32004R0658

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 658/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, για την επιβολή οριστικών μέτρων διασφάλισης στις εισαγωγές ορισμένων παρασκευασμένων και διατηρημένων εσπεριδοειδών (ήτοι μανταρινιών κ.λπ.)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 104 της 08/04/2004 σ. 0067 - 0094


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 658/2004 της Επιτροπής

της 7ης Απριλίου 2004

για την επιβολή οριστικών μέτρων διασφάλισης στις εισαγωγές ορισμένων παρασκευασμένων και διατηρημένων εσπεριδοειδών (ήτοι μανταρινιών κ.λπ.)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3285/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, για το κοινό καθεστώς εισαγωγών και την κατάργηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 518/94(1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2474/2000(2), και ιδίως τα άρθρα 7 και 16,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 519/94 του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 1994, για το κοινό καθεστώς εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες και την κατάργηση των κανονισμών (EΟΚ) αριθ. 1765/82, (EΟΚ) αριθ. 1766/82 και (EΟΚ) αριθ. 3420/83(3), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 427/2003(4), και ιδίως τα άρθρα 6 και 15,

Κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή που συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3285/94 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 519/94 αντίστοιχα,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1) Στις 20 Ιουνίου 2003, η ισπανική κυβέρνηση ενημέρωσε την Επιτροπή ότι οι τάσεις των εισαγωγών παρασκευασμένων και διατηρημένων εσπεριδοειδών (δηλαδή μανταρινιών κ.λπ.) φαίνονται να υπαγορεύουν τη λήψη μέτρων διασφάλισης, βάσει των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 3285/94 και (ΕΚ) αριθ. 519/94, υπέβαλε πληροφορίες που περιέχουν τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία όπως καθορίζονται βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3285/94 και του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 519/94, και ζήτησε από την Επιτροπή να λάβει μέτρα διασφάλισης βάσει των εν λόγω εγγράφων.

(2) Η Ισπανία ισχυρίστηκε ότι σημειώθηκαν σημαντικές και ταχείες αυξήσεις των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος, τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και σχετικές με την κοινοτική παραγωγή και κατανάλωση. Επιπλέον, η Ισπανία ισχυρίστηκε ότι η αύξηση του όγκου των εισαγωγών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα είχε αρνητική επίπτωση στο επίπεδο τιμών στην Κοινότητα, καθώς και στο μερίδιο αγοράς, καθώς και στις ποσότητες που πωλήθηκαν από τους κοινοτικούς παραγωγούς, πράγμα που τους προκάλεσε σημαντική ζημία. Η Ισπανία ζήτησε επίσης επειγόντως τη θέσπιση κοινοτικών μέτρων διασφάλισης.

(3) Η Επιτροπή ενημέρωσε όλα τα κράτη μέλη για την κατάσταση και ζήτησε τη γνώμη τους όσον αφορά τους όρους και τις συνθήκες εισαγωγής, τις τάσεις των εισαγωγών, τη σοβαρή ζημία ή την απειλή σοβαρής ζημίας, καθώς και τις διάφορες πτυχές της οικονομικής και εμπορικής κατάστασης σχετικά με τα εν λόγω κοινοτικά προϊόντα.

(4) Στις 11 Ιουλίου 2003, η Επιτροπή κίνησε έρευνα σχετικά με τη σοβαρή ζημία ή την απειλή ζημίας για τους κοινοτικούς παραγωγούς προϊόντων ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών με το εισαγόμενο προϊόν.

(5) Ύστερα από προκαταρκτική έρευνα, η Επιτροπή επέβαλε προσωρινά μέτρα διασφάλισης κατά των εισαγωγών ορισμένων παρασκευασμένων και διατηρημένων εσπεριδοειδών (ήτοι μανταρινιών κ.λπ.) στο πλαίσιο του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1964/2003 της Επιτροπής, της 7ης Noεμβρίου 2003(5).

(6) Η Επιτροπή συνέχισε με πλήρη έρευνα σχετικά με το προϊόν και ενημέρωσε επίσημα σχετικά με την έρευνα τους παραγωγούς-εξαγωγείς και τους εισαγωγείς, καθώς και στις αντιπροσωπευτικές ενώσεις τους που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, τους αντιπροσώπους των χωρών εξαγωγής και τους κοινοτικούς παραγωγούς.

(7) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς, κοινοτικοί παραγωγοί και εισαγωγείς υπέβαλαν σχόλια γραπτά. Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που ζήτησαν ακρόαση εντός καθορισμένης προθεσμίας, και που ανέφεραν ότι ήταν πιθανόν να θιγούν από το αποτέλεσμα της διαδικασίας και ότι είχαν ιδιαίτερους λόγους να ζητήσουν ακρόαση, έγιναν πράγματι δεκτά σε ακρόαση. Οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν προφορικώς και γραπτώς από τα ενδιαφερόμενα μέρη εξετάστηκαν και ελήφθησαν υπόψη στα οριστικά συμπεράσματα. Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τον οριστικό προσδιορισμό.

2. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

2.1. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ Η ΑΜΕΣΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟ ΠΡΟΪΟΝ

2.1.1. Υπό εξέταση προϊόν

(8) Το προϊόν για το οποίο ενημερώθηκε η Επιτροπή ότι οι τάσεις των εισαγωγών φαίνεται να απαιτούν τη λήψη μέτρων διασφάλισης, είναι ορισμένα παρασκευασμένα ή διατηρημένα μανταρίνια (καθώς και tangerines και satsumas), κλημεντίνες, wilkings και άλλα παρόμοια υβρίδια εσπεριδοειδών, χωρίς προσθήκη αλκοόλης, με προσθήκη ζάχαρης ("το υπό εξέταση προϊόν").

(9) Το υπό εξέταση προϊόν υπάγεται επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ 2008 30 55 και 2008 30 75. Αυτοί οι κωδικοί ΣΟ αντιστοιχούν στο υπό εξέταση προϊόν σε άμεση συσκευασία καθαρού περιεχομένου που υπερβαίνει το 1 kg, και καθαρού περιεχομένου που δεν υπερβαίνει το 1 kg, αντίστοιχα.

(10) Η έρευνα έδειξε ότι το υπό εξέταση προϊόν προέρχεται από την αφαίρεση του φλοιού και τον τεμαχισμό σε φέτες ορισμένων ποικιλιών μικρών εσπεριδοειδών (κυρίως satsumas) τα οποία εν συνεχεία συσκευάζονται σε σιρόπι ζάχαρης (14 έως 16 %). Η αφαίρεση του φλοιού και ο τεμαχισμός μπορούν να γίνουν είτε διά χειρός ή με μηχανή.

(11) Το υπό εξέταση προϊόν παράγεται σε διαφορετικά βάρη για να καλύπτεται η ζήτηση για την αγορά καταναλωτών και για τις βιομηχανίες τροφοδοσίας και τροφίμων. Το μεγαλύτερο μέρος της καταναλωτικής αγοράς καλύπτεται από το μέγεθος 312 g καθαρού βάρους (στραγγισμένα 175 g), παρόλο που αυξάνεται το μερίδιο των πωλήσεων που καλύπτονται από το μέγεθος 850 g/(480 g). Τα μεγαλύτερα μεγέθη συσκευασίας, ειδικότερα εκείνα των 2,65 kg/(1500 g) και 3,1 kg/(1700 g), χρησιμοποιούνται στις βιομηχανίες τροφοδοσίας και τροφίμων, και το δημοφιλέστερο μέγεθος είναι 2,65 kg.

(12) Τα satsumas, οι κλημεντίνες και άλλα μικρά εσπεριδοειδή είναι κοινώς γνωστά με τη συλλογική ονομασία "μανταρίνια". Πολλές από αυτές τις διαφορετικές ποικιλίες φρούτων είναι κατάλληλες να καταναλωθούν ως νωπά προϊόντα ή για την παραγωγή χυμού ή για κονσερβοποίηση. Είναι παρόμοια, και όντως τα νωπά μανταρίνια (καθώς και τα tangerines και satsumas), και οι κλημεντίνες (clementines), wilkings και άλλα παρόμοια υβρίδια εσπεριδοειδών υπάγονται όλα σε ενιαίο εξαψήφιο κωδικό ΣΟ ( 0805 20 ).

(13) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι όχι μόνον τα κονσερβοποιημένα μανταρίνια, αλλά και όλα τα κονσερβοποιημένα φρούτα, πρέπει να θεωρούνται ως ενιαίο εισαγόμενο υπό εξέταση προϊόν.

(14) Η Επιτροπή απέρριψε αυτό το επιχείρημα και επιβεβαίωσε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ συσκευασμένων μανταρινιών και άλλων τύπων συσκευασμένων φρούτων. Τα νωπά φρούτα από τα οποία παρασκευάζονται άλλοι τύποι συσκευασμένων φρούτων έχουν διαφορετικούς, εξαψήφιους, κωδικούς στη συνδυασμένη ονοματολογία. Παρόλο που αληθεύει ότι τα συσκευασμένα μανταρίνια και άλλα συσκευασμένα φρούτα υπόκεινται στον κωδικό ΕΣ 2008, το ίδιο ισχύει με άλλα προϊόντα που είναι διαφορετικά. Ως εκ τούτου, η κατάταξη στον κωδικό 2008 του ΕΣ δεν θεωρείται, αυτή καθεαυτή, σημαντική. Παρόλο που διάφοροι τύποι συσκευασμένων φρούτων (είτε μιας ποικιλίας είτε πολλών ποικιλιών) έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά (π.χ. μακροχρόνια συντήρηση, διατήρηση σε σιρόπι ζάχαρης ή σε χυμό φρούτων), η γεύση, η υφή, το μέγεθος, το σχήμα και το χρώμα των προϊόντων είναι διαφορετικά και δεν μπορούν να υποκατασταθούν άμεσα από τα συσκευασμένα μανταρίνια. Παρόλο που είναι τρόφιμα, οι κύριες τελικές τους χρήσεις είναι διαφορετικές. Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι η διαδικασία παραγωγής σε σχέση με κάθε προϊόν είναι διαφορετική (ανάλογα με το αν το φρούτο πρέπει να αποξηρανθεί, να αποφλοιωθεί, να κοπεί, να τεμαχιστεί σε φέτες ή να κατακερματιστεί).

(15) Άλλο επιχείρημα που υποβλήθηκε ήταν ότι τα παρασκευασμένα ή διατηρημένα φρούτα και τα νωπά φρούτα αποτελούν ένα ενιαίο εισαγόμενο υπό εξέταση προϊόν. Το εν λόγω επιχείρημα απορρίφθηκε επίσης. Τα παρασκευασμένα και διατηρημένα φρούτα υπάγονται σε διαφορετική, τετραψήφια, δασμολογική κατάταξη από τα νωπά φρούτα. Τα νωπά φρούτα δεν έχουν υποστεί μεταποίηση και έχουν περιορισμένο χρόνο ζωής. Ο τελικός χρήστης προβαίνει γενικά στο πλύσιμο, στην αφαίρεση του φλοιού, των κουκουτσιών, στον τεμαχισμό σε φέτες, στην κοπή ή γενικά στη μεταποίηση του προϊόντος. Θεωρείται γενικά ότι έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά όπως γεύση, υφή κ.λπ., από τα παρασκευασμένα και διατηρημένα φρούτα καθώς και διαφορετικές τελικές χρήσεις.

(16) Παρά το γεγονός ότι το υπό εξέταση προϊόν μπορεί να παρασκευαστεί από συγκεκριμένους τύπους μικρών εσπεριδοειδών, ότι παρουσιάζεται σε διαφορετικές ποιότητες και ότι συσκευάζεται σε άμεσες συσκευασίες διαφόρων μεγεθών, η έρευνα της Επιτροπής δείχνει ότι έχουν όλα τα προϊόντα πανομοιότυπα ή παρόμοια φυσικά χαρακτηριστικά, χρήσεις και εφαρμογές. Ως εκ τούτου, το συμπέρασμα της Επιτροπής είναι ότι το υπό εξέταση προϊόν αποτελεί ένα ενιαίο εισαγόμενο προϊόν που υπάγεται στους αντίστοιχους κωδικούς ΣΟ που απαριθμούνται ανωτέρω.

2.1.2. Ομοειδή ή άμεσα ανταγωνιστικά προϊόντα

(17) Η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσο το προϊόν που παρήγαγαν οι κοινοτικοί παραγωγοί (εφεξής "το ομοειδές προϊόν") είναι ομοειδές προς το υπό εξέταση εισαγόμενο προϊόν.

(18) Το υπό εξέταση προϊόν παράγεται σε διαφορετικές ποιότητες, συνήθως με περίπου 10 % ή λιγότερα τεμάχια από φέτες φρούτων (ποιότητα που αναφέρεται ως "fancy" ). Όλες οι άλλες ποιότητες αναφέρονται ως "τυποποιημένες". Ορισμένοι εξαγωγείς και εισαγωγείς που συνεργάστηκαν ισχυρίστηκαν ότι τα μανταρίνια σε κονσέρβες καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ("ΛΔΚ") ήταν καλύτερης ποιότητας από τα μανταρίνια καταγωγής ΕΕ επειδή ο φλοιός είχε αφαιρεθεί δια χειρός, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ συνήθως περιείχαν μικρότερο ποσοστό τεμαχίων από φέτες. Εντούτοις, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα των εισαγωγών είναι καταγωγής ΛΔΚ, υπάρχουν αντικρουόμενα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ποιότητα/εκλαμβανόμενη ποιότητα του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος και το εν λόγω ποιοτικό επιχείρημα δεν τεκμηριώθηκε:

- Ένας εισαγωγέας πωλούσε μάρκες κονσερβών υψηλής ποιότητας αλλά και χαμηλής ποιότητας του υπό εξέταση προϊόντος. Από τον έλεγχο προέκυψε ότι το 2002 πώλησε ελαφρώς μεγαλύτερες ποσότητες του προϊόντος υψηλής ποιότητας από την Ισπανία απ' ό,τι από τη ΛΔΚ και εισήγαγε όλα τα προϊόντα χαμηλής ποιότητας από τη ΛΔΚ.

- Για να εξασφαλίσουν την ποιότητα των προϊόντων τους και τα ανώτατα πρότυπα υγιεινής, οι κοινοτικοί παραγωγοί έκαναν μεγάλες επενδύσεις σε εκτενή προγράμματα εκσυγχρονισμού και οι διαδικασίες που εφαρμόζουν είναι εντελώς αυτοματοποιημένες. Οι κοινοτικοί παραγωγοί τόνισαν ότι, επειδή υπάρχουν ανησυχίες για την αυστηρότητα με την οποία γίνονται οι έλεγχοι υγιεινής στα εισαγόμενα προϊόντα κατά τη διαδικασία κονσερβοποίησης, οι καταναλωτές σε ορισμένες χώρες προτιμούν τα μανταρίνια σε κονσέρβες που παράγουν οι κοινοτικοί παραγωγοί.

(19) Υπό αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή συμπεραίνει σχετικά με αυτό το θέμα ότι δεν υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ της πραγματικής ή εκλαμβανόμενης ποιότητας του υπό εξέταση προϊόντος και του προϊόντος που παράγεται από τους κοινοτικούς παραγωγούς, παρόλο που υπάρχουν ορισμένες ελαφριές διαφορές μεταξύ της πραγματικής και της εκλαμβανόμενης ποιότητας.

(20) Για να συναγάγει το συμπέρασμά της, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τα ακόλουθα πορίσματα της έρευνας:

α) το εισαγόμενο προϊόν και το κοινοτικό προϊόν κατατάσσονται στις ίδιες κλάσεις διεθνώς για δασμολογικούς σκοπούς σε επίπεδο κωδικού ΕΣ (έξι ψηφία). Επιπλέον, έχουν τις ίδιες ή παρόμοιες φυσικές ιδιότητες όπως γεύση, μέγεθος, σχήμα και υφή. Υπήρχαν ορισμένες διαφορές από πλευράς ποιότητας, αλλά αυτές οι διαφορές δεν λαμβάνονται γενικά υπόψη από τους καταναλωτές. Επιπλέον, η έλλειψη καταγωγής στην ετικέτα ορισμένων εισαγόμενων προϊόντων που πωλούνται στην ευρωπαϊκή αγορά καθιστά δυσχερή για τους καταναλωτές τη διάκριση μεταξύ του προϊόντος της ΕΕ και του εισαγόμενου προϊόντος·

β) το εισαγόμενο προϊόν και το κοινοτικό προϊόν πωλήθηκαν μέσω των ιδίων ή παρόμοιων δικτύων πώλησης και οι πληροφορίες για τις τιμές ήταν άμεσα διαθέσιμες στους αγοραστές, και το υπό εξέταση προϊόν και το προϊόν των κοινοτικών παραγωγών είναι ανταγωνιστικά κυρίως ως προς την τιμή·

γ) το εισαγόμενο προϊόν και το κοινοτικό προϊόν είναι αμφότερα σε θέση να εξυπηρετήσουν τις ίδιες ή παρόμοιες τελικές χρήσεις και, επομένως, αποτελούν στις περισσότερες περιπτώσεις προϊόντα εναλλακτικά ή υποκατάστασης και είναι εύκολα εναλλάξιμα·

δ) το εισαγόμενο προϊόν και το κοινοτικό προϊόν εκλαμβάνονται από τους καταναλωτές ως εναλλακτικά για να ικανοποιηθεί μία συγκεκριμένη απαίτηση ή ζήτηση, και προς το σκοπό αυτό οι διαφορές που έχουν εντοπιστεί από ορισμένους εξαγωγείς και εισαγωγείς ήταν απλώς μικρές παραλλαγές.

