληροί όλα τα κριτήρια τα οποία προβλέπονται στο προαναφερθέν άρθρο, προκειμένου να μπορεί να αξιολογηθεί ως κρατική ενίσχυση.

2.1.   Οι κρατικές ενισχύσεις στο πλαίσιο ιδιωτικοποιήσεων — Το νομικό πλαίσιο

(103)

Όπως αποδεικνύεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή βασίζεται σε πολλές αρχές κατά την εκτίμηση των ενισχύσεων στο πλαίσιο μιας ιδιωτικοποίησης, τις οποίες έχει διευκρινίσει στην ΧΧΙΙΙη έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού (εφεξής «έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού») καθώς και στην ευρύτερη πρακτική της (32).

(104)

Στις περιστάσεις οι οποίες περιγράφονται στην εν λόγω έκθεση, βάσει των οποίων η Επιτροπή δύναται να υποστηρίξει, χωρίς περαιτέρω εξέταση, ότι δεν υπάρχει καμία κρατική ενίσχυση, συμπεριλαμβάνεται και ότι η επιχείρηση πωλείται στον υποβάλλοντα τη μεγαλύτερη προσφορά. Είναι όμως απολύτως προφανές ότι η ΒΒ δεν πωλήθηκε στον υποβάλλοντα τη μεγαλύτερη προσφορά. Το γεγονός αυτό καθεαυτό δικαιολογεί την απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας (33).

(105)

Ένα ακόμη στοιχείο, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο μιας ιδιωτικοποίησης, είναι οι όροι από τους οποίους εξαρτάται μια τέτοια πώληση. Στην απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, η Επιτροπή τόνισε τη σπουδαιότητα η οποία δόθηκε στην παράμετρο αυτή στην έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού, απαιτώντας σε περίπτωση ιδιωτικοποίησης να τηρείται η ακόλουθη προϋπόθεση, ώστε να συνεπάγεται ότι δεν περιλαμβάνει κρατική ενίσχυση: «Θα πρέπει να υπάρξει δημόσια πρόσκληση υποβολής προσφορών, ανοικτή σε όλους τους ενδιαφερόμενους, διαφανής και ανεξάρτητη από τα αποτελέσματα άλλων πράξεων, όπως είναι η απόκτηση άλλων περιουσιακών στοιχείων εκτός από αυτά για τα οποία υποβάλλεται προσφορά ή η συνέχιση της άσκησης ορισμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων»

(106)

Η Επιτροπή αναφέρθηκε και στην επόμενη απόφασή της σχετικά με τη Stardust Marine, στην οποία τόνισε ακόμη περισσότερο τη σπουδαιότητα του «αμερόληπτου χαρακτήρα» της διαδικασίας (34). Σε συμμόρφωση με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με στοιχεία κρατικών ενισχύσεων στις πωλήσεις γηπέδων ή οικοπέδων από τις δημόσιες αρχές (35) (εφεξής «ανακοίνωση σχετικά με τις πωλήσεις γηπέδων-οικοπέδων»), η Επιτροπή πρεσβεύει στο εξής την άποψη ότι καταρχήν μπορούν να επιβληθούν όροι, εφόσον κάθε δυνητικός αγοραστής ανεξάρτητα από τον κλάδο στον οποίο δραστηριοποιείται εμπορικά, θα όφειλε και θα μπορούσε να τηρεί τους εν λόγω όρους (36). Η Επιτροπή διαπίστωσε στο πλαίσιο αυτό ότι τα κριτήρια επιλογής για την πώληση της τράπεζας μπορούν να περιλαμβάνουν όρους και ότι πρέπει να αξιολογούνται ανάλογα (για περισσότερες πληροφορίες βλέπε τις αιτιολογικές σκέψεις 141 έως 143).

(107)

Στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Αυστρία στηρίχτηκε προφανώς πρώτα απ’ όλα στην πεποίθηση ότι η ανακοίνωση σχετικά με τις πωλήσεις γηπέδων-οικοπέδων μπορούσε να εφαρμοστεί στην ιδιωτικοποίηση μιας επιχείρησης, και, δεύτερον, ότι οι πιθανές ανεπάρκειες κατά την πρόσκληση υποβολής προσφορών, θα μπορούσαν να ξεπεραστούν με την προσφυγή σε προηγούμενες ανεξάρτητες γνωμοδοτήσεις οι οποίες είχαν συνταχθεί στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης της ΒΒ. Η Αυστρία μάλιστα πρότεινε την ανάθεση εκπόνησης μιας νέας μελέτης για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας της ΒΒ.

(108)

Στις αιτιολογικές σκέψεις 141 έως 143 σχολιάζεται η συνάφεια των όρων που απορρέουν από τη δικαιοπραξία. Εν πρώτοις παρατηρείται γενικά ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των κανόνων που εφαρμόζονται σε περίπτωση ιδιωτικοποιήσεων και των κανόνων σε περίπτωση πωλήσεων κτιρίων και οικοπέδων. Χωρίς να αποτελεί προϋπόθεση η πρόσκληση υποβολής προσφορών ως μοναδική πιθανή διαδικασία για την εκτέλεση μιας ιδιωτικοποίησης, έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού αναφέρεται ρητά σε ιδιωτικοποιήσεις και θέτει πολλές προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να πληροί μια διαδικασία ιδιωτικοποίησης, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι δεν συνεπάγεται κρατική ενίσχυση. Στην έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού δεν αναφέρεται ότι επαρκεί μια ανεξάρτητη έκθεση η οποία έχει συνταχθεί πριν από την πώληση, ώστε να μπορεί να διασφαλιστεί αυτόματα στην περίπτωση πώλησης στην επιτυγχανόμενη τιμή, ότι δεν συνεπάγεται κρατική ενίσχυση. Τούτο ισχύει ιδίως όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει διεξαχθεί διαδικασία υποβολής προσφορών.

(109)

Η δυνατότητα καθορισμού της αγοραίας αξίας με έκθεση ελλείψει διαδικασίας υποβολής προσφορών, προβλέπεται μόνο στην ανακοίνωση σχετικά με τις πωλήσεις γηπέδων-οικοπέδων. Ήδη όμως στην περίπτωση πώλησης γηπέδου ή οικοπέδου, το κείμενο και η δομή της ανακοίνωσης σχετικά με τις πωλήσεις γηπέδων-οικοπέδων προϋποθέτει ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να δικαιολογήσει με μια έκθεση την πώληση σε ένα άλλο άτομο ως υποβάλλοντα τη μεγαλύτερη προσφορά. Τόσο στην περίπτωση πώλησης γηπέδου ή οικοπέδου, όσο και στην περίπτωση ιδιωτικοποίησης αποτελεί προϋπόθεση ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής προσφορών καθορίζεται μία αγοραία τιμή.

(110)

Η Επιτροπή, εντούτοις, υποστηρίζει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει σε αυτή την περίπτωση, ακόμη και αν –χάριν του επιχειρήματος– μπορούσε να υποστηριχτεί η θέση της Αυστρίας περί της δυνατότητας εφαρμογής της ανακοίνωσης σχετικά με τις πωλήσεις γηπέδων-οικοπέδων. Είναι γεγονός ότι στην ανακοίνωση σχετικά με τις πωλήσεις γηπέδων-οικοπέδων είναι αποδεκτές και η ανοικτή πρόσκληση υποβολής προσφορών και η εκ των προτέρων έκθεση ως απόδειξη ότι δεν υπάρχει κρατική ενίσχυση. Η τελευταία προσέγγιση ωστόσο επιτρέπεται μόνο εκ των προτέρων, όταν η αξιολόγηση διενεργείται πριν από την πώληση. Επειδή το ομόσπονδο κράτος του Burgenland επέλεξε την ανοικτή πρόσκληση υποβολής προσφορών, κατά την οποία οι συμμετέχοντες στην αγορά υπέβαλαν ισχύουσες προσφορές, δεν θα ήταν συνεπές να γίνει αποδεκτή μια εκ των προτέρων έκθεση και να παραμεριστούν υψηλότερες προσφορές, όπως προτείνει η Αυστρία στο δεύτερο σημείο που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 107.

(111)

Η πρόταση της Αυστρίας θα έπρεπε να εφαρμοστεί μόνο, εάν το αποτέλεσμα της πρόσκλησης υποβολής προσφορών δεν ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη, επειδή δεν θα επρόκειτο για ανοικτή, διαφανή και άνευ όρων πρόσκληση υποβολής προσφορών.

(112)

Σε σχέση με τα ανωτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στο πλαίσιο της πρόσκλησης υποβολής προσφορών υπεβλήθησαν δύο ισχύουσες προσφορές, ακόμη κι αν δεν μπορεί να αποκλείσει το γεγονός ότι οι προσφορές θα μπορούσαν ενδεχομένως να είναι υψηλότερες, εάν δε οι όροι δεν είχαν επιβληθεί στην αγορά (οι επιπτώσεις των όρων αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 141 έως 143). Εάν υφίσταται και μια ανεξάρτητη έκθεση και μια υψηλότερη τιμή αγοράς για τη ΒΒ, τότε αναμφίβολα η τελευταία προσέγγιση δίνει την καλύτερη αντιπροσωπευτική αξία για την αγοραία αξία του αντικειμένου προς πώληση, επειδή δεν πρόκειται μόνο για μια υποθετική αξιολόγηση, αλλά και για μια πραγματική προσφορά.

(113)

Βάσει αυτών των διαπιστώσεων, οι εκ των προτέρων γνωμοδοτήσεις τις οποίες έχει καταθέσει η Αυστρία για την αξία της ΒΒ δεν έχουν πλέον καμία σημασία για την εκτίμηση της εν λόγω περίπτωσης (37). Κανένα ενδιαφέρον επίσης δεν παρουσιάζει μια εκ των υστέρων έκθεση, όπως πρότεινε η Αυστρία, ενόψει της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων και των ισχυουσών προσφορών οι οποίες υποβάλλονται στο πλαίσιο της εν λόγω πρόσκλησης υποβολής προσφορών.

(114)

Βάσει των όρων οι οποίοι ελήφθησαν υπόψη, η Επιτροπή οδηγείται στο εξής συμπέρασμα: Ακόμη κι αν η επιχείρηση πωλούταν στον υποβάλλοντα τη μεγαλύτερη προσφορά σε τιμή εμφανώς υψηλότερη από την τιμή εκτίμησης, είναι ακόμη δυνατόν να υπάρχει κρατική ενίσχυση, εφόσον ο επενδυτής που δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς καταβάλει χαμηλότερη τιμή από αυτή την οποία θα κατέβαλε χωρίς τους εν λόγω όρους (38).

(115)

Έτσι, η Επιτροπή πρέπει να μελετήσει την ιδιωτικοποίηση της ΒΒ βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 1 συνθήκη ΕΚ, χωρίς αναφορά στην ανακοίνωση σχετικά με τις πωλήσεις γηπέδων-οικοπέδων ή της έκθεσης επί της πολιτικής ανταγωνισμού, επειδή στην περίπτωση αυτή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις οι οποίες ορίζονται στην έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού, βάσει των οποίων δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση.

