11.6.2008 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 151/36 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ
της 5ης Ιουνίου 2008
με την οποία εξουσιοδοτούνται ορισμένα κράτη μέλη να επικυρώσουν τη σύμβαση της Χάγης του 1996 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία σε θέματα γονικής μέριμνας και μέτρων προστασίας των παιδιών ή να προσχωρήσουν σε αυτήν προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και με την οποία εξουσιοδοτούνται ορισμένα κράτη μέλη να προβούν σε δήλωση σχετικά με την εφαρμογή των σχετικών εσωτερικών κανόνων του κοινοτικού δικαίου
(2008/431/ΕΚ)
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το στοιχείο γ) του άρθρου 61, την παράγραφο 1 του άρθρου 67, σε συνδυασμό με το άρθρο 300 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο και το άρθρο 300 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο,
την πρόταση της Επιτροπής,
τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Η Κοινότητα προωθεί την εγκαθίδρυση ενός κοινού χώρου δικαιοσύνης, βασισμένου στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων. |
(2) |
Η σύμβαση σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία σε θέματα γονικής μέριμνας και μέτρων προστασίας των παιδιών, που συνήφθη στις 19 Οκτωβρίου 1996 κατά τη Συνδιάσκεψη Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου της Χάγης (εφεξής «σύμβαση»), παρουσιάζει μεγάλη χρησιμότητα για την προστασία των παιδιών σε διεθνές επίπεδο. Για το λόγο αυτό είναι ευκταίο να τεθούν σε εφαρμογή οι διατάξεις της το συντομότερο δυνατό. |
(3) |
Το Συμβούλιο, με την απόφαση 2003/93/ΕΚ της 19ης Δεκεμβρίου 2002 (2), εξουσιοδότησε τα κράτη μέλη να υπογράψουν τη σύμβαση προς το συμφέρον της Κοινότητας. Τα κράτη τα οποία ήταν τότε κράτη μέλη της Κοινότητας, υπέγραψαν τη σύμβαση την 1η Απριλίου 2003, εκτός από τις Κάτω Χώρες που την είχαν ήδη υπογράψει. Άλλα κράτη μέλη τα οποία δεν ήταν κράτη μέλη της Κοινότητας την 1η Απριλίου 2003 υπέγραψαν επίσης τη σύμβαση. |
(4) |
Κατά την έκδοση της απόφασης 2003/93/ΕΚ το Συμβούλιο και η Επιτροπή συμφώνησαν ότι την εν λόγω απόφαση θα ακολουθούσε πρόταση της Επιτροπής για απόφαση του Συμβουλίου που θα εξουσιοδοτούσε τα κράτη μέλη να επικυρώσουν τη σύμβαση προς το συμφέρον της Κοινότητας σε εύθετο χρόνο ή να προσχωρήσουν σε αυτήν. |
(5) |
Ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη επικυρώσει τη σύμβαση ή έχουν προσχωρήσει σε αυτήν. |
(6) |
Ορισμένα άρθρα της εν λόγω σύμβασης επηρεάζουν το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων ιδίως τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας (3). Τα κράτη μέλη διατηρούν τις αρμοδιότητές τους στους τομείς που διέπονται από τη σύμβαση, οι οποίοι δεν άπτονται του κοινοτικού δικαίου. Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη έχουν κατά τον τρόπο αυτό κοινή αρμοδιότητα για τη σύναψη της σύμβασης. |
(7) |
Η σύμβαση προβλέπει ότι μόνον κυρίαρχα κράτη μπορούν να καταστούν συμβαλλόμενα μέρη της. Γι’ αυτό το λόγο, η Κοινότητα δεν μπορεί να επικυρώσει τη σύμβαση ή να προσχωρήσει σε αυτή. |
(8) |
Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο θα πρέπει να εξουσιοδοτήσει τα κράτη μέλη, κατ’ εξαίρεση, να επικυρώσουν την εν λόγω σύμβαση ή να προσχωρήσουν σε αυτήν προς το συμφέρον της Κοινότητας, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει η παρούσα απόφαση, όχι όμως εκείνα τα κράτη μέλη που την έχουν ήδη επικυρώσει ή έχουν προσχωρήσει στη σύμβαση. |
(9) |
Προκειμένου να εξασφαλισθεί η εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων σχετικά με την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων στην Κοινότητα, το άρθρο 2 της απόφασης 2003/93/ΕΚ του Συμβουλίου απαιτεί από τα κράτη μέλη να προβούν σε δήλωση κατά την υπογραφή της σύμβασης. |
(10) |
Τα κράτη μέλη που υπέγραψαν τη σύμβαση την 1η Απριλίου 2003 προέβησαν στη δήλωση που περιέχεται στο άρθρο 2 της απόφασης 2003/93/ΕΚ κατά την υπογραφή της σύμβασης. Άλλα κράτη μέλη που δεν υπέγραψαν τη σύμβαση βάσει της αποφάσεως 2003/93/ΕΚ προέβησαν στη δήλωση μετά την προσχώρησή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ορισμένα κράτη μέλη όμως δεν προέβησαν στη δήλωση και πρέπει ως εκ τούτου να προβούν τώρα στη δήλωση του άρθρου 2 της παρούσας απόφασης. |
(11) |
Τα κράτη μέλη που εξουσιοδοτούνται να επικυρώσουν τη σύμβαση ή να προσχωρήσουν σε αυτήν με την παρούσα απόφαση πρέπει να το πράξουν ταυτοχρόνως. Τα εν λόγω κράτη μέλη πρέπει ως εκ τούτου να ανταλλάξουν πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο της οικείας διαδικασίας επικύρωσης ή προσχώρησης ώστε να προετοιμάσουν την ταυτόχρονη κατάθεση των εγγράφων επικύρωσης ή προσχώρησής τους. |
(12) |
Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία συμμετέχουν στην έκδοση και εφαρμογή της παρούσας απόφασης. |
(13) |
Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου σχετικά με τη θέση της Δανίας, που έχει επισυναφθεί στη συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας απόφασης και δεν δεσμεύεται από αυτή ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:
Άρθρο 1
1. Το Συμβούλιο εξουσιοδοτεί το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Κύπρο, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο να επικυρώσουν προς το συμφέρον της Κοινότητας τη σύμβαση της Χάγης του 1996 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία σε θέματα γονικής μέριμνας και μέτρων προστασίας των παιδιών (στο εξής «η σύμβαση»), ή να προσχωρήσουν σε αυτήν, τηρουμένων των όρων που προβλέπονται από τα άρθρα 3 και 4.
2. Το κείμενο της σύμβασης επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση.
Άρθρο 2
Το Συμβούλιο εξουσιοδοτεί τη Βουλγαρία, την Κύπρο, τη Λεττονία, τη Μάλτα, τις Κάτω Χώρες και την Πολωνία να προβούν στην ακόλουθη δήλωση:
«Τα άρθρα 23, 26 και 52 της σύμβασης παρέχουν στα συμβαλλόμενα μέρη ορισμένη ευελιξία, ώστε να εφαρμόζουν απλή και ταχεία διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων. Οι κοινοτικοί κανόνες προβλέπουν σύστημα αναγνώρισης και εκτέλεσης, τουλάχιστον τόσο ευνοϊκό όσο και οι κανόνες που ορίζονται από τη σύμβαση. Κατά συνέπεια, μια απόφαση που εκδίδεται από δικαστήριο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί υποθέσεως σχετικής με τη σύμβαση, αναγνωρίζεται και εκτελείται στ… (4) κατ’ εφαρμογή των σχετικών εσωτερικών κανόνων του κοινοτικού δικαίου (5).
Άρθρο 3
1. Τα κράτη μέλη που προβλέπονται από το άρθρο 1 παράγραφος 1 λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να καταθέσουν ταυτόχρονα τις πράξεις επικύρωσης της σύμβασης ή προσχώρησης σε αυτήν στο Υπουργείο Εξωτερικών του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, ει δυνατόν πριν από τις 5 Ιουνίου 2010.