(21) Με βάση τα παραπάνω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παρά τις προβαλλόμενες τεχνικές διαφορές στα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες του προϊόντος, που προσδιορίστηκαν στις εν παραπάνω παρατηρήσεις, το εισαγόμενο προϊόν και το κοινοτικό προϊόν είναι "ομοειδή".

2.2. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

(22) Η συνολική κοινοτική παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος ήταν περίπου 40000 τόνοι κατά την περίοδο κονσερβοποίησης 2002/03. Όλη η παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα πραγματοποιήθηκε στην Ισπανία.

(23) Οι οκτώ παραγωγοί (κονσερβοποιοί) στην Κοινότητα που συνεργάστηκαν πλήρως στην έρευνα είναι όλοι μέλη ενώσεων που υπάγονται στην εθνική ομοσπονδία ενώσεων μεταποιημένων οπωροκηπευτικών της Ισπανίας (FNACV). Κατά την περίοδο 2002/03, η συνολική κοινοτική παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος ήταν 39600 τόνοι, εκ των οποίων οι 34150 τόνοι προέρχονται από τους προαναφερόμενους παραγωγούς, δηλαδή πάνω από το 85 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής. Αντιπροσωπεύουν, συνεπώς, μεγάλο μέρος της συνολικής κοινοτικής παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος 3 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3285/94 και του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 519/94. Κατά συνέπεια, θεωρούνται ως οι κοινοτικοί παραγωγοί για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας.

3. ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ

3.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(24) Η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσο το υπό εξέταση προϊόν εισάγεται πράγματι στην Κοινότητα σε τόσο πολύ αυξημένες ποσότητες, σε απόλυτες τιμές ή σε σχέση με την κοινοτική παραγωγή ή/και υπό τέτοιους όρους ή συνθήκες ώστε να προκαλείται, ή να υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί, σοβαρή ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Στο σημείο αυτό, η Επιτροπή συγκέντρωσε την προσοχή της όσον αφορά τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στην πιο πρόσφατη περίοδο για την οποία υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει την ανάπτυξη των εισαγωγών για τα έτη 1998/99 έως 2002/03.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

3.2. ΟΓΚΟΣ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ

(25) Στο διάστημα 1998/99 και 1999/2000, οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά περίπου 7 %. Κατά το επόμενο έτος, το ποσοστό αύξησης ανήλθε σε περίπου 16 % και οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε 20335 τόνους το 2000/01. Εν συνεχεία σημειώθηκε απότομη αύξηση των εισαγωγών μεταξύ του 2000/01 και του 2001/02. Οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 120 % μέσα σε ένα μόνον χρόνο σε 44804 τόνους, πάνω από 2,5 φορές από τα επίπεδα των εισαγωγών το 1998/99. Οι εισαγωγές παρέμειναν περίπου στο επίπεδο αυτό κατά την περίοδο κονσερβοποίησης 2002/03.

Οι τάσεις αυτές επιβεβαιώνονται από τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία. Πρόσφατες πληροφορίες αναφέρουν ότι οι εισαγωγές στην ΕΕ κατά το 2003 (τελευταία περίοδος για την οποία υπάρχουν στοιχεία) ανήλθαν περίπου σε 54000 τόνους, και έφθασαν στο ανώτατο όριο των 17.000 τόνων κατά το τελευταίο τρίμηνο, παρά το γεγονός ότι καθιερώθηκαν προσωρινά διασφαλιστικά μέτρα στις 9 Νοεμβρίου 2003.

(26) Όσον αφορά τη συνολική κοινοτική παραγωγή, οι εισαγωγές αυξήθηκαν από 20 % το 1998/99 σε 34 % το 2000/01, σε 74 % το 2001/02 και σε 113 % το 2002/03. Οι τάσεις αυτές επιβεβαιώνονται από τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία.

3.3. ΜΕΡΙΔΙΟ ΑΓΟΡΑΣ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(27) Το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών αυξήθηκε στο διάστημα μεταξύ 1998/99 και 2000/01 από 20 σε 31 %, και το 2001/02 έφθασε σε 56 %, δηλαδή σχεδόν διπλασιάστηκε. Το μερίδιο αγοράς που κατείχαν οι εισαγωγές αυξήθηκε περαιτέρω σε 62 % της κατανάλωσης το 2002/03. Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι οι αυξήσεις κατά το πρόσφατο παρελθόν μπορούν να θεωρηθούν ξαφνικές, απότομες και σημαντικές σε σύγκριση με τις εξελίξεις κατά τις προηγούμενες εποχές κονσερβοποίησης.

4. ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Πηγή:

Eurostat.

(28) Η μέση τιμή (cif, στα σύνορα της ΕΕ) του εισαγόμενου προϊόντος αυξήθηκε κατά 6 % στο διάστημα μεταξύ 1998/99 και 1999/2000, και στη συνέχεια αυξήθηκε περαιτέρω κατά 18 % στο διάστημα μεταξύ 1999/2000 και 2000/01, και κατόπιν μειώθηκε κατά 13 % το 2001/02 σε 691 ευρώ ανά τόνο. Οι μέσες τιμές συνέχισαν να μειώνονται το 2002/03 και έφθασαν σε 605 ευρώ. Η Επιτροπή σημειώνει ότι, παρόλο που οι τιμές αυξήθηκαν το 2000/01, η κύρια αύξηση των εισαγωγών σημειώθηκε το 2001/02 στο πλαίσιο της μείωσης των τιμών και οι τιμές συνέχισαν να μειώνονται το 2002/03 (κατά 12 %).

(29) Η καθοδική τάση των τιμών επιβεβαιώνεται από τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία. Οι ενημερωμένες πληροφορίες που παρέσχον οι εισαγωγείς για την εξέλιξη των εισαγωγών, τις τιμές μεταπώλησης και τους ποσότητες τους περιόδου από τον Απρίλιο του 2003 ως το Δεκέμβριο του 2003 δείχνουν ότι οι τιμές μειώθηκαν περαιτέρω περισσότερο κατά 13,5 % κατά την εν λόγω περίοδο. Δεδομένου ότι τα κονσερβοποιημένα μανταρίνια τιμολογούνται συνήθως σε δολάρια ΗΠΑ, η πτώση του δολαρίου ΗΠΑ σε σχέση με το ευρώ συνέβαλε στην περαιτέρω μείωση. Η τιμή συναλλάγματος ανήλθε σε 1,15 δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (USD) ανά ευρώ κατά την περίοδο από τον Απρίλιο 2003 ως τον Δεκέμβριο 2003 έναντι 1,08 USD ανά ευρώ κατά την περίοδο 2002/03, ήτοι μειώθηκε κατά 6,6 %. Δεδομένου ότι η συνολική μείωση τους τιμής ανήλθε σε 13,5 %, φαίνεται ότι η εν λόγω μείωση δεν οφείλεται εξ ολοκλήρου σε συναλλαγματικές διακυμάνσεις, αλλά και σε μείωση τους πραγματικής τιμής κατά τους μήνες που προηγούνται και τους μήνες που ακολουθούν άμεσα την επιβολή προσωρινών μέτρων.

(30) Για την εκτίμηση των πιθανών μελλοντικών τάσεων των τιμών, η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι ο σημαντικότερος στην αγορά παράγοντας λιανικού εμπορίου satsumas στη Γερμανία μείωσε την τιμή για τυποποιημένη κονσέρβα 314 ml από 0,35 σε 0,29 ευρώ στις 5 Ιανουαρίου 2004 (ήτοι μετά την επιβολή προσωρινών μέτρων).

5. ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

(31) Κατά τα τελευταία πέντε έτη, σημειώθηκε μια σειρά γεγονότων που οδήγησαν σε απότομη αύξηση των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος, ειδικότερα από τη ΛΔΚ. Αυτή η σειρά γεγονότων δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά την ολοκλήρωση του Γύρου της Ουρουγουάης. Πρέπει να αναφερθεί ότι η ανάλυση επικεντρώνεται αποκλειστικά στη ΛΔΚ, επειδή πάνω από το 98 % των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην ΕΕ είναι καταγωγής ΛΔΚ.

(32) Έως τα μέσα στις δεκαετίας του '90, η ικανότητα στις ΛΔΚ να παράγει το υπό εξέταση προϊόν ήταν αρκετά υψηλή για να καλύπτει την εγχώρια ζήτηση και τις ανάγκες των εξαγωγών στις κυριότερες και πιο αποδοτικές εξαγωγικές αγορές, δηλαδή στην Ιαπωνία και στις ΗΠΑ (Δυτική Ακτή). Οι κινεζικές εξαγωγές στην Κοινότητα ήταν σε χαμηλά επίπεδα και παρέμειναν σχετικά σταθερές.

(33) Ο κατωτέρω πίνακας δείχνει άλλες εκτιμήσεις για την παγκόσμια κατανάλωση και για την παραγωγική ικανότητα άλλες ΛΔΚ, την παραγωγή, άλλες εξαγωγές και την εγχώρια κατανάλωση για άλλες περιόδους κονσερβοποίησης 1998/99 έως 2002/03 υπό μορφή δείκτη, σύμφωνα με τον οποίο η υπολογιζόμενη παγκόσμια κατανάλωση το 1998/99 ισούται με 100.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Πηγή:

Eurostat και άλλες διαθέσιμες πληροφορίες καθώς και πληροφορίες που υποβλήθηκαν κατά την έρευνα. Τα στοιχεία εμφανίζονται υπό μορφή δείκτη διότι το ενδιαφερόμενο μέρος που παρέσχε τα κινεζικά στοιχεία ζήτησε να θεωρηθούν εμπιστευτικά.

(34) Tο 1998/99, η κινεζική εγχώρια κατανάλωση ήταν 5, ενώ η παραγωγική ικανότητα ήταν 70, με πραγματική παραγωγή 57 (δηλαδή υπερέβαινε κατά πολύ τις ανάγκες για να καλυφθεί η εγχώρια ζήτηση). Το 2002/03, η κινεζική εγχώρια κατανάλωση αυξήθηκε σε 20, ενώ η κινεζική παραγωγική ικανότητα είχε αυξηθεί σε 148, με πραγματική παραγωγή 124 (88 % της υπολογιζόμενης παγκόσμιας κατανάλωσης). Παρόλο που η κινεζική κατανάλωση αυξήθηκε ταχέως, παραμένει χαμηλή σε πραγματικές τιμές. Παρόλο που η παγκόσμια κατανάλωση σημείωσε αύξηση, η αύξηση αυτή ήταν προοδευτική (περίπου 7 % ετησίως). Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί αύξηση κατά 16 % ετησίως της κινεζικής παραγωγικής ικανότητας την ίδια περίοδο ώστε να υπερβεί την παγκόσμια κατανάλωση το 2002/03, μη αφήνοντας περιθώρια για άλλους παραγωγούς. Δεδομένου ότι η εγχώρια κατανάλωση της ΛΔΚ είχε αυξηθεί μόνον σε 20 τόνους, είναι προφανές ότι αυτή η αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και της παραγωγής σαφώς άσκησε μεγαλύτερη πίεση στις εξαγωγές μεγάλων ποσοτήτων (και όντως, οι εξαγωγές αυξήθηκαν από 48 τόνους σε 104 τόνους κατά την υπό εξέταση περίοδο). Αυτά τα αριθμητικά στοιχεία μπορούν να εξηγηθούν εάν ληφθεί υπόψη ότι οι κινεζικές εξαγωγές το 2002/03 ήταν υπερτριπλάσιες της συνολικής υπολογιζόμενης κατανάλωσης κατά το εν λόγω έτος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

(35) Φαίνεται ότι η εμπορική διαφορά ΕΕ/ΗΠΑ για τις ορμόνες στο κρέας έπαιξε επίσης κάποιο ρόλο στην αύξηση των κινεζικών εξαγωγών στην ΕΕ. Ο κατάλογος προϊόντων τα οποία οι ΗΠΑ πρότειναν να υπόκεινται σε αντίποινα σε σχέση με αυτήν τη διαφορά, συμπεριλάμβανε και το υπό εξέταση προϊόν. Οι Κινέζοι παραγωγοί, όπως φαίνεται, θεώρησαν ότι αυτό παρείχε ευκαιρία για να αυξήσουν σημαντικά τις εξαγωγές τους προς τις ΗΠΑ αντικαθιστώντας το προϊόν της ΕΕ, και ενθάρρυναν τη σημαντική αύξηση της κινεζικής ικανότητας κονσερβοποιίας. Εντούτοις, η ευκαιρία δεν υλοποιήθηκε ποτέ και η ΛΔΚ είχε σημαντική πλεονάζουσα ικανότητα για την οποία έπρεπε να βρει εναλλακτικές αγορές. Η πιο ελκυστική αγορά ήταν η ΕΕ, και η ΛΔΚ αύξησε μαζικά τις εξαγωγές της στην αγορά της ΕΕ.

(36) Η κινεζική νομισματική πολιτική, σύμφωνα με την οποία το γιουάν Κίνας (CNY) έχει προσδεθεί στο δολάριο ΗΠΑ με τιμή 8,28 CNY/USD, παρά τις διαφορές στις σχετικές αξίες των δύο νομισμάτων, ενθάρρυνε επίσης τις εξαγωγές. Βάσει των ανωτέρω, είναι πιθανό το υπό εξέταση προϊόν να εξάγεται περισσότερο από ό,τι πωλείται στην εγχώρια αγορά της ΛΔΚς. Επιπλέον, μετά την απρόβλεπτη πτώση της αξίας του δολαρίου ΗΠΑ έναντι του ευρώ από τον Οκτώβριο του 2000, το CNY έχασε περίπου το 26 % της αξίας του σε σχέση με το ευρώ, πράγμα που καθιστά πιο ελκυστική την ευρωπαϊκή αγορά για τους κινέζους εξαγωγείς.

(37) Εν κατακλείδι, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι απρόβλεπτες εξελίξεις που προκάλεσαν την αύξηση των εισαγωγών στην Κοινότητα συνίστανται σε μία σειρά συγκλινόντων παραγόντων: στην πρωτοφανή αύξηση της κινεζικής παραγωγικής ικανότητας η οποία οδήγησε στην άσκηση υψηλής πίεσης προς εξαγωγή· στην πιθανότητα αποκλεισμού του προϊόντος της ΕΕ από την αγορά των ΗΠΑ λόγω των αντιποίνων που εφήρμοσαν οι ΗΠΑ στο πλαίσιο της εμπορικής διαφοράς για τις ορμόνες, ενθαρρύνοντας έτσι την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της ΛΔΚ και κατά συνέπεια της παραγωγής· στην αλλαγή στις προτιμήσεις των καταναλωτών από το 2001 και μετέπειτα· και στη συναλλαγματική πολιτική της κινεζικής κυβέρνησης σε συνδυασμό με την απρόβλεπτη πτώση του αμερικανικού δολαρίου από τον Οκτώβριο του 2000. Αυτός ο συνδυασμός παραγόντων που δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν στο τέλος του Γύρου της Ουρουγουάης, δημιούργησε τις συνθήκες για την πρωτοφανή αύξηση των εισαγωγών στην Κοινότητα.

6. ΣΟΒΑΡΗ ΖΗΜΙΑ

6.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(38) Για να διαπιστωθεί οριστικά κατά πόσον οι κοινοτικοί παραγωγοί των ομοειδών προϊόντων υπέστησαν σοβαρή ζημία, δηλαδή σημαντική συνολική επιδείνωση της θέσης της, η Επιτροπή ολοκλήρωσε την εκτίμηση όλων των αντικειμενικών και ποσοτικά προσδιορίσιμων παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κατάσταση των κοινοτικών παραγωγών. Ειδικότερα, για το υπό εξέταση προϊόν, η Επιτροπή εξέτασε την εξέλιξη της παραγωγικής ικανότητας, της παραγωγής, της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας, της απασχόλησης, της παραγωγικότητας, της ταμειακής ροής, της απόδοσης του χρησιμοποιηθέντος κεφαλαίου, της δεσμευμένης χρήσης, των αποθεμάτων, της κατανάλωσης, των πωλήσεων, του μεριδίου αγοράς, των τιμών, του ποσοστού κατά το οποίο οι τιμές των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν ήταν χαμηλότερες από της κοινοτικές τιμές, και της αποδοτικότητας κατά τα έτη 1998/99 έως 2002/03.