2.2.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

(116)

Το ομόσπονδο κράτος του Burgenland είναι ένα από τα εννέα ομόσπονδα κράτη της Αυστρίας. Οι πόροι του ομόσπονδου κράτους του Burgenland μπορούν κατά κύριο λόγο να θεωρηθούν ως «πόροι που χορηγούνται από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους» υπό την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 συνθήκη ΕΚ.

(117)

Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η GRAWE δραστηριοποιείται σε διασυνοριακό και διεθνές επίπεδο, και ως εκ τούτου οιοδήποτε πλεονέκτημα προερχόμενο από κρατικούς πόρους θα είχε αντίκτυπο στον τραπεζικό τομέα και θα επηρέαζε το ενδοκοινοτικό εμπόριο (39).

(118)

Η πώληση της ΒΒ στη GRAWE δεν περιλαμβάνει εντούτοις κρατική ενίσχυση, μόνο εάν το ομόσπονδο κράτος του Burgenland δεν έχει ενεργήσει ως οικονομικός φορέας, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται στον αγοραστή το δικαίωμα της επιλογής. Αυτό θα ίσχυε, εάν το ομόσπονδο κράτος του Burgenland δεν είχε ενεργήσει ως οικονομικός φορέας και αν είχε αποδεχθεί μια τιμή αγοράς της ΒΒ χαμηλότερη από την αγοραία αξία. Κατά τη μελέτη του εν λόγω ζητήματος, η Επιτροπή εξετάζει, εάν ο ενδιαφερόμενος πωλητής ενήργησε όπως κάθε άλλος πωλητής ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς («private vendor test»).

(119)

Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά την εφαρμογή της εν λόγω αρχής, εάν και σε ποιον βαθμό είχε εξασφαλίσει πλεονέκτημα η GRAWE, είναι αναγκαία η εξέταση της πραγματικής διαδικασίας πρόσκλησης υποβολής προσφορών και των προσφορών, οι οποίες υπεβλήθησαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. Ουσιαστικά, στην περίπτωση αυτή ενυπάρχουν δύο στοιχεία, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει πλεονέκτημα. Πρώτον, το γεγονός ότι η επιχείρηση πωλήθηκε στον υποβάλλοντα τη δεύτερη υψηλότερη προσφορά, και δεύτερον, οι επιπτώσεις των όρων στην αξία της επιχείρησης για όλους τους πλειοδότες.

(120)

Η κοινοπραξία υπέβαλε προσφορά στο ομόσπονδο κράτος του Burgenland, η ονομαστική αξία της οποίας υπερέβαινε την προσφορά της GRAWE κατά 54,7 εκατ. ευρώ. Ένας οικονομικός παράγοντας ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας της αγοράς θα μπορούσε κατ’ εξαίρεση να επιλέξει τη χαμηλότερη προσφορά, εάν:

α)

πρώτον, είναι προφανές ότι η πώληση στον υποβάλλοντα τη μεγαλύτερη προσφορά είναι αδύνατη και

β)

δεύτερον, δικαιολογείται να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες. Το γεγονός ότι η πώληση δεν κατακυρώθηκε υπέρ του υποβάλλοντα τη μεγαλύτερη προσφορά, δεν αποτελεί καθαυτό αδιαμφισβήτητη απόδειξη ενίσχυσης. Η έννοια του υποβάλλοντα τη μεγαλύτερη προσφορά μπορεί να ερμηνευθεί ευρύτερα, εάν ληφθούν υπόψη οι διαφορές των κινδύνων εκτός ισολογισμού μεταξύ των προσφορών (40).

(121)

Η πρώτη παράμετρος αφορά ουσιαστικά το κατά πόσον το ομόσπονδο κράτος του Burgenland θα μπορούσε να έχει την εμπιστοσύνη ότι πράγματι θα εισέπραττε την καταβολή της τιμής αγοράς (γενικά αποκαλούμενη ασφάλεια των συναλλαγών – πρώτο στοιχείο), και αν μπορούσε να βασιστεί στο ότι η κοινοπραξία θα λάμβανε την απαιτούμενη άδεια από την εποπτική αρχή της χρηματοπιστωτικής αγοράς (ή οιασδήποτε άλλης αρχής συμμετείχε στη διαδικασία – δεύτερο στοιχείο).

(122)

Η δεύτερη παράμετρος αφορά το ενδεχόμενο ύπαρξης άλλων παραγόντων, όπως ευθυνών ή κινδύνων εκτός ισολογισμού, τους οποίους μπορεί να λάβει υπόψη του το ομόσπονδο κράτος του Burgenland και οι οποίοι μπορούν να αντισταθμίσουν τη διαφορά στην τιμή σε σύγκριση με τη μεγαλύτερη προσφορά.

(123)

Όσον αφορά την ασφάλεια των συναλλαγών ως πρώτο στοιχείο της πρώτης παραμέτρου, η Επιτροπή επισημαίνει για λόγους σαφήνειας ότι ασφάλεια των συναλλαγών σε αυτό το πλαίσιο δεν αφορά τίποτα άλλο παρά τη δυνατότητα του αγοραστή να καταβάλει την τιμή αγοράς (41). Η Επιτροπή συμφωνεί με την Αυστρία ότι το στοιχείο αυτό διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία πώλησης. Κανένας πωλητής που δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς δεν είναι δυνατόν να επιλέξει έναν αγοραστή, για τον οποίο υπάρχει η ρεαλιστική πιθανότητα να μην καταβάλει την τιμή αγοράς.

(124)

Σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, η Αυστρία δεν υποστήριξε ότι η κοινοπραξία δεν ήταν σε θέση να καταβάλει την τιμή αγοράς. Δεδομένης της οικονομικής ισχύος των εταιρειών της κοινοπραξίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 12), η Επιτροπή δεν είχε λόγο να αμφιβάλει ότι ήταν εφικτό να καταβληθεί η τιμή αγοράς ύψους 155 εκατ. ευρώ. Η κοινοπραξία πρότεινε την κατάθεση προκαταβολής ύψους 15 εκατ. ευρώ σε λογαριασμό διαχείρισης της Active Bank η οποία είναι εγκατεστημένη στην Ουκρανία, προκειμένου να αποδείξει ότι μπορούσε να καταβάλει το ποσό των 155 εκατ. ευρώ.

(125)

Επίσης, είναι απολύτως βέβαιο ότι ένας πωλητής, ο οποίος δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς, δεν θα επέλεγε έναν αγοραστή που κατά πάσα δυνατότητα δεν θα είχε την απαιτούμενη άδεια από την FMA (ή από μια άλλη αρχή που θα συμμετείχε στη διαδικασία). Η Αυστρία υποστήριξε ότι η FMA δεν θα ενέκρινε ποτέ την πώληση της ΒΒ στην κοινοπραξία, ακόμη και αν η προσφορά της ήταν η μοναδική. Κατά την Αυστρία, η προσφορά της GRAWE δεν ήταν η υψηλότερη, αλλά η «καλύτερη».

(126)

Όσον αφορά τη διαδικασία, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι κατά την αυστριακή νομοθεσία απαγορευόταν στην FMA η διεξαγωγή του λεγόμενου Fit & Proper-Test βάσει του άρθρου 20 του νόμου για το τραπεζικό σύστημα (BWG), λόγω της ύπαρξης δύο δυνητικών πλειοδοτών. Όντως, σε όλες τις παρόμοιες διαδικασίες η έγκριση χορηγείται μόνο αφού καθοριστεί ένας συγκεκριμένος αγοραστής. Επομένως ήταν λογικό η FMA να απορρίψει την «αίτηση» χορήγησης άδειας την οποία υπέβαλαν τόσο η κοινοπραξία όσο και η GRAWE πριν από την απόφαση πώλησης. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι κατά την αυστριακή νομοθεσία η FMA δεν επιτρέπεται να υποβάλει δήλωση εκ των υστέρων.

(127)

Εντούτοις, η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι κατά τη διαβίβαση πληροφοριών σχετικά με τη διαδικασία και την προηγούμενη αίτηση της SLAV AG, η FMA δεν τάχθηκε καμία στιγμή ανοικτά υπέρ της θέσης της Αυστρίας στην εν λόγω υπόθεση και διαβεβαίωσε την Επιτροπή ότι το αποτέλεσμα της έρευνας της θα ήταν «απολύτως ανοικτό».

(128)

Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή επισημαίνει περαιτέρω ότι η FMA, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη περίπτωση, απέφυγε γενικές δηλώσεις περί στοιχείων, τα οποία θα θεωρούσε ουσιαστικής σημασίας στην έρευνά της (π.χ. την πιστοληπτική διαβάθμιση του αγοραστή). Ως εκ τούτου δεν υφίστανται στοιχεία ότι οι εν λόγω ή άλλες επεξηγήσεις της Αυστρίας επηρέασαν αρνητικά την έρευνα της FMA ή ότι θα οδηγούσαν αναγκαστικά σε αρνητικό αποτέλεσμα

(129)

Ελλείψει σχετικών δηλώσεων από την FMA και άλλων αποδείξεων, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίξει το επιχείρημα της Αυστρίας ότι η FMA θα απαγόρευε μετά βεβαιότητας την πώληση στην κοινοπραξία.

(130)

Ακόμη και η διάρκεια της διαδικασίας που ακολουθήθηκε από την FMA –λιγότερο από τρεις μήνες στην περίπτωση της GRAWE, αλλά έως και ένα έτος στην περίπτωση της κοινοπραξίας– δεν αρκεί ως στοιχείο για να αποκλειστεί η κοινοπραξία ως αγοραστής. Η Αυστρία υποστήριξε ότι η ΒΒ θα ταλανιζόταν από τη διαρκή αβεβαιότητα, γεγονός το οποίο θα έφερνε εντέλει προβλήματα στην τράπεζα. Η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχθεί το εν λόγω επιχείρημα, ούτε επί της αρχής ούτε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Καταρχήν τούτο θα ισοδυναμούσε με διάκριση εις βάρος όλων των πλειοδοτών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενδεχομένως και πλειοδοτών από ένα άλλο κράτος μέλος, καθώς το ίδιο επιχείρημα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για κάθε άλλον υποβάλλοντα προσφορά που τη δεδομένη χρονική στιγμή θα ήταν άγνωστος στην FMA, δηλαδή για κάθε μη αυστριακή επιχείρηση. Όσον αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η ΒΒ δεν αντιμετώπιζε δυσκολίες τη στιγμή της πώλησης. Καθώς η πώληση βρισκόταν σε εξέλιξη ήδη από το 2003, δεν είναι αρκετά σαφές γιατί η κατάσταση ήταν επείγουσα. Το προβαλλόμενο επιχείρημα σχετικά με την κατάσταση αυτή, ότι η προσφορά της GRAWE περιλάμβανε χρονικό περιορισμό δεν είναι επίσης αποδεκτό, καθώς έτσι θα είχαν δοθεί άπειρες ευκαιρίες να επηρεαστεί μεροληπτικά η διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών.

