7.6.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 143/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 856/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 6ης Ιουνίου 2005

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 466/2001 όσον αφορά τις τοξίνες από μύκητες του γένους Fusarium

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 315/93 του Συμβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 1993, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών για τις προσμείξεις των τροφίμων (1), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 466/2001 της Επιτροπής (2) προβλέπει μέγιστες τιμές ανοχής για ορισμένες προσμείξεις στα τρόφιμα.

(2)

Ορισμένα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει ή σχεδιάζουν να θεσπίσουν μέγιστες τιμές ανοχής για τοξίνες από μύκητες του γένους Fusarium, όπως η δεσοξυνιβαλενόλη (DON), η ζεαραλενόνη (ZEA) και οι φουμονισίνες σε ορισμένα τρόφιμα. Λόγω των διαφορών μεταξύ των επιτρεπόμενων τιμών στα κράτη μέλη και συνεπώς του κινδύνου στρέβλωσης του ανταγωνισμού που αυτές ενέχουν, είναι αναγκαία η λήψη κοινοτικών μέτρων για τη διασφάλιση της ενότητας της αγοράς, χωρίς παράλληλα να θίγεται η αρχή της αναλογικότητας.

(3)

Μια ποικιλία μυκήτων του γένους Fusarium, οι οποίοι είναι κοινά μανιτάρια που απαντώνται στο έδαφος, παράγει διάφορες μυκοτοξίνες της κατηγορίας των τριχοθισινών, όπως δεσοξυνιβαλενόλη (DON), νιβαλενόλη (NIV), τοξίνη T-2 και τοξίνη HT-2, καθώς και ορισμένες άλλες τοξίνες (ζεαραλενόνη και φουμονισίνες). Οι μύκητες του γένους Fusarium απαντώνται συνήθως σε σιτηρά που καλλιεργούνται στις εύκρατες περιοχές της Αμερικής, της Ευρώπης και της Ασίας. Αρκετοί από τους τοξινογόνους μύκητες του γένους Fusarium είναι ικανοί να παράγουν σε διαφορετικό βαθμό δύο ή περισσότερες από αυτές τις τοξίνες.

(4)

Η επιστημονική επιτροπή τροφίμων (ΕΕΤ) εξέδωσε σειρά γνωμών με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των ακόλουθων τοξινών από μύκητες του γένους Fusarium: δεσοξυνιβαλενόλη (DON) το Δεκέμβριο το 1999, ζεαραλενόνη τον Ιούνιο του 2000, φουμονισίνες τον Οκτώβριο του 2000, με ενημέρωση των στοιχείων τον Απρίλιο του 2003, νιβαλενόλη τον Οκτώβριο του 2000, και τοξίνες T-2 και HT-2 το Μάιο του 2001, ενώ προέβη και σε ομαδική αξιολόγηση των τριχοθισινών το Φεβρουάριο του 2002.

(5)

Η ΕΕΤ έκρινε ότι τα διαθέσιμα στοιχεία δεν συνηγορούσαν υπέρ του καθορισμού ενιαίας αποδεκτής ημερήσιας λήψης (δόσης) (ΑΗΛ) για το σύνολο των αξιολογημένων τριχοθισινών και καθόρισε:

ΑΗΛ στο 1 μg/kg ζώντος βάρους/ημέρα για τη δεσοξυνιβαλενόλη (DON),

προσωρινή ΑΗΛ (π-ΑΗΛ) στο 0,7 μg/kg ζώντος βάρους/ημέρα για τη νιβαλενόλη,

συνδυασμένη προσωρινή ΑΗΛ στο 0,06 μg/kg ζώντος βάρους/ημέρα για τις τοξίνες T-2 και HT-2.

Για τις άλλες τοξίνες από μύκητες του γένους Fusarium, η ΕΕΤ καθόρισε:

προσωρινή ΑΗΛ (π-ΑΗΛ) στο 0,2 μg/kg ζώντος βάρους/ημέρα για τη ζεαραλενόνη,

ΑΗΛ στα 2 μg/kg ζώντος βάρους/ημέρα για όλες τις φουμονισίνες (B1, B2 και B3), χωριστά ή σε συνδυασμό.

(6)

Στο πλαίσιο της οδηγίας 93/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1993, για τη συνδρομή και τη συνεργασία των κρατών μελών με την Επιτροπή σχετικά με την επιστημονική εξέταση θεμάτων που αφορούν τα τρόφιμα (3), εκτελέστηκαν και ολοκληρώθηκαν το Σεπτέμβριο του 2003 οι εργασίες επιστημονικής συνεργασίας (ΕΠΣΥΝ) 3.2.10 «Συλλογή δεδομένων για την εμφάνιση τοξινών από μύκητες του γένους Fusarium στα τρόφιμα και εκτίμηση της λήψης μέσω της τροφής από τον πληθυσμό των κρατών μελών της ΕΕ» (4).

