10.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 208/73


Διορθωτικό στην απόφαση 2004/418/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό των κατευθυντήριων γραμμών για τη διαχείριση του συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών (Rapex) και για τις κοινοποιήσεις που πραγματοποιούνται βάσει του άρθρου 11 της οδηγίας 2001/95/EΚ

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 151 της 30ής Απριλίου 2004 )

Η απόφαση 2004/418/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 29ης Απριλίου 2004

για τον καθορισμό των κατευθυντήριων γραμμών για τη διαχείριση του συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών (Rapex) και για τις κοινοποιήσεις που πραγματοποιούνται βάσει του άρθρου 11 της οδηγίας 2001/95/EΚ

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2004) 1676]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2004/418/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2001/95/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 11 τρίτο εδάφιο,

Ύστερα από διαβούλευση με την επιτροπή που συστάθηκε με το άρθρο 15 της οδηγίας 2001/95/EΚ,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2001/95/EΚ θεσπίζει το σύστημα ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών (Rapex) για την ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα μέτρα και τις ενέργειες για προϊόντα που εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών.

(2)

Το Rapex συμβάλλει στο να προλαμβάνεται η παροχή στους καταναλωτές προϊόντων που εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία και την ασφάλειά τους, ενισχύει την αποτελεσματικότητα και τη συνέπεια της εποπτείας στην αγορά καθώς και των δραστηριοτήτων επιβολής των σχετικών νομοθετικών διατάξεων στα κράτη μέλη και αποτελεί τη βάση για τον προσδιορισμό τυχόν αναγκών σε κοινοτικό επίπεδο.

(3)

Η διαδικασία κοινοποίησης του άρθρου 11 της οδηγίας 2001/95/EΚ προβλέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με μέτρα και ενέργειες που αφορούν επικίνδυνα προϊόντα τα οποία δεν συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών.

(4)

Για την αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών κοινοποίησης βάσει της οδηγίας 2001/95/ΕΚ από την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών απαιτείται η συνεκτική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εν λόγω οδηγίας, ιδίως της έννοιας του σοβαρού κινδύνου και των κινδύνων οι επιπτώσεις των οποίων δεν υπερβαίνουν ή δεν μπορούν να υπερβαίνουν το έδαφος ενός κράτους μέλους, αλλά μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για όλα τα κράτη μέλη.

(5)

Για να διευκολυνθεί η λειτουργία του Rapex και η διαδικασία κοινοποίησης του άρθρου 11, οι κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να περιλαμβάνουν ένα υπόδειγμα εντύπου κοινοποίησης καθώς και κριτήρια για τη διαβάθμιση των κοινοποιήσεων ανάλογα με το επείγον του περιεχομένου τους. Οι κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να καθορίζουν επίσης τις ρυθμίσεις λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών για τα διάφορα στάδια της διαδικασίας κοινοποίησης.

(6)

Οι κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να απευθύνονται στις εθνικές αρχές, οι οποίες έχουν οριστεί ως σημεία επαφής στο πλαίσιο του Rapex και είναι επιφορτισμένες με τη διαδικασία κοινοποίησης του άρθρου 11 της οδηγίας 2001/95/EΚ. Η Επιτροπή πρέπει να χρησιμοποιεί τις κατευθυντήριες γραμμές ως έγγραφο αναφοράς για τη διαχείριση του Rapex και της διαδικασίας κοινοποίησης του άρθρου 11,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η Επιτροπή εγκρίνει με την παρούσα απόφαση κατευθυντήριες γραμμές για να συμπληρώσει την οδηγία 2001/95/EΚ για τη διαχείριση του συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών (Rapex) και για τις κοινοποιήσεις που πραγματοποιούνται βάσει του άρθρου 11 της οδηγίας αυτής.

Οι κατευθυντήριες γραμμές παρατίθενται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 29 Απριλίου 2004.

Για την Επιτροπή

David BYRNE

Μέλος της Επιτροπής

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣγια τη διαχείριση του κοινοτικού συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών (Rapex) και για τις κοινοποιήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 2001/95/ΕΚ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1.

Εισαγωγή

2.

Γενικό πεδίο εφαρμογής του Rapex

3.

Κριτήρια για τον εντοπισμό σοβαρών κινδύνων

4.

Περιεχόμενα των κοινοποιήσεων Rapex

5.

Προθεσμίες για την υποβολή και τη διάδοση των κοινοποιήσεων Rapex

6.

Συνέχεια που δίδεται στις κοινοποιήσεις Rapex

7.

Εξέταση των κοινοποιήσεων από την Επιτροπή

8.

Δίκτυο ανταλλαγών στο πλαίσιο του Rapex

9.

Συντονισμός μεταξύ του Rapex και των άλλων μηχανισμών κοινοποίησης

10.

Κοινοποιήσεις δυνάμει του άρθρου 11 της ΟΓΑΠ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

I:

Έντυπο κοινοποίησης

II:

Έντυπο αντίδρασης σε κοινοποίηση

III:

Έντυπο κοινοποίησης για τα παιχνίδια

IV:

Προθεσμίες για τα εθνικά σημεία επαφής

V:

Προθεσμίες για το σημείο επαφής της Επιτροπής

1.   Εισαγωγή

1.1.   Ιστορικό και στόχοι των κατευθυντήριων γραμμών

Η οδηγία 2001/95/ΕΚ (2) για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων (ΟΓΑΠ) θεσπίζει το κοινοτικό σύστημα ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών (Rapex) για την ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με μέτρα και δράσεις για καταναλωτικά προϊόντα τα οποία εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών στο μέτρο που δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις στην κοινοτική νομοθεσία με τον ίδιο στόχο.

Επιπροσθέτως, η διαδικασία κοινοποίησης του άρθρου 11 της ΟΓΑΠ αποβλέπει στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με μέτρα και δράσεις για καταναλωτικά προϊόντα τα οποία δεν παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών.

Οι διαδικασίες αυτές αποτελούν τμήμα των διατάξεων της ΟΓΑΠ με σκοπό την εξασφάλιση της αποτελεσματικής και συνεκτικής εφαρμογής των ισχυουσών απαιτήσεων ασφάλειας.

Οι στόχοι του συστήματος Rapex είναι:

α)

η παροχή ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με μέτρα και δράσεις που θεσπίζονται όσον αφορά καταναλωτικά προϊόντα λόγω σοβαρού κινδύνου για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών·

β)

η ενημέρωση των κρατών μελών και της Επιτροπής για την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου πριν από τη θέσπιση μέτρων ή την ανάληψη δράσεων·

γ)

η συγκέντρωση και η διάδοση σε όλα τα κράτη μέλη πληροφοριών σχετικά με τη συνέχεια που δίνεται στις ανταλλασσόμενες πληροφορίες από τα κράτη μέλη που τις λαμβάνουν·

με σκοπό:

α)

την πρόληψη της προσφοράς στους καταναλωτές προϊόντων τα οποία εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλειά τους και, εν ανάγκη, την απόσυρσή τους από την αγορά ή την ανάκλησή τους από τους καταναλωτές·

β)

τη διευκόλυνση της παρακολούθησης της αποτελεσματικότητας και της συνέπειας της εποπτείας της αγοράς και των δραστηριοτήτων επιβολής των σχετικών ρυθμίσεων στα κράτη μέλη·

γ)

τον προσδιορισμό της ανάγκης και την παροχή βάσης για την ανάληψη δράσης σε κοινοτικό επίπεδο, όταν κρίνεται αναγκαίο·

δ)

τη συμβολή στη συνεκτική επιβολή των κοινοτικών απαιτήσεων για την ασφάλεια των προϊόντων και στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Ο μηχανισμός κοινοποίησης του άρθρου 11 της ΟΓΑΠ διευκολύνει επίσης την πρόληψη της προσφοράς στους καταναλωτές επικίνδυνων προϊόντων (που δεν παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο) και την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς στα κράτη μέλη.

Η ΟΓΑΠ προβλέπει τη θέσπιση μη δεσμευτικών κατευθυντήριων γραμμών που υποδεικνύουν απλά και σαφή κριτήρια και πρακτικούς ευπροσάρμοστους κανόνες, οι οποίοι μπορούν να τροποποιηθούν με σκοπό τη συμπλήρωση, τη βελτίωση ή την προσαρμογή τους υπό το πρίσμα της κτηθείσας πείρας και των νέων εξελίξεων, προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική λειτουργία του Rapex από την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών (3). Με άλλα λόγια, οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές αποβλέπουν στο να διευκολύνουν την πραγματική και συνεκτική εφαρμογή των διατάξεων της ΟΓΑΠ σχετικά με τις διαδικασίες κοινοποίησης.

Οι στόχοι των κατευθυντήριων γραμμών είναι:

α)

η αποσαφήνιση του πεδίου εφαρμογής του RapexX από λειτουργική άποψη, χάρη:

στη διαμόρφωση ενός εννοιολογικού πλαισίου για τις διατάξεις της οδηγίας που σχετίζονται με προϊόντα τα οποία εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους και ιδίως τον καθορισμό κριτηρίων για την εφαρμογή της έννοιας του «σοβαρού κινδύνου»,

στην παροχή καθοδήγησης για τους τύπους μέτρων, δράσεων και καταστάσεων που πρέπει να κοινοποιούνται,

στην παροχή καθοδήγησης για τον τρόπο κοινοποίησης στην Επιτροπή των μέτρων που λαμβάνονται από παραγωγούς ή διανομείς σε εθελοντική βάση, σε συμφωνία με τις αρχές ή κατόπιν αιτήματος των αρχών,

στην παροχή κριτηρίων για τον προσδιορισμό των «τοπικών υποθέσεων» (περιπτώσεις στις οποίες οι επιπτώσεις του υπόψη κινδύνου δεν επεκτείνονται ή δεν μπορούν να επεκταθούν πέρα του εδάφους ενός κράτους μέλους) που ενδέχεται να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για όλα τα κράτη μέλη, οπότε θα πρέπει να κοινοποιούνται,

στον καθορισμό κριτηρίων για την κοινοποίηση πληροφοριών για τα επικίνδυνα προϊόντα στην Επιτροπή πριν από τη λήψη μέτρων ή την ανάληψη δράσεων από το κράτος μέλος,

στον εντοπισμό των προϊόντων που καλύπτονται από ισοδύναμο ειδικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών, τα οποία επομένως εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Rapex,

στην κατάταξη και ευρετηρίαση των κοινοποιήσεων ανάλογα με το βαθμό επείγοντος·

β)

να οριστούν τα περιεχόμενα των κοινοποιήσεων, ιδίως των πληροφοριών και των δεδομένων που απαιτούνται, και τα έντυπα που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του συστήματος Rapex·

γ)

ο καθορισμός των επακόλουθων μέτρων από τα κράτη μέλη στα οποία υποβάλλεται κοινοποίηση και των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται σχετικά με τα επακόλουθα μέτρα·

δ)

η περιγραφή της διεκπεραίωσης των κοινοποιήσεων και των πληροφοριών για τα επακόλουθα μέτρα από την Επιτροπή·

ε)

ο καθορισμός των προθεσμιών για τις διάφορες φάσεις των διαδικασιών του Rapex·

στ)

ο ορισμός και η τεκμηρίωση των πρακτικών ρυθμίσεων σε επίπεδο της Επιτροπής και των κρατών μελών για τη λειτουργία του Rapex και όλων των σχετικών τεχνικών λεπτομερειών.

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές παρέχουν επίσης καθοδήγηση σχετικά με τη διαδικασία κοινοποίησης του άρθρου 11 της ΟΓΑΠ, χάρη στην αποσαφήνιση του πεδίου της διαδικασίας, στον αναλυτικό καθορισμό των περιεχομένων των κοινοποιήσεων και στη δημιουργία ρυθμίσεων για τη διεκπεραίωση και τη διαβίβαση των κοινοποιήσεων.

1.2.   Κύρος και περαιτέρω εξελίξεις των κατευθυντήριων γραμμών

Κύρος:

Το παρόν έγγραφο παρέχει λειτουργικές κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες θεσπίζονται από την Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της επιτροπής της ΟΓΑΠ, που ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία της συμβουλευτικής επιτροπής.

Ως εκ τούτου, οι κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν το κείμενο αναφοράς για την εφαρμογή των διατάξεων της ΟΓΑΠ όσον αφορά το Rapex, καθώς και για τις κοινοποιήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11 της ΟΓΑΠ.

