32004D0076

2004/76/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2003, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που προτίθεται να εφαρμόσει η Γαλλία υπέρ των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό E(2003) 1483] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 023 της 28/01/2004 σ. 0001 - 0013


Απόφαση της Επιτροπής

της 13ης Μαΐου 2003

σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που προτίθεται να εφαρμόσει η Γαλλία υπέρ των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό E(2003) 1483]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2004/76/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο(1) και έλαβε υπόψη της τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1) Το 1997, το Συμβούλιο Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (ECOFIN) εξέδωσε κώδικα δεοντολογίας στον τομέα της φορολογίας των επιχειρήσεων(2) ώστε να θέσει τέρμα σε ορισμένες επιζήμιες πρακτικές στον τομέα αυτό. Η Επιτροπή, μετά από την υποχρέωση που ανέλαβε βάσει του κώδικα αυτού, δημοσίευσε το 1998 την ανακοίνωση περί εφαρμογής κανόνων σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που αφορούν την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων(3), που καλείται στο εξής "ανακοίνωση", επιβεβαιώνοντας τη βούλησή της να εφαρμόσει τους κανόνες αυτούς με αυστηρότητα και τηρώντας την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η παρούσα διαδικασία εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο..

(2) Η παρούσα διαδικασία αφορά αποκλειστικά το καθεστώς φορολογίας των κεντρικών γραφείων και κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης, που καλείται στο εξής "καθεστώς", αποκλείοντας, ως εκ τούτου, την εφαρμογή του καθεστώτος των αποζημιώσεων εκπατρισμού που καταβάλλεται στο προσωπικό των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης που αποσπάται προσωρινά στη Γαλλία από το εξωτερικό από άλλες μονάδες του εκάστοτε ομίλου.

(3) Η Επιτροπή, με επιστολή της 12ης Φεβρουαρίου 1999 (D/50716), απηύθυνε αίτηση πληροφοριών προς τις γαλλικές αρχές σχετικά με το καθεστώς αυτό. Οι γαλλικές αρχές παρέσχον τις αιτηθείσες πληροφορίες με επιστολή τους της 7ης Μαΐου 1999 (A/33525).

(4) Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία αυτή δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης(4). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το εν λόγω μέτρο.

(5) Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις της Γαλλίας, με την επιστολή της 9ης Οκτωβρίου 2001 (A/37896) σε απάντηση της επιστολής που της ανακοίνωνε την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης.

(6) Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις και από μέρους του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στη Γαλλία (Α/39294). Τις διαβίβασε στη Γαλλία με επιστολή της 14ης Ιανουαρίου 2002 (D/50110), ώστε να της δώσει τη δυνατότητα να υποβάλει τα σχόλιά της. Η Επιτροπή δεν έλαβε άλλες παρατηρήσεις σχετικά με το θέμα ούτε από μέρους της Γαλλίας ούτε από μέρους άλλων ενδιαφερομένων.

II. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

Εισαγωγή(5)

(7) Το καθεστώς άρχισε να ισχύει το 1974 και δεν κοινοποιήθηκε βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης. Με εγκύκλιο της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας, της 21ης Ιανουαρίου 1997, συγκεντρώθηκαν όλα τα διοικητικά σχόλια σχετικά με το καθεστώς αυτό και προσδιορίστηκε ότι τα κεντρικά γραφεία που είχαν ήδη εγκριθεί από τη φορολογική αρχή μπορούσαν να επωφεληθούν από την εν λόγω εγκύκλιο. Η εγκύκλιος αυτή αποτελεί τη νομική βάση για όλους τους κανόνες που αφορούν το καθεστώς αυτό. Μια δεύτερη εγκύκλιος της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας, της 11ης Οκτωβρίου 2002(6), που άρχισε να ισχύει από το τρέχον οικονομικό έτος, την 1η Ιανουαρίου 2003, τροποποίησε την εγκύκλιο του 1997, ώστε να καταστεί δυνατή η συστηματική αναθεώρηση των εγκρίσεων της φορολογικής αρχής σχετικά με τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης κατά περιοδικά χρονικά διαστήματα που καθορίζονταν κάθε τρία έως πέντε έτη το πολύ. Σύμφωνα με την εγκύκλιο της 21ης Ιανουαρίου 1997, το καθεστώς έχει ως στόχο την επίλυση δυσχερειών που αφορούν τον καθορισμό των τιμών μεταβίβασης στο πλαίσιο εμπορικών σχέσεων μεταξύ των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης στη Γαλλία και των άλλων εταιρειών του ομίλου στο εξωτερικό. Ο καθορισμός αυτός είναι συχνά δυσχερής από πρακτική άποψη, δεδομένου ότι εξαρτάται από τον τρόπο εφαρμογής της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού, όπως καθορίζεται από τον ΟΟΣΑ, από μέρους των φορολογουμένων και της φορολογικής αρχής. Η αρχή του πλήρους ανταγωνισμού αντιστοιχεί στο διεθνές επίπεδο το οποίο, όπως έχουν συμφωνήσει οι χώρες μέλη του ΟΟΣΑ, χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των τιμών μεταβίβασης για φορολογικό σκοπό, με στόχο να αποφευχθεί η διπλή διεθνής φορολόγηση των εισοδημάτων, αφενός, και η φοροδιαφυγή σχετικά με τα ίδια εισοδήματα, αφετέρου.

(8) Το καθεστώς παρέχει τη δυνατότητα εναλλακτικού προσδιορισμού των φορολογητέων κερδών που υπόκεινται σε φόρο εταιρειών, χάρη στη μέθοδο της προσαυξημένης τιμής κόστους ("cost-plus"). Η μέθοδος αυτή συνίσταται στον καθορισμό των φορολογητέων κερδών με την εφαρμογή ενός περιθωρίου στις δαπάνες εκμετάλλευσης των κεντρικών γραφείων ή του κέντρου υλικοτεχνικής στήριξης. Οι τιμές αυτές καθορίζονται από τη φορολογική αρχή κατόπιν αιτήσεως του φορολογούμενου. Η εφαρμοζόμενη μέθοδος αποτελεί τμήμα των παραδοσιακών μεθόδων που στηρίζονται στη σύγκριση με ανάλογες συναλλαγές με επιχειρήσεις που δεν αποτελούν μέλη ομίλου, τις οποίες συνιστά ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του σχετικά με τις τιμές μεταβίβασης, η οποία καλείται στο εξής "έκθεση του ΟΟΣΑ"(7). Σε σχέση με άλλες μεθόδους που συνεπάγονται άμεση σύγκριση της τιμής που εφαρμόζεται σε μια συναλλαγή μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων με εκείνη που εφαρμόζεται σε μια συναλλαγή μεταξύ μη συνδεδεμένων επιχειρήσεων, η μέθοδος της προσαυξημένης τιμής κόστους στηρίζεται στον έμμεσο προσδιορισμό της τιμής πλήρους ανταγωνισμού. Η μέθοδος αυτή αφορά τον κατά περίπτωση καθορισμό ενός περιθωρίου, κατ' αναλογία με τα πραγματικά περιθώρια σε συγκρίσιμες συναλλαγές μεταξύ των μη συνδεδεμένων επιχειρήσεων, λαμβανομένων υπόψη των ασκουμένων δραστηριοτήτων, του χρησιμοποιηθέντος ενεργητικού, του επιχειρηματικού κινδύνου και των συνθηκών της αγοράς. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να συνεπάγονται αναπροσαρμογές του περιθωρίου που έχει όντως πραγματοποιηθεί σε συγκρίσιμες μη ελεγχόμενες καταστάσεις ώστε να αντιστοιχεί περισσότερο με τις ιδιομορφίες των συγκεκριμένων συναλλαγών εντός του ομίλου. Το περιθώριο αυτό μπορεί κατόπιν να εφαρμοστεί στις πραγματικές δαπάνες του προμηθευτή αγαθών ή υπηρεσιών του οποίου πρέπει να υπολογιστούν τα φορολογητέα κέρδη. Το ληφθέν αποτέλεσμα μετά την εφαρμογή του περιθωρίου στις προαναφερθείσες δαπάνες θεωρείται ισοδύναμο με την τιμή πλήρους ανταγωνισμού των συναλλαγών αυτών μεταξύσυνδεδεμένων επιχειρήσεων.

(9) Στην έκθεση του ΟΟΣΑ προβλέπεται επίσης η δυνατότητα για τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις να συνάψουν συμφωνίες εκ των προτέρων καθορισμού των τιμών μεταβίβασης με τις αντίστοιχες φορολογικές αρχές. Το είδος αυτό συμφωνίας επιτρέπει τον καθορισμό πριν από την πραγματοποίηση των συναλλαγών μεταξύ των συνδεδεμένων επιχειρήσεων, μιας σειράς καταλλήλων κριτηρίων (ιδίως της μεθόδου που θα χρησιμοποιηθεί, των στοιχείων σύγκρισης και των αναπροσαρμογών που πρέπει να υπάρξουν) με στόχο τον καθορισμό της τιμής μεταβίβασης που θα εφαρμοστεί στις συναλλαγές αυτές κατά τη διάρκεια καθορισμένης περιόδου. Σύμφωνα με την ονοματολογία του ΟΟΣΑ, μια συμφωνία εκ των προτέρων καθορισμού της τιμής μεταβίβασης μπορεί να είναι διμερής όταν παρεμβαίνει μόνο μια φορολογική αρχή και ένας φορολογούμενος ή πολυμερής όταν στη συμφωνία παρεμβαίνουν δύο ή περισσότερες φορολογικές αρχές. Η συμφωνία αφορά την εγγύηση για τους δικαιούχους ότι το ποσό των φορολογουμένων κερδών που καθορίζεται με την εφαρμογή της διαδικασίας αυτής δεν θα αμφισβητηθεί από την αρμόδια ή αρμόδιες φορολογικές αρχές κατά τη χρονική περίοδο της έγκρισης με την επιφύλαξη, ιδίως, ότι η κατάσταση της επιχείρησης και οι συνθήκες που αναγνωρίζονται στην έγκριση παραμένουν αμετάβλητες.