Τα αποτελέσματα των εν λόγω εργασιών καταδεικνύουν ότι οι μυκοτοξίνες από μύκητες του γένους Fusarium είναι ευρέως κατανεμημένες στην τροφική αλυσίδα στο εσωτερικό της Κοινότητας. Οι κύριες πηγές λήψης τοξινών από μύκητες Fusarium μέσω της τροφής είναι τα προϊόντα που παρασκευάζονται από σιτηρά, και ιδίως από σίτο και αραβόσιτο. Ενώ οι τιμές της λήψης τοξινών από μύκητες Fusarium μέσω της τροφής στο σύνολο του πληθυσμού και στους ενηλίκους είναι συνήθως μικρότερες από τις ΑΗΛ για την αντίστοιχη τοξίνη, στις ομάδες κινδύνου όπως τα βρέφη και τα μικρά παιδιά οι τιμές αυτές προσεγγίζουν ή ακόμη και υπερβαίνουν την ΑΗΛ σε ορισμένες περιπτώσεις.

(7)

Ειδικότερα όσον αφορά τη δεσοξυνιβαλενόλη, οι τιμές της λήψης μέσω της τροφής στην ομάδα των μικρών παιδιών και των εφήβων προσεγγίζουν την ΑΗΛ. Όσον αφορά τις τοξίνες T-2 και HT-2, η υπολογιζόμενη λήψη μέσω της τροφής υπερέβη στις περισσότερες περιπτώσεις την π-ΑΗΛ. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι, όσον αφορά τις τοξίνες T-2 και HT-2, τα περισσότερα δεδομένα σχετικά με την εμφάνισή τους αποκτήθηκαν με τη χρήση μεθόδων ανάλυσης με υψηλό όριο ανίχνευσης, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποσοστό των δειγμάτων άνω του ορίου ανίχνευσης ήταν μικρότερο από 20 %, η υπολογιζόμενη λήψη μέσω της τροφής επηρεάστηκε αισθητά από το όριο ανίχνευσης των μεθόδων ανάλυσης που χρησιμοποιήθηκαν. Όσον αφορά τη νιβαλενόλη, όλες οι τιμές λήψης ήταν πολύ κάτω από την π-ΑΗΛ. Όσον αφορά τις άλλες τριχοθισίνες που εξετάστηκαν στο πλαίσιο του προαναφερόμενου καθήκοντος ΕΠΣΥΝ, όπως η 3-ακετυλοδεσοξυνιβαλενόλη, η 15-ακετυλοδεσοξυνιβαλενόλη, η φουζαρενόνη-X, η T2-τριόλη, η διακετοξυσκιρπενόλη, η νεοσολανιόλη, η μονοακετοξυσκιρπενόλη και η βερουκόλη, στο βαθμό που οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες, όλες οι λήψεις μέσω της τροφής είναι χαμηλές.

(8)

Όσον αφορά τη ζεαραλενόνη, η μέση ημερήσια λήψη είναι σημαντικά χαμηλότερη από την ΑΗΛ, αλλά πρέπει να δοθεί προσοχή σε ομάδες πληθυσμού που δεν προσδιορίζονται στις εργασίες, αλλά ενδέχεται να παρουσιάζουν τακτικά υψηλή κατανάλωση προϊόντων με υψηλή επίπτωση επιμόλυνσης με ζεαραλενόνη, καθώς και στα τρόφιμα που προορίζονται για κατανάλωση από παιδιά, δεδομένου ότι η διατροφική ποικιλία στα μικρά παιδιά είναι περιορισμένη.

(9)

Όσον αφορά τις φουμονισίνες, η υπολογιζόμενη λήψη μέσω της τροφής για τις περισσότερες ομάδες πληθυσμού είναι πολύ κάτω από την ΑΗΛ. Η λήψη φουμονισίνων μέσω της τροφής αυξάνεται σημαντικά όταν η εξέταση αφορά μόνον καταναλωτές. Όμως, η λήψη μέσω της τροφής είναι και σε αυτή την ομάδα κατανάλωσης κάτω από την ΑΗΛ. Ωστόσο, τα αποτελέσματα του ελέγχου επί της συγκομιδής του 2003 καταδεικνύουν ότι ο αραβόσιτος και τα προϊόντα με βάση τον αραβόσιτο ενδέχεται να έχουν επιμολυνθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις φουμονισίνες. Κρίνεται σκόπιμο να ληφθούν μέτρα προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο εισόδου στην τροφική αλυσίδα αραβόσιτου και προϊόντων με βάση τον αραβόσιτο που θα είναι επιμολυσμένα σε τόσο απαράδεκτα μεγάλο βαθμό.