Περαιτέρω εξελίξεις:

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές προσαρμόζονται υπό το πρίσμα της πείρας και των νέων εξελίξεων. Η Επιτροπή τις επικαιροποιεί ή τις τροποποιεί, ανάλογα με την ανάγκη, σε διαβούλευση με την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 15 της ΟΓΑΠ.

1.3.   Σε ποιον απευθύνονται οι κατευθυντήριες γραμμές

Οι παρούσες κατευθυντήριες απευθύνονται στις εθνικές αρχές των κρατών μελών που έχουν οριστεί για να συμμετέχουν στο δίκτυο RAPEX ως σημεία επαφής και οι οποίες είναι επιφορτισμένες με τη διαδικασία κοινοποίησης δυνάμει του άρθρου 11 της οδηγίας. Η Επιτροπή χρησιμοποιεί τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές ως κείμενο αναφοράς για τη διαχείριση του Rapex και της διαδικασίας κοινοποίησης δυνάμει του άρθρου 11 της οδηγίας.

2.   Γενικό πεδίο εφαρμογής του Rapex

2.1.   Ορισμός των προϊόντων που υπάγονται στην ΟΓΑΠ και κριτήρια για την εφαρμογή του ορισμού αυτού στους σκοπούς του Rapex

Οι διατάξεις της ΟΓΑΠ, και ιδίως η διαδικασία Rapex, εφαρμόζονται στα καταναλωτικά προϊόντα που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για τους καταναλωτές στο βαθμό που δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις στην κοινοτική νομοθεσία με τον ίδιο στόχο. Για παράδειγμα, στα προϊόντα που καλύπτονται από το Rapex περιλαμβάνονται τα παιχνίδια, οι οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, οι αναπτήρες, τα είδη παιδικής φροντίδας, τα αυτοκίνητα και τα λάστιχα κ.λπ.

Τα προϊόντα που υπάγονται στην ΟΓΑΠ ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο α):

«Ως “προϊόν” νοείται κάθε προϊόν που —και στο πλαίσιο επίσης μιας παροχής υπηρεσιών— προορίζεται για τους καταναλωτές ή ενδέχεται, υπό ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες, να χρησιμοποιηθεί από τους καταναλωτές ακόμη και αν δεν προορίζεται για αυτούς, και το οποίο παρέχεται ή διατίθεται στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, έναντι τιμήματος ή δωρεάν, είτε είναι καινουργές, είτε μεταχειρισμένο ή ανασκευασμένο.».

Τα ακόλουθα στοιχεία έχουν ιδιαίτερη σημασία:

τα προϊόντα πρέπει να προορίζονται για τους καταναλωτές και να παρέχονται ή να διατίθενται σε αυτούς, ή

ομοίως, υπό ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες, πρέπει να χρησιμοποιούνται από καταναλωτές ακόμη και αν δεν προορίζονται για χρήση από αυτούς. Τα προϊόντα που «μετατίθενται» από την επαγγελματική χρήση προς την καταναλωτική αγορά πρέπει επίσης να καλύπτονται. Με άλλα λόγια, τα προϊόντα που αρχικά είχαν αναπτυχθεί για επαγγελματική χρήση και διατεθεί στην αγορά προοριζόμενα για επαγγελματίες, τα οποία μεταγενέστερα διατέθηκαν επίσης στους καταναλωτές,

προϊόντα που παρέχονται στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών: η ΟΓΑΠ καλύπτει επίσης τα προϊόντα που παρέχονται ή διατίθενται σε καταναλωτές κατά τη διάρκεια της παροχής υπηρεσίας προς αυτούς. Τα καταναλωτικά προϊόντα διατίθενται συχνά σε συνδυασμό με ορισμένες υπηρεσίες (για παράδειγμα, η ενοικίαση μηχανημάτων). Ο εξοπλισμός που χρησιμοποιείται από τους ίδιους τους παρόχους υπηρεσιών για την παροχή υπηρεσίας δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ΟΓΑΠ, ιδίως οι εξοπλισμοί επί των οποίων κυκλοφορούν ή ταξιδεύουν οι καταναλωτές και τους οποίους χειρίζονται οι πάροχοι υπηρεσιών.

2.2.   Προϊόντα που εξαιρούνται από το Rapex λόγω της κάλυψής τους από ειδικές και ισοδύναμες απαιτήσεις για την ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών

Τα ακόλουθα προϊόντα εξαιρούνται από το Rapex επειδή καλύπτονται από ισοδύναμους μηχανισμούς κοινοποίησης, οι οποίοι θεσπίστηκαν από την κοινοτική νομοθεσία:

τα φαρμακευτικά προϊόντα που υπάγονται στις οδηγίες 75/319/ΕΟΚ (4) και 81/851/ΕΟΚ (5),

τα ενεργά εμφυτεύσιμα ιατρικά βοηθήματα τα οποία καλύπτονται από την οδηγία 90/385/ΕΟΚ (6), τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα τα οποία καλύπτονται από την οδηγία 93/42/ΕΟΚ (7) και τα ιατροτεχνολογικά βοηθήματα που χρησιμοποιούνται στη διάγνωση in vitro τα οποία καλύπτονται από την οδηγία 98/79/ΕΚ (8).

τα τρόφιμα και οι ζωοτροφές που υπάγονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 (9).

Περισσότερες πληροφορίες για τη σχέση μεταξύ των διαφόρων διαδικασιών κοινοποίησης που έχουν θεσπιστεί από την κοινοτική νομοθεσία παρατίθενται στο κεφάλαιο 9.1 και στο ξεχωριστό «Έγγραφο προσανατολισμού για τα σχέση μεταξύ της οδηγίας για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων και ορισμένων τομεακών οδηγιών (10)».

2.3   Μέτρα, αποφάσεις και δράσεις που πρέπει να κοινοποιούνται στο πλαίσιο του Rapex

Ένας ενδεικτικός κατάλογος των διαφόρων τύπων μέτρων και δράσεων από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που πρέπει να κοινοποιούνται στο πλαίσιο του Rapex, παρατίθεται στο άρθρο 8 της ΟΓΑΠ. Τα εν λόγω μέτρα και δράσεις αποσκοπούν:

στην υπαγωγή της εμπορίας του προϊόντος σε προϋποθέσεις,

στην απαίτηση να αναγράφονται στο προϊόν προειδοποιήσεις σχετικά με οποιονδήποτε κίνδυνο,

στην προειδοποίηση των καταναλωτών για τον κίνδυνο που παρουσιάζει το προϊόν,

στην προσωρινή ή οριστική απαγόρευση της προμήθειας, της πρότασης προμήθειας ή της έκθεσης του προϊόντος,

στην οργάνωση της απόσυρσης ή της ανάκλησης του προϊόντος,

στην εντολή στους παραγωγούς και τους διανομείς να αποσύρουν το προϊόν, να το ανακαλέσουν από τους καταναλωτές και να το καταστρέψουν.

Άλλα μέτρα και δράσεις που μπορούν να θεσπίσουν ή να αναλάβουν οι αρχές και τα οποία οφείλουν να κοινοποιήσουν:

συμφωνίες με παραγωγούς και διανομείς για την ανάληψη των αναγκαίων δράσεων με σκοπό την αποφυγή των κινδύνων που παρουσιάζουν τα προϊόντα,

συμφωνίες με παραγωγούς και διανομείς για την από κοινού οργάνωση της απόσυρσης, της ανάκλησης των προϊόντων από τους καταναλωτές και της καταστροφής τους, ή για την ανάληψη οποιασδήποτε άλλης κατάλληλης δράσης,

συμφωνίες με παραγωγούς και διανομείς για το συντονισμό της ανάκλησης του προϊόντος από τους καταναλωτές και της καταστροφής του.

Τα κράτη μέλη οφείλουν να κοινοποιήσουν όλα τα μέτρα αυτού του είδους, ακόμη και αν ενδέχεται να ασκηθεί ή ασκείται ήδη προσφυγή εναντίον τους σε εθνικό επίπεδο ή εάν υπόκεινται σε απαιτήσεις δημοσίευσης. Τα κράτη μέλη πρέπει να αναφέρουν στην κοινοποίηση εάν το μέτρο έχει οριστικό χαρακτήρα (είτε επειδή δεν έχει αμφισβητηθεί από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα είτε επειδή έχει επιβεβαιωθεί τελικά) ή εάν ενδέχεται ακόμη να ασκηθεί ή ασκείται προσφυγή. Εν πάση περιπτώσει, κάθε μεταγενέστερη αλλαγή στην εγκυρότητα του μέτρου πρέπει να ανακοινώνεται στην Επιτροπή.

Δυνάμει του άρθρου 5, οι παραγωγοί και οι διανομείς είναι υποχρεωμένοι να ενημερώνουν τις εθνικές αρχές όσον αφορά τις δράσεις ή τα μέτρα που λαμβάνουν σε εθελοντική βάση με σκοπό την αποφυγή του κινδύνου για τον καταναλωτή. Οι αρχές πρέπει να κοινοποιούν τα εθελοντικά αυτά μέτρα στην Επιτροπή όταν το προϊόν παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο (βλέπε κεφάλαιο 4.3).

2.4.   Λοιπές πληροφορίες για σοβαρούς κινδύνους που μπορούν να ανταλλαχθούν στο πλαίσιο του Rapex

Τα κράτη μέλη μπορούν να ενημερώσουν την Επιτροπή όσον αφορά:

κάθε πληροφορία σχετικά με την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου κατά το στάδιο που προηγείται της θέσπισης μέτρων ή της ανάληψης δράσης (άρθρο 12 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο). Στην περίπτωση αυτή, τα σημεία επαφής του Rapex πρέπει επίσης να ενημερώνουν την Επιτροπή για την τελική απόφαση,

τα μέτρα σχετικά με μια συγκεκριμένη παρτίδα προϊόντων την οποία έχει αποσύρει από την αγορά ένα κράτος μέλος λόγω σοβαρού κινδύνου και τη στιγμή της απόσυρσης από την αγορά όλων των προϊόντων της παρτίδας από το κράτος μέλος,

τις αποφάσεις των τελωνειακών αρχών να κρατήσουν ή να απορρίψουν προϊόντα στα σύνορα της ΕΕ εάν τα κρατηθέντα ή απορριφθέντα καταναλωτικά προϊόντα ενέχουν σοβαρό κίνδυνο. Τα σημεία επαφής διαβιβάζουν τις σχετικές πληροφορίες στις τελωνειακές αρχές τους (βλέπε λεπτομέρειες στο κεφάλαιο 8.3).

Η Επιτροπή μπορεί να λάβει πληροφορίες σχετικά με προϊόντα τα οποία παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία των καταναλωτών από τρίτες χώρες ή μέσω ισοδύναμων συστημάτων ενημέρωσης που έχουν δημιουργηθεί από άλλους οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων κρατών μη μελών της ΕΕ. Η Επιτροπή αξιολογεί τις πληροφορίες και δύναται να τις διαβιβάσει στα κράτη μέλη.

Αυτός ο τύπος πρόσθετων πληροφοριών για σοβαρούς κινδύνους που μπορούν να ανταλλαχθούν στο πλαίσιο του Rapex δεν απαιτεί επίσημη αντίδραση από τα υπόλοιπα κράτη μέλη ούτε τη χρήση τυποποιημένου εντύπου.

2.5.   Κριτήρια για την κοινοποίηση μέτρων σχετικά με κινδύνους που δεν επεκτείνονται πέραν του εδάφους ενός κράτους μέλους

Τα μέτρα και οι δράσεις σχετικά με κινδύνους των οποίων οι επιπτώσεις δεν επεκτείνονται ή δεν μπορούν να επεκταθούν πέρα του εδάφους ενός κράτους μέλους εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Rapex.

Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις τα μέτρα και οι δράσεις αυτού του είδους ενδέχεται να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τις αρμόδιες εκτελεστικές αρχές των άλλων κρατών μελών. Προκειμένου να αξιολογηθεί κατά πόσο ένα μέτρο το οποίο αφορά έναν κίνδυνο με τοπικές επιπτώσεις περιέχει πληροφορίες για την ασφάλεια του προϊόντος που ενδέχεται να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τα άλλα κράτη μέλη, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, για παράδειγμα, εάν το μέτρο λαμβάνεται σε ανταπόκριση σε ένα νέο είδος κινδύνου που δεν έχει ακόμη αναφερθεί σε άλλες κοινοποιήσεις, ή εάν σχετίζεται με ένα νέο κίνδυνο που προκύπτει από το συνδυασμό προϊόντων, ή εάν πρόκειται για ένα νέο είδος ή κατηγορία επικίνδυνου προϊόντος.