Πεδίο εφαρμογής

(10) Σύμφωνα με την εγκύκλιο της 21ης Ιανουαρίου 1997, που καλείται στο εξής "εγκύκλιος", τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης μπορούν να λάβουν τη νομική μορφή είτε επιχειρήσεων που εδρεύουν στη Γαλλία είτε μόνιμων εγκαταστάσεων αλλοδαπών εταιρειών. Εξάλλου, μόνο τα κεντρικά γραφεία μπορούν να λάβουν τη μορφή τμήματος συνδεδεμένου με κλάδο βιομηχανικής ή εμπορικής δραστηριότητας υπάρχουσας επιχείρησης ή εταιρείας χαρτοφυλακίου (με αλλοδαπές ή γαλλικές συμμετοχές). Αντίθετα, τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης δεν μπορούν να συνδεθούν με κλάδο βιομηχανικής ή εμπορικής δραστηριότητας υπάρχουσας επιχείρησης, ώστε να αποφεύγεται κάθε κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ των ίδιων δραστηριοτήτων και εκείνων της κύριας επιχείρησης. Τέλος, τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης που αποτελούν κλάδο δραστηριότητας δεν μπορούν να συνδεθούν με εταιρεία χαρτοφυλακίου, μπορούν όμως να συνδεθούν με κεντρικά γραφεία επιχείρησης.

(11) Η εγκύκλιος προβλέπει ότι τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης πρέπει να αποτελούν μονάδες υποκείμενες στη φορολογία εταιρειών στη Γαλλία. Σύμφωνα με το κοινό φορολογικό δίκαιο, οι οικονομικές μονάδες υπόκεινται στο φόρο εταιρειών όταν λαμβάνουν τη μορφή εταιρειών εγκατεστημένων στη Γαλλία ή μόνιμων εγκαταστάσεων αλλοδαπών εταιρειών στη Γαλλία, αλλά δεν υπόκεινται χωριστά σε φορολογία όταν πρόκειται για απλούς κλάδους δραστηριότητας εθνικών εταιρειών.

(12) Οι δραστηριότητες των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης πρέπει υποχρεωτικά να εξαρτώνται από έναν διεθνή όμιλο ελέγχου στη Γαλλία ή το εξωτερικό. Η εγκύκλιος καθορίζει ότι το καθεστώς εφαρμόζεται αποκλειστικά σε λειτουργίες που ασκούνται για λογαριασμό των επιχειρήσεων του ομίλου. Εάν τα κεντρικά γραφεία ή τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης παρέχουν υπηρεσίες σε επιχειρήσεις εκτός του ομίλου, τα αντίστοιχα κέρδη θα πρέπει να καθοριστούν υπό συνθήκες κοινού δικαίου. Στην εγκύκλιο προσδιορίζεται ότι θεωρούνται ότι ανήκουν στον ίδιο όμιλο γαλλικές ή αλλοδαπές εταιρείες οι οποίες έχουν τεθεί υπό τον ίδιο έλεγχο της Γαλλίας ή της αλλοδαπής σύμφωνα με τους όρους του κοινού φορολογικού δικαίου.

(13) Πέραν αυτού του περιορισμού που αφορά το διεθνή χαρακτήρα του ομίλου, το καθεστώς δεν περιορίζεται σε ορισμένους ιδιαίτερους τομείς της οικονομίας ούτε σε ορισμένες περιφέρειες της γαλλικής επικράτειας. Η εγκύκλιος προβλέπει ότι τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης πρέπει να παρέχουν, κατά κύριο λόγο, υπηρεσίες σε εταιρείες η έδρα των οποίων είναι εκτός της Γαλλίας ή σε εγκαταστάσεις εταιρειών του ομίλου που βρίσκονται εκτός της Γαλλίας. Η εγκύκλιος προσδιορίζει ότι ο όρος αυτός πληρούται από τη στιγμή που το συνολικό ποσό των τρεχουσών δαπανών εκμετάλλευσης, που αντιστοιχεί στις παροχές από μέρους των κεντρικών γραφείων ή του κέντρου υλικοτεχνικής στήριξης στις εταιρείες ή τις μόνιμες εγκαταστάσεις του ομίλου στην αλλοδαπή, αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ του συνολικού ποσού των τρεχουσών δαπανών εκμετάλλευσης.

(14) Όσον αφορά τις επιλέξιμες δραστηριότητες, τόσο τα κεντρικά γραφεία όσο και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης μπορούν να ασκούν μεγάλο αριθμό δραστηριοτήτων, που να απαριθμούνται ενδεικτικά στην εγκύκλιο. Γενικά, παρότι είναι επιλέξιμες μόνον οι δραστηριότητες για τις οποίες είναι δύσκολο να αξιολογηθεί η εμπορική τους αξία λόγω της ειδικής σε σχέση προς τον όμιλο φύση τους, οι δραστηριότητες συνίστανται στην παροχή υπηρεσιών που έχουν χαρακτήρα οικονομικής δραστηριότητας για τους συνδεδεμένους δικαιούχους και αφορούν:

- λειτουργίες διοικητικού χαρακτήρα όπως λειτουργίες διεύθυνσης, διαχείρισης ή ελέγχου και

- παροχή υπηρεσιών που έχουν ουσιαστικά προπαρασκευαστικό ή επικουρικό χαρακτήρα και δεν αποτελούν άμεσα παραγωγικές λειτουργίες.

(15) Όσον αφορά τα κεντρικά γραφεία, η εγκύκλιος αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε υπηρεσίες διοικητικού χαρακτήρα και σε υπηρεσίες πληροφορικής που έχουν σχέση με την εσωτερική διοικητική διαχείριση του ομίλου, σε υπηρεσίες ανθρωπίνων πόρων όπως η διαχείριση του προσωπικού, η κατάρτιση, η εφαρμογή των συστημάτων μισθοδοσίας ή διαχείρισης της μισθοδοσίας και οι υπηρεσίες επικοινωνίας ή δημοσίων σχέσεων.

(16) Όσον αφορά τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης, η εγκύκλιος αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στις λειτουργίες αποθηκευτικής, συσκευασίας, σήμανσης ή διανομής πρώτων υλών, προμηθειών και τελικών προϊόντων, εμπορευμάτων, σε διοικητικές δραστηριότητες που συνδέονται με τις λειτουργίες αυτές, αποθήκευση, διαχείριση της συσκευασίας των πρώτων υλών, προμήθειας και τελικά προϊόντα και εμπορεύματα, και τη μεταφορά και την παράδοση των αγαθών αυτών μόνο στις εταιρείες του ομίλου.

(17) Η εγκύκλιος ορίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των παρεχομένων υπηρεσιών και της ιδιότητας των δικαιούχων των υπηρεσιών αυτών, που συνίστανται σε μη φορολογητέες στη Γαλλία μονάδες αλλά που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης έχουν τη δυνατότητα να λάβουν από τις φορολογικές αρχές τη διαβεβαίωση ότι το ποσό των κερδών τους που υπόκεινται στο φόρο εταιρειών δεν θα τεθεί υπό αμφισβήτηση εάν το καθορίσουν σε συνάρτηση με ένα περιθώριο κέρδους για το σύνολο των δραστηριοτήτων που αφορούν λειτουργίες των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης.

Μέθοδος υπολογισμού των φορολογητέων κερδών

(18) Το ποσό των φορολογητέων κερδών υπολογίζεται με την εφαρμογή του εμπορικού περιθωρίου στο ποσό των τρεχουσών δαπανών εκμετάλλευσης, σύμφωνα με τη μέθοδο της προσαυξημένης τιμής κόστους. Στο μέτρο που η χρησιμοποιούμενη μέθοδος υπολογισμού διαπνέεται από τις σχετικές συστάσεις του ΟΟΣΑ, η Γαλλία κρίνει ότι παρέχει τη δυνατότητα τήρησης της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού που επικρατεί κανονικά μεταξύ των ανεξάρτητων οικονομικών μονάδων και δικαιολογείται από τη φύση των κανόνων που διέπουν τη διεθνή φορολογία των διασυνοριακών κερδών.

(19) Πάντως, κατά την εγκύκλιο, η βάση της φορολογίας που καθορίζεται από τη μέθοδο της προσαυξημένης τιμής κόστους θεωρείται ότι αντικατοπτρίζει το κέρδος που μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού και, κατά συνέπεια, η έγκριση της φορολογικής αρχής υπόκειται στον όρο ότι τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης τιμολογούν τις παροχές τους βάσει του προσαυξημένου κόστους του καθορισθέντος περιθωρίου κέρδους. Κάθε υπερτιμολόγηση, συνεχίζει η εγκύκλιος, οδηγεί στη διαπίστωση ενός συμπληρωματικού αποτελέσματος που υπόκειται στο φόρο εταιρειών σύμφωνα με τους όρους του κοινού φορολογικού δικαίου. Κάθε υπερτιμολόγηση αποτελεί ένα κρυφό πλεονέκτημα για τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης, καθώς και υποτιθέμενη διανομή εισοδημάτων στους δικαιούχους που οδηγεί στην επιβολή του σχετικού φόρου. Εξάλλου, ο τρόπος καθορισμού του φορολογητέου κέρδους όπως προβλέπεται από το καθεστώς, δεν έχει επιπτώσεις στη φορολογία των εκτός κύριας εκμετάλλευσης εσόδων κεφαλαίου από δραστηριότητες των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης, όπως τα έσοδα από κινητές αξίες και οι υπεραξίες και υποαξίες από την εκχώρηση παγίων στοιχείων ενεργητικού.

(20) Σύμφωνα με την εγκύκλιο, ο καθορισμός του περιθωρίου πραγματοποιείται κατά περίπτωση κατά διαφορετικό τρόπο για τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης και σε συνάρτηση με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά της δραστηριότητας και τις συνθήκες άσκησής της, σε επίπεδο που ανταποκρίνεται περισσότερο στο κέρδος που θα είχε πραγματοποιήσει μία ανεξάρτητη επιχείρηση υπό πλήρη ανταγωνισμό. Ειδικότερα, το περιθώριο θα είναι χαμηλό εάν οι πραγματοποιούμενες δραστηριότητες είναι καθαρά διοικητικής φύσης και θα είναι υψηλότερο εάν οι δραστηριότητες αυτές έχουν στρατηγικό χαρακτήρα. Η φορολογική αρχή μπορεί να λάβει υπόψη της, κατά τον καθορισμό του περιθωρίου, τη φύση των θέσεων απασχόλησης που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης. Η χρησιμοποίηση ιδιαίτερα ειδικευμένου προσωπικού οδηγεί στην εφαρμογή περιθωρίου υψηλότερου από ό,τι στην περίπτωση που απαιτείται ελάχιστα ειδικευμένο προσωπικό.

(21) Το περιθώριο που καθορίζεται δεν παραμένει άθικτο καθ' όλη τη διάρκεια της ύπαρξης των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης, αλλά μπορεί να τροποποιηθεί σε συνάρτηση με τις μεταβολές που θα επέλθουν στη φύση ή τις συνθήκες άσκησης των δραστηριοτήτων, πράγμα που ο δικαιούχος υποχρεούται να δηλώσει στη φορολογική αρχή, αρχής γενομένης από το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιούνται οι μεταβολές αυτές. Σύμφωνα με την εγκύκλιο της 11ης Οκτωβρίου 2002, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2003, το περιθώριο πρέπει να επανακαθορίζεται στο πλαίσιο συστηματικής αναθεώρησης της έγκρισης κάθε τρία έως πέντε έτη.

