30.9.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 255/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1552/2005 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 7ης Σεπτεμβρίου 2005

σχετικά με στατιστικές για την επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 285 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας, στις 23 και 24 Μαρτίου 2000, η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε τον στρατηγικό στόχο να γίνει η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης στον κόσμο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή.

(2)

Η απασχολησιμότητα, η προσαρμοστικότητα και η κινητικότητα των πολιτών είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου η Ένωση να τηρήσει τη δέσμευσή της να γίνει η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης στον κόσμο.

(3)

Η διά βίου μάθηση αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο για την ανάπτυξη και την προώθηση των δεξιοτήτων, της κατάρτισης και της προσαρμοστικότητας του εργατικού δυναμικού.

(4)

Το Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του της 5 Μαΐου 2003, σχετικά με τα επίπεδα αναφοράς μέσων ευρωπαϊκών επιδόσεων στην εκπαίδευση και την κατάρτιση (Benchmarks) (2), υιοθέτησε το ακόλουθο επίπεδο αναφοράς για τη διά βίου μάθηση: «Επομένως, μέχρι το 2010 το μέσο επίπεδο συμμετοχής στη διά βίου μάθηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να φθάνει τουλάχιστον το 12,5 % του πληθυσμού των ενηλίκων σε ηλικία εργασίας (25 έως 64 ετών)».

(5)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας επιβεβαίωσε τη διά βίου μάθηση ως βασική συνιστώσα του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.

(6)

Η νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση, η οποία επιβεβαιώθηκε με την απόφαση 2003/578/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές των κρατών μελών για την απασχόληση (3), έχει ως στόχο να συμβάλει περισσότερο στη στρατηγική της Λισαβόνας και στην υλοποίηση συνεκτικών και συνολικών στρατηγικών για τη διά βίου μάθηση.

(7)

Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο ορισμός των «μειονεκτούντων ατόμων στην αγορά εργασίας», ο οποίος υπάρχει στις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές των κρατών μελών υπέρ της απασχόλησης.

(8)

Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίδεται στην κατάρτιση στο χώρο και κατά τη διάρκεια της εργασίας· και οι δύο αυτές πτυχές αποτελούν αποφασιστικούς συντελεστές της διά βίου μάθησης.

(9)

Συγκριτικά στατιστικά στοιχεία σε κοινοτικό επίπεδο, με συγκεκριμένους στόχους όσον αφορά την επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις, είναι ουσιαστικής σημασίας για την ανάπτυξη των στρατηγικών της διά βίου μάθησης και για την παρακολούθηση της προόδου που επιτελείται στην εφαρμογή τους.

(10)

Η παραγωγή ειδικών στατιστικών στην Κοινότητα διέπεται από τους κανόνες που ορίζει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου, της 17 Φεβρουαρίου 1997, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές (4).

(11)

Η διαβίβαση δεδομένων που υπόκεινται στο στατιστικό απόρρητο διέπεται από τους κανόνες που ορίζουν ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 322/97 και ο κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΟΚ) αριθ. 1588/90 του Συμβουλίου, της 11 Ιουνίου 1990, σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο (5).

(12)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 831/2002 της Επιτροπής, της 17 Μαΐου 2002, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές, όσον αφορά την πρόσβαση σε εμπιστευτικά δεδομένα για επιστημονικούς σκοπούς (6), καθορίζει τους όρους βάσει των οποίων μπορεί να επιτρέπεται η πρόσβαση σε εμπιστευτικά στοιχεία που διαβιβάζονται στις κοινοτικές αρχές.

(13)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, κυρίως η δημιουργία κοινών στατιστικών προτύπων που επιτρέπουν την παραγωγή εναρμονισμένων δεδομένων για την επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί, συνεπώς, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(14)

Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28 Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (7). Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το διαθέσιμο δυναμικό των κρατών μελών για τη συγκέντρωση και την επεξεργασία δεδομένων.

(15)

Ζητήθηκε η γνώμη της επιτροπής του στατιστικού προγράμματος σύμφωνα με το άρθρο 3 της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 19 Ιουνίου 1989, για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (8),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινό πλαίσιο για την παραγωγή κοινοτικών στατιστικών για την επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

«Επιχείρηση»: η επιχείρηση, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 696/93 του Συμβουλίου, της 15 Μαρτίου 1993, για τις στατιστικές μονάδες παρατήρησης και ανάλυσης του παραγωγικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (9)·

2.

