20.6.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 159/14


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 682/2007 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 18ης Ιουνίου 2007

για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές παρασκευασμένου ή διατηρημένου γλυκού καλαμποκιού σε κόκκους, καταγωγής Ταϊλάνδης

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) (εφεξής ο «βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 9,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή έπειτα από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ

(1)

Στις 28 Μαρτίου 2006 η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση (2) για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές παρασκευασμένου ή διατηρημένου γλυκού καλαμποκιού σε κόκκους, καταγωγής Ταϊλάνδης. Στις 20 Δεκεμβρίου 2006 η Επιτροπή, εκδίδοντας τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1888/2006 (3) («ο προσωρινός κανονισμός»), επέβαλε προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ στο ίδιο προϊόν.

B.   ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(2)

Μετά τη γνωστοποίηση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού βάσει των οποίων αποφασίστηκε η επιβολή προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ, αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν γραπτώς παρατηρήσεις για να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους σχετικά με τα προσωρινά συμπεράσματα. Τα μέρη τα οποία το ζήτησαν, έγιναν δεκτά σε ακρόαση. Στις 9 Φεβρουαρίου 2007 πραγματοποιήθηκε συνάντηση βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, μεταξύ ενός εξαγωγέα παραγωγού, της Ένωσης Ταϊλανδών Παραγωγών, της κυβέρνησης της Ταϊλάνδης και των κοινοτικών παραγωγών στα γραφεία της Επιτροπής. Κατά τη συνάντηση εξετάστηκε το θέμα του ανταγωνισμού στην κοινοτική αγορά για το γλυκό καλαμπόκι.

(3)

Η Επιτροπή εξακολούθησε να αναζητεί και να επαληθεύει όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες για τα οριστικά συμπεράσματά της.

(4)

Όλα τα μέρη ενημερώθηκαν για τα πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων επρόκειτο να προταθούν, αφενός, η επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές παρασκευασμένου ή διατηρημένου γλυκού καλαμποκιού σε κόκκους, καταγωγής Ταϊλάνδης και, αφετέρου, η οριστική είσπραξη των ποσών που είχαν καταβληθεί ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού δασμού. Τα μέρη έλαβαν επίσης προθεσμία εντός της οποίας θα μπορούσαν να υποβάλουν τις αντιρρήσεις τους μετά τη γνωστοποίηση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού βάσει των οποίων επιβάλλονται οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ.

(5)

Οι προφορικές και γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη εξετάστηκαν και, όπου κρίθηκε σκόπιμο, τα συμπεράσματα τροποποιήθηκαν ανάλογα.

(6)

Υπενθυμίζεται ότι η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2005 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005 («περίοδος έρευνας» ή «ΠΕ»). Όσον αφορά τις τάσεις που έχουν σημασία για την εκτίμηση της ζημίας, η Επιτροπή ανέλυσε στοιχεία που καλύπτουν την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005 («υπό εξέταση περίοδος»). Η περίοδος που χρησιμοποιείται για τα πορίσματα σχετικά με την υποτίμηση, τα χαμηλότερα επίπεδα πωλήσεων και την εξάλειψη της ζημίας είναι η προαναφερόμενη ΠΕ.

Γ.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

(7)

Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά το υπό εξέταση προϊόν και το ομοειδές προϊόν, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 13 έως 15 του προσωρινού κανονισμού.

Δ.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1.   Δειγματοληψία και ατομική εξέταση

(8)

Ορισμένοι εξαγωγείς και μια ένωση ταϊλανδών παραγωγών εξέφρασαν αντιρρήσεις σχετικά με τη δειγματοληψία και την αξιολόγηση της ατομικής εξέτασης που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 20 του προσωρινού κανονισμού. Ειδικότερα, εκφράστηκε η άποψη ότι το δείγμα δεν ήταν αντιπροσωπευτικό διότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη άλλους παράγοντες όπως το μέγεθος των εταιρειών και τη γεωγραφική τους θέση. Επιπλέον, εκφράστηκε η άποψη ότι δεν θα αποτελούσε περιττή επιβάρυνση η εξέταση περισσοτέρων εταιρειών από τις τέσσερις που συμμετείχαν στη δειγματοληψία.

(9)

Όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 18 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή έκρινε ότι, για να επιτευχθεί ο μεγαλύτερος δυνατός βαθμός αντιπροσωπευτικότητας του δείγματος λαμβανομένων υπόψη των προθεσμιών της έρευνας, ήταν σκόπιμο να συμπεριληφθούν στο δείγμα μόνο τέσσερις εταιρείες, δεδομένου ότι i) αυτό επέτρεπε να καλυφθεί ένας μεγάλος όγκος εξαγωγών και ii) ήταν εφικτό να εξεταστούν οι εν λόγω τέσσερις εταιρείες εντός του διαθέσιμου χρόνου. Το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού δεν ορίζει όριο πέραν του οποίου ο αριθμός των εξαγωγέων θεωρείται υπερβολικά μεγάλος για να επιτρέπει τη δειγματοληψία ούτε περιέχει ακριβή αναφορά σχετικά με τον κατάλληλο αριθμό των μερών που πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα. Ως προς το τελευταίο σημείο, η ίδια η Επιτροπή πρέπει να κρίνει τι μπορεί να εξετάσει εντός του δεδομένου χρονικού διαστήματος διασφαλίζοντας, παράλληλα, ότι το δείγμα καλύπτει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των υπό εξέταση εξαγωγών. Από την άποψη αυτή, το δείγμα που επιλέχτηκε κάλυπτε το 52 % του συνόλου των ταϊλανδικών εξαγωγών κατά την περίοδο εξέτασης που πράγματι θεωρείται πολύ αντιπροσωπευτικό από άποψη όγκου.

(10)

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, τα κριτήρια που εφαρμόστηκαν για την επιλογή του δείγματος ήταν ο μεγαλύτερος αντιπροσωπευτικός όγκος εξαγωγών από την Ταϊλάνδη στην Κοινότητα ο οποίος θα μπορούσε εύλογα να εξεταστεί εντός του διαθέσιμου χρονικού διαστήματος. Εξαιτίας της μεγάλης αντιπροσωπευτικότητας του επιλεχθέντος δείγματος από άποψη όγκου, δεν κρίθηκε αναγκαίο να εξεταστούν άλλοι παράγοντες όπως το μέγεθος των εταιρειών ή η γεωγραφική τους θέση.

(11)

Όπως ήδη αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 20 του προσωρινού κανονισμού, η εξέταση περισσότερων εταιρειών θα επιβάρυνε ασκόπως την εξέταση και θα παρεμπόδιζε την ολοκλήρωσή της σε εύθετο χρόνο.

(12)

Κατά συνέπεια, δεν έγιναν δεκτοί οι ισχυρισμοί που διατύπωσαν ορισμένα μέρη σχετικά με τις αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 20 του προσωρινού κανονισμού, οι οποίες με το παρόν επιβεβαιώνονται.

2.   Κανονική αξία

(13)

Ένας παραγωγός εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι έγιναν ορισμένα μαθηματικά λάθη κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας. Οι ισχυρισμοί αυτοί εξετάστηκαν και διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρξαν σφάλματα.

(14)

Ελλείψει άλλων σχετικών παρατηρήσεων, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 32 του προσωρινού κανονισμού.