(39) Παρατίθεται επίσης ανάλυση της κοινοτικής κατανάλωσης, αν και όχι με δείκτη ζημίας.

6.1.1. Κατανάλωση

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(40) Η κατανάλωση του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα καθορίστηκε με βάση της συνολικές πωλήσεις που πραγματοποίησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί και άλλοι παραγωγοί της ΕΕ και της συνολικές εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα με βάση τα στοιχεία της Eurostat.

(41) Μεταξύ του 1998/99 και του 2000/01, η κατανάλωση στην Κοινότητα μειώθηκε κατά 18 %, από 80065 τόνους σε 65676 τόνους. Μεταξύ του 2000/01 και του 2001/02, αυξήθηκε κατά 23 % και έφθασε στα υψηλότερα επίπεδα για την υπό εξέταση περίοδο (80960 τόνοι). Κατά την πιο πρόσφατη περίοδο (2002/03) σημειώθηκε μείωση κατά 10 % της κατανάλωσης σε σύγκριση με το 2001/02, και η κατανάλωση πλησίασε το μέσον όρο για την υπό εξέταση περίοδο (74720 τόνοι ετησίως).

6.1.2. Παραγωγική ικανότητα και χρησιμοποίηση της ικανότητας

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(42) Η Επιτροπή ανέλυσε την παραγωγική ικανότητα των κοινοτικών παραγωγών με βάση την παραγωγική ικανότητα ολόκληρης της περιόδου (1 Οκτωβρίου έως 30 Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους). Το ομοειδές προϊόν παράγεται από το Νοέμβριο έως το Φεβρουάριο σε εγκαταστάσεις παραγωγής ορισμένες εκ των οποίων μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την μεταποίηση άλλων οπωροκηπευτικών κατά το υπόλοιπο έτος. Εντούτοις, από το Νοέμβριο έως το Φεβρουάριο δεν υπάρχουν άλλα διαθέσιμα οπωροκηπευτικά για μεταποίηση στις εν λόγω περιοχές (Valencia και Murcia, στην Ισπανία).

(43) Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι η συνολική υπολογιζόμενη θεωρητική παραγωγική ικανότητα παρέμεινε σταθερή καθ όλη την περίοδο της έρευνας με μία μόνο μικρή αύξηση (2 %) που σημειώθηκε στο διάστημα μεταξύ 1998/99 και 1999/2000.

(44) Η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας μειώθηκε μεταξύ του 1998/99 και του 1999/2000 από 65 % σε 59 %. Αυτή η μείωση εξηγείται εν μέρει από την αύξηση κατά 2 % της παραγωγικής ικανότητας κατά το εν λόγω έτος, αλλά το μεγαλύτερο τμήμα της αύξησης φαίνεται να οφείλεται σε μείωση της παραγωγής κατά 7,5 % από 81869 τόνους σε 75767 τόνους. Η χρησιμοποίηση της ικανότητας μειώθηκε κατά περαιτέρω 12 ποσοστιαίες μονάδες το 2000/01 (σε 47 %). Παρέμεινε σταθερή κατά τα επόμενα έτη αλλά εν συνεχεία μειώθηκε σε 31 % (μείωση κατά 16 εκατοστιαίες μονάδες) κατά το 2002/03. Η μείωση της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας, από το 1999/2000 και πέρα, αντικατοπτρίζει τη μείωση της παραγωγής κατά τις ίδιες περιόδους.

6.1.3. Συνολική κοινοτική παραγωγή

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(45) Η συνολική κοινοτική παραγωγή μειώθηκε μεταξύ του 1998/99 και του 2001/02 από 81869 τόνους σε 60329 τόνους. Εν συνεχεία, η παραγωγή μειώθηκε κατά περαιτέρω 35 % κατά την περίοδο 2002/03 στα χαμηλότερα επίπεδά της κατά την υπό εξέταση περίοδο.

(46) Η τάση της παραγωγής επιβεβαιώνεται από τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία (2003/04) που δείχνουν περαιτέρω μείωση της παραγωγής σε 26165 τόνους (μερικά στοιχεία). Οι κοινοτικοί παραγωγοί δεν μπορούν να επενδύσουν ούτε να αναλάβουν υποχρέωση παραγωγής παρά μόνον εάν έχουν εκ των προτέρων παραγγελίες από τους σημαντικότερους πελάτες τους. Εντούτοις, δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσουν τις εν λόγω παραγγελίες δεδομένου ότι δεν είναι ανταγωνιστικοί στις τιμές.

6.1.4. Απασχόληση

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(47) Η απασχόληση σε σχέση με το υπό εξέταση προϊόν μειώθηκε το 1999/2000. Εν συνεχεία αυξήθηκε ελαφρά το 2000/01 και σημείωσε νέα μείωση το 2001/02 και 2002/03. Εκτός από την μείωση της απασχόλησης που σημείωσαν οι κοινοτικοί παραγωγοί, υπήρξε επίσης μείωση της απασχόλησης στον τομέα της κονσερβοποίησης μανταρινιών στην Κοινότητα κατά την πενταετή περίοδο, όταν ορισμένοι παραγωγοί που ασκούσαν δραστηριότητες κονσερβοποίησης του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα έπαυσαν αυτήν τη δραστηριότητα πριν από την έναρξη της έρευνας για μέτρα διασφάλισης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η μεγάλη πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού αποτελείται από εποχιακούς εργαζόμενους. Γι' αυτόν το λόγο, ο πίνακας αυτός πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με τον ακόλουθο πίνακα ωρών απασχόλησης.

6.1.5. Ώρες απασχόλησης και παραγωγικότητα

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(48) Μια ακριβέστερη εικόνα της επίπτωσης στην απασχόληση για τους κοινοτικούς παραγωγούς σχηματίζεται με βάση τις ώρες απασχόλησης, στην οποία περιλαμβάνεται η απασχόληση εποχιακών εργαζομένων. Ο αριθμός ωρών απασχόλησης αποτελεί επίσης ακριβέστερη βάση για τον υπολογισμό της παραγωγικότητας από ό,τι ο αριθμός των απασχολουμένων.

(49) Γενικά, παρατηρείται σταθερή μείωση του αριθμού των ωρών απασχόλησης, με μείωση από 861000 σε 625000, ήτοι μείωση κατά 27 % κατά την πιο πρόσφατη περίοδο. Η παραγωγικότητα μειώθηκε ελαφρά μεταξύ του 1998/99 και του 2001/02 από 15,9 ώρες απασχόλησης ανά παραχθέντα τόνο σε 16,8 ώρες εργασίας, και σημείωσε περαιτέρω πτώση σε 17,7 ώρες κατά την τελευταία περίοδο (2002/03). Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διακυμάνσεις της παραγωγικότητας οφείλονται κυρίως στη συγκομιδή του νωπού προϊόντος.

6.1.6. Ταμειακή ροή και Απόδοση Χρησιμοποιηθέντος Κεφαλαίου (ΑΧΚ)

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(50) Οι ταμειακές ροές και η ΑΧΚ εξετάστηκαν μόνο στο επίπεδο των συνεργαζόμενων εταιρειών που παρήγαγαν το υπό εξέταση προϊόν (παρά σε σχέση μόνο με το ίδιο το υπό εξέταση προϊόν) και παρουσιάζονται κατά ημερολογιακά έτη. Αυτοί οι δείκτες έχουν συνεπώς μικρότερη σημασία από τους άλλους δείκτες. Εν πάση περιπτώσει, φαίνεται ότι οι ταμειακές ροές και η ΑΧΚ έχουν μειωθεί σημαντικά κατά την τελευταία περίοδο.

6.1.7. Όγκος πωλήσεων

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(51) Οι πωλήσεις στην Κοινότητα ομοειδούς προϊόντος από τους κοινοτικούς παραγωγούς μειώθηκε από 63718 τόνους σε 45341 τόνους μεταξύ του 1998/99 και του 2000/01, πράγμα που αντανακλά την μείωση της κατανάλωσης και την αύξηση των εισαγωγών αυτήν την περίοδο. Εντούτοις, παρά την αύξηση της κατανάλωσης τα επόμενα έτη, οι πωλήσεις εξακολούθησαν να μειώνονται μεταξύ του 2000/01 και του 2001/02 (κατά 20 %) σε 36156 τόνους, όταν οι εισαγωγές υπερδιπλασιάστηκαν σε 44804 τόνους. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά την ολοένα ισχυρότερη παρουσία των εισαγωγών στην αγορά. Κατά την πιο πρό σφατη περίοδο, οι πωλήσεις συνέχισαν να μειώνονται σε 28030 τόνους το 2002/03, που αποτελεί το χαμηλότερο διαπιστωθέν επίπεδο και αντιπροσωπεύει μείωση κατά 56 % σε διάστημα τεσσάρων ετών.

6.1.8. Mερίδιο αγοράς

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(52) Το μερίδιο αγοράς των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκε από 79 σε 69 % στο διάστημα μεταξύ 1998/99 και 2000/01, και εν συνεχεία μειώθηκε σε 44 % το 2001/02, και σε 38 % το 2002/03. Η σημαντική μείωση κατά τους τελευταίες δύο περιόδους δείχνει την ολοένα μεγαλύτερη διείσδυση των εισαγωγών στην αγορά κατά τους εν λόγω περιόδους, που σημειώθηκε παρά το γεγονός ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί μείωσαν τους τιμές τους κατά 17 % στο διάστημα μεταξύ 2000/01 και 2001/02 και κατά περαιτέρω ποσοστό 6 % το 2002/03.

(53) Ο συνδυασμός της πτώσεως των τιμών και της ταυτόχρονης απώλειας μεριδίου της αγοράς των εισαγωγών είχε ως αποτέλεσμα μείωση της αποδοτικότητας των κοινοτικών παραγωγών (που αναφέρεται παρακάτω).

6.1.9. Τιμή του ομοειδούς προϊόντος και πωλήσεις σε τιμές χαμηλότερες από αυτές των κοινοτικών παραγωγών

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(54) Ο μέσος όρος της τιμής του ομοειδούς προϊόντος σημείωσε πτώση στο διάστημα μεταξύ 1998/99 και 1999/2000, αλλά παρουσίασε ανάκαμψη το 2000/01, με αύξηση κατά 17 % σε 925 ευρώ ανά τόνο. Ο μέσος όρος της τιμής σημείωσε εκ νέου πτώση σε 827 ευρώ ανά τόνο το 2001/02, και μειώθηκε περαιτέρω σε 781 ευρώ ανά τόνο το 2002/03.

(55) Για να προσδιορισθεί το μέγεθος της απόκλισης των τιμών, οι πληροφορίες για τις τιμές εξετάστηκαν για συγκρίσιμες περιόδους, στο ίδιο στάδιο εμπορίας και για τις πωλήσεις σε παρόμοιους πελάτες. Βάσει σύγκρισης του μέσου όρου των τιμών "εκ του εργοστασίου" που επέβαλαν οι κοινοτικοί παραγωγοί και οι παραγωγοί-εξαγωγείς στους κοινοτικούς εισαγωγείς (cif στα σύνορα της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του δασμού), οι τιμές των επίμαχων παραγωγών ήταν κατώτερες από τις εγχώριες τιμές κατά τις πέντε εξετασθείσες περιόδους κατά 2 έως 12 %.

6.1.10. Αποδοτικότητα

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(56) Η αποδοτικότητα των πωλήσεων των κοινοτικών παραγωγών στην Κοινότητα σημείωσε σημαντικές διακυμάνσεις κατά την πενταετή υπό εξέταση περίοδο. Η χαμηλότερη αποδοτικότητα σημειώθηκε το 2001/02 και το 2002/03, και η υψηλότερη το 2000/01. Το 2002/03, δεδομένου ότι οι εισαγωγές έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδό τους κατά την υπό εξέταση περίοδο, η μέση τιμή των εισαγωγών μειώθηκε σε 605 ευρώ ανά τόνο και ο μέσος όρος της τιμής του κοινοτικού προϊόντος μειώθηκε σε 781 ευρώ ανά τόνο. Αυτή η πτώση των τιμών σε συνδυασμό με τη μείωση του όγκου των πωλήσεων σημειώθηκε ταυτόχρονα με την πτώση της αποδοτικότητας των κοινοτικών παραγωγών από 6,8 % σε (- 1,7 %) το 2001/02, και η τάση αυτή συνεχίστηκε με επιδείνωση της ζημιογόνου κατάστασης (- 4,3 %) το 2002/03.

(57) Η απόκλιση από την τιμή-στόχο των κοινοτικών παραγωγών εκφράζει το βαθμό κατά τον οποίο η τιμή του εισαγόμενου προϊόντος είναι χαμηλότερη από την τιμή την οποία θα αναμενόταν να επιτύχουν οι κοινοτικοί παραγωγοί σε μια μη επιζήμια κατάσταση. Το ποσοστό της απόκλισης από την τιμή στόχο υπολογίστηκε με βάση το σταθμισμένο μέσον όρο της μη ζημιογόνου τιμής ανά τόνο του κοινοτικού προϊόντος. Αυτή η τιμή υπολογίστηκε βάσει του αντίστοιχου κόστους παραγωγής του κοινοτικού προϊόντος (προσαρμοσμένου για να ληφθεί υπόψη το κόστος μεταφοράς ώστε να εξασφαλιστεί ορθή σύγκριση με τα εισαγόμενα προϊόντα που παραδίδονται στην κύρια γεωγραφική περιοχή για κατανάλωση) στο οποίο προστέθηκε περιθώριο κέρδους 6,8 %. Το εν λόγω περιθώριο ντάμπινγκ θεωρήθηκε λογικό δεδομένου ότι αναφέρεται στα κέρδη των κοινοτικών παραγωγών σε κανονική κατάσταση εμπορίας που δεν επηρεάζεται από απότομη αύξηση των εισαγωγών. Αυτή η μη ζημιογόνος τιμή συγκρίθηκε με το σταθμισμένο μέσον όρο της τιμής ανά τόνο του υπό εξέταση εισαγόμενου προϊόντος κατά την περίοδο από τον Απρίλιο ως τον Δεκέμβριο του 2003 στο ίδιο στάδιο εμπορίας, cif στα κοινοτικά σύνορα, μετά τον εκτελωνισμό, μετά τον υπολογισμό των εξόδων εισαγωγής και μετά από προσθήκη του κέρδους των εισαγωγέων. Η διαφορά μεταξύ των δύο τιμών εκφράστηκε ως εκατοστιαίο ποσοστό της τιμής cif στα κοινοτικά σύνορα του εισαγόμενου προϊόντος, και είχε ως αποτέλεσμα απόκλιση από τις τιμές των κοινοτικών παραγωγών κατά περίπου 57,9 %.

6.1.11. Αποθέματα

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(58) Τα επίπεδα του αποθέματος μειώθηκαν στο διάστημα μεταξύ 1998/99 και 2000/01, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκαν σημαντικά το 2001/02 πριν μειωθούν εκ νέου το 2002/03 στο επίπεδο του 2000/01, δεδομένου ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί μείωσαν το υψηλό απόθεμά τους με την περικοπή της παραγωγής. Η αύξηση του αποθέματος στο διάστημα μεταξύ 2000/01 και 2001/02 συνέπεσε με τη μείωση του όγκου των πωλήσεων των κοινοτικών παραγωγών στην Κοινότητα κατά 20 %, πράγμα που αποδίδεται κυρίως στη μείωση του όγκου των πωλήσεων.

6.1.12. Συμπεράσματα

(59) Τα στοιχεία δείχνουν ότι, ενώ η παραγωγική ικανότητα αυξήθηκε ελαφρώς κατά την έναρξη της υπό εξέτασης περιόδου, σημειώθηκε αρνητική εξέλιξη ως προς τη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, την παραγωγή, την απασχόληση, την παραγωγικότητα, την ταμειακή ροή και την ΑΧΚ. Γενικά, στο πλαίσιο της κατανάλωσης που μειώθηκε για δύο έτη και επανήλθε σχεδόν στο προηγούμενο επίπεδό της πριν να σημειώσει εκ νέου μείωση το 2002/03, τα δεδομένα δείχνουν αρνητικές εξελίξεις για τις πωλήσεις, το μερίδιο της αγοράς, τις τιμές και την αποδοτικότητα τόσο στο διάστημα 2001/02 όσο και στο διάστημα 2002/03. Σημειώθηκε αύξηση των αποθεμάτων το 2001/02, αλλά αυτά επανήλθαν στο προηγούμενο επίπεδο το 2002/03.