(22) Σύμφωνα με την εγκύκλιο, οι δαπάνες εκμετάλλευσης που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του φορολογητέου κέρδους καθορίζονται σύμφωνα με κανόνες του κοινού δικαίου φορολογίας εταιρειών. Οι δαπάνες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους όπως αυτές εμφανίζονται στη χρέωση των λογαριασμών δαπανών στη λογιστική του φορολογούμενου, συμπεριλαμβανομένων και των επιβαλλομένων τόκων και των αποσβέσεων. Ωστόσο, οι δαπάνες εκμετάλλευσης δεν περιλαμβάνουν:

- τις εκταμιεύσεις που αποτελούν αντικείμενο επιστροφών προς τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζει το καθεστώς κοινού δικαίου που προβλέπεται στο άρθρο 267 ΙΙ-2 του γενικού κώδικα φορολογίας (CGI). Οι εκταμιεύσεις αυτές πρέπει να έχουν περιστασιακό και επικουρικό χαρακτήρα και δεν πρέπει να εντάσσονται στο κανονικό πεδίο δραστηριότητας των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης. Ο επικουρικός χαρακτήρας τηρείται αν το ποσό των εκταμιεύσεων δεν υπερβαίνει το 10 % των τρεχουσών δαπανών εκμετάλλευσης εκτός εκταμίευσης. Πέραν από το ποσοστό αυτό, οι εκταμιεύσεις λαμβάνονται υπόψη στις δαπάνες,

- τις δραστηριότητες υπεργολαβίας, εφόσον οι σχετικές με τις δραστηριότητες αυτές δαπάνες παραμένουν κάτω από το ήμισυ των δαπανών εκμετάλλευσης εκτός υπεργολαβίας. Ακολουθώντας το παράδειγμα που αναφέρεται στην εγκύκλιο, η Επιτροπή πληροφορήθηκε ότι όταν ο αποκλεισμός αυτός της φορολογητέας βάσης εφαρμόζεται, το τμήμα δαπανών υπεργολαβίας που δεν υπερβαίνει το ήμισυ των τρεχουσών δαπανών εκτός υπεργολαβίας αφαιρείται από την υποκείμενη στην εφαρμογή του περιθωρίου φορολογητέα βάση. Η συμπερίληψη των δαπανών υπεργολαβίας της βάσης υπολογισμού των φορολογητέων κερδών περιορίζεται κατά συνέπεια στο τμήμα που υπερβαίνει το 50 % των τρεχουσών δαπανών εκμετάλλευσης εκτός δαπανών υπεργολαβίας.

Ετήσια κατ' αποκοπήν φορολογία (IFA)

(23) Τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης υπόκεινται στην ετήσια κατ' αποκοπήν φορολογία (IFA), μόνο για το ποσό που προβλέπεται από το πρώτο τμήμα της κλίμακας που καθορίζεται στο άρθρο 223 στοιχείο στ) του γενικού κώδικα φορολογίας. Το ποσό της IFA εξαρτάται από το ποσό του κύκλου εργασιών προσαυξημένου κατά τα έσοδα κεφαλαίων. Το πρώτο τμήμα της φορολογίας ανέρχεται σε 750 ευρώ και αφορά κύκλο εργασιών προσαυξημένο κατά τα έσοδα κεφαλαίων που περιλαμβάνονται μεταξύ 76000 και 150000 ευρώ. Το τελευταίο τμήμα φορολόγησης IFA αφορά ποσό 30000 ευρώ και αναφέρεται σε προσαυξημένο κύκλο εργασιών που υπερβαίνει τα 75 εκατ. ευρώ. Τα τμήματα προς IFA που περιλαμβάνονται στην κλίμακα μεταξύ 750 ευρώ και 30000 ευρώ δεν εφαρμόζονται στους δικαιούχους του καθεστώτος.

(24) Η IFA πρέπει να καταβληθεί στο κράτος το αργότερο μέχρι τις 15 Μαρτίου του σχετικού οικονομικού έτους. Η καταβολή αυτή αποτελεί απλώς προκαταβολή μιας από τις καταβολές που θα καταστούν ακολούθως απαιτητές για το τρέχον έτος ή για τα δύο επόμενα έτη(8). Κατά συνέπεια, εξαίρεση από την IFA χωρίς υπαγωγή φόρο εταιρειών κατά τρία συναπτά έτη αντιστοιχεί με πλήρη εξαίρεση από τον φόρο. Εξάλλου, εξαίρεση από την καταβολή της IFA κατά βραχύτερη χρονική περίοδο, γιατί οι οφειλόμενοι φόροι κατά την τριετή χρονική περίοδο υπερβαίνουν την προκαταβολή της IFA, αποτελεί απλή πίστωση φόρου.

III. ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(25) Στο πλαίσιο της κίνησης της επίσημης διαδικασίας εξέτασης(9), η Επιτροπή έκρινε ότι το μέτρο μπορεί να αποτελέσει κρατική ενίσχυση δεδομένου ότι φαίνεται ότι πληροί σωρευτικά τα τέσσερα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. Ειδικότερα, η Επιτροπή προσδιόρισε τα τρία ακόλουθα στοιχεία δυνάμει ενίσχυσης:

- πρώτον, ορισμένες δαπάνες των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του φορολογητέου κέρδους σύμφωνα με τη μέθοδο της προσαυξημένης τιμής κόστους,

- δεύτερον, η μερική εξαίρεση από την εφαρμογή του καθεστώτος της IFA που απολαύουν τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης φαίνεται να οδηγεί σε φορολογία χαμηλότερη από εκείνη βάσει του κοινού δικαίου,

- τρίτον, το περιθώριο ελιγμού της φορολογικής αρχής κατά τον καθορισμό του περιθωρίου που χρησιμοποιείται στη μέθοδο της προσαυξημένης τιμής κόστους μπορεί να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ομίλους.

(26) Τέλος, η Επιτροπή στο πλαίσιο της προκαταρκτικής της αξιολόγησης έκρινε ότι στο καθεστώς δεν μπορούσε να εφαρμοστεί καμία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης.

IV. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(27) Το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο στη Γαλλία (CCAF) έκρινε ότι το καθεστώς δεν παρέχει χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα στους δικαιούχους και ότι δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να αποτελέσει ενίσχυση για τους ακόλουθους λόγους.

(28) Κατά πρώτο λόγο, το CCAF θεωρεί ότι το μόνο πλεονέκτημα που το καθεστώς παρέχει στους δικαιούχους είναι ότι τους επιτρέπει να γνωρίζουν εκ των προτέρων τις λεπτομέρειες καθορισμού του επιβαλλόμενου φόρου. Κατά συνέπεια, το καθεστώς προσιδιάζει με εκ των προτέρων συμφωνία επί των τιμών μεταβίβασης μεμονωμένα μεταξύ του φορολογούμενου και της φορολογικής αρχής, το οποίο αποτελεί διοικητική πρακτική την οποία ενθαρρύνει ο ΟΟΣΑ.

(29) Κατά δεύτερο λόγο, το γεγονός ότι οι εκταμιεύσεις και οι δαπάνες υπεργολαβίας που λαμβάνονται υπόψη στη βάση εφαρμογής της μεθόδου της προσαυξημένης τιμής κόστους είναι σύμφωνη με την πλέον αυστηρή εφαρμογή των κανόνων του ΟΟΣΑ όσον αφορά τις τιμές μεταβίβασης που απαιτούν και τον πλήρη αποκλεισμό των δαπανών αυτών, ιδίως στις περιπτώσεις όπου οι υπό εξέταση διεθνείς συναλλαγές εντός του ομίλου αντιστοιχούν σε παροχές υπηρεσιών. Το CCAF κρίνει εξάλλου ότι η συμπερίληψη των δαπανών υπεργολαβίας στη βάση εφαρμογής του περιθωρίου της προσαυξημένης τιμής κόστους δεν αντιστοιχεί σε οικονομική πραγματικότητα διαμεσολαβητή εγκατεστημένου τη Γαλλία. Η συμπερίληψη αυτή προκαλεί προβλήματα φορολογικής έκπτωσης στην εταιρεία του ομίλου που δικαιούται την υπηρεσία, λαμβανομένης υπόψη της αδικαιολόγητης εφαρμογής ενός περιθωρίου στις δαπάνες υπεργολαβίας που δυνάμει εκπίψουν από τη βάση αυτή.

(30) Τρίτον, το CCAF θεωρεί ότι η IFA δεν αποτελεί οριστικό φόρο, δεδομένου ότι καταλογίζεται στο φόρο εταιρειών που οφείλεται κατά τα δύο έτη που ακολουθούν την επιβολή της IFA. Δεδομένου ότι η τελευταία αυτή φορολογική βάση, αφού εφαρμοστεί το ποσοστό φόρου εταιρειών του 33,1/3 %, δίνει αποτέλεσμα υψηλότερο από τα 750 ευρώ, μία δε μονάδα που επωφελείται από το καθεστώς υποχρεούται να καταβάλει οριστικό φόρο υψηλότερο και ως εκ τούτου το ανώτατο αυτό όριο της IFA δεν έχει καμία επίπτωση. Το ανώτατο όριο της IFA που προβλέπει το καθεστώς δεν αποτελεί ως εκ τούτου πλεονέκτημα καθοριστικής σημασίας.

(31) Τέλος, το CCAF κρίνει ότι η γαλλικές φορολογικές αρχές είναι ιδιαίτερα αυστηρές κατά τις διαπραγματεύσεις και τον προσδιορισμό του περιθωρίου που εφαρμόζεται σε πράξεις που πραγματοποιούνται από τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης και ότι, κατά συνέπεια, κανένα πλεονέκτημα δεν υπάρχει στις λεπτομέρειες καθορισμού του περιθωρίου που αφορά την εφαρμογή της μεθόδου της προσαυξημένης τιμής κόστους. Ειδικότερα, το CCAF επιβεβαιώνει την εφαρμογή της παραγράφου 36 της εγκυκλίου σύμφωνα με την οποία "το περιθώριο που λαμβάνεται υπόψη καθορίζεται κατά περίπτωση σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά της δραστηριότητας των κεντρικών γραφείων και τους όρους άσκησής της, σε επίπεδο που αντιστοιχεί περισσότερο στο κέρδος που θα είχε πραγματοποιήσει μία ανεξάρτητη επιχείρηση τηρουμένης της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού".

