31.7.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198/4


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 907/2007 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Ιουλίου 2007

για την κατάργηση του δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ουρίας, καταγωγής Ρωσίας, μετά την επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, καθώς και για τον τερματισμό των μερικών ενδιάμεσων επανεξετάσεων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3, όσον αφορά τις εν λόγω εισαγωγές καταγωγής Ρωσίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) (στο εξής «ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 3,

την πρόταση που υποβλήθηκε από την Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Ισχύοντα μέτρα

(1)

Τον Μάρτιο του 1995, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 477/95 (2), επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ουρίας, καταγωγής Ρωσικής Ομοσπονδίας (στο εξής «Ρωσία»). Το ποσό του επιβαλλόμενου δασμού ήταν η διαφορά μεταξύ της τιμής των 115 EUR ανά τόνο και της καθαρής τιμής «ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα», πριν από την επιβολή δασμού, εάν η τελευταία αυτή τιμή ήταν χαμηλότερη. Η έρευνα που κατέληξε στην επιβολή αυτών των μέτρων θα αναφέρεται ως «η αρχική έρευνα». Μετά την επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 901/2001 (3), αποφάσισε να διατηρηθούν τα προαναφερθέντα μέτρα. Τα ισχύοντα μέτρα έχουν τη μορφή κυμαινόμενου δασμού βάσει μιας ελάχιστης τιμής εισαγωγής 115 EUR ανά τόνο (στο εξής «τα ισχύοντα μέτρα»). Η έρευνα επανεξέτασης που οδήγησε στη διατήρηση των μέτρων θα αναφέρεται ως «η προηγούμενη έρευνα επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων».

(2)

Τον Δεκέμβριο του 2003, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2228/2003 (4), τερμάτισε μια μερική ενδιάμεση επανεξέταση που είχε ξεκινήσει με πρωτοβουλία της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, ώστε να εξετασθεί η καταλληλότητα της μορφής των ισχυόντων μέτρων, χωρίς καμία τροποποίηση των ισχυόντων μέτρων.

2.   Αιτήσεις επανεξέτασης

(3)

Τον Αύγουστο του 2005 (5), η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ισχύος των ισχυόντων μέτρων. Στις 9 Φεβρουαρίου 2006 η Επιτροπή έλαβε αίτηση για επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των εν λόγω μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, καθώς και αίτηση για μερική ενδιάμεση επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, η οποία θα περιοριζόταν στη μορφή των μέτρων.

(4)

Οι εν λόγω αιτήσεις υποβλήθηκαν από την Ένωση Ευρωπαίων Παραγωγών Λιπασμάτων (EFMA) (στο εξής «ο αιτών») εξ ονόματος των παραγωγών που αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο μέρος και, στην προκειμένη περίπτωση, πάνω από το 50 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής ουρίας.

(5)

Ο αιτών ισχυρίσθηκε και προσκόμισε επαρκή, εκ πρώτης όψεως, στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα μέτρα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συνέχιση ή σε επανάληψη της πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής όσον αφορά τις εισαγωγές ουρίας, καταγωγής Ρωσίας (στο εξής «η οικεία χώρα») και ότι η τρέχουσα μορφή των μέτρων δεν επαρκεί για να εξουδετερώσει τις επιζήμιες επιπτώσεις της πρακτικής ντάμπινγκ.

(6)

Επιπροσθέτως, στις 14 Σεπτεμβρίου 2006, υποβλήθηκε αίτηση για τη διεξαγωγή μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 901/2001 από τη συμμετοχική εταιρεία «Mineral and Chemical Company EuroChem» («EuroChem»), έναν παραγωγό-εξαγωγέα ουρίας στη Ρωσία ο οποίος υπόκειται στα ισχύοντα μέτρα αντιντάμπινγκ.

(7)

Στην αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, η εταιρεία EuroChem προσκόμισε εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν τους ισχυρισμούς της σύμφωνα με τους οποίους, σε ό,τι την αφορά, οι περιστάσεις βάσει των οποίων εφαρμόσθηκαν τα μέτρα έχουν αλλάξει και ότι αυτές οι αλλαγές θα έχουν διάρκεια. Η EuroChem προσκόμισε στοιχεία που αποδείκνυαν ότι η σύγκριση μεταξύ τους δικού της κόστους και των τιμών εξαγωγής της θα είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί το ντάμπινγκ πολύ χαμηλότερα από το επίπεδο των ισχυόντων μέτρων. Ως εκ τούτου, η EuroChem ισχυρίσθηκε ότι η συνεχιζόμενη επιβολή μέτρων στα υφιστάμενα επίπεδα, που βασίζονταν στο επίπεδο του περιθωρίου ζημίας που είχε προηγουμένως καθιερωθεί, δεν ήταν πλέον αναγκαία για την αντιστάθμιση του ντάμπινγκ.

(8)

Η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, ότι υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις για την έναρξη της επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού και των δύο μερικών ενδιάμεσων επανεξετάσεων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, ξεκίνησε τις τρεις επανεξετάσεις με την έκδοση σχετικών ανακοινώσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (6).

3.   Έρευνα

3.1.   Περίοδος έρευνας

(9)

Όσον αφορά την επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, η έρευνα για τη συνέχιση ή την επανάληψη της πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας κάλυψε την περίοδο από την 1η Απριλίου 2005 έως τις 31 Μαρτίου 2006 (στο εξής «η περίοδος έρευνας επανεξέτασης» ή «ΠΕΕ»). Η εξέταση των τάσεων που είχαν σημασία για την εκτίμηση της πιθανότητας συνέχισης ή επανάληψης της ζημίας κάλυψε την περίοδο από το 2002 έως το τέλος της ΠΕΕ (στο εξής «η υπό εξέταση περίοδος»). Η περίοδος που χρησιμοποιήθηκε στη μερική ενδιάμεση επανεξέταση για τη διερεύνηση της καταλληλότητας της μορφής των μέτρων είναι η ίδια με την υπό εξέταση περίοδο στην επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων. Η περίοδος έρευνας για τη μερική ενδιάμεση επανεξέταση που περιοριζόταν στην εξέταση του ντάμπινγκ όσον αφορά την εταιρεία «EuroChem» εκτεινόταν από την 1η Οκτωβρίου 2005 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2006.

3.2.   Μέρη τα οποία αφορά η έρευνα

(10)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επισήμως τους παραγωγούς-εξαγωγείς στη Ρωσία, τους γνωστούς ως ενδιαφερόμενους εισαγωγείς και χρήστες καθώς και τις ενώσεις τους, τους αντιπροσώπους της οικείας χώρας εξαγωγής, τον αιτούντα και τους γνωστούς κοινοτικούς παραγωγούς σχετικά με την έναρξη των δύο επανεξετάσεων. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να εκθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που προβλεπόταν στην ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας.

(11)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τη ρωσική εταιρεία «EuroChem», τον αιτούντα τη μερική ενδιάμεση επανεξέταση που περιορίζεται στην εξέταση της πρακτικής ντάμπινγκ, καθώς και τους εκπροσώπους της Ρωσίας. Οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να υποβάλλουν εγγράφως τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που οριζόταν στην ανακοίνωση.

(12)

Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

(13)

Όσον αφορά την επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων και τη μερική ενδιάμεση επανεξέταση που περιοριζόταν στη μορφή των μέτρων, λόγω του εμφανώς μεγάλου αριθμού κοινοτικών παραγωγών, εισαγωγέων στην Κοινότητα και παραγωγών-εξαγωγέων στη Ρωσία, θεωρήθηκε σκόπιμο, σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, να εξετασθεί το ενδεχόμενο δειγματοληψίας. Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει κατά πόσον είναι όντως αναγκαία η δειγματοληψία και, εάν ναι, να επιλέξει ένα δείγμα, κλήθηκαν τα ανωτέρω μέρη, δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, να αναγγελθούν εντός 15 ημερών από την έναρξη της έρευνας και να παράσχουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που εζητούντο στην ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας.

(14)

Όσον αφορά τους εισαγωγείς στην Κοινότητα, μόνο ένας εισαγωγέας παρείχε τις πληροφορίες που εζητούντο στην εν λόγω ανακοίνωση και εξέφρασε την επιθυμία του να συνεργασθεί περαιτέρω με τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, αποφασίσθηκε ότι δεν ήταν αναγκαία η δειγματοληψία όσον αφορά τους εισαγωγείς.

(15)

Εννέα κοινοτικοί παραγωγοί συμπλήρωσαν δεόντως το έντυπο δειγματοληψίας και συμφώνησαν επισήμως να συνεργασθούν περαιτέρω στην έρευνα. Για το δείγμα επιλέχθηκαν τέσσερις από αυτές τις εννέα εταιρείες, που αποδείχθηκαν αντιπροσωπευτικές του κοινοτικού κλάδου όσον αφορά τον όγκο της παραγωγής και των πωλήσεων ουρίας στην Κοινότητα. Οι τέσσερις δειγματοληπτικά επιλεγμένοι κοινοτικοί παραγωγοί αντιπροσώπευαν περίπου το 50 % της συνολικής παραγωγής του κοινοτικού κλάδου, όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 63, κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, ενώ οι ανωτέρω εννέα κοινοτικοί παραγωγοί αντιπροσώπευαν περίπου το 60 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής. Αυτό το δείγμα αποτελούσε τον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής και πωλήσεων ουρίας στην Κοινότητα ο οποίος θα μπορούσε εύλογα να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας εντός της οριζόμενης προθεσμίας.

(16)

Πέντε παραγωγοί-εξαγωγείς συμπλήρωσαν δεόντως το έντυπο δειγματοληψίας εντός της οριζόμενης προθεσμίας και συμφώνησαν επισήμως να συνεργασθούν περαιτέρω στην έρευνα. Αυτοί οι πέντε παραγωγοί-εξαγωγείς αντιστοιχούσαν στο 60 % των συνολικών ρωσικών εξαγωγών στην Κοινότητα κατά την ΠΕΕ.

