6.2.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 32/76


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 26ης Σεπτεμβρίου 2006

σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησαν οι Κάτω Χώρες στην εταιρεία Holland Malt BV

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 4196]

(Το κείμενο στην ολλανδική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(2007/59/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο (1), και αφού έλαβε υπόψη τις εν λόγω παρατηρήσεις,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή της 31ης Μαρτίου 2004, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 6 Απριλίου 2004, κοινοποιήθηκε μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

(2)

Με επιστολές της 1ης Ιουνίου 2004, 12ης Αυγούστου 2004 και 16ης Φεβρουαρίου 2005, η Επιτροπή ζήτησε από τις Κάτω Χώρες συμπληρωματικές πληροφορίες. Με επιστολές της 5ης Ιουλίου 2004, 17ης Δεκεμβρίου 2004 και 15ης Μαρτίου 2005, οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν στις 7 Ιουλίου 2004, 3 Ιανουαρίου 2005 και 23 Μαρτίου 2005 αντιστοίχως, απάντησαν οι Κάτω Χώρες στα αιτήματα της Επιτροπής.

(3)

Με επιστολή της 5ης Μαΐου 2005, η Επιτροπή κοινοποίησε στις Κάτω Χώρες την απόφασή της να κινήσει, όσον αφορά τον εν λόγω μέτρο, τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

(4)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το εν λόγω μέτρο.

(5)

Με επιστολή της 10ης Ιουνίου 2005, οι Κάτω Χώρες υπέβαλαν διάφορες παρατηρήσεις.

(6)

Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών, τις οποίες διαβίβασε στις Κάτω Χώρες, παρέχοντάς τους την ευκαιρία να διατυπώσουν παρατηρήσεις· η Επιτροπή έλαβε την απάντηση των Κάτω Χωρών με επιστολή της 14ης Οκτωβρίου 2005.

II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(7)

Οι Κάτω Χώρες αποφάσισαν να χορηγήσουν επιδότηση στην εταιρεία Holland Malt BV στο πλαίσιο του περιφερειακού επενδυτικού προγράμματος «Regionale investeringsprojecten 2000» (εφεξής «πρόγραμμα IPR»). Το εν λόγω περιφερειακό επενδυτικό πρόγραμμα εγκρίθηκε από την Επιτροπή το 2000 (3), ενώ στις 18 Φεβρουαρίου 2002 εγκρίθηκε τροποποίησή του (4), με την οποία επεκτάθηκε το πεδίο εφαρμογής του προγράμματος IPR στους κλάδους της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων, όπως προβλέπεται στο παράρτημα I της Συνθήκης.

(8)

Η παρούσα υπόθεση αφορά επιδότηση για επενδυτικό έργο της εταιρείας Holland Malt BV, εφεξής «Holland Malt», η οποία είναι κοινοπραξία μεταξύ της ζυθοποιίας Bavaria NV και της Agrifirm, συνεταιρισμού παραγωγών σιτηρών στη Noord-Nederland και στη Γερμανία. Η επιδότηση προορίζεται για την κατασκευή βυνοποιείου στο Eemshaven, στο δήμο Eemsmond. Με τις επενδύσεις αυτές, αναμένεται να ενοποιηθεί το σύνολο της αλυσίδας (αποθήκευση και μεταποίηση κριθής ζυθοποιίας καθώς και παραγωγή και εμπορία βύνης).

(9)

Το Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων των Κάτω Χωρών αποφάσισε να επιδοτήσει κατά 13,5 % ακαθάριστα (10 % καθαρά) τις επιλέξιμες επενδύσεις ύψους 55 εκατ. ευρώ, με ποσό 7 425 000 ευρώ κατ’ανώτατο όριο. Δεδομένου ότι η ενίσχυση αφορά επιδότηση επενδυτικού έργου για επιχείρηση του τομέα της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων που αναφέρονται στο παράρτημα I της Συνθήκης και ότι οι επιλέξιμες δαπάνες του έργου υπερβαίνουν τα 25 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με το σημείο 4.2.6 των Κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας (5) , εφεξής «κατευθυντήριες γραμμές», απαιτείται ειδική κοινοποίηση προς την Επιτροπή.

(10)

Η Holland Malt αποφάσισε να προχωρήσει στην επένδυση αφού η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών δεσμεύθηκε με επιστολή της 23ης Δεκεμβρίου 2003 να την επιδοτήσει. Η δέσμευση αυτή αναλήφθηκε με την επιφύλαξη της έγκρισης της ενίσχυσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα κατασκευαστικά έργα της Holland Malt στο Eemshaven άρχισαν το Φεβρουάριο του 2004. Το βυνοποιείο άρχισε να λειτουργεί τον Απρίλιο του 2005.

(11)

Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης, βασιζόμενη στους λόγους που παρατίθενται κατωτέρω.

(12)

Εφόσον διαπίστωσε ότι, στο παρόν στάδιο, το μέτρο αυτό φαίνεται να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης, η Επιτροπή ερεύνησε εάν το μέτρο βασίζεται σε ρήτρες εξαίρεσης, ώστε να δύναται να θεωρηθεί συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά.

(13)

Δεδομένων των χαρακτηριστικών του μέτρου ενίσχυσης, η μόνη δυνατή ρήτρα εξαίρεσης της οποίας μπορεί να γίνει επίκληση είναι το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, το οποίο ορίζει ότι δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

(14)

Δεδομένου ότι η ενίσχυση αφορά επένδυση σχετικά με τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, η Επιτροπή όφειλε να μεριμνήσει για την τήρηση όλων των απαιτήσεων του σημείου 4.2 των κατευθυντήριων γραμμών. Για τους λόγους που παρατίθενται κατωτέρω, η Επιτροπή αμφιβάλλει κατά πόσον εφαρμόζεται το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης.

(15)

Στο σημείο 4.2.5 των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπεται ότι δεν επιτρέπεται να χορηγείται καμία ενίσχυση για επενδύσεις σχετικά με τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, εκτός εάν προσκομίζονται επαρκείς αποδείξεις ότι μπορούν να βρεθούν κανονικές διέξοδοι στην αγορά για τα συγκεκριμένα προϊόντα. Με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν κίνησε τη διαδικασία, δεν μπορούσε να αποκλειστεί ότι η αγορά βύνης παρουσιάζει πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα.

(16)

Η Holland Malt ισχυρίστηκε ότι προμηθεύει βύνη υψηλής ποιότητας («premiummout») για την παραγωγή μπίρας υψηλής ποιότητας («premiumbier») και ότι η αγορά για τα συγκεκριμένα είδη βύνης και μπίρας εξακολουθεί να σημειώνει ανοδική πορεία. Κατά την κίνηση της διαδικασίας, δεν ήταν ωστόσο σαφές εάν οι χαρακτηρισμοί «premiummout» και «premiumbier» δεν αποτελούσαν απλώς έννοιες του τομέα προώθησης και, επομένως, δεν αντιστοιχούσαν σε κανέναν συγκεκριμένο προϊόν αγοράς, ώστε να είναι δυνατό να αποκλειστεί η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα.

III.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(17)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από:

τη φινλανδική ένωση βυνοποιών

τη βρετανική ένωση βυνοποιών

τη γερμανική ένωση βυνοποιών

τη γαλλική ένωση βυνοποιών

τη δανική ένωση βυνοποιών

ένα ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο ζήτησε να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά του για την αποφυγή τυχόν βλάβης

την οργάνωση γεωργίας και οπωροκηπευτικών των Κάτω Χωρών (LTO Nederland)

την Agrifirm

την Holland Malt

την επαρχία Groningen των Κάτω Χωρών.

(18)

Η φινλανδική ένωση βυνοποιών αντιτίθεται στην πρόθεση των Κάτω Χωρών να χορηγήσουν επιδότηση στην Holland Malt BV, επειδή είναι της γνώμης ότι η χορήγηση κρατικών επιδοτήσεων για επενδύσεις σε βυνοποιεία θα προκαλέσει στρεβλώσεις στην αγορά. Επισημαίνει ότι στον τομέα της βύνης στην Κοινότητα υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα κατά περίπου 1 εκατομμύριο τόνους και ότι, επομένως, η παραγωγική ικανότητα κατά τα προσεχή έτη θα πρέπει να μειωθεί κατά 10 %. Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η Holland Malt προμηθεύει «premiummout» για την παραγωγή «premiumbier», η φινλανδική ένωση βυνοποιών αναφέρει ότι τα υφιστάμενα βυνοποιεία στην Κοινότητα είναι ήδη σε θέση να εφοδιάσουν την αγορά χάρη στην ευρεία γκάμα ποικιλιών βύνης, συμπεριλαμβανομένης βύνης υψηλής ποιότητας «premiummout».

(19)

Η βρετανική ένωση βυνοποιών τάσσεται χωρίς περιστροφές υπέρ της ρητής απαγόρευσης της χορήγησης κρατικής ενίσχυσης για τα βυνοποιεία. Παραπέμπει σε επιστολή του 2004, την οποία απηύθυνε στην Επιτροπή η Euromalt, η ευρωπαϊκή ένωση εκπροσώπησης του τομέα της βύνης, στην οποία η ίδια αναφέρει ότι λόγω της τρέχουσας πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας βύνης, τόσο στην Κοινότητα όσο και στην παγκόσμια αγορά, δεν πρέπει να χορηγούνται δημόσιοι πόροι για νέα ικανότητα παραγωγής βύνης (6). Σύμφωνα με την προαναφερόμενη ένωση, η ικανότητα παραγωγής βύνης ανέρχεται στα κράτη μέλη σε 8,8 εκατομμύρια τόνους έναντι ζήτησης περίπου 5,9 εκατομμύρια τόνων. Επομένως, υπάρχει στην Κοινότητα εν δυνάμει εξαγωγικό πλεόνασμα 2,9 εκατομμυρίων τόνων για την παγκόσμια αγορά, στην οποία πραγματοποιούνται ετησίως συναλλαγές 4,3 εκατομμυρίων τόνων. Κατά την περίοδο εμπορίας 2003/2004, εκδόθηκαν στην Κοινότητα πιστοποιητικά εξαγωγής για 2,48 εκατομμύρια τόνους βύνης συνολικά. Κατά την περίοδο εμπορίας που έληξε τον Ιούνιο του 2005, το αντίστοιχο σύνολο μειώθηκε σε 2,22 εκατομμύρια τόνους, γεγονός το οποίο αποδεικνύει τη δύσκολη θέση των βυνοποιών στην κοινοτική αγορά και τις περιορισμένες δυνατότητες που τους προσφέρει η αγορά. Η βρετανική ένωση βυνοποιών εκτίμησε ότι το πλεόνασμα βύνης στην Κοινότητα ανέρχεται σε 500 000 τόνους και αναμένει ότι θα αυξηθεί ακόμη έως σχεδόν 1 εκατομμύριο τόνους, ως αποτέλεσμα του συνδυασμού της θέσης σε λειτουργία νέων παραγωγικών ικανοτήτων και της μείωσης της ζήτησης από τη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη, οι οποίες θα είναι πλέον σχεδόν αυτάρκεις. Η βρετανική ένωση βυνοποιών πιστεύει ότι η πλεονάζουσα αυτή παραγωγική ικανότητα προκάλεσε τη μείωση των σημερινών τιμών της αγοράς βύνης σε επίπεδο στο οποίο δεν είναι πλέον δυνατό να καλυφθεί το μεταβλητό κόστος. Επιπλέον, η βρετανική ένωση βυνοποιών αμφιβάλλει ότι η δημιουργία της νέας ολλανδικής μονάδας αποβλέπει στην παραγωγή βύνης υψηλής ποιότητας για να ανταποκριθεί στη σχετική ζήτηση της αγοράς. Ο τομέας της ζυθοποιίας έχει ενοποιηθεί σε σημαντικό βαθμό και η πλειοψηφία των πελατών των βυνοποιών απαιτεί οπωσδήποτε βύνη υψηλής ποιότητας, που να πληροί τις αυστηρές (και συχνά γενικές) προδιαγραφές τους, καθώς και άλλες απαιτήσεις ως προς την ασφάλεια των τροφίμων. Η βρετανική ένωση βυνοποιών είναι της γνώμης ότι ο διαχωρισμός της αγοράς βύνης σε δύο τομείς ποιότητας δεν αποτελεί ρεαλιστική προσέγγιση.