(32) Εν πάση περιπτώσει, το CCAF επικαλείται τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των μελών του που θα τύχουν του καθεστώτος αυτού με τη βεβαιότητα ότι οι τιμές μεταβίβασης που εφαρμόζονται αντιστοιχούν σε τιμές πλήρους ανταγωνισμού.

V. ΣΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ

(33) Η Γαλλία στα σχόλιά της αρνείται τον χαρακτηρισμό του καθεστώτος των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης ως ενίσχυση, δεδομένου ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί κανένα από τα τέσσερα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

Απουσία πλεονεκτήματος

(34) Όσον αφορά το πλεονέκτημα, η Γαλλία θεωρεί ότι η αντιστοιχία μεταξύ της φορολογίας που επιβάλλεται στα κεντρικά γραφεία και στα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης και εκείνης που επιβάλλεται σε πλήρως ανεξάρτητες μονάδες, αποκλείει την ύπαρξη οποιουδήποτε πλεονεκτήματος. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η εφαρμογή της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού είναι αναγκαία σε καταστάσεις που αφορούν διεθνείς συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων και ως εκ τούτου η αρχή αυτή αποτελεί τον γενικό κανόνα για τον προσδιορισμό του κατά πόσον τα φορολογητέα κέρδη μιας επιχείρησης που λειτουργεί εντός του ομίλου υπολογίζονται κατά τρόπο που παρέχει πλεονέκτημα. Η Γαλλία κρίνει ότι η εφαρμοζόμενη μέθοδος για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης αντιστοιχεί σε εκείνη η οποία, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, θα επέτρεπε τον προσδιορισμό της τιμής υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού. Εξάλλου, ο ΟΟΣΑ θεωρεί τη μέθοδο της προσαυξημένης τιμής κόστους ως την πλέον κατάλληλη όταν οι υπό έλεγχο συναλλαγές είναι παροχές υπηρεσιών.

(35) Όσον αφορά τον αποκλεισμό της εκταμίευσης και των δαπανών υπεργολαβίας από τη βάση υπολογισμού των φορολογητέων κερδών, η Γαλλία διαπιστώνει ότι για να αποκλειστούν από τη βάση αυτή οι δαπάνες αυτές πρέπει να έχουν περιστασιακό και επικουρικό χαρακτήρα, δηλαδή να είναι τελείως ανεξάρτητες από την άσκηση των συνήθων καθηκόντων των κεντρικών γραφείων ή των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης. Η διαφορά του ορίου των δαπανών υπεργολαβίας (50 % των τρεχουσών δαπανών εκμετάλλευσης εκτός υπεργολαβίας) σε σχέση με τις εκταμιεύσεις (10 % των δαπανών εκμετάλλευσης εκτός εκταμίευσης) δικαιολογείται από την ανάγκη καλύτερης προσαρμογής του καθεστώτος στην οικονομική πραγματικότητα και διάκρισης των δραστηριοτήτων των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης σε σχέση με εκείνες των πρακτόρων (εκταμιεύσεις) ή των διαμεσολαβητών (υπεργολαβίες). Εξάλλου, όσον αφορά ειδικότερα τις δαπάνες υπεργολαβίας, η Γαλλία θεωρεί ότι εάν το καθεστώς είχε ακολουθήσει τις υποδείξεις του ΟΟΣΑ σχετικά με την εφαρμογή της μεθόδου της προσαυξημένης τιμής κόστους στις δραστηριότητες πράκτορος ή διαμεσολαβητή, θα είχε οδηγήσει σε περισσότερα πλεονεκτήματα. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει είτε τον αποκλεισμό χωρίς ανώτατο όριο των δαπανών υπεργολαβίας από τη φορολογητέα βάση είτε την εφαρμογή ενός χαμηλότερου ποσοστού στις δαπάνες αυτές, καθώς και σε τμήμα των σχετικών τρεχουσών δαπανών εκμετάλλευσης. Σύμφωνα με τη Γαλλία, η λύση που προβλέπει η εγκύκλιος είναι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που προβλέπει ο ΟΟΣΑ όσον αφορά τον καθορισμό της τιμής πλήρους ανταγωνισμού και, κατά συνέπεια, το γαλλικό μέτρο δεν μπορεί να οδηγήσει σε πλεονέκτημα.

(36) Όσον αφορά τον καθορισμό των περιθωρίων που επιτρέπουν την εφαρμογή της μεθόδου της προσαυξημένης τιμής κόστους, σύμφωνα με τη Γαλλία, η τιμή αυτή καθορίζεται όντως κατά περίπτωση και μπορεί να αναπροσαρμοστεί κάθε τρία έως πέντε έτη το πολύ. Ωστόσο, οι φορολογικές αρχές δεν διαθέτουν ένα περιθώριο ευελιξίας αρκετό για να ευνοήσουν ορισμένες επιχειρήσεις εκ του γεγονότος ότι ο καθορισμός πραγματοποιείται όντως κατά τρόπο γενικό κατά περίπτωση σε συνάρτηση με τις μεταβολές που έχουν επέλθει στη φύση και τις συνθήκες άσκησης των δραστηριοτήτων, αρχής γενομένης από το οικονομικό έτος κατά το οποίο επήλθαν οι μεταβολές αυτές. Εξάλλου, λόγω του κατά περίπτωση καθορισμού του περιθωρίου, η φορολογία των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης πλησιάζει όντως εκείνη που προκύπτει από την εφαρμογή της αρχής της τιμής του πλήρους ανταγωνισμού, που είναι η σταθερά που εφαρμόζεται σε όλες τις συναλλαγές εντός του ομίλου.

(37) Όσον αφορά τον περιορισμό της IFA στο πρώτο τμήμα της κλίμακας που προβλέπει το άρθρο 223 στοιχείο στ) του γενικού κώδικα φορολογίας (CGI), η Γαλλία θεωρεί ότι ο περιορισμός αυτός δεν παρέχει κανένα πλεονέκτημα, δεδομένου ότι η IFA αποτελεί μόνο προκαταβολή του φόρου εταιρειών στην οποία υπόκεινται οι δικαιούχοι και επιβάλλεται στις επιχειρήσεις μόνο στην περίπτωση που αυτές παρουσιάζουν έλλειμμα, κατάσταση που δεν λαμβάνει χώρα στις περιπτώσεις των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης. Αυτά καταρχήν υπόκεινται πάντα στο φόρο εταιρειών μέσω της εφαρμογής της μεθόδου της προσαυξημένης τιμής κόστους η οποία οδηγεί στον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών τους ως υπεραξίας των ακαθάριστων δαπανών εκμετάλλευσης. Η εφαρμογή του καθεστώτος προκαταβολής του IFA αποτελεί ταμιακή προκαταβολή, η οποία για τις συνήθεις εταιρείες είναι πιο σημαντική από ό,τι για τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το μέγιστο ποσό του IFA είναι 30000 ευρώ, το ενδεχόμενο ταμιακό πλεονέκτημα που προκύπτει από την απαλλαγή από την IFA είναι αμελητέο.

(38) Όσον αφορά το γεγονός ότι η εφαρμογή της προσαυξημένης τιμής κόστους παρέχει στους φορολογούμενους τη δυνατότητα να γνωρίζουν εκ των προτέρων το ποσό του φόρου και να αποφεύγεται έτσι κάθε είδους αμφισβήτηση έναντι της φορολογικής αρχής, τούτο, κατά τη Γαλλία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα, δεδομένου ότι οι αμφισβητήσεις αποφεύγονται μόνον εάν οι όροι που προβλέπει η μέθοδος της προσαυξημένης τιμής κόστους τηρούνται και κατά συνέπεια εάν η φορολογητέα βάση των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης καθορίζεται σύμφωνα με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, κατά τη Γαλλία, παρότι η εφαρμογή της αρχής αυτής αποτελεί πλεονέκτημα σε σχέση με τον αναλυτικό καθορισμό της φορολογητέας βάσης που προβλέπει το σύστημα του κοινού δικαίου, το πλεονέκτημα αυτό δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του γαλλικού φορολογικού συστήματος που συμφωνεί με τις συστάσεις του ΟΟΣΑ όσον αφορά τη φορολόγηση των παροχών υπηρεσιών μεταξύ των υπό έλεγχο επιχειρήσεων. Όντως, το καθεστώς προβλέπει την εξάλειψη της αβεβαιότητας κατά την επιβολή του φόρου εταιρειών σε ένα διεθνές πλαίσιο εντός ομίλων σύμφωνα με τις συστάσεις του ΟΟΣΑ περί σύναψης συμφωνιών εκ των προτέρων καθορισμού της τιμής μεταβίβασης.

Απουσία κρατικών πόρων

(39) Σύμφωνα με τη Γαλλία, το καθεστώς διαφυλάσσει τους κρατικούς πόρους, δεδομένου ότι η εναλλακτική μέθοδος που εφαρμόζεται παρέχει τη δυνατότητα πραγματικής φορολόγησης δραστηριοτήτων που κατά άλλο τρόπο θα διέφευγαν πλήρως της επιβολής φόρου εταιρειών στη χώρα αυτή. Χάρη στο καθεστώς αυτό η Γαλλία εισπράττει φόρους από ορισμένες δραστηριότητες οι οποίες, κατά τη γνώμη της, δεν θα οδηγούσαν κανονικά σε εμπορία με τρίτους και δεν θα ήταν κατά συνέπεια δυνατό να προσδιοριστούν.

Απουσία επιπτώσεων στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές

(40) Κατά τη Γαλλία, το καθεστώς δεν θίγει τον ανταγωνισμό και τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, δεδομένου ότι οι υπηρεσίες που τυγχάνουν της εφαρμογής του μέτρου αυτού είναι εξ ορισμού "μη εξωτερικεύσιμες" και ως εκ τούτου εκτός αγοράς. Όσον αφορά ειδικότερα τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης, η Γαλλία θεωρεί ότι οι δραστηριότητές τους δεν προσδίδουν καμία προστιθέμενη αξία στην παραγωγή την οποία υπηρετούν.