(17)

Σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, επιλέχθηκε δείγμα τριών παραγωγών-εξαγωγέων, οι οποίοι θα μπορούσαν εύλογα να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας εντός της οριζόμενης προθεσμίας, με βάση τη μέγιστη ποσότητα εξαγωγών ουρίας προς την Κοινότητα. Αυτοί οι τρεις δειγματοληπτικά επιλεγμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς αντιστοιχούσαν στο 50 % των συνολικών ρωσικών εξαγωγών στην Κοινότητα κατά την ΠΕΕ.

(18)

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, ζητήθηκε η γνώμη των ενδιαφερόμενων μερών όσον αφορά τα δείγματα που επιλέχθηκαν και δεν υπήρξαν ενστάσεις.

(19)

Από επιπλέον πληροφορίες που διατέθηκαν, αποδείχθηκε αργότερα ότι ένας από τους τρεις δειγματοληπτικά επιλεγμένους παραγωγούς-εξαγωγείς δεν ήταν ουσιαστικά μεταξύ εκείνων που είχαν τη μεγαλύτερη ποσότητα εξαγωγών προς την Κοινότητα. Ως εκ τούτου, αυτός ο παραγωγός-εξαγωγέας αποκλείστηκε από το δείγμα και αντικαταστάθηκε από τον τέταρτο στη σειρά παραγωγό-εξαγωγέα. Το έτσι τροποποιημένο δείγμα αντιστοιχούσε στο 48 % των συνολικών ρωσικών εξαγωγών στην Κοινότητα κατά την ΠΕΕ.

(20)

Κατά συνέπεια, απεστάλησαν ερωτηματολόγια στους τέσσερις δειγματοληπτικά επιλεγμένους κοινοτικούς παραγωγούς, στους τρεις δειγματοληπτικά επιλεγμένους ρώσους παραγωγούς-εξαγωγείς, καθώς και σε όλους τους εισαγωγείς και τους χρήστες που αναγγέλθηκαν.

(21)

Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο απεστάλησαν από τους τέσσερις δειγματοληπτικά επιλεγμένους κοινοτικούς παραγωγούς και από τρεις παραγωγούς-εξαγωγείς στη Ρωσία, καθώς και από έναν μη συνδεδεμένο εισαγωγέα και από επτά χρήστες στην Κοινότητα. Επιπροσθέτως, αρκετοί εισαγωγείς και χρήστες και οι ενώσεις τους υπέβαλαν παρατηρήσεις χωρίς να απαντήσουν στο ερωτηματολόγιο.

(22)

Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τις αναλύσεις της και πραγματοποίησε επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

α)

Δειγματοληπτικά επιλεγμένοι κοινοτικοί παραγωγοί

Fertiberia SA, Μαδρίτη, Ισπανία·

Nitrogénművek Zrt., Pétfűrdo, Ουγγαρία·

SKW Stickstoffwerke Piesteritz GmbH, Lutherstadt Wittenberg, Γερμανία·

Yara SA, Βρυξέλλες, Βέλγιο και ο συνδεδεμένος της παραγωγός Yara Sluiskil BV, Sluiskil, Κάτω Χώρες.

β)

Δειγματοληπτικά επιλεγμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς στη Ρωσία

JSC Mineral and Chemical Company (Eurochem), Μόσχα, Ρωσία και οι δύο συνδεδεμένες κατασκευαστικές εταιρείες της:

OJSC Azot (NAK Azot), Novomoskovsk, Ρωσία και

OJSC Nevinnomyssky Azot (Nevinka Azot), Nevinnomyssk, Ρωσία·

JSC Minudobrenia, Perm, Ρωσία·

JSC Acron, Velikij Novgorod, Ρωσία.

B.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1.   Υπό εξέταση προϊόν

(23)

Το υπό εξέταση προϊόν είναι το ίδιο με εκείνο της αρχικής έρευνας και της προηγούμενης έρευνας επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, δηλαδή η ουρία που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 3102 10 10 και 3102 10 90 και είναι καταγωγής Ρωσίας.

(24)

Η ουρία παράγεται κυρίως από την αμμωνία, η οποία προέρχεται με τη σειρά της από το φυσικό αέριο. Μπορεί να έχει στερεά ή υγρή μορφή. Η στερεά ουρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για γεωργικούς και βιομηχανικούς σκοπούς. Η ουρία γεωργικής ποιότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε ως λίπασμα, οπότε και διασπείρεται πάνω στο έδαφος, είτε ως πρόσθετο ζωοτροφών. Η ουρία βιομηχανικής ποιότητας χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για ορισμένες κόλλες και πλαστικές ύλες. Η ουρία σε υγρή μορφή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως λίπασμα και για βιομηχανικούς σκοπούς. Αν και η ουρία διατίθεται στις διάφορες προαναφερόμενες μορφές, τα χημικά χαρακτηριστικά της παραμένουν ουσιαστικά τα ίδια και μπορούν να θεωρούνται, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, ενιαίο προϊόν.

2.   Ομοειδές προϊόν

(25)

Όπως είχε ορισθεί στην αρχική έρευνα και στην προηγούμενη έρευνα επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, οι εν εξελίξει έρευνες επανεξέτασης επιβεβαίωσαν ότι το υπό εξέταση προϊόν και η ουρία που παράγεται και πωλείται από τους κοινοτικούς παραγωγούς στην κοινοτική αγορά, καθώς και η ουρία που παράγεται και πωλείται στη ρωσική εγχώρια αγορά έχουν τα ίδια βασικά χημικά χαρακτηριστικά και ουσιαστικά τις ίδιες χρήσεις. Ως εκ τούτου, τα προϊόντα αυτά θεωρούνται ομοειδή προϊόντα, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

Γ.   ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ Η ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1.   Συνέχιση της πρακτικής ντάμπινγκ κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης

(26)

Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, εξετάσθηκε κατά πόσον η πρακτική ντάμπινγκ εφαρμόσθηκε κατά την ΠΕΕ και, εάν ναι, κατά πόσον η λήξη των μέτρων θα ήταν πιθανό να οδηγήσει σε συνέχιση της πρακτικής ντάμπινγκ.

1.1.   Γενικά

(27)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 16, πέντε ρώσοι παραγωγοί-εξαγωγείς ουρίας συνεργάσθηκαν στην έρευνα. Αυτοί οι πέντε παραγωγοί αντιπροσώπευαν το 60 % των εξαγωγών ουρίας καταγωγής Ρωσίας στην Κοινότητα κατά την ΠΕΕ, ποσοστό που αντιστοιχούσε σε 1,39 εκατ. τόνους. Οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος, καταγωγής Ρωσίας, στην Κοινότητα αντιπροσώπευαν το 16 % της κοινοτικής κατανάλωσης, η οποία ήταν 8,98 εκατ. τόνοι κατά την ΠΕΕ.

(28)

Επομένως, το επίπεδο συνεργασίας θεωρείται υψηλό.

1.2.   Κανονική αξία

(29)

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένας παραγωγός-εξαγωγέας ελέγχει δύο συνδεδεμένες εταιρείες, οι οποίες παράγουν και εξάγουν ουρία. Ως εκ τούτου, το δείγμα για το οποίο γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 19 περιλαμβάνει τέσσερις εταιρείες.

(30)

Κατά πρώτον εξετάσθηκε για κάθε μία από τις τέσσερις εταιρείες εάν οι συνολικές εγχώριες πωλήσεις ουρίας τους ήταν αντιπροσωπευτικές σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, δηλαδή εάν αντιστοιχούσαν στο 5 % ή περισσότερο του συνολικού όγκου πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος που εξήχθη στην Κοινότητα. Από την έρευνα προέκυψε ότι και οι τέσσερις εταιρείες πώλησαν αντιπροσωπευτικές ποσότητες ουρίας στην εγχώρια αγορά.

(31)

Για να διαπιστωθεί κατά πόσον οι πωλήσεις ουρίας στην εγχώρια αγορά πραγματοποιήθηκαν στη συνήθη ροή του εμπορίου, έπρεπε να καθορισθεί το κόστος παρασκευής. Ως προς αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ενεργειακές δαπάνες, όπως οι δαπάνες για ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο, αποτελούν σημαντικό ποσοστό του κόστους παρασκευής και αξιόλογο μέρος του συνολικού κόστους παραγωγής. Για το λόγο αυτό εξετάστηκε, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, κατά πόσον το κόστος που συνδεόταν με την παραγωγή και τις πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος αντικατοπτριζόταν εύλογα στα βιβλία των ενδιαφερόμενων μερών.

(32)

Κατά την έρευνα, δεν προέκυψε ότι ο ηλεκτρισμός δεν αντικατοπτριζόταν εύλογα στα βιβλία. Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι οι τιμές ηλεκτρισμού που καταβλήθηκαν από τους ρώσους παραγωγούς κατά την ΠΕΕ ευθυγραμμίζονταν με τις τιμές της διεθνούς αγοράς, σε σύγκριση με άλλες χώρες, όπως ο Καναδάς και η Νορβηγία. Ωστόσο, δεν ίσχυε το ίδιο για τις τιμές του φυσικού αερίου.

(33)

Πράγματι, όσον αφορά τις προμήθειες φυσικού αερίου, αποδείχθηκε, βάσει στοιχείων που δημοσιεύθηκαν από διεθνώς αναγνωρισμένες πηγές που ειδικεύονται στις ενεργειακές αγορές, ότι η τιμή που καταβλήθηκε από τους ρώσους παραγωγούς ήταν αφύσικα χαμηλή. Ενδεικτικά, η εν λόγω τιμή αντιστοιχούσε στο 1/5 της τιμής εξαγωγής φυσικού αερίου από τη Ρωσία και ήταν επίσης σημαντικά χαμηλότερη από την τιμή φυσικού αερίου που καταβλήθηκε από τους κοινοτικούς παραγωγούς. Ως προς αυτό, από όλα τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι οι εγχώριες τιμές φυσικού αερίου στη Ρωσία ήταν ελεγχόμενες τιμές, οι οποίες είναι πολύ χαμηλότερες από τις τιμές αγοράς που καταβάλλονται σε μη ελεγχόμενες αγορές όσον αφορά το φυσικό αέριο. Αφού το κόστος του φυσικού αερίου δεν αντικατοπτριζόταν εύλογα στα βιβλία των τεσσάρων εταιρειών, έπρεπε να προσαρμοσθεί σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Το κόστος παρασκευής των δειγματοληπτικά επιλεγμένων εταιρειών προσαρμόσθηκε ανάλογα.