(20)

Η γερμανική ένωση βυνοποιών ανησυχεί πολύ για την πρόθεση των Κάτω Χωρών να χορηγήσουν επενδυτική επιδότηση για την κατασκευή βυνοποιείου στην επαρχία Groningen. Κατά τη γερμανική ένωση βυνοποιών, οι εισαγωγές από την Κοινότητα προς τις παραδοσιακές αγορές εξαγωγής, όπως οι χώρες Mercosur καθώς και η Ρωσία και η Ουκρανία, θα σημειώσουν αισθητή μείωση ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης δικής τους βιομηχανίας βυνοποιίας και της προστασίας κατά των εισαγωγών. Επιπλέον, υπάρχουν και οι υπερπόντιοι ανταγωνιστές, όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία, οι οποίου είναι πολύ ισχυροί χάρη στην εγγύτητά τους με τις αγορές της Άπω Ανατολής και της Νοτιοανατολικής Ασίας οι οποίες εξακολουθούν να αναπτύσσονται και χάρη στη φιλελεύθερη εμπορική πολιτική των αντίστοιχων κυβερνήσεων. Παράλληλα, η πώληση βύνης στην εσωτερική αγορά βρίσκεται σε στασιμότητα, γεγονός το οποίο οδηγεί σε πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στην Κοινότητα κατά περίπου 1 εκατομμύριο τόνους. Η γερμανική ένωση βυνοποιών θεωρεί ότι η προώθηση της τοπικής παραγωγής κριθής ζυθοποιίας δεν αποτελεί επιχείρημα. Επισημαίνει ότι η συνολική ολλανδική παραγωγή κριθής ζυθοποιίας πωλείται ήδη στη βιομηχανία βυνοποιίας και ότι ένα νέο βυνοποιείο στο Groningen θα εξαρτάται από την εισαγωγή κριθής.

(21)

Η γαλλική ένωση βυνοποιών αντιτίθεται στην χορήγηση κρατικής ενίσχυσης για νέα βυνοποιεία στην Κοινότητα. Παραπέμπει στην ίδια επιστολή της Euromalt που ανέφερε η βρετανική ένωση βυνοποιών και παραθέτει τα ίδια αριθμητικά στοιχεία όσον αφορά την παραγωγή, τις εισαγωγές και τις εξαγωγές βύνης. Συμμερίζεται την άποψη ότι οι συναλλαγές που αφορούν τη βύνη πραγματοποιούνται σήμερα σε τιμές οι οποίες δεν καλύπτουν το μεταβλητό κόστος. Κατά τη γαλλική ένωση βυνοποιών, η χορήγηση κρατικής ενίσχυσης για τις ολλανδικές επενδύσεις δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση της ύπαρξης ξεχωριστής αγοράς για βύνη υψηλής ποιότητας, δεδομένου ότι οι περισσότεροι ζυθοποιοί απαιτούν τη συγκεκριμένη ποιότητα βύνης. Τέλος, η γαλλική ένωση βυνοποιών φρονεί ότι η κοινοτική βιομηχανία βυνοποιίας θα πρέπει να κλείσει τα απαρχαιωμένα βυνοποιεία για να βελτιωθούν οι συνθήκες της αγοράς.

(22)

Η δανική ένωση βυνοποιών εγείρει αντιρρήσεις κατά της σχεδιαζόμενης επιδότησης προς την Holland Malt. Πιστεύει ότι η βιομηχανία της βύνης πρέπει να δραστηριοποιείται υπό συνθήκες ελεύθερης αγοράς σε όλο τον κόσμο, η οποία χαρακτηρίζεται από την ιδιωτική ιδιοκτησία και αναπτύσσεται με τις επενδύσεις που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις του τομέα. Μια επιδότηση ύψους 7,4 εκατ. ευρώ επί συνολικών επενδύσεων ύψους 55 εκατ. ευρώ θα είχε ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση των συνθηκών ανταγωνισμού και την παροχή αδικαιολόγητου συγκριτικού πλεονεκτήματος στη δικαιούχο επιχείρηση, ιδίως κατά τα πρώτα έτη μετά την έναρξη λειτουργίας της. Επίσης, η δανική ένωση βυνοποιών απορρίπτει το επιχείρημα του διαχωρισμού μεταξύ «βύνης υψηλής ποιότητας» και «συνήθους βύνης». Η βύνη αποτελεί γενικό προϊόν, με ελάχιστες ποικιλίες, το οποίο όμως χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα πρότυπα ποιότητας τα οποία ορίζει ο τομέας της ζυθοποιίας. Τέλος, η δανική ένωση βυνοποιών θεωρεί ότι δεν υπάρχουν τοπικοί ή περιφερειακοί λόγοι για την επιδότηση των επενδύσεων στο Eemsmond, δεδομένου ότι πρόκειται, κατά την άποψή της, για κανονικά αναπτυγμένη ολλανδική περιοχή, η οποία διαθέτει υποδομές καλά συνδεδεμένες με την αλυσίδα εφοδιασμού κριθής και βύνης.

(23)

Το ενδιαφερόμενο μέρος που ζήτησε να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά του για την αποφυγή τυχόν ζημιών, αντιτίθεται στην επιδότηση για τους κατωτέρω λόγους. Θεωρεί ότι ο διαχωρισμός μεταξύ βύνης υψηλής ποιότητας και συνήθους βύνης είναι τεχνητός, ότι δεν υπάρχουν τοπικοί ή περιφερειακοί λόγοι για την επιδότηση των επενδύσεων και ότι η επιδότηση θα προκαλούσε στρέβλωση του ανταγωνισμού στην αγορά βύνης, η οποία χαρακτηρίζεται από την ιδιωτική ιδιοκτησία και επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα.

(24)

Η οργάνωση γεωργίας και οπωροκηπευτικών των Κάτω Χωρών (LTO Nederland) φρονεί ότι το βυνοποιείο Holland Malt στο Eemshaven είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις αροτραίες καλλιέργειες της εν λόγω περιφέρειας. Το γεγονός ότι το βυνοποιείο βρίσκεται κοντά σε θαλάσσιο λιμένα και ότι η στραμμένη προς το τμήμα υψηλής ποιότητας της αγοράς βύνης και μπίρας διαδικασία παραγωγής προσφέρει σημαντικές κοινωνικοοικονομικές προοπτικές για τις αροτραίες καλλιέργειες στη βορειοδυτική περιοχή των Κάτω Χωρών. Η ενέργεια αυτή θα αποτελέσει κίνητρο για την καλλιέργεια σιτηρών τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη διαδικασία παραγωγής. Η κριθή που παράγουν οι γεωργοί αποτελεί τμήμα μιας πλήρως καταγεγραμμένης και πιστοποιημένης ολοκληρωμένης αλυσίδας, με τελικό προϊόν μπίρα υψηλής ποιότητας. Οι δύο σημαντικότερες καλλιέργειες της περιφέρειας αυτής είναι τα γεώμηλα για παραγωγή αμύλου και τα ζαχαρότευτλα. Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας και η μεταρρύθμιση της κοινοτικής πολιτικής είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της αφιερωμένης στις εν λόγω καλλιέργειες έκτασης. Η κριθή για τα βυνοποιεία θα αποτελούσε μία από τις ελάχιστες αποδοτικές εναλλακτικές λύσεις αντί για τις εν λόγω καλλιέργειες. Για τους λόγους αυτούς οι γεωργοί δεσμεύθηκαν να προχωρήσουν σε χρηματοδοτική συμμετοχή στην Holland Malt.

(25)

Η Agrifirm υποστηρίζει ανεπιφύλακτα τη χορήγηση της επιδότησης στην Holland Malt, με την οποία συνεργάζεται στο πλαίσιο κοινοπραξίας με τη ζυθοποιία Bavaria. Η Holland Malt δημιούργησε ολοκληρωμένη αλυσίδα για την καλλιέργεια, την αποθήκευση και τη μεταποίηση κριθής ζυθοποιίας. Κατά την Agrifirm, οι εγκαταστάσεις παραγωγής και αποθήκευσης της Holland Malt προσφέρουν μοναδικές ευκαιρίες. Η καλλιέργεια κριθής ζυθοποιίας θα προσφέρει καλύτερες προοπτικές στους γεωργούς της περιφέρειας. Με την επικέντρωση στην παραγωγή κριθής ζυθοποιίας που πληροί τις απαιτήσεις της βύνης υψηλής ποιότητας, οι γεωργοί της περιφέρειας μπορούν να επωφεληθούν από τις προοπτικές ανάπτυξης που προσφέρει η αγορά μπίρας υψηλής ποιότητας («premiumbier»). Με την κατασκευή της παραγωγικής μονάδας στο Eemshaven, δεδομένων των υλικοτεχνικών πλεονεκτημάτων αυτής, θα δημιουργηθεί νέα βιομηχανική δραστηριότητα στη βόρεια περιοχή των Κάτω Χωρών. Η απόφαση της Κυβέρνησης των Κάτω Χωρών να χορηγήσει επιδότηση θέτει τις βάσεις για την εφικτή αξιοποίηση κατά τα πρώτα κρίσιμα έτη του έργου.