«NACE αναθ. 1.1»: η γενική στατιστική ονοματολογία των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, όπως θεσπίσθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3037/90 του Συμβουλίου, της 9 Οκτωβρίου 1990, για τη στατιστική ονοματολογία των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Κοινότητα (10).

Άρθρο 3

Συλλογή δεδομένων

1.   Τα δεδομένα συλλέγονται από τα κράτη μέλη με σκοπό την παραγωγή κοινοτικών στατιστικών για την ανάλυση της συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης στις επιχειρήσεις, στους ακόλουθους τομείς:

α)

Πολιτική κατάρτισης και στρατηγικές κατάρτισης των επιχειρήσεων για την ανάπτυξη των ικανοτήτων του εργατικού τους δυναμικού·

β)

διαχείριση, οργάνωση και μορφές της συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης στις επιχειρήσεις·

γ)

ρόλος των κοινωνικών εταίρων για τη διασφάλιση όλων των πτυχών της συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης για το εργατικό δυναμικό·

δ)

πρόσβαση στη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση, το μέγεθος και το περιεχόμενό της, στο πλαίσιο ειδικότερα των οικονομικών δραστηριοτήτων και του μεγέθους της επιχείρησης·

ε)

μέτρα ειδικής συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις για τη βελτίωση των δεξιοτήτων ΤΠΕ του εργατικού δυναμικού τους·

στ)

ευκαιρίες πρόσβασης των εργαζομένων στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) στη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση και στην απόκτηση νέων δεξιοτήτων, καθώς και οι ιδιαίτερες ανάγκες των ΜΜΕ για την παροχή κατάρτισης·

ζ)

επιπτώσεις των δημόσιων μέτρων στη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις·

η)

ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις για όλους τους εργαζομένους, με ιδιαίτερη αναφορά στο φύλο και σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες·

θ)

μέτρα ειδικής συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης των μειονεκτούντων ατόμων στην αγορά εργασίας·

ι)

μέτρα συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης που λαμβάνονται για τις διάφορες μορφές συμβάσεων εργασίας·

ια)

δαπάνες για τη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση: επίπεδα και πόροι χρηματοδότησης, κίνητρα για συνεχή επαγγελματική κατάρτιση, και

ιβ)

διαδικασίες αξιολόγησης και παρακολούθησης των επιχειρήσεων σε σχέση με τη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση.

2.   Τα κράτη μέλη συλλέγουν ειδικά δεδομένα για την αρχική επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις σχετικά με:

α)

τους συμμετέχοντες στην αρχική επαγγελματική κατάρτιση, και

β)

τις συνολικές δαπάνες για την αρχική επαγγελματική κατάρτιση.

Άρθρο 4

Πεδίο εφαρμογής των στατιστικών

Οι στατιστικές για την επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις αφορούν τουλάχιστον όλες τις οικονομικές δραστηριότητες που καθορίζονται στους τίτλους Γ έως K και Ξ της NACE αναθ. 1.1.

Άρθρο 5

Στατιστικές μονάδες

1.   Για τη συλλογή των δεδομένων, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε μία από τις οικονομικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 4 και απασχολούν δέκα ή περισσότερους εργαζομένους, εκλαμβάνονται ως στατιστική μονάδα.

2.   Έχοντας υπόψη την ειδική, σε εθνικό επίπεδο, κατανομή των επιχειρήσεων αναλόγως του μεγέθους τους και την εξέλιξη των αναγκών πολιτικής, τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν τον ορισμό της στατιστικής μονάδας στην επικράτειά τους. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να αποφασίσει να διευρύνει τον ορισμό αυτό, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2, εάν μια τέτοια διεύρυνση ενισχύει ουσιαστικά την αντιπροσωπευτικότητα και την ποιότητα του αποτελέσματος της έρευνας στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Άρθρο 6

Πηγές δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη συλλέγουν τα απαιτούμενα δεδομένα είτε μέσω έρευνας στις επιχειρήσεις είτε μέσω συνδυασμού έρευνας στις επιχειρήσεις και άλλων πηγών, εφαρμόζοντας τις αρχές του μειωμένου φόρτου για τους απαντώντες και της διοικητικής απλοποίησης.