(34)

Ελλείψει μη στρεβλωμένων τιμών φυσικού αερίου σχετικά με τη ρωσική εγχώρια αγορά, και σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, οι τιμές φυσικού αερίου έπρεπε να καθορισθούν σε «οποιαδήποτε άλλη εύλογη βάση, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές». Η προσαρμοσμένη τιμή βασιζόταν στη μέση τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου όταν επωλείτο προς εξαγωγή στα σύνορα Γερμανίας/Τσεχικής Δημοκρατίας («Waidhaus»), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος μεταφοράς. Λόγω του ότι το Waidhaus αποτελεί τον κύριο κόμβο για τις πωλήσεις ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ, η οποία είναι η μεγαλύτερη αγορά ρωσικού φυσικού αερίου και έχει τιμές που αντικατοπτρίζουν εύλογα το κόστος, μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική αγορά.

(35)

Μετά την προσαρμογή του κόστους παρασκευής, όπως περιγράφεται ανωτέρω, μόνο δύο εταιρείες είχαν αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις στη συνήθη ροή του εμπορίου. Ως εκ τούτου, για τις δύο αυτές εταιρείες η κανονική αξία βασιζόταν στις εγχώριες πωλήσεις τους του ομοειδούς προϊόντος, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού.

(36)

Για τις άλλες δύο εταιρείες, η κανονική αξία καθοριζόταν βάσει των τιμών των εγχώριων πωλήσεων των δύο παραγωγών που είχαν αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις στη συνήθη ροή του εμπορίου που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 35, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Για λόγους εμπιστευτικότητας, οι πληροφορίες αυτές δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν λεπτομερώς, καθώς η μία από τις δύο εταιρείες από τις οποίες προέρχονται οι πληροφορίες αυτές ήταν συνδεδεμένη με μια εταιρεία για την οποία είχε καθορισθεί η κανονική αξία. Ως εκ τούτου, εάν οι πληροφορίες είχαν δημοσιοποιηθεί, θα μπορούσε η εν λόγω εταιρεία να ανασυνθέσει εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα της άλλης εταιρείας.

1.3.   Τιμή εξαγωγής

(37)

Σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το υπό εξέταση προϊόν εξήχθη σε ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα, η τιμή εξαγωγής καθορίσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού, δηλαδή με βάση την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή εξαγωγής.

(38)

Στην περίπτωση ενός παραγωγού-εξαγωγέα στην οποία οι πωλήσεις είχαν πραγματοποιηθεί μέσω συνδεδεμένου εμπόρου στην Ελβετία, η τιμή εξαγωγής καταρτίστηκε στη βάση των τιμών μεταπώλησης του εν λόγω συνδεδεμένου εμπόρου σε ανεξάρτητους πελάτες. Έγιναν προσαρμογές για το συνολικό κόστος που προέκυψε μεταξύ της αγοράς και της μεταπώλησης, συμπεριλαμβανομένων των τελωνειακών δασμών, των πωλήσεων, των γενικών και διοικητικών δαπανών και ενός εύλογου περιθωρίου κέρδους.

1.4.   Σύγκριση

(39)

Η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής συγκρίθηκαν σε επίπεδο τιμών εκ του εργοστασίου. Για να εξασφαλιστεί ορθή σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, έγιναν προσαρμογές ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Αντίστοιχα, έγιναν προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στο κόστος μεταφοράς, διεκπεραίωσης, φόρτωσης και στα παρεπόμενα έξοδα, στο κόστος της πίστωσης, στις προμήθειες και στο κόστος συσκευασίας, ανάλογα με την περίπτωση, και επαληθεύθηκε με αποδεικτικά στοιχεία.

1.5.   Συνέχιση της πρακτικής ντάμπινγκ

(40)

Το περιθώριο ντάμπινγκ για κάθε παραγωγό-εξαγωγέα καθορίσθηκε βάσει σύγκρισης μεταξύ μιας σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας και μιας σταθμισμένης μέσης τιμής εξαγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 11 και 12 του βασικού κανονισμού.

(41)

Από την έρευνα προέκυψε ότι η πρακτική ντάμπινγκ εφαρμόσθηκε κατά την ΠΕΕ κυρίως σε χαμηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι στην προηγούμενη έρευνα επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων. Ωστόσο, τα περιθώρια ντάμπινγκ, που εκφράζονται ως ποσοστό της τιμής CIF στα κοινοτικά σύνορα, πριν από την καταβολή δασμού, είναι σημαντικά, δηλαδή κυμαίνονται μεταξύ 6 %-23 %.

2.   Πιθανότητα συνέχισης της πρακτικής ντάμπινγκ

2.1.   Συνέπειες από την άρση των ισχυόντων μέτρων στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ

(42)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 1, τα ισχύοντα μέτρα έχουν τη μορφή ελάχιστης τιμής εισαγωγής ύψους 115 EUR/τόνο. Αν και αυτή η ελάχιστη τιμή εισαγωγής είχε αρχικώς επηρεάσει τις ρωσικές τιμές εξαγωγής ουρίας στην Κοινότητα, αυτές οι τιμές ήταν, από το 2003, σημαντικά υψηλότερες από την ελάχιστη τιμή εισαγωγής, όπως φαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 67, και κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ οι μέσες ρωσικές τιμές εξαγωγής υπερέβαιναν την ελάχιστη τιμή εισαγωγής κατά 68 %.

(43)

Κατά συνέπεια, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα ισχύοντα μέτρα δεν επηρέασαν καθόλου ούτε τις τιμές ούτε τις ποσότητες των εξαγωγών ουρίας καταγωγής Ρωσίας. Συνεπώς, δεν είναι πιθανό να επηρεασθούν οι τιμές ή οι ποσότητες των εξαγωγών ουρίας καταγωγής Ρωσίας, εάν καταργηθούν τα μέτρα.

(44)

Παρά τα ανωτέρω, στο πλαίσιο της έρευνας εξετάσθηκαν οι συνέπειες που θα μπορούσαν να είχαν i) η υφιστάμενη ρωσική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και η πιθανή νέα παραγωγική ικανότητα και ii) η πιθανότητα αλλαγής του προορισμού άλλων πωλήσεων προς την Κοινότητα, όπως εξηγείται κατωτέρω.

2.2.   Πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα

(45)

Ο αιτών έχει υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία στην αίτηση επανεξέτασής του σύμφωνα με τα οποία θα υπάρξουν συνολικά εννέα έργα, τα οποία θα παράσχουν σημαντική νέα παραγωγική ικανότητα στη Ρωσία κατά την περίοδο 2005-2007 λόγω ανανέωσης, αναβάθμισης και αποσυμφόρησης, η οποία θα αντιστοιχεί σε αύξηση τουλάχιστον 10 % της υφιστάμενης παραγωγικής ικανότητας.

2.2.1.   Συνεργαζόμενοι παραγωγοί

(46)

Εξετάσθηκαν οι πιθανές συνέπειες της υφιστάμενης πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας. Οι ρώσοι παραγωγοί που επιλέχθηκαν δειγματοληπτικά κατάφεραν να αυξήσουν την παραγωγική ικανότητά τους κατά περίπου 5 %, ενώ αύξησαν την παραγωγή τους κατά περίπου 15 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Ως εκ τούτου, η ονομαστική τους πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα είχε μειωθεί σημαντικά σε 170 000 τόνους ή στο περίπου 6 % της παραγωγικής ικανότητας:

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Παραγωγική ικανότητα

2 567 648

2 567 648

2 567 648

2 640 100

2 686 591

Παραγωγή

2 179 525

2 213 096

2 364 564

2 537 327

2 516 367

Πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα

388 123

354 552

203 084

102 773

170 224

(47)

Συνολικά πέντε έργα από τα εννέα που αναφέρονταν στην αίτηση αφορούσαν συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς. Δύο έργα είχαν ήδη ολοκληρωθεί κατά την υπό εξέταση περίοδο και, ως εκ τούτου, δεν παρείχαν επιπλέον παραγωγική ικανότητα σε σύγκριση με την ΠΕΕ. Για ένα έργο που περιλαμβανόταν στον κατάλογο, διαπιστώθηκε μόνο μια άνευ σημασίας αύξηση της παραγωγικής ικανότητας.

(48)

Όσον αφορά τα δύο μεγαλύτερα έργα, τα οποία αναλογούν στο κυριότερο μέρος της αύξησης της παραγωγικής ικανότητας για την οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 46, αποδείχθηκε ότι η εταιρεία επενδύει όχι μόνο στην ικανότητα παραγωγής ουρίας, αλλά και σε μεταγενέστερες εγκαταστάσεις παραγωγής για προϊόντα, όπως η ουρεϊκή ρητίνη (UFR) και διαλύματα ουρίας και νιτρικού αμμωνίου (UAN). Τα έργα αυτά είτε βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο είτε έχουν ήδη ολοκληρωθεί μετά την ΠΕΕ. Ως εκ τούτου, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγικής ικανότητας αυτών των έργων δεν θα πωληθεί σε ανεξάρτητους πελάτες, αλλά θα δεσμευθεί προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη για τα εν λόγω μεταγενέστερα προϊόντα. Ως εκ τούτου, το στοιχείο αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη στην ακόλουθη αιτιολογική σκέψη.

(49)

Από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι τα τρία έργα θα είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια επιπλέον παραγωγική ικανότητα διαθέσιμη προς πώληση σε ανεξάρτητους πελάτες, η οποία εκτιμάται σε περίπου 150 000-200 000 τόνους. Αυτό αντιστοιχεί στο 10 %-15 % του συνόλου των ρωσικών εξαγωγών προς την Κοινότητα κατά την ΠΕΕ ή σε ένα δυνητικό μερίδιο αγοράς ύψους 1,5 %-2 % της κοινοτικής αγοράς.