(26)

Σύμφωνα με την Holland Malt, είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι υπάρχει ξεχωριστή αγορά για μπίρα και βύνη υψηλής ποιότητας. Στην αγορά βύνης υψηλής ποιότητας, μπορούν να βρεθούν εύκολα δυνατότητες διάθεσης στο εμπόριο της βύνης HTST («high temperature, short time») που παράγει η Holland Malt. Η βύνη HTST αυξάνει τη σταθερότητα της γεύσης, του αρώματος και του ανθρακικού και, κατά συνέπεια, το χρονικό όριο αποθήκευσης της μπίρας. Η Holland Malt παραπέμπει σε επιστολή του Πανεπιστημίου Weihenstephan, του Μονάχου, στην οποία επιβεβαιώνεται ότι η κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τεχνολογία παρέχει ένα είδος βύνης το οποίο προφανώς μπορεί να διαχωριστεί από τη συνήθη βύνη (7). Επιπλέον, ένας παραγωγός μπίρας υψηλής ποιότητας («premiumbier»), σε παράρτημα της επιστολής της Holland Malt, αναγνωρίζει επίσης τα μοναδικά χαρακτηριστικά της βύνης HTST. Εξάλλου, η βύνη HTST θα εμπίπτει σε υψηλότερη κατηγορία τιμών απ’ό,τι η βύνη άλλων βυνοποιείων. Χάρη στα μοναδικά φυσικά της χαρακτηριστικά, τη γευστική της ποιότητα και την υψηλότερη κατηγορία τιμών, η Holland Malt θεωρεί πολύ πιθανό να είναι ανύπαρκτη ή περιορισμένη η δυνατότητα υποκατάστασης της βύνης HTST με συνήθη βύνη. Αναμένεται να δημιουργηθεί ειδική ζήτηση και αγορά για τη βύνη HTST. Ως εκ τούτου, η Holland Malt ισχυρίζεται ότι η επένδυση δεν θα συνεπάγεται αναγκαστικά αύξηση της παραγωγικής ικανότητας κατά 55 000 τόνους στην αγορά συνήθους βύνης.

(27)

Επιπλέον, η Holland Malt αναφέρει ότι, παρά την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στην παγκόσμια αγορά βύνης, η επένδυση στην Holland Malt δεν θα προκαλέσει αναγκαστικά αύξηση της παραγωγικής ικανότητας. Δεδομένου ότι η Holland Malt είναι εγκατεστημένη σε λιμένα ανοικτής θαλάσσης, το βυνοποιείο θα έχει κανονικές δυνατότητες διάθεσης στην αγορά εξαγωγής βύνης. Ενώ οι προοπτικές ανάπτυξης του τομέα της βύνης στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα ενδέχεται να σημειώσουν καθοδική τάση λόγω της μείωσης της ζήτησης βύνης στη Δυτική Ευρώπη, η εξαγωγή βύνης προσφέρει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης. Κατά την Holland Malt, το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται σε τρεις εκθέσεις του 2005 (8). Από τις εν λόγω εκθέσεις, προκύπτει ότι οι αναδυόμενες αγορές στην Ασία, τη Λατινική Αμερική, την Αφρική και την Ανατολική Ευρώπη, θέτουν τις υψηλότερες απαιτήσεις ως προς τη βύνη και ότι ο ευρωπαϊκός τομέας της βύνης έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα χάρη στην υψηλή ποιότητα της βύνης του. Η Holland Malt αναφέρει ότι δεν αντιμετωπίζει δυσκολίες για να εξεύρει κανονικές δυνατότητες διάθεσης της βύνης της στο εμπόριο και υπογραμμίζει ότι τα βιβλία παραγγελιών της για το 2005 είναι πλήρη, ενώ, για το δεύτερο κατά σειρά έτος, οι πωλήσεις της θα υπερβαίνουν την παραγωγή της. Η Holland Malt επισημαίνει ότι οι κλειστές παραγωγικές μονάδες στο Wageningen και το Lieshout εφοδίαζαν την αγορά σε ύφεση στη Δυτική Ευρώπη, ενώ η νέα παραγωγική ικανότητα στο Eemshaven θα προορίζεται για την αναπτυσσόμενη αγορά εξαγωγών. Η καθαρή αύξηση της παραγωγικής ικανότητας στην αγορά βύνης θα είναι μικρότερη απ’ό,τι αναφέρεται στην επιστολή της Επιτροπής της 5ης Μαΐου 2005. Η Holland Malt ισχυρίζεται ότι η επένδυση στην εγκατάσταση στο Eemshaven θα επηρεάσει περισσότερο τις εμπορικές συναλλαγές με τρίτες χώρες απ’ό,τι τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, επειδή η εξαγωγή βύνης αποτελεί τμήμα της αγοράς το οποίο είναι ανεξάρτητο από εκείνο στο οποίο δραστηριοποιούνται οι εγχώριοι προμηθευτές βύνης. Η Holland Malt τονίζει ότι η κατάσταση στην παγκόσμια αγορά βύνης δεν εμπόδισε την Επιτροπή να εγκρίνει μια επενδυτική ενίσχυση για βυνοποιείο στη Λιθουανία.

(28)

Η Holland Malt αναφέρει ότι η επένδυση θα έχει θετικό αποτέλεσμα στην αγροτική ανάπτυξη της περιφέρειας Noord-Nederland και της Γερμανίας. Με τον τρόπο αυτό, θα δημιουργηθεί εναλλακτική καλλιέργεια για μεγάλο αριθμό γεωργών (περίπου 1 800). Οι γεωργοί θα καλλιεργούν κριθή ζυθοποιίας υψηλής ποιότητας για μια αναπτυσσόμενη αγορά, η οποία, σε αντίθεση με την κριθή για ζωοτροφές, δεν θα υπάγεται στο σύστημα παρέμβασης της Κοινότητας. Επιπλέον, η καλλιέργεια κριθής ζυθοποιίας είναι λιγότερο επιζήμια για το περιβάλλον απ’ ό,τι η καλλιέργεια κριθής για ζωοτροφές. Επιπλέον, η Holland Malt επισημαίνει ότι η ολοκληρωμένη εγκατάστασή της για την παραγωγή βύνης και την αποθήκευση κριθής συμβάλλει κατά τρόπο συγκεκριμένο στην ασφάλεια των τροφίμων.

(29)

Η επαρχία Groningen υποστηρίζει την κρατική ενίσχυση για επένδυση στην Holland Malt. Αναφέρει το θετικό αποτέλεσμα για την απασχόληση στην περιφέρεια. Επίσης, υπογραμμίζει την καινοτόμο τεχνολογία που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο του έργου και την ώθηση για την ανάπτυξη του Eemshaven, μεταξύ άλλων μέσω της δημιουργίας ενός επιχειρηματικού πάρκου στον τομέα των γεωργικών προϊόντων διατροφής. Επίσης, η επαρχία αναφέρει τα κίνητρα που θα παράσχει η επένδυση για τους γεωργούς οι οποίοι αντιμετωπίζουν προβλήματα με τις παραδοσιακές και τοπικές καλλιέργειες, όπως τα γεώμηλα για παραγωγή αμύλου. Η στροφή προς την καλλιέργεια κριθής ζυθοποιίας θα τους προσφέρει καλύτερες προοπτικές.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ

(30)

Οι Κάτω Χώρες απάντησαν στην κίνηση της διαδικασίας με επιστολή της 10ης Ιουνίου 2005. Με επιστολή της 14ης Οκτωβρίου 2005, οι Κάτω Χώρες απάντησαν στις παρατηρήσεις τρίτων μερών, αφού ζήτησαν να παραταθεί η προθεσμία για την υποβολή απάντησης.

(31)

Στην πρώτη επιστολή, οι Κάτω Χώρες αναφέρουν ότι, παρά το γεγονός ότι οι προοπτικές ανάπτυξης του τομέα της βύνης στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα ενδέχεται να σημειώσουν καθοδική τάση λόγω της μείωσης της ζήτησης βύνης στη Δυτική Ευρώπη, οι εξαγωγές βύνης προσφέρουν σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης. Η Holland Malt μπορεί να αξιοποιήσει το γεγονός ότι είναι εγκατεστημένη σε λιμένα ανοικτής θαλάσσης. Με την έννοια αυτή, είναι εύλογο να γίνεται λόγος για διηρεμένη αγορά βύνης. Η επένδυση στην Holland Malt δεν θα επηρεάσει την ήδη παρακμάζουσα αγορά των τοπικών βυνοποιείων στην ενδοχώρα της Δυτικής Ευρώπης. Οι Κάτω Χώρες δηλώνουν ότι η ποσότητα βύνης για την οποία εκδόθηκαν πιστοποιητικά εξαγωγής στην Κοινότητα το 2004/2005 είναι ίδια με εκείνη του 2003/2004, και ζητεί από την Επιτροπή να λάβει υπόψη τα πλέον πρόσφατα στοιχεία σχετικά με τα πιστοποιητικά εξαγωγής. Επιπλέον, οι Κάτω Χώρες φρονούν ότι υπάρχει ειδικό τμήμα της αγοράς για τη βύνη υψηλής ποιότητας της Holland Malt. Παραπέμπουν στην επιστολή του Πανεπιστημίου του Weihenstephan, στην οποία επιβεβαιώνονται τα διακριτικά χαρακτηριστικά της βύνης HTST.

(32)