(60) Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή σημειώνει ότι εντωμεταξύ, το 2001/02, δεδομένου ότι οι εισαγωγές υπερδιπλασιάστηκαν (44804 τόνοι), ο όγκος των πωλήσεων των κοινοτικών παραγωγών στην Κοινότητα μειώθηκε σε χαμηλό επίπεδο (36156 τόνοι) και η αποδοτικότητα των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκε σε (- 1,7 %). Το ίδιο έτος σημειώθηκε αύξηση της κατανάλωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, ενώ θα αναμενόταν ότι οι εισαγωγές θα ακολουθούσαν το επίπεδο κατανάλωσης και οι τιμές θα παρέμεναν σταθερές, οι εισαγωγές υπερδιπλασιάστηκαν και η τιμή τόσο του εισαχθέντος προϊόντος όσο και του προϊόντος που παρήχθη από τους κοινοτικούς παραγωγούς μειώθηκε.

(61) Επιπλέον, το 2002/03, παρόλο που η κατανάλωση μειώθηκε κατά 10 %, δεν σημειώθηκε μείωση του επιπέδου των εισαγωγών και την κύρια επίπτωση της μείωσης της κατανάλωσης υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί των οποίων οι πωλήσεις μειώθηκαν κατά 22 %, ενώ οι τιμές μειώθηκαν κατά 6 %. Αυτό, σε συνδυασμό με πλεονασματικό απόθεμα από το προηγούμενο έτος, ανάγκασε τους κοινοτικούς παραγωγούς να μειώσουν σημαντικά την παραγωγή τους.

(62) Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων αντικατοπτρίζεται στους οικονομικούς δείκτες που αφορούν τους κοινοτικούς παραγωγούς. Οι κοινοτικοί παραγωγοί απώλεσαν μερίδιο αγοράς τους, το οποίο έφθασε στο χαμηλότερο επίπεδό του το 2002/03. Υπέστησαν επίσης μείωση των πωλήσεών τους σε απόλυτες τιμές τόσο το 2001/02 όσο και το 2002/03. Κατά συνέπεια, αναγκάστηκαν να μειώσουν την παραγωγή κατά τη διάρκεια καθενός από τα εν λόγω έτη. Συνεπώς, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής τους ικανότητας μειώθηκε τόσο κατά την περίοδο 2001/02 όσο και κατά την περίοδο 2002/03. Η παραγωγικότητα και η απασχόληση σημείωσαν επίσης πτώση τόσο κατά την περίοδο 2001/02 όσο και κατά την περίοδο 2002/03. Η γενική επίπτωση της μείωσης του όγκου των κοινοτικών πωλήσεων και τιμών είναι η μείωση του εισοδήματος από τις πωλήσεις των κοινοτικών παραγωγών κατά 29 % από 41,9 εκατ. ευρώ το 2000/01 σε 29,9 εκατ. ευρώ το 2001/02 και σε 21,9 εκατ. ευρώ το 2002/03. Παράλληλα, η αποδοτικότητα των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκε από 6,8 % σε (- 1,7 %) το 2001/02 και (- 4,3 %) το 2002/03.

(63) Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των παραγόντων, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί υπέστησαν σημαντική ζημία.

7. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

(64) Για να εξεταστεί η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των αυξημένων εισαγωγών και της σοβαρής ζημίας, και για να εξασφαλιστεί ότι η ζημία που προκλήθηκε από άλλους παράγοντες δεν αποδίδεται στην αύξηση των εισαγωγών, η Επιτροπή ενήργησε κατά τον ακόλουθο τρόπο:

- έγινε διάκριση μεταξύ των επιζημίων επιπτώσεων των παραγόντων που θεωρείται ότι προκαλούν ζημία,

- οι εν λόγω επιζήμιες επιπτώσεις αποδόθηκαν στους παράγοντες που τις προκαλούν και,

- αφού απέδωσε τη ζημία σε όλους τους ισχύοντες παράγοντες αιτιώδους συνάφειας, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον η αύξηση των εισαγωγών αποτελεί "αυθεντική και σημαντική αιτία" σοβαρής ζημίας.

7.1. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ

7.1.1. Επίπτωση της αύξησης των εισαγωγών

(65) Η αγορά μανταρινιών σε κονσέρβες είναι διαφανής σε ό,τι αφορά τις πηγές προμήθειας και τους πελάτες. Δεδομένου ότι οι κονσέρβες μανταρινιών είναι στην ουσία βασικό προϊόν, οι τιμές αποτελούν τον κυριότερο παράγοντα ανταγωνισμού μεταξύ του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος.

(66) Κατά την περίοδο 2000/01 έως 2002/03, το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών αυξήθηκε από 31 σε 56 % και κατόπιν σε 62 %, ενώ το μερίδιο αγοράς των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκε από 69 σε 44 % και κατόπιν σε 38 %. Κατά την ίδια περίοδο, οι εισαγωγές αυξήθηκαν από 34 σε 74 % και σε 113 % της κοινοτικής παραγωγής, πράγμα που δείχνει ότι οι εισαγωγές αυξήθηκαν επίσης σε σχέση με την παραγωγή, εις βάρος των κοινοτικών παραγωγών.

(67) Όσον αφορά τις τιμές, στο διάστημα μεταξύ 2000/01 και 2002/03, ο μέσος όρος της μοναδιαίας τιμής του εισαγόμενου προϊόντος στην κοινοτική αγορά μειώθηκε από 792 σε 691 ευρώ ανά τόνο και κατόπιν σε 605 ευρώ ανά τόνο. Κατά την ίδια περίοδο, ο μέσος όρος της μοναδιαίας τιμής του κοινοτικού προϊόντος μειώθηκε από 925 ευρώ σε 827 ευρώ και κατόπιν σε 781 ευρώ ανά τόνο. Η επίπτωση της μείωσης του μέσου όρου της μοναδιαίας τιμής μόνο του ομοειδούς προϊόντος στα έσοδα των κοινοτικών παραγωγών από τις πωλήσεις στην Κοινότητα θα ήταν η μείωση κατά 11 % (4,4 εκατ. ευρώ) το 2001/02, και μια περαιτέρω μείωση κατά 6 % (1,7 εκατ.) το 2002/03. Αν ληφθεί υπόψη η ταυτόχρονη μείωση του όγκου των πωλήσεων, η πραγματική μείωση των εσόδων από τις πωλήσεις στην Κοινότητα ανήλθε σε 12 εκατ. ευρώ το 2001/02 και σε 8 εκατ. ευρώ το 2002/03. Αυτή η μείωση των εσόδων από τις πωλήσεις (μαζί με την αύξηση του κόστους) οδήγησε σε μείωση της αποδοτικότητας και οι κοινοτικοί παραγωγοί σημείωσαν ζημία 1,7 % το 2001/02 και 4,3 το 2002/03.

(68) Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της αύξησης των εισαγωγών σε χαμηλές τιμές και της σοβαρής ζημίας που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί, και ότι η αύξηση των εισαγωγών είχε ζημιογόνες επιπτώσεις ειδικότερα όσον αφορά την πίεση για μείωση των τιμών και τη μείωση του όγκου που πωλήθηκε από τους κοινοτικούς παραγωγούς στην κοινοτική αγορά.

7.1.2. Επιπτώσεις των διακυμάνσεων της κατανάλωσης

(69) Η Επιτροπή εξέτασε διεξοδικά τις ζημιογόνες επιπτώσεις που είχε η μείωση της κατανάλωσης μεταξύ του 1998/99 και του 2000/01. Η μείωση αυτή πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της συνολικής τάσης που ισχύει για την πενταετή υπό εξέταση περίοδο. Η κατανάλωση μειώθηκε από 80065 τόνους το 1998/99 σε 74046 τόνους το 1999/00 και σε 65676 τόνους το 2000/01, αλλά εν συνεχεία αυξήθηκε κατά 15284 τόνους σε 80960 τόνους το 2001/02, και μειώθηκε εκ νέου σε 72843 τόνους κατά το 2002/03.

(70) Η Επιτροπή σημειώνει ότι ενώ η κατανάλωση μειώθηκε πιθανόν στα χαμηλότερα επίπεδά της κατά την υπό εξέταση περίοδο το 2000/01, αυτό ήταν επίσης το έτος κατά το οποίο οι κοινοτικοί παραγωγοί επέτυχαν το υψηλότερο επίπεδο της αποδοτικότητάς τους (6,8 %). Εξάλλου η κατανάλωση αυξήθηκε το 2001/02 σε 80960 τόνους (που ήταν το υψηλότερο επίπεδό της κατά την εν λόγω περίοδο), αλλά η αποδοτικότητα των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκε παράλληλα σε (- 1,7 %). Επομένως, δεν υπάρχει σαφής σχέση μεταξύ της ίδιας της κατανάλωσης και της αποδοτικότητας, καθώς και της γενικής οικονομικής κατάστασης των κοινοτικών παραγωγών.

(71) Κατά την εξέταση των επιπτώσεων που έχει η κατανάλωση στην αποδοτικότητα των κοινοτικών παραγωγών, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αντίδραση όλων των συμμετεχόντων στην αγορά ως προς τις διακυμάνσεις της κατανάλωσης. Σχετικά, διαπιστώθηκε ότι αν και το 2001/02 οι κοινοτικοί παραγωγοί αναγκάστηκαν να μειώσουν τις πωλήσεις τους στην Κοινότητα κατά 9185 τόνους περίπου, σε σύγκριση με το 2000/01, οι εισαγωγές κινήθηκαν κατακόρυφα προς την άλλη κατεύθυνση (+ 24469 τόνοι). Εξάλλου, το 2002/03, ενώ οι εισαγωγές συνέχισαν να είναι στο ίδιο επίπεδο με το προηγούμενο έτος, οι πωλήσεις των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκαν κατά περισσότερο από 8000 τόνους.

(72) Όσον αφορά τις επιπτώσεις στις τιμές, οι διακυμάνσεις της κατανάλωσης κονσερβοποιημένων προϊόντων με μεγάλη διάρκεια ζωής πρέπει κανονικά να οδηγήσουν σε σημαντικές επιπτώσεις στις τιμές αν η παραγωγή προσαρμόζεται στις ανάγκες της αγοράς. Εν προκειμένω, οι κοινοτικοί παραγωγοί φαίνεται ότι αντέδρασαν με τη μείωση τόσο της παραγωγής όσο και των πωλήσεων σε βαθμό μεγαλύτερο από ό,τι ήταν αναγκαίο για να προσαρμοστούν στη μείωση της κατανάλωσης. Αυτή η μείωση εκφράζεται με παρόμοια μείωση των αποθεμάτων.

(73) Ομοίως, αν η πίεση επί των τιμών μειώνεται τότε οι ζημιογόνες επιπτώσεις που οφείλονται στις χαμηλές τιμές ελαχιστοποιούνται επίσης. Ο σημαντικότερος παράγοντας είναι το κέρδος του οποίου η μείωση θα είχε ελαχιστοποιηθεί αν οι τιμές και ο όγκος των πωλήσεων δεν είχαν σημειώσει τόσο σημαντική πτώση. Κατά συνέπεια, εύλογα συνάγεται το συμπέρασμα ότι χωρίς την απότομη αύξηση των εισαγωγών με χαμηλές τιμές, η μείωση της κατανάλωσης δεν θα είχε οδηγήσει σε σημαντική μείωση των κερδών.

(74) Εάν όλοι οι συμμετέχοντες παράγοντες της αγοράς είχαν προσαρμόσει την παραγωγής τους, οι κοινοτικοί παραγωγοί θα εξακολουθούσαν να έχουν λιγότερες πωλήσεις το 1999/2000, 2000/01 και 2002/03. Αλλά η κατανάλωση το 2001/02 βρισκόταν στο υψηλότερο επίπεδό της από το 1998/99, και περίπου στο ίδιο επίπεδο με το εν λόγω έτος. Εντούτοις, οι πωλήσεις των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκαν το 2001/02 σε σύγκριση με το 1998/99 κατά 29438 τόνους, δηλαδή σημειώθηκε μείωση 43 %. Συγχρόνως, οι εισαγωγές αυξήθηκαν το 2001/02 κατά 28457 τόνους σε σύγκριση με το 1998/99. Συνεπώς οι εισαγωγές αυξήθηκαν σημαντικά στο διάστημα μεταξύ 1998/99 και 2001/02 παρά το γεγονός ότι η κατανάλωση ήταν ελαφρώς υψηλότερη.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(75) Ο παραπάνω πίνακας δείχνει ότι, ακόμη και αν η κατανάλωση είχε παραμείνει σταθερή καθ' όλη την υπό εξέταση περίοδο, το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν θα είχε αναπτυχθεί κατά πολύ διαφορετικό τρόπο. Αυτό δείχνει ότι η ανάπτυξη της κατανάλωσης είχε περιορισμένη μόνο επίπτωση στο μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(76) Η σχέση μεταξύ της μείωσης της κατανάλωσης και των επιζημίων επιπτώσεων που παρατηρήθηκαν δεν είναι σημαντική.

7.1.3. Επιπτώσεις των διακυμάνσεων στις εξαγωγικές επιδόσεις

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(77) Η Επιτροπή εξέτασε επίσης τις επιπτώσεις της μείωσης των εξαγωγών. Μεταξύ του 1998/99 και του 2000/01, ο όγκος των εξαγωγών μανταρινιών σε κονσέρβες των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκε από 21316 τόνους σε 14544 τόνους όταν οι κοινοτικοί παραγωγοί απώλεσαν μερίδιο της αγοράς λόγω του ανταγωνισμού των χαμηλών τιμών από τη ΛΔΚ (ειδικότερα λόγω της εμπορικής διαφοράς για τις ορμόνες, όπως αναλύεται στο σημείο 35 του αιτιολογικού). Μεταξύ του 2000/01 και του 2001/02, οι εξαγωγές αυξήθηκαν σε 18099 τόνους και σε 17780 τόνους κατά την περίοδο 2002/03. Κατά την πενταετή περίοδο, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά περίπου 3500 τόνους, παρόλο που η κυριότερη μείωση σημειώθηκε μεταξύ του 1999/2000 και του 2000/01 (που είναι το έτος κατά το οποίο οι κοινοτικοί παραγωγοί ήταν περισσότερο αποδοτικοί). Το 2001/02, οι εξαγωγές πράγματι αυξήθηκαν προς όφελος των κοινοτικών παραγωγών. Κατά την πιο πρόσφατη περίοδο, μεταξύ 2001/02 και 2002/03, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 319 τόνους ή κατά 1,7 %, πράγμα που αντιπροσωπεύει μόνο 0,8 % της κοινοτικής παραγωγής κατά το εν λόγω έτος.

(78) Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι κατά τον υπολογισμό της αποδοτικότητας στο τμήμα 6.1.10 λήφθηκαν υπόψη μόνον οι κοινοτικές πωλήσεις. Ως εκ τούτου, η διαπιστωθείσα μείωση της αποδοτικότητας των κοινοτικών παραγωγών κατά τις πιο πρόσφατες περιόδους είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητη από την επίπτωση των εξαγωγών.

(79) Για τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ της μείωσης των εξαγωγών και των παρατηρηθέντων ζημιογόνων αποτελεσμάτων, στο μέτρο που, π.χ., η μείωση των εξαγωγών συνέβαλε στη μείωση της παραγωγής και της χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού. Εντούτοις, θεωρείται ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επίπτωσης σημειώθηκε στο διάστημα μεταξύ 1999/2000 και 2000/01 (όταν οι κοινοτικοί παραγωγοί ήταν ακόμη αποδοτικοί) και ότι η πολύ μικρή μείωση των εξαγωγών το 2002/03, που ισοδυναμούσε με λιγότερο από 1 % της κοινοτικής παραγωγής, δεν είχε αξιοσημείωτη επίπτωση.

7.1.4. Επιπτώσεις της ενδεχόμενης πλεονάζουσας ικανότητας

(80) Η Επιτροπή εξέτασε περαιτέρω κατά πόσο οι ζημιογόνες επιπτώσεις ενδεχομένως οφείλονται στην πλεονάζουσα ικανότητα μεταξύ των κοινοτικών παραγωγών. Σημειώθηκε μόνον μια μικρή αλλαγή στην εκτιμώμενη θεωρητική ικανότητα παραγωγής κατά την περίοδο της έρευνας, όταν, το 1999/2000, η ικανότητα παραγωγής αυξήθηκε κατά 2 % σε 129260 τόνους.