Απουσία επιλεκτικής μεταχείρισης

(41) Τέλος, κατά τη Γαλλία, το καθεστώς δεν εφαρμόζεται επιλεκτικά, δεδομένου ότι πρόκειται για γενικό μέτρο φορολογικής πολιτικής που εφαρμόζεται σε όλους τους οικονομικούς τομείς και σε όλους τους διεθνείς ομίλους που ελέγχονται από τη Γαλλία ή το εξωτερικό. Το γεγονός ότι το καθεστώς αυτό αφορά αποκλειστικά διεθνείς πράξεις δικαιολογείται, δεδομένου ότι μόνο για τις πράξεις αυτές αντιμετωπίζεται η προβληματική των τιμών μεταβίβασης και υπάρχει κίνδυνος διπλής φορολόγησης. Το μέτρο δεν εφαρμόζεται επιλεκτικά, δεδομένου ότι ο ειδικός προσδιορισμός των τιμών μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων που αποτελούν αντικείμενο του καθεστώτος δεν έχει φορολογικές επιπτώσεις για τις άλλες επιχειρήσεις οι οποίες δεν αναπτύσσουν διεθνή δραστηριότητα.

(42) Τέλος, δεδομένου ότι το μέτρο απευθύνεται σε όλους τους οικονομικούς φορείς που παρέχουν, υφ' οιανδήποτε νομική μορφή, διεθνείς υπηρεσίες εντός του ομίλου, επικουρικές των παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων, δεν εφαρμόζεται κατά συνέπεια επιλεκτικά.

VI. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

Εισαγωγή

(43) Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη της τα σχόλια της Γαλλίας και τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων, διατήρησε τη θέση που είχε εκφράσει στην επιστολή της 11ης Ιουλίου 2001(10) για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης. Κρίνει ότι οι παρατηρήσεις που υπέβαλε η Γαλλία και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη δεν παρέσχον τη δυνατότητα διάλυσης των εκφρασθεισών αμφιβολιών. Κρίνει, ως εκ τούτου, ότι ορισμένες πτυχές του εξετασθέντος φορολογικού καθεστώτος αποτελούν παράνομη και ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά ενίσχυση λειτουργίας.

Πλεονέκτημα

(44) Η Γαλλία και τα ενδιαφερόμενα μέρη επικαλούνται την απουσία πλεονεκτήματος όσον αφορά την εφαρμογή της μεθόδου της κατ' αποκοπήν φορολόγησης που στηρίζεται στον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών βάσει της αρχής της τιμής πλήρους ανταγωνισμού. Όντως, όταν στο διεθνές πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από διαφορές πραγματικής επιβολής φόρου μεταξύ των διαφόρων χωρών, συνδεδεμένες επιχειρήσεις προβαίνουν σε συναλλαγές μεταξύ τους, οι εμπορικές τους σχέσεις και ως εκ τούτου τα προκύπτοντα κέρδη μπορούν καταρχήν να αποτελέσουν αντικείμενο λαθροχειρίας από μέρους των φορολογούμενων δεδομένου ότι αναφέρονται στο ίδιο οικονομικό συμφέρον. Κατά συνέπεια, οι ενδιαφερόμενες εθνικές φορολογικές αρχές μπορούν μονομερώς να διορθώσουν τα φορολογητέα κέρδη των εν λόγω φορολογουμένων και ως εκ τούτου να επιβάλλουν βαρύτερη φορολογία ή διπλή φορολογία επί των σχετικών συναλλαγών. Κατά τη Γαλλία, δεδομένου ότι ο στόχος της εφαρμογής της προσαυξημένης τιμής κόστους είναι η κατάργηση της διπλής φορολογίας, το καθεστώς δεν παρέχει πλεονεκτήματα.

(45) Προκαταρκτικά, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι το γαλλικό φορολογικό σύστημα προσαρμόζεται όντως στην αρχή του πλήρους ανταγωνισμού όσον αφορά τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών κατά τις διεθνείς συναλλαγές μεταξύ των υπό έλεγχο επιχειρήσεων, τόσο ως προς το εσωτερικό δίκαιο, βάσει του άρθρου 57 του γενικού κώδικα φορολογίας, όσο και των διμερών συμβάσεων για την πρόληψη διπλής φορολόγησης που έχει συνάψει η Γαλλία με τις χώρες εταίρους της. Ειδικότερα, το άρθρο 57 του γενικού κώδικα φορολογίας προβλέπει διαδικασία φορολογικής αποκατάστασης "για τον καθορισμό του οφειλόμενου από τις επιχειρήσεις φόρου εισοδήματος οι οποίες εξαρτώνται από ή ελέγχουν επιχειρήσεις εκτός Γαλλίας", πράγμα που αφορά "τα έμμεσα μεταβιβασθέντα σε αυτές κέρδη, είτε μέσω προσαύξησης ή μείωσης των τιμών αγοράς ή πώλησης είτε με οποιοδήποτε άλλο μέσο". Στην περίπτωση αυτή, όταν στα κέρδη δεν τηρείται η αρχή του πλήρους ανταγωνισμού "αυτά ενσωματώνονται στα αποτελέσματα που προκύπτουν από τη λογιστική" των συγκεκριμένων γαλλικών επιχειρήσεων. Στο άρθρο 57 προσδιορίζεται επίσης ότι, ελλείψει επακριβών στοιχείων για να πραγματοποιηθεί η προβλεπόμενη ανωτέρω αποκατάσταση, "τα φορολογητέα εισοδήματα καθορίζονται με σύγκριση με εκείνα αντίστοιχων επιχειρήσεων που αποτελούν αντικείμενο κανονικής εκμετάλλευσης". Οι συμβάσεις για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης που έχει συνάψει η Γαλλία παρέχουν τη δυνατότητα, από την πλευρά τους, αποκατάστασης κατόπιν σύγκρισης για τα κέρδη που πραγματοποιούνται λόγω εμπορικών σχέσεων μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στα συμβαλλόμενα κράτη, σύμφωνα με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού που προβλέπεται στο άρθρο 9 του προτύπου σύμβασης του ΟΟΣΑ. Σχετικά με το θέμα αυτό, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η μέθοδος της προσαυξημένης τιμής κόστους που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των φορολογητέων κερδών των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης εντάσσεται στις παραδοσιακές μεθόδους που απαριθμεί ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του σχετικά με τις τιμές μεταβίβασης.

(46) Η Επιτροπή κρίνει ότι η φύση των υπηρεσιών που παρέχουν τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης καθιστά δυσχερή τον άμεσο προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών τους στη Γαλλία και ότι, κατά συνέπεια, η εφαρμογή της έμμεσης μεθόδου προσδιορισμού φορολογητέων κερδών είναι δικαιολογημένη. Η μέθοδος αυτή συνίσταται σε εκτίμηση που αφορά τον καθορισμό του ακαθάριστου περιθωρίου κέρδους που το ένα από τα μέρη της συναλλαγής μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων θα είχε ζητήσει να του καταβληθεί και το άλλο μέρος θα το είχε κρίνει αποδεκτό υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού κατά την εκτέλεση αντίστοιχων λειτουργιών. Εξάλλου, ο προσδιορισμός του περιθωρίου στο πλαίσιο της εφαρμογής της μεθόδου της προσαυξημένης τιμής κόστους, μέσω προηγούμενης συμφωνίας που ισχύει για σειρά μη προσδιορισμένων οικονομικών συναλλαγών, αποτελεί μέθοδο εφαρμογής της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού που ενθαρρύνεται ιδιαίτερα από τον ΟΟΣΑ. Εν κατακλείδι, η Επιτροπή επιβεβαιώνει τη θέση της σύμφωνα με την οποία δεν έχει καταρχάς κριτική να διατυπώσει ούτε υπέρ της μεθόδου της προσαυξημένης τιμής κόστους ούτε έναντι των συμφωνιών εκ των προτέρων καθορισμού του περιθωρίου που αφορούν τις συναλλαγές εντός του ομίλου, τις οποίες εφαρμόζει η Γαλλία στο υπό εξέταση καθεστώς.

(47) Η Επιτροπή διαπιστώνει, εξάλλου, ότι ούτε η Γαλλία ούτε οι άλλοι ενδιαφερόμενοι δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι τα φορολογητέα κέρδη που καταλογίζονται στα κεντρικά γραφεία και στα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης δεν είναι πραγματικά αλλά υπολογίζονται μόνο κατ' εκτίμηση. Τέλος, η δυνατότητα εκ των προτέρων συμφωνίας της φορολογικής διοίκησης για το ποσοστό αποδοτικότητας ακαθόριστου και ενδεχομένως μεγάλου αριθμού συναλλαγών αποτελεί ειδική μεταχείριση σε σχέση με τον αναλυτικό προσδιορισμό των κερδών. Κρίνεται ως εκ τούτου αναγκαία η λεπτομερής ανάλυση της συγκεκριμένης εφαρμογής της εν λόγω μεθόδου φορολογίας από μέρους της Γαλλίας.

Καθορισμός του περιθωρίου

(48) Όσον αφορά τον καθορισμό του περιθωρίου, διαπιστώνεται ότι, κατά την εγκύκλιο, το καθεστώς αφορά μόνο "δραστηριότητες για τις οποίες είναι ουσιαστικά ιδιαίτερα δυσχερής η αξιολόγηση της εμπορικής τους αξίας, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες αυτές είναι από τη φύση τους ειδικές στους ομίλους"(11). Όντως, οι δραστηριότητες που προβλέπει η εγκύκλιος αφορούν λειτουργίες που έχουν "ουσιαστικά προπαρασκευαστικό ή επικουρικό χαρακτήρα και δεν αποτελούν, ως εκ τούτου, άμεσα παραγωγικές δραστηριότητες"(12). Αντίθετα, η Επιτροπή κρίνει ότι οι δραστηριότητες που προβλέπει η εγκύκλιος ποικίλλουν ιδιαίτερα και μπορεί να έχουν αρκετά σημαντική εμπορική αξία. Ως παράδειγμα, μπορούν να αναφερθούν "υπηρεσίες στρατηγικού χαρακτήρα" ή "υπηρεσίες έρευνας και ανάπτυξης" τις οποίες αναφέρει η εγκύκλιος. Ειδικότερα, παρατηρείται ότι οι υπηρεσίες αυτές όχι μόνο αποτελούν οικονομικές δραστηριότητες, αλλά αποτελούν επίσης εμπορικές δραστηριότητες που συνιστούν δυνάμει σημαντικό τμήμα της συνολικής υπεραξίας που παράγει ένας διεθνής όμιλος. Τέλος, το γεγονός ότι ορισμένες δραστηριότητες των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης μπορούν να δοθούν σε υπεργολαβία αποδεικνύει την εμπορική φύση των πράξεων αυτών.