(131)

Σχετικά με τις επεξηγήσεις του ομόσπονδου κράτους του Burgenland για την πιθανή έκβαση της διαδικασίας της FMA, η Επιτροπή για άλλη μια φορά δεν μπορεί να υποστηρίξει το επιχείρημα της Αυστρίας, ότι το 1994 απορρίφθηκε η αίτηση χορήγησης τραπεζικής άδειας, την οποία είχε υποβάλει ένας προκάτοχος της SLAV AG. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι δύο καταστάσεις δεν είναι παρόμοιες, ακόμη και αν το Fit & Proper-Test, η διεξαγωγή του οποίου απαιτείται στο πλαίσιο της διαδικασίας πώλησης της ΒΒ, εντάσσεται στις –πολύ ευρύτερες– προϋποθέσεις για τη χορήγηση μιας πλήρους τραπεζικής άδειας, για την οποία είχε υποβληθεί αίτηση στην προηγούμενη περίπτωση (42). Εντούτοις, η δομή της ιδιοκτησίας στην περίπτωση του προηγούμενου αιτούντα ήταν σαφώς διαφορετική, ενώ επίσης η πολιτική κατάσταση στην Ουκρανία έχει αλλάξει σημαντικά έκτοτε. Ο μοναδικός λόγος τον οποίο προέβαλε η Αυστρία για την απόφαση απόρριψης –η μη εφαρμογή των διεθνών λογιστικών προτύπων (IAS) από το ταμείο στο οποίο ανήκε η επιχείρηση– φαίνεται να είναι καθαρά τυπικής φύσης· τίποτα δεν υποδεικνύει ότι η τήρηση των διεθνών λογιστικών προτύπων θα εξακολουθούσε να αποτελεί θέμα προβληματισμού, εάν η κοινοπραξία είχε διαφορετική σύνθεση τη χρονική στιγμή της πώλησης της ΒΒ Επειδή η FMA υποχρεούται νομικά να προβαίνει σε αμερόληπτη εξέταση μιας νέας αίτησης, η Επιτροπή δεν πιστεύει ότι θα διαδραμάτιζε κάποιον ρόλο αυτή η προγενέστερη διαδικασία, η οποία αφορούσε ένα άλλο μέρος, εάν το ομόσπονδο κράτος του Burgenland είχε πωλήσει τη ΒΒ στην κοινοπραξία.

(132)

Η Επιτροπή πρέπει επίσης να απορρίψει τα αναπόδεικτα επιχειρήματα της Αυστρίας για τον αποκλεισμό της κοινοπραξίας ως σοβαρό αγοραστή. Η απόφαση της Επιτροπής πρέπει να στηρίζεται σε γεγονότα. Τούτο αφορά πρώτον την αναφορά της Αυστρίας στη δεύτερη διαδικασία ιδιωτικοποίησης, κατά την οποία, σύμφωνα με την Αυστρία, η FMA είχε διευκρινίσει ότι δεν εγκρινόταν η πώληση σε μια τράπεζα ρωσικής ιδιοκτησίας με έδρα στη Λιθουανία. Για τον ισχυρισμό αυτό δεν υπήρχαν στοιχεία και επιπλέον αφορούσε ένα τελείως διαφορετικό μέρος. Δεύτερον, σε ένα πολύ μετέπειτα στάδιο της διαδικασίας, η Αυστρία παρέπεμψε στην απόφαση ενός γερμανικού δικαστηρίου που επιβεβαίωνε μια απόφαση της γερμανικής εποπτεύουσας τραπεζικής αρχής (BaFin) η οποία απαγόρευε την πώληση μεριδίων μιας γερμανικής τράπεζας σε έναν μη επακριβώς προσδιοριζόμενο ουκρανικό όμιλο επιχειρήσεων (43). Η πληροφορία αυτή δεν ήταν διαθέσιμη την κατάλληλη στιγμή και επομένως δεν ήταν δυνατόν να διαδραματίσει κάποιον ρόλο στη λήψη απόφασης από την FMA. Επίσης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η FMA, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οφείλει να εξετάζει κάθε αίτηση αμερόληπτα.

(133)

Βάσει των παραπάνω διαπιστώσεων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίστανται ούτε στοιχεία ούτε ενδείξεις ότι η FMA θα απαγόρευε την πώληση στην κοινοπραξία. Ως εκ τούτου, ένας πωλητής ο οποίος δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς, δεν θα απέκλειε την κοινοπραξία ως αγοραστή.

(134)

Όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, η Επιτροπή διαβεβαιώνει ότι μόνο οι παράγοντες οι οποίοι έχουν ληφθεί υπόψη από έναν επενδυτή ο οποίος δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς, μπορούν να μελετηθούν (44). Έτσι, αποκλείονται κίνδυνοι οι οποίοι προέρχονται από την ενδεχόμενη υποχρέωση καταβολής κρατικής ενίσχυσης, καθώς ένας επενδυτής ο οποίος δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς δεν θα συνεπαγόταν τέτοιους κινδύνους (45). Το αποφασιστικό αυτό στοιχείο στην περίπτωση της ιδιωτικοποίησης της ΒΒ είναι η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, την οποία η Αυστρία προβάλλει ως δικαιολογία για την πώληση της ΒΒ στη GRAWE.

(135)

Σύμφωνα με την Επιτροπή, το ομόσπονδο κράτος του Burgenland δεν έπρεπε να λάβει υπόψη του την εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης. Εάν λαμβανόταν υπόψη η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, όπως προαναφέρθηκε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, θα προκαλούσε σύγχυση του ρόλου του ομόσπονδου κράτους του Burgenland ως χορηγού κρατικών ενισχύσεων και του ρόλου του ως πωλητή της τράπεζας.

(136)

Πρώτα απ’ όλα, η Επιτροπή πρέπει να απορρίψει όλα τα επιχειρήματα τα οποία χρησιμοποιεί η Αυστρία με στόχο να αμφισβητήσει την κατάταξη της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης ως (υπάρχουσα) κρατική ενίσχυση. Βάσει της απόφασης Ε(2003) 1329 τελικό της Επιτροπής σχετικά με την κατάργηση της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης (46), η οποία εκδόθηκε κατόπιν συμφωνίας ανάμεσα στην Αυστρία και την Επιτροπή και η οποία δεν προσβλήθηκε από την Αυστρία ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων, το επιχείρημα αυτό απορρίπτεται. Εάν η Αυστρία — όπως φαίνεται στην εν λόγω διαδικασία — όντως δεν συμφωνούσε με τη διαπίστωση ότι η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης πρέπει να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση, θα μπορούσε να την προσβάλει ενώπιον του δικαστηρίου.

(137)

Ως απάντηση στο επιχείρημα της Αυστρίας ότι η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, θα πρέπει να επισημαίνεται ότι μια υπάρχουσα ενίσχυση εξακολουθεί να αποτελεί ενίσχυση χορηγούμενη από έναν φορέα δημόσιας εξουσίας. Όλες οι μέχρι τώρα δικαστικές αποφάσεις βασίζονται στην αρχή ότι, κατά την εξέταση της συμπεριφοράς ενός επενδυτή που δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς, δεν πρέπει να συγχέεται από τη μία πλευρά ο ρόλος του κράτους ως πωλητή μιας επιχείρησης, και από την άλλη, οι υποχρεώσεις οι οποίες του επιβάλλονται ως φορέα δημόσιας εξουσίας (47). Η θέση της Αυστρίας δεν στηρίζεται σε προηγούμενη παρόμοια υπόθεση, κατά την οποία ένας επενδυτής που δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς θα λάμβανε υπόψη του μια εγγύηση που χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση. Βάσει υποθέσεως, κανένας επενδυτής ο οποίος δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς δεν θα εξέδιδε εγγύηση η οποία δεν θα συμμορφωνόταν με την αρχή του επενδυτή που δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς, και η απόφαση για κατάργηση της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης επιβεβαιώνει ότι η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης δεν συμβιβαζόταν με τους όρους της αγοράς. Το δικαστήριο έκρινε ότι οι εγγυήσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως παράνομες ενισχύσεις, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του ενδεχόμενου κόστους της εκκαθάρισης (48). Αυτό από την άλλη πλευρά, δεν σημαίνει ότι μπορεί να λαμβάνεται υπόψη μια υπάρχουσα ενίσχυση. Κατά την Επιτροπή δεν έχει σημασία εάν επρόκειτο για παράνομη ή υπάρχουσα ενίσχυση. Εφόσον το μέτρο μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, κανένας πωλητής ο οποίος δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς δεν θα το χορηγούσε ούτε θα το λάμβανε υπόψη του (49).

(138)

Η κατάσταση θα ήταν πιθανότατα διαφορετική, εάν το ομόσπονδο κράτος του Burgenland είχε εκδώσει ως επενδυτής δραστηριοποιούμενος σε οικονομία της αγοράς, μια εγγύηση βάσει των εμπορικών όρων αντί μιας εγγύησης η οποία συνιστά κρατική ενίσχυση. Στην εν λόγω περίπτωση όμως αυτό δεν ισχύει.

(139)

Η Αυστρία δεν ανέφερε άλλους παράγοντες, όπως οι κίνδυνοι εκτός ισολογισμού ή άλλες εγγυήσεις εκτός από την εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση των προσφορών.

(140)

Επειδή η «διατήρηση των δραστηριοτήτων της ΒΒ, αποφεύγοντας την επίκληση της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης του ομόσπονδου κράτους» ήταν ένας από τους λόγους, εάν όχι ο καθοριστικός ρόλος, που οδήγησαν στην απόφαση του ομόσπονδου κράτους του Burgenland να πωλήσει τη ΒΒ στη GRAWE παρά τη χαμηλότερη προσφορά, η Επιτροπή υποστηρίζει βάσει αυτών των διαπιστώσεων ότι η Αυστρία δεν ενήργησε ως πωλητής ο οποίος δραστηριοποιείται σε οικονομία της αγοράς. Το οικονομικό πλεονέκτημα, το οποίο εξασφάλισε η GRAWE, αντιστοιχεί τουλάχιστον στη διαφορά μεταξύ της προσφοράς της κοινοπραξίας και της πραγματικής τιμής αγοράς (50).

2.3.   Οι όροι πώλησης της ΒΒ

(141)

Παρότι στην περίπτωση αυτή, ήδη το γεγονός ότι έγινε δεκτή η χαμηλότερη τιμή, αποδεικνύει ότι υφίσταται κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή έπρεπε επίσης να εξετάσει σε ποιον βαθμό ενδεχομένως επηρέασαν την τιμή αγοράς οι όροι της πρόσκλησης υποβολής προσφορών. Όπως προαναφέρθηκε, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή αμφέβαλε αν η διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών ήταν ανοικτή, διαφανής και αμερόληπτη. Επιπλέον, η Επιτροπή αμφέβαλε για τις επιπτώσεις των όρων στους δυνητικούς πλειοδότες (οι οποίοι ενδεχομένως να απείχαν από την υποβολή προσφορών), καθώς και για τις επιπτώσεις των όρων στις προσφερόμενες τιμές (οι οποίες ήταν ενδεχομένως χαμηλότερες από ό,τι στην περίπτωση μιας άνευ όρων πρόσκλησης υποβολής προσφορών).

(142)

Βάσει των πληροφοριών οι οποίες ελήφθησαν στη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή θεωρεί ότι από καθαρά διαδικαστική άποψη (δεόντως επιμελής έλεγχος, δυνατότητα συναντήσεων, FMA), η κοινοπραξία προφανώς δεν επηρεάστηκε αρνητικά από τους εμπειρογνώμονες της HSBC, στους οποίους είχε ανατεθεί η διεξαγωγή της πρόσκλησης υποβολής προσφορών. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η θέση αυτή επιβεβαιώνεται από την εκτεταμένη διερεύνηση πραγματικών περιστατικών από το Landesgerichts Eisenstadt, η οποία μαρτυρείται στην απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου της 20ής Μαΐου 2006 (51).