(81) Αυτή η αύξηση της ικανότητας συνέβαλε σε πτώση της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας το 1999/2000 και τα επόμενα έτη επειδή δεν υλοποιήθηκαν οι προσδοκίες αύξησης της ανάγκης παραγωγικής ικανότητας. Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της αύξησης της ικανότητας και των ζημιογόνων επιπτώσεων που παρατηρήθηκαν στο πρώτο μέρος της πενταετούς περιόδου, παρόλο που η επίπτωση της πρόσθετης ικανότητας στη γενική αποδοτικότητα των κοινοτικών παραγωγών ήταν πολύ μικρή.

7.1.5. Επίπτωση της έλλειψης παροχής πρώτων υλών

(82) Ορισμένοι εξαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι ο λόγος για την μείωση της παραγωγής των κοινοτικών παραγωγών, ήταν η έλλειψη προμήθειας σε πρώτη ύλη (δηλαδή νωπά μικρά εσπεριδοειδή) στην αγορά της ΕΕ. Εντούτοις, με βάση την εξέταση της αγοράς της ΕΕ για τα νωπά μικρά εσπεριδοειδή, η Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμα ότι υπήρχε αρκετή προμήθεια για να καλύπτεται η ζήτηση από τη βιομηχανία μεταποίησης.

(83) Ο πίνακας Α δείχνει την πραγματική παραγωγή νωπών μικρών εσπεριδοειδών (κλημεντίνες, μανταρίνια και satsumas) κατά τα έτη 1998 έως 2002.

Πίνακας A

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Πηγή:

CLAM.

7.1.6. Ζήτηση για νωπά μικρά εσπεριδοειδή από τη βιομηχανία μεταποίησης

(84) Η ποσότητα, όσον αφορά τις κλημεντίνες και τα satsumas, που χρησιμοποίησε η βιομηχανία μεταποίησης για την παραγωγή μανταρινιών σε κονσέρβες από το 1998/99 έως το 2002/03, αναφέρεται στον πίνακα Β.

Πίνακας Β

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(85) Όπως φαίνεται από τους πίνακες Α και Β, η προμήθεια μικρών νωπών εσπεριδοειδών στην αγορά της ΕΕ ήταν μεγαλύτερη από τη ζήτηση από μέρους της βιομηχανίας μεταποίησης.

(86) Εντούτοις, η βιομηχανία μεταποίησης βρίσκεται σε ανταγωνισμό με άλλους αγοραστές νωπών satsumas και κλημεντινών και η ανταγωνιστική της ικανότητα φαίνεται να παρεμποδίζεται από τη μείωση των τιμών που επιτυγχάνονται για το ομοειδές προϊόν. Η τιμή των νωπών μανταρινιών για μεταποίηση καθορίζεται με ετήσιες συμβάσεις μεταξύ των κονσερβοποιών και των κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων που συνάφθηκαν στην αρχή της περιόδου. Ο πίνακας Γ δείχνει την τιμή που πέτυχαν οι παραγωγοί μανταρινιών που πωλήθηκαν ως νωπό προϊόν και για κονσερβοποίηση:

Πίνακας Γ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(87) Η διαφορά της τιμής εκφράζει δύο παράγοντες. Πρώτον, ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί δεν μπορούν πλέον να αντέξουν οικονομικά την αγορά πρώτων υλών (νωπά satsumas και κλημεντίνες) σε τιμές που να τους επιτρέπουν να επιτύχουν εύλογο επίπεδο αποδοτικότητας. Δεύτερον, λόγω των χαμηλών τιμών που προσφέρουν οι κοινοτικοί παραγωγοί σε καλλιεργητές για τα satsumas, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως ως πρώτη ύλη για κονσερβοποίηση, οι καλλιεργητές αναπροσανατολίζουν την παραγωγή τους από τα satsumas σε κλημεντίνες σε μία προσπάθεια να αυξήσουν την αποδοτικότητα της παραγωγής τους. Εντούτοις, αυτή η διαδικασία δεν φαίνεται ακόμη να έχει προχωρήσει αρκετά ώστε να έχει σημαντική επίπτωση στη διαθεσιμότητα του προϊόντος που προμηθεύονται οι κοινοτικοί παραγωγοί.

(88) Επομένως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη της προμήθειας δεν συνέβαλε στη ζημία που έχουν υποστεί οι κοινοτικοί παραγωγοί.

7.1.7. Άλλοι παράγοντες

(89) Οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν διαπίστωσαν, και τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ανέφεραν παράγοντες αιτιώδους συνάφειας (άλλους από αυτούς που εξετάστηκαν παραπάνω στα τμήματα 7.1.1 έως 7.1.6) κατά την οριστική έρευνα.

7.2. ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΖΗΜΙΟΓΟΝΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

(90) Η σοβαρή ζημία που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί εκδηλώθηκε κυρίως υπό τη μορφή μείωσης του όγκου των πωλήσεων, μείωσης των μοναδιαίων τιμών, επιδείνωσης της αποδοτικότητας και χρηματοοικονομικών απωλειών. Η Επιτροπή προσδιόρισε τρεις παράγοντες που συνέβαλαν στη ζημία εκτός από την αύξηση των εισαγωγών: μείωση της κατανάλωσης, μείωση των εξαγωγών και αυξημένη παραγωγική ικανότητα.

(91) Κατά πρώτον, σημειώθηκε μείωση της κατανάλωσης μεταξύ 1998/99 και 2000/01, και κατόπιν αύξηση της κατανάλωσης το 2001/02, που συνοδεύτηκε από περαιτέρω μείωση κατά την πιο πρόσφατη περίοδο. Ωστόσο, η εξέλιξη των εισαγωγών δεν ακολούθησε καν την τάση αυτή της κατανάλωσης και η Επιτροπή θεωρεί ότι η κάμψη της κατανάλωσης στο διάστημα μεταξύ 1998/99 και 2000/01 δεν είχε σημαντικές επιπτώσεις ούτε στον όγκο ούτε στις τιμές. Η μείωση της κατανάλωσης το 2002/03 συνέπεσε με τη μείωση του όγκου των πωλήσεων, των τιμών και της αποδοτικότητας για τους κοινοτικούς παραγωγούς, και η Επιτροπή συνεπέρανε ότι η μείωση της κατανάλωσης συνέβαλε στη σοβαρή ζημία που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί.

(92) Η Επιτροπή εξέτασε επίσης τη μείωση των εξαγωγών των κοινοτικών παραγωγών κατά την πενταετή περίοδο. Στις αρχές της πενταετούς περιόδου σημειώθηκε κάμψη. Εντούτοις, κατά το τελευταίο μέρος της περιόδου, όταν προκλήθηκε σημαντική ζημία, οι εξαγωγές αυξήθηκαν και κατόπιν σημείωσαν ελαφριά μείωση. Επομένως, η εξέλιξη των εξαγωγών επηρέασε πολύ λιγότερο τους κοινοτικούς παραγωγούς κατά τις περιόδους 2001/02 και 2002/03 σε σύγκριση με την αύξηση των εισαγωγών.

(93) Η Επιτροπή εξέτασε επίσης την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας που σημειώθηκε το 1999/2000 και που στη συνέχεια αναχαιτίστηκε. Το κόστος αυτής της πρόσθετης ικανότητας σε ετήσια βάση δεν ήταν σημαντική.

(94) Η Επιτροπή, αφού εξασφάλισε ότι οι επιπτώσεις άλλων παραγόντων δεν οφείλονται στην αύξηση των εισαγωγών, σημειώνει ότι υπάρχει πραγματική και σημαντική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της μείωσης του όγκου των πωλήσεων, των τιμών πώλησης και της αποδοτικότητας των κοινοτικών παραγωγών και της αύξησης των εισαγωγών, οι οποίες όχι μόνον αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό από την αύξηση της κατανάλωσης μεταξύ του 2000/01 και του 2001/02, αλλά αυξήθηκαν, ενώ η κατανάλωση μειώθηκε μεταξύ του 1998/99 και του 2000/01, καθώς και το 2002/03.

7.2.1. Συμπέρασμα

(95) Αφού εξέτασε τις ζημιογόνες επιπτώσεις των άλλων γνωστών παραγόντων και έκανε διάκριση τόσο μεταξύ τους όσο και από τις ζημιογόνες επιπτώσεις της αύξησης των εισαγωγών, και αφού εξασφάλισε ότι δεν καταλογίζεται στις εισαγωγές η ζημία που προκάλεσαν άλλοι παράγοντες, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει πραγματική και σημαντική σχέση μεταξύ της αύξησης των εισαγωγών και της σοβαρής ζημίας των κοινοτικών παραγωγών.

8. ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

8.1. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

(96) Στόχος των διασφαλιστικών μέτρων είναι η αποκατάσταση από τη σοβαρή ζημία και η πρόληψη περαιτέρω επιδείνωσης της κατάστασης των κοινοτικών παραγωγών του υπό εξέταση προϊόντος. Εκτός από τις απρόβλεπτες εξελίξεις, την αύξηση των εισαγωγών, τη σοβαρή ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον υπάρχουν επιτακτικοί οικονομικοί λόγοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να επιβληθούν οριστικά μέτρα. Γι' αυτόν το σκοπό, εξετάστηκαν οι επιπτώσεις των μέτρων σε όλα τα μέρη τα οποία αφορά η διαδικασία και οι πιθανές συνέπειες που θα έχει η λήψη ή μη μέτρων, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.

8.2. ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

(97) Οι κοινοτικοί παραγωγοί έκαναν μεγάλες επενδύσεις και διαθέτουν τα πλέον αυτοματοποιημένα και εκμηχανισμένα συστήματα παραγωγής παγκοσμίως. Υπό κανονικές συνθήκες αγοράς είναι βιώσιμοι και ανταγωνιστικοί. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, οι κοινοτικοί παραγωγοί σημείωσαν σημαντική μείωση της παραγωγής και των πωλήσεων λόγω της οποίας δεν μπορούν πλέον να λειτουργούν αποδοτικά. Η θέση των κοινοτικών παραγωγών θα συνεχίσει να διατρέχει κίνδυνο εάν συνεχιστεί το σημερινό υψηλό επίπεδο εισαγωγών σε χαμηλές τιμές.

(98) Η επιβολή οριστικών διασφαλιστικών μέτρων θα παράσχει στους κοινοτικούς παραγωγούς την ευκαιρία να προβούν σε αναδιάρθρωση και συνεπώς να εξασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο σύνολό τους. Θα τους παρασχεθούν οι απαραίτητες δυνατότητες αναδιάρθρωσης και αξιοποίησης των αυξημένων δαπανών για την έρευνα και ανάπτυξη με στόχο την περαιτέρω μείωση του κόστους παραγωγής. Τα σχέδια ενοποίησης του τομέα βρίσκονται ήδη σε προχωρημένο στάδιο, αλλά είναι βέβαιο ότι θα απαιτηθεί χρόνος για την ενοποίηση και την αξιοποίηση των οφελών. Επιπλέον, έχουν προσδιοριστεί ορισμένες πρωτοβουλίες για τη μείωση του κόστους, συμπεριλαμβανομένης μεγαλύτερης συνεργασίας μεταξύ των κοινοτικών παραγωγών κατά την αγορά πρώτων υλών άλλων από τα νωπά φρούτα (που ήδη αποτελούν αντικείμενο κοινών αγοραστικών ρυθμίσεων).

8.3. ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΝΩΠΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΕΣΠΕΡΙΔΟΕΙΔΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

(99) Είναι προς το συμφέρον των παραγωγών νωπών φρούτων που προμηθεύουν τους κοινοτικούς παραγωγούς σε πρώτη ύλη να έχουν ισχυρή και προβλέψιμη ζήτηση του προϊόντος τους σε τιμή με την οποία θα μπορούν να έχουν εύλογο κέρδος. Φαίνεται ότι μια επίπτωση του υψηλού επιπέδου εισαγωγών σε χαμηλές τιμές του υπό εξέταση προϊόντος είναι να μειώνει την τιμή της πρώτης ύλης (μικρά νωπά εσπεριδοειδή, ειδικότερα τα satsumas) στην αγορά της ΕΕ. Επομένως, είναι προς το συμφέρον των παραγωγών νωπών φρούτων να ληφθούν μέτρα για να μειωθεί ο όγκος των εισαγωγών σε χαμηλές τιμές του υπό εξέταση προϊόντος στην ΕΕ.

8.4. ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΕΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

(100) Για να εκτιμηθεί η επίπτωση των μέτρων στους εισαγωγείς και στους χρήστες, η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια στους γνωστούς εισαγωγείς και χρήστες του υπό εξέταση προϊόντος στην αγορά της Κοινότητας. Λήφθηκαν απαντήσεις από εννέα εισαγωγείς, αλλά καμία από άλλους χρήστες εκτός από αυτούς που συνδέονται με εισαγωγείς.

(101) Ορισμένοι εισαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος ισχυρίστηκαν ότι η επιβολή μέτρων δεν ήταν απαραίτητη, δεδομένου ότι τα προβλήματα που συνάντησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί προκλήθηκαν από τις υψηλές τιμές και την έλλειψη προμήθειας νωπών μανταρινιών για κονσερβοποίηση στην Κοινότητα, και όχι από την αύξηση των εισαγωγών. Εντούτοις, πρέπει να αναφερθεί ότι στα τέλη του 2001/02, που είναι το έτος κατά το οποίο οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε 44804 τόνους και οι πωλήσεις στην ΕΕ των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκαν σε 36156 τόνους, τα αποθέματα των κοινοτικών παραγωγών είχαν αυξηθεί κατά 6074 τόνους σε 17279 τόνους. Αυτό φαίνεται να αποδεικνύει ότι η μείωση των πωλήσεων που σημείωσαν οι κοινοτικοί παραγωγοί δεν προκλήθηκε από τη μη ικανότητα προμήθειας από μέρους τους, αλλά από ορισμένους άλλους παράγοντες, και η πιθανότερη εξήγηση φαίνεται να είναι η ολοένα αυξανόμενη κυριαρχία των εισαγωγών σε χαμηλές τιμές.

(102) Οι εισαγωγείς ισχυρίστηκαν επίσης ότι ήταν προτιμότερο να διατηρήσουν διάφορες πηγές προμήθειας, και ότι, εάν λαμβάνονταν μέτρα, τα μέτρα αυτά δεν θα έπρεπε να έχουν μορφή καθεστώτος ελάχιστων τιμών ή κατανομής ποσόστωσης βάσει της αρχής "όποιος παρουσιάζεται πρώτος, εξυπηρετείται πρώτος", δεδομένου ότι αυτό θα διατάρασσε περισσότερο την αγορά. Ειδικότερα, η αρχή "όποιος παρουσιάζεται πρώτος, εξυπηρετείται πρώτος", θα ενεθάρρυνε στις αρχές του έτους τις εισαγωγές έως τη χρησιμοποίηση της ποσόστωσης, οπότε η ζήτηση θα στρεφόταν εν συνεχεία προς την εγχώρια προσφορά. Επιπλέον, τόνισαν ότι ήταν αναγκαίο να μπορούν οι έμποροι στις κυριότερες ευρωπαϊκές αγορές και οι καταναλωτές να έχουν πρόσβαση σε προϊόντα καλής ποιότητας σε χαμηλές τιμές.

(103) Tα οριστικά μέτρα συνίστανται σε δασμολογική ποσόστωση που αντικατοπτρίζει το παραδοσιακό επίπεδο των εισαγωγών. Κατά συνέπεια, τα μειονεκτήματα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τους χρήστες και τους εισαγωγείς, εφόσον υπάρξουν τέτοια, δεν θεωρούνται επαρκή για να αντισταθμίσουν τα αναμενόμενα οφέλη που θα προκύψουν για τους κοινοτικούς παραγωγούς από τα μέτρα, τα οποία θεωρούνται τα ελάχιστα αναγκαία για την πρόληψη περαιτέρω επιδείνωσης της κατάστασης των κοινοτικών παραγωγών.

8.5. ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

(104) Επειδή το υπό εξέταση προϊόν είναι καταναλωτικό προϊόν, η Επιτροπή ενημέρωσε διάφορες οργανώσεις καταναλωτών σχετικά με την έναρξη της έρευνας. Οι οργανώσεις καταναλωτών δεν υπέβαλαν απαντήσεις και επομένως οι επιπτώσεις στους καταναλωτές θεωρούνται ελάχιστες.

9. ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΕ

9.1. ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΧΩΡΟΥΣΕΣ ΧΩΡΕΣ

(105) Δεδομένου ότι τα μέτρα θα αρχίσουν να ισχύουν μετά τη διεύρυνση της ΕΕ, που έχει προγραμματιστεί για την 1η Μαου 2004, η Επιτροπή εξέτασε επίσης την αύξηση των εισαγωγών (τόσο σε απόλυτες όσο και σε σχετικές τιμές) σε σχέση με την ΕΕ των 25.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(106) Οι εισαγωγές στις προσχωρούσες χώρες από χώρες εκτός της ΕΕ των 25 αυξήθηκαν κατά 67 % από 2562 τόνους το 2000 σε 4268 τόνους το 2001, και συνέχισαν να αυξάνονται σε 5350 τόνους (περαιτέρω αύξηση κατά 25 %) το 2002. Το 2003, οι εν λόγω εισαγωγές αυξήθηκαν περαιτέρω κατά 22 % σε 6528 τόνους.

(107) Για να εξεταστεί ποια θα ήταν η πιθανή αύξηση των εισαγωγών στην ΕΕ των 25 κατά τα τελευταία έτη, είναι απαραίτητο να προστεθούν στις εισαγωγές στην ΕΕ οι εισαγωγές των προσχωρουσών χωρών από χώρες εκτός της ΕΕ των 25.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(108) Με βάση τα παραπάνω, οι συνολικές εισαγωγές από την ΕΕ των θα αυξάνονταν κατά 22 % από 20135 τόνους σε 24603 τόνους στο διάστημα μεταξύ 2000 και 2001, και κατόπιν κατά 104 % σε 50154 τόνους στο διάστημα μεταξύ 2001 και 2002. Οι εισαγωγές θα συνεχίζονταν κατόπιν στο υψηλό αυτό επίπεδο το 2003, και πράγματι θα σημειωνόταν αύξηση κατά 2 % σε 51341 τόνους.

(109) Δεν υπάρχει παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος στις προσχωρούσες χώρες, και όπως σημειώνεται παραπάνω, οι εισαγωγές στην ΕΕ των 25 εξελίχθηκαν κατά παρόμοιο τρόπο με αυτό των εισαγωγών στην ΕΕ των 15. Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι η ανάλυση της σοβαρής ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας για την ΕΕ των 15 εξακολουθεί να ισχύει για την ΕΕ των 25.

(110) Η Επιτροπή εξέτασε επίσης το θέμα του κοινοτικού συμφέροντος σε σχέση με την ΕΕ των 25. Δεν υπάρχει παραγωγή πρώτων υλών ή του υπό εξέταση προϊόντος στις προσχωρούσες χώρες. Εντούτοις, πραγματοποιήθηκαν εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στις προσχωρούσες χώρες που αντιπροσώπευαν περίπου 12 % των συνολικών εξαγωγών στην ΕΕ των 25. Τα συμφέροντα των εισαγωγέων, χρηστών και καταναλωτών στις προσχωρούσες χώρες είναι αυτά των εισαγωγέων χηστών και καταναλωτών και δεν αποκλίνουν από αυτά των εισαγωγέων/χρηστών και καταναλωτών της ΕΕ των 15, που αντιπροσωπεύουν πολύ μεγαλύτερο αριθμό. Τα συμφέροντα των εισαγωγέων/χρηστών και καταναλωτών στην ΕΕ των 15 είναι όμοια και πλήρως αντιπροσωπευτικά των συμφερόντων των εισαγωγέων/χρηστών και καταναλωτών της ΕΕ των 25. Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι η ανάλυση της σοβαρής ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας για την ΕΕ των 15 εξακολουθεί να ισχύει για την ΕΕ των 25.

(111) Όποιο ενδιαφερόμενο μέρος θεωρεί ότι, μετά τη διεύρυνση της ΕΕ, δεν δικαιολογείται συνέχιση των μέτρων υπό την παρούσα τους μορφή σε σχέση με την ΕΕ των 25, καλείται να προβεί σε διάβημα προς την Επιτροπή το αργότερο έως τις 15 Μαου 2004 αναφέροντας λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θα πρέπει να αρχίσει επανεξέταση των μέτρων.

10. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

(112) Λόγω των αυξημένων εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος (όπως περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 24 έως 27), η αγορά της Κοινότητας για το υπό εξέταση προϊόν, το οποίο είναι ένα από τα προϊόντα που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά(6), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 386/2004 της Επιτροπής(7), επηρεάζεται από σοβαρές διαταραχές που μπορούν να βλάψουν σοβαρά την υλοποίηση των στόχων που καθορίζονται στο άρθρο 33 της συνθήκης. (Επομένως, πληρούνται οι όροι του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/96.

11. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

(113) Η ανάλυση των πορισμάτων της έρευνας από την Επιτροπή δείχνει ότι πληρούνται οι όροι για τα μέτρα διασφάλισης.

11.1. ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

(114) Για να διατηρηθεί η κοινοτική αγορά ανοικτή και να διασφαλιστεί η διαθεσιμότητα της προσφοράς ώστε να καλυφθεί η ζήτηση, κρίνεται σκόπιμο να καθοριστεί ένα σύστημα δασμολογικών ποσοστώσεων καθ' υπέρβαση των οποίων θα απαιτείται η καταβολή συμπληρωματικού δασμού, έτσι ώστε ακόμη και οι εισαγωγές καθ' υπέρβαση των ποσοστώσεων αυτών να μπορούν να εισέλθουν στην Κοινότητα, έστω και με την καταβολή συμπληρωματικού δασμού. Ο συμπληρωματικός δασμός πρέπει να καθοριστεί σε επίπεδο που θα είναι συνεπές ως προς το στόχο της πρόληψης σοβαρής ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Σχετικά με αυτό το θέμα, σημειώνεται ότι ο πρόσθετος δασμός που καθορίζεται στο πλαίσιο των προσωρινών μέτρων [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1964/2003 της Επιτροπής] αποδείχθηκε ότι δεν επαρκούσε για να μειώσει το επίπεδο των εισαγωγών βραχυπρόθεσμα. Πράγματι, κατά την περίοδο κατά την οποία εφαρμόζονταν προσωρινά μέτρα -9 Νοεμβρίου 2003 έως 10 Απριλίου 2004- οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος συνέχισαν να αυξάνονται και οι τιμές συνέχισαν να σημειώνουν πτώση. Στο πλαίσιο των προσωρινών μέτρων, ο πρόσθετος δασμός καθορίστηκε σε 155 ευρώ ανά τόνο. Εν μέρει συνεπεία της αυξημένης ισχύος του ευρώ, είναι σαφές ότι ο εν λόγω δασμός απορροφήθηκε από τις μειώσεις της μέσης τιμής που εφήρμοσαν οι παραγωγοί-εξαγωγείς στη ΛΔΚ. Ως εκ τούτου, για να επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, ο πρόσθετος δασμός θα πρέπει να είναι υψηλότερος από 155 ευρώ ανά τόνο.

(115) Το επίπεδο του πρόσθετου δασμού υπολογίστηκε με βάση την τιμή-στόχο στην οποία οι κοινοτικοί παραγωγοί θα επιτύχουν κέρδος 6,8 % επί του κύκλου εργασιών, προσαρμοσμένο ώστε να λαμβάνεται υπόψη το κόστος μεταφοράς με σκοπό να γίνει ορθή σύγκριση με τις εισαγωγές που παραδίδονται στην κύρια γεωγραφική περιοχή για κατανάλωση. Το εν λόγω ποσό συγκρίθηκε στη συνέχεια με το μέσον όρο της τιμής εισαγωγής κατά την περίοδο Απριλίου 2003-Δεκεμβρίου 2003 στο ίδιο στάδιο εμπορίας, προσαρμοσμένης στο επίπεδο cif στα κοινοτικά σύνορα, μετά τον εκτελωνισμό, μετά τις δαπάνες εισαγωγής και με προσθήκη του κέρδους των εισαγωγέων. Το παραπάνω επίπεδο κέρδους βασίστηκε σε υπολογισμό των πραγματικών κερδών που επέτυχαν οι κοινοτικοί παραγωγοί κατά την περίοδο 1998/99 έως 2001/02. Το ποσοστό απόκλισης των τιμών από την τιμή-στόχο των κοινοτικών παραγωγών υπολογίστηκε σε 57,9 % της τιμής εισαγωγής cif. Όσον αφορά τον πάγιο δασμό, ο καταβλητέος δασμός πρέπει επομένως να είναι 301 ευρώ ανά τόνο. Δεδομένης της αναγνωρισμένης επίπτωσης των σημαντικών αλλαγών όσον αφορά την ισχύ του ευρώ σε σχέση με το κινεζικό CNY στην τιμή των εισαγωγών, στην περίπτωση που το ευρώ σημειώσει αργότερα πτώση σε σχέση με το CNY που να επηρεάσει σημαντικά τις τιμές, το επίπεδο του δασμού μπορεί να αναθεωρηθεί.

(116) Για να διατηρηθεί η πρόσβαση στην αγορά της Κοινότητας, η δασμολογική ποσόστωση πρέπει να υπολογιστεί με βάση τον όγκο των εισαγωγών κατά τη διάρκεια πρόσφατης περιόδου. Οι πιο πρόσφατες τριετείς περίοδοι για τις οποίες υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για τις εισαγωγές είναι τα έτη 1999/2000 έως 2001/02. (Το 2002/03 δεν θεωρείται αντιπροσωπευτικό δεδομένου ότι οι διαδικασίες διασφάλισης άρχισαν κατά την εν λόγω περίοδο.) Επομένως, η δασμολογική ποσόστωση πρέπει να υπολογιστεί με βάση τον μέσο εισαχθέντα όγκο αυτήν την περίοδο (27570 τόνοι για την ΕΕ των 15). Δεδομένης της δημιουργίας σημαντικών αποθεμάτων από ορισμένους εισαγωγείς και του συνεχιζόμενου υψηλού επιπέδου εισαγωγών που σημειώνονται πολύ πρόσφατα, θεωρείται ότι αυτός είναι ο μέγιστος όγκος που θα μπορεί να εισάγεται χωρίς πρόσθετο δασμό. Πιστεύεται ότι αυτός ο όγκος είναι τέτοιος που να επιτρέπει στους κοινοτικούς παραγωγούς να προσαρμοστούν και παράλληλα να αποφύγουν περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασής τους.

(117) Η Επιτροπή σημειώνει ότι θα απαιτηθεί αναθεώρηση των δασμολογικών ποσοστώσεων υπό το φως της διεύρυνσης που έχει προγραμματιστεί για την 1η Μαου 2004. Το ύψος των δασμολογικών ποσοστώσεων για την πρώτη περίοδο (27570 για την ΕΕ των 15) θα πρέπει συνεπώς να αυξηθεί με το μέσον όρο της ετήσιας εισαγόμενης ποσότητας από χώρες εκτός της ΕΕ στις χώρες προσχώρησης κατά τα έτη 2000 έως 2002. Ο εν λόγω μέσος όρος ανέρχεται σε 4060 τόνους. Συνεπώς η δασμολογική ποσόστωση της ΕΕ των 25 για την πρώτη περίοδο θα πρέπει να ήταν 31630 τόνοι. Δεδομένου ότι η τελική περίοδος είναι μόνο 212 ημέρες, η πραγματική ποσόστωση των εισαγωγών για την τελική περίοδο θα πρέπει να μειωθεί αναλογικά.

(118) Για να διατηρηθούν οι παραδοσιακές εμπορικές ροές και παράλληλα να παραμείνει ανοικτή η αγορά της Κοινότητας για τις νέες χώρες προμήθειας, το ποσό των δασμολογικών ποσοστώσεων πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ των χωρών εκείνων που έχουν σημαντικό συμφέρον να προμηθεύουν το υπό εξέταση προϊόν στην κοινοτική αγορά, ενώ ένα μέρος πρέπει να προβλεφθεί για τις χώρες εκείνες οι οποίες δεν έχουν τέτοιο σημαντικό συμφέρον. Κατόπιν διαβουλεύσεων με τη ΛΔΚ, που είναι η μόνη χώρα η οποία έχει τέτοιο ουσιαστικό συμφέρον, η Επιτροπή θεωρεί σκόπιμο να κατανείμει ειδική δασμολογική ποσόστωση στη ΛΔΚ, βασιζόμενη στην αναλογία επί της συνολικής ποσότητας του προϊόντος που προμήθευσε η συγκεκριμένη χώρα κατά τη διάρκεια της τριετούς χρονικής περιόδου 1999/2000 έως 2001/02. Η μεγάλη πλειοψηφία των εισαγωγών αυτήν την περίοδο ήταν καταγωγής ΛΔΚς και επομένως πρέπει να εφαρμοστεί στην ΛΔΚ μια ειδική δασμολογική ποσόστωση και μια άλλη για όλες τις άλλες χώρες.

(119) Βάσει των παραπάνω, το ποσό της ποσόστωσης που διατίθεται στη ΛΔΚ για την ΕΕ των 25 θα είναι 30843 τόνοι για περίοδο ενός έτους, ενώ το ποσό που διατίθεται σε όλες τις άλλες χώρες θα είναι 787 τόνοι. Θεωρείται ότι αν γίνει αυτό, η ποσόστωση που χορηγείται σε όλες τις άλλες χώρες θα είναι πολύ μικρή για να επιτρέψει τον ανταγωνισμό ή για να επιτρέψει σε νεοεμφανιζόμενους παραγωγούς να εισέλθουν στην αγορά. Θα ήταν σκόπιμο να έχουν επίσης και άλλες χώρες εκτός της ΛΔΚ την ευκαιρία να εξάγουν το υπό εξέταση προϊόν στην Κοινότητα. Συνεπώς η ποσόστωση που διατίθεται σε όλες τις άλλες χώρες θα πρέπει να αυξηθεί σε 3 % του μέσου όρου της κοινοτικής κατανάλωσης κατά την υπό εξέταση περίοδο (ή 2314 για ένα έτος), πράγμα που θα εξασφαλίσει συνολική βάση για τις δασμολογικές ποσοστώσεις 33157 τόνων.

(120) Λόγω της υποχρέωσης ελευθέρωσης των μέτρων, το συνολικό ετήσιο ύψος των δασμολογικών ποσοστώσεων θα πρέπει να αυξηθεί κατά 5 % σε καθεμία από τις επόμενες περιόδους, ήτοι σε 34815 τόνους για την περίοδο έως τις 10 Απριλίου 2006, σε 36556 τόνους για την περίοδο έως τις 10 Απριλίου 2007 και (212/365) × 22294 τόνους για την περίοδο έως τις 8 Νοεμβρίου 2007 (212 ημέρες). Η Επιτροπή θα προβεί σε ενδιάμεση επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3285/94 για να εξετάσει τις επιπτώσεις του μέτρου, να προσδιορίσει κατά πόσον και με ποιό τρόπο είναι σκόπιμο να επιταχυνθεί η ελευθέρωση, και να επιβεβαιώσει εάν η εφαρμογή του μέτρου εξακολουθεί να είναι απαραίτητη. Στο πλαίσιο της μεσοπρόθεσμης επανεξέτασης, η Επιτροπή θα λάβει επίσης υπόψη της τα μέτρα που έλαβαν οι Κοινοτικοί παραγωγοί μέσω της αναδιάρθρωσης.

(121) Σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία και τις διεθνείς υποχρεώσεις της Κοινότητας, τα μέτρα διασφάλισης δεν πρέπει να εφαρμόζονται σε προϊόν καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών, εφόσον το μερίδιο των εισαγωγών του προϊόντος αυτού στην Κοινότητα δεν υπερβαίνει το 3 %. Η μόνη αναπτυσσόμενη χώρα που δεν πληροί τους όρους για να επωφεληθεί από την παρέκκλιση είναι η ΛΔΚ. Οι αναπτυσσόμενες χώρες για τις οποίες δεν εφαρμόζονται τα οριστικά μέτρα, πρέπει επομένως να προσδιοριστούν και αυτό γίνεται στο παράρτημα 2.

11.2. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΣΕΩΝ

(122) Πριν από την επιβολή των μέτρων, ορισμένοι εισαγωγείς και οι ενώσεις τους ζήτησαν να εισαχθεί ένα σύστημα που θα επέτρεπε στους παραδοσιακούς εισαγωγείς που εισάγουν εκ παραδόσεως το υπό εξέταση προϊόν από τη ΛΔΚ να έχουν εγγυημένες ποσότητες με βάση τα συνήθη επίπεδα των εισαγωγών τους από τη ΛΔΚ. Άλλοι εισαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι κάθε σύστημα ποσοστώσεων θα πρέπει να λειτουργεί με βάση την αρχή του "όποιος παρουσιάζεται πρώτος, εξυπηρετείται πρώτος", για να αποφευχθεί άσκοπη διοικητική επιβάρυνση και να διατηρηθεί ο ανταγωνισμός.