3.   Τιμή εξαγωγής

(15)

Μετά την κοινοποίηση προσωρινών συμπερασμάτων, ένας παραγωγός εξαγωγέας αμφισβήτησε τα πορίσματα της αιτιολογικής σκέψης 34 του προσωρινού κανονισμού. Το εν λόγω μέρος ισχυρίστηκε ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι πωλήσεις εξαγωγών της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων του αγορασμένου προϊόντος που κατασκευάστηκε από άλλους ανεξάρτητους παραγωγούς. Το μέρος αυτό ισχυρίστηκε ότι τα αγορασθέντα τελικά προϊόντα πρέπει να θεωρούνται ως προερχόμενα από την παραγωγή του ιδίου καθώς εκφράστηκε η άποψη ότι κατασκευάστηκαν στο πλαίσιο ενός συστήματος υπεργολαβίας.

(16)

Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι κατά τον καθορισμό των ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ μπορούν να εξετάζονται μόνο προϊόντα που παράγονται από τον εν λόγω παραγωγό εξαγωγέα. Αν ένας παραγωγός εξαγωγέας αγοράζει εν μέρει προϊόν για να το μεταπωλήσει περαιτέρω στην Κοινότητα, βρίσκεται, πράγματι, σε παρόμοια θέση με αυτή του μεσάζοντα ή του εμπόρου όσον αφορά τις αγορές αυτές και τέτοιες μεταπωλήσεις δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ατομικού του περιθωρίου ντάμπινγκ.

(17)

Κατά την εξέταση διαπιστώθηκε ότι ο εν λόγω παραγωγός εξαγωγέας αγόραζε στην πράξη από άλλους παραγωγούς μέρος των αγαθών που πωλούσε στην Κοινότητα. Διαπιστώθηκε επίσης ότι ο εν λόγω εξαγωγέας πλήρωνε πάντα για τελικά προϊόντα και ότι οι συναλλαγές αυτές καταχωρίστηκαν στο λογιστικό του σύστημα ως αγορές τελικών αγαθών. Δεν υποβλήθηκαν συμβατικά ή άλλα στοιχεία (π.χ. η λεγόμενη συμφωνία «υπεργολαβίας») που να αποδεικνύουν ότι τα αγαθά ανήκαν εξαρχής στον παραγωγό εξαγωγέα και ότι η δραστηριότητα των άλλων εταιριών περιοριζόταν απλώς στην μεταποίηση των υπό εξέταση προϊόντων.

(18)

Μετά την τελική γνωστοποίηση, ο υπό εξέταση παραγωγός εξαγωγέας επανέλαβε τους ισχυρισμούς του, τονίζοντας ότι πρέπει να εξεταστεί εάν ο συμπαραγωγός του προϊόντος προέβη σε αγορές από άλλους παραγωγούς. Ωστόσο, δεδομένου ότι η κυριότητα των αγαθών που αγοράστηκαν από άλλα μέρη μεταβιβάστηκε στον εν λόγω παραγωγό εξαγωγέα μόνο μετά την ολοκλήρωση της μεταποιητικής διαδικασίας, όπως προκύπτει από τα τιμολόγια των αγορών, επιβεβαιώνεται ότι ο παραγωγός εξαγωγέας δεν μπορεί να θεωρηθεί παραγωγός ή συμπαραγωγός του προϊόντος που αγοράστηκε με σκοπό τη μεταπώληση.

(19)

Βάσει των ανωτέρω, δεν γίνεται δεκτός ο ισχυρισμός του παραγωγού εξαγωγέα και επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 33 και 34 του προσωρινού κανονισμού.

(20)

Μία ένωση εισαγωγέων ισχυρίστηκε ότι η προσαρμογή βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο ια) του βασικού κανονισμού πρέπει να έγινε για να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι σημαντικές πλημμύρες στην Ταϊλάνδη είχαν ως αποτέλεσμα οι τιμές εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος να είναι συγκριτικά χαμηλές σε σχέση με το αυξανόμενο κόστος της πρώτης ύλης του γλυκού καλαμποκιού μετά τις πλημμύρες. Από την άποψη αυτή, πρέπει να τονιστεί ότι ο ισχυρισμός δεν έγινε από τους ίδιους τους παραγωγούς εξαγωγείς, ούτε εκφράστηκε με ποσοτικούς όρους. Ωστόσο, οι πλημμύρες αποτελούν σχετικά κοινό φαινόμενα στην Ταϊλάνδη και δεν μπορούν να θεωρηθούν απρόβλεπτο γεγονός κατά τη διαπραγμάτευση των συμβάσεων και, ιδιαίτερα, των τιμών εξαγωγής. Τέλος, από την ανάλυση προέκυψε ότι ο πιθανός αντίκτυπος των πλημμύρων στις τιμές της πρώτης ύλης του γλυκού καλαμποκιού, εάν υπήρξε, θα περιοριζόταν μόνον στο τελευταίο τρίμηνο της περιόδου εξέτασης, όταν, στην πράξη, οι περισσότερες από τις αγορές πρώτων υλών από τους παραγωγούς εξαγωγείς πραγματοποιήθηκαν πριν από την εν λόγω περίοδο. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός για προσαρμογή δεν έγινε δεκτός.

4.   Σύγκριση

(21)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, ορισμένοι παραγωγοί εξαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι πρέπει να γίνουν ορισμένες προσαρμογές κατά τον υπολογισμό του ντάμπινγκ (κυρίως όσον αφορά το κόστος διεκπεραίωσης, φόρτωσης και τα παρεπόμενα έξοδα και το πιστωτικό κόστος) όσον αφορά τις εγχώριες πωλήσεις. Οι ισχυρισμοί αυτοί εξετάστηκαν και για μία εταιρεία διαπιστώθηκε όντως ότι πρέπει να γίνει συμπληρωματική προσαρμογή. Μετά την προσαρμογή αυτή, το περιθώριο ντάμπινγκ για την εν λόγω εταιρεία μειώθηκε από το 4,3 % στο 3,1 %.

(22)

Καθώς τα στοιχεία από την εταιρεία που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 21 χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της κανονικής τιμής άλλης εταιρείας, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 29 και 31 του προσωρινού κανονισμού, το περιθώριο ντάμπινγκ της τελευταίας εταιρείας μειώθηκε από 11,2 % σε 11,1 % ως αποτέλεσμα της προσαρμογής που πραγματοποιήθηκε.

(23)

Ελλείψει άλλων σχετικών παρατηρήσεων και πέραν των προαναφερόμενων αλλαγών, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 35 και 36 του προσωρινού κανονισμού.

5.   Περιθώριο ντάμπινγκ

(24)

Με βάση την προαναφερόμενη προσαρμογή, το οριστικό ύψος του ντάμπινγκ που εκφράζεται ως εκατοστιαίο ποσοστό επί της καθαρής τιμής CIF, ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από την επιβολή δασμού, έχει ως εξής:

Εταιρεία

Περιθώριο ντάμπινγκ

Karn Corn

3,1 %

Malee Sampran

17,5 %

River Kwai

15,0 %

Sun Sweet

11,1 %

(25)

Για τις συνεργασθείσες εταιρείες, που δεν επιλέχθηκαν για τη δειγματοληψία, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε με βάση το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ των εταιρειών που επιλέχθηκαν για τη δειγματοληψία, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού. Το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ, εκφρασμένο σε ποσοστό της τιμής CIF στα κοινοτικά σύνορα, πριν από την καταβολή του δασμού, είναι 12,9 %.

(26)

Ελλείψει παρατηρήσεων, επιβεβαιώνεται η αιτιολογική σκέψη 40 του προσωρινού κανονισμού.