2.2.2.   Μη συνεργαζόμενοι παραγωγοί

(50)

Η συνολική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα ως ποσοστό της παραγωγικής ικανότητας στη Ρωσία ευθυγραμμίζεται με την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα που ορίζεται για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς, σύμφωνα με τις πληροφορίες που προσκομίστηκαν από τον αιτούντα. Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι οι μη συνεργαζόμενοι παραγωγοί διαθέτουν επίσης πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα περίπου ίση με το 5 % της παραγωγικής ικανότητας, η οποία εκτιμάται σε περίπου 140 000 τόνους κατά την ΠΕΕ.

(51)

Συνολικά τέσσερα έργα από τα εννέα που αναφέρονταν στην αίτηση αφορούσαν μη συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς. Τα έργα αυτά αξιολογήθηκαν βάσει των διαθέσιμων στοιχείων. Για ένα έργο διαπιστώθηκε ότι δεν αφορούσε το υπό εξέταση προϊόν αλλά τη μεθανόλη. Ένα έργο είχε ήδη ολοκληρωθεί κατά την υπό εξέταση περίοδο και, ως εκ τούτου, δεν παρείχε επιπλέον παραγωγική ικανότητα σε σύγκριση με την ΠΕΕ. Ένα σχέδιο αφορούσε μια άνευ σημασίας επένδυση ύψους μικρότερου του 1 εκατ. EUR ετησίως και, ως εκ τούτου, θεωρήθηκε ότι δεν επηρεάζει ποσοτικά τη ρωσική παραγωγική ικανότητα. Όσον αφορά το τελευταίο έργο, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικής ικανότητας κατά περίπου 100 000 τόνους (ποσότητα που αντιστοιχεί στο περίπου 7 % των συνολικών ρωσικών εξαγωγών στην Κοινότητα κατά την ΠΕΕ ή σε ένα δυνητικό μερίδιο ύψους 1 % της κοινοτικής αγοράς).

2.2.3.   Συμπεράσματα σχετικά με την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα

(52)

Η έρευνα έδειξε ότι η επιπλέον παραγωγική ικανότητα που θα είναι διαθέσιμη μεσοπρόθεσμα θα πλησιάζει τους 500 000 τόνους. Αλλά καθώς σημαντικό μέρος της επιπλέον ποσότητας θα δεσμευθεί λόγω ανανέωσης, αναβάθμισης και αποσυμφόρησης ώστε να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη για μεταγενέστερα προϊόντα, συνάγεται το συμπέρασμα ότι μόνο το περίπου 50 % αυτής της ποσότητας θα διατίθεται προς πώληση σε ανεξάρτητους πελάτες.

(53)

Εφόσον η ρωσική εγχώρια αγορά είναι μικρή και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι είναι πιθανό να αλλάξει αυτή η κατάσταση στο μέλλον, οποιαδήποτε αύξηση της παραγωγής θα διατεθεί προς εξαγωγή. Δεδομένου ότι η χρήση της ονομαστικής παραγωγικής ικανότητας των ρώσων παραγωγών είναι περίπου 95 %, μόνο περιορισμένες επιπλέον ποσότητες διατίθενται προς εξαγωγή.

(54)

Η υφιστάμενη πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και η αναμενόμενη στο άμεσο μέλλον επιπλέον παραγωγική ικανότητα που δεν θα χρησιμοποιείται για δεσμευμένη χρήση αντιπροσωπεύουν από κοινού περίπου 550 000-600 000 τόνους, ποσότητα που αντιστοιχεί στο περίπου 40 % των συνολικών ρωσικών εξαγωγών στην Κοινότητα κατά την ΠΕΕ και δυνητικό μερίδιο περίπου 6 % της κοινοτικής αγοράς. Ωστόσο, σύμφωνα με προβλέψεις συμβούλων που ειδικεύονται στα λιπάσματα, οι οποίες παρασχέθηκαν από τον αιτούντα, η παγκόσμια ζήτηση ουρίας προβλέπεται να αυξηθεί με ρυθμό ανάλογο της αύξησης της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας. Για το λόγο αυτό, οι επιπλέον ποσότητες που θα διατίθενται προς εξαγωγή μπορεί να κατευθυνθούν σχεδόν άμεσα στις περιφέρειες όπου υπάρχει επιπλέον ζήτηση. Είναι, επομένως, πιθανόν οι ρωσικές εξαγωγές προς την Κοινότητα να αυξηθούν σημαντικά μόνο εάν υπάρχει αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης, δηλαδή αυτές οι επιπλέον εξαγωγές δεν θα πρέπει να επηρεάσουν αρνητικά τα επίπεδα τιμών της κοινοτικής αγοράς.

(55)

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο όγκος των ρωσικών εξαγωγών προς την Κοινότητα, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, θα επηρεασθεί από τη ρωσική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα.

2.3.   Πιθανότητα αλλαγής του προορισμού άλλων πωλήσεων προς την Κοινότητα

(56)

Κατά την ΠΕΕ, οι τιμές εξαγωγής προς την Κοινότητα των δειγματοληπτικά επιλεγμένων παραγωγών βάσει τιμών εκ του εργοστασίου ήταν κατά περίπου 1 %-5 % χαμηλότερες από τις τιμές εξαγωγής σε άλλες τρίτες χώρες. Οι εγχώριες τιμές ήταν επίσης υψηλότερες από τις τιμές εξαγωγής προς την Κοινότητα, ιδίως όσον αφορά εταιρείες εγκατεστημένες σε απομακρυσμένες περιοχές, λόγω της σημαντικής διαφοράς του κόστους μεταφοράς.

(57)

Ο αιτών προβάλλει το επιχείρημα ότι πραγματοποιούνται αξιόλογες επενδύσεις στην παραγωγική ικανότητα όσον αφορά την ουρία, κυρίως στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Αυτή η νέα παραγωγική ικανότητα θα λιγοστέψει, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που προβάλλονται, τις ευκαιρίες των ρώσων εξαγωγέων σε άλλες αγορές και θα αυξήσει τις ποσότητες ρωσικής ουρίας που θα εξάγονται στην Κοινότητα. Ωστόσο, αποδείχθηκε, με βάση τις προβλέψεις που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 54, ότι οι εν λόγω επενδύσεις δεν θα επηρεάσουν σημαντικά τη γενικότερη ισορροπία προσφοράς/ζήτησης, καθώς η παγκόσμια ζήτηση προβλέπεται ότι θα αυξηθεί ευθυγραμμιζόμενη με την παγκόσμια παραγωγική ικανότητα.

(58)

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο όγκος των ρωσικών εξαγωγών προς την Κοινότητα οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, θα επηρεασθεί από την αλλαγή του προορισμού αγαθών προς την Κοινότητα.

2.4.   Συμπέρασμα για την πιθανότητα συνέχισης της πρακτικής ντάμπινγκ

(59)

Με βάση τη διεξαχθείσα ανωτέρω ανάλυση, και ιδίως λόγω της έλλειψης αντικτύπου των ισχυόντων μέτρων στις τιμές εξαγωγής προς την Κοινότητα, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, εάν καταργηθούν τα μέτρα, θα είναι πιθανό να συνεχισθεί η πρακτική ντάμπινγκ.

Δ.   ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

(60)

Εντός της Κοινότητας, το ομοειδές προϊόν παρασκευάζεται από 16 παραγωγούς, η παραγωγή των οποίων θεωρείται ότι συνιστά το σύνολο της κοινοτικής παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Οκτώ από αυτές τις 16 εταιρείες συμπεριλήφθηκαν στους κοινοτικούς παραγωγούς λόγω της διεύρυνσης της ΕΕ το 2004.

(61)

Από τους 16 κοινοτικούς παραγωγούς, εννέα εταιρείες συνεργάσθηκαν στην έρευνα και όλες αναφέρονται στην αίτηση επανεξέτασης. Τρεις άλλοι παραγωγοί αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας και απέστειλαν τις πληροφορίες που απαιτούνταν για τη δειγματοληψία. Ωστόσο, δεν προσφέρθηκαν για περαιτέρω συνεργασία. Κανένας κοινοτικός παραγωγός δεν αντιτάχθηκε στην αίτηση επανεξέτασης.

(62)

Αντίστοιχα, συμφώνησαν να συνεργασθούν οι ακόλουθοι εννέα παραγωγοί:

Achema AB (Λιθουανία),

AMI Agrolinz Melamine International GmbH (Αυστρία),

Chemopetrol, a.s. (Τσεχική Δημοκρατία),

Duslo, a. s. (Σλοβακική Δημοκρατία),

Fertiberia SA (Ισπανία),

Grande Paroisse SA (Γαλλία),

Nitrogénművek Zrt. (Ουγγαρία),

SKW Stickstoffwerke Piesteritz GmbH (Γερμανία),

Yara: συγχώνευση των εταιρειών Yara France SA (Γαλλία), Yara Italia S.p.a. (Ιταλία), Yara Brunsbuttel GmbH (Γερμανία) και Yara Sluiskil BV (Κάτω Χώρες) (7).

(63)

Επειδή αυτοί οι εννέα κοινοτικοί παραγωγοί αντιστοιχούσαν περίπου στο 60 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, κρίνεται ότι οι προαναφερθέντες εννέα κοινοτικοί παραγωγοί εκπροσωπούν σημαντικό ποσοστό της συνολικής κοινοτικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος. Επομένως, θεωρείται ότι αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 και του άρθρου 5 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού και καλούνται στο εξής «ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής». Οι επτά μη συνεργαζόμενοι κοινοτικοί παραγωγοί θα αναφέρονται στο εξής ως «οι άλλοι κοινοτικοί παραγωγοί».

(64)

Όπως προαναφέρθηκε, επιλέχθηκε δείγμα τεσσάρων εταιρειών. Όλοι οι κοινοτικοί παραγωγοί του δείγματος συνεργάσθηκαν και απάντησαν στο ερωτηματολόγιο εμπρόθεσμα. Επιπλέον, οι υπόλοιποι πέντε συνεργαζόμενοι παραγωγοί υπέβαλαν ορισμένα γενικά στοιχεία για την ανάλυση της ζημίας.