(123) Για να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες για την κατάρτιση της κατάλληλης μεθόδου για τη διαχείριση των ποσοστώσεων, η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση στις 2 Oκτωβρίου 2003(8). Με βάση τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν, σε καθεμία από τις περιόδους κονσερβοποίησης 1999/2000, 2000/01 και 2001/02, το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος (παραπάνω από 90 %) εισήχθη από μικρό αριθμό εισαγωγέων που εισήγαγαν μέσον όρο 500 τόνων ή περισσότερο ανά περίοδο κονσερβοποίησης (εφεξής καλούμενοι "παραδοσιακοί εισαγωγείς"). Το υπόλοιπο μέρος εισήχθη από εισαγωγείς άλλους από τους παραδοσιακούς (εφεξής καλούμενοι "άλλοι εισαγωγείς").

(124) Ενώ ορισμένοι εισαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι το κατώτατο όριο για τους παραδοσιακούς εισαγωγείς θα πρέπει να είναι χαμηλότερο (π.χ. 300 τόνοι ή λιγότερο), κατά την εφαρμογή των προσωρινών μέτρων διαπιστώθηκε ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός εισαγωγέων που επιθυμούσαν να εισάγουν μικρότερες ποσότητες. Ως εκ τούτου, τα συμφέροντα των εισαγωγέων μικρότερων ποσοτήτων στο σύνολό τους εξυπηρετούνται καλύτερα με την αύξηση της διαθέσιμης ποσόστωσης σε μη παραδοσιακούς εισαγωγείς, και όχι με τη μείωση του κατώτατου ορίου για τους παραδοσιακούς εισαγωγείς.

(125) Η Επιτροπή, αφού εξέτασε την αίτηση με βάση την πείρα που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή των προσωρινών μέτρων, σημειώνει τα ακόλουθα:

- Ελλείψει συστήματος εγγύησης των εκδιδόμενων αδειών, η τιμή του εισαγόμενου προϊόντος από τη ΛΔΚ πιθανόν να αυξηθεί εντυπωσιακά κατά το πρώτο μέρος της περιόδου δασμολογικής ποσόστωσης, και μπορεί στη συνέχεια να σημειώσει απότομη πτώση όταν οι εισαγωγείς επιτύχουν ή υπερβούν το επίπεδο εισαγωγών που είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση των παραγγελιών (οι λεγόμενες "απροσδόκητες επιπτώσεις"). Οι "απροσδόκητες επιπτώσεις" της κατανομής της δασμολογικής ποσόστωσης σε βάση "εξυπηρέτησης κατά σειρά προτεραιότητας" μπορούν να βλάψουν τους κοινοτικούς παραγωγούς επειδή η ζήτηση θα επικεντρωθεί στις εισαγωγές από τη ΛΔΚ κατά την αρχή της περιόδου κονσερβοποίησης και θα μεταβιβαστεί στο προϊόν των κοινοτικών παραγωγών μόνον μετά την εξάντληση της δασμολογικής ποσόστωσης. Αυτό απειλεί να μειώσει τις πωλήσεις των κοινοτικών παραγωγών στις αρχές της περιόδου κονσερβοποίησης, οι οποίοι θα υποστούν επίσης τις συνέπειες της αβεβαιότητας που θα δημιουργηθεί από τις σοβαρές διακυμάνσεις των τιμών. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα θέσει σε κίνδυνο την υλοποίηση του στόχου που επιδιώκεται με τη θέσπιση των οριστικών μέτρων.

- Είναι προς το συμφέρον των σημερινών εισαγωγέων που κανονικά εισάγουν σημαντικές ποσότητες του υπό εξέταση προϊόντος από τη ΛΔΚ, να εξασφαλιστεί η διατήρηση των παραδοσιακών εμπορικών ρευμάτων και να συνεχιστεί η δυνατότητα εισαγωγής ορισμένης ποσότητας του υπό εξέταση προϊόντος από τη ΛΔΚ χωρίς πρόσθετο δασμό. Είναι επίσης προς το συμφέρον των νέων εισαγωγέων να έχουν τη δυνατότητα να εισάγουν το εν λόγω προϊόν από τη ΛΔΚ χωρίς πρόσθετο δασμό.

- Είναι προς το συμφέρον των εμπόρων λιανικής πώλησης και των καταναλωτών να συνεχιστεί η απαραίτητη παροχή του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά και να σταθεροποιηθεί η τιμή αγοράς.

- Η μορφή των οριστικών μέτρων πρέπει να είναι τέτοια ώστε να επιτυγχάνουν το στόχο τους και να ελαχιστοποιούν ταυτόχρονα τις περιττές διαταράξεις της αγοράς, όπως είναι οι σοβαρές διακυμάνσεις των τιμών και οι αρνητικές επιπτώσεις στους κοινοτικούς παραγωγούς, καθώς και να εξασφαλίζουν το λιγότερο δυνατό διοικητικό φόρτο εργασίας για τους εισαγωγείς. Σχετικά με αυτό το θέμα σημειώνεται ότι κατά την περίοδο εφαρμογής των προσωρινών μέτρων, οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος πράγματι αυξήθηκαν, ενώ η τιμή λιανικής πώλησης που εφήρμοσε τουλάχιστον ένας από τους κύριους παράγοντες μειώθηκε κατά 17 %.

- Η μορφή των μέτρων είναι τέτοια που να ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ εισαγωγέων σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό και να εξασφαλίζει ότι νέοι μη παραδοσιακοί εισαγωγείς έχουν την ευκαιρία να συμμετάσχουν στην αγορά.

(126) Έχοντας λάβει υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν θα ήταν σκόπιμο να χορηγείται η δασμολογική ποσόστωση σε βάση "εξυπηρέτησης κατά σειρά προτεραιότητας". Αντίθετα, οι εν λόγω οικονομικοί παράγοντες που εισάγουν εκ παραδόσεως σημαντική ποσότητα του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα ή στις προσχωρούσες χώρες (οι λεγόμενοι "παραδοσιακοί εισαγωγείς") θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση για άδεια εισαγωγής ποσότητας του εν λόγω προϊόντος χωρίς πρόσθετο δασμό, με βάση το παραδοσιακό τους επίπεδο εισαγωγών από τη ΛΔΚ. Παράλληλα, άλλοι εισαγωγείς που επιθυμούν να εισάγουν το υπό εξέταση προϊόν στην Κοινότητα από τη ΛΔΚ, αλλά δεν πληρούν τα εν λόγω κριτήρια (οι λεγόμενοι "άλλοι εισαγωγείς") θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση για άδεια εισαγωγής ποσότητας του υπό εξέταση προϊόντος χωρίς πρόσθετο δασμό.

(127) Συνεπώς θα πρέπει να καθιερωθεί σύστημα αδειών σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος ατελώς υπόκειται σε προσκόμιση άδειας εισαγωγής. Οι λεπτομερείς κανόνες για το εν λόγω σύστημα θα πρέπει να είναι συμπληρωματικοί, ή να αποκλίνουν από αυτούς που θέσπισε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1291/2000 της Επιτροπής, της 9ης Ιουνίου 2000, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού πιστοποιητικού για τα γεωργικά προϊόντα(9), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 322/2004(10).

(128) Για να λειτουργεί αποτελεσματικά το καθεστώς, το δικαίωμα υποβολής αίτησης για άδεια θα πρέπει να περιορίζεται στους επιχειρηματικούς παράγοντες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, άτομα ή ομάδες που έχουν πρόσφατη πείρα από εισαγωγή στην Κοινότητα ή στις προσχωρούσες χώρες. Aπαιτείται επίσης η λήψη μέτρων για να περιοριστούν στο ελάχιστο οι κερδοσκοπικές αιτήσεις για άδεια εισαγωγής που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τη μη πλήρη χρησιμοποίηση των δασμολογικών ποσοστώσεων. Ως εκ τούτου, για να έχουν δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για άδεια, οι εισαγωγείς θα πρέπει να έχουν πρόσφατα εισάγει στην Κοινότητα εύλογη ελάχιστη ποσότητα ομοειδών προϊόντων. Δεδομένης της φύσεως και της αξίας του υπό εξέταση προϊόντος, θεωρείται εύλογο ότι, για να έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για άδεια, οι εισαγωγείς οφείλουν να έχουν εισάγει τουλάχιστον 50 τόνους μεταποιημένων οπωροκηπευτικών προϊόντων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/96 σε μία ή περισσότερες από τις τρεις τελευταίες περιόδους κονσερβοποίησης 2000/01, 2001/02 και 2002/03 για την πρώτη περίοδο των οριστικών μέτρων (11 Απριλίου 2004 έως 10 Απριλίου 2005). Επιπλέον, θα πρέπει να προβλεφθεί η απαίτηση καταβολής ασφάλειας για κάθε τόνο του υπό εξέταση προϊόντος για το οποίο υποβάλλεται αίτηση άδειας. Η εν λόγω ασφάλεια θα πρέπει να είναι σε επίπεδο αρκετά υψηλό για να αποθαρρύνει τις κερδοσκοπικές αιτήσεις, αλλά όχι τόσο υψηλό ώστε να αποθαρρύνει αυτούς που ασκούν γνήσια εμπορική δραστηριότητα που σχετίζεται με τα μεταποιημένα οπωροκηπευτικά προϊόντα. Θεωρείται ότι είναι εύλογο να καθοριστεί στην προκειμένη περίπτωση ασφάλεια ίση με περίπου το 20 % της αξίας του εν λόγω εισαχθέντος προϊόντος.

(129) Κατά τα προσωρινά μέτρα, οι παραδοσιακοί εισαγωγείς έλαβαν 85 % της δασμολογικής ποσόστωσης (23435 τόνους σε ετήσια βάση), ενώ οι άλλοι εισαγωγείς έλαβαν 15 % (4135 τόνους σε ετήσια βάση). Τα μέτρα θα πρέπει να αποσκοπούν στη διατήρηση της θέσεως των παραδοσιακών εισαγωγέων, και παράλληλα στη διατήρηση του ανταγωνισμού και στην εξασφάλιση πρόσβασης στην αγορά άλλων εισαγωγέων. Σημαντικός αριθμός εισαγωγέων έχει παράδοση ως προς την εισαγωγή satsumas σε κονσέρβες από τη ΛΔΚ, αλλά δεν πληροί το κατώτατο όριο των 500 τόνων ώστε να θεωρείται παραδοσιακός εισαγωγέας. Δεδομένου ότι αυτοί οι εισαγωγείς εισάγουν διάφορες ποσότητες, θεωρήθηκε δικαιότερο να αυξηθεί το ποσό της δασμολογικής ποσόστωσης για τους εν λόγω εισαγωγείς, παρά να μειωθεί το κατώτατο όριο των ποσοτήτων.

(130) Θεωρείται ότι, παρά το υψηλό ποσοστό του υπό εξέταση προϊόντος που εισήχθη από παραδοσιακούς εισαγωγείς κατά τις πρόσφατες περιόδους κονσερβοποίησης, για να διατηρηθεί ανοιχτή η αγορά, να διατηρηθεί ο ανταγωνισμός και να έχουν την ευκαιρία οι εισαγωγείς μικρότερων ποσοτήτων να συμμετάσχουν στην αγορά, θα πρέπει να διατεθεί τουλάχιστον 25 % των δασμολογικών ποσοστώσεων των προϊόντων καταγωγής ΛΔΚ για "άλλους εισαγωγείς". Με κατανομή 75 % στους παραδοσιακούς εισαγωγείς κατά τα οριστικά μέτρα, η αρχική ετήσια ποσότητα της ποσόστωσης που είναι διαθέσιμη γι' αυτούς θα διατηρηθεί σε 23132 τόνους. Έτσι θα διατηρηθεί η θέση των παραδοσιακών εισαγωγέων, ενώ θα επιτραπεί η κατανομή μεγαλύτερου εκατοστιαίου ποσοστού σε μη παραδοσιακούς εισαγωγές απ' ό,τι κατανεμήθηκε κατά τα προσωρινά μέτρα. Συνεπώς η ποσότητα που κατανέμεται σε άλλους εισαγωγείς θα πρέπει να αυξηθεί σε 7711 τόνους (25 % της δασμολογικής ποσόστωσης).

(131) Θα πρέπει να χορηγούνται άδειες για το εκατοστιαίο ποσοστό της δασμολογικής ποσόστωσης που κατανέμεται στους παραδοσιακούς εισαγωγείς για την εν λόγω περίοδο για τις εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος καταγωγής ΛΔΚ ύστερα από αίτηση και σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια, σε παραδοσιακούς εισαγωγείς. Οι άδειες για το υπόλοιπο της δασμολογικής ποσόστωσης θα πρέπει να χορηγούνται ύστερα από υποβολή αίτησης και σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια σε "άλλους εισαγωγείς". Τα κριτήρια αυτά είναι απαραίτητα για να εξασφαλιστεί ότι κάθε παραδοσιακός εισαγωγέας έχει την ευκαιρία να διατηρήσει τη θέση του έναντι άλλων παραδοσιακών εισαγωγέων, ότι κανένας μεμονωμένος εισαγωγέας δεν είναι σε θέση να ελέγξει την αγορά και ότι διατηρείται ο ανταγωνισμός μεταξύ των εισαγωγέων. Σχετικά με αυτό το θέμα, το καταλληλότερο αντικειμενικό κριτήριο για τους παραδοσιακούς εισαγωγείς είναι η μέγιστη ποσότητα (καθαρό βάρος) του υπό εξέταση προϊόντος που εισάγεται ανά περίοδο κονσερβοποίησης από τον παραδοσιακό εισαγωγέα κατά τις τρεις τελευταίες περιόδους κονσερβοποίησης 2001/02 και 2002/03 για την πρώτη περίοδο των οριστικών μέτρων (11 Απριλίου 2004 έως 10 Απριλίου 2005). Το καταλληλότερο αντικειμενικό κριτήριο για τους άλλους εισαγωγείς είναι όριο 20 % της δασμολογικής ποσόστωσης που είναι διαθέσιμη για τους άλλους εισαγωγείς για προϊόντα κινεζικής καταγωγής (ήτοι 3 % της δασμολογικής ποσόστωσης για τα εμπορεύματα κινεζικής καταγωγής).

(132) Όσον αφορά τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής χωρών άλλων από τη ΛΔΚ, δεδομένου ότι οι παραδοσιακοί εισαγωγείς δεν εισάγουν σημαντικές ποσότητες του υπό εξέταση προϊόντος από χώρες άλλες από τη ΛΔΚ, και δεδομένου ότι η δασμολογική ποσόστωση που θα καθοριστεί είναι σημαντικά υψηλότερη από τις εισαγωγές κατά προηγούμενες περιόδους κονσερβοποίησης, θεωρείται ότι ολόκληρη η δασμολογική ποσόστωση θα πρέπει να είναι διαθέσιμη για όλους τους εισαγωγείς στην ίδια βάση και ότι (για τους προαναφερθέντες λόγους) τα καταλληλότερα αντικειμενικά κριτήρια για τον περιορισμό των αιτήσεων για τις εισαγωγικές άδειες είναι όριο 20 % της δασμολογικής ποσόστωσης για τα εμπορεύματα της εν λόγω καταγωγής.

(133) Η επιλεξιμότητα των προϊόντων που εισάγονται από αναπτυσσόμενες χώρες, ώστε να εξαιρούνται από τις δασμολογικές ποσοστώσεις, εξαρτάται από την καταγωγή των προϊόντων. Η επιλεξιμότητα των εισαγόμενων προϊόντων για τη δασμολογική ποσόστωση που χορηγείται για τις εισαγωγές καταγωγής ΛΔΚ και για τη δασμολογική ποσόστωση για τις εισαγωγές καταγωγής όλων των άλλων χωρών, εξαρτάται επίσης από την καταγωγή των προϊόντων. Επομένως, πρέπει να εφαρμόζονται τα κριτήρια προσδιορισμού της καταγωγής που ισχύουν σήμερα στην Κοινότητα και, για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική διαχείριση των ποσοστώσεων, πρέπει να ζητείται η προσκόμιση πιστοποιητικού καταγωγής στα κοινοτικά σύνορα για τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καλύπτονται από αποδεικτικό καταγωγής εκδοθέν ή συνταχθέν σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες που έχουν θεσπιστεί για την υπαγωγή σε μέτρα δασμολογικών προτιμήσεων.