E.   ΖΗΜΙΑ

(27)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος δήλωσε ότι η προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή και η οποία περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 50 και 51 του προσωρινού κανονισμού όσον αφορά τις διαφορετικές οδούς πωλήσεων δεν είναι συμβατή με το βασικό κανονισμό και τη συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ (4), δεδομένου ότι, όπως ισχυρίζεται, «αποβλέπει στο να εκφράσει με τεχνητό τρόπο μεγαλύτερη ζημία και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει σωστές βάσεις ούτε ότι είναι αντικειμενική και αμερόληπτη». Για να υποστηρίζει τον ισχυρισμό του, ο καταγγέλων αναφέρθηκε στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ της 24.7.2001 (5), στην οποία υποστηρίζεται ότι «οι ερευνούσες αρχές δεν έχουν το δικαίωμα να διενεργούν την έρευνά τους με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πιο πιθανό, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας διερεύνησης των γεγονότων ή αξιολόγησης, να συμπεραίνεται ο εγχώριος κλάδος παραγωγής υφίσταται ζημία» (παράγραφος 196 της ΑΒ).

(28)

Πρώτον, η ύπαρξη των δύο διαφορετικών οδών πωλήσεων που περιγράφει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 50 και 51 του προσωρινού κανονισμού, σε συνδυασμό με τις επακόλουθες συνέπειες όσον αφορά το κόστος πώλησης και τις τιμές των πωλήσεων, δεν αμφισβητείται από καθένα μέρος που συμμετέχει στην εν λόγω διαδικασία, ούτε από τον καταγγέλλοντα. Δεύτερον, δεν αμφισβητείται ούτε το γεγονός, το οποίο διαπιστώνεται στην αιτιολογική σκέψη 51 του προσωρινού κανονισμού, ότι όλες οι εισαγωγές από τους συνεργαζόμενους ταϊλανδούς εξαγωγείς έγιναν με το εμπορικό σήμα του λιανοπωλητή. Αντίθετα, αναγνωρίζεται από τον καταγγέλοντα. «Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι πωλήσεις από την Ταϊλάνδη σε λιανοπωλητές στην Ευρώπη έγιναν με το εμπορικό σήμα του λιανοπωλητή».

(29)

Επιπλέον, επισημαίνεται ότι στην παράγραφο 204 της ΑΒ αναφέρεται ότι «έχουμε ήδη δηλώσει ότι μπορεί να είναι εξαιρετικά σημαντικό για τις αρχές που διενεργούν την έρευνα να εξετάσουν τον εγχώριο κλάδο παραγωγής ανά τμήμα, κλάδο ή τομέα». Κατά συνέπεια, ήταν σωστό να γίνει διάκριση μεταξύ των δύο διαφορετικών οδών πωλήσεων, για ορισμένους δείκτες ζημίας κατά περίπτωση, με σκοπό να εκτιμηθεί σωστά η ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής και να διαπιστωθεί εάν οι εισαγωγές που έγιναν σε τιμές ντάμπινγκ από την Ταϊλάνδη είχαν άμεση συνέπεια στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Ο καθορισμός της ζημίας καλύπτει συστηματικά και τις δύο οδούς πωλήσεων από κοινού και, επιπλέον, αναλύει χωριστά, εάν κρίνεται σκόπιμο, τις πωλήσεις που γίνονται με το εμπορικό σήμα του λιανοπωλητή.

(30)

Ωστόσο, η ΑΒ στην παράγραφο 204 αναφέρει στη συνέχεια ότι «[…] όταν οι αρχές που διενεργούν την έρευνα αναλαμβάνουν να ερευνήσουν μέρος του εγχώριου κλάδου παραγωγής πρέπει, κατ’ αρχήν, να ερευνούν με τον ίδιο τρόπο όλα τα άλλα τμήματα που απαρτίζουν τον κλάδο παραγωγής, καθώς και τον κλάδο παραγωγής στο σύνολό του.» Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες της Επιτροπής συμπλήρωσαν την ανάλυση ζημίας που εκπόνησαν σε σχέση με τους άλλους τρεις δείκτες ζημίας που αναλύθηκαν χωριστά στον προσωρινό κανονισμό όσον αφορά την οδό των πωλήσεων που γίνονται με το εμπορικό σήμα του λιανοπωλητή. Οι εν λόγω τρεις δείκτες ήταν ο όγκος των πωλήσεων (αιτιολογική σκέψη 56 του προσωρινού κανονισμού), η τιμή των πωλήσεων (αιτιολογική σκέψη 63 του προσωρινού κανονισμού) και η κερδοφορία (αιτιολογική σκέψη 66 του προσωρινού κανονισμού). Επομένως διενεργήθηκε χωριστά ειδική ανάλυση της ζημίας για τους τρεις αυτούς δείκτες ζημίας σχετικά με την οδό πωλήσεων που έγιναν με το εμπορικό σήμα του παραγωγού.

(31)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 51 του προσωρινού κανονισμού, οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής με το εμπορικό σήμα του λιανοπωλητή αντιστοιχούν περίπου στο 63 % των συνολικών πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής (εμπορικό σήμα του κατασκευαστή και εμπορικό σήμα του λιανοπωλητή) κατά την περίοδο έρευνας. Κατά συνέπεια, οι πωλήσεις που έγιναν με το εμπορικό σήμα του κατασκευαστή αντιστοιχεί περίπου στο 37 % του συνόλου.

(32)

Ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής όσον αφορά τα προϊόντα που πωλούνται με το εμπορικό σήμα της κατασκευαστικής εταιρείας στην κοινοτική αγορά πρώτα μειώθηκε κατά 1 % το 2003, αυξήθηκε κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες το 2004 και μειώθηκε κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες κατά την περίοδο έρευνας. Κατά την ίδια περίοδο, ο όγκος των πωλήσεων με το εμπορικό σήμα του κατασκευαστή παρέμεινε ουσιαστικά στο ίδιο επίπεδο με αυτό του 2002, δηλαδή υπερέβη ελαφρά τους 68 000 τόνους.

(33)

Οι τιμές πώλησης ανά μονάδα για τις πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής όσον αφορά προϊόντα που πουλήθηκαν με το εμπορικό σήμα του κατασκευαστή σε μη συνδεδεμένους πελάτες παρέμεινε ουσιαστικά σταθερό σε όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Από το επίπεδο των 1 380 ευρώ/τόνο το 2002, αυξήθηκαν κατά 2 % το 2003, μειώθηκαν κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες το 2004, πριν μειωθούν οριακά κατά 1 ποσοστιαία μονάδα κατά την περίοδο έρευνας, όταν έφθασαν το επίπεδο των 1 361 ευρώ ανά τόνο.

(34)

Κατά την υπό εξέταση περίοδο, η κερδοφορία των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής για τα προϊόντα που πουλήθηκαν με το εμπορικό σήμα του κατασκευαστή, ως ποσοστό των καθαρών πωλήσεων, μειώθηκε σταδιακά από περίπου 30 % το 2002 στο 29 % το 2003, στο 27 % περίπου το 2004 και, τέλος, στο 24 % περίπου κατά την περίοδο έρευνας.