(143)

Η Επιτροπή εξέτασε τις επιπτώσεις των όρων στις προσφορές. Οι όροι με τους οποίους συνδέεται η ιδιωτικοποίηση, υποδηλώνουν ότι το ομόσπονδο κράτος του Burgenland επιδίωκε να επιτύχει την υψηλότερη τιμή για την τράπεζα. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν έχει κανέναν λόγο να υποστηρίζει ότι κατ’ αυτό τον τρόπο μειώθηκε ο αριθμός των πλειοδοτών ή ότι επηρεάστηκε η τιμή. Δεν ελήφθησαν παρατηρήσεις ενδιαφερόμενων μερών, οι οποίες θα έδειχναν τα εν λόγω μέρη ενδιαφέρονταν αρχικά για την αγορά της ΒΒ, αλλά μετά αποτράπηκαν από τους όρους που προβλέπονταν στη συνοδευτική επιστολή για τη συνέχιση της συμμετοχής στην υποβολή προσφορών. Η πρόσκληση υποβολής προσφορών δημοσιοποιήθηκε επίσης επαρκώς. Ακόμη και αν ορισμένοι άλλοι όροι της πρόσκλησης υποβολής προσφορών («χρονική προϋπόθεση», «προθυμία διεκπεραίωσης τυχόν αναγκαίων αυξήσεων κεφαλαίου» και «διατήρηση της αυτονομίας της ΒΒ») παραμένουν διφορούμενοι, δεν φαίνεται να έχουν επηρεάσει το ύψος των προσφορών. Έτσι, η Επιτροπή δεν διαθέτει στοιχεία ή ενδείξεις που θα δικαιολογούσαν το συμπέρασμα ότι μια διαδικασία που θα καθιστούσε δυνατή την πώληση της ΒΒ με βάση το πλήρες της δυναμικό, θα οδηγούσε στην επίτευξη υψηλότερης προσφοράς. Ούτε και η κοινοπραξία υποστήριξε ότι υπέβαλε χαμηλότερη προσφορά λόγω των όρων, οι οποίοι προβλέπονταν στη συνοδευτική επιστολή. Αναγνωρίζει ότι η τιμή αγοράς και η ασφάλεια των συναλλαγών ήταν κατάλληλο κριτήριο για κάθε πωλητή, επεσήμανε ότι στο μέλλον δεν θα ήταν δυνατή η τήρηση ενός όρου, όπως η «διατήρηση των δραστηριοτήτων της ΒΒ, αποφεύγοντας την επίκληση της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης του ομόσπονδου κράτους» καθώς και η «διεκπεραίωση όλων των αναγκαίων αυξήσεων κεφαλαίου». Επειδή δεν είναι φανερό ότι οι όροι επηρέασαν την τιμή αγοράς, σε αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση, κατά την οποία υπεβλήθησαν δύο ισχύουσες προσφορές στο πλαίσιο της πρόσκλησης υποβολής προσφορών (52), θεωρείται ότι η υψηλότερη προσφορά συνιστά μια καλή αντιπροσωπευτική αξία της αγοραίας τιμής (53).

2.4.   Λοιπές επεξηγήσεις σε σχέση με την εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης

(144)

Παρότι η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίξει την άποψη της Αυστρίας σχετικά με τη σημασία της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης για την εν λόγω περίπτωση, εξέτασε τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η Αυστρία σε σχέση με την αντίστοιχη -λανθασμένη– υπόθεση. Η Επιτροπή παρατήρησε ότι η προσφορά της GRAWE ακόμη και αν είχε τηρηθεί η θέση της Αυστρίας και είχε ληφθεί υπόψη η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, θα εξακολουθούσε να μην αποτελεί την καλύτερη προσφορά.

(145)

Σε περίπτωση εκκαθάρισης της ΒΒ, τα περιουσιακά στοιχεία της ΒΒ θα ρευστοποιούνταν και τα έσοδα θα χρησιμοποιούνταν για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των άλλων πιστωτών. Εάν τα έσοδα από τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων δεν επαρκούσαν για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών, θα χρησιμοποιούνταν οι ίδιοι πόροι της ΒΒ ύψους περίπου 90 εκατ. ευρώ. Οιοδήποτε εναπομένον έλλειμμα θα κατανεμόταν ισόποσα στις εισπρακτέες αξιώσεις, έχοντας έτσι ως αποτέλεσμα ένα ποσοστό αθέτησης για τους πιστωτές. Η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, ως άμεση αξίωση των πιστωτών της ΒΒ απέναντι στο ομόσπονδο κράτος του Burgenland, θα δημιουργούσε υποχρέωση εγγυήσεως του ομόσπονδου κράτους του Burgenland, το οποίο θα όφειλε να αποζημιώσει πλήρως τους πιστωτές για την αθέτηση των αξιώσεων οι οποίες καλύπτονταν με εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης. Το 2017, το ποσοστό των αξιώσεων που καλύπτονται με εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης θα μειωθεί από 100 % τη στιγμή της πώλησης (Μάιος 2006) σε περίπου 0 %.

(146)

Μια τέτοιου τύπου εκκαθάριση της ΒΒ θα μπορούσε να οφείλεται σε δυσκολίες της τράπεζας όσον αφορά την αναχρηματοδότηση στις κεφαλαιαγορές ή την τήρηση των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, όπως οι ελάχιστοι συντελεστές κεφαλαιακής επάρκειας.

(147)

Η Αυστρία υποστήριξε ότι το πρόβλημα εκκαθάρισης θα προέκυπτε κυρίως αφότου δημοσιοποιούταν στον Τύπο η πώληση στην κοινοπραξία. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε κόστος εκκαθάρισης ύψους περίπου 500 εκατ. ευρώ και στη χειρότερη, ύψους έως και 1,25 εκατ. ευρώ. Η κοινοπραξία δεν είχε αποδείξει ότι ήταν σε θέση να διαθέσει ένα νέο κεφάλαιο στο ύψος αυτών των ποσών. Ως εκ τούτου η πώληση της ΒΒ στην κοινοπραξία αποκλείστηκε.

(148)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η δημοσιοποίηση της πώλησης της ΒΒ από το ομόσπονδο κράτος του Burgenland στην κοινοπραξία, θα μπορούσε να οδηγήσει σε απόσυρση καταθέσεων και σε διακοπή τραπεζικών πιστωτικών διευκολύνσεων, φαίνεται όμως ότι οι υπολογισμοί της Αυστρίας είναι λανθασμένοι για πολλούς λόγους. Βάσει παρόμοιων περιπτώσεων, η υπόθεση ότι 50 % – 60 % των καταθέσεων αποσύρθηκαν είναι μη ρεαλιστική (54). Σε μια παρόμοια κατάσταση κρίσης, η ΒΒ θα περιόριζε το κόστος εκκαθάρισης για τη νέα επιχειρηματική δραστηριότητα στο απαιτούμενο ελάχιστο (55). Στους υπολογισμούς της Αυστρίας, διαπραγματεύσιμα περιουσιακά στοιχεία δεν ρευστοποιούνται ή ρευστοποιούνται εν μέρει (56), και οι εκροές για ορισμένες θέσεις δεν είναι κατανοητές (57). Η Επιτροπή πιστεύει ότι το αναμενόμενο κόστος εκκαθάρισης ακόμη και σε κατάσταση κρίσης θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από μια αποτελεσματική και προληπτική διαχείριση της εκκαθάρισης της ΒΒ και η καθαρή εκροή που θα προέκυπτε θα μπορούσε να τεθεί υπό έλεγχο. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή τονίζει ότι η ΒΒ και ο ιδιοκτήτης της θα μπορούσαν να έχουν ενεργήσει προληπτικά, προκειμένου να περιορίσουν την εκροή ρευστότητας, και παρατηρεί ότι το ομόσπονδο κράτος του Burgenland είχε υποχρεωθεί ήδη πριν από την πώληση της τράπεζας με την έκδοση ομολόγων καλυπτόμενων με εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, να αποφέρει νέο κεφάλαιο ύψους 380 εκατ. ευρώ. Η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίξει το επιχείρημα της Αυστρίας ότι η έκδοση περισσότερων ομολόγων, μέσω της οποίας η ΒΒ εξασφάλισε επιπλέον 380 εκατ. ευρώ, δεν ήταν σημαντική για κανέναν ενδιαφερόμενο υποβάλλοντα προσφορά για την αγορά της τράπεζας, όταν η Αυστρία υποστήριζε ταυτόχρονα ότι η αναμενόμενη έλλειψη ρευστότητας ήταν ένας λόγος για να μην πωληθεί η τράπεζα στην κοινοπραξία. Θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ότι το ομόσπονδο κράτος του Burgenland θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα ρευστότητας, εάν κατά τη γνώμη του ήταν ουσιαστικής σημασίας, με την έκδοση περισσότερων ομολόγων στο ποσό των ελλειπόντων ρευστών, όπως έπραξε το ομόσπονδο κράτος του Burgenland στην περίπτωση της GRAWE με τη διάθεση επιπλέον 380 εκατ. ευρώ.

(149)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αφερεγγυότητα ή η εκκαθάριση της ΒΒ θα οφειλόταν μάλλον σε λόγους που αφορούν την εποπτεία και όχι σε ανεπάρκεια ρευστότητας κατόπιν της κοινοποίησης της πώλησης. Η Αυστρία υποστήριξε ότι ο κίνδυνος αφερεγγυότητας στην περίπτωση πώλησης της ΒΒ στην κοινοπραξία θα ήταν πολύ υψηλότερος από ό,τι αν πωλούταν στη GRAWE. Η GRAWE θα ανέπτυσσε τις περιφερειακές επιχειρηματικές δραστηριότητες της ΒΒ οι οποίες προσανατολίζονται σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, και θα διατηρούσε το υπάρχον επιχειρηματικό μοντέλο. Αντιθέτως, βάσει του επιχειρηματικού σχεδίου της κοινοπραξίας προκύπτει ότι το επιχειρηματικό μοντέλο της ΒΒ έτσι όπως θα είχε διαμορφωθεί από την κοινοπραξία θα ήταν πιο επικίνδυνο και θα περιελάμβανε δραστηριότητες, όπως χρηματοδότηση διεθνών εμπορικών συναλλαγών. Με την πιθανή ένταξη της Active Bank στη BB, η ΒΒ θα μπορούσε να εκθέσει τη ΒΒ σε διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ του ευρώ και της ουκρανικής γρίβνας, το κόστος κάλυψης των οποίων θα ήταν πολύ υψηλό. Επίσης, η Αυστρία υποστήριξε ότι άλλοι παράγοντες, όπως η ελλιπής τραπεζική εμπειρία και η χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση της κοινοπραξίας αύξαναν σαφώς τον κίνδυνο για αφερεγγυότητα της ΒΒ.