Τα μέτρα σχετικά με μεταχειρισμένα προϊόντα που πωλούνται από ιδιώτες και επί παραγγελία κατασκευαζόμενα προϊόντα που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Rapex, εάν το κράτος μέλος που έλαβε το μέτρο μπορεί να συμπεράνει από τις υφιστάμενες πληροφορίες ότι το προϊόν δεν στάθηκε δυνατό να βρεθεί σε άλλο κράτος μέλος.

Λαμβάνοντας υπόψη την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τον ανοικτό χαρακτήρα της ευρωπαϊκής οικονομίας και το γεγονός ότι οι καταναλωτές αγοράζουν προϊόντα όχι μόνο στην εγχώρια αγορά τους αλλά επίσης κατά τις διακοπές τους στο εξωτερικό ή μέσω του Διαδικτύου, τα σημεία επαφής ενθαρρύνονται να αναφέρουν τις δράσεις που αναλαμβάνονται όταν υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με το εάν ο κίνδυνος ενδέχεται να είναι σημαντικός ή να παρουσιάζει ενδιαφέρον για άλλα κράτη μέλη.

3.   Κριτήρια για τον εντοπισμό σοβαρών κινδύνων

3.1.   Ορισμός του σοβαρού κινδύνου στην ΟΓΑΠ και στόχοι των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τους σοβαρούς κινδύνους

Ο σοβαρός κίνδυνος ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο δ) της ΟΓΑΠ ως εξής: «κάθε σοβαρός κίνδυνος, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που δεν έχουν άμεσες επιπτώσεις, ο οποίος απαιτεί ταχεία επέμβαση των δημοσίων αρχών».

Ο εν λόγω ορισμός του σοβαρού κινδύνου χαρακτηρίζεται από δύο βασικά στοιχεία. Πρώτον, περιλαμβάνει όλα τα είδη σοβαρού κινδύνου που δημιουργεί το προϊόν για τους καταναλωτές (άμεσες απειλές καθώς και πιθανοί μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι)· δεύτερον, πρόκειται για κινδύνους οι οποίοι απαιτούν ταχεία επέμβαση.

Στα παρακάτω υποκεφάλαια παρατίθενται γενικοί προσανατολισμοί που προορίζονται να βοηθήσουν τις αρχές να αξιολογήσουν το βαθμό σοβαρότητας του κινδύνου και να αποφασίσουν κατά πόσο απαιτείται ταχεία επέμβαση. Στόχος είναι να βοηθηθούν οι αρχές να εντοπίσουν τις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η έννοια του σοβαρού κινδύνου κατά την έννοια της ΟΓΑΠ. Οι κατευθυντήριες γραμμές του παρόντος κεφαλαίου δεν είναι εξαντλητικές και δεν επιχειρούν να λάβουν υπόψη όλους τους πιθανούς παράγοντες. Οι εθνικές αρχές θα πρέπει να εξετάζουν κάθε επιμέρους περίπτωση επί της ουσίας, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τα κριτήρια που ορίζονται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές καθώς και τη δική τους πείρα και πρακτική, άλλα σημαντικά στοιχεία προς εξέταση και άλλες πρόσφορες μεθόδους.

3.2.   Κριτήρια για το βαθμό σοβαρότητας των κινδύνων

Ένα καταναλωτικό προϊόν μπορεί να παρουσιάζει έναν ή περισσότερους εγγενείς κινδύνους. Υπάρχουν διάφοροι τύποι εγγενούς κινδύνου (χημικού, μηχανικού, ηλεκτρικού, θερμότητα, ακτινοβολία κ.λπ.). Ο εγγενής κίνδυνος αντιπροσωπεύει την έμφυτη δυνατότητα του προϊόντος να βλάψει την υγεία και την ασφάλεια των χρηστών υπό ορισμένες συνθήκες.

Η σοβαρότητα κάθε τύπου εγγενούς κινδύνου μπορεί να διαβαθμιστεί, με βάση ποιοτικά και ενίοτε ποσοτικά κριτήρια σχετικά με το είδος ζημίας που ενδέχεται να προκαλέσει.

Μπορεί να μην παρουσιάζουν όλα τα επιμέρους προϊόντα τον υπόψη εγγενή κίνδυνο, αλλά ορισμένα μόνο από τα είδη που έχουν διατεθεί στην αγορά. Ο εγγενής κίνδυνος μπορεί να αφορά ιδίως ένα ελάττωμα το οποίο εμφανίζεται μόνο σε ορισμένα από τα προϊόντα κάποιου τύπου (μάρκας, μοντέλου κ.λπ.) που έχουν διατεθεί στην αγορά. Σε τέτοια περίπτωση πρέπει να εξετάζεται η πιθανότητα της παρουσίας του ελαττώματος/εγγενούς κινδύνου στο προϊόν.

Η πιθανότητα υλοποίησης του εγγενούς κινδύνου με πραγματικό αρνητικό αποτέλεσμα στην υγεία ή την ασφάλεια εξαρτάται από το βαθμό έκθεσης του καταναλωτή όταν χρησιμοποιεί το προϊόν σύμφωνα με τον προορισμό του ή όπως μπορεί ευλόγως να αναμένεται κατά τη διάρκεια ζωής του. Επιπλέον, η έκθεση σε ορισμένους εγγενείς κινδύνους μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να αφορά περισσότερα από ένα άτομα ταυτόχρονα. Τέλος, για τον προσδιορισμό του επιπέδου κινδύνου που παρουσιάζει το προϊόν όπως προκύπτει από το συνδυασμό της σοβαρότητας του εγγενούς κινδύνου με την έκθεση, θα πρέπει επίσης να εξετάζεται η ικανότητα του εκτιθέμενου καταναλωτή να αποφύγει την επικίνδυνη κατάσταση ή να αντιδράσει σε αυτή. Η ικανότητα αυτή εξαρτάται από την εμφανή χαρακτήρα του κινδύνου, τις προειδοποιήσεις και τον ευάλωτο χαρακτήρα του καταναλωτή που ενδέχεται να εκτεθεί.

Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερομένων, η ακόλουθη εννοιολογική προσέγγιση μπορεί να βοηθήσει τα εκτελεστικά όργανα να αποφασίσουν κατά πόσο μια συγκεκριμένη επικίνδυνη κατάσταση που προκαλείται από ένα καταναλωτικό προϊόν αποτελεί σοβαρό κίνδυνο κατά την έννοια της ΟΓΑΠ.

Ο υπάλληλος πρέπει:

πρώτον, να χρησιμοποιήσει τον πίνακα A για να προσδιορίσει την κρισιμότητα της έκβασης του κινδύνου σε συνάρτηση, αφενός, με τη σοβαρότητά του και την πιθανότητα υλοποίησής του υπό τις εξεταζόμενες συνθήκες χρήσης και, αφετέρου, με την πιθανή επίπτωση στην υγεία ή την ασφάλεια σε σχέση με τα εγγενή επικίνδυνα χαρακτηριστικά του προϊόντος,

δεύτερον, να χρησιμοποιήσει τον πίνακα B για να εκτιμήσει ακριβέστερα τη σοβαρότητα της έκβασης σε συνάρτηση με τον τύπο καταναλωτή και, για τους κανονικούς ενήλικες, να προσδιορίσει κατά πόσο το προϊόν παρέχει κατάλληλες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις και κατά πόσο ο εγγενής κίνδυνος είναι αρκετά προφανής ώστε να καθίσταται δυνατό να καταταχθεί το επίπεδο κινδύνου ποιοτικά.

Ο πίνακας B αναφέρει τη σοβαρότητα της έκβασης όπως προκύπτει από τον πίνακα A όταν υπάρχει κατάσταση σοβαρού κινδύνου και απαιτείται η ανάληψη ταχείας δράσης από τις εκτελεστικές αρχές.

Πίνακας A

Αξιολόγηση του κινδύνου: σοβαρότητα και πιθανότητα επιπτώσεων στην υγεία ή την ασφάλεια

Στον πίνακα A συνδυάζονται οι δύο κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν την αξιολόγηση του κινδύνου, και συγκεκριμένα η σοβαρότητα και η πιθανότητα επιπτώσεων στην υγεία ή την ασφάλεια. Οι ακόλουθοι ορισμοί της σοβαρότητας και της πιθανότητας καταρτίστηκαν για να διευκολύνουν την επιλογή των κατάλληλων τιμών.

Σοβαρότητα

Η εκτίμηση της σοβαρότητας βασίζεται στην εξέταση των δυνητικών επιπτώσεων για την υγεία ή την ασφάλεια των εγγενών κινδύνων που παρουσιάζει το εξεταζόμενο προϊόν. Θα πρέπει να καθιερωθεί μια διαβάθμιση ειδικά για κάθε τύπο εγγενούς κινδύνου (11).

Για την εκτίμηση της σοβαρότητας θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των ατόμων που ενδέχεται να βλάψει το επικίνδυνο προϊόν. Αυτό σημαίνει ότι η επικινδυνότητα ενός προϊόντος το οποίο ενδέχεται να παρουσιάζει κίνδυνο για περισσότερα από ένα άτομα ταυτόχρονα (π.χ. πυρκαγιά ή δηλητηρίαση με αέριο από συσκευή αερίου) θα πρέπει να καταταχθεί ως πιο σοβαρή από έναν κίνδυνο που ενδέχεται να βλάψει ένα μόνο άτομο.

Η αρχική αξιολόγηση του κινδύνου πρέπει να αφορά τον κίνδυνο για οποιοδήποτε άτομο εκτίθεται στο προϊόν χωρίς να επηρεάζεται από το μέγεθος του πληθυσμού που διατρέχει κίνδυνο. Εντούτοις, οι αρχές μπορούν νόμιμα να λάβουν υπόψη το συνολικό αριθμό των ατόμων που εκτίθενται σε ένα προϊόν για να αποφασίσουν ποια δράση πρέπει να αναλάβουν.

Για διάφορους εγγενείς κινδύνους είναι δυνατό να εξεταστεί το ενδεχόμενο υποθετικών καταστάσεων που θα μπορούσαν να έχουν πολύ σοβαρές επιπτώσεις, όπως π.χ. εμπλοκή σε καλώδιο, πτώση και χτύπημα στο κεφάλι που προκαλεί θάνατο, αν και είναι πιο πιθανή μια λιγότερο σοβαρή έκβαση. Η εκτίμηση της σοβαρότητας του εγγενούς κινδύνου θα πρέπει να βασίζεται σε εύλογες ενδείξεις που να αποδεικνύουν ότι οι επιπτώσεις που έχουν επιλεγεί για τον χαρακτηρισμό του εγγενούς κινδύνου θα μπορούσαν να προκύψουν υπό προβλέψιμες συνθήκες χρήσης. Οι ενδείξεις αυτές θα μπορούσαν να βασίζονται στην πείρα της χειρότερης περίπτωσης σχετικά με παρόμοια προϊόντα.

Συνολική πιθανότητα

Αφορά την πιθανότητα αρνητικών επιπτώσεων για την υγεία ή την ασφάλεια ενός ατόμου που εκτίθεται στον εγγενή κίνδυνο. Δεν λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός αριθμός των ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο. Όταν ο οδηγός αναφέρεται στην πιθανότητα ενός προϊόντος να είναι ελαττωματικό, δεν πρέπει να εφαρμόζεται εάν είναι δυνατό να εντοπιστεί κάθε ένα από τα ελαττωματικά δείγματα. Στην περίπτωση αυτή, οι χρήστες των ελαττωματικών προϊόντων εκτίθενται στον πλήρη κίνδυνο ενώ οι χρήστες των άλλων προϊόντων δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο.

Η συνολική πιθανότητα προκύπτει από το συνδυασμό όλων των πιθανοτήτων που συντελούν στην κατάσταση, όπως:

η πιθανότητα του προϊόντος να είναι ή να γίνει ελαττωματικό (εάν όλα τα προϊόντα παρουσιάζουν το ελάττωμα, τότε η πιθανότητα αυτή ανέρχεται σε 100 %),

η πιθανότητα να υλοποιηθεί η αρνητική επίπτωση για έναν κανονικό χρήστη του οποίου η έκθεση αντιστοιχεί στην προβλεπόμενη ή ευλόγως αναμενόμενη χρήση του ελαττωματικού προϊόντος.

Οι δύο αυτές πιθανότητες συνδυάζονται στον παρακάτω πίνακα για να υπολογιστεί η συνολική πιθανότητα που εμφαίνεται στον πίνακα A.