(10)

Τα είδη μυκήτων του γένους Fusarium μολύνουν τους κόκκους πριν από τη συγκομιδή. Έχουν προσδιοριστεί αρκετοί συντελεστές επικινδυνότητας σε συνάρτηση με τη μόλυνση από μύκητες του γένους Fusarium και το σχηματισμό μυκοτοξινών. Οι κλιματικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, και ιδίως κατά την ανθοφορία, επηρεάζουν σημαντικά την περιεκτικότητα σε μυκοτοξίνες. Ωστόσο, οι ορθές γεωργικές πρακτικές, με τις οποίες μειώνονται στο ελάχιστο οι συντελεστές επικινδυνότητας, μπορούν να συμβάλουν στην ώς ένα βαθμό πρόληψη της επιμόλυνσης με μύκητες του γένους Fusarium.

(11)

Για την προστασία της δημόσιας υγείας έχει μεγάλη σημασία να θεσπιστούν μέγιστα (ανώτατα) όρια επί των ανεπεξέργαστων σιτηρών προκειμένου να αποφευχθεί η δυνατότητα εισόδου σιτηρών με μεγάλο βαθμό επιμόλυνσης στην τροφική αλυσίδα, αλλά και προκειμένου να δοθούν έτσι τα κίνητρα ώστε να εξασφαλιστεί η λήψη κάθε σχετικού μέτρου κατά τα στάδια της αλυσίδας παραγωγής που αντιστοιχούν στην καλλιέργεια, στη συγκομιδή και στην αποθήκευση (με την εφαρμογή ορθών γεωργικών, συγκομιστικών και αποθηκευτικών πρακτικών). Κρίνεται σκόπιμο να εφαρμοστεί το μέγιστο όριο επί ανεπεξέργαστων σιτηρών στα σιτηρά που διατίθενται στην αγορά για πρώτη μεταποίηση, καθώς η προβλεπόμενη χρήση (για τρόφιμα, ζωοτροφές ή βιομηχανική χρήση) των σιτηρών είναι γνωστή σε αυτό το στάδιο. Οι διεργασίες καθαρισμού, διαλογής και ξήρανσης δε θεωρούνται πρώτη μεταποίηση στο μέτρο που δεν ασκείται καμία φυσική δράση στον ίδιο τον πυρήνα του κόκκου, ενώ η αποφλοίωση πρέπει να θεωρείται πρώτη μεταποίηση.

(12)

Το επίπεδο των μέγιστων ορίων καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη το σημερινό επίπεδο έκθεσης του ανθρώπινου οργανισμού σε σχέση με την αποδεκτή λήψη τής υπό εξέταση τοξίνης, το οποίο μπορεί εύλογα να επιτευχθεί με την εφαρμογή ορθών πρακτικών σε όλα τα στάδια της παραγωγής και της διακίνησης. Με την προσέγγιση αυτού του είδους εξασφαλίζεται ότι οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων εφαρμόζουν όλα τα πιθανά μέτρα για την πρόληψη/μείωση της επιμόλυνσης στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία.

(13)

Όσον αφορά τον αραβόσιτο, δεν είναι ακόμη επακριβώς γνωστοί όλοι οι παράγοντες που συντελούν στο σχηματισμό τοξινών από μύκητες του γένους Fusarium, και ιδίως ζεαραλενόνης και φουμονισινών B1 και B2. Ως εκ τούτου, δίνεται στους υπεύθυνους των επιχειρήσεων τροφίμων στο κύκλωμα σιτηρών ένα χρονικό περιθώριο για να μπορέσουν να διεξαγάγουν έρευνες σχετικά με τις πηγές σχηματισμού αυτών των μυκοτοξινών και σχετικά με τον προσδιορισμό των διαχειριστικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν για να αποτραπεί η παρουσία τους στο μεγαλύτερο βαθμό που αυτό είναι ευλόγως δυνατό. Προτείνεται η εφαρμογή από το 2007 μέγιστων ορίων βάσει των επί του παρόντος διαθέσιμων δεδομένων εμφάνισης, σε περίπτωση που δε θεσπιστούν νωρίτερα συγκεκριμένα μέγιστα όρια βάσει νέων πληροφοριών για την εμφάνιση και το σχηματισμό.