(150)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι δηλώσεις σχετικά με τη μελλοντική μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της ΒΒ και στα δύο σενάρια πώλησης δεν είναι εξακριβωμένες. Το ομόσπονδο κράτος του Burgenland οφείλει να παραδεχθεί ότι μετά την πώληση της ΒΒ σε ένα νέο ιδιοκτήτη –ανεξάρτητα από το αν αυτός είναι η GRAWE ή η κοινοπραξία– θα είχε εξαιρετικά περιορισμένη επιρροή στο μελλοντικό στρατηγικό προσανατολισμό της τράπεζας. Στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το μελλοντικό επιχειρηματικό μοντέλο της ΒΒ δεν μπορεί να προσδιοριστεί δεσμευτικά στη σύμβαση πώλησης, αλλά είναι καθήκον του νέου ιδιοκτήτη να καθορίσει το μελλοντικό στρατηγικό προσανατολισμό της τράπεζας, συμπεριλαμβανομένων των απαιτούμενων αυξήσεων κεφαλαίου και της μετέπειτα ένταξης άλλων επιχειρήσεων.

(151)

Ωστόσο, οι νέοι ιδιοκτήτες περιορίζονται κατά τη διαχείριση της επιχείρησης στους ισχύοντες τραπεζικούς κανονισμούς. Από τη μια πλευρά, ως αυστριακή τράπεζα με αυστριακή τραπεζική άδεια, η ΒΒ παραμένει υπό την επίβλεψη της αυστριακής εποπτικής τραπεζικής αρχής και οφείλει επομένως να πληροί τις ίδιες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας (π.χ. τήρηση των ελάχιστων συντελεστών κεφαλαιακής επάρκειας), όπως άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Από την άλλη, ως αναπόσπαστο μέρος του διεθνή χρηματοπιστωτικού κόσμου, η ΒΒ οφείλει να διαθέτει πιστοληπτική διαβάθμιση τουλάχιστον πιστοληπτικής ποιότητας (investment grade), προκειμένου να μπορεί να αναχρηματοδοτηθεί από άλλες τράπεζες. Έτσι, η ΒΒ περιορίζεται και από τις απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων των οργανισμών διαβάθμισης. Εάν είναι αναγκαία η ανάληψη μεγαλύτερων κινδύνων, οι ιδιοκτήτες πρέπει ταυτόχρονα να διοχετεύουν νέα κεφάλαια στο βαθμό που απαιτείται.

(152)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίξει επίσης το επιχείρημα της Αυστρίας ότι ο νέος ιδιοκτήτης της ΒΒ πρέπει να διαθέτει απαραιτήτως ευρεία εμπειρία στον τραπεζικό τομέα. Η διοίκηση της ΒΒ δεν αποτελεί καθήκον του ιδιοκτήτη, αλλά της διεύθυνσης της ΒΒ. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορεί να κατανοήσει το επιχείρημα της Αυστρίας ότι η πιστοληπτική διαβάθμιση της ΒΒ μετά την πώληση θα ήταν η ίδια με τη διαβάθμιση της GRAWE και του ουκρανικού κράτους. Από τη μία πλευρά, η GRAWE δεν είχε δηλώσει ότι επιθυμούσε να εκδώσει δήλωση μητρικής εταιρείας έναντι δανειστή της ΒΒ (Patronatserklärung), και έτσι η πιστοληπτική διαβάθμιση της ΒΒ θα βασιστεί στη δική της απόδοση. Από την άλλη, η ΒΒ παραμένει αυστριακή τράπεζα με έδρα την Αυστρία, με αποτέλεσμα ο χαρακτηρισμός της πιστοληπτικής διαβάθμισης του ουκρανικού κράτους με «Β» –γεγονός το οποίο θα ήταν σημαντικό για μια τράπεζα με έδρα στην Ουκρανία– δεν φαίνεται να διαδραματίζει κάποιον ρόλο. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ΒΒ θα εξακολουθούσε να καλύπτεται από την εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης.

(153)

Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί πλήρως το ενδεχόμενο η ΒΒ, όποιος κι αν θα είναι ο νέος της ιδιοκτήτης, να αντιμετωπίσει στο μέλλον σοβαρές δυσκολίες, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να αποφευχθεί η αφερεγγυότητα/εκκαθάριση. Εν όψει ενός τέτοιου σεναρίου πρέπει να καταστεί κατανοητό ότι η ΒΒ είναι μια πολύ μικρή τράπεζα (το σύνολο του ισολογισμού της αντιστοιχεί σε λιγότερο από 1 % του συνόλου του ισολογισμού μεγαλύτερων ευρωπαϊκών τραπεζών) και ότι η εκκαθάρισή της θα είχε ασήμαντες μόνο, εάν όχι αμελητέες, συνέπειες για το αυστριακό και το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, αντιστοίχως. Η πώληση των περιουσιακών στοιχείων της ΒΒ ύψους περίπου 3,5 δισεκατ. ευρώ (δάνεια, ομόλογα, συμμετοχές, παράγωγα, ακίνητα) στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, δεν θα επηρέαζε τη λειτουργία των μηχανισμών της αγοράς, κι έτσι οι αγορές και ειδικότερα οι τιμές της αγοράς θα παρέμεναν σταθερές.

(154)

Η Αυστρία υπέβαλε ένα σενάριο ρευστοποίησης. Σύμφωνα με το εν λόγω σενάριο τα περιουσιακά στοιχεία θα ρευστοποιηθούν το 2006 και η επιδιωκόμενη τιμή των περιουσιακών στοιχείων εξαρτάται από το σταθμισμένο κίνδυνο τον οποίο παρουσιάζουν. Οι μειώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί για τη ρευστοποίηση κυμαίνονται από 2 % για σταθμισμένα κατά 0 % κίνδυνο περιουσιακά στοιχεία έως και 20 % για σταθμισμένα κατά 100 % κίνδυνο περιουσιακά στοιχεία 100 %. Το σενάριο ρευστοποίησης περιλαμβάνει διορθώσεις ύψους 90 εκατ. ευρώ για τη ρευστοποίηση στοιχείων εκτός ισολογισμού. Μετά την αφαίρεση των ίδιων πόρων, το σενάριο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σε περίπτωση ρευστοποίησης ύψους περίπου 270 εκατ. ευρώ, το κόστος θα κάλυπτε η ευθύνη μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, και ως εκ τούτου το ομόσπονδο κράτος του Burgenland.

(155)

Η Επιτροπή συμφωνεί με τη γενική μέθοδο η οποία εφαρμόζεται στο σενάριο ρευστοποίησης της Αυστρίας για μια πρώτη εκτίμηση των ενδεχόμενων ζημιών σε περίπτωση αφερεγγυότητας της ΒΒ. Εντούτοις, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προσαρμογές των στοιχείων του ενεργητικού είναι ιδιαίτερα υψηλές (π.χ. διορθώσεις ύψους από 10 %-20 % σε ενυπόθηκα δάνεια, τα οποία μπορούν να πωληθούν τιτλοποιημένα ή σε πακέτα) και δεν μπορεί να κατανοήσει τις προσαρμογές στις επιχειρηματικές δραστηριότητες εκτός ισολογισμού. Επιπλέον, η Αυστρία υπολόγισε ότι η ρευστοποίηση θα πραγματοποιούταν 100 % το 2006, λαμβάνοντας επομένως υπόψη τις ονομαστικές αξίες των στοιχείων του ενεργητικού. Το σενάριο αυτό δεν φαίνεται ρεαλιστικό.

(156)

Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές σχετικά με το σενάριο ρευστοποίησης, η Επιτροπή θα κατέληγε στο συμπέρασμα, ότι για κάθε ποσοστό πιθανότητας να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, το ομόσπονδο κράτος του Burgenland θα μπορούσε να υπολογίζει το πολύ 1 εκατ. ευρώ. Όσον αφορά την αντιστάθμιση της διαφοράς της τιμής σε σχέση με την προσφορά της κοινοπραξίας, αυτό σημαίνει ότι η πιθανότητα αφερεγγυότητας της ΒΒ με νέο ιδιοκτήτη την κοινοπραξία θα έπρεπε να εκτιμηθεί περισσότερο από 50 % από ό,τι στην περίπτωση της GRAWE ως νέου ιδιοκτήτη. Η Επιτροπή δεν θεωρεί την εν λόγω εκτίμηση δικαιολογημένη και καταλήγει ως εκ τούτου στο συμπέρασμα, ότι ακόμη και αν το ομόσπονδο κράτος του Burgenland μπορούσε να επιλέξει την εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης ως κριτήριο αξιολόγησης, η προσφορά της GRAWE δεν ήταν η καλύτερη.

(157)

Η Αυστρία και η GRAWE ανέφεραν και άλλες μεθόδους (58) για την αξιολόγηση των κινδύνων που συνδέονται με καθέναν από τους δύο πλειοδότες. Κατά την άποψη της Επιτροπής η μέθοδος που εφαρμόζεται στο σενάριο ρευστοποίησης αντανακλά με τον καλύτερο τρόπο την ειδική κατάσταση στην περίπτωση αφερεγγυότητας, κι επομένως αυτή η μέθοδος δεν είναι μόνο η καταλληλότερη, αλλά και πιο διαφανής και η πιο κατανοητή για την εκτίμηση των κινδύνων οι οποίοι απορρέουν από την εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης. Οι υπόλοιπες μέθοδοι τις οποίες ανέφερε η Αυστρία δεν είναι σχετικές με τη συγκεκριμένη περίπτωση και επιπλέον, είτε δυσνόητες, βασιζόμενες σε λανθασμένες υποθέσεις είτε αδύνατον να εφαρμοστούν στις ειδικές συνθήκες της εν λόγω περίπτωσης.

2.5   Η ρήτρα ασφαλείας για κρατικές ενισχύσεις στη σύμβαση με τη GRAWE

(158)

Η σύναψη της σύμβασης πώλησης μεταξύ του ομόσπονδου κράτους του Burgenland και της GRAWE περιλαμβάνει επιπλέον μια ρήτρα ασφαλείας, σύμφωνα με την οποία το ομόσπονδο κράτος του Burgenland υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να καταβάλει στη GRAWE ως αποζημίωση το ποσό, το οποίο οφείλει να ορίσει η Επιτροπή σε μια απόφαση ανάκτησης (συν όλων των σχετικών διαδικαστικών δαπανών που βαρύνουν τον αγοραστή). Ακόμη και αν ο αγοραστής διατηρεί το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εάν μια προσαρμογή της τιμής αγοράς αποδειχθεί παράνομη, αυτό το στοιχείο της σύμβασης πώλησης πρέπει να προσδιοριστεί στο πλαίσιο απόφασης. Πρώτον, η εν λόγω ρήτρα, η οποία αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μετά την πρόσκληση υποβολής προσφορών, μεταβάλλει τους όρους της πώλησης για τον ενδιαφερόμενο αγοραστή και θα μπορούσε να παρακινήσει τη GRAWE να υποβάλει μια υψηλότερη προσφορά· δεύτερον –κι αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό– η εν λόγω ρήτρα ασφαλείας ισοδυναμεί με παράκαμψη οιασδήποτε απόφασης ανάκτησης της Επιτροπής. Κάτι τέτοιο είναι σαφώς αντίθετο προς την υποχρέωση των κρατών μελών να εφαρμόζουν τις αποφάσεις της Επιτροπής και να συνεργάζονται μαζί της. Επομένως, η εν λόγω ρήτρα δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται, γιατί διαφορετικά θα σημαίνει ότι έχει χορηγηθεί στη GRAWE νέα κρατική ενίσχυση.