2. Τα κράτη μέλη που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 ανταλλάσσουν πληροφορίες στα πλαίσια του Συμβουλίου με την Επιτροπή, πριν από τις 5 Δεκεμβρίου 2009 όσον αφορά την ημερομηνία κατά την οποία εκτιμούν ότι θα έχουν ολοκληρωθεί οι απαραίτητες κοινοβουλευτικές διαδικασίες τους για την επικύρωση ή την προσχώρηση. Βάσει αυτού, καθορίζονται η ημερομηνία και οι διαδικασίες της ταυτόχρονης κατάθεσης.
Άρθρο 4
Τα κράτη μέλη που προβλέπονται από το άρθρο 1 παράγραφος 1 ενημερώνουν εγγράφως το Υπουργείο Εξωτερικών του Βασιλείου των Κάτω Χωρών σχετικά με το χρόνο ολοκλήρωσης των απαραίτητων κοινοβουλευτικών διαδικασιών για την επικύρωση ή την προσχώρηση και επισημαίνουν ότι τα έγγραφα επικύρωσης ή προσχώρησής τους θα κατατεθούν σε μεταγενέστερο στάδιο σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.
Άρθρο 5
Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται από την ημέρα δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 6
Η παρούσα απόφαση απευθύνεται σε όλα τα κράτη μέλη εκτός από τη Δανία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Εσθονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία.
Λουξεμβούργο, 5 Ιουνίου 2008.
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
D. MATE
(1) ΕΕ C 82 Ε της 1.4.2004, σ. 307.
(2) ΕΕ L 48 της 21.2.2003, σ. 3.
(3) ΕΕ L 338 της 23.12.2003, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2116/2004 (ΕΕ L 367 της 14.12.2004, σ. 1).
(4) Το κράτος μέλος που προβαίνει στη δήλωση.
(5) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 διαδραματίζει εδώ ειδικό ρόλο, δεδομένου ότι αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας.»
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΣΫΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΘΝΉ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΊΑ, ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΣΤΈΟ ΔΊΚΑΙΟ, ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΏΡΙΣΗ, ΤΗΝ ΕΚΤΈΛΕΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΊΑ ΣΕ ΘΈΜΑΤΑ ΓΟΝΙΚΉΣ ΜΈΡΙΜΝΑΣ ΚΑΙ ΜΈΤΡΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΊΑΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΏΝ
(Συνήφθη τη 19η Οκτωβρίου 1996)
Τα κράτη που υπογράφουν την παρούσα σύμβαση,
Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη ενισχύσεως της προστασίας των παιδιών στις διεθνείς υποθέσεις,
Επιθυμώντας να αποφύγουν συγκρούσεις μεταξύ των νομικών τους συστημάτων σε ζητήματα σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και την εκτέλεση των μέτρων προστασίας των παιδιών,
Τονίζοντας τη σπουδαιότητα της διεθνούς συνεργασίας για την προστασία των παιδιών,
Επιβεβαιώνοντας ότι το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού πρέπει να είναι ζήτημα πρωταρχικής σημασίας,
Διαπιστώνοντας την ανάγκη αναθεώρησης της σύμβασης της 5ης Οκτωβρίου 1961 για τη δικαιοδοσία των αρχών και το εφαρμοστέο δίκαιο σε θέματα προστασίας των ανηλίκων,
Επιθυμώντας να θεσπίσουν κοινές διατάξεις για το σκοπό αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τη σύμβαση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, της 20ής Νοεμβρίου 1989,
Συμφώνησαν επί των ακολούθων διατάξεων:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ
Άρθρο 1
1. Η παρούσα σύμβαση έχει ως αντικείμενο:
α) |
να καθορίζει το κράτος του οποίου οι αρχές έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τη λήψη μέτρων που αποσκοπούν στην προστασία του προσώπου ή της περιουσίας του παιδιού· |
β) |
να καθορίζει το εφαρμοστέο από τις αρχές αυτές κατά την άσκηση της διεθνούς δικαιοδοσίας τους δίκαιο· |
γ) |
να καθορίζει το εφαρμοστέο στη γονική μέριμνα δίκαιο· |
δ) |
να εξασφαλίζει την αναγνώριση και την εκτέλεση των μέτρων προστασίας σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη· |
ε) |
να εδραιώνει μεταξύ των αρχών των συμβαλλομένων κρατών την απαραίτητη συνεργασία για την πραγματοποίηση των σκοπών της παρούσας σύμβασης. |
2. Για τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης, ο όρος «γονική μέριμνα» περιλαμβάνει τη γονική εξουσία ή κάθε άλλη ανάλογη σχέση εξουσίας που καθορίζει τα δικαιώματα, τις εξουσίες και τις υποχρεώσεις των γονέων, του επιτρόπου ή άλλων νομίμων αντιπροσώπων σε σχέση με το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού.
Άρθρο 2
Η σύμβαση εφαρμόζεται στα παιδιά από τη στιγμή της γεννήσεώς τους έως ότου φθάσουν στην ηλικία των 18 ετών.
Άρθρο 3
Τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 μέτρα δύνανται κυρίως να αφορούν:
α) |
την ανάθεση, την άσκηση και τη μερική ή ολική αφαίρεση της γονικής μέριμνας, καθώς και την ανάθεσή της σε τρίτον· |
β) |
το δικαίωμα επιμελείας, που περιλαμβάνει δικαιώματα σχετιζόμενα με τη μέριμνα του προσώπου του παιδιού, και ιδιαιτέρως το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του καθώς και το δικαίωμα επισκέψεως, που περιλαμβάνει και το δικαίωμα μεταφοράς του παιδιού, για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, σε έναν άλλο τόπο από εκείνον της συνήθους διαμονής του· |
γ) |
την επιτροπεία, την κηδεμονία και τους ανάλογους θεσμούς· |
δ) |
το διορισμό και τα καθήκοντα κάθε προσώπου ή οργανισμού επιφορτισμένου με την επιμέλεια του προσώπου ή της περιουσίας του παιδιού, με την εκπροσώπηση ή τη συμπαράστασή του προς αυτό· |
ε) |
την τοποθέτηση του παιδιού σε μια ανάδοχη οικογένεια ή σε κάποιο ίδρυμα ή την ανάληψη της επιμελείας αυτού με kafala ή με ανάλογο θεσμό· |
στ) |
την επιτήρηση, από δημόσια αρχή, της μέριμνας του παιδιού από κάθε πρόσωπο που έχει αναλάβει τη φροντίδα του· |
ζ) |
τη διοίκηση, τη διατήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του παιδιού. |
Άρθρο 4
Εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής της συμβάσεως:
α) |
η καθίδρυση και η αμφισβήτηση της σχέσεως γονέως και τέκνου· |
β) |
η απόφαση για την υιοθεσία και τα προπαρασκευαστικά της υιοθεσίας μέτρα καθώς και η ακύρωση και η ανάκληση της υιοθεσίας· |
γ) |
το επώνυμο και το όνομα του παιδιού· |
δ) |
η χειραφεσία· |
ε) |
οι υποχρεώσεις διατροφής· |
στ) |
τα trusts και η κληρονομική διαδοχή· |
ζ) |
η κοινωνική ασφάλιση· |
η) |
τα δημόσια μέτρα γενικού χαρακτήρος σε ζητήματα εκπαιδεύσεως και υγείας· |
θ) |
τα μέτρα που λαμβάνονται ως αποτέλεσμα ποινικών αδικημάτων τελουμένων από παιδιά· |
ι) |
οι αποφάσεις για το δικαίωμα ασύλου και για ζητήματα μεταναστεύσεως. |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Άρθρο 5
1. Τόσο οι δικαστικές όσο και οι διοικητικές αρχές του συμβαλλομένου κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού, έχουν διεθνή δικαιοδοσία να λαμβάνουν μέτρα για την προστασία του προσώπου του παιδιού και της περιουσίας του.
2. Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 7, σε περίπτωση μεταφοράς της συνήθους διαμονής του παιδιού σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, διεθνή δικαιοδοσία έχουν οι αρχές του κράτους της νέας συνήθους διαμονής.