(49) Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εφαρμογή της μεθόδου της προσαυξημένης τιμής κόστους και ο εκ των προτέρων καθορισμός του ποσοστού αποδοτικότητας για όλες τις δραστηριότητες που διευθύνουν τα κεντρικά γραφεία τα οποία είναι αρμόδια για αυτές τις στρατηγικού χαρακτήρα υπηρεσίες ή για έρευνα και ανάπτυξη κατά μια χρονική περίοδο από τρία έως πέντε έτη, μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό υπολογισμό σε σχέση με τον αναλυτικό προσδιορισμό. Η Επιτροπή κρίνει ωστόσο ότι ελλείψει άλλων μεθόδων, η διαφοροποιούμενη αυτή αντιμετώπιση είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της τιμής μεταβίβασης για τις συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, όταν η άμεση εκτίμηση της τιμής σε σχέση με εκείνη που εφαρμόζεται σε ανάλογες συναλλαγές μεταξύ ανεξαρτήτων επιχειρήσεων δεν θα ήταν κατάλληλη. Η μέθοδος αυτή δικαιολογείται, ως εκ τούτου, από τη φύση του γαλλικού φορολογικού συστήματος σύμφωνα με το σημείο 23 της ανακοίνωσης.

(50) Εξάλλου, η Επιτροπή πρέπει να εξακριβώσει κατά πόσον οι λεπτομέρειες προσδιορισμού του περιθωρίου μπορούν να αφήσουν στις φορολογικές αρχές διακριτική ευχέρεια. Βάσει των παρατηρήσεων που υπέβαλε η Γαλλία και οι ενδιαφερόμενοι, φαίνεται ότι το περιθώριο καθορίζεται όντως κατά περίπτωση ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των δραστηριοτήτων που πραγματικά ασκεί ο φορολογούμενος και των συνθηκών άσκησής τους. Τα στοιχεία που διαθέτει η Επιτροπή δεν παρέχουν, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα να καθορίσει ότι η ευχέρεια ευελιξίας της φορολογικής διοίκησης κατά τον καθορισμό του περιθωρίου που χρησιμοποιείται στη μέθοδο της προσαυξημένης τιμής κόστους μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ομίλους. Τέλος, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της την τροποποίηση της εγκυκλίου, η οποία πραγματοποιήθηκε μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης και η οποία προβλέπει τη συστηματική αναθεώρηση των εν λόγω συμφωνιών ανάλογα με τις μεταβολές που μπορεί να επέλθουν στις συνθήκες άσκησης των δραστηριοτήτων των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης το αργότερο κάθε τρία έως πέντε έτη. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να συναχθεί ότι ο προσδιορισμός του περιθωρίου στο πλαίσιο του καθεστώτος δεν παρέχει πλεονέκτημα στα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης ή στους ομίλους στους οποίους ανήκουν.

Εκταμιεύσεις και δραστηριότητες υπεργολαβίας

(51) Όσον αφορά το γεγονός ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι εκταμιεύσεις στη μέθοδο της προσαυξημένης τιμής κόστους, η Επιτροπή κρίνει ότι οι δραστηριότητες αυτές έχουν όντως περιστασιακό και επικουρικό χαρακτήρα ο οποίος όμως είναι σημαντικός, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το ανώτατο όριο του 10 % σε σχέση με τις τρέχουσες δαπάνες εκμετάλλευσης εκτός εκταμίευσης μπορεί να αντιστοιχεί σε σημαντικά ποσά. Ωστόσο, η Επιτροπή κρίνει ότι αυτό που είναι αποφασιστικό για να εξαλειφθεί κάθε υποψία πλεονεκτήματος είναι το ότι για να αποκλειστούν από τη φορολογική βάση των δαπανών για τη μέθοδο της προσαυξημένης τιμής κόστους και, κατά συνέπεια, από τη φορολογητέα βάση, οι εκταμιεύσεις πρέπει να ανταποκρίνονται στους κοινούς όρους που προβλέπονται στο άρθρο 267 ΙΙ-2 του γενικού κώδικα φορολογίας. Το άρθρο αυτό αποκλείει από τη φορολογική βάση για τον υπολογισμό του φόρου εταιρειών "τα ποσά που επιστρέφονται στους διαμεσολαβούντες (...) οι οποίοι πραγματοποιούν δαπάνες εξ ονόματος και για λογαριασμό των εντολέων τους στο μέτρο που οι διαμεσολαβητές αυτοί αποδίδουν στους εντολείς τους λογαριασμό, καταχωρίζουν τις δαπάνες αυτές σε ενδιάμεσους λογαριασμούς στα λογιστικά τους βιβλία και δικαιολογούν στις φορολογικές αρχές τη φύση ή το ακριβές ποσό των εν λόγω εκταμιεύσεων". Η ταυτότητα μεταξύ του υπό εξέταση καθεστώτος και του κανόνα του κοινού δικαίου παρέχει τη δυνατότητα αποκλεισμού της ύπαρξης πλεονεκτήματος σε σχέση με το καθεστώς αναλυτικού προσδιορισμού των φορολογητέων κερδών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι δραστηριότητες που αφορούν τις εκταμιεύσεις δεν οδηγούν σε φορολογητέα κέρδη.

(52) Όσον αφορά τον αποκλεισμό των δραστηριοτήτων υπεργολαβίας από τη μέθοδο υπολογισμού των φορολογητέων κερδών βάσει των όρων που προαναφέρονται, διαπιστώνεται ότι οι αρχές που εφαρμόζονται όσον αφορά την τιμή μεταβίβασης του ΟΟΣΑ προβλέπουν, σε τέτοιες περιπτώσεις που αφορούν την εφαρμογή της μεθόδου της προσαυξημένης τιμής κόστους, είτε την εφαρμογή ενός περιθωρίου μόνο στις δαπάνες που είναι εγγενείς στην άσκηση των καθηκόντων του πράκτορα ή διαμεσολαβητή είτε τη μείωση του περιθωρίου που εφαρμόζεται στο σύνολο του κόστους των υπηρεσιών. Παρότι σχετικά με το θέμα η έκθεση του ΟΟΣΑ διατυπώνει ένα παράδειγμα βάσει του οποίου θεωρείται σκόπιμο μια συνδεδεμένη επιχείρηση που υφίσταται δαπάνες για λογαριασμό άλλης συνδεδεμένης επιχείρησης να ανακτήσει τις δαπάνες αυτές από τη συνδεδεμένη επιχείρηση χωρίς εφαρμογή περιθωρίου, το παράδειγμα αυτό δεν εμποδίζει την Επιτροπή να παρατηρήσει ότι, υπό τέτοιες συνθήκες, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι όλα τα παρεχόμενα στον δικαιούχο πλεονεκτήματα λαμβάνονται ορθώς υπόψη ώστε να καταστεί ο προσδιορισμός των φορολογητέων κερδών σύμφωνος με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού.

(53) Θα πρέπει να συναχθεί ότι η Γαλλία αποκλείει συστηματικά τις σχετικές με δραστηριότητες υπεργολαβίας δαπάνες χωρίς να προβαίνει σε κατά περίπτωση αξιολόγηση ούτε να εξετάζει εάν πρέπει να εφαρμόσει την ειδική τιμή για τη δραστηριότητα του διαμεσολαβητή ούτε ακόμα να προβλέπει μια εναλλακτική λύση που να αφορά τη μείωση του περιθωρίου για το σύνολο των δραστηριοτήτων. Παρότι η μείωση του περιθωρίου προσδιορίζει φορολογητέα κέρδη χαμηλότερα, η επέκταση όμως της βάσης εφαρμογής του περιθωρίου παράγει υψηλότερο φορολογητέο εισόδημα. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο αποκλεισμός των δαπανών υπεργολαβίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί στο μέτρο που, πέραν από το όριο του 50 % του συνόλου εκτός δαπανών υπεργολαβίας, οι δραστηριότητες υπεργολαβίας λαμβάνονται εκ νέου υπόψη στον υπολογισμό της φορολογητέας βάσης. Τέλος, η Επιτροπή κρίνει ότι το ανώτατο όριο του 50 % του συνόλου των δαπανών εκτός υπεργολαβίας μπορεί να αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσό εισοδημάτων τα οποία διαφεύγουν συστηματικά της φορολογίας.

(54) Όπως επισημαίνεται στο σημείο 9 της ανακοίνωσης, το πλεονέκτημα μπορεί να παρασχεθεί με μείωση της βάσης υπολογισμού του φόρου. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών το σύνολο των δαπανών που επιβαρύνουν τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης, σύμφωνα με την καλούμενη μέθοδο της προσαυξημένης τιμής κόστους. Η εξαίρεση αυτή μπορεί να αποτελέσει μείωση της βάσης υπολογισμού του φόρου κατά την έννοια του σημείου 9 της ανακοίνωσης.

Όπως επισημαίνεται στο σημείο 9 της ανακοίνωσης, το πλεονέκτημα μπορεί να παρασχεθεί με μείωση της φορολογητέας βάσης. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το σύνολο των δαπανών που επιβαρύνουν τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό των φορολογητέων εισοδημάτων σύμφωνα με την καλούμενη μέθοδο της προσαυξημένης τιμής κόστους. Ο αποκλεισμός αυτός μπορεί να αποτελέσει μείωση της φορολογητέας βάσης κατά την έννοια του σημείου 9 της ανακοίνωσης.

Ετήσια κατ' αποκοπήν φορολογία (IFA)

(55) Όσον αφορά την παρέκκλιση από το σύστημα της ετήσιας κατ' αποκοπήν φορολογίας (IFA) που αποτελεί τμήμα του καθεστώτος, η Επιτροπή συμμερίζεται το επιχείρημα της Γαλλίας, σύμφωνα με το οποίο το ενδεχόμενο αποτέλεσμα περιορίζεται σε καταστάσεις κατά τις οποίες τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης δεν παράγουν φόρο που να αντιστοιχεί σε πάνω από 30000 ευρώ. Παρότι είναι δύσκολο να αξιολογηθούν τα αποτελέσματα της περιορισμένης εφαρμογής του IFA (αποκλειστικά για την πρώτη κλίμακα φορολογίας) στο πλαίσιο ενός συστήματος όπως εκείνο του υπό εξέταση καθεστώτος που καθορίζει κατ' αποκοπήν τα φορολογητέα εισοδήματα, τούτο εμποδίζει την Επιτροπή να διαπιστώσει ότι ο κύκλος εργασιών των δικαιούχων μπορεί να καθοριστεί κατ' αυτόνομο και αντικειμενικό τρόπο σε σχέση με τις επιλέξιμες δαπάνες των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης. Η μερική εξαίρεση από την κλίμακα του IFA που παρέχει το καθεστώς δεν αποτελεί, κατά συνέπεια, όπως το αναγνωρίζει και η Γαλλία, πλεονέκτημα που μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί ως πίστωση φόρου. Όντως ο καταβαλλόμενος IFA αφαιρείται από το φόρο εταιρειών, τα δε κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης φορολογούνται πάντα με το φόρο αυτό, δεδομένου ότι η χρησιμοποίηση της μεθόδου της προσαυξημένης τιμής κόστους συνεπάγεται πάντα την ύπαρξη φορολογητέου κέρδους. Ωστόσο, εάν υποτεθεί ότι ο μη καταβληθείς IFA στο πλαίσιο του καθεστώτος είναι υψηλότερος από το ποσό που έχει καταβληθεί ως φόρος εταιρειών, η διαφορά αυτή κατά τη διάρκεια φορολογικού έτους οδηγεί σε πίστωση φόρου. Εξάλλου και όπως ήδη αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 23, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείσει το γεγονός ότι η μερική απαλλαγή από την κλίμακα του IFA μπορεί να αποτελέσει οριστική απαλλαγή φόρου όταν αυτή η πίστωση φόρου επαναλαμβάνεται κατά τρία συναπτά έτη.