 

2002

2003

2004

ΠΕ

Όγκος πωλήσεων ΕΚ (υπό ίδιον σήμα) σε μη συνδεδεμένους πελάτες (τόνοι)

68 778

68 002

72 387

68 193

Δείκτης (2002 = 100)

100

99

105

99

Μοναδιαία τιμή στην αγορά της ΕΚ (υπό ίδιον σήμα) (ευρώ/τόνο)

1 380

1 405

1 386

1 361

Δείκτης (2002 = 100)

100

102

100

99

Αποδοτικότητα πωλήσεων ΕΚ σε μη συνδεδεμένους πελάτες (υπό ίδιον σήμα) (% καθαρών πωλήσεων)

29,7 %

29,0 %

27,4 %

23,6 %

Δείκτης (2002 = 100)

100

98

92

79

Πηγή: Έρευνα

(35)

Συνεπώς παρατηρείται ότι οι πωλήσεις των προϊόντων με το εμπορικό σήμα του κατασκευαστή παρέμειναν σχετικά στάσιμες τόσο από άποψη ποσοτήτων που πουλήθηκαν όσο και από άποψη τιμών κατά την υπό εξέταση περίοδο. Αντιθέτως, η κερδοφορία των πωλήσεων αυτών μειώθηκε σταδιακά κατά την ίδια περίοδο. Η εικόνα αυτή έρχεται σε αντίθεση με την σαφή εικόνα για τη ζημιά που διαμορφώθηκε σε σχέση με το σύνολο των πωλήσεων και με την εικόνα που διαμορφώθηκε σε σχέση με τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν με το εμπορικό σήμα του λιανοπωλητή στον προσωρινό κανονισμό. Είναι ωστόσο σαφές ότι ο αντίκτυπος των εισαγωγών από την Ταϊλάνδη γίνεται περισσότερο αισθητός στον τομέα στον οποίο συγκεντρώνονται οι εισαγωγές τους, δηλαδή στα προϊόντα με το εμπορικό σήμα του λιανοπωλητή.

(36)

Η εξέταση που διενήργησαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής, αφού συμπληρώθηκε σύμφωνα με τα παραπάνω, συμμορφώνεται με το βασικό κανονισμό ικανοποιεί την απαίτηση για αντικειμενικότητα που ορίζεται στο άρθρο 3.1 παράγραφος 1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ καθώς όλοι οι δείκτες ζημιάς που απαριθμούνται στο άρθρο 3.4 παράγραφος 4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ εξετάστηκαν με ή χωρίς διάκριση των οδών πωλήσεων, στις περιπτώσεις που αυτό κρίθηκε σκόπιμο όσον αφορά τις ιδιαιτερότητας της εκάστοτε περίπτωσης. Επομένως, ο παραπάνω ισχυρισμός απορρίπτεται.

(37)

Ελλείψει άλλων σχετικών παρατηρήσεων, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 41 έως 76 του προσωρινού κανονισμού.

ΣΤ.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

1.   Περιοριστικές εμπορικές πρακτικές

(38)

Αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε εφαρμόσει περιοριστικές εμπορικές πρακτικές, οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς τους χαρακτηρίζονται, κυρίως, από τον καθορισμό των τιμών του γλυκού καλαμποκιού για την κοινοτική αγορά. Ως αποδεικτικά στοιχεία, ένα από τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη δήλωσε τα εξής: i) είχε επιστήσει ρητώς την προσοχή της Επιτροπής στο ζήτημα αυτό στην κοινοποίησή του της 21ης Ιουνίου 2006, ii) ένας ευρωπαϊκός λιανικής πωλητής είχε εκφράσει παρόμοια ανησυχία σε κοινοποίηση της 17ης Μαΐου 2006 και τέλος, iii) το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος απέστειλε την 1 Δεκεμβρίου 2006 δύο ηλεκτρονικά μηνύματα από τον πρόεδρο της καταγγέλλουσας ένωσης που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 1 του προσωρινού κανονισμού. Σε ένα από τα εν λόγω μηνύματα, της 13ης Απριλίου 2005, ο πρόεδρος της καταγγέλλουσας ένωσης ενημερώνει, κατά τους ισχυρισμούς, τον πρόεδρο-διευθύνοντα σύμβουλο μίας ταϊλανδικής εξαγωγικής εταιρείας ότι οι μεταποιητές από τη Δυτική Ευρώπη είχαν συμφωνήσει για τις τιμές των τριών παρουσιάσεων του ομοειδούς προϊόντος.

(39)

Συνεπώς, τα προαναφερθέντα ενδιαφερόμενα μέρη ζήτησαν από την Επιτροπή να τερματίσει αμέσως την παρούσα διαδικασία, Λόγω απουσίας αιτιώδους σχέσεις μεταξύ των εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ και της επιζήμιας κατάστασης για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, καθώς το επίπεδο των τιμών που εφαρμόζει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής φαίνεται ότι είναι αναξιόπιστο και τεχνητά διογκωμένο από την εικαζόμενη αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ένα ενδιαφερόμενο μέρος αναφέρθηκε ρητώς τόσο στο άρθρο 3 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού όσο και στην υπόθεση Mukand (6) για να ζητήσει από την Επιτροπή να αξιολογήσει τον πιθανό αντίκτυπο που έχει η εικαζόμενη αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά στη ζημιογόνο κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, προτού εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα σχετικά με την αιτιώδη σχέση.

(40)

Όσον αφορά τα σημεία i) και ii) της αιτιολογικής σκέψης 38, επισημαίνεται ότι οι δύο κοινοποιήσεις περιείχαν απλώς ορισμένους ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς. Στη δήλωση που αναφέρεται στο σημείο i), ο καταγγέλλων είχε ο ίδιος δηλώσει ότι «θα δοθούν εν ευθέτω χρόνω περαιτέρω πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με τις καταχρήσεις αυτές, οι οποίες αποτελούν κατάφωρη παραβίαση των κανόνων της ΕΕ περί ανταγωνισμού». Το ενδιαφερόμενο μέρος απέστειλε στη συνέχεια τα ηλεκτρονικά μηνύματα που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 38 ανωτέρω.

(41)

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής που είναι αρμόδιες για θέματα αντιντάμπινγκ, αφού έλαβαν αυτά τα ηλεκτρονικά μηνύματα, ζήτησαν αμέσως από τον καταγγέλλοντα να διαβιβάσει το ίδιο υλικό στις υπηρεσίες της Επιτροπής που είναι αρμόδιες για θέματα ανταγωνισμού. Επιπλέον, οι υπηρεσίες της Επιτροπής που είναι αρμόδιες για θέματα αντιντάμπινγκ εξέτασαν προσεκτικά τις τιμές που εφάρμοσαν οι διάφοροι κοινοτικοί παραγωγοί δεδομένης της ύπαρξης των προαναφερθέντων μηνυμάτων, και, ιδιαίτερα, δεδομένου ότι ο πρόεδρος της καταγγέλλουσας ένωσης αναγνώρισε ότι ήταν ο συντάκτης των μηνυμάτων.

(42)

Ο πρόεδρος αρνήθηκε με έμφαση ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε, ουσιαστικά, καταλήξει ποτέ σε συμφωνία για τιμές «αναφοράς» ή ότι είχε ποτέ εφαρμόσει τέτοιες τιμές, όπως υποδηλώνεται στο ηλεκτρονικό του μήνυμα. Δεδομένου ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας αντιντάμπινγκ, είχαν λάβει από όλους τους συνεργαζόμενους κοινοτικούς παραγωγούς λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις τιμές για κάθε συναλλαγή, ελέγχθηκε εάν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί στην πράξη οποιαδήποτε ευθυγράμμιση τιμών.