Άρθρο 6
1. Για τα παιδιά-πρόσφυγες και τα παιδιά, τα οποία λόγω ταραχών που λαμβάνουν χώρα στην πατρίδα τους, έχουν μετακινηθεί σε άλλο κράτος, οι αρχές εκείνου του συμβαλλομένου κράτους, στο έδαφος του οποίου βρίσκονται αυτά τα παιδιά, ως αποτέλεσμα της μετακινήσεώς τους, ασκούν τη διεθνή δικαιοδοσία που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 5.
2. Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται και για τα παιδιά εκείνα των οποίων η συνήθης διαμονή δεν μπορεί να προσδιορισθεί.
Άρθρο 7
1. Σε περίπτωση παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης, οι αρχές του συμβαλλομένου κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του διατηρούν τη διεθνή δικαιοδοσία τους έως ότου το παιδί αποκτήσει συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος και:
α) |
κάθε πρόσωπο, ίδρυμα ή άλλος οργανισμός, που έχει την επιμέλεια, συναινέσει στη μετακίνηση ή κατακράτηση, ή |
β) |
το παιδί διέμεινε σε αυτό το άλλο κράτος για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός έτους από τότε που το πρόσωπο, ίδρυμα ή άλλος οργανισμός, που έχει την επιμέλεια, έλαβε ή όφειλε να έχει λάβει γνώση του τόπου στον οποίο βρισκόταν το παιδί, κανένα αίτημα για επιστροφή που τυχόν υποβλήθηκε κατά το χρονικό αυτό διάστημα δεν παραμένει ακόμη εκκρεμές και το παιδί έχει προσαρμοσθεί στο νέο του περιβάλλον. |
2. Η μετακίνηση ή κατακράτηση του παιδιού θεωρείται παράνομη όταν:
α) |
έλαβε χώρα κατά παραβίαση του δικαιώματος επιμελείας που είχε ανατεθεί σε πρόσωπο ή ίδρυμα ή κάθε άλλον οργανισμό από κοινού ή μονομερώς, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του, και |
β) |
κατά το χρόνο της μετακίνησης ή της κατακράτησης γινόταν αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος αυτού, είτε από κοινού είτε μονομερώς, ή θα γινόταν πραγματική άσκησή του αν δεν μεσολαβούσε η μετακίνηση ή η κατακράτηση. |
Το δικαίωμα επιμελείας που αναφέρεται ανωτέρω υπό το στοιχείο α) μπορεί κατά κύριο λόγο να απορρέει εκ του νόμου ή από δικαστική ή διοικητική απόφαση ή από συμφωνία που παράγει έννομα αποτελέσματα σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους.
3. Εφόσον οι αρχές που μνημονεύονται στην πρώτη παράγραφο διατηρούν τη δικαιοδοσία τους, οι αρχές του συμβαλλομένου κράτους στο οποίο το παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατείται μπορούν να λάβουν μόνον εκείνα τα επείγοντα μέτρα που είναι απαραίτητα για την προστασία του προσώπου ή της περιουσίας του παιδιού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11.
Άρθρο 8
1. Κατ’ εξαίρεση, η αρχή του συμβαλλομένου κράτους που έχει διεθνή δικαιοδοσία κατ’ εφαρμογή των άρθρων 5 ή 6, εφόσον κρίνει ότι η αρχή άλλου συμβαλλομένου κράτους θα μπορούσε στην προκειμένη περίπτωση να εκτιμήσει καλύτερα το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού, δύναται:
— |
είτε να ζητήσει από την άλλη αρχή, απευθείας ή με τη συνδρομή της κεντρικής αρχής αυτού του κράτους, να αποδεχθεί τη δικαιοδοσία για να λάβει εκείνα τα μέτρα προστασίας που θα κρίνει αναγκαία, |
— |
είτε να αναβάλει την κρίση της υποθέσεως και να καλέσει τα μέρη να υποβάλουν ένα τέτοιο αίτημα ενώπιον της αρχής αυτού του άλλου κράτους. |
2. Τα συμβαλλόμενα κράτη, οι αρχές των οποίων δύνανται να επιληφθούν ή στις οποίες μπορεί να υποβληθεί αίτημα σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγουμένη παράγραφο, είναι:
α) |
το κράτος την ιθαγένεια του οποίου έχει το παιδί· |
β) |
το κράτος στο οποίο βρίσκονται περιουσιακά στοιχεία του παιδιού· |
γ) |
το κράτος οι αρχές του οποίου έχουν επιληφθεί αγωγής διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού των γονέων του παιδιού ή ακυρώσεως του γάμου τους· |
δ) |
το κράτος με το οποίο το παιδί έχει στενό δεσμό. |
3. Οι ενδιαφερόμενες Αρχές μπορούν να προχωρούν σε ανταλλαγή απόψεων.
4. Η αρχή, η οποία επελήφθη αιτήματος ή στην οποία υποβλήθηκε αίτημα σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο, μπορεί να αποδεχθεί τη διεθνή δικαιοδοσία αντί της αρχής που έχει δικαιοδοσία κατ’ εφαρμογή των άρθρων 5 ή 6, αν θεωρεί ότι αυτό εξυπηρετεί το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού.
Άρθρο 9
1. Αν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 8 παράγραφος 2 αρχές συμβαλλόμενου κράτους κρίνουν ότι σε συγκεκριμένη περίπτωση είναι σε θέση να εκτιμήσουν καλύτερα το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού, μπορούν:
— |
είτε να ζητήσουν από την αρμόδια αρχή του συμβαλλόμενου κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού, απευθείας ή με τη συνδρομή της κεντρικής αρχής του κράτους αυτού, να τους επιτρέψει να ασκήσουν τη διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να λάβουν τα προστατευτικά μέτρα που αυτές κρίνουν απαραίτητα, |
— |
είτε να καλέσουν τα μέρη να υποβάλουν ένα τέτοιο αίτημα ενώπιον των αρχών του συμβαλλόμενου κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού. |
2. Οι ενδιαφερόμενες αρχές μπορούν να προχωρούν σε ανταλλαγή απόψεων.
3. Η αρχή από την οποία προέρχεται το αίτημα δεν δύναται να ασκήσει διεθνή δικαιοδοσία αντί της αρχής του συμβαλλομένου κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού παρά μόνον αν η τελευταία αυτή αρχή δεχθεί το αίτημα.
Άρθρο 10
1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 5 έως 9, οι αρχές συμβαλλόμενου κράτους, κατά την άσκηση της διεθνούς δικαιοδοσίας τους επί αγωγής διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού των γονέων παιδιού που έχει τη συνήθη διαμονή του σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, ή ακυρώσεως του γάμου τους, δύνανται, εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο του κράτους τους, να λάβουν μέτρα για την προστασία του προσώπου ή της περιουσίας του παιδιού αυτού:
α) |
αν κατά την έναρξη της διαδικασίας, ένας εκ των γονέων έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος αυτό και ένας εκ των δύο έχει τη γονική μέριμνα του παιδιού, και |
β) |
αν η διεθνής δικαιοδοσία αυτών των αρχών για τη λήψη τέτοιων μέτρων έχει γίνει αποδεκτή από τους γονείς, όπως και από κάθε άλλο πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα του παιδιού και αν η δικαιοδοσία αυτή συνάδει προς το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού. |
2. Η προβλεπόμενη στην πρώτη παράγραφο διεθνής δικαιοδοσία για τη λήψη μέτρων προστασίας του παιδιού παύει από τη στιγμή που η απόφαση, η οποία δέχεται ή απορρίπτει την αγωγή διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακυρώσεως του γάμου, γίνει οριστική ή η διαδικασία τερματισθεί από άλλη αιτία.
Άρθρο 11
1. Σε κάθε επείγουσα περίπτωση, οι αρχές κάθε συμβαλλόμενου κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το παιδί ή περιουσιακά του στοιχεία έχουν διεθνή δικαιοδοσία να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας.