E.   ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

1.   Κατανάλωση στην κοινοτική αγορά

(65)

Η φαινόμενη κοινοτική κατανάλωση ουρίας καθορίσθηκε με βάση τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τον αιτούντα και τα στοιχεία της Eurostat για όλες τις εισαγωγές της ΕΕ. Δεδομένης της διεύρυνσης της ΕΕ το 2004, για λόγους σαφήνειας και συνέπειας της ανάλυσης, η κατανάλωση καθορίσθηκε με βάση την αγορά της ΕΕ των 25 καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο. Δεδομένου ότι η έρευνα ξεκίνησε πριν από την περαιτέρω διεύρυνση της Κοινότητας με την Βουλγαρία και την Ρουμανία, η ανάλυση περιορίζεται στην κατάσταση που επικρατούσε στην ΕΕ των 25.

(66)

Μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ, η κοινοτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 4 %.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Συνολική κατανάλωση ΕΚ σε τόνους

8 651 033

8 945 707

8 954 402

8 873 804

8 978 696

Δείκτης (2002 = 100)

100

103

104

103

104

2.   Όγκος, μερίδιο αγοράς και τιμές εισαγωγής από Ρωσία

(67)

Οι ποσότητες, τα μερίδια αγοράς και οι μέσες τιμές των εισαγωγών από τη Ρωσία εξελίχθηκαν όπως αναφέρεται κατωτέρω. Οι ακόλουθες τάσεις των ποσοτήτων και των τιμών βασίζονται σε στοιχεία της Eurostat.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Όγκος εισαγωγών (τόνοι)

1 375 543

1 429 565

1 783 742

1 404 863

1 393 277

Δείκτης (2002 = 100)

100

104

130

102

101

Μερίδιο αγοράς

16 %

16 %

20 %

16 %

16 %

Τιμές εισαγωγής (ευρώ/τόνο)

119

133

154

180

193

Δείκτης (2002 = 100)

100

112

129

151

162

(68)

Ο όγκος των ρωσικών εξαγωγών καθώς και το μερίδιο αγοράς τους παρέμειναν σχετικά σταθερά καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο, με εξαίρεση την έξαρση που σημείωσαν το 2004, η οποία εξηγείται από τη δημιουργία αποθεμάτων στα 10 κράτη μέλη της ΕΕ πριν από τη διεύρυνση της 1ης Μαΐου 2004. Οι τιμές των ρωσικών εισαγωγών αυξήθηκαν από 119 σε 193 EUR/τόνο κατά την υπό εξέταση περίοδο. Η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζει τις ευνοϊκές συνθήκες αγοράς που περιγράφονται και στην αιτιολογική σκέψη 85.

(69)

Οι ρωσικές τιμές εισαγωγής αποδεικνύουν ότι, από την έναρξη της υπό εξέταση περιόδου (2002), οι ρώσοι παραγωγοί εξήγαγαν στην Κοινότητα σε τιμές πολύ υψηλότερες από την ελάχιστη τιμή εισαγωγής των 115 EUR ανά τόνο.

(70)

Για τον υπολογισμό του επιπέδου των χαμηλότερων των κοινοτικών τιμών κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, οι τιμές εργοστασίου του κοινοτικού κλάδου παραγωγής προς μη συνδεδεμένους καταναλωτές συγκρίθηκαν με τις τιμές εισαγωγής CIF στα κοινοτικά σύνορα τις οποίες χρέωναν συνεργαζόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς της οικείας χώρας, δεόντως προσαρμοσμένες έτσι ώστε να αντικατοπτρίζεται η τιμή του εκφορτωθέντος προϊόντος. Η σύγκριση έδειξε ότι οι εισαγωγές από τη Ρωσία δεν είχαν τιμές χαμηλότερες από αυτές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

3.   Εισαγωγές από άλλες χώρες

(71)

Ο όγκος των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες κατά την υπό εξέταση περίοδο παρατίθενται στον παρακάτω πίνακα. Οι ακόλουθες τάσεις των ποσοτήτων και των τιμών βασίζονται επίσης σε στοιχεία της Eurostat.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Όγκος εισαγωγών από την Αίγυπτο

(τόνοι)

579 830

629 801

422 892

385 855

457 056

Μερίδιο αγοράς

7 %

7 %

5 %

4 %

5 %

Τιμές εισαγωγών από την Αίγυπτο

(EUR/τόνο)

149

163

178

220

224

Όγκος εισαγωγών από τη Ρουμανία

(τόνοι)

260 298

398 607

235 417

309 195

239 335

Μερίδιο αγοράς

3 %

4 %

3 %

3 %

3 %

Τιμές εισαγωγών από τη Ρουμανία

(EUR/τόνο)

123

142

175

197

209

Όγκος εισαγωγών από την Κροατία

(τόνοι)

126 400

179 325

205 921

187 765

187 362

Μερίδιο αγοράς

1 %

2 %

2 %

2 %

2 %

Τιμές εισαγωγών από την Κροατία

(EUR/τόνο)

125

135

145

172

177

Όγκος εισαγωγών από όλες τις άλλες χώρες που δεν αναφέρονται παραπάνω

(τόνοι)

663 940

605 063

536 345

580 311

492 659

Μερίδιο αγοράς

8 %

7 %

6 %

7 %

5 %

Τιμές εισαγωγών από όλες τις άλλες χώρες που δεν αναφέρονται παραπάνω

(EUR/τόνο)

128

172

169

206

216

(72)

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι τόσο η Αίγυπτος όσο και η Ρουμανία μείωσαν τον όγκο εξαγωγών τους από το 2002 έως την ΠΕΕ, ενώ ο όγκος εξαγωγών της Κροατίας αυξήθηκε από 126 000 τόνους το 2002 σε 187 000 τόνους κατά την ΠΕΕ. Ωστόσο, το μερίδιο της Κροατίας στην κοινοτική αγορά παρέμεινε σταθερό στο 1-2 %. Όσον αφορά τις τιμές εξαγωγής, η μεν Αίγυπτος εξήγαγε στην Κοινότητα σε τιμές υψηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο, η δε Ρουμανία από το 2004. Αντιθέτως, οι τιμές της Κροατίας ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο. Εντούτοις, η Κροατία δεν αύξησε το μερίδιό της στην κοινοτική αγορά κατά την υπό εξέταση περίοδο. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι εισαγωγές από την Κροατία, από τον Ιανουάριο του 2002 και μετά, με βάση τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 92/2002 (8), υπόκεινται σε δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 9,01 EUR ανά τόνο.

4.   Οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(73)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε όλους τους σχετικούς οικονομικούς παράγοντες και δείκτες που έχουν επίπτωση στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

4.1.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

(74)

Όταν γίνεται δειγματοληψία, σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική, αναλύονται ορισμένοι δείκτες της ζημίας (παραγωγή, παραγωγική ικανότητα, παραγωγικότητα, αποθέματα, όγκος πωλήσεων, μερίδιο αγοράς, ανάπτυξη και απασχόληση) για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής συνολικά («ΚΚΠ» στους συνημμένους πίνακες), ενώ οι δείκτες της ζημίας που αφορούν τις επιδόσεις μεμονωμένων εταιρειών, δηλαδή οι τιμές, η αποδοτικότητα, οι μισθοί, οι επενδύσεις, η απόδοση των επενδύσεων, οι ταμειακές ροές, η ικανότητα άντλησης κεφαλαίων, εξετάζονται με βάση τις πληροφορίες που συγκεντρώνονται στο επίπεδο των δειγματοληπτικά επιλεγμένων κοινοτικών παραγωγών («ΔΕΠ» στους συνημμένους πίνακες).

4.2.   Στοιχεία σχετικά με τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ως σύνολο

α)    Παραγωγή

(75)

Ο συνολικός όγκος παραγωγής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής για δεσμευμένη χρήση, παρέμεινε σταθερός σε 4,3 εκατ. τόνους μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ, με εξαίρεση μια ελαφρά προσωρινή αύξηση το 2003. Στο πλαίσιο της συνολικής παραγωγής, το μερίδιο της παραγωγής που χρησιμοποιήθηκε για δέσμιες μεταφορές παρέμεινε επίσης ουσιαστικά σταθερό στο περίπου 20 % της συνολικής παραγωγής, αποδεικνύοντας ότι δεν μπορεί να επηρεάσει την εικόνα της ζημίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Παραγωγή ΚΚΠ (τόνοι)

4 311 986

4 540 021

4 331 387

4 369 705

4 322 214

Δείκτης (2002 = 100)

100

105

100

101

100

Παραγωγή ΚΚΠ που χρησιμοποιείται για δέσμιες μεταφορές

832 919

837 701

842 643

899 173

893 573

Δείκτης (2002 = 100)

100

101

101

108

107

Ως ποσοστό της συνολικής παραγωγής

19,3 %

18,5 %

19,5 %

20,6 %

20,7 %

β)    Παραγωγική ικανότητα και συντελεστής χρήσης της παραγωγικής ικανότητας

(76)

Η παραγωγική ικανότητα αυξήθηκε ελαφρά από το 2002 έως την ΠΕΕ (5 %). Δεδομένου ότι ο όγκος παραγωγής του ΚΚΠ παρέμεινε σταθερός, ο συντελεστής χρήσης της παραγωγικής ικανότητας μειώθηκε ελαφρά κατά την υπό εξέταση περίοδο, από το 84 % το 2002 στο 81 % κατά την ΠΕΕ. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται ήδη στην προηγούμενη έρευνα επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, η αμμωνία που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ουρίας μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και για την παραγωγή άλλων λιπασμάτων. Ο συντελεστής χρήσης της παραγωγικής ικανότητας για την παραγωγή ουρίας επηρεάζεται επίσης ανάλογα από τη δημιουργία άλλων λιπασμάτων και, ως εκ τούτου, έχει μικρότερη σημασία ως δείκτης της ζημίας.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Παραγωγική ικανότητα ΚΚΠ (τόνοι)

5 109 600

5 153 906

5 156 743

5 402 760

5 362 590

Δείκτης (2002 = 100)

100

101

101

106

105

Χρήση παραγωγικής ικανότητας του ΚΚΠ

84 %

88 %

84 %

81 %

81 %

Δείκτης (2002 = 100)

100

104

100

96

96

γ)    Αποθέματα

(77)

Το επίπεδο των τελικών αποθεμάτων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κυμαινόταν κατά την υπό εξέταση περίοδο. Καταγράφηκε αύξηση ύψους 27 % μεταξύ 2002 και 2005, αλλά παρατηρήθηκε ραγδαία μείωση κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της ΠΕΕ (Ιανουάριος-Μάρτιος του 2006). Η υψηλή αστάθεια των επιπέδων των αποθεμάτων μπορεί να εξηγηθεί από τον εποχικό χαρακτήρα των πωλήσεων και από το γεγονός ότι η ουρία που χρησιμοποιείται για δεσμευμένη χρήση αποθηκεύεται μαζί με την ουρία που πωλείται στην ελεύθερη αγορά. Ως εκ τούτου, το επίπεδο των αποθεμάτων θεωρείται λιγότερο σημαντικός δείκτης ζημίας.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Τελικά αποθέματα του ΚΚΠ (τόνοι)

253 853

238 888

262 194

322 766

223 941

Δείκτης (2002 = 100)

100

94

103

127

88

δ)    Όγκος πωλήσεων

(78)

Μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ, οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας σημείωσαν μικρή μείωση (3 %).