(43)

Από αυτή την έρευνα αντιντάμπινγκ δεν προέκυψαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι υπήρξε ευθυγράμμιση τιμών μεταξύ των συνεργαζόμενων κοινοτικών παραγωγών. Επιπλέον, οι πραγματικές τιμές, στην πλειονότητά τους, βρίσκονταν κατά πολύ κάτω από τις τιμές «αναφοράς» που αναφέρονται στο προαναφερόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα της 13ης Απριλίου 2005.

(44)

Συνεπώς, τα κοινοτικά όργανα δεν εντόπισαν σ’ αυτή τη διαδικασία αντιντάμπινγκ στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το γεγονός ότι οι τιμές των εισαγωγών με ντάμπινγκ από την εν λόγω χώρα ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής οφείλετο κυρίως σε ένα τεχνητό επίπεδο τιμών που ήταν απόρροια αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς.

(45)

Παρατηρείται επίσης ότι η Επιτροπή δεν εξέδωσε τελική απόφαση σύμφωνα με την οποία να διαπιστώνεται ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε δημιουργήσει καρτέλ.

(46)

Ως συνέπεια των παραπάνω, η Επιτροπή θεωρεί ότι από την παρούσα έρευνα αντιντάμπινγκ δεν προέκυψαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και οι δείκτες ζημίας επηρεάστηκαν από συμπεριφορά αντίθετη προς τον ανταγωνισμό ή τυχόν περιοριστικές εμπορικές πρακτικές. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

2.   Ο αντίκτυπος των καιρικών συνθηκών

(47)

Αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι ο αντίκτυπος των καιρικών συνθηκών πρέπει να εξεταστεί κατά την διερεύνηση ης αιτιώδους συνάφειας. Συγκεκριμένα, τα εν λόγω μέρη αναφέρθηκαν στα εξής: i) τον καύσωνα το καλοκαίρι του 2003 και ii) τις πλημμύρες που έπληξαν την Ουγγαρία κατά την περίοδο από το Μάιο έως τον Αύγουστο του 2005.

(48)

Εξετάστηκε προσεκτικά εάν ο καύσωνας του 2003 στην Ευρώπη [ισχυρισμός i) ανωτέρω] και οι πλημμύρες του 2005 στην Ουγγαρία [ισχυρισμός ii) ανωτέρω] θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στην αρνητική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(49)

Διαπιστώθηκε ότι ο καύσωνας του 2003 και οι πλημμύρες του 2005 δεν είχαν πρακτικά αντίκτυπο στην ποσότητα της συγκομιδής του σε επίπεδο κοινοτικού κλάδου παραγωγής στο σύνολό του. Πράγματι, από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι κοινοτικοί παραγωγοί στο πλαίσιο της έρευνας προέκυψαν πολύ σταθερές ποσότητες συγκομιδής (σε τόνους γλυκού καλαμποκιού, συγκομιδή ανά εκτάριο) για όλη την υπό εξέταση περίοδο. Υπενθυμίζεται περαιτέρω ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, όπως περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 86 και 87 του προσωρινού κανονισμού, ότι το κόστος της παραγωγής ανά μονάδα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε μόλις κατά 5 % κατά την περίοδο από το 2002 έως την περίοδο έρευνας, κυρίως λόγω της αύξησης της τιμής του χάλυβα (δεδομένου ότι η κονσέρβα αποτελεί το πιο σημαντικό στοιχείο κόστους). Με βάση τα παραπάνω, οι ισχυρισμοί i) και ii) δεν έγιναν δεκτοί.

(50)

Συνεπώς, θεωρείται ότι οι καιρικές συνθήκες δεν είναι δυνατόν να διέρρηξαν την αιτιώδη σχέση μεταξύ των εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

(51)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 77 έως 99 του προσωρινού κανονισμού.

Ζ.   ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

(52)

Ελλείψει οιασδήποτε ουσιαστικής νέας πληροφορίας ή επιχειρήματος ως προς το συγκεκριμένο θέμα, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 100 έως 118 του προσωρινού κανονισμού.

H.   ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

(53)

Αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν τα ακόλουθα: i) ότι η Επιτροπή πρέπει να διευκρινίσει περαιτέρω με ποιό τρόπο υπολόγισε στο 14 % το κέρδος που θα ήταν εφικτό απουσία εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 121 του προσωρινού κανονισμού και ii) ότι το προαναφερθέν κέρδος του 14 % ήταν πολύ υψηλό. Όσον αφορά τον τελευταίο ισχυρισμό, έγινε αναφορά στην πρόσφατη διαδικασία μέτρων διασφάλισης και αντιντάμπινγκ σχετικά με μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα όπως τα διατηρημένα εσπεριδοειδή (7) και οι κατεψυγμένες φράουλες (8), όπου χρησιμοποιήθηκαν περιθώρια κέρδους ύψους 6,8 % και 6,5 % αντιστοίχως. Στο πλαίσιο αυτό, ένα άλλο ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε iii) ότι το κέρδος 14 % ήταν πολύ χαμηλό και έπρεπε να προσαρμοστεί στο 17 % για να αντικατοπτρίζεται η κερδοφορία που επιτεύχθηκε το 2002 όσον αφορά τις πωλήσεις με το εμπορικό σήμα του λιανοπωλητή.

(54)

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς i) και iii) ανωτέρω, η αιτιολογική σκέψη 121 του προσωρινού κανονισμού εξηγεί ότι το ποσοστό κερδοφορίας ύψους 21,4 % που επιτεύχθηκε το 2002 σε πωλήσεις προϊόντων με το εμπορικό σήμα του κατασκευαστή αλλά και με εμπορικό σήμα του λιανοπωλητή, είχε προσαρμοστεί στο 14 % ώστε να αποτυπωθεί η διαφορά στο συνδυασμό επισημάνσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε σχέση με τις εισαγωγές από την Ταϊλάνδη. Η Επιτροπή παρατήρησε ότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 66 του προσωρινού κανονισμού, το ποσοστό κερδοφορίας των πωλήσεων με εμπορικό σήμα του λιανοπωλητή ήταν 17,0 % και 11, 1 % το 2002 και το 2003 αντιστοίχως, δηλαδή όταν ο όγκος των εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ ήταν ο χαμηλότερος. Η Επιτροπή έκρινε ότι είναι λογικό να λάβει το μέσο όρο των δύο αυτών ποσοστών κερδοφορίας, ο οποίος είναι 14 %.

(55)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ii) ανωτέρω, θεωρείται ότι το κέδρος που θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν δεν υπήρχαν εισαγωγές σε τιμές ντάμπινγκ, στο μέτρο του δυνατού, αντανακλά τις πραγματικές ιδιαιτερότητας του υπό εξέταση κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Μόνο ελλείψει τέτοιων πληροφοριών, μπορούν να είναι σημαντικά στοιχεία από άλλους κλάδους παραγωγής που ανήκουν στον ίδιο ευρύτερο τομέα. Η προσέγγιση αυτή, την οποία η Επιτροπή εφαρμόζει συνεπώς, υποστηρίχτηκε από το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση EFMA (9).

(56)

Συνεπώς, απορρίπτονται οι ισχυρισμοί i) ii) και iii) και επιβεβαιώνεται το πόρισμα ότι μπορούσε να επιτευχθεί κέρδος 14 % εάν δεν πραγματοποιούνταν εισαγωγές σε τιμές ντάμπινγκ.