2. Τα ληφθέντα κατ’ εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου μέτρα σχετικά με παιδί που έχει τη συνήθη διαμονή του σε συμβαλλόμενο κράτος παύουν να ισχύουν από τη στιγμή που οι αρμόδιες σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10 αρχές λάβουν τα απαιτούμενα από την περίσταση μέτρα.
3. Τα ληφθέντα κατ’ εφαρμογή της πρώτης παραγράφου μέτρα σχετικά με παιδί που έχει τη συνήθη διαμονή του σε μη συμβαλλόμενο κράτος παύουν να ισχύουν σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος από τη στιγμή που τα απαιτούμενα από την περίσταση και ληφθέντα από τις αρχές ενός άλλου κράτους μέτρα αναγνωρισθούν στο εν λόγω συμβαλλόμενο κράτος.
Άρθρο 12
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, οι αρχές του συμβαλλομένου κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το παιδί ή περιουσιακά του στοιχεία έχουν διεθνή δικαιοδοσία να λάβουν μέτρα προστασίας του προσώπου ή της περιουσίας του παιδιού, προσωρινού χαρακτήρος και περιορισμένης εδαφικής ισχύος στο κράτος αυτό, στο βαθμό που τέτοια μέτρα δεν αντίκεινται στα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί από τις αρμόδιες, κατά τα άρθρα 5 έως 10, αρχές.
2. Τα ληφθέντα κατ’ εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου μέτρα σχετικά με παιδί που έχει τη συνήθη διαμονή του σε συμβαλλόμενο κράτος παύουν να ισχύουν από τη στιγμή που οι αρμόδιες κατά τα άρθρα 5 έως 10 αρχές αποφάνθηκαν για τα μέτρα προστασίας που απαιτεί η περίσταση.
3. Τα ληφθέντα κατ’ εφαρμογή της πρώτης παραγράφου μέτρα σχετικά με παιδί που έχει τη συνήθη διαμονή του σε μη συμβαλλόμενο κράτος παύουν να ισχύουν στο συμβαλλόμενο κράτος στο οποίο ελήφθησαν από τη στιγμή που θα αναγνωρισθούν σε αυτό τα μέτρα που απαιτούνται από την περίσταση και ελήφθησαν από τις αρχές άλλου κράτους.
Άρθρο 13
1. Οι αρχές συμβαλλόμενου κράτους οι οποίες έχουν διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10, να λάβουν μέτρα σχετικά με την προστασία του προσώπου ή της περιουσίας του παιδιού, οφείλουν να απόσχουν από την άσκηση της δικαιοδοσίας αυτής εάν, κατά την έναρξη της διαδικασίας, έχουν ζητηθεί αντίστοιχα μέτρα από τις αρχές άλλου συμβαλλομένου κράτους οι οποίες κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως είχαν διεθνή δικαιοδοσία, κατά τα άρθρα 5 έως 10, και τα οποία βρίσκονται ακόμα υπό εξέταση.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται, αν οι αρχές ενώπιον των οποίων είχε αρχικά υποβληθεί το αίτημα λήψεως των μέτρων είχαν αποποιηθεί τη δικαιοδοσία τους.
Άρθρο 14
Τα μέτρα που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογή των άρθρων 5 έως 10 παραμένουν σε ισχύ σύμφωνα με τους προβλεπόμενους όρους, ακόμα και αν λόγω μεταβολής των συνθηκών καταργηθεί η βάση στην οποία είχε θεμελιωθεί η διεθνής δικαιοδοσία, εφόσον οι αρμόδιες δυνάμει της συμβάσεως αρχές δεν τροποποιήσουν, δεν αντικαταστήσουν ή δεν άρουν τα μέτρα αυτά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ
Άρθρο 15
1. Κατά την άσκηση της διεθνούς δικαιοδοσίας τους σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου II, οι αρχές των συμβαλλομένων κρατών εφαρμόζουν το εθνικό τους δίκαιο.
2. Εντούτοις, εφόσον απαιτείται για την προστασία του προσώπου ή της περιουσίας του παιδιού, δύνανται κατ’ εξαίρεση να εφαρμόσουν ή να λάβουν υπόψη τους το δίκαιο άλλου κράτους με το οποίο η υπόθεση έχει στενό σύνδεσμο.
3. Σε περίπτωση μεταφοράς της συνήθους διαμονής του παιδιού σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, το δίκαιο αυτού του άλλου κράτους διέπει, από τη στιγμή της μεταφοράς, τους όρους εφαρμογής των μέτρων που είχαν ληφθεί στο κράτος της προηγουμένης συνήθους διαμονής.
Άρθρο 16
1. Η εκ του νόμου ανάθεση ή παύση της γονικής μέριμνας, χωρίς παρέμβαση δικαστικής ή διοικητικής αρχής, διέπεται από το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού.
2. Η ανάθεση ή παύση της γονικής μέριμνας με συμφωνία ή μονομερή δικαιοπραξία, χωρίς παρέμβαση δικαστικής ή διοικητικής αρχής, διέπεται από το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού κατά την έναρξη ισχύος της συμφωνίας ή μονομερούς δικαιοπραξίας.
3. Η κατά το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού γονική μέριμνα διατηρείται και μετά τη μεταφορά της συνήθους διαμονής σε άλλο κράτος.
4. Σε περίπτωση μεταβολής της συνήθους διαμονής του παιδιού, η εκ του νόμου ανάθεση της γονικής μέριμνας σε πρόσωπο που δεν την έχει ήδη διέπεται από το δίκαιο του κράτους της νέας συνήθους διαμονής.
Άρθρο 17
Η άσκηση της γονικής μέριμνας διέπεται από το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού. Σε περίπτωση μεταβολής της συνήθους διαμονής του παιδιού, διέπεται από το δίκαιο του κράτους της νέας συνήθους διαμονής.
Άρθρο 18
Η προβλεπόμενη στο άρθρο 16 γονική μέριμνα αφαιρείται, ή τροποποιούνται οι όροι άσκησής της, με μέτρα λαμβανόμενα κατ’ εφαρμογή της παρούσας σύμβασης.
Άρθρο 19
1. Η ισχύς συναλλαγής μεταξύ τρίτου και άλλου προσώπου, που θα είχε την ιδιότητα του νομίμου αντιπροσώπου του παιδιού κατά το δίκαιο του κράτους στο οποίο λαμβάνει χώρα η συναλλαγή, δεν δύναται να αμφισβητηθεί, ούτε δύναται να γεννηθεί ευθύνη του τρίτου για μόνο το λόγο ότι αυτό το άλλο πρόσωπο δεν είχε την ιδιότητα του νομίμου αντιπροσώπου του παιδιού δυνάμει του δικαίου που ορίζεται εφαρμοστέο από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, εκτός εάν ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η γονική μέριμνα διεπόταν από το δίκαιο αυτό.
2. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται μόνο εφόσον η συναλλαγή έλαβε χώρα μεταξύ προσώπων ευρισκομένων στο έδαφος του ίδιου κράτους.
Άρθρο 20
Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται ακόμα και αν το δίκαιο που ορίζουν ως εφαρμοστέο είναι δίκαιο μη συμβαλλομένου κράτους.
Άρθρο 21
1. Κατά την έννοια του παρόντος κεφαλαίου, ως «δίκαιο» νοείται το δίκαιο που ισχύει σε ένα κράτος, κατ’ αποκλεισμό των κανόνων συγκρούσεως.
2. Εντούτοις, αν το εφαρμοστέο δυνάμει του άρθρου 16 δίκαιο είναι δίκαιο μη συμβαλλομένου κράτους και αν οι κανόνες συγκρούσεως αυτού του κράτους ορίζουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο άλλου μη συμβαλλομένου κράτους που θα εφάρμοζε το δικό του δίκαιο, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο αυτού του άλλου κράτους. Αν το δίκαιο αυτού του άλλου μη συμβαλλομένου κράτους δεν εφαρμόζεται, τότε εφαρμοστέο είναι το οριζόμενο από το άρθρο 16.