Συνολική πιθανότητα επιπτώσεων στην υγεία ή την ασφάλεια

Πιθανότητα επικίνδυνου προϊόντος

1 %

10 %

100 %

(Όλα)

Πιθανότητα επιπτώσεων στην υγεία ή την ασφάλεια από τακτική έκθεση σε επικίνδυνο προϊόν

Ο εγγενής κίνδυνος είναι πάντα παρών και οι επιπτώσεις στην υγεία ή την ασφάλεια είναι πιθανό να προκληθούν υπό τις προβλέψιμες συνθήκες χρήσης

Μέτρια

Υψηλή

Πολύ υψηλή

Ο εγγενής κίνδυνος μπορεί να προκύψει υπό μια απίθανη ή δύο πιθανές συνθήκες χρήσης

Χαμηλή

Μέτρια

Υψηλή

Ο εγγενής κίνδυνος προκύπτει μόνο εάν συντρέχουν διάφορες απίθανες συνθήκες χρήσης

Πολύ χαμηλή

Χαμηλή

Μέτρια

Ο συνδυασμός της σοβαρότητας με τη συνολική πιθανότητα στον Πίνακα A παρέχει μια εκτίμηση της σοβαρότητας του κινδύνου. Η ακρίβεια της εκτίμησης αυτής εξαρτάται από την ποιότητα των πληροφοριών που διαθέτει το εκτελεστικό όργανο. Εντούτοις, η εκτίμηση αυτή πρέπει να τροποποιηθεί για να ληφθεί υπόψη η αντίληψη της κοινωνίας ως προς την αποδεκτότητα του κινδύνου. Η κοινωνία αποδέχεται πολύ υψηλότερους κινδύνους σε ορισμένες περιπτώσεις όπως η χρήση αυτοκινήτου, απ' ό,τι σε άλλες όπως τα παιχνίδια για παιδιά. Ο πίνακας B χρησιμοποιείται για την εισαγωγή αυτού του παράγοντα.

Πίνακας B

Διαβάθμιση του κινδύνου: τύπος ατόμου, γνώση του κινδύνου και προφυλάξεις

Η κοινωνία αποδέχεται υψηλότερους κινδύνους σε ορισμένες περιπτώσεις απ' ό,τι σε άλλες. Θεωρείται ότι οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν το επίπεδο κινδύνου που κρίνεται σοβαρό είναι ο ευάλωτος χαρακτήρας του τύπου του θιγόμενου ατόμου και, για τους κανονικούς ενήλικες, η γνώση του κινδύνου και η δυνατότητα λήψης προφυλάξεων για την αποφυγή του.

Ευάλωτα άτομα

Ο τύπος του ατόμου που χρησιμοποιεί το προϊόν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Εάν το προϊόν είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί από ευάλωτα άτομα, το επίπεδο κινδύνου που είναι σοβαρό θα πρέπει να καθορίζεται σε χαμηλότερο επίπεδο. Στη συνέχεια, προτείνονται δύο κατηγορίες ευάλωτων ατόμων, με παραδείγματα:

Πολύ ευάλωτα άτομα

Ευάλωτα άτομα

Τυφλοί

Με περιορισμένη όραση

Με σοβαρή αναπηρία

Με μερική αναπηρία

Πολύ ηλικιωμένοι

Ηλικιωμένοι

Πολύ νέοι (< 3ετών)

Νέοι (3 – 11 ετών)

Κανονικοί ενήλικες

Η σοβαρότητα του κινδύνου για κανονικούς ενήλικες θα πρέπει να προσαρμόζεται μόνο εάν ο εγγενής κίνδυνος είναι προφανής και αναγκαίος για τη λειτουργία του προϊόντος. Για τους κανονικούς ενήλικες, το επίπεδο του κινδύνου που είναι σοβαρό θα πρέπει να εξαρτάται από το κατά πόσο ο εγγενής κίνδυνος είναι προφανής και κατά πόσο ο κατασκευαστής έχει φροντίσει να εξασφαλίσει την ασφάλεια του προϊόντος και να παράσχει προφυλάξεις και προειδοποιήσεις, ιδίως εάν ο κίνδυνος δεν είναι προφανής. Παραδείγματος χάριν, εάν ένα προϊόν φέρει τις κατάλληλες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις και ο εγγενής κίνδυνος είναι προφανής, μια έκβαση μεγάλης σοβαρότητας μπορεί να μη θεωρηθεί σοβαρή ως προς τη διαβάθμιση του κινδύνου (πίνακας B), αν και μπορεί να απαιτηθεί η ανάληψη δράσης για να βελτιωθεί η ασφάλεια του προϊόντος. Αντίθετα, εάν το προϊόν δεν φέρει κατάλληλες προφυλάξεις και προειδοποιήσεις, και ο εγγενής κίνδυνος δεν είναι προφανής, μια έκβαση μέτριας σοβαρότητας θεωρείται σοβαρή ως προς τη διαβάθμιση του κινδύνου (πίνακας B).

Image

4.   Περιεχόμενα των κοινοποιήσεων Rapex

4.1.   Πληροφορίες που πρέπει να περιέχονται στο έντυπο κοινοποίησης

Οι πληροφορίες πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πληρέστερες: τα σημεία επαφής πρέπει να συμπληρώσουν όλα τα πεδία του εντύπου κοινοποίησης (παράρτημα I των κατευθυντήριων γραμμών). Εάν δεν διατίθενται πληροφορίες, αυτό πρέπει να αναφέρεται και να επεξηγείται, υποβάλλοντας χρονοδιάγραμμα για την παροχή των ελλειπουσών πληροφοριών.

Η ευθύνη για τις παρεχόμενες πληροφορίες εμπίπτει στο κοινοποιούν κράτος μέλος (ΟΓΑΠ παράρτημα II σημείο 10).

Προκειμένου να είναι χρήσιμη για τις αρχές των λοιπών κρατών μελών στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους εποπτείας της αγοράς, η κοινοποίηση πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα δεδομένα που είναι αναγκαία για τον εντοπισμό του επικίνδυνου προϊόντος, την ανίχνευση της προέλευσής του, τον εντοπισμό των διαύλων εμπορίας και διανομής, τον προσδιορισμό των συναφών κινδύνων κ.λπ.

Η εμπιστευτικότητα μπορεί να ζητηθεί εάν η γνωστοποίηση των πληροφοριών ενδέχεται να θίξει την προστασία δικαστικών υποθέσεων, δραστηριότητες παρακολούθησης και έρευνας ή το επαγγελματικό απόρρητο, εκτός εάν υπάρχει υπέρτατο δημόσιο συμφέρον να γνωστοποιηθούν οι πληροφορίες για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών.

Το κοινοποιούν κράτος μέλος δύναται επίσης να ζητήσει την εμπιστευτικότητα για τα παραρτήματα της κοινοποίησης, όπως δικαστικές υποθέσεις, στο μέτρο που δεν περιέχουν πληροφορίες σχετικά με την προστασία των καταναλωτών και που χρειάζεται να προστατευθούν.

Σύμφωνα με την ΟΓΑΠ, το κοινό πρέπει να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά ασφαλείας των προϊόντων, τη φύση του κινδύνου, τον αναγνώριση του προϊόντος και τα ληφθέντα μέτρα.

Τα σημεία επαφής θα πρέπει να δίδουν ιδιαίτερη προσοχή στον έλεγχο ότι οι παρακάτω βασικές πληροφορίες εμφαίνονται στην κοινοποίηση:

η λεπτομερής περιγραφή του προϊόντος (συμπεριλαμβανομένου, αν είναι δυνατό, του τελωνειακού κώδικα του προϊόντος) που συνοδεύεται από φωτογραφία για να διευκολύνεται η αναγνώρισή του από τις εκτελεστικές αρχές. Η αναγνώριση και η περιγραφή του προϊόντος πρέπει να είναι ακριβείς ώστε να αποφεύγεται κάθε σύγχυση με παρόμοια προϊόντα της ίδιας κατηγορίας, τα οποία είναι ασφαλή,

η εκτίμηση του κινδύνου, ιδίως τα αποτελέσματα των δοκιμών που διενεργήθηκαν από την αρμόδια αρχή,

η εμβέλεια και η φύση του μέτρου που λήφθηκε για την αποτροπή του κινδύνου, η διάρκειά του και τα επακόλουθα μέτρα. Το κοινοποιούν κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή για κάθε τροποποίηση του μέτρου που θεσπίστηκε και για την τελική απόφαση που λήφθηκε για το υπόψη προϊόν. Το κράτος μέλος αναφέρει στην κοινοποίηση εάν το μέτρο έχει οριστικό χαρακτήρα (δηλαδή δεν έχει αμφισβητηθεί από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, ή έχει επιβεβαιωθεί από αρχή κατά της οποίας δεν μπορεί να ασκηθεί προσφυγή) ή εάν ενδέχεται να ασκηθεί ή ασκείται προσφυγή εναντίον του. Εν πάση περιπτώσει, κάθε αλλαγή στην εγκυρότητα του μέτρου πρέπει να ανακοινώνεται στην Επιτροπή,

οι πληροφορίες που απαιτούνται για τον εντοπισμό των διαύλων διανομής του προϊόντος και της προέλευσής του, ιδίως ο κατασκευαστής, ο εισαγωγέας ή εξαγωγέας, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με τη δυνατότητα ανίχνευσής του.

Στην περίπτωση των προϊόντων που εισάγονται από τρίτες χώρες, και προκειμένου να διευκολυνθεί η έρευνα από τις αρχές της τρίτης χώρας προέλευσης του προϊόντος, τα παρακάτω έγγραφα και στοιχεία πρέπει επίσης να γνωστοποιούνται (εφόσον διατίθενται): αντίγραφα του πωλητηρίου, της πιστωτικής επιστολής, ημερομηνία και σημείο εξαγωγής, και αριθμός παρτίδας των προϊόντων.

4.2.   Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται για τα μέτρα σχετικά με τη χρήση χημικών προϊόντων

Όταν το μέτρο που κοινοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 11 ή 12 αποβλέπει στον περιορισμό της εμπορίας ή της χρήσης κάποιας χημικής ουσίας ή παρασκευάσματος, τα κράτη μέλη προσκομίζουν, το συντομότερο δυνατό, είτε περίληψη είτε τα στοιχεία αναφοράς των αντίστοιχων δεδομένων που σχετίζονται με την υπό εξέταση ουσία ή παρασκεύασμα και τα γνωστά και διαθέσιμα υποκατάστατά του, όταν οι πληροφορίες αυτές υπάρχουν.

Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν επίσης τις προβλεπόμενες επιπτώσεις του μέτρου για την υγεία και την ασφάλεια του καταναλωτή καθώς και την αξιολόγηση του κινδύνου που διενεργήθηκε σύμφωνα με τις γενικές αρχές αξιολόγησης του κινδύνου των χημικών ουσιών που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 (12) στην περίπτωση υπάρχουσας ουσίας ή στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ (13) στην περίπτωση νέας ουσίας.

4.3.   Κοινοποίηση των προαιρετικών μέτρων που λαμβάνονται από παραγωγούς και διανομείς

Το άρθρο 5 παράγραφος 3 της ΟΓΑΠ υποχρεώνει τους παραγωγούς και τους διανομείς να ενημερώνουν τις εθνικές αρχές για κάθε προαιρετική δράση ή μέτρο που λαμβάνουν για την αποφυγή του κινδύνου για τους καταναλωτές.

Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο, τα κράτη μέλη οφείλουν να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τα προαιρετικά μέτρα που έχουν ληφθεί από τους παραγωγούς και τους διανομείς στην περίπτωση σοβαρού κινδύνου.

Όταν οι αρχές λαμβάνουν πληροφορίες από τους παραγωγούς και τους διανομείς όσον αφορά έναν κίνδυνο και τις προαιρετικές δράσεις που λήφθηκαν για την αποφυγή του, εξετάζουν τις εν λόγω πληροφορίες για να εκτιμήσουν κατά πόσο δικαιολογείται η κοινοποίηση στην Επιτροπή λόγω της ύπαρξης σοβαρού κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που αναφέρονται στο κεφάλαιο 3.

Η κοινοποίηση αυτή σε κοινοτικό επίπεδο απαιτείται σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου του οποίου οι επιπτώσεις μπορούν να επεκταθούν πέρα του εδάφους ενός κράτους μέλους (λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια για την κοινοποίηση τοπικών γεγονότων: βλέπε κεφάλαιο 2.5).

Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Επιτροπή πρέπει να περιλαμβάνουν λεπτομέρειες για την προαιρετική δράση που ανέλαβαν οι παραγωγοί ή οι διανομείς. Όλες οι συναφείς πληροφορίες που αφορούν τον κίνδυνο πρέπει επίσης να κοινοποιούνται. Ιδίως:

οι πληροφορίες για τον εντοπισμό και την ανίχνευση του προϊόντος ή της παρτίδας προϊόντων,

η περιγραφή του κίνδυνου,

ο εντοπισμός των παραγωγών και των διανομέων που συμμετέχουν στην εφαρμογή του μέτρου,

η περιγραφή της δράσης που αναλήφθηκε από τους παραγωγούς και τους διανομείς για την αποφυγή των κινδύνων για τους καταναλωτές (εμβέλεια, καλυπτόμενες χώρες, παρακολούθηση),

ο τελικός προορισμός του επικίνδυνου προϊόντος (καταστροφή, επανασυσκευασία),

οι επακόλουθες ενέργειες στις οποίες προβαίνουν οι αρχές για να παρακολουθήσουν την αποτελεσματικότητα των προαιρετικών μέτρων που λήφθηκαν από τους παραγωγούς και τους διανομείς,

οι δράσεις που προβλέπονται σε άλλα κράτη μέλη από τους παραγωγούς ή τους διανομείς.

5.   Προθεσμίες για την υποβολή και τη διάδοση των κοινοποιήσεων Rapex

5.1.   Προθεσμίες για την υποβολή των κοινοποιήσεων στην Επιτροπή από τα κράτη μέλη

Τα εθνικά σημεία επαφής οφείλουν να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή, το συντομότερο δυνατό και το πολύ 10 ημέρες (14) μετά τη λήψη απόφασης από τις αρμόδιες αρχές ή την απόφαση θέσπισης μέτρων (15) σχετικά με τα προϊόντα που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο.

Τα μέτρα που λαμβάνονται ή οι δράσεις που αναλαμβάνονται σε συμφωνία μεταξύ των αρχών και των παραγωγών ή/και διανομέων πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή το συντομότερο δυνατό και το αργότερο 10 ημέρες μετά τη σύναψη της συμφωνίας.

Τα σημεία επαφής οφείλουν να διαβιβάσουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες σχετικά με τα προαιρετικά μέτρα που λήφθηκαν από παραγωγούς και διανομείς, τα οποία κοινοποιήθηκαν στις αρχές λόγω της ύπαρξης σοβαρού κινδύνου και τα οποία επεκτείνονται πέρα του εδάφους ενός κράτους μέλους. Η κοινοποίηση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατό και το αργότερο 10 ημέρες μετά την ενημέρωση της εθνικής αρχής από τον παραγωγό ή/και το διανομέα.

Στην περίπτωση κοινοποιήσεων που απαιτούν την ανάληψη επείγουσας δράσης από τα κράτη μέλη (όπως ορίζεται στο κεφάλαιο 7.1), το κοινοποιούν εθνικό σημείο επαφής οφείλει να ενημερώσει την Επιτροπή το συντομότερο δυνατό και το αργότερο τρεις ημέρες μετά τη θέσπιση του μέτρου. Πριν από κάθε κοινοποίηση αυτού του είδους θα πρέπει πάντα να προηγείται τηλεφωνική επικοινωνία με την Επιτροπή στον αριθμό κινητού τηλεφώνου για το Rapex (ιδίως το σαββατοκύριακο ή κατά τις περιόδους διακοπών).

Οι πληροφορίες για σοβαρούς κινδύνους που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο του Rapex, όπως περιγράφονται στο σημείο 2.4, πρέπει να διαβιβάζονται στην Επιτροπή το συντομότερο δυνατό και το αργότερο 10 ημέρες μετά την ενημέρωση των σημείων επαφής.

Τα εθνικά σημεία επαφής οφείλουν να ενημερώνουν την Επιτροπή το συντομότερο δυνατό και το αργότερο 15 ημέρες μετά τη λήψη της απόφασης από τις αρμόδιες αρχές ή την απόφαση θέσπισης μέτρων για τον περιορισμό της εμπορίας ή της χρήσης προϊόντων λόγω της ύπαρξης μη σοβαρού κινδύνου.

Οι προθεσμίες αυτές εφαρμόζονται στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών σημείων επαφής και της Επιτροπής. Δεν λαμβάνουν υπόψη τις εθνικές προθεσμίες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό των κρατών μελών (για παράδειγμα, μεταξύ τοπικών και κεντρικών αρχών). Θα πρέπει να δημιουργηθούν κατάλληλες ρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο προκειμένου να εξασφαλιστεί η ταχεία διαβίβαση των πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων εθνικών αρχών που είναι επιφορτισμένες με την ασφάλεια των προϊόντων.

Οι προθεσμίες αυτές εφαρμόζονται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διαδικασία προσφυγής κινήσει ο παραγωγός ή ο διανομέας και από τυχόν απαιτήσεις επίσημης δημοσίευσης.

5.2.   Προθεσμίες της Επιτροπής για τη διαβίβαση των κοινοποιήσεων σε όλα τα κράτη μέλη

Η Επιτροπή διαβιβάζει την κοινοποίηση στα σημεία επαφής μόνον εάν το κοινοποιούν κράτος μέλος έχει παράσχει τις βασικές πληροφορίες που περιγράφονται στο κεφάλαιο 4.1. Χωρίς τις εν λόγω πληροφορίες, τα άλλα κράτη μέλη δεν θα ήταν σε θέση εξασφαλίσουν την παρακολούθηση.

Η Επιτροπή εξετάζει τις υποβληθείσες πληροφορίες σε συνάρτηση με τον ακόλουθο βαθμό επείγοντος:

οι κοινοποιήσεις που απαιτούν την ανάληψη επείγουσας δράσης από τα κράτη μέλη διεκπεραιώνονται κατά προτεραιότητα από την Επιτροπή και διαβιβάζονται στα κράτη μέλη το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο τρεις ημέρες μετά την παραλαβή τους,

οι κοινοποιήσεις προειδοποίησης (άρθρο 12 της ΟΓΑΠ) διαβιβάζονται στα κράτη μέλη εντός πέντε ημερών από την παραλαβή τους. Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει τα μέτρα ή τις ενέργειες που λαμβάνονται από τις αρχές, τις συμφωνίες για ανάληψη δράσης μεταξύ αρχών, παραγωγών και διανομέων, καθώς και τα προαιρετικά μέτρα που λαμβάνονται από παραγωγούς και διανομείς για τα προϊόντα που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο,

οι λοιπές πληροφορίες για σοβαρούς κινδύνους που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο του Rapex διαβιβάζονται εντός πέντε ημερών από την παραλαβή τους,

οι κοινοποιήσεις που υποβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 11 της ΟΓΑΠ αποστέλλονται από την Επιτροπή εντός 15 ημερών από την παραλαβή τους. Οι κοινοποιήσεις αυτές αφορούν μέτρα που έλαβαν οι αρχές για να περιορίσουν τη διάθεση στην αγορά ή να απαιτήσουν την απόσυρση ή την ανάκληση προϊόντων που δεν παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο.

5.3.   Προθεσμίες για την επικαιροποίηση των πληροφοριών που παρασχέθηκαν από τα κράτη μέλη

Τα κράτη μέλη οφείλουν να κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε τροποποίηση ή άρση μέτρων ή δράσεων το αργότερο πέντε ημέρες μετά τη λήψη της απόφασης από τις αρμόδιες αρχές να τροποποιήσουν ή να άρουν το μέτρο.

Τα κράτη μέλη μπορούν να διαβιβάσουν πληροφορίες στην Επιτροπή κατά το στάδιο που προηγείται της απόφασης για τη λήψη μέτρων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο της ΟΓΑΠ. Το κράτος μέλος επιβεβαιώνει ή τροποποιεί την πληροφορία αυτή εντός 45 ημερών από την πρώτη κοινοποίηση (ΟΓΑΠ παράρτημα II.4).

6.   Συνέχεια που δίδεται στις κοινοποιήσεις Rapex

6.1.   Δράση των κρατών μελών για την παρακολούθηση των κοινοποιήσεων

Μόλις παραλαμβάνουν την κοινοποίηση, τα κράτη μέλη οφείλουν να εξετάσουν όλες τις παρεχόμενες πληροφορίες προκειμένου:

να εξακριβώσουν εάν το προϊόν έχει διατεθεί στο εμπόριο στην επικράτειά τους,

να ερευνήσουν για να συλλέξουν κάθε σχετική πληροφορία,

να διενεργήσουν συμπληρωματική αξιολόγηση του κινδύνου (εάν συντρέχει ανάγκη),

να αξιολογήσουν εάν πρέπει να θεσπιστούν εθνικά μέτρα υπό το φως των περιστάσεων που επικρατούν στην επικράτειά τους.

6.2.   Περιεχόμενα της αντίδρασης προς γνωστοποίηση στην Επιτροπή

Μόνο οι κοινοποιήσεις που συνεπάγονται την ανάληψη επείγουσας δράσης από τα κράτη μέλη και οι κοινοποιήσεις προειδοποίησης (άρθρο 12) απαιτούν αντίδραση από τα κράτη μέλη για να ενημερώσουν την Επιτροπή σχετικά με τις επακόλουθες δραστηριότητές τους και τα συμπεράσματά τους. Από την άλλη πλευρά, οι κοινοποιήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11 και οι «Λοιπές πληροφορίες για σοβαρούς κινδύνους που μπορούν να ανταλλαχθούν στο πλαίσιο του Rapex» δεν απαιτούν από τα κράτη μέλη να ενημερώσουν την Επιτροπή σχετικά με τη συνέχεια που δίδεται στις ληφθείσες πληροφορίες.

Μετά την παραλαβή κοινοποίησης που απαιτεί την ανάληψη επείγουσας δράσης από τα κράτη μέλη ή κοινοποίησης προειδοποίησης (άρθρο 12), όλα τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, χρησιμοποιώντας το Έντυπο αντίδρασης του παραρτήματος II, για τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τις δραστηριότητες εποπτείας της αγοράς, και ιδίως όσον αφορά:

την εξεύρεση ή όχι του προϊόντος,

τυχόν διαφορετική αξιολόγηση του κοινοποιηθέντος κινδύνου,

τα μέτρα που θεσπίστηκαν ή για τα οποία λήφθηκε απόφαση και τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη διαφορετικού μέτρου,

τις ειδικές περιστάσεις που δικαιολογούν την απουσία δράσης ή επακόλουθης ενέργειας.

Όταν το προϊόν κατασκευάζεται στην ΕΕ και το κοινοποιούν κράτος μέλος δεν είναι η χώρα προέλευσης του προϊόντος, οι αρχές του κράτους μέλους κατασκευής του προϊόντος ενημερώνουν την Επιτροπή όσον αφορά:

κάθε επικοινωνία με τον κατασκευαστή,

τα μέτρα που λήφθηκαν από τον κατασκευαστή για να εξασφαλιστεί η επίλυση του προβλήματος στην πηγή, όπου ενδείκνυται,

τους διανομείς ή λιανοπωλητές του προϊόντος σε άλλα κράτη μέλη.

Όταν το προϊόν δεν κατασκευάζεται στην ΕΕ και το κοινοποιούν κράτος μέλος δεν είναι η χώρα όπου το προϊόν κυκλοφόρησε στο εμπόριο για πρώτη φορά στην ΕΕ, οι αρχές της εν λόγω χώρας ενημερώνουν την Επιτροπή όσον αφορά:

κάθε επικοινωνία με τον αντιπρόσωπο του κατασκευαστή ή με τον εισαγωγέα του προϊόντος,

τα μέτρα που λήφθηκαν από τον αντιπρόσωπο του κατασκευαστή ή από τον εισαγωγέα για να εξασφαλιστεί η επίλυση του προβλήματος στην πηγή,

τους διανομείς ή πελάτες του προϊόντος σε άλλα κράτη μέλη.

6.3.   Διάδοση των αντιδράσεων από την Επιτροπή στα κράτη μέλη

Η Επιτροπή διαδίδει κατά προτεραιότητα και κατά περίπτωση τις αντιδράσεις:

στις κοινοποιήσεις που απαιτούν την ανάληψη επείγουσας επακόλουθης ενέργειας από τα κράτη μέλη,

οι οποίες περιέχουν διαφορετική αξιολόγηση του κινδύνου,

οι οποίες περιέχουν ένα διαφορετικό μέτρο για την αντιμετώπιση του κινδύνου.