(57)

Βάσει των συμπερασμάτων όσον αφορά το ντάμπινγκ, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και το συμφέρον της Κοινότητας και σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, πρέπει να επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στο επίπεδο του περιθωρίου ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε, ο οποίος όμως δεν πρέπει να είναι υψηλότερος από το περιθώριο ζημίας που παρουσιάζεται στην αιτιολογική σκέψη 123 του προσωρινού κανονισμού και επιβεβαιώνεται στον παρόντα κανονισμό. Δεδομένου του υψηλού επιπέδου συνεργασίας, ο δασμός για τις υπόλοιπες εταιρείες, που δεν συνεργάστηκαν στην έρευνα, καθορίζεται στο υψηλότερο επίπεδο δασμού που μπορεί να επιβληθεί στις εταιρείες που συνεργάζονται στην έρευνα. Συνεπώς, ο υπόλοιπος δασμός ορίζεται στο ποσοστό του 12,9 %.

(58)

Κατά συνέπεια, οι οριστικοί δασμοί έχουν ως εξής:

Εταιρεία

Περιθώριο ζημίας

Περιθώριο ντάμπινγκ

Δασμός αντιντάμπινγκ

Karn Corn

31,3 %

3,1 %

3,1 %

Malee Sampran

12,8 %

17,5 %

12,8 %

River Kwai

12,8 %

15,0 %

12,8 %

Sun Sweet

18,6 %

11,1 %

11,1 %

Συνεργαζόμενοι εξαγωγείς που δεν συμμετείχαν στη δειγματοληψία

17,7 %

12,9 %

12,9 %

Όλες οι άλλες εταιρείες

31,3 %

17,5 %

12,9 %

Θ.   ΑΝΑΛΗΨΕΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

(59)

Μετά την επιβολή προσωρινών μέτρων, ορισμένοι από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς εξαγωγείς εξέφρασαν ενδιαφέρον για ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές. Ωστόσο, μετά την τελική γνωστοποίηση (εκτός από τις δύο εταιρείες που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 60), δεν κατάφεραν να υποβάλουν προσφορές για ανάληψη υποχρεώσεων εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού.

(60)

Ένας συνεργαζόμενος παραγωγός εξαγωγέας δεν είχε τη δυνατότητα να υποβάλει επαρκώς τεκμηριωμένη προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε να δεχτεί καμία προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων από τον εν λόγω παραγωγό εξαγωγέα. Ωστόσο, το Συμβούλιο, λόγω της πολυπλοκότητας που παρουσίαζε το ζήτημα για τον εν λόγω οικονομικό παράγοντα και για άλλους συνεργαζόμενους παραγωγούς εξαγωγείς που βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση (κατακερματισμένος κλάδος παραγωγής, παραγωγοί εξαγωγείς εγκατεστημένοι σε αναπτυσσόμενη χώρα και οι οποίοι συχνά λειτουργούν τόσο ως έμποροι όσο και ως παραγωγοί εξαγωγείς, γεγονός που καθιστά πιο πολύπλοκη την υποβολή αποδεκτής ανάληψης υποχρεώσεων ως προς την τιμή) καθώς και λόγω του σημαντικού βαθμού συνεργασίας κατά τη διάρκεια της έρευνας, θεωρεί ότι οι εν λόγω παραγωγοί εξαγωγείς πρέπει να έχουν κατ' εξαίρεση το δικαίωμα να ολοκληρώσουν τις προσφορές τους για ανάληψη υποχρεώσεων και μετά την πάροδο της προαναφερθείσας προθεσμίας, αλλά εντός δέκα ημερολογιακών ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να προτείνει, αναλόγως, τροποποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(61)

Μετά την τελική γνωστοποίηση, δύο συνεργαζόμενοι παραγωγοί εξαγωγείς προσέφεραν αποδεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων ως προς τις τιμές σε συνδυασμό με ένα ποσοτικό ανώτατο όριο σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2 του βασικού κανονισμού. Πρότειναν να πωλούν το υπό εξέταση προϊόν με ποσοτικό ανώτατο όριο ίσο με ή ανώτερο με τα προαναφερθέντα επίπεδα τιμών τα οποία εξαλείφουν τις ζημιογόνες επιπτώσεις του ντάμπινγκ. Εισαγωγές που υπερβαίνουν το ποσοτικό ανώτατο όριο θα υπόκεινται σε δασμούς αντιντάμπινγκ. Επίσης οι εταιρείες θα υποβάλλουν τακτικά στην Επιτροπή λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγές της στην Κοινότητα και, επομένως, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να παρακολουθεί αποτελεσματικά τις αναλήψεις υποχρεώσεων. Επιπλέον, η δομή των πωλήσεων των εν λόγω εταιρειών είναι τέτοια που η Επιτροπή θεωρεί ότι ο κίνδυνος καταστρατήγησης των συμφωνηθεισών υποχρεώσεων είναι περιορισμένος.

(62)

Η Επιτροπή με την απόφαση 2007/424/ΕΚ (10) αποδέχθηκε τις προαναφερθείσες προσφορές ανάληψης υποχρεώσεων. Στην απόφαση παρατίθενται με περισσότερες λεπτομέρειες οι λόγοι για τους οποίους έγιναν δεκτές αυτές οι αναλήψεις υποχρεώσεων.

(63)

Για να δοθεί η δυνατότητα στην Επιτροπή και στις τελωνειακές αρχές να ελέγξουν αποτελεσματικά τη συμμόρφωση των εταιρειών με τις αναλήψεις υποχρεώσεων, όταν το αίτημα για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία υποβάλλεται στη σχετική τελωνειακή αρχή, η απαλλαγή από το δασμό αντιντάμπινγκ εξαρτάται i) από την προσκόμιση τιμολογίου ανάληψης υποχρέωσης, το οποίο είναι ένα εμπορικό τιμολόγιο που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία που απαριθμούνται και τη δήλωση που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙ· ii) από το γεγονός ότι τα προϊόντα έχουν κατασκευαστεί, φορτωθεί και τιμολογηθεί απευθείας από τις εν λόγω εταιρείες στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην Κοινότητα· και iii) από το γεγονός ότι τα εμπορεύματα που δηλώνονται και προσκομίζονται στο τελωνείο αντιστοιχούν ακριβώς στην περιγραφή του τιμολογίου ανάληψης υποχρέωσης. Όταν δεν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ο κατάλληλος δασμός αντιντάμπινγκ επιβάλλεται κατά την αποδοχή της δήλωσης θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία.

(64)

Όταν η Επιτροπή ανακαλέσει την αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, ύστερα από παράβαση, αναφερόμενη σε συγκεκριμένες συναλλαγές και δηλώνει άκυρα τα σχετικά τιμολόγια ανάληψης, γεννάται τελωνειακή οφειλή κατά την αποδοχή της διασάφησης για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία.

(65)

Οι εισαγωγείς πρέπει να γνωρίζουν ότι μπορεί να προκληθεί τελωνειακή οφειλή, εν είδει φυσιολογικού εμπορικού κινδύνου, τη στιγμή της αποδοχής της διασάφησης για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, όπως περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 62 και 63, ακόμη κι αν η προσφορά ανάληψης υποχρέωσης από τον κατασκευαστή από τον οποίο αγοράζουν, απευθείας ή όχι, έχει γίνει δεκτή από την Επιτροπή.