(14)

Με τον καθαρισμό και την επεξεργασία, η περιεκτικότητα των ανεπεξέργαστων σιτηρών σε τοξίνες από μύκητες του γένους Fusarium μπορεί στη συνέχεια να μειωθεί σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στα μεταποιημένα προϊόντα σιτηρών. Λόγω του κυμαινόμενου βαθμού μείωσης, κρίνεται σκόπιμο να θεσπιστεί μέγιστο όριο για τα προϊόντα με βάση τα σιτηρά που απευθύνονται στον τελικό καταναλωτή έτσι ώστε να προστατευθεί ο καταναλωτής, ενώ κρίνεται αναγκαία και η ύπαρξη σχετικής νομοθεσίας που να είναι εφαρμόσιμη στην πράξη. Η θέσπιση μέγιστων ορίων για τα προϊόντα με βάση τα σιτηρά που απευθύνονται στον τελικό καταναλωτή πρέπει να γίνει με ρεαλιστικά κριτήρια. Επιπλέον, κρίνεται σκόπιμη και η θέσπιση μέγιστου ορίου για κύρια συστατικά τροφίμων που προέρχονται από σιτηρά, προκειμένου να εξασφαλιστεί αποδοτική εφαρμογή με γνώμονα την εξασφάλιση της προστασίας της δημόσιας υγείας.

(15)

Λόγω των χαμηλών επιπέδων επιμόλυνσης με τοξίνες από μύκητες του γένους Fusarium που παρατηρούνται στο ρύζι, δεν προτείνονται μέγιστα όρια για το ρύζι και τα προϊόντα με βάση το ρύζι.

(16)

Δεν κρίνεται αναγκαίο, λόγω συνεμφάνισης, να εξεταστεί η λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την 3-ακετυλοδεσοξυνιβαλενόλη, την 15-ακετυλοδεσοξυνιβαλενόλη και τη φουμονισίνη B3, επειδή ενδεχόμενα μέτρα όσον αφορά ιδίως τη δεσοξυνιβαλενόλη και τη φουμονισίνη B1 + B2 θα προστατεύσουν τον ανθρώπινο πληθυσμό και από τη μη αποδεκτή έκθεση στην 3-ακετυλοδεσοξυνιβαλενόλη, την 15-ακετυλοδεσοξυνιβαλενόλη και τη φουμονισίνη B3. Το ίδιο ισχύει και για τη νιβαλενόλη, για την οποία μπορεί να παρατηρηθεί ώς ένα βαθμό συνεμφάνιση με τη δεσοξυνιβαλενόλη. Η έκθεση του ανθρώπινου οργανισμού στη νιβαλενόλη εκτιμάται ότι βρίσκεται σε επίπεδα αισθητά κάτω από την π-ΑΗΛ.

(17)

Τα δεδομένα για την παρουσία των τοξινών T-2 και HT-2 είναι προς το παρόν περιορισμένα. Υπάρχει επίσης επιτακτική ανάγκη για ανάπτυξη και επικύρωση μιας ευαίσθητης μεθόδου ανάλυσης. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις για τη λήψη δείχνουν σαφώς ότι η παρουσία T-2 και HT-2 μπορεί να εγείρει ανησυχίες για τη δημόσια υγεία. Επομένως, αποτελεί ανάγκη και άμεση προτεραιότητα η ανάπτυξη ευαίσθητης μεθόδου, η συλλογή περισσότερων δεδομένων σχετικά με την εμφάνιση και η ένταση των προσπαθειών στον τομέα της διερεύνησης/έρευνας σχετικά με τους παράγοντες που συντελούν στην παρουσία T-2 και HT-2 στα σιτηρά και στα προϊόντα με βάση τα σιτηρά, ιδίως δε στη βρώμη και στα προϊόντα με βάση τη βρώμη.

(18)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 466/2001 πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(19)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 466/2001 τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 2, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 1 και του άρθρου 4 παράγραφος 3, απαγορεύονται τα ακόλουθα:

α)

η χρήση προϊόντων, τα οποία δε συμμορφώνονται με τις μέγιστες τιμές που ορίζονται στο παράρτημα Ι, ως συστατικών για την παρασκευή σύνθετων ή άλλων τροφίμων·

β)

η ανάμειξη προϊόντων που συμμορφώνονται με τις μέγιστες τιμές με προϊόντα που υπερβαίνουν τις μέγιστες τιμές που ορίζονται στο παράρτημα Ι·

γ)

η σκόπιμη απολύμανση προϊόντων μέσω χημικών επεξεργασιών, στην περίπτωση των προσμείξεων που απαριθμούνται στο τμήμα 2 (μυκοτοξίνες) του παραρτήματος I.»

2.