Άρθρο 22
Το οριζόμενο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου δίκαιο δεν εφαρμόζεται μόνο εφόσον η εφαρμογή του θα ήταν προδήλως αντίθετη προς τη δημόσια τάξη, λαμβανομένου υπόψη του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Άρθρο 23
1. Τα μέτρα που λαμβάνονται από τις αρχές συμβαλλομένου κράτους αναγνωρίζονται αυτοδικαίως στα άλλα συμβαλλόμενα κράτη.
2. Η αναγνώριση δύναται, εντούτοις, να αποκλεισθεί:
α) |
εάν το μέτρο ελήφθη από αρχή της οποίας η διεθνής δικαιοδοσία δεν ήταν θεμελιωμένη σε λόγο προβλεπόμενο στο κεφάλαιο ΙΙ· |
β) |
εάν το μέτρο ελήφθη, με εξαίρεση την περίπτωση του κατεπείγοντος, στο πλαίσιο δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας, χωρίς να έχει δοθεί στο παιδί η δυνατότητα να ακουσθεί, κατά παράβαση των θεμελιωδών δικονομικών αρχών του κράτους στο οποίο ζητείται η αναγνώριση· |
γ) |
κατόπιν αιτήσεως κάθε προσώπου που ισχυρίζεται ότι αυτό το μέτρο θίγει τη γονική του μέριμνα, εάν αυτό το μέτρο ελήφθη, με εξαίρεση την περίπτωση του κατεπείγοντος, χωρίς να έχει δοθεί στο πρόσωπο αυτό η δυνατότητα να ακουσθεί· |
δ) |
εάν η αναγνώριση είναι προδήλως αντίθετη προς τη δημόσια τάξη του κράτους στο οποίο ζητείται, λαμβανομένου υπόψη του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού· |
ε) |
εάν το μέτρο είναι ασυμβίβαστο με μεταγενέστερο μέτρο που ελήφθη στο μη συμβαλλόμενο κράτος της συνήθους διαμονής του παιδιού, όταν το μεταγενέστερο μέτρο πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την αναγνώρισή του στο κράτος στο οποίο ζητείται η αναγνώριση· |
στ) |
εάν δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 33. |
Άρθρο 24
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του άρθρου 23, κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο δύναται να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές συμβαλλομένου κράτους να αποφασίσουν για την αναγνώριση ή μη ενός μέτρου ληφθέντος σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος. Η διαδικασία διέπεται από το δίκαιο του κράτους στο οποίο ζητείται η αναγνώριση.
Άρθρο 25
Η αρχή του κράτους στο οποίο ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις των πραγματικών περιστατικών, στις οποίες η αρχή του κράτους που έλαβε το μέτρο θεμελίωσε τη διεθνή δικαιοδοσία της.
Άρθρο 26
1. Εάν τα μέτρα που ελήφθησαν σε συμβαλλόμενο κράτος και είναι εκτελεστά στο κράτος αυτό πρέπει να εκτελεσθούν σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, κηρύσσονται εκτελεστά ή καταχωρίζονται προς εκτέλεση σε αυτό το άλλο κράτος, κατόπιν αιτήσεως παντός ενδιαφερομένου, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το δίκαιο του κράτους αυτού.
2. Κάθε συμβαλλόμενο κράτος εφαρμόζει, για την κήρυξη της εκτελεστότητος ή για την καταχώριση προς εκτέλεση, απλή και ταχεία διαδικασία.
3. Η κήρυξη της εκτελεστότητος ή η καταχώριση προς εκτέλεση δύνανται να μη γίνουν δεκτές μόνο για ένα από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 23 παράγραφος 2.
Άρθρο 27
Με την επιφύλαξη των όσων είναι απαραίτητα για την εφαρμογή των προηγουμένων άρθρων, η αρχή του κράτους εκτελέσεως δεν δύναται να προβεί σε αναθεώρηση επί της ουσίας του ληφθέντος μέτρου.
Άρθρο 28
Τα ληφθέντα σε συμβαλλόμενο κράτος μέτρα, τα οποία κηρύχθηκαν εκτελεστά ή καταχωρίσθηκαν προς εκτέλεση σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, εκτελούνται στο τελευταίο αυτό κράτος σαν να είχαν ληφθεί από τις αρχές του κράτους αυτού. Η εκτέλεση λαμβάνει χώρα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτελέσεως εντός των ορίων που προβλέπονται από το εν λόγω δίκαιο, λαμβανομένου υπόψη του υπερτέρου συμφέροντος του παιδιού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
Άρθρο 29
1. Κάθε συμβαλλόμενο κράτος ορίζει κεντρική αρχή επιφορτισμένη με τα καθήκοντα που επιβάλλονται από τη σύμβαση στις αρχές αυτές.
2. Ομοσπονδιακά κράτη, κράτη με περισσότερα του ενός ισχύοντα δικαιϊκά συστήματα ή κράτη που περιλαμβάνουν αυτόνομες εδαφικές ενότητες, είναι ελεύθερα να ορίσουν περισσότερες της μιας κεντρικές αρχές και να εξειδικεύσουν το εδαφικό ή προσωπικό πεδίο των λειτουργιών τους. Το κράτος που κάνει χρήση αυτής της ευχέρειας ορίζει την κεντρική αρχή στην οποία θα απευθύνεται κάθε αλληλογραφία προς διαβίβαση στην αρμόδια κεντρική αρχή του κράτους αυτού.
Άρθρο 30
1. Οι κεντρικές αρχές οφείλουν να συνεργάζονται μεταξύ τους και να προάγουν τη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών τους για την πραγματοποίηση των στόχων της σύμβασης.
2. Στο πλαίσιο εφαρμογής της σύμβασης, οι κεντρικές αρχές προβαίνουν στις απαραίτητες ενέργειες για να παρέχουν πληροφορίες για τη νομοθεσία τους, καθώς και για τις διαθέσιμες στο κράτος τους υπηρεσίες σε θέματα προστασίας των παιδιών.
Άρθρο 31
Η κεντρική αρχή συμβαλλόμενου κράτους προβαίνει, είτε απευθείας είτε με τη συνδρομή δημοσίων αρχών ή άλλων οργανισμών, σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες:
α) |
για να διευκολύνει την επικοινωνία και να παρέχει τη συνδρομή που προβλέπεται στα άρθρα 8 και 9 και στο παρόν κεφάλαιο· |
β) |
για να διευκολύνει, με τη διαμεσολάβηση, το συμβιβασμό ή ανάλογα μέσα, το φιλικό διακανονισμό για την προστασία του προσώπου ή της περιουσίας του παιδιού, στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες εφαρμόζεται η σύμβαση· |
γ) |
για να βοηθά, ύστερα από αίτηση αρμόδιας αρχής άλλου συμβαλλομένου κράτους, στον εντοπισμό του παιδιού που φέρεται να βρίσκεται στο έδαφος του κράτους της και έχει ανάγκη προστασίας. |
Άρθρο 32
Κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως της κεντρικής αρχής ή άλλης αρμόδιας αρχής συμβαλλομένου κράτους με το οποίο το παιδί έχει στενό δεσμό, η κεντρική αρχή του συμβαλλόμενου κράτους, στο οποίο το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του και στο οποίο βρίσκεται, δύναται, είτε απευθείας είτε με τη συνδρομή δημόσιων αρχών ή άλλων οργανισμών:
α) |
να υποβάλει έκθεση σχετικά με την κατάσταση του παιδιού· |
β) |
να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους της να εξετάσει την ανάγκη λήψεως μέτρων για την προστασία του προσώπου ή της περιουσίας του παιδιού. |
Άρθρο 33
1. Όταν αρχή η οποία έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10, μελετά την τοποθέτηση παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ίδρυμα ή την ανάληψη της επιμελείας του με kafala ή με ανάλογο θεσμό, και αν αυτή η τοποθέτηση ή η ανάληψη της επιμελείας πρόκειται να λάβει χώρα σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, συσκέπτεται προηγουμένως με την κεντρική αρχή ή άλλη αρμόδια αρχή αυτού του τελευταίου κράτους. Προς το σκοπό αυτό της διαβιβάζει έκθεση σχετική με το παιδί και τους λόγους της προτεινομένης τοποθέτησής του ή αναλήψεως της επιμελείας.