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Όγκος πωλήσεων του ΚΚΠ στην ΕΚ

(τόνοι)

3 155 215

3 242 758

3 054 663

2 996 471

3 048 955

Δείκτης (2002 = 100)

100

103

97

95

97

ε)    Μερίδιο αγοράς

(79)

Το μερίδιο αγοράς που κατέχει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μειώθηκε επίσης κατά την υπό εξέταση περίοδο· το 2002 ήταν 36,5 % και κατά την ΠΕΕ 34,0 %.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

36,5 %

36,3 %

34,1 %

33,8 %

34,0 %

Δείκτης (2002 = 100)

100

99

93

93

93

στ)    Ανάπτυξη

(80)

Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής απώλεσε ένα μέρος του μεριδίου αγοράς του (1,5 %) σε μια ελαφρώς ανοδική αγορά (4 %) κατά την υπό εξέταση περίοδο. Το μερίδιο αγοράς που απώλεσε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν καλύφθηκε από ρωσικές εισαγωγές, δεδομένου ότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 67, το μερίδιο αγοράς των ρωσικών εισαγωγών παρέμεινε σταθερό από το 2002 έως την ΠΕΕ. Επιπλέον, λόγω του γεγονότος ότι το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από άλλες χώρες μειώθηκε κατά 3,5 %, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το μερίδιο αγοράς που απώλεσε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής καλύφθηκε από τους άλλους κοινοτικούς παραγωγούς.

ζ)    Απασχόληση

(81)

Το ποσοστό απασχόλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 6 % μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ, ενώ η παραγωγή αυξήθηκε ελαφρώς, κάτι που αντικατοπτρίζει την αύξηση της παραγωγικότητας.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Απασχόληση του ΚΚΠ ανά υπό εξέταση προϊόν

1 233

1 228

1 157

1 161

1 164

Δείκτης (2002 = 100)

100

100

94

94

94

η)    Παραγωγικότητα

(82)

Η ετήσια παραγωγή ανά απασχολούμενο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε κατά 6 % μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ, λόγω του μειωμένου επιπέδου απασχόλησης κατά το ίδιο ποσοστό σε μια σταθερή παραγωγή του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Παραγωγικότητα ΚΚΠ (τόνοι ανά εργαζόμενο)

3 497

3 697

3 744

3 764

3 713

Δείκτης (2002 = 100)

100

106

107

108

106

θ)    Μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ

(83)

Ο αντίκτυπος που έχει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ το οποίο διαπιστώθηκε κατά την ΠΕΕ θεωρείται άνευ σημασίας και ο δείκτης μη σημαντικός, δεδομένου ότι: i) ο όγκος εισαγωγών από τη Ρωσία παρέμεινε σε σχετικά σταθερό επίπεδο κατά την υπό εξέταση περίοδο· ii) οι ρωσικές τιμές εισαγωγής αυξήθηκαν σημαντικά καθ’ όλη την ίδια περίοδο· iii) δεν υπήρξαν τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές κατά την ΠΕΕ και iv) ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής παρουσιάζει τη συγκεκριμένη γενική χρηματοοικονομική κατάσταση.

ι)    Ανάκαμψη από τις συνέπειες παλαιών πρακτικών ντάμπινγκ

(84)

Οι δείκτες που εξετάζονται ανωτέρω και στη συνέχεια αποδεικνύουν σαφώς ότι συντελέστηκαν σημαντικές βελτιώσεις στην οικονομική και τη χρηματοοικονομική κατάσταση στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

4.3.   Στοιχεία σχετικά με τους δειγματοληπτικά επιλεγμένους κοινοτικούς παραγωγούς

α)    Τιμές πώλησης και παράγοντες που επηρεάζουν τις εγχώριες τιμές

(85)

Μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ, η μέση τιμή μονάδας όσον αφορά τις πωλήσεις των δειγματοληπτικά επιλεγμένων παραγωγών του κοινοτικού κλάδου σε μη συνδεδεμένους πελάτες αυξήθηκε σημαντικά, αντικατοπτρίζοντας τις επικρατούσες ευνοϊκές συνθήκες της διεθνούς αγοράς για την ουρία κατά την ίδια περίοδο.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Τιμή μονάδας ΔΕΠ στην αγορά ΕΚ

(EUR/τόνο)

137

149

164

188

199

Δείκτης (2002 = 100)

100

109

120

137

145

β)    Μισθοί

(86)

Μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ, το ετήσιο κόστος εργασίας ανά εργαζόμενο αυξήθηκε κατά 11 %.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Ετήσιο κόστος εργασίας ΔΕΠ ανά εργαζόμενο (1 000 EUR)

47

50

50

52

52

Δείκτης (2002 = 100)

100

106

106

111

111

γ)    Επενδύσεις

(87)

Η ετήσια ροή επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν στο ομοειδές προϊόν από τους τέσσερις δειγματοληπτικά επιλεγμένους παραγωγούς εξελίχθηκε θετικά κατά την υπό εξέταση περίοδο, δηλαδή, αυξήθηκε κατά 10 % από το 2002 έως την ΠΕΕ, αν και σημείωσε διακυμάνσεις.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Καθαρές επενδύσεις ΔΕΠ (1 000 EUR)

116 186

114 079

128 191

140 967

128 259

Δείκτης (2002 = 100)

100

98

110

121

110

δ)    Αποδοτικότητα και απόδοση των επενδύσεων

(88)

Η αποδοτικότητα των δειγματοληπτικά επιλεγμένων παραγωγών δείχνει μια σημαντική βελτίωση από το 2002 έως την ΠΕΕ, κατά την οποία έφθασε στο 16,9 %. Ως προς αυτό, σημειώνεται ότι στην αρχική έρευνα είχε καθοριστεί ένα περιθώριο κέρδους 5 %, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί με την κατάργηση του επιζήμιου ντάμπινγκ. Η απόδοση των επενδύσεων (ΑΕ), εκφραζόμενη ως ποσοστό κέρδους επί της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων, ακολούθησε ευρέως την τάση της αποδοτικότητας. Υπερτριπλασιάσθηκε κατά την υπό εξέταση περίοδο.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Αποδοτικότητα ΔΕΠ των πωλήσεων ΕΚ σε μη συνδεδεμένους πελάτες (% επί των καθαρών πωλήσεων)

7,3 %

10,9 %

17,7 %

18,4 %

16,9 %

Δείκτης (2002 = 100)

100

149

242

252

232

ΑΕ των ΔΕΠ (ποσοστό κέρδους της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων)

13,3 %

27,2 %

45,7 %

47,0 %

45,9 %

Δείκτης (2002 = 100)

100

205

344

353

345

ε)    Ταμειακή ροή και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

(89)

Η ταμειακή ροή υπερτριπλασιάσθηκε κατά την υπό εξέταση περίοδο. Η εξέλιξη αυτή συνάδει με την εξέλιξη που παρουσίασε η συνολική αποδοτικότητα και η ΑΕ κατά την υπό εξέταση περίοδο.

 

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Ταμειακές ροές ΔΕΠ (1 000 EUR)

30 283

52 110

84 340

99 110

105 287

Δείκτης (2002 = 100)

100

172

279

327

348

(90)

Από την έρευνα δεν διαπιστώθηκε ότι οι δειγματοληπτικά επιλεγμένοι κοινοτικοί παραγωγοί αντιμετώπισαν δυσκολίες όσον αφορά την άντληση κεφαλαίων.

5.   Συμπεράσματα

(91)

Μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ, το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε ελαφρά, όπως άλλωστε και ο όγκος πωλήσεών του στην κοινοτική αγορά. Ωστόσο, η συνολική χρηματοοικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής βελτιώθηκε εντυπωσιακά κατά την υπό εξέταση περίοδο, σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την προηγούμενη έρευνα επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, που το 2001 οδήγησε στη διατήρηση των ισχυόντων μέτρων, τα οποία ισχύουν από το 1995.

(92)

Κατά την υπό εξέταση περίοδο, η αποδοτικότητα των δειγματοληπτικά επιλεγμένων παραγωγών αυξήθηκε σημαντικά, υπερβαίνοντας κατά πολύ, σε κάθε έτος της υπό εξέταση περιόδου, το επίπεδο αποδοτικότητας που οριζόταν ως επιδιωκόμενο κέρδος στην αρχική έρευνα. Επιπλέον, η απόδοση των επενδύσεων και οι ταμειακές ροές πολλαπλασιάσθηκαν. Ο όγκος παραγωγής του κοινοτικού κλάδου παρέμεινε σταθερός. Οι τιμές πώλησης των δειγματοληπτικά επιλεγμένων παραγωγών εξελίχθηκαν θετικά καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο. Οι μισθοί αυξήθηκαν μετρίως και ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής εξακολούθησε να επενδύει.