(66)

Σύμφωνα με τον άρθρο 14 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού, οι τελωνειακές αρχές πρέπει να ενημερώσουν την Επιτροπή αμέσως εάν υπάρχουν ενδείξεις για παραβίαση της ανάληψης υποχρέωσης.

(67)

Για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, οι προσφορές ανάληψης υποχρεώσεων από τους ταϊλανδούς παραγωγούς-εξαγωγείς θεωρούνται δεκτές από την Επιτροπή και οι ενδιαφερόμενες εταιρείες έχουν ενημερωθεί για τα πραγματικά γεγονότα, το σκεπτικό και τις υποχρεώσεις στα οποία βασίζεται η αποδοχή.

(68)

Σε περίπτωση παράβασης ή ανάκλησης ανάληψης υποχρέωσης, ή σε περίπτωση ανάκλησης της αποδοχής υποχρέωσης από την Επιτροπή, ο δασμός αντιντάμπινγκ, ο οποίος επιβλήθηκε από το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4, εφαρμόζεται αυτομάτως δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού.

Ι.   ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΑΣΜΟΥ

(69)

Δεδομένου του μεγέθους των περιθωρίων ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν για τους παραγωγούς-εξαγωγείς στην Ταϊλάνδη και λαμβανομένου υπόψη του επιπέδου ζημίας που προκλήθηκε στoν κοινοτικό κλάδο παραγωγής, θεωρείται απαραίτητο τα ποσά που καταβλήθηκαν ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον προσωρινό κανονισμό να εισπραχθούν οριστικά στο ύψος των οριστικά επιβληθέντων δασμών.

(70)

Οι μεμονωμένοι δασμολογικοί συντελεστές αντιντάμπινγκ που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό καθορίστηκαν με βάση τα πορίσματα της παρούσας έρευνας. Επομένως, αντανακλούν την κατάσταση που διαπιστώθηκε για τις σχετικές εταιρείες κατά την έρευνα αυτή. Κατά συνέπεια, αυτοί οι δασμολογικοί συντελεστές (σε αντίθεση με το δασμό που επιβάλλεται σε επίπεδο χώρας και που εφαρμόζεται σε «όλες τις άλλες εταιρείες») εφαρμόζονται αποκλειστικά στις εισαγωγές προϊόντων καταγωγής της οικείας χώρας τα οποία παράγονται από τις εταιρείες και, κατά συνέπεια, από τις συγκεκριμένες νομικές οντότητες (φορείς) που αναφέρονται ρητά. Τα εισαγόμενα προϊόντα που παράγονται από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία η οποία δεν αναφέρεται ρητά στο διατακτικό του παρόντος κανονισμού με την επωνυμία και τη διεύθυνσή της, συμπεριλαμβανομένων των φορέων που συνδέονται με τις εταιρείες που αναφέρονται ρητά, δεν δύνανται να επωφελούνται από τους εν λόγω συντελεστές και υπόκεινται στο δασμολογικό συντελεστή που εφαρμόζεται σε «όλες τις άλλες εταιρείες».

(71)

Κάθε αίτημα για την εφαρμογή των εν λόγω ατομικών εταιρικών δασμών αντιντάμπινγκ (π.χ. λόγω αλλαγής της επωνυμίας της οντότητας ή της δημιουργίας νέας οντότητας παραγωγής ή πωλήσεων) υποβάλλεται αμέσως στην Επιτροπή μαζί με όλα τα σχετικά στοιχεία, και ιδίως κάθε μεταβολή των δραστηριοτήτων της εταιρείας που συνδέονται με την παραγωγή, τις εγχώριες και τις εξαγωγικές πωλήσεις, η οποία προκύπτει για παράδειγμα από αυτήν την αλλαγή της επωνυμίας ή την αλλαγή των εν λόγω οντοτήτων παραγωγής και πωλήσεων. Αν θεωρηθεί σκόπιμο, ο κανονισμός θα τροποποιηθεί ανάλογα με την αναπροσαρμογή του καταλόγου των εταιρειών που επωφελούνται από ατομικούς δασμούς,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές γλυκού καλαμποκιού (Zea mays var. saccharata) σε κόκκους, παρασκευασμένου ή διατηρημένου με ξύδι ή οξικό οξύ, όχι κατεψυγμένου, το οποίο υπάγεται στον κωδικό ΣΟ ex 2001 90 30 (κωδικός Taric 2001903010) και γλυκού καλαμποκιού (Zea mays var. saccharata) σε κόκκους, παρασκευασμένου ή διατηρημένου άλλως παρά με ξύδι ή οξικό οξύ, όχι κατεψυγμένου, άλλου από τα προϊόντα της κλάσης 2006, το οποίο υπάγεται στον κωδικό ΣΟ ex 2005 80 00 (κωδικός Taric 2005800010), καταγωγής Ταϊλάνδης.

2.   Ο συντελεστής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στην καθαρή τιμή «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας», πριν από την επιβολή δασμού, για τα προϊόντα που περιγράφονται στην παράγραφο 1 και παράγονται από τις εταιρείες που απαριθμούνται κατωτέρω, καθορίζεται ως εξής:

Εταιρεία

Δασμός αντιντάμπινγκ (%)

Πρόσθετος κωδικός Taric

Karn Corn Co., Ltd., 68 Moo 7 Tambol Saentor, Thamaka, Kanchanaburi 71130, Thailand

3,1

A789

Malee Sampran Public Co., Ltd., Abico Bldg. 401/1 Phaholyothin Rd., Lumlookka, Pathumthani 12130, Thailand

12,8

A790

River Kwai International Food Industry Co., Ltd., 52 Thaniya Plaza, 21st. Floor, Silom Rd., Bangrak, Bangkok 10500, Thailand

12,8

A791

Sun Sweet Co., Ltd., 9 M. 1, Sanpatong, Chiangmai, Thailand 50120

11,1

A792

Κατασκευαστές που παρατίθενται στο παράρτημα I

12,9

A793

Όλες οι άλλες εταιρείες

12,9

A999

3.   Παρά το πρώτο εδάφιο, ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ δεν επιβάλλεται στις εισαγωγές που έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα με το άρθρο 2.

4.   Εκτός εάν ορίζεται άλλως, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους δασμούς.

Άρθρο 2

1.   εισαγωγές που έχουν δηλωθεί για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία και τιμολογούνται από εταιρείες των οποίων οι αναλήψεις υποχρεώσεων έχουν γίνει δεκτές από την Επιτροπή και των οποίων οι επωνυμίες περιλαμβάνονται στην απόφαση 2007/424/ΕΚ, όπως αυτή τροποποιείται κατά καιρούς, απαλλάσσονται από τον δασμό αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται με το άρθρο 1, υπό τον όρο ότι:

έχουν κατασκευασθεί, φορτωθεί και τιμολογηθεί απευθείας από τις εν λόγω εταιρείες στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην Κοινότητα και

οι εν λόγω εισαγωγές συνοδεύονται από τιμολόγιο ανάληψης υποχρέωσης το οποίο είναι εμπορικό τιμολόγιο που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία που απαριθμούνται και τη δήλωση που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού και

τα εμπορεύματα που δηλώνονται και προσκομίζονται στο τελωνείο αντιστοιχούν επακριβώς στην περιγραφή του τιμολογίου ανάληψης υποχρέωσης.