Στην απάντησή τους στις παρατηρήσεις τρίτων μερών, οι Κάτω Χώρες αναφέρουν ότι η παγκόσμια αγορά βύνης θα σημειώσει αύξηση κατά τα προσεχή έτη. Παραπέμπουν σε ένα σεμινάριο με θέμα την κριθή ζυθοποιίας, που πραγματοποιήθηκε στις 4 και 5 Οκτωβρίου 2005, στο πλαίσιο του οποίου το Διεθνές Συμβούλιο Σιτηρών (9) προέβλεπε ότι η συνολική παραγωγική ικανότητα βύνης θα έχει αυξηθεί κατά 10 % το 2010. Στο σεμινάριο αυτό, η Rabobank ανήγγειλε επίσης ότι η συνολική κατανάλωση μπίρας αυξάνεται κατά 2 % ετησίως, κυρίως λόγω της αυξανόμενης κατανάλωσης μπίρας στις αναδυόμενες αγορές, όπως η Νότια Αμερική, η Αφρική, η Ρωσία, η Νοτιοανατολική Ασία και η Κίνα. Τα σύγχρονα βυνοποιεία που είναι εγκατεστημένα σε λιμένες ανοικτής θαλάσσης και είναι σε θέση να παράγουν χύδην προϊόντα, θα μπορέσουν να επωφεληθούν από την ανάπτυξη αυτή. Οι Κάτω Χώρες παραπέμπουν σε επιστολή της Euromalt του Αυγούστου 2005 (10), στην οποία αναφέρεται ότι πρέπει να κλείσουν οι μικρές, παλαιές και αναποτελεσματικές μονάδες. Στην ίδια επιστολή γίνεται λόγος για πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στον κοινοτικό τομέα της βύνης κατά τουλάχιστον 500 000-700 000 τόνους. Ωστόσο, οι Κάτω Χώρες αναφέρουν ότι το αριθμητικό αυτό στοιχείο βασίζεται στην πραγματικότητα σε παραγωγή σε εικοσιτετράωρη βάση, επτά ημέρες την εβδομάδα και 365 ημέρες το χρόνο. Οι περίοδοι παύσης δεν λαμβάνονται υπόψη, με συνέπεια να είναι αβέβαιο κατά πόσο υπάρχει πράγματι πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Οι Κάτω Χώρες παραπέμπουν επίσης σε έκθεση (11) του γραφείου ερευνών Frontier Economics σχετικά με την Holland Malt (με θέμα τη γεωγραφική αγορά και τις πτυχές καινοτομίας). Το συμπέρασμα της έκθεσης είναι το εξής: δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η επιδότηση που χορηγήθηκε στην Holland Malt θα οδηγήσει σε μετατόπιση των πωλήσεων βύνης των άλλων ευρωπαίων παραγωγών, επιπλέον εκείνης που θα συνέβαινε ούτως ή άλλως. Επομένως, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η χορήγηση της επιδότησης θα επιδεινώσει περαιτέρω την τυχόν πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα των ευρωπαίων παραγωγών συνήθους βύνης. Οι Κάτω Χώρες καλούν την Επιτροπή να λάβει υπόψη την ύπαρξη ξεχωριστής αγοράς για τη βύνη HTST, που είναι μια ποικιλία βύνης υψηλής ποιότητας, η οποία επιβραδύνει τη «γήρανση» της μπίρας. Επίσης, οι Κάτω Χώρες αναφέρουν το περαιτέρω κλείσιμο παραγωγικής ικανότητας 12 000 τόνων βύνης, με αποτέλεσμα να ανέρχεται συνολικά σε 77 000 τόνους το κλείσιμο της υφιστάμενης παραγωγικής ικανότητας. Η επιπλέον παραγωγική ικανότητα αντιστοιχεί μόνο στο 0,5 % της συνολικής παραγωγικής ικανότητας στην Κοινότητα, πράγμα το οποίο δεν αναμένεται να διαταράξει την κοινοτική αγορά βύνης. Τέλος, οι Κάτω Χώρες επισημαίνουν ότι η επιδότηση την οποία προτίθενται να χορηγήσουν, προορίζεται απλώς να αντισταθμίσει το μειονέκτημα της τοποθεσίας του Eemshaven και να εξασφαλίσει για την Holland Malt ίσες συνθήκες ανταγωνισμού (χωρίς την επιδότηση, θα είχε πραγματοποιηθεί παρόμοια επένδυση σε βυνοποιείο στο λιμένα ανοικτής θαλάσσης του Terneuzen).

V.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

Οργανώσεις αγοράς

(33)

Το μέτρο αφορά ενίσχυση προς μια επιχείρηση η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της μεταποίησης κριθής. Σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003 σχετικά με την κοινή οργάνωση της αγοράς σιτηρών (12), τα άρθρα 87, 88 και 89 της Συνθήκης εφαρμόζονται στα προϊόντα που αναφέρονται στον εν λόγω κανονισμό. Ο τομέας τον οποίο αφορά το συγκεκριμένο καθεστώς ενίσχυσης υπόκειται, ως εκ τούτου, στους κοινοτικούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις.

Απαγόρευση κρατικών ενισχύσεων βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης

(34)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, στο μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(35)

Το μέτρο συνιστά άμεση επενδυτική επιδότηση. Είναι επιλεκτικό με την έννοια ότι ευνοεί μία συγκεκριμένη επιχείρηση, δηλαδή την Holland Malt.

(36)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης επιχείρησης χάρη σε κρατική ενίσχυση συνιστά συνήθως στρέβλωση των όρων ανταγωνισμού σε σχέση με τις άλλες επιχειρήσεις οι οποίες δεν έλαβαν τέτοια ενίσχυση (13).

(37)

Ένα μέτρο επηρεάζει δυσμενώς τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών εφόσον δυσχεραίνει τις εισαγωγές από άλλα κράτη μέλη ή διευκολύνει τις εξαγωγές προς άλλα κράτη μέλη. Εν προκειμένω, αποφασιστικός παράγοντας είναι το κατά πόσο το εξεταζόμενο μέτρο επηρεάζει ή απειλεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο θα εξελιχθούν οι ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

(38)

Ως προς το προϊόν το οποίο αφορά το εν λόγω μέτρο (βύνη), υπάρχουν σημαντικές ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Το 2004, πραγματοποιήθηκαν στην Κοινότητα συναλλαγές που αφορούσαν περίπου 1,3 εκατομμύρια τόνων βύνης. Η ποσότητα αυτή αντιπροσωπεύει το 15 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής βύνης το 2004 (14). Επομένως, ο τομέας είναι εκτεθειμένος στον ανταγωνισμό. Κατά συνέπεια, υπάρχει κίνδυνος οι ενδοκοινοτικές συναλλαγές να εξελιχθούν διαφορετικά εξ αιτίας της ενίσχυσης.

(39)

Το συγκεκριμένο μέτρο αποτελεί επομένως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

Άρθρο 87 παράγραφος 2 της Συνθήκης: εξαιρέσεις

(40)

Στο άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις από την απαγόρευση του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

(41)

Οι εξαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 87 παράγραφος 2 δεν έχουν εφαρμογή, δεδομένου του τύπου του μέτρου και των στόχων του. Εξάλλου, οι Κάτω Χώρες δεν επικαλέστηκαν το άρθρο 87 παράγραφος 2.

Άρθρο 87 παράγραφος 3 της Συνθήκης: εξαιρέσεις κατά την εκτίμηση της Επιτροπής

(42)

Στο άρθρο 87 παράγραφος 3, αναφέρονται άλλες μορφές ενίσχυσης οι οποίες δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Η συμβατότητά τους προς τη Συνθήκη πρέπει να εξεταστεί από την οπτική γωνία της Κοινότητας και όχι μόνον ενός συγκεκριμένου κράτους μέλους. Για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της κοινής αγοράς, οι εξαιρέσεις του άρθρου 87 παράγραφος 3 πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά.

(43)

Όσον αφορά το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α), επισημαίνεται ότι ο δικαιούχος της ενίσχυσης δεν είναι εγκατεστημένος σε περιοχή όπου η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να περιγραφεί ως ιδιαίτερα δυσμενής κατά την έννοια των Κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (15) [κατά κεφαλή ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) μικρότερο του 75 % του κοινοτικού μέσου όρου]. Επομένως, το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της Συνθήκης δεν δύναται να δικαιολογήσει τη χορήγηση ενίσχυσης για την παραγωγή, μεταποίηση ή εμπορία προϊόντων του παραρτήματος I της Συνθήκης.

(44)

Όσον αφορά το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β), επισημαίνεται ότι το σχετικό μέτρο δεν προορίζεται για την προώθηση σημαντικού σχεδίου κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους.

(45)

Η ενίσχυση δεν προορίζεται ούτε είναι κατάλληλη για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ).

Άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης

(46)

Βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, οι ενισχύσεις για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών τομέων δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους του εμπορίου κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

(47)

Δεδομένου ότι η Holland Malt δεν αποτελεί μικρομεσαία επιχείρηση κατά την έννοια του ορισμού της Επιτροπής (16), δεν έχει εφαρμογή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2004 της 23ης Δεκεμβρίου 2003 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων (17). Κατά συνέπεια, το συμβιβάσιμο της επενδυτικής ενίσχυσης για τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) εξετάζεται με βάση τις διατάξεις του σημείου 4.2 των κατευθυντήριων γραμμών.

Επιλέξιμες δαπάνες και ποσοστό ενίσχυσης

(48)

Σύμφωνα με το σημείο 4.2.3 των κατευθυντήριων γραμμών, οι επιλέξιμες δαπάνες μπορούν να περιλαμβάνουν την ανέγερση, απόκτηση ή βελτίωση ακινήτων, νέα μηχανήματα και εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένου του λογισμικού για ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Η ενίσχυση δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 50 % των επιλέξιμων επενδύσεων στις περιφέρειες του στόχου 1 και το 40 % στις λοιπές περιφέρειες.

(49)

Οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται δεδομένου ότι η ενίσχυση προβλέπεται να χορηγηθεί για την ανέγερση κτιρίων, την αγορά οικοπέδων για τα εν λόγω κτίρια και μηχανημάτων. Επιπλέον, οι Κάτω Χώρες περιορίζουν την κοινοποιηθείσα ενίσχυση στο 13,5 % των επιλέξιμων δαπανών κατ’ ανώτατο όριο.

Οικονομική βιωσιμότητα και κοινοτικά ελάχιστα πρότυπα

(50)

Στο σημείο 4.2.3 των κατευθυντήριων γραμμών ορίζεται επίσης ότι η ενίσχυση για επενδύσεις μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε επιχειρήσεις οι οποίες μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι οικονομικά βιώσιμες με βάση αξιολόγηση των προοπτικών της επιχείρησης. Η επιχείρηση πρέπει να πληροί τα κοινοτικά ελάχιστα πρότυπα σχετικά με το περιβάλλον, την υγιεινή και την ορθή μεταχείριση των ζώων.

(51)

Οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται. Οι Κάτω Χώρες έχουν παράσχει επαρκείς εγγυήσεις όσον αφορά την οικονομική βιωσιμότητα τόσο της Bavaria NV όσο και της Agrifirm, οι οποίες συγκροτούν από κοινού την Holland Malt. Επιπλέον, έχει αποδειχθεί ότι το βυνοποιείο πληροί τα κοινοτικά ελάχιστα πρότυπα σχετικά με το περιβάλλον, την υγιεινή και την ορθή μεταχείριση των ζώων, όπως προβλέπεται στο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης των Κάτω Χωρών.

Διέξοδοι στην αγορά

(52)

Στο σημείο 4.2.5 των κατευθυντήριων γραμμών ορίζεται ότι δεν επιτρέπεται να χορηγηθεί ενίσχυση για επενδύσεις όσον αφορά προϊόντα για τα οποία δεν μπορούν να βρεθούν κανονικές διέξοδοι στην αγορά. Αυτό αξιολογείται στο κατάλληλο επίπεδο ανάλογα με τα συγκεκριμένα προϊόντα, τα είδη των επενδύσεων, καθώς και την υφιστάμενη και αναμενόμενη παραγωγική ικανότητα. Προς τούτο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι τυχόν περιορισμοί της παραγωγής ή τα όρια της κοινοτικής στήριξης στο πλαίσιο των κοινών οργανώσεων αγοράς.

(53)

Η διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης κινήθηκε επειδή με βάση τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή τη χρονική εκείνη στιγμή, δεν κατέστη δυνατό να αποκλειστεί η ύπαρξη πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας στην αγορά βύνης.