Στο άρθρο 5, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5:

«5.   Η Επιτροπή θα αναθεωρήσει τα σημεία 2.4, 2.5, 2.6 και 2.7 του τμήματος 2 του παραρτήματος I έως την 1η Ιουλίου 2008 όσον αφορά τις μέγιστες τιμές για τη δεσοξυνιβαλενόλη, τη ζεαραλενόνη και τη φουμονισίνη B1+B2, αποσκοπώντας, παράλληλα, και στην προσθήκη μέγιστης τιμής για τις τοξίνες T-2 και HT-2 στα σιτηρά και στα προϊόντα με βάση τα σιτηρά.

Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη θα κοινοποιούν ετησίως στην Επιτροπή τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξάγουν, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων σχετικά με την εμφάνιση και της σημειούμενης προόδου, όσον αφορά την εφαρμογή προληπτικών μέτρων για την αποφυγή της επιμόλυνσης με δεσοξυνιβαλενόλη, ζεαραλενόνη, τοξίνες T-2 και HT-2 και φουμονισίνη B1+B2

3.

Το παράρτημα Ι τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2006. Δεν εφαρμόζεται για προϊόντα που διατέθηκαν στην αγορά πριν από την 1η Ιουλίου 2006 σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Το βάρος της απόδειξης σχετικά με το χρόνο διάθεσης των προϊόντων στην αγορά φέρουν οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 6 Ιουνίου 2005.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 37 της 13.2.1993, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 77 της 16.3.2001, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) 208/2005 (ΕΕ L 34 της 8.2.2005, σ. 3).

(3)  ΕΕ L 52 της 4.3.1993, σ. 18· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(4)  Η έκθεση είναι διαθέσιμη στο δικτυακό τόπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ΓΔ Υγεία και προστασία των καταναλωτών (http://europa.eu.int/comm/food/fs/scoop/task3210.pdf).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Στο τμήμα 2 «Μυκοτοξίνες» του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 466/2001 προστίθενται τα ακόλουθα σημεία 2.4, 2.5, 2.6 και 2.7:

«Προϊόν (2)

Μέγιστη τιμή ανοχής

(μg/kg)

Μέθοδος δειγματοληψίας

Αναλυτική μέθοδος αναφοράς

2.4.   

ΔΕΣΟΞΥΝΙΒΑΛΕΝΟΛΗ (DON)

2.4.1.

Ανεπεξέργαστα σιτηρά (3) εκτός σκληρού σίτου, βρώμης και αραβόσιτου

1 250

Οδηγία 2005/38/ΕΚ (1)

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

2.4.2.

Ανεπεξέργαστος σκληρός σίτος και ανεπεξέργαστη βρώμη

1 750

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

2.4.3.

Ανεπεξέργαστος αραβόσιτος

 (4)

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

2.4.4.

Άλευρα σιτηρών, μεταξύ των οποίων και άλευρο αραβοσίτου, χονδρόκοκκος αραβόσιτος και χονδραλεσμένος αραβόσιτος (5)

750

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

2.4.5.

Προϊόντα αρτοποιίας, ζαχαροπλαστικής και μπισκοτοποιίας, μικρογεύματα με βάση τα σιτηρά και σιτηρά προγεύματος

500

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

2.4.6.

Ζυμαρικά (ξηρά)

750

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

2.4.7.

Μεταποιημένες τροφές με βάση τα σιτηρά για βρέφη και μικρά παιδιά, καθώς και παιδικές τροφές (6)

200

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ


Προϊόν (7)

Μέγιστη τιμή ανοχής

(μg/kg)

Μέθοδος δειγματοληψίας

Αναλυτική μέθοδος αναφοράς

2.5.   

ΖΕΑΡΑΛΕΝΟΝΗ

2.5.1.

Ανεπεξέργαστα σιτηρά (8) εκτός αραβόσιτου

100

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

2.5.2.

Ανεπεξέργαστος αραβόσιτος

 (9)

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

2.5.3.

Άλευρα σιτηρών εκτός αλεύρου αραβοσίτου

75

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

2.5.4.

Άλευρο αραβοσίτου, χονδραλεσμένος αραβόσιτος, χονδρόκοκκος αραβόσιτος και ραφιναρισμένο αραβοσιτέλαιο (10)

 (9)

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

2.5.5. —

Προϊόντα αρτοποιίας, ζαχαροπλαστικής και μπισκοτοποιίας

50

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

μικρογεύματα με βάση τον αραβόσιτο και σιτηρά προγεύματος με βάση τον αραβόσιτο

 (9)

άλλα μικρογεύματα με βάση τα σιτηρά και άλλα σιτηρά προγεύματος

50

2.5.6. —

Μεταποιημένες τροφές με βάση τον αραβόσιτο για βρέφη και μικρά παιδιά

 (9)

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

άλλες μεταποιημένες τροφές με βάση τα σιτηρά για βρέφη και μικρά παιδιά, καθώς και άλλες παιδικές τροφές (11)

20


Προϊόν

Μέγιστη τιμή ανοχής ΦΒ1 + ΦΒ2

(μg/kg)

Μέθοδος δειγματοληψίας

Αναλυτική μέθοδος αναφοράς

2.6.   