(93)

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εντυπωσιακά θετική εξέλιξη της αποδοτικότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής συντελέσθηκε ενώ οι ρωσικές τιμές εξαγωγής προς την Κοινότητα ήταν σημαντικά υψηλότερες από την ελάχιστη τιμή εισαγωγής, αν και αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο, οι ρωσικές τιμές εξαγωγής δεν επηρέασαν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(94)

Ο αιτών, αφού παρέλαβε την κοινολόγηση των πορισμάτων της Επιτροπής, ζήτησε οι απαιτήσεις μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας όσον αφορά το βιομηχανικό κλάδο της ουρίας, οι οποίες υπολογίζονται ως απόδοση επί των πωλήσεων, να είναι στο 25 % μετά την καταβολή των φόρων. Αυτό θα συνεπαγόταν ένα κέρδος κύκλου εργασιών προ φόρων περίπου 36 %. Ο αιτών ισχυρίσθηκε ότι αυτό δικαιολογείται από το κόστος εγκατάστασης ενός νέου συγκροτήματος παρασκευής αμμωνίας/ουρίας, το οποίο θα απαιτούσε απόδοση των επενδύσεων ύψους 11 % (που φέρεται ότι ισοδυναμεί σε κέρδος κύκλου εργασιών προ φόρων ύψους 36 %). Ως προς αυτό, επισημαίνεται ότι ο αιτών δεν ισχυρίσθηκε ποτέ τόσο υψηλό στόχο κέρδους στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Όσον αφορά την αρχική έρευνα, καθορίσθηκε περιθώριο κέρδους 5 %, το οποίο θα μπορεί να επιτευχθεί εάν δεν υπάρξει πρακτική ζημιογόνου ντάμπινγκ. Επιπροσθέτως, το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση T-210/95, ότι «…το περιθώριο κέρδους που πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιο για τον υπολογισμό ενδεικτικής τιμής δυνάμενης να εξαλείψει την εν λόγω ζημία πρέπει να περιορίζεται στο περιθώριο κέρδους που η κοινοτική βιομηχανία θα μπορούσε λογικώς να αναμένει υπό τους συνήθεις όρους ανταγωνισμού, ελλείψει των αποτελουσών το αντικείμενο ντάμπινγκ εισαγωγών» (9). Στην ίδια υπόθεση επιβεβαιώθηκε ότι «το […] επιχείρημα, κατά το οποίο το περιθώριο κέρδους που οφείλουν να λάβουν υπόψη τα κοινοτικά όργανα, πρέπει να είναι αυτό που είναι αναγκαίο για την εξασφάλιση της επιβιώσεως της κοινοτικής βιομηχανίας ή/και της κατάλληλης αποδόσεως των κεφαλαίων της, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στο βασικό κανονισμό» (10). Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών δεν υπέβαλε κανένα αποδεικτικό στοιχείο σύμφωνα με το οποίο, εάν δεν υπήρχαν εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θα ήταν σε θέση να επιτύχει απόδοση στο απαιτούμενο επίπεδο. Ο αιτών δεν απέδειξε επίσης ποιο περιθώριο κέρδους θα ήταν σε θέση να επιτύχει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής εάν δεν υπήρχαν εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

(95)

Με βάση τα παραπάνω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε συνέχιση της σημαντικής ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

ΣΤ.   ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

(96)

Επειδή δεν υπάρχει συνέχιση της σημαντικής ζημίας από εισαγωγές από την υπό εξέταση χώρα, η ανάλυση επικεντρώθηκε στην πιθανότητα επανάληψης της σημαντικής ζημίας σε περίπτωση άρσης των μέτρων. Ως προς αυτό, αναλύθηκε η απουσία αντικτύπου των ισχυόντων μέτρων στον όγκο και τις τιμές των ρωσικών εισαγωγών. Επιπροσθέτως, εξετάσθηκαν οι πιθανές συνέπειες της υφιστάμενης ρωσικής πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και της πιθανής νέας παραγωγικής ικανότητας, καθώς και της πιθανότητας αλλαγής του προορισμού άλλων πωλήσεων από τους ρώσους παραγωγούς προς την Κοινότητα.

1.   Απουσία αντικτύπου των ισχυόντων μέτρων στον όγκο και τις τιμές των εισαγωγών

(97)

Όπως προκύπτει από τον κατωτέρω πίνακα, από το 2002 οι ρωσικές τιμές εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος προς την Κοινότητα ήταν πάντα υψηλότερες από την ελάχιστη τιμή εισαγωγής των 115 EUR/τόνο. Από το 2003 και έως το τέλος της υπό εξέταση περιόδου, οι εν λόγω τιμές ήταν σημαντικά υψηλότερες από την ελάχιστη τιμή εισαγωγής. Κατά την ΠΕΕ, οι μέσες τιμές ρωσικών εξαγωγών προς την κοινοτική αγορά ήταν κατά 68 % υψηλότερες από την ελάχιστη τιμή εισαγωγής. Αυτό αποδεικνύει σαφώς ότι, τουλάχιστον από το 2003 και μετά, οι ρωσικές τιμές εξαγωγών δεν επηρεάσθηκαν από τα ισχύοντα μέτρα.

 

Μέση τιμή μονάδας (EUR/τόνο)

2002

2003

2004

2005

ΠΕΕ

Ρωσική μέση τιμή εξαγωγών

119

133

154

180

193

Ελάχιστη τιμή εισαγωγής

115

115

115

115

115

Ρωσικές τιμές άνω της ελάχιστης τιμής εισαγωγής (%)

3 %

16 %

34 %

56 %

68 %

Πηγή: Eurostat σχετικά με τις ρωσικές τιμές εξαγωγών.

(98)

Ως εκ τούτου, υπό την προϋπόθεση ότι οι άλλοι όροι θα παραμείνουν αμετάβλητοι, τίποτα δεν συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι οι ρώσοι παραγωγοί-εξαγωγείς θα εφαρμόσουν χαμηλότερες τιμές σε περίπτωση κατάργησης των ισχυόντων μέτρων, σκεπτόμενοι ότι κατάφεραν να διατηρήσουν πολύ υψηλότερες τιμές κατά το προηγούμενο διάστημα.

(99)

Επιπλέον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 67, οι ρώσοι εξαγωγείς διατήρησαν τον όγκο των εξαγωγών τους προς την κοινοτική αγορά σε σχετικά σταθερά επίπεδα καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο, παρά το γεγονός ότι τα ισχύοντα μέτρα δεν επηρέασαν ουσιαστικά τις τιμές εξαγωγών από το 2002 και, κατά συνέπεια, δεν εμπόδισαν την αύξηση των ρωσικών εξαγωγών.

(100)

Ως εκ τούτου, υπό την προϋπόθεση ότι οι άλλοι όροι θα παραμείνουν αμετάβλητοι, δεν είναι πιθανό οι ρώσοι παραγωγοί-εξαγωγείς να πωλήσουν επιπλέον ποσότητες στην κοινοτική αγορά, σε περίπτωση κατάργησης των ισχυόντων μέτρων, καθώς τα ισχύοντα μέτρα δεν έχουν επηρεάσει τον όγκο των ρωσικών εξαγωγών.

(101)

Για το λόγο αυτό συνάγεται το συμπέρασμα ότι, από τη στιγμή που τα ισχύοντα μέτρα δεν επηρέασαν ούτε τις τιμές εξαγωγής που εφάρμοσαν οι ρώσοι εξαγωγείς ούτε τις τιμές που καταβλήθηκαν από τους κοινοτικούς εισαγωγείς για τις ίδιες εισαγωγές, ή για τις ποσότητες των ρωσικών εξαγωγών προς την Κοινότητα, η κατάργηση των μέτρων δεν είναι πιθανό να έχει τον οποιονδήποτε αντίκτυπο σε αυτές τις τιμές ή ποσότητες. Ως εκ τούτου, η κατάργηση των μέτρων δεν θα επηρεάσει καθόλου την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει πιθανότητα επανάληψης της ζημίας για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, σε περίπτωση κατάργησης των ισχυόντων μέτρων.

(102)

Υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω συμπερασμάτων, στο πλαίσιο της έρευνας εξετάσθηκαν επίσης, όπως αναφέρεται και στη συνέχεια, οι διάφοροι ισχυρισμοί του κοινοτικού κλάδου παραγωγής όσον αφορά τις πιθανές συνέπειες της υφιστάμενης ρωσικής πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και της πιθανής νέας παραγωγικής ικανότητας, καθώς και της πιθανότητας αλλαγής του προορισμού άλλων πωλήσεων των ρώσων παραγωγών στην Κοινότητα.

2.   Ρωσική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα

(103)

Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 46 και 50, καμία από τις δειγματοληπτικά επιλεγμένες ρωσικές εταιρείες δεν διέθετε αξιόλογη πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα κατά την ΠΕΕ και το συνολικό επίπεδο πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας όλων των ρώσων παραγωγών υπολογιζόταν σε περίπου 5 %. Τα πορίσματα της έρευνας είναι, ως προς αυτό, απολύτως σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αιτούντος.

(104)

Όπως αναφέρθηκε ήδη στην αιτιολογική σκέψη 52, αποδείχθηκε επίσης ότι τα εννέα έργα που αναφέρθηκαν από τον αιτούντα δεν αναμένεται ότι θα έχουν σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην κοινοτική αγορά, αφού ένα μεγάλο μέρος από την επιπλέον ποσότητα που δημιουργήθηκε μέσω αυτών των έργων θα διατεθεί για δεσμευμένη χρήση. Επιπροσθέτως, όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 54, οι ρωσικές εξαγωγές προς την Κοινότητα είναι πιθανόν να αυξηθούν σημαντικά μόνο αν υπάρξει ισοδύναμη αύξηση στη ζήτηση. Στην περίπτωση αυτή, οι επιπλέον εξαγωγές δεν θα επηρεάσουν αρνητικά το επίπεδο τιμών στην κοινοτική αγορά.