2.6.   Οριστικό συμπέρασμα για την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

(159)

Ως εκ τούτου, η πώληση της ΒΒ στη GRAWE συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

3.   Συμβατότητα με την κοινή αγορά

(160)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή επεσήμανε ότι προφανώς βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών καμία προϋπόθεση δεν τηρήθηκε προκειμένου να χαρακτηριστεί η ενίσχυση ως συμβατή με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 2 και 3 της συνθήκης ΕΚ.

(161)

Η Αυστρία επικεντρώθηκε στην προσπάθεια απόδειξης ότι το εν λόγω μέτρο δεν αφορά κρατική ενίσχυση. Μόνο η δικαιούχος εξέφρασε επιχειρήματα για μια ενδεχόμενη συμβατότητα της ενίσχυσης με την κοινή αγορά. Σύμφωνα με τη GRAWE, από την προηγούμενη απόφαση αναδιάρθρωσης προκύπτει ότι ακόμη και ιδιωτικοποιημένη η ΒΒ (η ιδιωτικοποίηση αποτελούσε προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό της ενίσχυσης ως συμβατή με την κοινή αγορά) θα έπρεπε να διατηρήσει τον περιφερειακό προσανατολισμό. Μόνο το επιχειρηματικό σχέδιο της GRAWE τηρούσε την εν λόγω προϋπόθεση.

(162)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι η απόφαση αναδιάρθρωσης δεν στηρίζει σε καμία περίπτωση το εν λόγω επιχείρημα. Εκτός από τα επιχειρησιακά, λειτουργικά και χρηματοπιστωτικά μέτρα τα οποία πρότεινε η Αυστρία και αποδέχθηκε η Επιτροπή, η ιδιωτικοποίηση αποτελεί ένα επιπλέον μέτρο για τη διασφάλιση της αποδοτικότητας της τράπεζας. Στην προηγούμενη απόφαση εξετάζονται οι επιπτώσεις μιας πιθανής εκκαθάρισης της ΒΒ, κατά την οποία η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι «είναι πιθανό να υπάρξει ανεπάρκεια βασικών χρηματοδοτικών υπηρεσιών σε ορισμένες αγροτικές περιοχές του ομόσπονδου κράτους του Burgenland» (59). Η διαπίστωση αυτή, εντούτοις, δεν συνεπάγεται ότι ισχύει ένας παρόμοιος όρος και για την ιδιωτικοποίηση, ο οποίος όμως δεν αναφέρεται πουθενά αλλού.

(163)

Βάσει των ανωτέρω επεξηγήσεων, η Επιτροπή επιβεβαιώνει την αρχική της διαπίστωση. Η ενίσχυση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συμβατή με την κοινή αγορά.

4.   Πλήρης εφαρμογή της απόφασης 2005/691/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με την αναδιάρθρωση της τράπεζας Burgenland

(164)

Στην απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το ότι η αποζημίωση λόγω πρόωρης εξόφλησης σε σχέση με τη συμφωνία εγγύησης της 20ής Ιουνίου 2000, η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση της Επιτροπής της 7ης Μαΐου 2004, είναι επιτρεπτή, καθώς θα μπορούσε να αντιβαίνει στην απόφαση αναδιάρθρωσης της ΒΒ. Αφού η Επιτροπή εξέτασε προσεκτικότερα το εν λόγω ζήτημα, διαπιστώνει ότι η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη με την απόφαση αναδιάρθρωσης.

5.   Ανάκτηση

(165)

Καθώς το μέτρο υλοποιήθηκε χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή και επειδή είναι ασυμβίβαστη με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, η Αυστρία θα έπρεπε να υποχρεούται να απαιτήσει την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο.

(166)

Το πού θα πρέπει να ανακτηθεί, θα πρέπει να καθορίζεται έτσι, ώστε να αποκλείεται η ενίσχυση. Βάσει των διαπιστώσεων στα κεφάλαια VI. 2.2 και 2.3, σε αυτή την περίπτωση η ενίσχυση ισούται με τη διαφορά μεταξύ της προσφερόμενης τιμής της κοινοπραξίας και της πραγματικής τιμής αγοράς.

(167)

Η εν λόγω διαφορά ωστόσο, δεν αντιστοιχεί απλώς στην ονομαστική διαφορά μεταξύ των δύο προσφορών, η οποία θα ανερχόταν σε ποσό ύψους 54,7 εκατ. ευρώ. Προκειμένου να εξισωθούν πλήρως οι δύο προσφορές, πρέπει να πραγματοποιηθούν προσαρμογές, καθώς οι συμβατικές συμφωνίες με τη GRAWE, από τη μία πλευρά, και με την κοινοπραξία, από την άλλη πλευρά, είναι μεταξύ τους διαφορετικές. Και οι δύο προσφορές συνεπάγονται πολλούς επιμέρους όρους, οι οποίοι πρέπει να προσδιοριστούν ποσοτικά και να συγκριθούν κάθε φορά με τους αντίστοιχους όρους της προσφοράς του άλλου υποβάλλοντα προσφορά. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η προαναφερθείσα διαφορά μεταξύ των δύο προσφερόμενων τιμών πρέπει κατά την ανάκτηση της ενίσχυσης να προσαρμοστεί από την Αυστρία όπως περιγράφεται παρακάτω.

(168)

Όσον αφορά την αποζημίωση λόγω πρόωρης εξόφλησης σε σχέση με τη συμφωνία εγγύησης, της 20ής Ιουνίου 2000, το ποσό το οποίο προβλέπεται να καταβάλει το ομόσπονδο κράτος του Burgenland στην κοινοπραξία ύψους 15 εκατ. ευρώ, είναι κατά 2,1 εκατ. ευρώ υψηλότερο από το καταβαλλόμενο στη GRAWE ποσό ύψους 12,9 εκατ. ευρώ. Έτσι, πρέπει να γίνει προσαρμογή της διαφοράς μεταξύ της προσφερόμενης τιμής της κοινοπραξίας και της πραγματικής τιμής πώλησης και να μειωθεί κατά 2,1 εκατ. ευρώ.

(169)

Οι συνέπειες των μεμονωμένων συμφωνιών στα όρια της εγγύησης, στα ποσά απαλλαγής και στις περιόδους εγγύησης, είναι δύσκολο να προσδιοριστούν ποσοτικά. Η Αυστρία υποστήριξε ότι η γενική προσέγγιση η οποία αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τη GRAWE και την κοινοπραξία, ήταν ισορροπημένη και δεν εξασφάλιζε αξιόλογο πλεονέκτημα σε κανέναν υποβάλλοντα προσφορά. Η Επιτροπή συμφωνεί με την Αυστρία ότι η επίδραση των συμφωνιών εγγύησης στη διαφορά της τιμής είναι αμελητέα, ενώ θεωρεί ότι είναι σημαντικό η επίδραση αυτή να προσδιοριστεί ποσοτικά. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να κρίνει, εάν οι συμφωνίες εγγύησης εξασφάλισαν πλεονέκτημα σε κάποιον υποβάλλοντα προσφορά, και έτσι η Αυστρία θα πρέπει να παράσχει μια συγκριτική σύνοψη όλων των συμφωνιών εγγύησης. Επιπλέον, η Αυστρία πρέπει να προσδιορίσει πιστωτικά τις χρηματοπιστωτικές επιδράσεις των εν λόγω συμφωνιών στις προσφερόμενες τιμές των δύο πλειοδοτών.

(170)

Η ετήσια προμήθεια ύψους 100 000 ευρώ την οποία θα έπρεπε να καταβάλει η κοινοπραξία για τη διατήρηση της εγγύησης μη εκπλήρωσης υποχρέωσης έως το 2017, αποτελεί επιπλέον έσοδο για το ομόσπονδο κράτος του Burgenland και έτσι απαιτείται προσαρμογή, η οποία αυξάνει τη διαφορά μεταξύ της προσφερόμενης τιμής της κοινοπραξίας και της πραγματικής τιμής αγοράς κατά την αξία σε μετρητά των πληρωτέων προμηθειών έως το 2017.

(171)

Η έκδοση επιπλέον ομολόγων ύψους 380 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο της ευθύνης του κράτους, δεν αναφέρθηκε ούτε στη συνοδευτική επιστολή ούτε στο σχέδιο της σύμβασης με τη GRAWE. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η συμφωνία αυτή διαδραμάτισε προεξέχοντα ρόλο κατά τη διαδικασία πώλησης και θα έπρεπε να αναφέρεται στο σχέδιο της σύμβασης με την κοινοπραξία. Επιπλέον, η κοινοπραξία επιβεβαίωσε ότι δεν είχε λάβει υπόψη στην προσφορά της την έκδοση επιπλέον ομολόγων. Σύμφωνα με την Επιτροπή το πλεονέκτημα, το οποίο εξασφάλισε η GRAWE με τις ευνοϊκότερες συνθήκες αναχρηματοδότησης ως αποτέλεσμα της διάθεσης 380 εκατ. ευρώ επιπλέον, απαιτεί προσαρμογή με τη μορφή αύξησης της διαφοράς μεταξύ της προσφοράς της κοινοπραξίας και της πραγματικής τιμής αγοράς. Τη βάση του υπολογισμού αποτελούν οι τόκοι, τους οποίους καταβάλει η ΒΒ για την έκδοση των επιπρόσθετων ομολόγων ύψους 380 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τις δαπάνες αναχρηματοδότησης της ΒΒ μετά την πώληση.

(172)

Η Επιτροπή δεν διαθέτει τις απαιτούμενες πληροφορίες για να μπορέσει εντέλει να κρίνει, εάν με τη συμφωνία μεταβίβασης τεσσάρων εταιρειών ακινήτων της ΒΒ στο ομόσπονδο κράτος του Burgenland πριν από την πώληση και στη λογιστική τους αξία των 25 εκατ. ευρώ, εξασφαλίστηκε πλεονέκτημα, το οποίο απαιτεί την προσαρμογή της διαφοράς μεταξύ της προσφερόμενης τιμής της κοινοπραξίας και της πραγματικής τιμής πώλησης. Αυτό θα μπορούσε να ισχύει, εάν η αγοραία αξία του ακινήτου ήταν χαμηλότερη ή υψηλότερη από τη λογιστική αξία. Η Αυστρία θα πρέπει να καταθέσει έκθεση ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα, ο οποίος θα έχει οριστεί από ανεξάρτητο όργανο, για την αγοραία αξία των τεσσάρων εταιρειών ακινήτων της ΒΒ. Στην εν λόγω έκθεση θα πρέπει να υπολογιστούν τα προϊόντα εκμισθώσεως, τα οποία μπορούν να επιτευχθούν στην αγορά.

(173)

Όσον αφορά τους οφειλόμενους τόκους μεταξύ της ημέρας υπογραφής της σύμβασης και της πώλησης που προορίζονται για την προκαταβολή ύψους 15 εκατ. ευρώ, την οποία θα είχε καταθέσει η κοινοπραξία σε λογαριασμό διαχείρισης της Active Bank με έδρα την Ουκρανία, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν απαιτούν προσαρμογή, εφόσον πιστωθούν στην κοινοπραξία.