ΦΟΥΜΟΝΙΣΙΝΕΣ (12)

2.6.1.

Ανεπεξέργαστος αραβόσιτος (13)

 (14)

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

2.6.2.

Χονδρόκοκκος αραβόσιτος, χονδραλεσμένος αραβόσιτος και άλευρο αραβοσίτου (15)

 (14)

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

2.6.3.

Τροφές με βάση τον αραβόσιτο που προορίζονται για άμεση κατανάλωση, με εξαίρεση τις αναφερόμενες στα σημεία 2.6.2 και 2.6.4

 (14)

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

2.6.4.

Μεταποιημένες τροφές με βάση τον αραβόσιτο για βρέφη και μικρά παιδιά, καθώς και παιδικές τροφές (16)

 (14)

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ


Προϊόν (18)

Μέγιστη τιμή ανοχής

(μg/kg)

Μέθοδος δειγματοληψίας

Αναλυτική μέθοδος αναφοράς

2.7.   

ΤΟΞΙΝΕΣ T-2 ΚΑΙ HT-2 (17)

2.7.1.

Ανεπεξέργαστα σιτηρά (19) και προϊόντα με βάση τα σιτηρά

 (20)

Οδηγία 2005/38/ΕΚ

Οδηγία 2005/38/ΕΚ


(1)  Βλέπε σελίδα 18 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(2)  Για τους σκοπούς της εφαρμογής των μέγιστων τιμών ανοχής για τη δεσοξυνιβαλενόλη, τη ζεαραλενόνη, τις φουμονισίνες B1 και B2 και τις τοξίνες T-2 και HT-2 που ορίζονται στα σημεία 2.4, 2.5, 2.6 και 2.7 και μόνον, το ρύζι δεν περιλαμβάνεται στα “σιτηρά” και τα προϊόντα με βάση το ρύζι δεν περιλαμβάνονται στα “προϊόντα με βάση τα σιτηρά”.

(3)  Οι μέγιστες τιμές ανοχής που ορίζονται για τα “ανεπεξέργαστα σιτηρά” εφαρμόζονται στα σιτηρά που διατίθενται στην αγορά για πρώτη μεταποίηση. Ωστόσο, οι μέγιστες τιμές ανοχής ισχύουν για τα σιτηρά που συγκομίζονται και αναλαμβάνονται, από την περίοδο εμπορίας 2005/06 και εξής, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 824/2000 της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 2000, περί των διαδικασιών ανάληψης σιτηρών από τους οργανισμούς παρέμβασης, καθώς και των αναλυτικών μεθόδων για τον καθορισμό της ποιότητας (ΕΕ L 100 της 20.4.2000, σ. 31), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 777/2004 (ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 50).

Με τον όρο “πρώτη μεταποίηση” νοείται κάθε φυσική ή θερμική επεξεργασία, εκτός της ξήρανσης, ολόκληρου του κόκκου ή της επιφάνειας του κόκκου.

Οι διεργασίες καθαρισμού, διαλογής και ξήρανσης δε θεωρείται ότι αποτελούν “πρώτη μεταποίηση”, εφόσον δεν ασκείται καμία φυσική δράση στον ίδιο τον πυρήνα του κόκκου και ολόκληρος ο κόκκος παραμένει ανέπαφος μετά τον καθαρισμό και τη διαλογή.

(4)  Εάν δεν οριστεί συγκεκριμένη τιμή έως την 1η Ιουλίου 2007, από την ημερομηνία αυτή και εξής θα εφαρμόζεται η τιμή των 1 750 μg/kg για τον αραβόσιτο που αναφέρεται στο σημείο αυτό.

(5)  Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει επίσης παρόμοια προϊόντα που φέρουν διαφορετική ονομασία, όπως είναι το σιμιγδάλι.

(6)  Μεταποιημένες τροφές με βάση τα σιτηρά (δημητριακά) για βρέφη και μικρά παιδιά, καθώς και παιδικές τροφές σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 1 της οδηγίας 96/5/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα δημητριακά και τις παιδικές τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά (ΕΕ L 49 της 28.2.1996, σ. 17), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/13/ΕΚ (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 33).