2. Η απόφαση για την τοποθέτηση ή την ανάληψη της επιμελείας δεν δύναται να ληφθεί στο κράτος που τη ζητά, παρά μόνον εφόσον η κεντρική αρχή ή άλλη αρμόδια αρχή του κράτους, από το οποίο ζητείται, συναινεί σε αυτή την τοποθέτηση ή ανάληψη επιμελείας, λαμβανομένου υπόψη του υπερτέρου συμφέροντος του παιδιού.
Άρθρο 34
1. Όταν εξετάζεται η λήψη μέτρου προστασίας, οι δυνάμει της σύμβασης αρμόδιες αρχές δύνανται, εφόσον το απαιτεί η κατάσταση του παιδιού, να καλέσουν τις αρχές άλλου συμβαλλομένου κράτους που έχουν χρήσιμες για την προστασία του παιδιού πληροφορίες να τους τις διαβιβάσει.
2. Κάθε συμβαλλόμενο κράτος δύναται να δηλώσει ότι οι κατά την παράγραφο 1 αιτήσεις θα διαβιβάζονται στις αρχές του μόνον μέσω της κεντρικής του αρχής.
Άρθρο 35
1. Οι αρμόδιες αρχές συμβαλλομένου κράτους δύνανται να ζητούν από τις αρχές άλλου συμβαλλομένου κράτους τη συνδρομή τους για την εφαρμογή των λαμβανομένων κατ’ εφαρμογή της συμβάσεως μέτρων προστασίας, ιδιαίτερα για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως του δικαιώματος επισκέψεως και του δικαιώματος διατηρήσεως απευθείας τακτικών επαφών.
2. Οι αρχές συμβαλλομένου κράτους στο οποίο το παιδί δεν έχει τη συνήθη διαμονή του δύνανται, κατ’ αίτηση γονέως που διαμένει στο κράτος αυτό και επιθυμεί να αποκτήσει ή να διατηρήσει δικαίωμα επισκέψεως, να συλλέξουν πληροφορίες ή αποδείξεις και να αποφανθούν για την καταλληλότητα αυτού του γονέως να ασκεί το δικαίωμα επισκέψεως και για τους όρους υπό τους οποίους θα μπορούσε να το ασκεί. Η αρχή που έχει, κατά τα άρθρα 5 έως 10, διεθνή δικαιοδοσία να αποφασίσει για το δικαίωμα επισκέψεως, οφείλει, πριν αποφασίσει, να λάβει υπόψη της αυτές τις πληροφορίες, τις αποδείξεις ή τα συμπεράσματα.
3. Η κατά τα άρθρα 5 έως 10 αρμόδια για να αποφασίζει για το δικαίωμα επισκέψεως αρχή δύναται να αναβάλει τη διαδικασία, έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία της παραγράφου 2, κυρίως όταν εξετάζει αίτημα περιορισμού ή αφαίρεσης δικαιώματος επισκέψεως που είχε αναγνωρισθεί στο κράτος της προηγουμένης συνήθους διαμονής του παιδιού.
4. Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει την αρμόδια κατά τα άρθρα 5 έως 10 αρχή να λαμβάνει προσωρινά μέτρα, έως ότου ολοκληρωθεί η προβλεπομένη στην παράγραφο 2 διαδικασία.
Άρθρο 36
Στην περίπτωση που το παιδί εκτίθεται σε σοβαρό κίνδυνο, οι αρμόδιες αρχές του συμβαλλομένου κράτους στο οποίο ελήφθησαν ή είναι υπό εξέταση τα μέτρα προστασίας του παιδιού αυτού, εάν πληροφορηθούν μεταβολή της διαμονής του παιδιού ή την παρουσία του σε άλλο κράτος, ενημερώνουν τις αρχές αυτού του κράτους για τον κίνδυνο και για τα ληφθέντα ή υπό εξέταση μέτρα.
Άρθρο 37
Οι αρχές δεν ζητούν ούτε διαβιβάζουν πληροφορίες κατ’ εφαρμογή αυτού του κεφαλαίου, εάν πιστεύουν ότι αυτή η ενέργεια θα έθετε σε κίνδυνο το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού ή θα συνιστούσε σοβαρή απειλή για την ελευθερία ή τη ζωή μέλους της οικογενείας του.
Άρθρο 38
1. Με την επιφύλαξη της δυνατότητας να απαιτήσουν εύλογες δαπάνες για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες, οι κεντρικές και λοιπές δημόσιες αρχές των συμβαλλομένων κρατών φέρουν τις δικές τους δαπάνες που απορρέουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου.
2. Οιοδήποτε συμβαλλόμενο κράτος δύναται να συνάψει συμφωνίες με ένα ή περισσότερα άλλα συμβαλλόμενα κράτη για τον καταμερισμό των εξόδων.
Άρθρο 39
Οιοδήποτε συμβαλλόμενο κράτος δύναται να συνάψει συμφωνίες με ένα ή περισσότερα άλλα συμβαλλόμενα κράτη, προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου στις μεταξύ τους σχέσεις. Τα κράτη που συνάπτουν τέτοιες συμφωνίες διαβιβάζουν σχετικό αντίγραφο στο θεματοφύλακα της σύμβασης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 40
1. Οι αρχές του συμβαλλομένου κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού ή του συμβαλλομένου κράτους στο οποίο έχει ληφθεί μέτρο προστασίας δύνανται να χορηγήσουν στον έχοντα τη γονική μέριμνα ή σε κάθε πρόσωπο επιφορτισμένο με την προστασία του προσώπου ή της περιουσίας του παιδιού, κατόπιν αιτήσεώς του, πιστοποιητικό που θα αποδεικνύει την ιδιότητά του και τις εξουσίες που του έχουν απονεμηθεί.
2. Η ιδιότητα και οι εξουσίες που αναφέρονται στο πιστοποιητικό θεωρούνται κεκτημένες, εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο.
3. Κάθε συμβαλλόμενο κράτος ορίζει τις αρμόδιες για την έκδοση του πιστοποιητικού αρχές.
Άρθρο 41
Τα προσωπικά δεδομένα που συλλέγονται ή διαβιβάζονται σύμφωνα με τη σύμβαση δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συνελέγησαν ή διαβιβάσθηκαν.
Άρθρο 42
Οι αρχές στις οποίες διαβιβάζονται πληροφορίες εξασφαλίζουν το απόρρητο των πληροφοριών σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους των.
Άρθρο 43
Τα έγγραφα που διαβιβάζονται ή χορηγούνται κατ’ εφαρμογή της σύμβασης απαλλάσσονται επικύρωσης ή άλλης ανάλογης διατύπωσης.
Άρθρο 44
Κάθε συμβαλλόμενο κράτος δύναται να ορίσει τις αρχές στις οποίες πρέπει να απευθύνονται οι αιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 8, 9 και 33.
Άρθρο 45
1. Οι οριζόμενες σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 44 αρχές γνωστοποιούνται στο Μόνιμο Γραφείο της Συνδιάσκεψης Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου της Χάγης.
2. Η αναφερόμενη στο άρθρο 34 παράγραφος 2 δήλωση γίνεται στο θεματοφύλακα της σύμβασης.
Άρθρο 46
Συμβαλλόμενο κράτος στο οποίο εφαρμόζονται διαφορετικά δικαιϊκά συστήματα ή διαφορετικά σύνολα κανόνων δικαίου για ζητήματα προστασίας του παιδιού και της περιουσίας του, δεν υποχρεούται να εφαρμόζει τους κανόνες της σύμβασης στις συγκρούσεις μεταξύ αποκλειστικά αυτών των διαφορετικών δικαιϊκών συστημάτων ή των συνόλων κανόνων δικαίου.