(105)

Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι ρώσοι παραγωγοί θα διαθέτουν μόνο περιορισμένες επιπλέον ποσότητες για αυξημένες πωλήσεις λόγω ανανέωσης, αναβάθμισης και αποσυμφόρησης. Αυτό σημαίνει ότι οι ρώσοι παραγωγοί δεν θα έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν σημαντικά τις εξαγωγικές πωλήσεις τους προς την κοινοτική αγορά, βάσει της ρωσικής πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας.

3.   Πιθανότητα αλλαγής του προορισμού άλλων πωλήσεων προς την Κοινότητα

(106)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 67, οι εισαγωγές από τη Ρωσία προς την κοινοτική αγορά παρέμειναν σχετικά σταθερές καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο και αντιστοιχούσαν περίπου στο 16 % του μεριδίου αγοράς της κοινοτικής κατανάλωσης καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο, με εξαίρεση την έξαρση που σημείωσαν το 2004 (περίπου 20 %). Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι, όπως αποδεικνύεται ανωτέρω, τα ισχύοντα μέτρα δεν είχαν κανέναν ουσιαστικό αντίκτυπο στις τιμές εξαγωγής και στις ποσότητες εξαγωγής καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο και, κατά συνέπεια, δεν εμπόδισαν την αύξηση των ρωσικών εξαγωγών.

(107)

Από την έρευνα προέκυψε ότι, κατά την ΠΕΕ, οι τιμές εξαγωγής προς την Κοινότητα των δειγματοληπτικά επιλεγμένων παραγωγών βάσει τιμών εκ του εργοστασίου ήταν κατά περίπου 1 %-5 % χαμηλότερες από τις τιμές εξαγωγής σε άλλες τρίτες χώρες. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 56, και οι ρωσικές εκ του εργοστασίου τιμές εγχώριων πωλήσεων ήταν επίσης υψηλότερες από τις τιμές εξαγωγής προς την Κοινότητα, ιδίως για εταιρείες σε απομακρυσμένες περιοχές λόγω της σημαντικής διαφοράς στο κόστος μεταφοράς, όπως προαναφέρθηκε. Σε αυτή τη βάση, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, όσον αφορά τις τιμές, η κοινοτική αγορά δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική σε σύγκριση με τις άλλες κύριες αγορές για τους ρώσους παραγωγούς.

(108)

Επιπροσθέτως, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 57, ο αιτών ισχυρίσθηκε ότι η παραγωγή που προκύπτει από επιπλέον παραγωγικές ικανότητες που δημιουργούνται ιδίως στη Βόρεια Αφρική (Αλγερία και Αίγυπτος) και στη Μέση Ανατολή (Ιράν) αναμένεται να ασκήσει πίεση στις τιμές παγκοσμίως και, με τον τρόπο αυτό, να μειώσει την ικανότητα διείσδυσης των ρώσων εξαγωγέων σε αυτές τις αγορές και να τους οδηγήσει σε αύξηση των ποσοτήτων των εξαγωγών τους προς την κοινοτική αγορά. Ως προς αυτό, αποδείχθηκε, με βάση τις προβλέψεις που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 54 ότι οι εν λόγω επενδύσεις δεν θα επηρεάσουν σημαντικά την ισορροπία προσφοράς/ζήτησης σε διεθνές επίπεδο, καθώς η παγκόσμια ζήτηση προβλέπεται ότι θα αυξηθεί παράλληλα με την παγκόσμια παραγωγική ικανότητα. Επιπροσθέτως, όπως προέκυψε από την έρευνα, οι Ρώσοι έχουν ήδη απωλέσει σημαντικά μερίδια στις αγορές της Ασίας (ιδίως στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας) και της Αφρικής και αντέχουν ικανοποιητικά τις πιέσεις που ασκούνται στις αγορές της Λατινικής Αμερικής. Δεδομένης της προβλεπόμενης ισορροπίας προσφοράς/ζήτησης σε διεθνές επίπεδο, το επιχείρημα ότι οι ρώσοι παραγωγοί-εξαγωγείς μπορούν να απωλέσουν επιπλέον μερίδια αγοράς σε οποιοδήποτε άλλο μέρος εκτός από την Ευρώπη, δεν φαίνεται πιθανό.

(109)

Ο αιτών ισχυρίσθηκε ότι το αθέμιτο πλεονέκτημα κόστους που διαθέτουν οι ρώσοι παραγωγοί λόγω της διπλής τιμής του φυσικού αερίου θα μπορούσε να οδηγήσει τους ρώσους εξαγωγείς στην επιβολή σημαντικά χαμηλότερων τιμών από τις κοινοτικές, μεταξύ άλλων, εάν η ισορροπία προσφοράς/ζήτησης σε διεθνές επίπεδο καταστεί δυσμενής. Αν και αυτό δεν μπορεί να αποκλεισθεί, επειδή, όπως προέκυψε από την έρευνα, η διάρθρωση του κόστους των ρώσων εξαγωγών στρεβλώνεται πράγματι σε σημαντικό βαθμό από τη διπλή τιμή που επιβάλλει η Ρωσία στο φυσικό αέριο, η πιθανή επιβολή τιμών χαμηλότερων από τις κοινοτικές δεν θα αποτελέσει άμεση συνέπεια της άρσης των μέτρων, αλλά θα οφείλεται σε άλλους παράγοντες.

(110)

Για το λόγο αυτό, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι ρώσοι παραγωγοί θα έχουν την πρόθεση να στρέψουν προς την κοινοτική αγορά κάποιο σημαντικό μέρος του όγκου που εξάγουν επί του παρόντος σε τρίτες χώρες ή πωλούν στην εγχώρια αγορά, ή να μειώσουν τις τιμές τους ως συνέπεια της άρσης των μέτρων, ακόμη κι αν δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να συμβεί κάτι τέτοιο λόγω άλλων παραγόντων.

4.   Συμπέρασμα για την πιθανότητα επανάληψης της ζημίας

(111)

Όπως φάνηκε ανωτέρω, τα ισχύοντα μέτρα δεν επηρέασαν καθόλου ούτε τις τιμές εξαγωγής που εφαρμόζονταν από τους ρώσους εξαγωγείς ούτε τις τιμές που καταβάλλονταν από τους κοινοτικούς εισαγωγείς για τις ίδιες εισαγωγές ούτε τον όγκο των ρωσικών εξαγωγών στην κοινοτική αγορά. Ταυτόχρονα, παρά τη συνέχιση εισαγωγών από τη Ρωσία οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν υπέστη καμία ζημία. Για το λόγο αυτό, η κατάργηση των ισχυόντων μέτρων δεν θα επηρεάσει τις ρωσικές τιμές ή ποσότητες των εξαγωγών και, ως εκ τούτου, δεν θα έχει κανέναν αντίκτυπο στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(112)

Επιπλέον, η ανάλυση άλλων εξωγενών παραγόντων που προβλήθηκαν ως επιχείρημα από τον αιτούντα δεν αναιρεί τα ανωτέρω συμπεράσματα, εφόσον δεν αποδεικνύει καν κάποια βάσιμη πιθανότητα αύξησης του όγκου και μείωσης των τιμών των ρωσικών εισαγωγών στην κοινοτική αγορά λόγω εξωγενών παραγόντων.

(113)

Βάσει των ανωτέρω, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει πιθανότητα επανάληψης της ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, σε περίπτωση κατάργησης των ισχυόντων μέτρων.

Ζ.   ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

(114)

Όλα τα μέρη ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων πρόκειται να προταθεί η κατάργηση των ισχυόντων μέτρων. Τους χορηγήθηκε επίσης προθεσμία για την υποβολή των παρατηρήσεών τους μετά την εν λόγω κοινολόγηση.

(115)

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, τα μέτρα αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ουρίας, καταγωγής Ρωσίας, θα πρέπει να καταργηθούν και να περατωθεί η διαδικασία.

(116)

Δεδομένων των συνθηκών που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 109, δηλαδή ότι η διάρθρωση του κόστους των ρώσων εξαγωγέων στρεβλώνεται σημαντικά από τη διπλή τιμή του φυσικού αερίου η οποία επιβάλλεται από τη Ρωσία, κρίνεται αναγκαίο να παρακολουθείται στενά η εξέλιξη των εισαγωγών ουρίας, καταγωγής Ρωσίας, ώστε να διευκολυνθεί η άμεση ανάληψη κατάλληλης δράσης, εάν αυτό απαιτείται από τις περιστάσεις.

(117)

Εφόσον, σύμφωνα με τις προηγούμενες αιτιολογικές σκέψεις, τα ισχύοντα μέτρα θα πρέπει να καταργηθούν και να περατωθεί η διαδικασία, η μερική ενδιάμεση επανεξέταση σχετικά με την καταλληλότητα της μορφής των μέτρων και η μερική ενδιάμεση επανεξέταση που περιορίζεται στην εξέταση της πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά την εταιρεία «EuroChem», θα πρέπει επίσης να περατωθούν,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές ουρίας, η οποία υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 3102 10 10 και 3102 10 90 και είναι καταγωγής Ρωσίας, καταργείται και περατώνεται η διαδικασία σχετικά με τις εν λόγω εισαγωγές.

Άρθρο 2

Οι μερικές ενδιάμεσες επανεξετάσεις των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ουρίας, η οποία υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 3102 10 10 και 3102 10 90 και είναι καταγωγής Ρωσίας, περατώνονται.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 23 Ιουλίου 2007.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

L. AMADO


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

(2)  ΕΕ L 49 της 4.3.1995, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 127 της 9.5.2001, σ. 11.

(4)  ΕΕ L 339 της 24.12.2003, σ. 1.

(5)  ΕΕ C 209 της 26.8.2005, σ. 2.

(6)  ΕΕ C 105 της 4.5.2006, σ. 12· ΕΕ C 23 της 1.2.2007, σ. 8.

(7)  Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σε σύγκριση με την αρχική έρευνα και την προηγούμενη έρευνα επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, οι εταιρείες «Hydro Agri» μετονομάσθηκαν σε «Yara».

(8)  ΕΕ L 17 της 19.1.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 73/2006 (ΕΕ L 12 της 18.1.2006, σ. 1).

(9)  Υπόθεση T-210/95, EFMA κατά Συμβουλίου [1995], Συλλογή II-3291, σκέψη 60.

(10)  Ibid., σκέψη 59.