(56) Το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα ποσά είναι χαμηλά δεν αρκεί για να αποκλείσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. Ουσιαστικά, η Γαλλία δεν έχει παράσχει καμία ένδειξη ότι οι συνθήκες εφαρμογής του κανόνα "περί ήσσονος σημασίας" όπως καθορίζονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις(13) τηρούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση, ιδίως όσον αφορά τους τομείς που αποκλείονται από τον κανόνα αυτό και τα όρια όσον αφορά τη σώρευση.

Συμπεράσματα σχετικά με το πλεονέκτημα

(57) Θα πρέπει να συναχθεί από τα προαναφερθέντα ότι τόσο ο μη καταλογισμός των δαπανών υπεργολαβίας όσο και η εξαίρεση της IFA αποτελούν πλεονεκτήματα για τις δικαιούχες επιχειρήσεις και για τους ομίλους στους οποίους αυτές ανήκουν.

Κρατικοί πόροι

(58) Στην παρούσα περίπτωση, η μείωση του ποσού του φόρου, είτε προκύπτει από μείωση της βάσης υπολογισμού του φόρου είτε από μείωση του ποσού της IFA, συνεπάγεται μείωση των φορολογικών εσόδων, που αποτελούν κρατικούς πόρους.

(59) Το επιχείρημα της Γαλλίας σχετικά με την αύξηση των φορολογικών πόρων χάρη στο καθεστώς δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι η Επιτροπή στην αξιολόγησή της πρέπει να αναφερθεί αποκλειστικά στους πόρους τους οποίους το κράτος θα εισέπραττε εάν η φορολογία των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης καθοριζόταν υπό συνθήκες κοινού δικαίου.

Επηρεασμός του ανταγωνισμού και των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών

(60) Δεδομένου ότι πρόκειται για καθεστώς άμεσης φορολογίας το οποίο καταρχήν εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων επικουρικών της παραγωγής και του εμπορίου, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείσει το γεγονός ότι ορισμένες δικαιούχες επιχειρήσεις και οι όμιλοι στους οποίους αυτές ανήκουν δρουν σε τομείς όπου το ενδοκοινοτικό εμπόριο είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να επηρεάζονται οι συναλλαγές από την εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος κατ' αποκοπής φορολογίας.

(61) Δεύτερον, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(14) και όπως επισημαίνεται στο σημείο 11 της ανακοίνωσης, "και μόνο το γεγονός ότι η ενίσχυση ενισχύει τη θέση της επιχείρησης αυτής σε σχέση προς άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις στο πλαίσιο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει τις συναλλαγές αυτές".

(62) Τέλος, το γεγονός ότι το συγκεκριμένο καθεστώς εφαρμόζεται σε πολυεθνικό πλαίσιο αποτελεί σημαντική ένδειξη ότι μπορεί να επηρεάσει τις διακρατικές οικονομικές συναλλαγές και ως εκ τούτου να νοθεύσει τον ανταγωνισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Επιλεκτικός χαρακτήρας και αιτιολόγηση από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος

(63) Κατά τη Γαλλία, το καθεστώς δεν εφαρμόζεται επιλεκτικά, δεδομένου ότι πρόκειται για γενικό μέτρο φορολογικής πολιτικής που εφαρμόζεται σε όλους τους οικονομικούς τομείς, σε όλες τις γεωγραφικές περιφέρειες και σε όλες τις νομικές μορφές.

(64) Η Επιτροπή δεν αντιλέγει ότι το γεγονός ότι το καθεστώς εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς της οικονομίας ανεξάρτητα από τη γεωγραφική τους θέση ή από τη νομική τους μορφή, κρίνει ωστόσο ότι τούτο δεν αρκεί για να αποκλείσει τον επιλεκτικό του χαρακτήρα.

(65) Καταρχάς, παρατηρείται ότι το μέτρο περιορίζεται σε παροχές υπηρεσιών που αντιστοιχούν σε διευθυντικά καθήκοντα, καθήκοντα διαχείρισης, συντονισμού ή ελέγχου και σε δραστηριότητες προπαρασκευαστικές ή επικουρικές των παραγωγικών ή εμπορικών λειτουργιών που ασκούνται στο πλαίσιο διεθνούς ομίλου. Αποκλείονται, ως εκ τούτου, οι άμεσα παραγωγικές ή εμπορικές δραστηριότητες, καθώς και εκείνες που δεν πραγματοποιούνται στο πλαίσιο διεθνούς ομίλου. Μόνο για τις δραστηριότητες αυτές μπορεί, κατά συνέπεια, να υπάρξουν τα προσδιοριζόμενα πλεονεκτήματα.

(66) Δεύτερον, το πλεονέκτημα του καθεστώτος περιορίζεται αποκλειστικά στα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης που παρέχουν τις υπηρεσίες τους, κατά κύριο λόγο, σε συνδεδεμένες εταιρείες με έδρα εκτός Γαλλίας. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι μονάδες που δεν παρέχουν τις υπηρεσίες τους κατά κύριο λόγο σε συνδεδεμένες εταιρείες με έδρα εκτός Γαλλίας αποκλείονται από το πλεονέκτημα του μέτρου. Ο όρος αυτός της κατά κύριο λόγο παροχής υπηρεσιών αξιολογείται σε συνάρτηση προς τη σχέση μεταξύ του συνολικού ποσού των τρεχουσών δαπανών εκμετάλλευσης που αντιστοιχεί στις υπηρεσίες που παρέχουν οι συγκεκριμένες μονάδες στις εταιρείες του ομίλου εκτός Γαλλίας ή σε μόνιμες εγκαταστάσεις εταιρειών του ομίλου εκτός Γαλλίας και το συνολικό ποσό των τρεχουσών δαπανών εκμετάλλευσης που αντιστοιχεί σε συνολικές παρασχεθείσες υπηρεσίες σε όλους τους δικαιούχους είτε εδρεύουν στη Γαλλία είτε όχι. Έτσι, μονάδες εγκατεστημένες στη Γαλλία, αλλά που δεν πληρούν τον όρο της κατά κύριο λόγο παροχής υπηρεσιών, δεν μπορούν να τύχουν των πλεονεκτημάτων του καθεστώτος, παρότι κατά τις συναλλαγές τους με τις συνδεδεμένες εταιρείες ή θυγατρικές που εδρεύουν στο εξωτερικό αντιμετωπίζουν τις ίδιες δυσκολίες με εκείνες που αντιμετωπίζουν τα κεντρικά γραφεία και τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης όσον αφορά τον καθορισμό των φορολογητέων κερδών τους.

(67) Τέλος, το γεγονός ότι τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης που αποτελούν συνδεδεμένο τμήμα σε κλάδο βιομηχανικής ή εμπορικής δραστηριότητας υπάρχουσας επιχείρησης ή επιχείρησης χαρτοφυλακίου αποκλείονται από το καθεστώς, ενισχύει τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου. Η Γαλλία δεν προέβαλε στο πλαίσιο της διαδικασίας επιχειρήματα σχετικά με το θέμα αυτό. Η εντολή προσδιορίζει ότι ο περιορισμός αυτός αιτιολογείται από την ανάγκη να αποφευχθεί κάθε σύγχυση με άλλες δραστηριότητες του ομίλου. Ωστόσο, δεν αναφέρεται γιατί ο περιορισμός αυτός δεν εφαρμόζεται στα κεντρικά γραφεία.

(68) Όσον αφορά την ενδεχόμενη αιτιολόγηση της διαφοροποιητικής φύσης του καθεστώτος, παρατηρείται, σύμφωνα με το άρθρο 23 της ανακοίνωσης, ότι οι γαλλικές αρχές δεν παρέσχον στοιχεία που να επιτρέπουν να εξηγηθεί σε ποιο μέτρο οι λειτουργίες των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης δικαιούνται ευνοϊκότερης φορολογικής μεταχείρισης από ό,τι οι μονάδες που πραγματοποιούν τις ίδιες λειτουργίες αλλά δεν πληρούν το κριτήριο της κατά κύριο λόγο παροχής υπηρεσιών που αναφέρεται προηγουμένως ή ακόμα τα κέντρα υλικοτεχνικής στήριξης που δεν είναι συνδεδεμένα με επιχείρηση που εδρεύει στη Γαλλία ή σε εταιρεία χαρτοφυλακίου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν φαίνεται ο οικονομικός εξορθολογισμός του μέτρου να την καθιστά αναγκαία ή λειτουργική σε σχέση με την αποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος(15). Θεωρείται, ως εκ τούτου, ότι το μέτρο δεν δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος, η δε Επιτροπή επιβεβαιώνει την προκαταρκτική της θέση σχετικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα του.

(69) Η Επιτροπή επισημαίνει τέλος ότι οι δραστηριότητες υπεργολαβίας τυγχάνουν ειδικής φορολογικής μεταχείρισης πέραν από ένα ορισμένο ανώτατο όριο, πράγμα που προσδίδει επιλεκτικό χαρακτήρα σε αυτή τη διαφοροποιημένη μεταχείριση.

Συμπεράσματα όσον αφορά την ύπαρξη ενίσχυσης

(70) Συνάγεται ότι το συγκεκριμένο μέτρο αποτελεί ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, δεδομένου ότι τα πλεονεκτήματα που αντιπροσωπεύει η εξαίρεση ορισμένων δαπανών από τη βάση υπολογισμού των φορολογητέων κερδών και η μερική εξαίρεση του καθεστώτος του IFA δεν δικαιολογούνται από τη φύση ή την οικονομία του γαλλικού φορολογικού συστήματος.