(54)

Οι παρατηρήσεις των Κάτω Χωρών και της Holland Malt σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας αφορούν κυρίως τρία ζητήματα. Πρώτον, αμφισβητείται η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στην αγορά βύνης (ωστόσο, οι Κάτω Χώρες και η Holland Malt δεν αμφισβητούν ότι το σχέδιο έχει ως συνέπεια επιπλέον παραγωγική ικανότητα στην αγορά βύνης). Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η επένδυση στην παραγωγική μονάδα στο Eemshaven θα επηρεάσει περισσότερο τις εμπορικές συναλλαγές με τρίτες χώρες απ’ ό,τι τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, επειδή η εξαγωγή βύνης αποτελεί τμήμα της αγοράς ανεξάρτητο από το τμήμα στο οποίο δραστηριοποιούνται οι εγχώριοι προμηθευτές βύνης. Τρίτον, θεωρείται ότι υπάρχουν ξεχωριστές αγορές για τη συνήθη βύνη και τη βύνη υψηλής ποιότητας.

Πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στην αγορά βύνης

(55)

Η Επιτροπή εξέτασε την κατάσταση αναφορικά με την παραγωγή και το εμπόριο βύνης τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε κοινοτικό επίπεδο. Δεδομένου ότι τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat για τη βύνη είναι ελλιπή (έλλειψη αξιόπιστων στοιχείων όσον αφορά την παραγωγή και τις εξαγωγές ορισμένων χωρών), η Επιτροπή βασίστηκε στα στοιχεία της Euromalt, του Διεθνούς Συμβουλίου Σιτηρών και στην έκθεση του H.M. Gauger σχετικά με την αγορά κριθής ζυθοποιίας.

(56)

Όσον αφορά την κατάσταση στην παγκόσμια αγορά, από τα στοιχεία της Euromalt είναι δυνατό να συναχθεί ότι η σημερινή παγκόσμια προσφορά των βυνοποιείων υπερβαίνει τη ζήτηση σε σημαντικό βαθμό και ότι το ίδιο θα ισχύει και κατά τα προσεχή έτη. Στην επιστολή της Euromalt του Αυγούστου 2005 (18) παρατίθεται ο κατωτέρω πίνακας σχετικά με την παγκόσμια παραγωγική ικανότητα στον τομέα της βύνης.

Παγκόσμια παραγωγική ικανότητα στον τομέα της βύνης

(σε 1000 τόνους)

 

2004

Πλεόνασμα

2006 (εκτίμηση)

Πλεόνασμα

ΕΕ-15

7 500

 

7 600

 

ΕΕ-10

1 200

 

1 150

 

Σύνολο ΕΕ-25

8 700

2 500

8 750

2 700

Ρωσία

850

-550

1 550

100

Ουκρανία

230

-50

330

120

Λευκορωσία

70

-6

70

-10

Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη

460

-60

470

-60

Σύνολο Ευρώπη

10 130

1 834

11 170

2 850

Nafta

3 600

 

3 900

 

Νότια Αμερική

1 220

 

1 370

 

Ωκεανία

770

 

950

 

Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία

200

 

200

 

Αφρική

380

 

380

 

Κίνα

3 000

 

3 300

 

Άπω Ανατολή

300

 

340

 

Σύνολο

9 470

-1 300

10 440

-900

Παγκόσμιο σύνολο

19 780

534

21 610

1 950

(57)

Όπως συνάγεται από τον πίνακα, το 2004 η παγκόσμια ικανότητα παραγωγής βύνης υπερέβη τη ζήτηση κατά περίπου μισό εκατομμύριο τόνους. Οι εκτιμήσεις για το 2006 εμφανίζουν αύξηση της πλεονάζουσας αυτής παραγωγικής ικανότητας κατά περίπου 2 εκατομμύρια τόνους.

(58)

Στην επιστολή της, η Euromalt αναφέρει ότι αναμένεται να συνεχιστεί η αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής μπίρας κατά μέσο όρο με ελάχιστο ρυθμό μεταξύ 1 και 2 % ετησίως. Αυτός ο μέσος όρος είναι αποτέλεσμα της διψήφιας αύξησης σε ορισμένες «νέες» περιοχές μπίρας (Νότια Αμερική, Αφρική, Ρωσία, Νοτιοανατολική Ασία και Κίνα) και της παρακμής στις «παλαιές» περιοχές (Δυτική Ευρώπη και Βόρεια Αμερική). Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα των επενδύσεων στα βυνοποιεία στις περιοχές αύξησης και η τάση προς «ελαφρότερες» μπίρες οδήγησαν σε σημαντική μείωση της χρήσης βύνης ανά λίτρο μπίρας. Κατά συνέπεια, η Euromalt συμπεραίνει επίσης ότι η αυξανόμενη ζήτηση μπίρας για τα προσεχή έτη δεν θα συνοδευθεί από αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης βύνης. Ο ρυθμός αύξησης της κατανάλωσης μπίρας και η προβλεπόμενη συνέχισή του έχει ενθαρρύνει σε υπερβολικό βαθμό την κατασκευή επιπλέον μονάδων παραγωγής βύνης στον κόσμο, με συνέπεια η σημερινή παγκόσμια παραγωγική ικανότητα από την πλευρά της προσφοράς να υπερβαίνει αισθητά τη ζήτηση, πράγμα το οποίο θα ισχύει για ορισμένα ακόμη έτη. Η Euromalt φρονεί ότι πρέπει να πραγματοποιηθούν περαιτέρω επενδύσεις στα βυνοποιεία, μολονότι δεν υπάρχει ανάγκη στην Ευρώπη για επιπλέον παραγωγική ικανότητα λόγω της συρρίκνωσης των εξαγωγικών αγορών.

(59)

Η σημερινή παγκόσμια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα χαμηλότερα εμπορικά στοιχεία για τη βύνη, τα οποία παρουσίασε το Διεθνές Συμβούλιο Σιτηρών στο πλαίσιο του σεμιναρίου για την κριθή ζυθοποιίας που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 4 και 5 Οκτωβρίου 2005 (19). Σύμφωνα με το Διεθνές Συμβούλιο Σιτηρών, το παγκόσμιο εμπόριο βύνης σε διάστημα δύο ετών σημείωσε μείωση από 5 621 εκατομμύρια τόνους το 2002/2003 σε 5 275 εκατομμύρια τόνους το 2004/2005 (το τελευταίο αυτό στοιχείο αποτελεί εκτίμηση). Για το 2005/2006, το Διεθνές Συμβούλιο Σιτηρών αναμένει περαιτέρω μείωση της ποσότητας βύνης που θα αποτελέσει αντικείμενο συναλλαγών. Η καθοδική αυτή τάση αντανακλάται επίσης από τη μείωση του αριθμού πιστοποιητικών εξαγωγής που κατατέθηκαν από εξαγωγείς βύνης το 2004/2005 (2 219 661 τόνοι) σε σχέση με το 2003/2004 (2 477 849 τόνοι), ενώ οι προβλέψεις για το 2005/2006 είναι ακόμη ελαφρώς χαμηλότερες από τα στοιχεία για το 2004/2005 (20). Επιπλέον, η έκθεση σχετικά με την αγορά βύνης της RM International (21) φαίνεται επίσης να δείχνει παγκόσμια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα: λόγω της υψηλότερης «κανονικής» παραγωγικής ικανότητας των νέων βυνοποιείων και δεδομένου ότι η παγκόσμια παραγωγή μπίρας αυξήθηκε με βραδύτερους ρυθμούς κατά τα τελευταία έτη, η νέα παραγωγή βύνης θα απορροφηθεί από τη ζήτηση με βραδύτερους ρυθμούς.

(60)

Οι Κάτω Χώρες αναφέρουν στην επιστολή τους της 14ης Οκτωβρίου 2005 ότι η παγκόσμια ζήτηση βύνης αναμένεται να αυξηθεί κατά 10 % έως το 2010. Γίνεται παραπομπή στην παρουσίαση του Διεθνούς Συμβουλίου Σιτηρών στο πλαίσιο του σεμιναρίου για την κριθή ζυθοποιίας της 4ης και 5ης Οκτωβρίου 2005 στις Βρυξέλλες. Στην εν λόγω παρουσίαση, αναφέρθηκε επίσης ότι, όσον αφορά τις προβλέψεις για το 2010, η παγκόσμια παραγωγική ικανότητα βύνης αναμένεται να αυξηθεί κατά 10 %. Δεν φαίνεται ορθό να χρησιμοποιείται η παγκόσμια παραγωγική ικανότητα βύνης ως ένδειξη για τη ζήτηση, όπως φαίνεται να το πράττουν οι Κάτω Χώρες.

(61)

Για τα προσεχή έτη, η παγκόσμια αγορά βύνης φαίνεται ότι θα υποστεί δύο σημαντικές εξελίξεις. Πρώτον, η αύξηση της κατανάλωσης μπίρας στις «νέες» περιοχές μπίρας. Πρέπει ωστόσο ακόμη να εξεταστεί κατά πόσο ο τομέας της βύνης στην Κοινότητα θα είναι σε θέση να επωφεληθεί από την αύξηση αυτή.

(62)

Η αύξηση της παραγωγής μπίρας στην Κίνα δεν οδήγησε σε σημαντική αύξηση της εισαγωγής βύνης. Σύμφωνα με την έκθεση της Rabobank σχετικά με τον παγκόσμιο τομέα της βύνης (22), η εισαγόμενη ποσότητα βύνης δεν αυξήθηκε, ακόμη και μετά τη σημαντική μείωση των εισαγωγικών δασμών το 2002, επειδή η τεράστια βιομηχανία μεταποίησης της Κίνας ευνοεί την εισαγωγή κριθής ζυθοποιίας.

(63)

Η αυξανόμενη κατανάλωση και παραγωγή μπίρας στη Νοτιοανατολική Ασία κατέστη σε μεγάλο βαθμό δυνατή λόγω της μεγαλύτερης εισαγωγής βύνης από την Αυστραλία χάρη στην εγγύτητά της και στις συμφωνίες ελευθέρων συναλλαγών με τη χώρα αυτή.

(64)

Τα βυνοποιεία της Κοινότητας που είναι εγκατεστημένα σε λιμένες ανοικτής θαλάσσης, όπως η Holland Malt, φαίνεται να βρίσκονται σε καλή θέση για να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση βύνης για τη Νότια Αμερική και την Αφρική. Όσον αφορά τη Νότια Αμερική, η νέα παραγωγική ικανότητα βύνης που δημιουργείται σήμερα στην Αργεντινή είναι πιθανό να μπορέσει να ικανοποιήσει εν μέρει την αυξανόμενη ζήτηση βύνης. Επιπλέον, η διεύρυνση της Mercosur με την προσχώρηση της Βενεζουέλας και κατά πάσα πιθανότητα και άλλων χωρών της Νότιας Αμερικής ίσως οδηγήσει σε αύξηση του εμπορίου βύνης στη Νότια Αμερική.

(65)

Οι εξελίξεις στη Ρωσία αποτελούν ένα δεύτερο σημαντικό παράγοντα για την παγκόσμια αγορά βύνης. Η Ρωσία διαθέτει συνολική παραγωγική ικανότητα βύνης 1 εκατομμυρίου τόνων, ενώ βρίσκεται υπό κατασκευή παραγωγική ικανότητα 450 000 τόνων. Δεδομένου ότι η διαθεσιμότητα καλής κριθής ζυθοποιίας καλύπτει την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας, η Ρωσία θα καταστεί αυτάρκης και πιθανώς εξαγωγέας βύνης.