11.3. ΔΙΑΡΚΕΙΑ

(134) Τα οριστικά μέτρα δεν θα πρέπει να διαρκέσουν περισσότερο από τέσσερα έτη, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου των προσωρινών μέτρων που άρχισαν να ισχύουν στις 9 Νοεμβρίου 2003. Θα πρέπει συνεπώς να λήξουν το αργότερο στις 8 Νοεμβρίου 2007,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Καθεστώς δασμολογικών ποσοστώσεων

1. Ανοίγεται καθεστώς δασμολογικής ποσόστωσης σε σχέση με τις εισαγωγές στην Κοινότητα ορισμένων παρασκευασμένων ή διατηρημένων μανταρινιών (συμπεριλαμβανομένων των tangerines και satsumas), κλημεντινών, wilkings και άλλων παρομοίων υβριδίων εσπεριδοειδών, χωρίς προσθήκη αλκοόλης, με προσθήκη ζάχαρης, που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 2008 30 55 και 2008 30 75 (εφεξής "κονσερβοποιημένα μανταρίνια"). Ο όγκος καθεμιάς από τις δασμολογικές ποσοστώσεις, και η περίοδος για την οποία ισχύει, διευκρινίζονται στο παράρτημα 1.

2. Εξακολουθεί να ισχύει ο συμβατικός συντελεστής δασμού που προβλέπεται για τα προϊόντα αυτά στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου(11), ή οποιοσδήποτε άλλος προτιμησιακός συντελεστής δασμού, για τα κονσερβοποιημένα μανταρίνια που εισάγονται σύμφωνα με τις ποσοστώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3. Σύμφωνα με το άρθρο 9, οι εισαγωγές των εν λόγω κονσερβοποιημένων μανταρινιών που πραγματοποιούνται χωρίς υποβολή άδειας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, σχετικής με τη χώρα από την οποία κατάγονται τα εν λόγω κονσερβοποιημένα μανταρίνια υπόκεινται σε πρόσθετο δασμό 301 ευρώ ανά τόνο.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

α) "περίοδος κονσερβοποίησης": περίοδος δώδεκα μηνών από την 1η Οκτωβρίου ενός έτους έως τις 30 Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους·

β) "προσχωρούσες χώρες": Λεττονία, Λιθουανία, Εσθονία, Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχική Δημοκρατία, Σλοβακία, Σλοβενία, Μάλτα και Κύπρος·

γ) "εισαγωγέας": επιχειρηματίας, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, άτομο ή ομάδα που έχει εισάγει στην Κοινότητα, ή στις προσχωρούσες χώρες, κατά μία ή περισσότερες από τις τρεις τελευταίες περιόδους κονσερβοποίησης, τουλάχιστον 50 τόνους ανά περίοδο κονσερβοποίησης μεταποιημένων οπωροκηπευτικών προϊόντων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/96, ανεξάρτητα από την καταγωγή των εν λόγω εισαγωγών·

δ) "παραδοσιακός εισαγωγέας": εισαγωγέας που εισήγαγε μέσον όρο 500 τόνων ή περισσότερο κονσερβοποιημένων μανταρινιών ανά περίοδο κονσερβοποίησης στην Κοινότητα ή στις προσχωρούσες χώρες κατά τις τρεις τελευταίες περιόδους κονσερβοποίησης, ανεξάρτητα από την καταγωγή των εν λόγω εισαγωγών·

ε) "ποσότητα αναφοράς": μέγιστη ποσότητα κονσερβοποιημένων μανταρινιών που εισάγονται ανά περίοδο κονσερβοποίησης από παραδοσιακό εισαγωγέα κατά τη διάρκεια μίας από τις τρεις τελευταίες περιόδους κονσερβοποίησης·

στ) "άλλοι εισαγωγείς": εισαγωγείς που δεν είναι παραδοσιακοί·

ζ) "καταγωγή": αναφέρεται στη χώρα από την οποία κατάγεται ένα εισαγόμενο προϊόν, είτε πρόκειται για τη ΛΔΚ είτε για άλλη χώρα.

Άρθρο 3

Καθεστώς αδειών εισαγωγής

1. Όλες οι εισαγωγές στο πλαίσιο των ποσοστώσεων του άρθρου 1 παράγραφος 1 υπόκεινται στην υποβολή άδειας εισαγωγής (εφεξής "άδεια") που εκδίδεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1291/2000, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

2. Το άρθρο 8 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1291/2000 δεν ισχύει για τις άδειες. Το τετραγωνίδιο 19 των αδειών φέρει τη μνεία "0".

3. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1291/2000, τα δικαιώματα που απορρέουν από τις άδειες δεν είναι μεταβιβάσιμα.

4. Το ποσό της ασφάλειας που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1291/2000 είναι 150 ευρώ ανά τόνο καθαρού βάρους.

Άρθρο 4

Ισχύς των αδειών

1. Το τετραγωνίδιο 8 των αιτήσεων άδειας και των αδειών αναφέρει τη χώρα καταγωγής του προϊόντος. Η λέξη "ναι" στο τετραγωνίδιο 8 σημειώνεται με σταυρό. Οι άδειες ισχύουν μόνο για τα προϊόντα που κατάγονται από τη χώρα που αναφέρεται στο εκάστοτε τετραγωνίδιο.

2. Οι άδειες ισχύουν μόνο για την περίοδο για την οποία εκδόθηκαν. To τετραγωνίδιο 24 περιέχει στοιχεία για την περίοδο ισχύος της άδειας (π.χ. "άδεια που ισχύει μόνον από τις 11 Απριλίου 2004 έως τις 10 Απριλίου 2005").

Άρθρο 5

Αιτήσεις άδειας

1. Μόνον οι εισαγωγείς μπορούν να υποβάλουν αιτήσεις άδειας.

Οι αιτήσεις υποβάλλονται στις αρμόδιες εθνικές αρχές. Για να τεκμηριώσουν τις αιτήσεις τους, οι εισαγωγείς παρέχουν πληροφορίες που αποδεικνύουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές τη συμμόρφωσή τους στο άρθρο 2 στοιχεία γ) και δ).

2. Οι αιτήσεις για άδεια για την περίοδο έως τις 10 Απριλίου 2005 μπορούν να υποβληθούν για την περίοδο από την 1η έως τις 7 Μαου 2004. Οι αιτήσεις για άδεια για τυχόν μεταγενέστερη περίοδο μπορούν να υποβληθούν από την 1η έως τις 8 Φεβρουαρίου αμέσως πριν από την έναρξη της σχετικής περιόδου σε όλες τις περιπτώσεις.

3. Οι αιτήσεις άδειας που υποβάλλουν παραδοσιακοί εισαγωγείς καλύπτουν ποσότητα όχι μεγαλύτερη από την ποσότητα αναφοράς για τον παραδοσιακό εισαγωγέα που σχετίζεται από τις εισαγωγές κονσερβοποιημένων μανταρινιών καταγωγής ΛΔΚ, και όχι περισσότερο από 20 % της δασμολογικής ποσόστωσης που καθορίζεται όσον αφορά τις εισαγωγές κονσερβοποιημένων μανταρινιών καταγωγής όλων των άλλων χωρών.

4. Οι αιτήσεις άδειας που υποβάλλουν οι άλλοι εισαγωγείς καλύπτουν ποσότητα όχι μεγαλύτερη από το 3 % της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο παράρτημα 1 σχετικά με τις εισαγωγές κονσερβοποιημένων μανταρινιών καταγωγής ΛΔΚ, και όχι μεγαλύτερη από 20 % της δασμολογικής ποσόστωσης που καθορίζεται όσον αφορά τις εισαγωγές κονσερβοποιημένων μανταρινιών καταγωγής όλων των άλλων χωρών.

5. Το τετραγωνίδιο 20 των αιτήσεων άδειας φέρει τη μνεία "παραδοσιακός εισαγωγέας" ή "άλλος εισαγωγέας", ανάλογα με την περίπτωση, και "αίτηση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 658/2004".

Άρθρο 6

Κατανομή των δασμολογικών ποσοστώσεων

1. Για τις εισαγωγές κινεζικής καταγωγής, η δασμολογική ποσόστωση που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 κατανέμεται κατά τον εξής τρόπο:

α) 75 % σε παραδοσιακούς εισαγωγείς·

β) 25 % σε άλλους εισαγωγείς.

2. Για τις εισαγωγές που δεν είναι κινεζικής καταγωγής, η ποσόστωση που καθορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 διατίθεται σε παραδοσιακούς και άλλους εισαγωγείς.

Άρθρο 7

Ανακοινώσεις των κρατών μελών στην Επιτροπή

1. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή κατά πόσον υποβλήθηκαν οι αιτήσεις για άδεια εισαγωγής και καλύφθηκαν οι ποσότητες από τις αιτήσεις άδειας.

2. Για την περίοδο από τις 11 Απριλίου 2004 έως τις 10 Απριλίου 2005, οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ανακοινώνονται το αργότερο στις 12 το μεσημέρι (ώρα Βρυξελλών) στις 11 Μαου 2004.

3. Για κάθε μεταγενέστερη περίοδο, οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ανακοινώνονται το αργότερο στις 12 το μεσημέρι (ώρα Βρυξελλών) στις 10 Φεβρουαρίου αμέσως πριν την αρχή της σχετικής περιόδου.

4. Η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται με ηλεκτρονικά μέσα στο έντυπο που αποστέλλεται για το σκοπό αυτό από την Επιτροπή στα κράτη μέλη. Η πληροφορία που περιέχεται στο εν λόγω έντυπο κατανέμεται ανά τύπο εισαγωγέα και ανά καταγωγή, κατά την έννοια του άρθρου 2.

Άρθρο 8

Έκδοση των αδειών

1. Με βάση τις πληροφορίες που κοινοποιούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 7, η Επιτροπή καθορίζει, με την έκδοση κανονισμού, για κάθε καταγωγή και κάθε τύπο εισαγωγέα κατά την έννοια του άρθρου 2, λαμβανομένης υπόψη της παραγράφου 2, την αναλογία με την οποία εκδίδονται οι άδειες. Η εν λόγω απόφαση λαμβάνεται το αργότερο στις 2 Ιουνίου 2004 στην περίπτωση της περιόδου από τις 11 Απριλίου 2004 έως τις 10 Απριλίου 2005, και, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο στις 15 Μαρτίου αμέσως πριν από την έναρξη της σχετικής περιόδου.

2. Στην περίπτωση που, με βάση τις πληροφορίες που κοινοποιούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 7, η Επιτροπή κρίνει ότι οι αιτήσεις για άδεια υπερβαίνουν τις ποσότητες που καθορίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 6, καθορίζει ενιαίο εκατοστιαίο ποσοστό μείωσης στις εν λόγω αιτήσεις άδειας.

3. Οι άδειες εκδίδονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές την τέταρτη εργάσιμη ημέρα μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

4. Στην περίπτωση που, σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ποσότητα για την οποία εκδίδεται η άδεια είναι κατώτερη από την αιτούμενη ποσότητα, η αίτηση για άδεια μπορεί να αποσυρθεί εντός τριών εργάσιμων ημερών από την έναρξη ισχύος των μέτρων που θεσπίζονται σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο. Στην περίπτωση απόσυρσης, η ασφάλεια αποδεσμεύεται αμέσως.

Άρθρο 9

Αναπτυσσόμενες χώρες

Οι εισαγωγές μανταρινιών σε κονσέρβες καταγωγής μιας από τις αναπτυσσόμενες χώρες που προσδιορίζονται στο παράρτημα 2, δεν υπάγονται, ή δεν κατανέμονται, στις δασμολογικές ποσοστώσεις.

Άρθρο 10

Γενικές διατάξεις

1. Η καταγωγή κονσερβοποιημένων μανταρινιών για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός προσδιορίζεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στην Κοινότητα.

2. Σύμφωνα με την παράγραφο 3, οποιαδήποτε θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα κονσερβοποιημένων μανταρινιών καταγωγής τρίτης χώρας υπόκειται στην υποβολή πιστοποιητικού καταγωγής που εκδίδεται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές της εν λόγω χώρας που πληροί τους όρους που θέτει το άρθρο 47 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής(12).

3. Το πιστοποιητικό καταγωγής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) δεν είναι αναγκαίο για εισαγωγές μανταρινιών σε κονσέρβα που καλύπτονται από αποδεικτικό καταγωγής εκδοθέν ή συνταχθέν σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες που έχουν θεσπιστεί για την υπαγωγή σε μέτρα δασμολογικών.

4. Τα αποδεικτικά καταγωγής γίνονται αποδεκτά μόνον εφόσον τα κονσερβοποιημένα μανταρίνια ανταποκρίνονται στα κριτήρια προσδιορισμού της καταγωγής, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στην Κοινότητα.

Άρθρο 11

Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συνεργάζονται στενά για να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 12

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 11 Απριλίου 2004 και εφαρμόζεται έως τις 8 Νοεμβρίου 2007.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 7 Απριλίου 2004.

Για την Επιτροπή

Pascal Lamy

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ L 349 της 31.12.1994, σ. 53.

(2) ΕΕ L 286 της 11.11.2000, σ. 1.

(3) ΕΕ L 67 της 10.3.1994, σ. 89.

(4) ΕΕ L 65 της 8.3.2003, σ. 1.

(5) ΕΕ L 290 της 8.11.2003, σ. 3.

(6) ΕΕ L 297 της 21.11.1996, σ. 29.

(7) ΕΕ L 64 της 2.3.2004, σ. 25.

(8) ΕΕ C 236 της 2.10.2003, σ. 30.

(9) ΕΕ L 152 της 24.6.2000, σ. 1.

(10) ΕΕ L 58 της 26.2.2004, σ. 3.

(11) ΕΕ L 256 της 7.9.1987, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 2344/2003 της Επιτροπής (ΕΕ L 346 της 31.12.2003, σ. 38).

(12) ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 2286/2003 (ΕΕ L 343 της 31.12.2003, σ. 1).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κατάλογος αναπτυσσομένων χωρών - που εξαιρούνται από τα μέτρα επειδή εξάγουν λιγότερο του 3 % των εισαγωγών στην Κοινότητα

Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Αφγανιστάν, Αντίγκουα και Μπαρμπούντα, Αγκόλα, Αργεντινή, Μπαρμπάντος, Μπανγκλαντές, Μπουρκίνα Φάσο, Μπαχρέιν, Μπουρούντι, Μπενίν, Μπρούνεϊ Νταρουσάλαμ, Βολιβία, Βραζιλία, Μπαχάμες, Μπουτάν, Μποτσουάνα, Μπελίζ, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Κονγκό, Ακτή του Ελεφαντοστού, Χιλή, Καμερούν, Κολομβία, Κόστα Ρίκα, Κούβα, Πράσινο Ακρωτήριο, Τζιμπουτί, Ντομίνικα, Δομινικανή Δημοκρατία, Αλγερία, Ισημερινός, Αίγυπτος, Ερυθραία, Αιθιοπία, Φίτζι, Ομοσπονδιακά Κράτη Μικρονησίας, Γκαμπόν, Γρενάδα, Γκάνα, Γκάμπια, Γουινέα, Ισημερινή Γουινέα, Γουατεμάλα, Γουινέα-Μπισσάου, Γουιάνα, Ονδούρα, Αϊτή, Χονγκ Κονγκ, Ινδονησία, Ινδία, Ιράκ, Ιράν (Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν), Τζαμάικα, Ιορδανία, Κένυα, Καμπότζη, Κιριμπάτι, Κομόρες, Άγιος Χριστόφορος και Νέβις, Κουβέιτ, Λαϊκή Δημοκρατία του Λάος, Λίβανος, Αγία Λουκία, Σρι Λάνκα, Λιβερία, Λεσόθο, Λαϊκή Αραβική Σοσιαλιστική Λιβυκή Τζαμαχιρία, Μαρόκο, Μαδαγασκάρη, Νήσοι Μάρσαλ, Μάλι, Μυανμάρ, Μογγολία, Μαυριτανία, Μαυρίκιος, Μαλδίβες, Μαλάουι, Μεξικό, Μαλαισία, Μοζαμβίκη, Ναμίμπια, Νίγηρας, Νιγηρία, Νικαράγουα, Νεπάλ, Ναούρου, Ομάν, Παναμάς, Περού, Παπούα-Νέα Γουινέα, Φιλιππίνες, Πακιστάν, Παλάου, Παραγουάη, Κατάρ, Ρουάντα, Σαουδική Αραβία, Νήσοι Σολομώντος, Σεϋχέλλες, Σουδάν, Σιέρα Λεόνε, Σενεγάλη, Σομαλία, Σουρινάμ, Σάο Τομέ και Πρίντσιπε, Ελ Σαλβαδόρ, Αραβική Δημοκρατία της Συρίας, Σουαζιλάνδη, Τσαντ, Τόγκο, Ταϊλάνδη, Τυνησία, Τόγκα, Ανατολικό Τιμόρ, Τρινιδάδ και Τομπάγκο, Τουβαλού, Τανζανία (Ηνωμένη Δημοκρατία), Κινεζική Ταϊπέι, Ουγκάντα, Ουρουγουάη, Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες, Βενεζουέλα, Βιετνάμ, Βανουάτου, Δυτικές Σαμόα, Υεμένη, Νότια Αφρική, Ζάμπια και Ζιμπάμπουε.