2.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες οι επιχειρήσεις απαντούν στην έρευνα.

3.   Με την έρευνα, οι επιχειρήσεις καλούνται να δίδουν ορθά και ολοκληρωμένα δεδομένα εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

4.   Άλλες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών δεδομένων, είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται για να συμπληρώνονται τα δεδομένα που πρέπει να συγκεντρωθούν, οσάκις οι πηγές αυτές είναι κατάλληλες από πλευράς συνάφειας με το θέμα της έρευνας και επικαιρότητας.

Άρθρο 7

Χαρακτηριστικά της έρευνας

1.   Η έρευνα πρέπει να είναι δειγματοληπτική.

2.   Τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα που διαβιβάζονται αντικατοπτρίζουν τη δομή του πληθυσμού των στατιστικών μονάδων. Η έρευνα πρέπει να διεξάγεται με τρόπο που επιτρέπει την ανάλυση των αποτελεσμάτων σε κοινοτικό επίπεδο, τουλάχιστον στις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

οικονομικές δραστηριότητες της NACE αναθ. 1.1, και

β)

μέγεθος των επιχειρήσεων.

3.   Οι απαιτήσεις δειγματοληψίας και ακρίβειας, οι απαραίτητες διαστάσεις του δείγματος προκειμένου να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές αυτές, καθώς και οι λεπτομερείς προδιαγραφές της NACE αναθ. 1.1 και οι κατηγορίες μεγέθους με βάση τις οποίες μπορούν να αναλύονται τα αποτελέσματα, καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.

Άρθρο 8

Προσέγγιση της έρευνας

1.   Για να μειωθεί ο φόρτος των απαντώντων, η προσέγγιση της έρευνας πρέπει να επιτρέπει την προσαρμογή της συλλογής των δεδομένων:

α)

στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν και στις επιχειρήσεις που δεν πραγματοποιούν κατάρτιση, και

β)

στις διάφορες μορφές επαγγελματικής κατάρτισης.

2.   Τα ειδικά δεδομένα που πρέπει να συλλέγονται ανάλογα με τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν και τις επιχειρήσεις που δεν πραγματοποιούν κατάρτιση καθώς και τις διάφορες μορφές επαγγελματικής κατάρτισης, καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Έλεγχος ποιότητας και υποβολή εκθέσεων

1.   Τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν την ποιότητα των διαβιβαζόμενων δεδομένων.

2.   Το αργότερο 21 μήνες μετά το πέρας κάθε περιόδου αναφοράς του άρθρου 10, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή (Eurostat) έκθεση ποιότητας, η οποία περιέχει όλες τις πληροφορίες και τα δεδομένα που έχει ζητήσει η τελευταία προκειμένου να εξακριβώσει την ποιότητα των διαβιβαζόμενων δεδομένων. Η έκθεση προσδιορίζει τις πιθανές ασυνέπειες στην εφαρμογή των μεθοδολογικών απαιτήσεων.

3.   Με βάση τις εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Επιτροπή (Eurostat) αξιολογεί την ποιότητα των διαβιβαζόμενων δεδομένων, μεριμνώντας ιδίως για την εξασφάλιση της συγκρισιμότητας των δεδομένων μεταξύ κρατών μελών.

4.   Οι απαιτήσεις ποιότητας για τα δεδομένα που συλλέγονται και διαβιβάζονται για τις κοινοτικές στατιστικές σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις, τη δομή των εκθέσεων ποιότητας της παραγράφου 2 και τα τυχόν μέτρα που απαιτούνται για την αξιολόγηση ή τη βελτίωση της ποιότητας των δεδομένων, καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.

Άρθρο 10

Περίοδος αναφοράς και περιοδικότητα

1.   Η περίοδος αναφοράς την οποία πρέπει να καλύπτει η συλλογή δεδομένων καθορίζεται σε ένα ημερολογιακό έτος.

2.   Η Επιτροπή καθορίζει το πρώτο έτος αναφοράς για το οποίο πρέπει να συλλεγούν δεδομένα σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.

3.   Τα κράτη μέλη συλλέγουν τα δεδομένα κάθε πέντε έτη.