Η Επιτροπή διαδίδει με τη μορφή εβδομαδιαίων εκθέσεων τις αντιδράσεις που λαμβάνονται εκπρόθεσμα και τις αντιδράσεις με τις οποίες πληροφορείται:

ότι το προϊόν βρέθηκε και αναλήφθηκαν παρόμοιες δράσεις,

για την απουσία δράσης ή επακόλουθης ενέργειας από τα κράτη μέλη,

ότι το προϊόν δεν βρέθηκε στην εθνική αγορά.

6.4.   Προθεσμίες για την υποβολή αντιδράσεων στην Επιτροπή από τα κράτη μέλη

Η Επιτροπή δεν θα είναι σε θέση να δώσει την κατάλληλη συνέχεια εάν τα κράτη μέλη δεν τηρήσουν την υποχρέωσή τους να αντιδράσουν στις κοινοποιήσεις που λαμβάνουν.

Τα κράτη μέλη οφείλουν να αντιδράσουν:

το συντομότερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός 20 ημερών εάν η αντίδραση αφορά κοινοποίηση η οποία απαιτεί την ανάληψη επείγουσας δράσης από τα κράτη μέλη,

το συντομότερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός 45 ημερών στην περίπτωση κοινοποιήσεων προειδοποίησης για μέτρα που λήφθηκαν από τις αρχές, δράσεις που συμφωνήθηκαν μεταξύ αρχών, παραγωγών και διανομέων, ή προαιρετικών μέτρων που κοινοποιήθηκαν σε κοινοτικό επίπεδο για προϊόντα που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο.

Όταν το προϊόν κατασκευάζεται στην ΕΕ και το κοινοποιούν κράτος μέλος δεν είναι η χώρα προέλευσης του προϊόντος, οι αρχές του κράτους μέλους κατασκευής του προϊόντος οφείλουν να αντιδράσουν στην κοινοποίηση εντός 15 ημερών, παρέχοντας πληροφορίες για κάθε επικοινωνία με τον κατασκευαστή και τα μέτρα που λήφθηκαν για να εξασφαλιστεί ότι ο κατασκευαστής θα επιλύσει το πρόβλημα στην πηγή. Η ίδια προθεσμία εφαρμόζεται στο κράτος μέλος εγκατάστασης του αντιπροσώπου του κατασκευαστή ή του εισαγωγέα του προϊόντος στην περίπτωση όπου το προϊόν δεν κατασκευάζεται στην ΕΕ και όπου το κοινοποιούν κράτος μέλος δεν είναι η χώρα στην οποία το προϊόν κυκλοφόρησε στο εμπόριο για πρώτη φορά στην ΕΕ.

Αποστέλλεται υπενθύμιση στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν αντιδράσει στις κοινοποιήσεις μετά 45 ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της κοινοποίησης. Η επιτροπή της ΟΓΑΠ ενημερώνεται επίσης για τυχόν απουσία αντίδρασης.

Η Επιτροπή διαδίδει τις αντιδράσεις ως εξής:

το συντομότερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός τριών ημερών εάν η αντίδραση αφορά κοινοποίηση η οποία απαιτεί την ανάληψη επείγουσας επακόλουθης ενέργειας από τα κράτη μέλη,

το συντομότερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός πέντε ημερών για τις άλλες αντιδράσεις σε κοινοποιήσεις που αφορούν εθνικά μέτρα, συμφωνίες μεταξύ αρχών και παραγωγών ή προαιρετικά μέτρα.

7.   Εξέταση των κοινοποιήσεων από την Επιτροπή

7.1.   Εξέταση της πληρότητας και ακρίβειας των κοινοποιήσεων

Το σημείο επαφής της Επιτροπής ελέγχει όλες τις πληροφορίες που λαμβάνονται μέσω του συστήματος πριν από την περαιτέρω διαβίβασή τους. Η εξέταση των κοινοποιήσεων από την Επιτροπή δεν συνεπάγεται την ανάληψη ευθύνης για τις διαβιβαζόμενες πληροφορίες, η οποία παραμένει στο κοινοποιούν κράτος μέλος.

Υπάρχουν ειδικές εσωτερικές ρυθμίσεις για τη διάδοση των πληροφοριών στις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής.

Η εξέταση περιλαμβάνει τα εξής βήματα για τον έλεγχο και τη συμπλήρωση των πληροφοριών, εάν συντρέχει ανάγκη:

Έλεγχος πληρότητας

Εάν οι πληροφορίες είναι ελλιπείς, ζητούνται συμπληρωματικές λεπτομέρειες από το σημείο επαφής προέλευσης.

Εάν το προϊόν κατασκευάζεται στην ΕΕ και το κοινοποιούν κράτος μέλος δεν είναι η χώρα προέλευσης του προϊόντος και δεν έχει λάβει τις βασικές πληροφορίες για την κοινοποίηση, η Επιτροπή επικοινωνεί με τις αρχές του κράτους μέλους κατασκευής του προϊόντος προκειμένου να συμπληρώσει τις πληροφορίες για τους διαύλους διανομείς και τους προορισμούς του προϊόντος. Οι αρχές του κράτους μέλους προέλευσης καλούνται να αποκτήσουν τις εν λόγω πληροφορίες επικοινωνώντας με τον παραγωγό ή τους διανομείς.

Εάν το προϊόν δεν κατασκευάζεται στην ΕΕ και το κοινοποιούν κράτος μέλος δεν είναι η χώρα στην οποία το προϊόν κυκλοφόρησε στο εμπόριο για πρώτη φορά στην ΕΕ και δεν έχει λάβει τις βασικές πληροφορίες για την κοινοποίηση, η Επιτροπή επικοινωνεί με τις αρχές του κράτους μέλους όπου το προϊόν κυκλοφόρησε στο εμπόριο για πρώτη φορά προκειμένου να αποκτήσει τις πληροφορίες όσον αφορά την πιθανή διανομή του προϊόντος σε άλλα κράτη μέλη.

Για να ελέγξει τις κοινοποιήσεις που λαμβάνονται, η Επιτροπή:

ελέγχει γενικά εάν οι ληφθείσες πληροφορίες είναι σύμφωνες με τη νομοθεσία της ΕΕ και με τις διατάξεις που εφαρμόζονται στη λειτουργία του Rapex, όπως ορίζονται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές,

επικοινωνεί με την κοινοποιούσα χώρα, εάν χρειάζεται, για να αποκτήσει πρόσθετες πληροφορίες.

Κατάταξη

Οι κοινοποιήσεις κατατάσσονται σε συνάρτηση με το βαθμό επείγοντος (παράρτημα II σημείο 11 της ΟΓΑΠ) ως εξής:

α)

κοινοποιήσεις που απαιτούν την ανάληψη επείγουσας δράσης από τα κράτη μέλη (σοβαρός κίνδυνος, προβλέψιμη ανάγκη για τη λήψη μέτρων σε κοινοτικό επίπεδο ή/και πιθανή πολιτική προβολή του ζητήματος ή/και κάλυψη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης)·

β)

κοινοποιήσεις προειδοποίησης (άρθρο 12 της ΟΓΑΠ): μέτρα ή δράσεις που αναλαμβάνονται για προϊόντα τα οποία παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο·

γ)

κοινοποιήσεις δυνάμει του άρθρου 11 της ΟΓΑΠ: μέτρα ή δράσεις που αναλαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές για προϊόντα τα οποία δεν παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο·

δ)

για ενημερωτικούς σκοπούς μόνο: πληροφορίες για σοβαρούς κινδύνους που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο του Rapex, όπως περιγράφεται στο κεφάλαιο 2.4.

Διαβουλεύσεις

Όταν το κοινοποιηθέν προϊόν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ειδικής τομεακής νομοθεσίας, το σημείο επαφής της Επιτροπής ζητά συμβουλές από εμπειρογνώμονες άλλων υπηρεσιών της Επιτροπής, εάν συντρέχει ανάγκη. Η Επιτροπή δύναται, όποτε το κρίνει αναγκαίο, να διενεργήσει έρευνα με δική της πρωτοβουλία ή να ζητήσει επιστημονικές συμβουλές.

Έρευνα στη βάση δεδομένων

Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή πρέπει να αποφεύγουν κάθε περιττή επανάληψη των κοινοποιήσεων ελέγχοντας τις προηγούμενες κοινοποιήσεις στη διαθέσιμη βάση δεδομένων που χρησιμοποιούν οι εθνικές αρχές ή η Επιτροπή.

7.2.   Εξέταση ως προς το πεδίο εφαρμογής του Rapex

Η Επιτροπή ελέγχει εάν το κοινοποιηθέν προϊόν είναι ένα καταναλωτικό προϊόν που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ΟΓΑΠ όσον αφορά τις διατάξεις τις σχετικές με το Rapex και εάν καλύπτεται από ισοδύναμο σύστημα προειδοποίησης.

Η Επιτροπή ελέγχει επίσης ότι η κοινοποίηση συνάδει με την ΟΓΑΠ και με τις διατάξεις που εφαρμόζονται στη λειτουργία του Rapex.

Η Επιτροπή δεν διενεργεί αξιολόγηση κινδύνου του προϊόντος. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη πρέπει να περιλαμβάνουν σε όλες τις κοινοποιήσεις μια πλήρη περίληψη της αξιολόγησης κινδύνου που πραγματοποίησαν και τα αποτελέσματα τυχόν δοκιμών ή αναλύσεων που διενέργησαν για να αξιολογήσουν το επίπεδο του κινδύνου.

Κατ' αρχάς, η Επιτροπή βασίζει τα συμπεράσματά της στην κατάταξη της κοινοποίησης για τις πληροφορίες οι οποίες παρασχέθηκαν από το κοινοποιούν κράτος μέλος.

Μετά την εξέταση, η Επιτροπή διαβιβάζει την κοινοποίηση στα άλλα κράτη μέλη ή ζητά διευκρινίσεις ή πρόσθετες πληροφορίες από το κοινοποιούν κράτος μέλος.

7.3.   Εξέταση των αντιδράσεων παρακολούθησης

Με βάση την εξέταση των πληροφοριών που προέρχονται από τις κοινοποιήσεις και τις αντιδράσεις, η Επιτροπή αποφασίζει για την κατάλληλη δράση, όπως:

να συγκαλέσει την επιτροπή της ΟΓΑΠ για να συζητηθούν οι πληροφορίες και τα αποτελέσματα που λήφθηκαν, και να αξιολογηθούν τα μέτρα που θεσπίστηκαν ή πρέπει να θεσπιστούν,

να ζητήσει τη διενέργεια ανεξάρτητης αξιολόγησης κινδύνου,

να δρομολογήσει έρευνα σε συνεργασία με κράτη μέλη,

να συμβουλευθεί μια επιστημονική επιτροπή της Επιτροπής,

να δώσει εντολή στους οργανισμούς τυποποίησης να καταρτίσουν νέα πρότυπα ή να τροποποιήσουν τα υπάρχοντα, εάν δεν διατίθενται σαφείς και συνεκτικές προδιαγραφές ασφαλείας για μια κατηγορία προϊόντων,

να ενημερώσει τις τρίτες χώρες,

να καταρτίσει προτάσεις για νέα νομοθεσία ή για την τροποποίηση της νομοθεσίας,

να κινήσει τη διαδικασία για απόφαση της Επιτροπής βάσει του άρθρου 13 της ΟΓΑΠ σε επείγουσες περιπτώσεις.

15 ημέρες μετά την ημερομηνία εκπνοής της περιόδου αντίδρασης (45 ημέρες μετά την αποστολή της κοινοποίησης), η Επιτροπή αποστέλλει στα εθνικά σημεία επαφής έκθεση η οποία περιέχει:

το τελικό συμπέρασμα σχετικά με την κοινοποίηση, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που υπέβαλαν τα κράτη μέλη στις αντιδράσεις τους. Εάν δεν απαιτούνται περαιτέρω ενέργειες, ο φάκελος κλείνει. Εάν αργότερα προκύψουν νέες εξελίξεις σχετικά με την κοινοποίηση, η Επιτροπή ανοίγει εκ νέου το φάκελο,

τις επακόλουθες ενέργειες που πρέπει να αναληφθούν από τα κράτη μέλη εάν εξακολουθούν να εκκρεμούν ορισμένες αντιδράσεις ή εάν υπάρχουν αποκλίνουσες εθνικές προσεγγίσεις.

Η επιτροπή της ΟΓΑΠ ενημερώνεται περιοδικά για όλες τις κοινοποιήσεις που λαμβάνονται και για τη συνέχεια που τους δίνεται.