(66)

Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, η Επιτροπή δεν έχει ενδείξεις ότι κατά τα προσεχή έτη θα τεθεί τέρμα στη σημερινή κατάσταση πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας στην παγκόσμια αγορά βύνης. Όσον αφορά το παγκόσμιο εμπόριο βύνης έως το 2010, το Διεθνές Συμβούλιο Σιτηρών προβλέπει ένα σχετικά σταθερό όγκο, επειδή «η μείωση στη Ρωσία αντισταθμίζεται από την αύξηση στη Νότια Αμερική», όπως ανακοινώθηκε κατά την παρουσίαση στο πλαίσιο του σεμιναρίου για την κριθή ζυθοποιίας τον Οκτώβριο του 2005.

(67)

Όσον αφορά την κατάσταση στην Κοινότητα σχετικά με την παραγωγική ικανότητα και το εμπόριο βύνης, επισημαίνεται ότι το βυνοποιείο της Holland Malt στο Eemshaven κατέστη λειτουργικό τον Απρίλιο του 2005. Στην επιστολή της Euromalt του Αυγούστου 2005 αναφέρεται ότι η Κοινότητα, παρά το κλείσιμο ορισμένων βυνοποιείων λόγω πολύ χαμηλής αποδοτικότητας, εξακολουθεί να διαθέτει πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα βύνης κατά τουλάχιστον 500 000-700 000 τόνους (για την Κοινότητα η παραγωγική ικανότητα ανέρχεται σε 8 800 000 τόνους, η κατανάλωση σε 5 900 000 τόνους και οι εξαγωγές σε 2 250 000 τόνους).

(68)

Σύμφωνα με την Euromalt, το 2005/2006, η αποδοτικότητα του τομέα της βύνης στην Κοινότητα θα φθάσει στο χαμηλότερο επίπεδο, λόγω του μεγαλύτερου αριθμού ελλειμματικών επιχειρήσεων, εκ των οποίων πολλές θα καλύψουν μέρος μόνο των δαπανών τους. Λόγω ίσως της χαμηλής αυτής αποδοτικότητας ο μεγάλος γερμανός παραγωγός βύνης Weissheimer στο Andernach υπέβαλε, την άνοιξη του 2006, αίτηση για κήρυξη σε πτώχευση. Παράλληλα, άλλες μονάδες παραγωγής βύνης έκλεισαν οριστικά, εκ των οποίων τέσσερις στο Ηνωμένο Βασίλειο, δύο στη Γερμανία και μία στη Γαλλία. Πρόκειται συγκεκριμένα για παλαιότερες μονάδες μεγάλων επιχειρήσεων. Άλλοι παραγωγοί βύνης αποφάσισαν να κλείσουν προσωρινά μέρος της παραγωγικής ικανότητάς τους. Σε άλλες περιπτώσεις, οι παλαιότερες μονάδες παραγωγής βύνης αντικαθίστανται με νέες. Η προκύπτουσα συνολική παραγωγική ικανότητα βύνης στην Κοινότητα τον Ιούλιο του 2006 ανέρχεται κατά τον H.M. Gauger σε 8 800 000 τόνους (23), με προβλέψεις για την κατανάλωση εντός της Κοινότητας και τις εξαγωγές εκτός αυτής οι οποίες είναι συγκρίσιμες με τα στοιχεία που αναφέρονται στην επιστολή της Euromalt του Αυγούστου 2005. Αυτό θα σήμαινε ακόμη πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα κατά περίπου 600 000 τόνους.

(69)

Στην επιστολή του Οκτωβρίου 2005, οι Κάτω Χώρες ισχυρίζονται ότι η ποσότητα των 500 000 - 700 000 τόνων που αναφέρει η Euromalt όσον αφορά την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στον τομέα της βύνης στην Κοινότητα βασίζεται στην αποκαλούμενη «ονομαστική» παραγωγική ικανότητα, δηλαδή παραγωγή σε εικοσιτετράωρη βάση, 7 ημέρες την εβδομάδα και 365 ημέρες το χρόνο. Οι περίοδοι παύσης των μονάδων για συντήρηση, τεχνικές βλάβες και επισκευή δεν λαμβάνονται υπόψη, οπότε είναι αμφίβολο κατά πόσον υπάρχει πράγματι πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα.

(70)

Η Επιτροπή βασίστηκε στα αριθμητικά στοιχεία της πραγματικής παραγωγικής ικανότητας και της παραγωγής του τομέα της βύνης στην Κοινότητα κατά τα πρόσφατα έτη. Βασιζόμενη στην στατιστική έκθεση 2004/2005 του H.M. Gauger, με πηγή τα εθνικά στατιστικά στοιχεία, την Euromalt και την Eurostat, η Επιτροπή κατάρτισε τον κατωτέρω πίνακα.

Συνολική παραγωγική ικανότητα και παραγωγή βύνης στην Κοινότητα

 

Παραγωγική ικανότητα (σε τόνους)

Παραγωγή (σε τόνους)

2002

8 613 304

8 455 119

2003

8 632 525

8 595 156

2004

8 818 633

8 644 575

(71)

Τα αριθμητικά στοιχεία του πίνακα δείχνουν χρησιμοποίηση της συνολικής παραγωγικής ικανότητας κατά τουλάχιστον 98 % για το χρονικό διάστημα 2002-2004. Τα στοιχεία της έκθεσης Frontier Economics (24) εμφανίζουν ένα συγκρίσιμο ποσοστό χρησιμοποίησης. Το 2005, σημειώθηκε χαμηλότερο ποσοστό χρησιμοποίησης, με παραγωγή βύνης στην Κοινότητα 8,4 εκατομμυρίων τόνων έναντι παραγωγικής ικανότητας 8,8 εκατομμυρίων τόνων. Για την περίοδο εμπορίας 2006/2007, αναμένεται συνολική παραγωγή 8,0 εκατομμυρίων τόνων έναντι παραγωγικής ικανότητας 8,8 εκατομμυρίων τόνων (25). Ωστόσο, τα χαμηλότερα αυτά ποσοστά χρησιμοποίησης φαίνεται να αντανακλούν την αντίδραση των βυνοποιείων στη χαμηλή αποδοτικότητα, δηλαδή την απόφασή τους να παράγουν λιγότερη βύνη και να κλείσουν προσωρινά την παραγωγική ικανότητα. Για την περίοδο εμπορίας 2006/2007, η κατάσταση εξηγείται επίσης εν μέρει από την κακή συγκομιδή κριθής ζυθοποιίας. Τα αριθμητικά στοιχεία για το 2002 έως και το 2004 δείχνουν ότι είναι τεχνικά δυνατό να χρησιμοποιηθεί τουλάχιστον το 98 % της συνολικής παραγωγικής ικανότητας. Το υψηλό αυτό ποσοστό πραγματικής χρησιμοποίησης της συνολικής παραγωγικής ικανότητας φαίνεται να μην είναι λόγος ώστε να τεθεί υπό αμφισβήτηση η ύπαρξη πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας του τομέα της βύνης στην Κοινότητα.

(72)

Όπως αναφέρεται στην επιστολή της Euromalt του Αυγούστου 2005, στο μέλλον «θα πρέπει να κλείσουν οι μικρές, παλαιές και αναποτελεσματικές μονάδες. Η διαδικασία αυτή θα εξελιχθεί βραδύ ρυθμό λόγω της ίδιας της διάρθρωσης του τομέα σε ορισμένα κράτη μέλη». Η διαδικασία φαίνεται να έχει επιταχυνθεί το 2006. Στα μέσα του 2006, η παραγωγή βύνης στην Κοινότητα φαίνεται να βρίσκεται πάλι σε ισορροπία με την πραγματική ζήτηση, καθώς οι παραγωγοί βύνης έχουν μάθει να προσαρμόζουν την παραγωγή τους στους δυνητικούς όγκους πωλήσεων (26). Εντούτοις, ακόμη και μετά το προαναφερόμενο οριστικό κλείσιμο των παλαιών μονάδων παραγωγής βύνης, η συνολική παραγωγική ικανότητα στην Κοινότητα εξακολουθεί να υπερβαίνει την πραγματική ζήτηση κατά περίπου 600 000 τόνους. Κυρίως, δεν αναμένεται να αυξηθεί η ζήτηση εντός της Κοινότητας, λόγω της στασιμότητας της κατανάλωσης μπίρας, ενώ οι εξαγωγές από την Κοινότητα θα πραγματοποιούνται σε μια παγκόσμια εμπορική κατάσταση η οποία αναμένεται να παραμείνει σχετικά σταθερή κατά τα προσεχή έτη. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν έχει σαφέστατες ενδείξεις ότι η σημερινή κατάσταση όσον αφορά την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα θα αλλάξει σύντομα.

Συνέπειες για τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών

(73)

Οι Κάτω Χώρες και η Holland Malt φρονούν ότι η επένδυση στην παραγωγική μονάδα στο Eemshaven θα επηρεάσει περισσότερο τις εμπορικές συναλλαγές με τρίτες χώρες παρά τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, επειδή οι εξαγωγές βύνης αποτελούν τμήμα της αγοράς ανεξάρτητο από εκείνο στο οποίο δραστηριοποιούνται οι προμηθευτές βύνης της ενδοχώρας.

(74)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι μέρος της παραγωγικής ικανότητας βύνης της Κοινότητας αντιστοιχεί σε μικρές ιδιωτικές/οικογενειακές επιχειρήσεις της ενδοχώρας, οι οποίες παράγουν κυρίως για την εγχώρια αγορά. Ωστόσο, μέρος της παραγωγής τους μπορεί επίσης να προορίζεται για εξαγωγή, οπότε θα βρίσκονται αντιμέτωπες με τον ανταγωνισμό άλλων βυνοποιείων στην Κοινότητα των οποίων η παραγωγή προορίζεται κυρίως για εξαγωγή (όπως η Holland Malt).

(75)

Επιπλέον, υπάρχουν μεγάλοι όμιλοι στον τομέα της βύνης στην Κοινότητα, οι οποίοι πωλούν τη βύνη τους τόσο εντός όσο και εκτός της Κοινότητας. Η Holland Malt ανήκει στην κατηγορία αυτή, χάρη στην εγκατάστασή της σε λιμένα ανοικτής θαλάσσης απ’ όπου μπορεί να εφοδιάζει τόσο την κοινοτική αγορά όσο και τις εξωκοινοτικές αγορές. Τα βυνοποιεία στην Κοινότητα, των οποίων η παραγωγή προορίζεται κυρίως για εξαγωγή προς άλλες αγορές, είναι επομένως πιθανό να βρεθούν αντιμέτωπα με τον ανταγωνισμό της Holland Malt. Το ίδιο ισχύει και για τα βυνοποιεία στην Κοινότητα τα οποία πωλούν κυρίως στην εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι η Holland Malt προτίθεται να πωλήσει ακόμη σημαντική ποσότητα βύνης σε ευρωπαϊκές χώρες. Στο επιχειρηματικό της πρόγραμμα του Αυγούστου 2003, η Holland Malt ανακοινώνει ότι προτίθεται να πωλήσει το 2005 71 540 τόνους σε ευρωπαϊκούς προορισμούς (σε σύγκριση με αναμενόμενες πωλήσεις 28 100 τόνων στην Ασία, 40 600 τόνων στη Λατινική Αμερική και 29 000 στη Ρωσία).