Άρθρο 11

Διαβίβαση δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή, εντός των αντίστοιχων πεδίων της αρμοδιότητάς τους, προάγουν τις συνθήκες για την αυξημένη χρήση της ηλεκτρονικής συλλογής, της ηλεκτρονικής διαβίβασης και της αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων.

2.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat) τα ατομικά δεδομένα των επιχειρήσεων σύμφωνα με τις υφιστάμενες κοινοτικές διατάξεις για τη διαβίβαση δεδομένων, τα οποία υπόκεινται στο στατιστικό απόρρητο, κατά τα οριζόμενα στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 322/97 και (Ευρατόμ, ΕΟΚ) αριθ. 1588/90. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα διαβιβαζόμενα δεδομένα να μην επιτρέπουν την άμεση αναγνώριση των στατιστικών μονάδων.

3.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν τα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή, σύμφωνα με τον κατάλληλο τεχνικό μορφότυπο και το πρότυπο ανταλλαγής που καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.

4.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν τα πλήρη και ορθά δεδομένα το αργότερο εντός 18 μηνών από το τέλος κάθε έτους αναφοράς.

Άρθρο 12

Έκθεση εφαρμογής

1.   Μέχρι τις 20 Οκτωβρίου 2010, και μετά από διαβούλευση με την επιτροπή του στατιστικού προγράμματος, η Επιτροπή διαβιβάζει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Ιδίως, η εν λόγω έκθεση:

α)

αξιολογεί τα οφέλη που αποκομίζει η Κοινότητα, τα κράτη μέλη και οι χρήστες των στατιστικών που παράγονται σε σχέση με τον φόρτο των απαντώντων, και

β)

εντοπίζει τομείς για ενδεχόμενες βελτιώσεις και τροποποιήσεις, οι οποίες κρίνονται απαραίτητες, υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων που έχουν επιτευχθεί.

2.   Μετά την έκθεση, η Επιτροπή μπορεί να προτείνει μέτρα για τη βελτίωση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 13

Μέτρα εφαρμογής

Τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και τεχνικές εξελίξεις σχετικά με τη συλλογή, τη διαβίβαση και την επεξεργασία των δεδομένων, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2.

Άρθρο 14

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή του στατιστικού προγράμματος.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

Άρθρο 15

Χρηματοδότηση

1.   Για το πρώτο έτος αναφοράς για το οποίο παράγονται οι κοινοτικές στατιστικές οι οποίες προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή χορηγεί χρηματοδοτική συνεισφορά στα κράτη μέλη για να συμβάλλει στην κάλυψη των δαπανών που πραγματοποιούν για τη συλλογή, την επεξεργασία και τη διαβίβαση των δεδομένων.

2.   Το ύψος της χρηματοδοτικής συνεισφοράς καθορίζεται στο πλαίσιο της σχετικής ετήσιας διαδικασίας του προϋπολογισμού. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή καθορίζει τη διαθέσιμη πίστωση.

3.   Η Επιτροπή, κατά την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, μπορεί να προσφεύγει σε εμπειρογνώμονες και σε οργανισμούς τεχνικής βοήθειας, η χρηματοδότηση των οποίων μπορεί να προβλέπεται εντός του συνολικού χρηματοδοτικού πλαισίου για τον παρόντα κανονισμό. Η Επιτροπή μπορεί να διοργανώνει σεμινάρια, συνέδρια ή άλλες συναντήσεις εμπειρογνωμόνων, τα οποία εκτιμάται ότι θα διευκολύνουν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και αναλαμβάνει τις δέουσες ενέργειες ενημέρωσης, δημοσίευσης και διάδοσης.

Άρθρο 16

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 7 Σεπτεμβρίου 2005.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

C. CLARKE


(1)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23 Φεβρουαρίου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 27 Ιουνίου 2005.

(2)  ΕΕ C 134 της 7.6.2003, σ. 3.

(3)  ΕΕ L 197 της 5.8.2003, σ. 13.

(4)  ΕΕ L 52 της 22.2.1997, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 151 της 15.6.1990, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(6)  ΕΕ L 133 της 18.5.2002, σ. 7.

(7)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(8)  ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 47.

(9)  ΕΕ L 76 της 30.3.1993, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(10)  ΕΕ L 293 της 24.10.1990, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.