8.   Δίκτυο ανταλλαγών στο πλαίσιο του Rapex

8.1.   Δημιουργία αμφίδρομων εσωτερικών δικτύων από τα κράτη μέλη για τη συλλογή και τη διάδοση των σχετικών πληροφοριών

Τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίσουν ότι υπάρχουν συστήματα σε εθνικό επίπεδο ώστε οι εθνικές, περιφερειακές ή τοπικές αρχές τους να έχουν επίγνωση των ευθυνών τους και της δράσης που πρέπει να αναλάβουν για να ενημερώσουν τις άλλες υπηρεσίες εάν προκύψει πρόβλημα στον υπόψη τομέα.

Τα κράτη μέλη πρέπει να δημιουργήσουν μια εσωτερική δομή δύο επιπέδων η οποία θα απαρτίζεται από:

ένα ενιαίο σημείο επαφής με την Επιτροπή. Αυτό το σημείο επαφής αποστέλλει στην Επιτροπή και παραλαμβάνει από αυτή όλες τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο του Rapex και

ένα εθνικό δίκτυο στο οποίο θα συμμετέχουν όλες οι αρχές οι υπεύθυνες για την ασφάλεια των προϊόντων. Αυτές οι αρχές αποστέλλουν στο σημείο επαφής και παραλαμβάνουν από αυτό τις κοινοποιήσεις και τις αντιδράσεις. Η σύνθεση του δικτύου ανακοινώνεται στην Επιτροπή.

8.2.   Ορισμός των αρχών των επιφορτισμένων με την κοινοποίηση στην Επιτροπή και στις οποίες η Επιτροπή γνωστοποιεί τις κοινοποιήσεις

Τα κύρια καθήκοντα των εθνικών σημείων επαφής είναι:

α)

πριν από την αποστολή κοινοποίησης στην Επιτροπή

επαλήθευση των πληροφοριών που υποβλήθηκαν από τις εθνικές, περιφερειακές ή τοπικές αρχές για να αποφασιστεί εάν ενδείκνυται η χρήση του συστήματος Rapex (με βάση την οδηγία, τις κατευθυντήριες γραμμές και την κτηθείσα πείρα),

έλεγχος εάν το προϊόν έχει ήδη κοινοποιηθεί ή εάν έχουν ανταλλαχθεί πληροφορίες σχετικά με το προϊόν, με σκοπό την αποφυγή περιττής επανάληψης,

έλεγχος πληρότητας του εντύπου κοινοποίησης και των πληροφοριών,

κατάταξη των πληροφοριών σε μία από τις προκαθορισμένες κατηγορίες κοινοποιήσεων·

β)

μετά την παραλαβή των πληροφοριών από την Επιτροπή

διαβίβαση των πληροφοριών στις εθνικές, περιφερειακές ή τοπικές αρχές τις υπεύθυνες για την ασφάλεια των προϊόντων στα διάφορα επίπεδα,

εξασφάλιση της παροχής συνέχειας στις πληροφορίες,

ενημέρωση της Επιτροπής για τα συμπεράσματά τους.

Τα εθνικά σημεία επαφής πρέπει επίσης:

να βοηθούν στην επεξήγηση των υποχρεώσεων και των απαιτήσεων που δημιουργούν η κοινοτική και η εθνική νομοθεσία για τους παραγωγούς και τους διανομείς όσον αφορά την κοινοποίηση των επικίνδυνων προϊόντων·

να συμβάλλουν στη δημιουργία πνεύματος δικτύου μεταξύ των διαφόρων εθνικών αρχών στα διάφορα επίπεδα,

να συνδράμουν τις εν λόγω αρχές στη χρήση του Rapex,

να εξασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία των εσωτερικών διαδικασιών για την ανταλλαγή πληροφοριών.

8.3.   Κατάρτιση ρυθμίσεων συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, ιδίως με τα τελωνεία

Οι αποφάσεις των τελωνειακών υπαλλήλων να κρατήσουν ή να απορρίψουν προϊόντα στα σύνορα της ΕΕ για λόγους ασφάλειας παρουσιάζουν επίσης ενδιαφέρον για τις αρχές εποπτείας της αγοράς και για την Επιτροπή. Η νομική βάση για τις εν λόγω αποφάσεις είναι ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με τους ελέγχους της πιστότητας των προϊόντων που εισάγονται από τρίτες χώρες προς τους κανόνες που ισχύουν για την ασφάλεια των προϊόντων (16), και η απόφαση 93/583/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 1993, για την κατάρτιση καταλόγου προτεραιότητας των προϊόντων που προβλέπεται στο άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου (17).

Τα σημεία επαφής ενημερώνουν την Επιτροπή για τις εν λόγω αποφάσεις. Οι πληροφορίες αυτές έχουν σημασία μόνον εάν το καταναλωτικό προϊόν που έχει κρατηθεί ή απορριφθεί εγκυμονεί σοβαρό κίνδυνο. Η Επιτροπή διαβιβάζει τις πληροφορίες στα σημεία επαφής, τα οποία πρέπει να τις διαδώσουν στους τελωνειακούς υπαλλήλους της χώρας τους προκειμένου να αποφευχθεί η είσοδος των εν λόγω προϊόντων στην ευρωπαϊκή αγορά.

Οι λόγοι της απαγόρευσης εισόδου στην ΕΕ πρέπει να αναφέρονται στα έγγραφα που συνοδεύουν τα επικίνδυνα προϊόντα.

Τα σημεία επαφής ενημερώνουν επίσης τις τελωνειακές τους αρχές για τα μέτρα και τις δράσεις που ανέλαβαν οι αρχές εποπτείας της αγοράς όσον αφορά εισαγόμενα προϊόντα που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο, προκειμένου να αποφευχθούν περαιτέρω εισαγωγές του ίδιου προϊόντος στην αγορά της ΕΕ.

8.4.   Μέσα επικοινωνίας, πρακτικές και εφαρμοστέες τεχνικές ρυθμίσεις

Γλώσσες

Τα σημεία επαφής στα κράτη μέλη μπορούν να εκδώσουν την κοινοποίηση στην εθνική τους γλώσσα ή/και στα αγγλικά. Οι κοινοποιήσεις μεταφράζονται στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και ισπανικά από την Επιτροπή.

Διαβίβαση μέσω του Διαδικτύου

Το σύστημα Rapex χρησιμοποιεί μια διαδικτυακή εφαρμογή λογισμικού ως μέσο επικοινωνίας μεταξύ των σημείων επαφής που συνδέονται με μια βάση δεδομένων η οποία περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες για τις κοινοποιήσεις και τις αντιδράσεις. Το σύστημα αυτό, που είναι προσπελάσιμο μέσω του ιστοχώρου https://reis.cec.eu.int/reis, περιλαμβάνει όλα τα έντυπα και έναν οδηγό του χρήστη.

Σε περίπτωση τεχνικών προβλημάτων με τον ιστοχώρο αυτό, τα σημεία επαφής μπορούν να στείλουν τις κοινοποιήσεις και τις αντιδράσεις με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (ηλεκτρονική διεύθυνση: Sanco-Reis@cec.eu.int) ή με τηλεομοιοτυπία, εάν (και μόνο εάν) η διαβίβαση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν είναι δυνατή [(32-2) 296 43 23].

Υπηρεσία εκτός ωραρίου εργασίας και εφημερεύον προσωπικό κατά τις περιόδους κλεισίματος

Επειδή οι έκτακτες ανάγκες μπορούν να προκληθούν εκτός κανονικού ωραρίου εργασίας, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας με τις εθνικές, περιφερειακές ή τοπικές αρχές τους σε επείγουσες περιπτώσεις, όπως οι κοινοποιήσεις που απαιτούν την ανάληψη επείγουσας δράσης από τα κράτη μέλη.

Οι αλλαγές όσον αφορά το εθνικό σημείο επαφής ανακοινώνονται αμελλητί στην Επιτροπή, η οποία τις διαβιβάζει στα άλλα κράτη μέλη.

Η Επιτροπή εξασφαλίζει την ορθή λειτουργία του συστήματος RAPEX τα σαββατοκύριακα, κατά τις περιόδους κλεισίματος και τις διακοπές.

Σαββατοκύριακα

Τα σημεία επαφής μπορούν να επικοινωνήσουν με τους υπαλλήλους που είναι επιφορτισμένοι με τη λειτουργία του Rapex τηλεφωνικώς (κινητό) σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατή η ταχεία οργάνωση έγκαιρης προειδοποίησης.

Μακρύτερες περίοδοι κλεισίματος

Επισημαίνεται ότι το σημείο επαφής της Επιτροπής εξασφαλίζει την κάλυψη κατά τις περιόδους διακοπών χρησιμοποιώντας κινητό τηλέφωνο και φορητό υπολογιστή που μπορεί να συνδεθεί στο σύστημα μέσω του Διαδικτύου. Στις περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, πριν αποστείλουν την κοινοποίηση στην Επιτροπή, τα εθνικά σημεία επαφής πρέπει να επικοινωνούν με τον εφημερεύοντα υπάλληλο της Επιτροπής, χρησιμοποιώντας το αριθμό κινητού τηλεφώνου που θα γνωστοποιείται στα σημεία επαφής πριν από την έναρξη της περιόδου των διακοπών.

Τα σημεία επαφής οφείλουν επίσης να παρέχουν παρόμοια κάλυψη κατά τα σαββατοκύριακα, τις σύντομες περιόδους κλεισίματος και τις περιόδους διακοπών. Καταρτίστηκε από την Επιτροπή ένας κατάλογος αριθμών τηλεφώνου, ηλεκτρονικών διευθύνσεων και τηλεομοιοτυπίας των σημείων επαφής του Rapex σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα επικοινωνίας με τα μέλη του Rapex χωρίς καθυστέρηση. Οποιαδήποτε αλλαγή σε αυτόν τον κατάλογο θα πρέπει να κοινοποιείται στην Επιτροπή.

9.   Συντονισμός μεταξύ του Rapex και των άλλων μηχανισμών κοινοποίησης

9.1.   Περιπτώσεις όπου ένα μέτρο που κοινοποιείται δυνάμει του Rapex πρέπει επίσης να κοινοποιηθεί δυνάμει ενός άλλου μηχανισμού

Όταν ένα μέτρο με δεσμευτικά νομικά αποτελέσματα αφορά καταναλωτικά προϊόντα τα οποία καλύπτονται από ειδική κοινοτική νομοθεσία, όπως τα παιχνίδια, οι ηλεκτρικές συσκευές κ.λπ., το εν λόγω μέτρο πρέπει επίσης να εξετάζεται στο πλαίσιο του εφαρμοστέου ειδικού τομεακού μηχανισμού κοινοποίησης (ρήτρα διαφύλαξης). Το σύστημα Rapex και οι ειδικές τομεακές ρήτρες διαφύλαξης συνεπάγονται ξεχωριστές νομικές υποχρεώσεις κοινοποίησης επειδή εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς.

Για περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των διαδικασιών κοινοποίησης και των στόχων τους, παρακαλείστε να ανατρέξετε στο «Έγγραφο προσανατολισμού για τη σχέση μεταξύ της οδηγίας για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων (ΟΓΑΠ) και ορισμένων τομεακών οδηγιών (18)

9.2.   Ρυθμίσεις για την απλούστευση της υποβολής των κοινοποιήσεων δυνάμει διαφόρων μηχανισμών

Όταν τα προϊόντα καλύπτονται από άλλη κοινοτική νομοθεσία η οποία προβλέπει διαδικασία κοινοποίησης για τα εθνικά μέτρα (ρήτρα διαφύλαξης), η Επιτροπή, μέσω των εσωτερικών διαδικασιών της, εξασφαλίζει ότι οι εθνικές αρχές εκπληρώνουν τις διάφορες υποχρεώσεις ενημέρωσης της Επιτροπής δυνάμει της κοινοτικής νομοθεσίας με μια ενιαία κοινοποίηση.

Ένα κοινό έντυπο κοινοποίησης, σε στάδιο σχεδίου, το οποίο καλύπτει τόσο τη ρήτρα διαφύλαξης της οδηγίας 88/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου (19) για την ασφάλεια των παιχνιδιώνόσο και το Rapex, παρέχεται στο παράρτημα III.

10.   Κοινοποιήσεις δυνάμει του άρθρου 11 της ΟΓΑΠ

10.1.   Πεδίο εφαρμογής των κοινοποιήσεων

Η διαδικασία του άρθρου 11 της ΟΓΑΠ καλύπτει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της επιτροπής για τα καταναλωτικά προϊόντα (που περιγράφονται στο κεφάλαιο 2.1) τα οποία δεν παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών (λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων σοβαρού κινδύνου που αναφέρονται στο κεφάλαιο 3).