Άρθρο 47
Έναντι κράτους στο οποίο δύο ή περισσότερα δικαιϊκά συστήματα ή σύνολα κανόνων δικαίου εφαρμόζονται σε διαφορετικές εδαφικές ενότητες όσον αφορά ζητήματα διεπόμενα από την παρούσα σύμβαση:
1. |
κάθε αναφορά στη συνήθη διαμονή στο κράτος αυτό νοείται ως αναφορά στη συνήθη διαμονή σε μία εδαφική ενότητα, |
2. |
κάθε αναφορά στην παρουσία του παιδιού στο κράτος αυτό νοείται ως αναφορά στην παρουσία του παιδιού σε μία εδαφική ενότητα, |
3. |
κάθε αναφορά στον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων του παιδιού στο κράτος αυτό νοείται ως αναφορά στον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων του παιδιού σε μία εδαφική ενότητα, |
4. |
κάθε αναφορά στο κράτος του οποίου την ιθαγένεια έχει το παιδί νοείται ως αναφορά στην εδαφική ενότητα την οποία υποδεικνύει το δίκαιο αυτού του κράτους ή, ελλείψει προσηκόντων κανόνων, στην εδαφική ενότητα με την οποία το παιδί έχει το στενότερο δεσμό, |
5. |
κάθε αναφορά στο κράτος οι αρχές του οποίου έχουν επιληφθεί αγωγής διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού των γονέων του παιδιού ή ακυρώσεως του γάμου τους νοείται ως αναφορά στην εδαφική ενότητα οι αρχές της οποίας επελήφθη τέτοιας αγωγής, |
6. |
κάθε αναφορά στο κράτος με το οποίο το παιδί έχει στενό δεσμό νοείται ως αναφορά στην εδαφική ενότητα με την οποία το παιδί έχει τέτοιο δεσμό, |
7. |
κάθε αναφορά στο κράτος στο οποίο το παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατείται νοείται ως αναφορά στην εδαφική ενότητα στην οποία το παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατείται, |
8. |
κάθε αναφορά σε οργανισμούς ή αρχές αυτού του κράτους, πλην των κεντρικών αρχών, νοείται ως αναφορά σε εξουσιοδοτημένους να δράσουν στη συγκεκριμένη εδαφική ενότητα οργανισμούς ή αρχές, |
9. |
κάθε αναφορά στο δίκαιο, τη διαδικασία ή σε αρχή του κράτους στο οποίο ελήφθη μέτρο νοείται ως αναφορά στο δίκαιο, τη διαδικασία ή σε αρχή της εδαφικής ενότητος στην οποία αυτό το μέτρο ελήφθη, |
10. |
κάθε αναφορά στο δίκαιο, τη διαδικασία ή σε αρχή του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως νοείται ως αναφορά στο δίκαιο, τη διαδικασία ή σε αρχή της εδαφικής ενότητος στην οποία επιδιώκεται η αναγνώριση ή η εκτέλεση. |
Άρθρο 48
Για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δυνάμει του κεφαλαίου III δικαίου, όταν κράτος περιλαμβάνει δύο ή περισσότερες εδαφικές ενότητες, καθεμία από τις οποίες έχει το δικό της δικαιϊκό σύστημα ή σύνολο κανόνων δικαίου για ζητήματα που διέπονται από την παρούσα σύμβαση, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες δικαίου:
α) |
σε περίπτωση που στο κράτος αυτό ισχύουν κανόνες που προσδιορίζουν την εδαφική ενότητα της οποίας το δίκαιο είναι εφαρμοστέο, εφαρμόζεται το δίκαιο της ενότητας αυτής· |
β) |
ελλείψει τέτοιων κανόνων, εφαρμόζεται το δίκαιο της εδαφικής ενότητος που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47. |
Άρθρο 49
Για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δυνάμει του κεφαλαίου III δικαίου, όταν κράτος περιλαμβάνει δύο ή περισσότερα δικαιϊκά συστήματα ή σύνολα κανόνων δικαίου εφαρμοστέα σε διαφορετικές κατηγορίες προσώπων για ζητήματα που διέπονται από την παρούσα σύμβαση, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:
α) |
σε περίπτωση που στο κράτος αυτό ισχύουν κανόνες που ορίζουν ποιο από τα δίκαια αυτά είναι εφαρμοστέο, εφαρμόζεται το δίκαιο αυτό· |
β) |
ελλείψει τέτοιων κανόνων, εφαρμόζεται το δικαιϊκό σύστημα ή το σύνολο κανόνων δικαίου με το οποίο το παιδί έχει στενότερο σύνδεσμο. |
Άρθρο 50
Η παρούσα σύμβαση δεν θίγει τη σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1980 για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών στις σχέσεις μεταξύ των μερών και των δύο συμβάσεων. Εντούτοις, τίποτα δεν εμποδίζει την επίκληση διατάξεων της παρούσας σύμβασης για να επιτευχθεί η επιστροφή ενός παιδιού που μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα ή για να οργανωθεί δικαίωμα επισκέψεως.
Άρθρο 51
Στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών, η παρούσα σύμβαση αντικαθιστά τη σύμβαση της 5ης Οκτωβρίου 1961 για τη δικαιοδοσία των αρχών και το εφαρμοστέο δίκαιο σε θέματα προστασίας ανηλίκων και τη σύμβαση για τη ρύθμιση της κηδεμονίας ανηλίκων, που υπεγράφη στη Χάγη τη 12η Ιουνίου 1902, με την επιφύλαξη της αναγνωρίσεως των μέτρων που ελήφθησαν σύμφωνα με την προαναφερθείσα σύμβασης της 5ης Οκτωβρίου 1961.
Άρθρο 52
1. Η παρούσα σύμβαση δεν επηρεάζει διεθνείς πράξεις στις οποίες έχουν προσχωρήσει συμβαλλόμενα κράτη και οι οποίες περιέχουν διατάξεις για ζητήματα που διέπονται από την παρούσα σύμβαση, εκτός αν γίνει αντίθετη δήλωση από τα κράτη μέρη των πράξεων αυτών.
2. Η παρούσα σύμβαση δεν επηρεάζει τη δυνατότητα ενός ή περισσοτέρων συμβαλλομένων κρατών να συνάπτουν συμφωνίες που περιλαμβάνουν, αναφορικά με τα παιδιά που έχουν τη συνήθη διαμονή τους σε ένα από τα κράτη μέρη των συμφωνιών αυτών, διατάξεις για ζητήματα που διέπονται από την παρούσα σύμβαση.
3. Οι συμφωνίες που θα συναφθούν από ένα ή περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη για ζητήματα που διέπονται από την παρούσα σύμβαση δεν επηρεάζουν, στις σχέσεις αυτών των κρατών με τα λοιπά συμβαλλόμενα κράτη, την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας σύμβασης.
4. Οι προηγούμενες παράγραφοι εφαρμόζονται επίσης επί ομοιομόρφων νόμων που βασίζονται στην ύπαρξη ειδικών δεσμών, περιφερειακής κυρίως φύσεως, μεταξύ των εν λόγω κρατών.
Άρθρο 53
1. Η σύμβαση εφαρμόζεται μόνο για μέτρα που λαμβάνονται σε κράτος μετά την έναρξη ισχύος της συμβάσεως στο κράτος αυτό.
2. Η σύμβαση εφαρμόζεται στην αναγνώριση και την εκτέλεση των μέτρων που λαμβάνονται μετά την έναρξη ισχύος της, στις σχέσεις μεταξύ του κράτους στο οποίο τα μέτρα ελήφθησαν και του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως.
Άρθρο 54
1. Κάθε αλληλογραφία προς την κεντρική αρχή ή προς κάθε άλλη αρχή συμβαλλομένου κράτους γίνεται στη γλώσσα του πρωτοτύπου και συνοδεύεται από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες αυτού του κράτους, ή, εάν αυτή η μετάφραση δεν είναι εφικτή, από μετάφραση στη γαλλική ή στην αγγλική γλώσσα.
2. Εντούτοις, ένα συμβαλλόμενο κράτος δύναται, διατυπώνοντας την επιφύλαξη που προβλέπεται στο άρθρο 60, να αντιταχθεί στη χρήση είτε της γαλλικής είτε της αγγλικής γλώσσας, όχι όμως και των δύο.