(174)

Όσον αφορά το ζήτημα της μεταφοράς φορολογικών ζημιών που αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέτασε εάν η παράμετρος αυτή έπρεπε να ληφθεί υπόψη στον καθορισμό του ποσού της ενίσχυσης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Εντούτοις, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το πλεονέκτημα, το οποίο μπορεί να προκύψει για τρίτα μέρα από τη μεταφορά φορολογικών ζημιών, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη στην αξιολόγηση της ΒΒ.

VII.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(175)

Η Επιτροπή κρίνει ότι η Αυστρία χορήγησε κρατική ενίσχυση στη GRAWE στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης της ΒΒ κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ και πρόκειται ως εκ τούτου για παράνομη ενίσχυση. Η ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Η Αυστρία πρέπει να υπολογίσει το συνολικό ποσό της ενίσχυσης βάσει της διαφοράς, η προσαρμογή της οποίας απαιτείται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, μεταξύ των δύο τελικών προσφερόμενων τιμών οι οποίες υπεβλήθησαν στο πλαίσιο της πρόσκλησης υποβολής προσφορών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Αυστρία υπέρ της GRAWE κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ και ως εκ τούτου παράνομα δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Η ενίσχυση ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ των δύο τελικών προσφερόμενων τιμών στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής προσφορών, η οποία πρέπει να προσαρμοστεί σύμφωνα με τις παραμέτρους των αιτιολογικών σκέψεων 167 έως 174 της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

1.   Η Αυστρία υποχρεούται να ανακτήσει από τον δικαιούχο την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1.

2.   Το προς ανάκτηση ποσό βαρύνεται με τόκους από το χρόνο κατά τον οποίο τέθηκε στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι το χρόνο της πραγματικής του ανάκτησης.

3.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

Άρθρο 3

1.   Η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 είναι άμεση και αποτελεσματική.

2.   Η Αυστρία εξασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 4

1.   Εντός διμήνου από την κοινοποίηση της παρούσας συμφωνίας, η Αυστρία οφείλει να υποβάλει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή:

α)

το συνολικό ποσό (κεφάλαιο και τόκοι) που πρέπει να ανακτηθεί από το δικαιούχο και να προσαρμοστεί σύμφωνα με τις παραμέτρους που έθεσε η Επιτροπή στην παρούσα απόφαση, καθώς και επακριβή επεξήγηση της μεθόδου υπολογισμού του εν λόγω ποσού και αξιολόγηση της ιδιοκτησίας από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα·

β)

αναλυτική περιγραφή των μέτρων που έλαβε ή προγραμματίζει να λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

γ)

έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν ότι ζητήθηκε από το δικαιούχο η επιστροφή της ενίσχυσης.

2.   Η Αυστρία ενημερώνει την Επιτροπή για την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται προς εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοκλήρωση της ανάκτησης της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1. Η Αυστρία υποβάλλει αμελλητί, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έλαβε ή προγραμματίζει να λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Επίσης, παρέχει αναλυτικά στοιχεία σχετικά με τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που ανακτώνται από τον δικαιούχο.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Αυστρίας.

Βρυξέλλες, 30 Απριλίου 2008.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 28 της 8.2.2007, σ. 8.

(2)  Για αναλυτική περιγραφή βλέπε κατωτέρω.

(3)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(4)  Βλέπε την ανακοίνωση τύπου αριθ. 7/2008 του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main της 22ας Φεβρουαρίου 2008, την οποία κατέθεσε η Αυστρία (http://www.vg-frankfurt.justiz.hessen.de).

(5)  Επαγγελματικό απόρρητο.

(6)  Μεταφορά ζημίας στις 31 Δεκεμβρίου 2004.

(7)  Ο αυστριακός φόρος εταιρειών αντιστοιχεί σε 25 %.

(8)  Τέσσερις εταιρείες ακινήτων με ονομαστική αξία […] εκατ. ευρώ μεταβιβάστηκαν πριν από τη σύναψη της πώλησης απευθείας στο ομόσπονδο κρατίδιο στην τιμή των […] εκατ. ευρώ.

(9)  Στη γενική συνέλευση του Μαρτίου 2005 αποφασίστηκε η συγχώνευση των μετοχών ελεύθερης διασποράς και η καταβολή αποζημίωσης στους μεριδιούχους, οι οποίοι κατείχαν 6,79 % των ιδίων κεφαλαίων.

(10)  Η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης, «Ausfallhaftung», αποτελεί μέτρο ρύθμισης της εγγύησης για δημόσια πιστωτικά ιδρύματα, η οποία τον Απρίλιο του 2003 κάλυπτε περίπου 27 ταμιευτήρια και επτά περιφερειακές τράπεζες υποθηκών. Η εν λόγω κρατική εγγύηση μπορεί να ερμηνευτεί ως εγγυοδοτική δέσμευση. Σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμών ή εκκαθάρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων, ο εγγυητής (το κράτος, το κρατίδιο ή οι δήμοι) υποχρεούται να παρέμβει. Οι πιστωτές των τραπεζών έχουν άμεσες αξιώσεις από τον εγγυητή, ο οποίος εντούτοις υποχρεούται να ενεργήσει, μόνο όταν δεν επαρκούν τα στοιχεία του ενεργητικού της τράπεζας, προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των πιστωτών. Η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης δεν περιοριζόταν ούτε χρονικά ούτε βάσει ορισμένου ποσού. Η ΒΒ δεν καταβάλλει καμία αμοιβή για την εγγύηση.

(11)  ΕΕ C 175 της 24.7.2003, σ. 8. Η Αυστρία απεδέχθη με επιστολή στις 15 Μαΐου 2003, η οποία καταχωρίσθηκε στις 21 Μαΐου 2003, τα απαραίτητα μέτρα που περιγράφονται στην απόφαση.

(12)  Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 7 του Landes-Hypothekenbank Burgenland-Gesetzes (νόμου του ομόσπονδου κράτους Burgenland για την τράπεζα υποθηκών), η μεταβατική περίοδος λήγει για όλες τις υποχρεώσεις οι οποίες υπάγονται στην εγγύηση μη εκπλήρωσης, όσον αφορά όλες τις νέες υποχρεώσεις, εάν η τράπεζα Burgenland (ή η πλειοψηφία των μετοχών) πωληθεί πριν το πέρας της συμφωνημένης με την Επιτροπή μεταβατικής περιόδου.

(13)  Απόφαση 2005/691/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 44/03 (πρώην NN 158/01), την οποία η Αυστρία επιθυμεί να χορηγήσει υπέρ της Bank Burgenland AG (ΕΕ L 263 της 8.10.2005, σ. 8).

(14)  Η συμφωνία εγγύησης αφορά τις δανειακές υποχρεώσεις που απορρέουν από την υπόθεση HOWE. Τα θετικά ετήσια οικονομικά αποτελέσματα της ΒΒ θα αξιοποιηθούν για την κάλυψη του ποσού της εγγύησης. Ως εκ τούτου, το ποσό της εγγύησης μειώνεται κατά το ποσό του ετήσιου κέρδους της ΒΒ, εφόσον αυτό δεν απαιτείται για την πληρωμή μερίσματος σε προνομιούχες μετοχές. Την εγγύηση μπορεί να τη διεκδικήσει η ΒΒ το νωρίτερο μετά τη διαπίστωση του ετήσιου αποτελέσματος του διαχειριστικού έτους 2010.

(15)  Η παραίτηση από τις απαιτήσεις γίνεται έναντι έντοκης υποχρέωσης βελτίωσης της ΒΒ και προβλέπει επιστροφή ολόκληρου του ποσού της απαίτησης της τράπεζας Austria πλέον τόκων σε επτά δόσεις με αρχή την 30ή Ιουνίου 2004. Αρχίζοντας από εκείνη τη χρονική στιγμή, λοιπόν, η ΒΒ υποχρεούται να επιστρέψει το πλήρες ποσό της απαίτησης συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαιοποιημένων τόκων. Η μελλοντική εξόφληση της υποχρέωσης βελτίωσης γίνεται από το ετήσιο πλεόνασμα της ΒΒ.

(16)  Για την περίπτωση που η ΒΒ δεν θα μπορέσει να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις βελτίωσης, το ομόσπονδο κράτος του Burgenland ανέλαβε ανέκκλητη εγγύηση υπέρ της τράπεζας Austria AG, η οποία ισχύει για κάθε έτος του χρονικού διαστήματος 2004-2010 και σύμφωνα με την οποία το ομόσπονδο κράτος του Burgenland θα πρέπει να καλύψει το εκάστοτε έλλειμμα έναντι της τράπεζας Austria AG. Σύμφωνα με αυτήν τη συμφωνία, τόσο η ΒΒ όσο και το ομόσπονδο κράτος του Burgenland είναι ελεύθερα να εκπληρώσουν την υποχρέωση βελτίωσης έναντι της τράπεζας Austria AG και πριν από τις καθορισμένες προθεσμίες.

(17)  Δεν κατέστη δυνατό να ληφθεί υπόψη μια τέταρτη ενδεικτική προσφορά ύψους 115,5 εκατ. ευρώ, η οποία κατατέθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας και ήταν ελλιπής.

(18)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 23η έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού 1993, σημείο 402 και επόμενα.

(19)  Δεν είναι απαραίτητος ο σχολιασμός των τεκμηριωμένων πληροφοριών τις οποίες διαβίβασε ο καταγγέλλων, στο πλαίσιο αυτό.

(20)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(21)  Σύμφωνα με την τροποποιημένη συμφωνία εγγύησης της 20ής Ιουνίου 2000, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, το ομόσπονδο κράτος του Burgenland είχε την ευχέρεια, αμέσως μετά τη διακρίβωση του ετήσιου ισολογισμού για το έτος χρήσης 2010, να καταβάλει τη ληξιπρόθεσμη εγγύηση εν συνόλω ή και εν μέρει στη ΒΒ.

(22)  Η εγγύηση ασφαλείας στο σχέδιο της σύμβασης με την κοινοπραξία δεν εμπεριείχε εντούτοις τη δέσμευση, ότι η σύμβαση πώλησης καθαυτή δεν περιελάμβανε ενισχύσεις.

(23)  Η HSBC υπολόγισε αποκλειστικά τη μεταφορά των φορολογικών ζημιών, την οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η ΒΒ με βάση την επιχειρηματική της δραστηριότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η HSBC υποστήριξε ότι η καλή διαβάθμιση του αγοραστή θα ίσχυε αυτόματα λίγο ή πολύ και για τη ΒΒ (η λεγόμενη «μεταφορά φήμης» — Bonitätstransfer). Γενικά, η HSBC αξιολόγησε τη ΒΒ λαμβάνοντας υπόψη τρία ενδεχόμενα σενάρια, δηλαδή ένα ευρύτερο σενάριο σύμφωνα με το οποίο δεν προβλέπεται ιδιωτικοποίηση και η ΒΒ παραμένει στα χέρια του ομόσπονδου κράτους του Burgenland, και ένα κατά το οποίο η ΒΒ πωλείται σε ένα τρίτο μέρος χωρίς φερεγγυότητα/διαβάθμιση (όπως η κοινοπραξία).

(24)  Παράλληλα υπολογίστηκε μεταφορά φορολογικών ζημιών ύψους 5,6 εκατ. ευρώ.