Τα μέτρα που θεσπίζουν τα κράτη μέλη, όπως εκείνα που περιγράφονται στο κεφάλαιο 2.3, για να περιορίσουν τη διάθεση στην αγορά προϊόντων που δεν παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο, πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή, παραθέτοντας τους λόγους της θέσπισής τους.

Το κοινοποιούν κράτος μέλος πρέπει να ενημερώνει την Επιτροπή για κάθε τροποποίηση του ληφθέντος μέτρου και για την τελική απόφαση που λήφθηκε για το υπόψη προϊόν.

Εάν το κράτος μέλος κρίνει ότι οι επιπτώσεις του κινδύνου δεν επεκτείνονται ή δεν μπορούν να επεκταθούν πέρα του εδάφους του, οφείλει να κοινοποιήσει τα υπόψη μέτρα στο βαθμό που περιέχουν πληροφορίες οι οποίες ενδέχεται να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για άλλα κράτη μέλη, όπως ορίζεται στο κεφάλαιο 2.5.

10.2.   Περιεχόμενα των κοινοποιήσεων

Το κοινοποιούν κράτος μέλος συμπεριλαμβάνει στο έντυπο κοινοποίησης (παράρτημα I):

λεπτομερή περιγραφή και φωτογραφία του προϊόντος για να διευκολύνεται η αναγνώρισή του από τις εκτελεστικές αρχές,

τα αποτελέσματα της αξιολόγησης κινδύνου που διενεργήθηκε από την αρχή, τα οποία δικαιολογούν το μέτρο που θεσπίστηκε,

την εμβέλεια, τη φύση και τη διάρκεια του μέτρου που λήφθηκε καθώς και τις επακόλουθες ενέργειες για την αποφυγή του κινδύνου,

τις πληροφορίες που επιτρέπουν τον εντοπισμό των διαύλων διανομής και της προέλευσης του προϊόντος, και τις λοιπές πληροφορίες σχετικά με την ανιχνευσιμότητά του.

Εάν δεν διατίθενται όλες οι πληροφορίες, αυτό πρέπει να διευκρινίζεται και να αιτιολογείται, υποβάλλοντας ένα χρονοδιάγραμμα για την παροχή των ελλειπουσών πληροφοριών.

10.3.   Διεκπεραίωση και προθεσμίες διάδοσης των κοινοποιήσεων του άρθρου 11

Τα εθνικά σημεία επαφής οφείλουν να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τα μέτρα και τις δράσεις που λαμβάνονται το συντομότερο δυνατό και οπωσδήποτε 15 ημέρες μετά τη λήψη από τις αρμόδιες αρχές της απόφασης περιορισμού της εμπορίας ή της χρήσης των προϊόντων λόγω κινδύνου.

Η προθεσμία αυτή εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διαδικασία προσφυγής κινήσει ο παραγωγός ή ο διανομέας και από τυχόν απαιτήσεις επίσημης δημοσίευσης.

Η Επιτροπή αξιολογεί, με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στην κοινοποίηση, κατά πόσο συνάδει με το κοινοτικό δίκαιο και με τις κατευθυντήριες γραμμές. Εάν το κρίνει αναγκαίο, επικοινωνεί με την κοινοποιούσα χώρα για να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες.

Η Επιτροπή διαδίδει την κοινοποίηση στα άλλα κράτη μέλη εντός 15 ημερών από την παραλαβή της, εκτός εάν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει το κράτος μέλος που κίνησε τη δράση, εξηγώντας τους λόγους που την οδήγησαν στο συμπέρασμα αυτό.

Το κράτος μέλος που κίνησε τη δράση δύναται να επανυποβάλει την κοινοποίηση λαμβάνοντας υπόψη τα σχόλια της Επιτροπής.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, τα άλλα κράτη μέλη που λαμβάνουν νέα κοινοποίηση βάσει του άρθρου 11 δεν οφείλουν να ενημερώσουν την Επιτροπή για τη συνέχεια που δίδεται στην κοινοποίηση.

10.4.   Πρακτικές ρυθμίσεις για τη διαβίβαση των κοινοποιήσεων του άρθρου 11

Τα σημεία επαφής και η Επιτροπή χρησιμοποιούν τον ιστοχώρο https://reis.cec.eu.int/reis για να διαβιβάζουν τις κοινοποιήσεις του άρθρου 11. Το τυποποιημένο έντυπο για τις κοινοποιήσεις του άρθρου 11 και ο οδηγός του χρήστη για την εφαρμογή μέσω του Διαδικτύου διατίθενται στον ιστοχώρο αυτό.

Σε περίπτωση τεχνικών προβλημάτων με τον ιστοχώρο, τα σημεία επαφής μπορούν να στείλουν τις κοινοποιήσεις με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (διεύθυνση: Sanco-Reis@cec.eu.int) ή με τηλεομοιοτυπία, εάν (και μόνο εάν) η διαβίβαση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν είναι δυνατή [(32-2) 296 43 23].

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Image

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Image

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Image

Image

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Προθεσμίες για τα εθνικά σημεία επαφής

ΔΡΑΣΗ

ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ

(βλ. κεφάλαιο 5)

Αποστολή κοινοποιήσεων σχετικά με καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στην Επιτροπή

Το συντομότερο δυνατό ή 3 ημέρες το πολύ

Κοινοποίηση στην Επιτροπή των αποφάσεων που λήφθηκαν και των δράσεων που αναλήφθηκαν:

από τις αρχές στις περιπτώσεις σοβαρού κινδύνου,

σε συμφωνία μεταξύ αρχών, παραγωγών και διανομέων.

Το συντομότερο δυνατό ή 10 ημέρες το πολύ

Κοινοποίηση στην Επιτροπή των προαιρετικών μέτρων από παραγωγούς και διανομείς

Το συντομότερο δυνατό ή 10 ημέρες το πολύ

Αποστολή στην Επιτροπή πληροφοριών σχετικά με σοβαρούς κινδύνους που ενδέχεται να ανταλλαχθούν στο πλαίσιο του Rapex

Το συντομότερο δυνατό ή 10 ημέρες το πολύ

Ενημέρωση της Επιτροπής για αποφάσεις που λήφθηκαν και δράσεις που αναλήφθηκαν από τις αρχές σχετικά με προϊόντα που δεν παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο

Το συντομότερο δυνατό ή 15 ημέρες το πολύ

Επιβεβαίωση ή τροποποίηση πληροφοριών που έχουν ήδη παρασχεθεί πριν από τη λήψη της απόφασης για το μέτρο

Το συντομότερο δυνατό ή 45 ημέρες το πολύ

Ενημέρωση της Επιτροπής για τυχόν τροποποίηση ή άρση του μέτρου ή της δράσης που έχει κοινοποιηθεί

Το συντομότερο δυνατό ή 5 ημέρες το πολύ

Αντίδραση σε κοινοποίηση για την ανάληψη επείγουσας δράσης από τα κράτη μέλη

Το συντομότερο δυνατό ή 20 ημέρες το πολύ

Αντίδραση στην κοινοποίηση αποφάσεων που λήφθηκαν και δράσεων που αναλήφθηκαν από τις αρχές, μέτρων και δράσεων που συμφωνήθηκαν μεταξύ αρχών, παραγωγών και διανομέων, προαιρετικών μέτρων από παραγωγούς και διανομείς

Το συντομότερο δυνατό ή 45 ημέρες το πολύ

Αντίδραση σε κοινοποιήσεις για προϊόντα που κατασκευάστηκαν ή διατέθηκαν για πρώτη φορά στο εμπόριο στο έδαφος της οικείας χώρας

Το συντομότερο δυνατό ή 15 ημέρες το πολύ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Προθεσμίες για το σημείο επαφής της Επιτροπής

ΔΡΑΣΗ

ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ

(από την παραλαβή των πληροφοριών από την Επιτροπή)

Αποστολή κοινοποιήσεων σχετικά με καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στα εθνικά σημεία επαφής

Το συντομότερο δυνατό ή 3 ημέρες το πολύ

Κοινοποίηση στα εθνικά σημεία επαφής αποφάσεων που λήφθηκαν και δράσεων που αναλήφθηκαν από τις αρχές, μέτρων και δράσεων που συμφωνήθηκαν μεταξύ αρχών, παραγωγών και διανομέων, προαιρετικών μέτρων από παραγωγούς και διανομείς

Το συντομότερο δυνατό ή 5 ημέρες το πολύ

Αποστολή στα εθνικά σημεία επαφής πληροφοριών σχετικά με σοβαρούς κινδύνους που ενδέχεται να ανταλλαχθούν στο πλαίσιο του Rapex

Το συντομότερο δυνατό ή 5 ημέρες το πολύ

Αποστολή στα εθνικά σημεία επαφής των κοινοποιήσεων που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 11 της ΟΓΑΠ

Το συντομότερο δυνατό ή 15 ημέρες το πολύ

Αποστολή αντιδράσεων σε κοινοποιήσεις για την ανάληψη επείγουσας επακόλουθης ενέργειας από τα εθνικά σημεία επαφής

Το συντομότερο δυνατό ή 3 ημέρες το πολύ

Αποστολή αντιδράσεων σε κοινοποιήσεις αποφάσεων που λήφθηκαν και δράσεων που αναλήφθηκαν από τις αρχές, μέτρων και δράσεων που συμφωνήθηκαν μεταξύ αρχών, παραγωγών και διανομέων, προαιρετικών μέτρων από παραγωγούς και διανομείς

Το συντομότερο δυνατό ή 5 ημέρες το πολύ

Αποστολή υπενθύμισης στα εθνικά σημεία επαφής τα οποία δεν αντέδρασαν σε κοινοποίηση

45 ημέρες μετά την αποστολή της αρχικής κοινοποίησης


(1)  ΕΕ L 11 της 15.1.2002, σ. 4.

(2)  ΕΕ L 11 της 15.1.2002, σ. 4.

(3)  Στο πλαίσιο του παρόντος εγγράφου, ως «κράτη μέλη» νοούνται όλα τα κράτη τα οποία ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και τα κράτη της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

(4)  ΕΕ L 147 της 9.6.1975, σ. 13· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2000/38/ΕΚ (ΕΕ L 139 της 10.6.2000, σ. 28).

(5)  ΕΕ L 317 της 6.11.1981, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2000/37/ΕΕ (ΕΕ L 139 της 10.6.2000, σ. 25).

(6)  ΕΕ L 189 της 20.7.1990, σ. 17.

(7)  EE L 169 της 12.7.1993, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(8)  ΕΕ L 331 της 7.12.1998 σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1642/2003 (ΕΕ L 245 της 29.9.2003, σ. 4).

(10)  http://europa.eu.int/comm/consumers/cons_safe/prod_safe/gpsd/revisedGPSD_en.htm

(11)  Για παράδειγμα, για ορισμένους μηχανικούς κινδύνους, μπορούν να προταθούν οι εξής ορισμοί για τη διαβάθμιση της σοβαρότητας, με τα χαρακτηριστικά τραύματα:

Ελαφρύς

Σοβαρός

Πολύ σοβαρός

Ανικανότητα < 2 %,

συνήθως αντιστρέψιμο τραύμα που δεν απαιτεί νοσοκομειακή περίθαλψη

Ανικανότητα κατά 2 – 15 %,

συνήθως ανεπανόρθωτο τραύμα που απαιτεί νοσοκομειακή περίθαλψη

Ανικανότητα > 15 %,

συνήθως ανεπανόρθωτο τραύμα

Μικρό κόψιμο

Σοβαρό κόψιμο

Σοβαρό τραύμα στα εσωτερικά όργανα

Μικρό κάταγμα

Απώλεια δαχτύλου χεριού ή ποδιού

Ακρωτηριασμός

 

Βλάβη στην όραση

Απώλεια όρασης

 

Βλάβη στην ακοή

Απώλεια ακοής

(12)  ΕΕ L 84 της 5.4.1993, σ. 1.

(13)  ΕΕ 196 της 16.8.1967, σ. 1/67· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36).

(14)  Όλες οι προθεσμίες που αναφέρονται στο κείμενο εκφράζονται σε ημερολογιακές ημέρες.

(15)  Τα μέτρα, οι αποφάσεις και οι δράσεις που πρέπει να κοινοποιούνται στο πλαίσιο του Rapex περιγράφονται στο σημείο 2.3 των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών.

(16)  ΕΕ L 40 της 17.2.1993, σ. 1.

(17)  ΕΕ L 279 της 12.11.1993, σ. 39· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 806/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 1).

(18)  http://europa.eu.int/comm/consumers/cons_safe/prod_safe/gpsd/revisedGPSD_en.htm

(19)  ΕΕ L 187 της 16.7.1988, σ. 1.