Συμβιβάσιμο

(71) Όπως επισημαίνεται στην απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, το συγκεκριμένο καθεστώς δεν φαίνεται εκ των προτέρων ότι μπορεί να τύχει καμίας από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 της συνθήκης. Στο πλαίσιο της διαδικασίας, ούτε οι γαλλικές αρχές ούτε οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι έχουν προβάλει επιχειρήματα όσον αφορά την ενδεχόμενη συμφωνία του συστήματος με την κοινή αγορά. Οι αμφιβολίες της Επιτροπής, κατά συνέπεια, επιβεβαιώνονται.

(72) Καμία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 2 της συνθήκης, που αφορούν ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα οι οποίες χορηγούνται σε μεμονωμένους καταναλωτές, ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα και ενισχύσεις που χορηγούνται σε ορισμένες περιοχές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση.

(73) Η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα χορήγησης ενισχύσεων για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση, δεν μπορεί να επικληθεί, δεδομένου ότι πρόκειται για καθεστώς του οποίου το πεδίο γεωγραφικής εφαρμογής είναι απεριόριστο.

(74) Επίσης, το καθεστώς δεν εντάσσεται στην κατηγορία των σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος που είναι επιλέξιμα για την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης και στο μέτρο που δεν έχει ως στόχο την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, δεν μπορεί να τύχει της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της συνθήκης.

(75) Τα φορολογικά πλεονεκτήματα που χορηγούνται στο πλαίσιο του καθεστώτος δεν μπορεί να τύχουν της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης, το οποίο επιτρέπει τις ενισχύσεις για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον. Πρόκειται ουσιαστικά για ενισχύσεις λειτουργίας που απαλλάσσουν τις δικαιούχες επιχειρήσεις ή τους ομίλους στους οποίους αυτές ανήκουν από ορισμένες επιβαρύνσεις που κανονικά θα έπρεπε να υποστούν.

(76) Θεωρείται, ως εκ τούτου, ότι το καθεστώς δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Ανάκτηση

(77) Το συγκεκριμένο μέτρο ετέθη σε εφαρμογή χωρίς να κοινοποιηθεί ποτέ στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, δεν μπορεί να παραγραφεί και αποτελεί ενίσχυση από τη στιγμή έναρξης της ισχύος του. Αποτελεί, ως εκ τούτου, παράνομη ενίσχυση.

(78) Όταν οι παράνομα χορηγούμενες κρατικές ενισχύσεις κρίνονται ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, φυσική συνέπεια του συμπεράσματος αυτού είναι ότι η ενίσχυση θα πρέπει να ανακτηθεί από τους δικαιούχους, σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ(16). Η ανάκτηση της ενίσχυσης έχει ως στόχο να αποκαταστήσει, στο μέτρο του δυνατού, την κατάσταση ανταγωνιστικότητας που ίσχυε πριν χορηγηθεί η ενίσχυση. Ούτε η απουσία προηγούμενου για την εφαρμογή των κανόνων κρατικών ενισχύσεων σε συναφείς περιπτώσεις ούτε η υποτιθέμενη έλλειψη σαφήνειας της κοινοτικής πολιτικής όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις δεν δικαιολογούν παρέκκλιση από αυτή τη βασική αρχή.

(79) Ωστόσο, στο άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 ορίζεται ότι "η Επιτροπή δεν απαιτεί την ανάκτηση της ενίσχυσης σε περίπτωση που πράττοντας αυτό αντιβαίνει γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου". Η νομολογία του Δικαστηρίου και η πρακτική της Επιτροπής ορίζουν ότι η ανάκτηση της ενίσχυσης παραβιάζει γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου όταν, μετά από ενέργεια της Επιτροπής, ο δικαιούχος ενός μέτρου έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία.

(80) Στην υπόθεση Van den Bergh en Jurgens(17) το Δικαστήριο απεφάνθη ότι:

"Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι κάθε επιχειρηματίας, τον οποίο κάποιο όργανο έκανε να ελπίζει βάσιμα, έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Όταν εξάλλου ένας προνοητικός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση κοινοτικού μέτρου ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί τα οφέλη από τέτοια αρχή, αφού θεσπιστεί το μέτρο αυτό."

Η Γαλλία επικαλέστηκε την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των δικαιούχων του καθεστώτος χωρίς να υποβάλει στην Επιτροπή κανένα ειδικό σχετικό επιχείρημα. Ωστόσο, προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου(18) ότι η Επιτροπή οφείλει να λάβει αυτοδικαίως υπόψη της τις εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, ότι αρνείται να δώσει εντολή ανάκτησης των χορηγηθεισών παρανόμως ενισχύσεων όταν η ανάκτηση αυτή αντιτάσσεται σε γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, όπως ο σεβασμός της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των δικαιούχων.

(81) Στην παρούσα περίπτωση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το γαλλικό καθεστώς παρουσιάζει ορισμένες αναλογίες με το καθεστώς που θέσπισε το Βέλγιο με το βασιλικό διάταγμα αριθ. 187, της 30ής Δεκεμβρίου 1982, σχετικά με τη φορολογία των κέντρων συντονισμού. Τα δύο συστήματα αφορούν δραστηριότητες εντός του ομίλου και ειδικούς κανόνες καθορισμού της φορολογητέας βάσης. Η Επιτροπή, στην απόφασή της SG(84) D/6421 της 16ης Μαΐου 1984, θεώρησε ότι το σύστημα δεν συνεπαγόταν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης. Ακόμα και αν η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε καμία αντίρρηση κατά του βελγικού συστήματος των κέντρων συντονισμού είχε δημοσιοποιηθεί την εποχή εκείνη με τη XIVη έκθεση για την πολιτική του ανταγωνισμού, καθώς και με απάντηση σε κοινοβουλευτική ερώτηση(19).

(82) Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η απόφαση για το βελγικό καθεστώς των κέντρων συντονισμού είχε ληφθεί πριν από την έγκριση του γαλλικού συστήματος υπό τη σημερινή του διατύπωση το οποίο προκύπτει από τις εντολές της 21ης Ιανουαρίου 1997 και της 11ης Οκτωβρίου 2002. Η Επιτροπή συμπεραίνει, ως εκ τούτου, την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των δικαιούχων του καθεστώτος τέτοιας που να εμποδίζει την ανάκτηση της ενίσχυσης και, κατά συνέπεια, παραιτείται από την ανάκτηση αυτή.

VII. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(83) Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ορισμένες πτυχές του γαλλικού καθεστώτος αποτελούν κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης και ότι η Γαλλία χορήγησε παράνομα την εν λόγω ενίσχυση κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης.

(84) Ωστόσο, η θέση που έλαβε η Επιτροπή κατά το παρελθόν έναντι ορισμένων φορολογικών μέτρων υπέρ πολυεθνικών επιχειρήσεων, δυνατό να προκάλεσε στους δικαιούχους του καθεστώτος δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι το καθεστώς δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η ανάκτηση της ενίσχυσης αντίκειται προς τη γενική αρχή του σεβασμού της δικαιολογημένη εμπιστοσύνης και, κατά συνέπεια, παραιτείται από την απαίτηση της ανάκτησης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η εξαίρεση των δαπανών υπεργολαβίας από τον υπολογισμό της φορολογητέας βάσης και η περιοριζόμενη στο πρώτο τμήμα της κλίμακας εφαρμογή της κατ' αποκοπήν ετήσιας φορολογίας τις οποίες εφήρμοσε η Γαλλία με την εντολή της 21ης Ιανουαρίου 1997 της Γενικής Διεύθυνσης Φόρων, σχετικά με το καθεστώς των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης αποτελούν παράνομες κρατικές ενισχύσεις και ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

Η Γαλλία υποχρεούται να καταργήσει, από το φορολογικό έτος που ακολουθεί την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, τα ακόλουθα στοιχεία ενίσχυσης που διέπονται από την εντολή που αναφέρεται στο άρθρο 1:

α) το καθεστώς εφαρμογής της μεθόδου της προσαυξημένης τιμής κόστους όσον αφορά την εξαίρεση ορισμένων δαπανών υπεργολαβίας από τη βάση υπολογισμού των φορολογητέων κερδών·

β) το καθεστώς μερικής εξαίρεσης της ετήσιας κατ' αποκοπήν φορολογίας (IFA).

Άρθρο 3

Η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έχει λάβει για να συμμορφωθεί προς αυτή.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 13 Μαΐου 2003.

Για την Επιτροπή

Mario Monti

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ C 302 της 27.10.2001, σ. 2.

(2) ΕΕ C 2 της 6.1.1998, σ. 1.

(3) ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3.

(4) Βλέπε υποσημείωση 1.

(5) Επίσημη Εφημερίδα Φορολογίας 13 G-1-97 αριθ. 21, της 30.1. 1997.

(6) Επίσημη Εφημερίδα Φορολογίας 4 C-5-02 αριθ. 175, της 11.10.2002.

(7) "Principes applicables en matière de prix de transfert à l'intention des entreprises multinationales et des administrations fiscales" ("Αρχές που εφαρμόζονται στις τιμές μεταβίβασης για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και τις φορολογικές αρχές") ΟΟΣΑ, 1995.

(8) Εάν π.χ. μια εταιρεία καταβάλει IFA στις 15 Μαρτίου 2003, μπορεί να καταλογίσει το ποσό αυτό σε μια από τις προκαταβολές ή στο υπόλοιπο που θα καταστεί απαιτητό είτε το 2003 είτε το 2004 είτε το 2005. Μετά την προθεσμία αυτή, ο φόρος καταβάλλεται οριστικά στο δημόσιο ταμείο.

(9) Βλέπε υποσημείωση 1.

(10) Βλέπε υποσημείωση 1.

(11) Βλέπε παράγραφο 13 της εγκυκλίου.

(12) Βλέπε παράγραφο 56 της εγκυκλίου.

(13) ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 30.

(14) Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, Philip Morris Holland BV/Επιτροπής, υπόθεση 730/79, Συλλογή 1980, σ. 2671.

(15) Βλέπε απόφαση 96/369/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 1996, όσον αφορά τη χορήγηση φορολογικών ενισχύσεων υπό μορφή αποσβέσεων υπέρ γερμανικών αεροπορικών εταιρειών (ΕΕ L 146 της 20.6.1996, σ. 42).

(16) ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(17) Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1987, Van den Bergh en Jurgens e.a. κατά Επιτροπής, υπόθεση 265/85, Συλλογή 1987, σ. 1155, σημείο 44.

(18) Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 1987, RSV κατά Επιτροπής, υπόθεση 223/85, Συλλογή 1987, σ. 4617.

(19) Βλέπε απάντηση στη γραπτή ερώτηση αριθ. 1735/90 (ΕΕ C 63 της 11.3.1991, σ. 37).