Η μέγιστη τιμή ανοχής για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα σιτηρά για βρέφη και μικρά παιδιά, καθώς και για τις παιδικές τροφές, αναφέρεται στο ξηρό περιεχόμενο.

(7)  Για τους σκοπούς της εφαρμογής των μέγιστων τιμών ανοχής για τη δεσοξυνιβαλενόλη, τη ζεαραλενόνη, τις φουμονισίνες B1 και B2 και τις τοξίνες T-2 και HT-2 που ορίζονται στα σημεία 2.4, 2.5, 2.6 και 2.7 και μόνον, το ρύζι δεν περιλαμβάνεται στα “σιτηρά” και τα προϊόντα με βάση το ρύζι δεν περιλαμβάνονται στα “προϊόντα με βάση τα σιτηρά”.

(8)  Οι μέγιστες τιμές ανοχής που ορίζονται για τα “ανεπεξέργαστα σιτηρά” εφαρμόζονται στα σιτηρά που διατίθενται στην αγορά για πρώτη μεταποίηση. Ωστόσο, οι μέγιστες τιμές ανοχής ισχύουν για τα σιτηρά που συγκομίζονται και αναλαμβάνονται, από την περίοδο εμπορίας 2005/06 και εξής, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 824/2000 της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 2000, περί των διαδικασιών ανάληψης σιτηρών από τους οργανισμούς παρέμβασης, καθώς και των αναλυτικών μεθόδων για τον καθορισμό της ποιότητας (ΕΕ L 100 της 20.4.2000, σ. 31), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 777/2004 (ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 50).

Με τον όρο “πρώτη μεταποίηση” νοείται κάθε φυσική ή θερμική επεξεργασία, εκτός της ξήρανσης, ολόκληρου του κόκκου ή της επιφάνειας του κόκκου.

Οι διεργασίες καθαρισμού, διαλογής και ξήρανσης δε θεωρείται ότι αποτελούν “πρώτη μεταποίηση”, εφόσον δεν ασκείται καμία φυσική δράση στον ίδιο τον πυρήνα του κόκκου και ολόκληρος ο κόκκος παραμένει ανέπαφος μετά τον καθαρισμό και τη διαλογή.

(9)  Εάν δεν οριστεί συγκεκριμένη τιμή έως την 1η Ιουλίου 2007, από την ημερομηνία αυτή και εξής θα εφαρμόζεται η τιμή των:

200 μg/kg για τον ανεπεξέργαστο αραβόσιτο,

200 μg/kg για το άλευρο αραβοσίτου, το χονδραλεσμένο αραβόσιτο, το χονδρόκοκκο αραβόσιτο και το ραφιναρισμένο αραβοσιτέλαιο,

50 μg/kg για τα μικρογεύματα με βάση τον αραβόσιτο και τα σιτηρά προγεύματος με βάση τον αραβόσιτο,

20 μg/kg για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τον αραβόσιτο για βρέφη και μικρά παιδιά.

(10)  Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει επίσης παρόμοια προϊόντα που φέρουν διαφορετική ονομασία, όπως είναι το σιμιγδάλι.

(11)  Μεταποιημένες τροφές με βάση τα σιτηρά (δημητριακά) για βρέφη και μικρά παιδιά, καθώς και παιδικές τροφές σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 1 της οδηγίας 96/5/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα δημητριακά και τις παιδικές τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά (ΕΕ L 49 της 28.2.1996, σ. 17), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/13/ΕΚ (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 33).

Η μέγιστη τιμή ανοχής για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα σιτηρά για βρέφη και μικρά παιδιά, καθώς και για τις παιδικές τροφές, αναφέρεται στο ξηρό περιεχόμενο.

(12)  Η μέγιστη τιμή ανοχής εφαρμόζεται στο άθροισμα της φουμονισίνης B1 (ΦΒ1) και της φουμονισίνης Β2 (ΦΒ2).

(13)  Η μέγιστη τιμή ανοχής που ορίζεται για τον “ανεπεξέργαστο αραβόσιτο” εφαρμόζεται στον αραβόσιτο που διατίθεται στην αγορά για πρώτη μεταποίηση. Ωστόσο, οι μέγιστες τιμές ανοχής ισχύουν για τα σιτηρά που συγκομίζονται και αναλαμβάνονται, από την περίοδο εμπορίας 2006/07 και εξής, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 824/2000 της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 2000, περί των διαδικασιών ανάληψης σιτηρών από τους οργανισμούς παρέμβασης, καθώς και των αναλυτικών μεθόδων για τον καθορισμό της ποιότητας (ΕΕ L 100 της 20.4.2000, σ. 31), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 777/2004 (ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 50).