2.   Γεννάται τελωνειακή οφειλή κατά την αποδοχή της διασάφησης για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία:

οσάκις διαπιστώνεται, όσον αφορά τις εισαγωγές που περιγράφονται στην παράγραφο 1, ότι δεν πληρούνται ένας ή περισσότεροι από τους όρους που παρατίθενται στην εν λόγω παράγραφο· ή

οσάκις η Επιτροπή ανακαλεί την αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, με κανονισμό ή απόφαση που αναφέρεται σε συγκεκριμένες συναλλαγές και δηλώνει άκυρα τα σχετικά τιμολόγια ανάληψης.

Άρθρο 3

Τα ποσά που έχουν καταβληθεί ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1888/2006 της Επιτροπής για τις εισαγωγές γλυκού καλαμποκιού (Zea mays var. saccharata) σε κόκκους, παρασκευασμένου ή διατηρημένου σε ξύδι ή οξικό οξύ, όχι κατεψυγμένου, το οποίο υπάγεται στον κωδικό ΣΟ ex 2001 90 30 (κωδικός Taric 2001903010) και για εισαγωγές γλυκού καλαμποκιού (Zea mays var. saccharata) σε κόκκους, παρασκευασμένου ή διατηρημένου αλλιώς παρά με ξύδι ή οξικό οξύ, όχι κατεψυγμένου, άλλο από τα προϊόντα της κλάσης 2006, που υπάγεται στον κωδικό ΣΟ ex 2005 80 00 (κωδικός Taric 2005800010), καταγωγής Ταϊλάνδης, εισπράττονται οριστικά. Τα ποσά που κατατέθηκαν ως εγγύηση επιπλέον των οριστικών δασμών, όπως αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, αποδεσμεύονται.

Άρθρο 4

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 18 Ιουνίου 2007.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

F.-W. STEINMEIER


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

(2)  ΕΕ C 75 της 28.3.2006, σ. 6.

(3)  ΕΕ L 364 της 20.12.2006, σ. 68.

(4)  Συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994.

(5)  WT/DS184/AB/R, 23.8.2001, Ηνωμένες Πολιτείες — Μέτρα αντιντάμπινγκ όσον αφορά ορισμένα προϊόντα από χάλυβα θερμής έλασης, καταγωγής Ιαπωνίας.

(6)  Υπόθεση T-58/99 Mukand και άλλοι κατά Συμβουλίου [2001] Συλλογή II-2521.

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 658/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 104 της 8.4.2004, σ. 67) (βλέπε αιτιολογική σκέψη 115).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1551/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 287 της 18.10.2006, σ. 3) (βλέπε αιτιολογική σκέψη 144).

(9)  Υπόθεση T-210/95 EFMA κατά Συμβουλίου [1999] Συλλογή II-3291 (παράγραφος 54 και εξής).

(10)  Βλέπε υποσημείωση 41 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κατάλογος των συνεργαζόμενων κατασκευαστών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, υπό τον πρόσθετο κωδικό Taric A793

Επωνυμία

Διεύθυνση

Agroon (Thailand) Co., Ltd.

50/499-500 Moo 6, Baan Mai, Pakkret, Monthaburi 11120, Thailand

B.N.H. Canning Co., Ltd.

425/6-7 Sathorn Place Bldg., Klongtonsai, Klongsan, Bangkok 10600, Thailand

Boonsith Enterprise Co., Ltd.

7/4 M.2, Soi Chomthong 13, Chomthong Rd., Chomthong, Bangkok 10150, Thailand

Erawan Food Public Company Limited

Panjathani Tower 16th floor, 127/21 Nonsee Rd., Chongnonsee, Yannawa, Bangkok 10120, Thailand

Great Oriental Food Products Co., Ltd.

888/127 Panuch Village, Soi Thanaphol 2, Samsen-Nok, Huaykwang, Bangkok 10310, Thailand

Kuiburi Fruit Canning Co., Ltd.

236 Krung Thon Muang Kaew Bldg., Sirindhorn Rd., Bangplad, Bangkok 10700, Thailand

Lampang Food Products Co., Ltd.

22K Building, Soi Sukhumvit 35, Klongton Nua, Wattana, Bangkok 10110, Thailand

O.V. International Import-Export Co., Ltd.

121/320 Soi Ekachai 66/6, Bangborn, Bangkok 10500, Thailand

Pan Inter Foods Co., Ltd.

400 Sunphavuth Rd., Bangna, Bangkok 10260, Thailand

Siam Food Products Public Co., Ltd.

3195/14 Rama IV Rd., Vibulthani Tower 1, 9th Fl., Klong Toey, Bangkok, 10110, Thailand

Viriyah Food Processing Co., Ltd.

100/48 Vongvanij B Bldg, 18th Fl, Praram 9 Rd., Huay Kwang, Bangkok 10310, Thailand

Vita Food Factory (1989) Ltd.

89 Arunammarin Rd., Banyikhan, Bangplad, Bangkok 10700, Thailand


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Τα ακόλουθα στοιχεία πρέπει να εμφανίζονται στο εμπορικό τιμολόγιο που συνοδεύει τις πωλήσεις της εταιρείας προς την Κοινότητα για τα εμπορεύματα τα οποία υπόκεινται σε ανάληψη υποχρέωσης:

1.

Ο τίτλος «ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ ΤΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΕ ΑΝΑΛΗΨΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ».

2.

Η επωνυμία της εταιρείας που εκδίδει το εμπορικό τιμολόγιο.

3.

Ο αριθμός του εμπορικού τιμολογίου.

4.

Η ημερομηνία έκδοσης του εμπορικού τιμολογίου.

5.

Ο πρόσθετος κωδικός Taric βάσει του οποίου γίνεται ο εκτελωνισμός των εμπορευμάτων του τιμολογίου στα σύνορα της Κοινότητας.

6.

Η ακριβής περιγραφή των εμπορευμάτων, η οποία περιλαμβάνει:

τον κωδικό του προϊόντος (PCN), που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της ανάληψης υποχρέωσης,

απλή περιγραφή των εμπορευμάτων που αντιστοιχούν στο συγκεκριμένο PCN,

τον εταιρικό κωδικό προϊόντος (CPC),

τον κωδικό Taric,

την ποσότητα (σε τόνους).

7.

Η περιγραφή των όρων πώλησης, στην οποία περιλαμβάνονται και τα εξής:

τιμές ανά τόνο τόνους,

ισχύοντες όροι πληρωμής,

ισχύοντες όροι παράδοσης,

συνολικές εκπτώσεις και μειώσεις τιμών.

8.

Η επωνυμία της εταιρείας που ενεργεί ως εισαγωγέας στην Κοινότητα, στην οποία εκδίδεται απευθείας το τιμολόγιο που συνοδεύει τα εμπορεύματα που υπόκεινται σε ανάληψη υποχρέωσης.

9.

Το ονοματεπώνυμο του υπαλλήλου της εταιρείας που εξέδωσε το τιμολόγιο ανάληψης υποχρέωσης και η ακόλουθη υπογεγραμμένη δήλωση:

«Ο υπογεγραμμένος, πιστοποιώ ότι η πώληση για άμεση εξαγωγή στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα των εμπορευμάτων που καλύπτονται από το παρόν τιμολόγιο πραγματοποιείται στο πλαίσιο και με τους όρους της ανάληψης υποχρέωσης που προτάθηκε από [ΕΤΑΙΡΕΙΑ], και έγινε αποδεκτή από την Επιτροπή με την απόφαση 2007/424/ΕΚ. Δηλώνω ότι τα στοιχεία που αναγράφονται στο παρόν τιμολόγιο είναι πλήρη και ακριβή».