Άρθρο 55
1. Ένα συμβαλλόμενο κράτος δύναται σύμφωνα με το άρθρο 60:
α) |
να επιφυλαχθεί της διεθνούς δικαιοδοσίας των αρχών του για τη λήψη μέτρων προστασίας των περιουσιακών στοιχείων του παιδιού που βρίσκονται στο έδαφός του· |
β) |
να επιφυλαχθεί του δικαιώματος να μην αναγνωρίσει γονική μέριμνα ή μέτρο εφόσον δεν συνάδουν προς μέτρο που ελήφθη από τις δικές του αρχές αναφορικά με αυτά τα περιουσιακά στοιχεία. |
2. Η επιφύλαξη δύναται να περιορίζεται σε συγκεκριμένες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων.
Άρθρο 56
Ο γενικός γραμματέας της Συνδιασκέψεως Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου της Χάγης συγκαλεί, περιοδικώς, ειδική επιτροπή για την εξέταση της πρακτικής λειτουργίας της συμβάσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 57
1. Η σύμβαση είναι ανοικτή για υπογραφή από τα κράτη που ήταν μέλη της Συνδιασκέψεως Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου της Χάγης κατά τη δέκατη όγδοη σύνοδό της.
2. Θα επικυρωθεί, θα γίνει αποδεκτή ή θα εγκριθεί και τα έγγραφα της επικυρώσεως, της αποδοχής ή της εγκρίσεως θα κατατεθούν στο Υπουργείο Εξωτερικών του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, θεματοφύλακα της συμβάσεως.
Άρθρο 58
1. Κάθε άλλο κράτος δύναται να προσχωρήσει στη σύμβαση μετά την έναρξη ισχύος της δυνάμει του άρθρου 61 παράγραφος 1.
2. Το έγγραφο προσχωρήσεως κατατίθεται στο θεματοφύλακα.
3. Η προσχώρηση παράγει αποτελέσματα μόνον στις σχέσεις μεταξύ του προσχωρούντος κράτους και των συμβαλλομένων κρατών που δεν διατυπώνουν αντιρρήσεις για την προχώρηση αυτή εντός έξι μηνών από τη λήψη της προβλεπομένης στο άρθρο 63 στοιχείο β) γνωστοποιήσεως. Τέτοια αντίρρηση δύναται επίσης να διατυπωθεί από οποιοδήποτε κράτος κατά τη μεταγενέστερη της προσχωρήσεως επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση της συμβάσεως. Οι αντιρρήσεις αυτές κοινοποιούνται στο θεματοφύλακα.
Άρθρο 59
1. Ένα κράτος που περιλαμβάνει δύο ή περισσότερες εδαφικές ενότητες στις οποίες εφαρμόζονται, για ζητήματα που διέπονται από την παρούσα σύμβαση, διαφορετικά δικαιϊκά συστήματα, δύναται κατά την υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση ή προσχώρηση, να δηλώσει ότι η σύμβαση θα εφαρμόζεται σε όλες τις εδαφικές του ενότητες ή μόνο σε μία ή σε περισσότερες από αυτές και δύναται οποτεδήποτε να τροποποιήσει αυτή τη δήλωση, προβαίνοντας σε νέα δήλωση.
2. Οι δηλώσεις αυτές κοινοποιούνται στο θεματοφύλακα και προσδιορίζουν ρητά τις εδαφικές ενότητες στις οποίες η σύμβαση εφαρμόζεται.
3. Εάν ένα κράτος δεν προβεί σε δήλωση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η σύμβαση εφαρμόζεται στο σύνολο του εδάφους αυτού του κράτους.
Άρθρο 60
1. Κάθε συμβαλλόμενο κράτος δύναται, το αργότερο κατά την επικύρωση, αποδοχή, έγκριση ή προσχώρηση ή κατά την υποβολή της δυνάμει του άρθρου 59 δηλώσεως, να προβεί στη διατύπωση της μιας ή και των δύο επιφυλάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 54 παράγραφος 2 και στο άρθρο 55. Καμία άλλη επιφύλαξη δεν γίνεται δεκτή.
2. Κάθε συμβαλλόμενο κράτος δύναται, οποτεδήποτε, να ανακαλέσει μια επιφύλαξη που έχει διατυπώσει. Η ανάκληση αυτή κοινοποιείται στο θεματοφύλακα.
3. Τα αποτελέσματα της επιφυλάξεως παύουν την πρώτη ημέρα του τρίτου ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί την αναφερόμενη στην προηγούμενη παράγραφο κοινοποίηση.
Άρθρο 61
1. Η σύμβαση θα αρχίσει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την εκπνοή τριμήνου μετά την κατάθεση του τρίτου εγγράφου επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 57.
2. Στη συνέχεια, η σύμβαση θα τίθεται σε ισχύ:
α) |
για κάθε κράτος που την επικυρώνει, αποδέχεται ή εγκρίνει μεταγενέστερα, την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την εκπνοή τριμήνου μετά την κατάθεση του εγγράφου επικυρώσεως, αποδοχής, εγκρίσεως ή προσχωρήσεώς του· |
β) |
για κάθε κράτος που προσχωρεί, την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την εκπνοή τριμήνου μετά την παρέλευση της εξάμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 58 παράγραφο 3· |
γ) |
για τις εδαφικές ενότητες, στις οποίες επεκτάθηκε η σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 59, την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την εκπνοή τριμήνου μετά την αναφερόμενη σε αυτό το άρθρο κοινοποίηση. |
Άρθρο 62
1. Κάθε κράτος μέρος της συμβάσεως δύναται να την καταγγείλει με γραπτή γνωστοποίηση απευθυνόμενη στο θεματοφύλακα. Η καταγγελία μπορεί να περιορίζεται σε ορισμένες εδαφικές ενότητες στις οποίες εφαρμόζεται η σύμβαση.
2. Η καταγγελία παράγει αποτελέσματα την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την εκπνοή δωδεκαμήνου μετά την ημερομηνία λήψεως της γνωστοποιήσεως από το θεματοφύλακα. Εάν στη γνωστοποίηση καθορίζεται ειδικώς μεγαλύτερη χρονική περίοδος για την παραγωγή των αποτελεσμάτων της καταγγελίας, η καταγγελία παράγει αποτελέσματα με την εκπνοή της εν λόγω χρονικής περιόδου.
Άρθρο 63
Ο θεματοφύλακας γνωστοποιεί στα κράτη μέλη της Συνδιασκέψεως Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου της Χάγης καθώς και στα κράτη που θα προσχωρήσουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 58:
α) |
τις υπογραφές, επικυρώσεις, αποδοχές και εγκρίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 57· |
β) |
τις προσχωρήσεις και τις αντιρρήσεις κατά των προσχωρήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 58· |
γ) |
την ημερομηνία κατά την οποία η σύμβαση τίθεται σε ισχύ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 61· |
δ) |
τις δηλώσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 34 παράγραφος 2 και στο άρθρο 59· |
ε) |
τις συμφωνίες που μνημονεύονται στο άρθρο 39· |
στ) |
τις επιφυλάξεις που μνημονεύονται στο άρθρο 54 παράγραφος 2 και στο άρθρο 55 καθώς και την προβλεπομένη στο άρθρο 60 παράγραφος 2 ανάκληση των επιφυλάξεων· |
ζ) |
τις καταγγελίες που προβλέπονται στο άρθρο 62. |
Σε πίστωση των ανωτέρω, οι υπογράφοντες, δεόντως εξουσιοδοτημένοι, υπέγραψαν την παρούσα σύμβαση.
Έγινε στη Χάγη, στις 19 Οκτωβρίου 1996, στη γαλλική και αγγλική γλώσσα —αμφότερα κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά— σε ένα μόνο αντίτυπο, που θα κατατεθεί στα αρχεία της κυβερνήσεως του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, και του οποίου επικυρωμένο αντίγραφο θα διαβιβασθεί, διά της διπλωματικής οδού, σε όλα τα κράτη μέλη της Συνδιασκέψεως Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου της Χάγης κατά τη δέκατη όγδοη σύνοδό της.