Με τον όρο “πρώτη μεταποίηση” νοείται κάθε φυσική ή θερμική επεξεργασία, εκτός της ξήρανσης, ολόκληρου του κόκκου ή της επιφάνειας του κόκκου.

Οι διεργασίες καθαρισμού, διαλογής και ξήρανσης δε θεωρείται ότι αποτελούν “πρώτη μεταποίηση”, εφόσον δεν ασκείται καμία φυσική δράση στον ίδιο τον πυρήνα του κόκκου και ολόκληρος ο κόκκος παραμένει ανέπαφος μετά τον καθαρισμό και τη διαλογή.

(14)  Εάν δεν οριστεί συγκεκριμένη τιμή έως την 1η Οκτωβρίου 2007, από την ημερομηνία αυτή και εξής θα εφαρμόζεται η τιμή των:

2 000 μg/kg για τον ανεπεξέργαστο αραβόσιτο,

1 000 μg/kg για το άλευρο αραβοσίτου, το χονδραλεσμένο αραβόσιτο, το χονδρόκοκκο αραβόσιτο και το σιμιγδάλι αραβοσίτου,

400 μg/kg για τις τροφές με βάση τον αραβόσιτο που προορίζονται για άμεση κατανάλωση,

200 μg/kg για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τον αραβόσιτο για βρέφη και μικρά παιδιά, καθώς και για τις παιδικές τροφές.

(15)  Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει επίσης παρόμοια προϊόντα που φέρουν διαφορετική ονομασία, όπως είναι το σιμιγδάλι.

(16)  Μεταποιημένες τροφές με βάση τα σιτηρά (δημητριακά) για βρέφη και μικρά παιδιά, καθώς και παιδικές τροφές σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 1 της οδηγίας 96/5/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα δημητριακά και τις παιδικές τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά (ΕΕ L 49 της 28.2.1996, σ. 17), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/13/ΕΚ (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 33).

Η μέγιστη τιμή ανοχής για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα σιτηρά καθώς και για τις παιδικές τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά αναφέρεται στο ξηρό περιεχόμενο.

(17)  Η μέγιστη τιμή ανοχής αναφέρεται στο άθροισμα των τοξινών T-2 και HT-2.

(18)  Για τους σκοπούς της εφαρμογής των μέγιστων τιμών ανοχής για τη δεσοξυνιβαλενόλη, τη ζεαραλενόνη, τις φουμονισίνες B1 και B2, και τις τοξίνες T-2 και HT-2 που ορίζονται στα σημεία 2.4, 2.5, 2.6 και 2.7 και μόνον, το ρύζι δεν περιλαμβάνεται στα “σιτηρά” και τα προϊόντα με βάση το ρύζι δεν περιλαμβάνονται στα “προϊόντα με βάση τα σιτηρά”.

(19)  Οι μέγιστες τιμές ανοχής που ορίζονται για τα “ανεπεξέργαστα σιτηρά” εφαρμόζονται στα σιτηρά που διατίθενται στην αγορά για πρώτη μεταποίηση.

Με τον όρο “πρώτη μεταποίηση” νοείται κάθε φυσική ή θερμική επεξεργασία, εκτός της ξήρανσης, ολόκληρου του κόκκου ή της επιφάνειας του κόκκου. Οι διεργασίες καθαρισμού, διαλογής και ξήρανσης δε θεωρείται ότι αποτελούν “πρώτη μεταποίηση”, εφόσον δεν ασκείται καμία φυσική δράση στον ίδιο τον πυρήνα του κόκκου και ολόκληρος ο κόκκος παραμένει ανέπαφος μετά τον καθαρισμό και τη διαλογή.

(20)  Εάν κριθεί αναγκαίο, η μέγιστη τιμή ανοχής θα καθοριστεί πριν από την 1η Ιουλίου 2007.

Τα δεδομένα για την παρουσία των τοξινών T-2 και HT-2 είναι προς το παρόν περιορισμένα. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις για τη λήψη δείχνουν σαφώς ότι η παρουσία T-2 και HT-2 μπορεί να εγείρει ανησυχίες για τη δημόσια υγεία. Επομένως, αποτελεί ανάγκη και άμεση προτεραιότητα η ανάπτυξη ευαίσθητης μεθόδου, η συλλογή περισσότερων δεδομένων σχετικά με την εμφάνιση και η ένταση των προσπαθειών στον τομέα της διερεύνησης/έρευνας σχετικά με τους παράγοντες που συντελούν στην παρουσία T-2 και HT-2 στα σιτηρά και στα προϊόντα με βάση τα σιτηρά, ιδίως δε στη βρώμη και στα προϊόντα με βάση τη βρώμη.»