(76)

Είναι δυνατό να προκύψουν καταστάσεις στις οποίες βυνοποιεία, των οποίων η παραγωγή προορίζεται κυρίως για εξαγωγή προς εξωκοινοτικές χώρες (όπως η Holland Malt), δεν θα μπορούν να βρουν αγοραστές για την προβλεπόμενη για τον προορισμό αυτό παραγωγή, οπότε ενδέχεται να επιχειρήσουν να πωλήσουν τη συγκεκριμένη παραγωγή στο εσωτερικό της Κοινότητας. Μπορεί επίσης να συμβεί και το αντίθετο. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι τα τμήματα εντός και εκτός της Κοινότητας είναι τελείως ξεχωριστά. Υπάρχουν αλληλοσυνδέσεις, εξ αιτίας των οποίων οι εξελίξεις εκτός της Κοινότητας επηρεάζουν τις εξελίξεις εντός της Κοινότητας και αντιστρόφως.

(77)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή δεν συμφωνεί με το συμπέρασμα της έκθεσης της Frontier Economics ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η χορηγούμενη στην Holland Malt επιδότηση θα οδηγήσει σε μετατόπιση των πωλήσεων βύνης των άλλων ευρωπαίων παραγωγών, επιπλέον εκείνης που θα συνέβαινε ούτως ή άλλως. Η Επιτροπή δεν δύναται να αποκλείσει τέτοια μετατόπιση των πωλήσεων άλλων κοινοτικών παραγωγών βύνης σε πελάτες εντός και εκτός της Κοινότητας. Κατά συνέπεια, συμπεραίνει ότι η ενίσχυση ενδέχεται να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές και τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών.

Η αγορά βύνης υψηλής ποιότητας («premiummout»)

(78)

Η Επιτροπή έλαβε γνώση των στοιχείων που διαβίβασαν οι Κάτω Χώρες και η Holland Malt (συμπεριλαμβανομένων των επιστολών τρίτων μερών) όσον αφορά την ανάπτυξη της βύνης HTST (27). Οι Κάτω Χώρες, η Holland Malt και τα ενδιαφερόμενα μέρη περιγράφουν τη βύνη HTST ως ένα είδος βύνης με χαρακτηριστικά διαφορετικά από τη συνήθη βύνη, τα οποία προσδίδουν στην μπίρα περισσότερη γεύση και άρωμα, ανθεκτικότερο ανθρακικό και μεγαλύτερο χρονικό όριο αποθήκευσης.

(79)

Οι Κάτω Χώρες και η Holland Malt ισχυρίζονται ότι η βύνη HTST μπορεί να θεωρηθεί βύνη υψηλής ποιότητας. Αναφέρουν επίσης ότι λόγω των μοναδικών φυσικών χαρακτηριστικών, της γευστικής ποιότητας και της υψηλότερης κατηγορίας τιμών της βύνης HTST, είναι μάλλον απίθανο η εν λόγω βύνη και η συνήθης βύνη να αποτελούν υποκατάστατα προϊόντα. Αναμένεται να δημιουργηθεί ειδική ζήτηση και αγορά για τη βύνη HTST.

(80)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η βύνη HTST μπορεί να έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και να είναι υψηλής ποιότητας. Πρέπει ωστόσο να εξακριβωθεί εάν υπάρχει ή όχι ξεχωριστή αγορά για τη βύνη υψηλής ποιότητας (που εφοδιάζεται με βύνη HTST) παράλληλα με την αγορά για τη συνήθη βύνη. Το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι για να θεωρηθεί ότι υπάρχει επαρκώς διακρινόμενη αγορά, η επίμαχη υπηρεσία ή το επίμαχο προϊόν

«πρέπει να μπορεί να εξατομικευθούν λόγω των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους, που τα διαφοροποιούν από άλλες υπηρεσίες ή άλλα προϊόντα και έχουν ως συνέπεια να καθιστούν σχεδόν αδύνατη την αμοιβαία υποκατάστασή τους και σχεδόν ανεπαίσθητο τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Εντός του πλαισίου αυτού, το κατά πόσον είναι δυνατή η αμοιβαία υποκατάσταση των προϊόντων πρέπει να εκτιμάται βάσει των αντικειμενικών χαρακτηριστικών των προϊόντων αυτών, αλλά και βάσει της διαρθρώσεως της ζητήσεως, της προσφοράς στην αγορά, καθώς και των συνθηκών ανταγωνισμού (28).

(81)

Όσον αφορά τη δομή της ζήτησης και της προσφοράς στην αγορά και τις συνθήκες ανταγωνισμού, η Επιτροπή έχει λάβει παρατηρήσεις από διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη (κυρίως εθνικές ενώσεις βυνοποιών), σύμφωνα με τις οποίες δεν μπορεί να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ συνήθους βύνης και βύνης υψηλής ποιότητας. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις αυτές, η βύνη αποτελεί μάλλον προϊόν γενικής φύσεως, με ελάχιστες παραλλαγές όσον αφορά τα χαρακτηριστικά και τα πρότυπα ποιότητας τα οποία καθορίζονται από τη σχετική βιομηχανία. Για την πλειοψηφία των πελατών των βυνοποιείων, υπάρχει ζήτηση αποκλειστικά για βύνη υψηλής ποιότητας η οποία ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές τους και πληροί όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων.

(82)

Επομένως, ο βαθμός αμοιβαίας υποκατάστασης των διαφόρων ειδών βύνης από διαφορετικά βυνοποιεία φαίνεται να μην είναι μηδαμινός, δεδομένου ότι όλες οι επιχειρήσεις οφείλουν να παράγουν βύνη υψηλής ποιότητας, ώστε να ανταποκρίνονται στη ζήτηση των πελατών τους.

(83)

Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από αποδείξεις ότι η μπίρα υψηλής ποιότητας δεν παράγεται απαραίτητα με βύνη άλλης ποιότητας απ’ό,τι η συνήθη μπίρα. Οι Κάτω Χώρες ισχυρίζονται ότι η βύνη HTST που θα παράγει η Holland Malt θα προορίζεται κυρίως για το «τμήμα υψηλής ποιότητας» της αγοράς μπίρας. Οι Κάτω Χώρες ισχυρίζονται ότι για την παραγωγή της εν λόγω μπίρας υψηλής ποιότητας απαιτούνται πρώτες ύλες υψηλής ποιότητας με χαρακτηριστικά τα οποία προσδίδουν καλύτερη γεύση στη συγκεκριμένη μπίρα. Στην επιστολή της, η Holland Malt αναφέρει την έκθεση «Just Drinks.com 2004» (29), στην οποία — κατά την Holland Malt — σημαντικά βυνοποιεία υποστηρίζουν ότι η μπίρα υψηλής ποιότητας («premiumbier») αποτελεί από τη φύση της καλύτερο ποτό με πλουσιότερη και διακρινόμενη γεύση.

(84)

Εντούτοις, η Επιτροπή φρονεί ότι η συγκεκριμένη φράση της έκθεσης αφορά την εικόνα που έχει ο καταναλωτής για τη συγκεκριμένη μπίρα και ότι δεν πρόκειται για ισχυρισμό σημαντικών βυνοποιείων. Στη σελίδα 59 της έκθεσης αναφέρεται ότι, σύμφωνα με την Scottish & Newcastle, ο καταναλωτής πιστεύει ότι τα επώνυμα προϊόντα είναι υψηλότερης ποιότητας και πιο εκλεκτά. Οι βασικοί παράγοντες είναι οι εξής: η ιδέα της υψηλότερης ποιότητας — η συγκεκριμένη μπίρα αποτελεί από τη φύση της καλύτερο ποτό με πλουσιότερη και διακρινόμενη γεύση.

(85)

Στην περίληψη της έκθεσης που συνέταξε η Holland Malt αναφέρεται ότι «από συνεντεύξεις τις οποίες πραγματοποίησε η just-drinks.com με ορισμένους σημαντικούς διεθνείς παράγοντες του τομέα της παραγωγής βύνης παγκοσμίως προέκυψε ότι η μπίρα υψηλής ποιότητας αποτελεί στην πραγματικότητα έννοια του τομέα προώθησης». Στην έκθεση αναφέρεται επίσης ότι μια συνήθης μπίρα μπορεί να χαρακτηριστεί μπίρα υψηλής ποιότητας σε συγκεκριμένη περιοχή ή χώρα άλλης περιοχής και ότι τα σημαντικότερα διεθνή βυνοποιεία προσαρμόζουν τη στρατηγική προώθησής τους στην αγορά. Τα προϊόντα που θεωρούνται υψηλής ποιότητας σε ορισμένη περιοχή, δεν αναγνωρίζονται απαραίτητα ως τέτοια σε άλλες περιοχές. Επιπλέον, αναφέρεται στην έκθεση ότι «ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι οι διακυμάνσεις της ζήτησης για μπίρα υψηλής ποιότητας, όσον αφορά τις συγκρίσεις μεταξύ ετών και τις τάσεις επί σειρά ετών, οφείλονται σε αλλαγές στην εικόνα του καταναλωτή και όχι σε αλλαγές των προδιαγραφών του προϊόντος. Όπως υπογραμμίζεται από την Interbrew, ο καταναλωτής είναι εκείνος που προσδιορίζει το προϊόν υψηλής ποιότητας, και όχι η βιομηχανία».

(86)

Το γεγονός ότι οι προδιαγραφές του προϊόντος δεν αποτελούν σημαντικό παράγοντα για να προσδιοριστεί ποιες μπίρες θεωρούνται υψηλής ποιότητας υποδεικνύει ότι τα διάφορα είδη βύνης, στο μέτρο που πληρούν τα (ελάχιστα) πρότυπα ποιότητας που καθόρισε η οικεία βιομηχανία, μπορούν εύκολα να αλληλοαντικατασταθούν. Η εναλλαξιμότητα αυτή αναφέρεται επίσης στην υπόθεση συγκέντρωσης Hugh Baird/Scottish and Newcastle (30). Όσον αφορά τη σχετική αγορά, οι κοινοποιούντες (Hugh Baird και Scottish and Newcastle) ισχυρίζονται ότι αυτή είναι τουλάχιστον εξίσου ευρεία με εκείνη της αγοράς βύνης. Στην απόφαση αναφέρεται ότι, μολονότι η αγορά βύνης μπορεί σαφώς να υποδιαιρεθεί σε αγορά βύνης και αγορά απόσταξης, τα μέρη θεωρούν ότι το γεγονός αυτό δεν αποτελεί επιχείρημα λόγω του σημαντικού βαθμού αμοιβαίας υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς.