(25)  Απόφαση του OGH της 4ης Απριλίου 2006, 1 Ob251/05a (η εν λόγω απόφαση υποβλήθηκε και από την GRAWE), η οποία προβλέπει ότι η εγγύηση μη εκπλήρωσης υποχρέωσης του ομόσπονδου κράτους του Burgenland συνδέεται αδιάρρηκτα με την ιδιότητα του εταίρου του ομόσπονδου κράτους του Burgenland.

(26)  Απόφαση της Επιτροπής σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις τις οποίες χορήγησε η Γαλλία στην επιχείρηση «Stardust Marine», αιτιολογική σκέψη 82 (ΕΕ L 206 της 15.8.2000, σ. 6)· απόφαση 2000/628/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Απριλίου 2000, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις τις οποίες χορήγησε η Ιταλία στην «Centrale del Latte di Roma» αιτιολογική σκέψη 91 (ΕΕ L 265 της 19.10.2000, σ. 15).

(27)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιανουαρίου 2003 στην υπόθεση C-334/99, Gröditzer Stahlwerke, Συλλογή 2003, σ. I- 1139, σκέψη 136 και οι επόμενες.

(28)  Η κοινοπραξία απευθύνθηκε στην FMA εγγράφως στις 6 Δεκεμβρίου 2005 και η GRAWE στις 10 Ιανουαρίου 2006, ενώ στη συνέχεια πληροφορήθηκαν ότι η FMA δεν μπορούσε να εξετάσει τα έγγραφά τους τη δεδομένη χρονική στιγμή.

(29)  Το σημείο αυτό επεσήμαναν ιδιαίτερα η Αυστρία και η GRAWE παραπέμποντας ταυτόχρονα σε ανάλογα συμπεράσματα του δικαστηρίου του Eisenstadt.

(30)  Στο πλαίσιο της διαδικασίας ενίσχυσης δεν είναι απαραίτητο να σχολιαστούν τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η Αυστρία σχετικά με το δικαίωμα εγκατάστασης. Βλέπε σκέψη 314 της απόφασης του Πρωτοδικείου της 12ης Φεβρουαρίου 2008 στην υπόθεση T-289/03, BUPA, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί· διαθέσιμη στην ιστοθέση www.curia.europa.eu.

(31)  Βλέπε π.χ. την απόφαση του δικαστηρίου του Eisenstadt, 27 Cg 90/06 p-40 της 20.5.2006, ιδίως σ. 28, και την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βιέννης, 2 R 150/06b, της 5ης Φεβρουαρίου 2007, ιδίως σ. 15, σε καθεμία από τις οποίες καθίσταται σαφές ότι δεν είναι απαραίτητο να σχολιαστεί η ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων.

(32)  Βλέπε Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 23η έκθεση περί της πολιτικής ανταγωνισμού 1993, σημείο 402 και επόμενα και παράγραφος 61 και επόμενες της απόφασης έναρξης.

(33)  Βλέπε επίσης την έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού, σημείο 402 και επόμενα.

(34)  Απόφαση 2000/513/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Σεπτεμβρίου 1999, σχετικά με τις ενισχύσεις τις οποίες χορήγησε η Γαλλία στην επιχείρηση Stardust Marine, αιτιολογική σκέψη 7 (ΕΕ L 206 της 15.8.2000, σ. 6). Η μετέπειτα ακύρωση της εν λόγω απόφασης από το δικαστήριο δεν αφορά αυτή την παράγραφο.

(35)  ΕΕ C 209 της 10.7.1997, σ. 3.

(36)  Βλέπε τμήμα ΙΙ παράγραφος 1 στοιχείο γ) της ανακοίνωσης σχετικά με τις πωλήσεις γηπέδων-οικοπέδων.

(37)  Αυτό ισχύει ιδίως για την εκτίμηση από την HSBC στη σύσταση ενεργειών προς το ομόσπονδο κράτος του Burgenland, την αξιολόγηση της αυτοτελούς αξίας της ΒΒ από την gmc-unitreu στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της ΒΒ πριν από τις διάφορες προσπάθειες ιδιωτικοποίησης και την αξιολόγηση της αυτοτελούς αξίας της ΒΒ από την ίδια την κοινοπραξία (η οποία δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς η κοινοπραξία έχει την ευχέρεια να μελετήσει την αξία περαιτέρω παραγόντων, οι οποίοι είναι σημαντικοί μόνο για την κοινοπραξία).

(38)  Απόφαση 2000/628/ΕΚ της Επιτροπής της 11ης Απριλίου 2000 σχετικά με τις ενισχύσεις τις οποίες χορήγησε η Ιταλία στην επιχείρηση «Centrale del Latte di Roma», αιτιολογική σκέψη 82 (ΕΕ L 265 της 19.10.2000, σ. 15).

(39)  Βλέπε επίσης την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση C50/2006 της 27.6.2007, BAWAG, αιτιολογική σκέψη 125 (ΕΕ L 83 της 26.3.2008, σ. 7).

(40)  Απόφαση 2000/513/ΕΚ της Επιτροπής της 8ης Σεπτεμβρίου 1999 σχετικά με τις ενισχύσεις τις οποίες χορήγησε η Γαλλία στην επιχείρηση Stardust Marine, αιτιολογική σκέψη 78 (ΕΕ L 206 της 15.8.2000, σ. 6).

(41)  Η Αυστρία αναφέρεται στην «ασφάλεια των συναλλαγών» και όταν επεξηγεί ότι πρέπει να αποφευχθεί ο μακροχρόνιος έλεγχος από την FMA, καθώς η συνεχής ανασφάλεια η οποία συνδέεται με τον έλεγχο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της ΒΒ.

(42)  Και οι δύο περιπτώσεις καλύπτονται από το άρθρο 20 του νόμου για το τραπεζικό σύστημα (BWG) ή μέρη αυτού.

(43)  Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι στην ανακοίνωση Τύπου της Αυστρίας δεν κοινοποιήθηκε η ταυτότητα του ουκρανικού ομίλου επιχειρήσεων. Θα μπορούσε να αφορά έναν άλλον όμιλο επιχειρήσεων και όχι την κοινοπραξία.

(44)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1994 στις συνδικασθείσες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής (Hytasa), Συλλογή 1994, I-E4103, σκέψη 22.

(45)  Βλέπε υπόθεση C-334/99, Gröditzer Stahlwerke, σκέψη 134 και επόμενες.

(46)  ΕΕ C 175 της 24.7.2003, σ. 8, για λεπτομέρειες βλέπε ανωτέρω.

(47)  Για παράδειγμα η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-334/99, Gröditzer Stahlwerke.

(48)  Βλέπε παραδείγματος χάριν την υπόθεση C-334/99, Gröditzer Stahlwerke, σκέψη 138.

(49)  Μπορεί επίσης να γίνει αναφορά στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998 στην υπόθεση T-11/95, BP Chemicals, συλλογή 1998, σ. II-3235, σκέψεις 170-171, 179-180 και 198. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, εάν το κράτος χορηγεί κρατική ενίσχυση και λίγο μετά επεμβαίνει ξανά με νέα μέτρα υπέρ της επιχείρησης, υποστηρίζοντας ότι το δεύτερο μέτρο συνάδει με την αρχή του επενδυτή ο οποίος δραστηριοποιείται στην αγορά, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει πάντοτε το δεύτερο μέτρο ενόψει της τήρησης της προαναφερθείσας αρχής και να λαμβάνει υπόψη της τις επιπτώσεις του πρώτου μέτρου ενίσχυσης. Εάν ήταν εφικτή η κρατική ενίσχυση βάσει των ακόλουθων κρατικών μέτρων, δεν είναι σαφές ότι η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης μπορεί να επηρεάσει το ομόσπονδο κράτος του Burgenland κατά την πώληση της ΒΒ.

(50)  Στο κεφάλαιο VI.5 γίνεται αναφορά στο βαθμό στον οποίο έπρεπε να προσαρμοστούν οι προσφερόμενες τιμές προκειμένου να είναι παρόμοιες.

(51)  Landesgericht Eisenstadt, 20.5.2006, 27 Cg 90/06 p – 40.

(52)  Η Αυστρία κατήγγειλε επίσης ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της την πρόσκληση υποβολής προσφορών στην υπόθεση Craiova, προτιμώντας αντιθέτως την καθαρή αξία των περιουσιακών στοιχείων, επειδή η πρόσκληση υποβολής προσφορών εξαρτιόταν από όρους. Η Αυστρία υποστήριξε ότι η Επιτροπή όφειλε και στην εν λόγω υπόθεση να αποδεχθεί την εκτίμηση εμπειρογνωμόνων. Και οι δύο υποθέσεις κατά την άποψη της Επιτροπής ενόψει των ανωτέρω δεν είναι παρόμοιες, επειδή οι όροι στην υπόθεση Craiova τίθονταν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε η πρόσκληση υποβολής προσφορών (κατά την οποία υποβλήθηκε μόνο μία προσφορά) δεν προτιμήθηκε για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας, ενώ κατά την πρόσκληση υποβολής προσφορών στην εν λόγω υπόθεση, δύο ανταγωνιστές υπέβαλαν προσφορές, οι οποίες παρουσιάζουν μια καλή αντιπροσωπευτική αξία για την αγοραία τιμή.

(53)  Βλέπε ακόμη την απόφαση της Επιτροπής της 8.9.1999 σχετικά με τις ενισχύσεις τις οποίες χορήγησε η Γαλλία στην επιχείρηση Stardust Marine (ΕΕ L 206 της 15.8.2000, σ. 6, αιτιολογική σκέψη 82), στην οποία ακολουθήθηκε παρόμοια προσέγγιση. Το συγκεκριμένο ζήτημα δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση στο πλαίσιο της μετέπειτα κατάργησης της εν λόγω απόφασης του δικαστηρίου.

(54)  Στην περίπτωση μάλιστα της BAWAG, όταν λόγω δόλου της διεύθυνσης η τράπεζα ήρθε αντιμέτωπη με μαζικές αναλήψεις των καταθέσεων, οι εκροές περιορίστηκαν στο 20 % – 30 %.

(55)  Στην πρόβλεψη της εκκαθάρισης προβλέπονται 300 εκατ. ευρώ για την αγορά νέων ομολογιών/αξιογράφων και τη δημιουργία νέων διατραπεζικών πιστωτικών διευκολύνσεων.

(56)  Σε μία περίπτωση, κατά την οποία υφίσταται ανάγκη εκκαθάρισης, η ΒΒ θα πωλούσε συμμετοχές και άλλα διαπραγματεύσιμα αξιόγραφα, τα οποία μπορούν να πωληθούν χωρίς ζημίες με στόχο την επίτευξη ρευστότητας.

(57)  Θεωρείται ότι η διακοπή ανταλλαγών (swaps) με συμφωνία αμοιβαίων οψιόν πώλησης, θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στη ρευστότητα, το εύρος της οποίας θα αντιστοιχούσε στην ονομαστική αξία των ανταλλαγών.

(58)  Έκθεση της HSBC, επιστημονική προσέγγιση βάσει χρηματοδότησης, προσέγγιση προσανατολιζόμενη στην κεφαλαιαγορά.

(59)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 80 της απόφασης αναδιάρθρωσης.