(87)

Επιπλέον, κατά την εξέταση των στατιστικών πηγών σχετικά με την παραγωγή βύνης, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε την ύπαρξη ξεχωριστής αγοράς βύνης υψηλής ποιότητας. Αντίθετα, όλες οι πηγές (Eurostat, Euromalt, Διεθνές Συμβούλιο Σιτηρών) παρέχουν στοιχεία για τη γενική αγορά βύνης. Οι Κάτω Χώρες και η ίδια η Holland Malt δεν έχουν παράσχει στοιχεία για την ύπαρξη παραγωγικής ικανότητας ή για την παραγωγής βύνης υψηλής ποιότητας. Αντιθέτως, στην επιχειρηματολογία σχετικά με την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα αναφέρθηκαν σε στοιχεία για τη βύνη (ως ενιαίο προϊόν), χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ συνήθους βύνης και βύνης υψηλής ποιότητας.

(88)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ των δύο κατηγοριών (συνήθους βύνης και βύνης υψηλής ποιότητας). Ίσως να υπάρχουν διαφορές ποιότητας, ωστόσο αυτές δεν φαίνεται να είναι τέτοιας φύσεως ώστε να περιορίζεται αξιοσημείωτα η εναλλαξιμότητα των ειδών βύνης ή ο ανταγωνισμός μεταξύ βυνοποιείων.

(89)

Με βάση τις ανωτέρω διαπιστώσεις όσον αφορά την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα της αγοράς βύνης, την πιθανή επίδραση του υπό εξέταση μέτρου ενίσχυσης στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και την έλλειψη σαφώς διακρινόμενης αγοράς για τη βύνη υψηλής ποιότητας, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι το μέτρο ενίσχυσης δεν συμβιβάζεται με το σημείο 4.2.5 των κατευθυντήριων γραμμών, το οποίο προβλέπει ότι δεν επιτρέπεται να χορηγείται καμία ενίσχυση για επενδύσεις σε προϊόντα για τα οποία δεν μπορούν να βρεθούν κανονικές διέξοδοι στην αγορά.

Ενίσχυση προς βυνοποιείο στη Λιθουανία

(90)

Η Holland Malt επισημαίνει ότι η κατάσταση στην παγκόσμια αγορά βύνης δεν εμπόδισε την Επιτροπή να εγκρίνει τη χορήγηση επενδυτικής ενίσχυσης προς βυνοποιείο στη Λιθουανία.

(91)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν ενέκρινε καμία κρατική ενίσχυση για επενδύσεις σε βυνοποιείο στη Λιθουανία μετά την προσχώρηση της χώρας στην Κοινότητα την 1η Μαΐου 2004. Πριν από την ημερομηνία αυτή, δεν ίσχυαν στη Λιθουανία κανόνες όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τα γεωργικά προϊόντα. Εν πάση περιπτώσει, η μη εκπλήρωση από άλλα κράτη μέλη των υποχρεώσεων που υπέχουν δυνάμει των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης δεν επηρεάζει το γεγονός ότι το κράτος μέλος κατά του οποίου κινήθηκε η διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης, έχει χορηγήσει (παράνομη) ενίσχυση (31).

(92)

Ως προς το θέμα αυτό, η Επιτροπή επιθυμεί να αναφέρει ότι κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης όταν η Ισπανία κοινοποίησε την πρόθεσή της να χορηγήσει ενίσχυση στο βυνοποιείο Maltacarrión S.A. (32). Η διαδικασία αυτή κινήθηκε για τους ίδιους λόγους με την παρούσα υπόθεση, δηλαδή το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας στην αγορά βύνης. Μετά την κίνηση της εν λόγω διαδικασίας, η Ισπανία απέσυρε την κοινοποίησή της όσον αφορά τη συγκεκριμένη ενίσχυση.

Περιφερειακές πτυχές

(93)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει και δεν προτίθεται να θέσει υπό αμφισβήτηση τη σημασία της περιφερειακής ανάπτυξης στο πλαίσιο της ενίσχυσης προς την Holland Malt, όπως εξήγησαν οι Κάτω Χώρες και τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη. Από την άποψη αυτή, το έργο εντάσσεται πλήρως στο πρόγραμμα IPR.

(94)

Ωστόσο, το έργο πρέπει να πληροί όλες τις προϋποθέσεις για επενδυτική ενίσχυση σχετικά με τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, όπως προβλέπεται από τις κατευθυντήριες γραμμές. Δεδομένου ότι η κρατική ενίσχυση για το συγκεκριμένο έργο δεν πληροί μία τουλάχιστο σημαντική προϋπόθεση, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να την εγκρίνει, παρά τις θετικές της πτυχές όσον αφορά την περιφερειακή ανάπτυξη.

VI.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(95)

Για τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση προς την Holland Malt δεν συμβιβάζεται με τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης. Το μέτρο ενίσχυσης δεν συνάδει με το σημείο 4.2.5 των κατευθυντήριων γραμμών, το οποίο προβλέπει ότι δεν μπορεί να εγκριθεί ενίσχυση για επενδύσεις για προϊόντα για τα οποία δεν μπορούν να βρεθούν κανονικές διέξοδοι στην αγορά.

(96)

Με την επιστολή τους της 17ης Δεκεμβρίου 2004, οι Κάτω Χώρες γνωστοποίησαν ότι η ενίσχυση εγκρίθηκε με την επιφύλαξη της έγκρισης από την Επιτροπή. Σε περίπτωση που, παρά την προϋπόθεση αυτή, η ενίσχυση έχει ήδη καταβληθεί, θα πρέπει να επιστραφεί.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε από τις Κάτω Χώρες στην εταιρεία Holland Malt BV με τη μορφή επιδότησης ύψους 7 425 000 ευρώ, με την επιφύλαξη της έγκρισης από την Επιτροπή, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

Οι Κάτω Χώρες αποσύρουν την κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1.

Άρθρο 3

1.   Οι Κάτω Χώρες λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να ανακτήσουν από το δικαιούχο την αναφερόμενη στο άρθρο 1 ενίσχυση που έχει ήδη τεθεί παρανόμως στη διάθεσή του.

2.   Η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της παρούσας απόφασης. Το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί περιλαμβάνει και τους σχετικούς τόκους υπολογιζόμενους από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση ετέθη στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησής της. Ο τόκος υπολογίζεται βάσει του επιτοκίου αναφοράς που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του ισοδυνάμου επιδότησης στο πλαίσιο των περιφερειακών καθεστώτων ενίσχυσης.

Άρθρο 4

Οι Κάτω Χώρες γνωστοποιούν στην Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης τα μέτρα που έλαβαν προκειμένου να συμμορφωθούν με την απόφαση.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

Βρυξέλλες, 26 Σεπτεμβρίου 2006.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)   ΕΕ C 154 της 25.6.2005, σ. 6.

(2)  Βλ. υποσημείωση 1.

(3)  Regionale investeringsprojecten 2000 (IPR 2000-2006), N 549/99. Εγκρίθηκε στις 17 Αυγούστου 2000 με την επιστολή SG(2000) D/106266.

(4)  Wijziging Regionale investeringsprojecten 2000, N831/2001. Εγκρίθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2002 με την επιστολή C(2002)233.

(5)   ΕΕ C 28 της 1.2.2000, σ. 2.

(6)  Επιστολή της 23ης Ιουλίου 2004 σχετικά με την έγκριση επιδοτήσεων για την κατασκευή βυνοποιείων.

(7)  Επιστολή του Δρ. Krottenthaler του Πανεπιστημίου του Weihenstephan του Μαΐου 2005.

(8)  RM International, Malt Market Report, 22 Απριλίου 2005· Rabobank, The malt industry, a changing industry structure, driven by emerging beer markets, Μάρτιος 2005; H.M. Gauger, Market report, Μάιος 2005· Ο H.M. Gauger είναι εμπορομεσίτης/σύμβουλος στον τομέα της βύνης, ο οποίος εκδίδει μηνιαία έκθεση για την αγορά της βύνης με στοιχεία όσον αφορά την παραγωγή και το εμπόριο βύνης.

(9)  Διακυβερνητική οργάνωση στον τομέα του εμπορίου σιτηρών.

(10)  Euromalt: «The EU malting industry», Αύγουστος 2005

(11)  Frontier Economics: «Holland Malt» , Οκτώβριος 2005

(12)   ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 78. Κανονισμός που τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1154/2005 της Επιτροπής (ΕΕ L 187 της 19.7.2005, σ. 11).

(13)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1980 στην υπόθεση C-730/79, Philip Morris κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή σ. 2671, σκεπτικά 11 και 12.

(14)  Πηγή: H.M. Gauger Statistical Digest 2004-2005.

(15)   ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9.

(16)  Σύσταση της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).

(17)   ΕΕ L 1 της 3.1.2004, σ. 1.

(18)  Βλ. υποσημείωση 10.

(19)  Παρουσίαση από τον κ. John Tjaardstra των τάσεων όσον αφορά την παραγωγή και την κατανάλωση μπίρας, κριθής ζυθοποιίας και βύνης.

(20)  Έκθεση αριθ. 5 του H.M. Gauger της 2ας Ιουνίου 2006. Στην έκθεση αυτή, οι προβλέψεις για το 2005/2006 όσον αφορά τις συνολικές εξαγωγές 2 140 εκατομμυρίων τόνων.

(21)  Βλ. υποσημείωση 8.

(22)  Βλ. υποσημείωση 8.

(23)  H.M. Gauger, Ιούλιος 2006 — State of the European Malt Industry

(24)  Βλ. υποσημείωση 11.

(25)  H.M. Gauger Market report No. 4, 2 Μαΐου 2006

(26)  H.M. Gauger, Ιούλιος 2006 — State of the European Malt Industry

(27)  Δήλωση του Bühler σχετικά με την τεχνολογία της Holland Malt, χωρίς ημερομηνία.

Επιστολή του Πανεπιστημίου του Freising-Weihenstephan München, Μάιος 2005.

Επιστολή ενδιαφερόμενου μέρους, η οποία περιέχει επαγγελματικά απόρρητα στοιχεία και η οποία επομένως θεωρείται εμπιστευτική.

(28)  Απόφαση του Πρωτοδικείου, της 21ης Οκτωβρίου 1997 στην υπόθεση T-229/94. Deutsche Bahn κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή II-1689, σκεπτικό 10.»

(29)  www.just-drinks.com, «A global market review of premium beer — with forecasts to 2010».

(30)  Υπόθεση αριθ. IV/M.1372, της 18.12.1998.

(31)  Βλ. π.χ. την απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 1998 στην υπόθεση T-214/95, Het Vlaamse Gewest κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή II-717, σκεπτικό 54.

(32)  Υπόθεση C 48, 21.12.2005, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.