Σύσταση της Επιτροπής, της 10ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με ένα συντονισμένο πρόγραμμα για τον επίσημο έλεγχο των τροφίμων το 2003 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2002) 5556]
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 007 της 11/01/2003 σ. 0076 - 0081
Σύσταση της Επιτροπής της 10ης Ιανουαρίου 2003 σχετικά με ένα συντονισμένο πρόγραμμα για τον επίσημο έλεγχο των τροφίμων το 2003 [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2002) 5556] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (2003/10/ΕΚ) Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, την οδηγία 89/397/EΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1989, σχετικά με τον επίσημο έλεγχο των τροφίμων(1), και ιδίως το άρθρο 14 παράγραφος 3, Ύστερα από τη γνωμοδότηση της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Είναι αναγκαίο, για λόγους εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, να ληφθούν μέτρα για συντονισμένα προγράμματα επιθεώρησης των τροφίμων σε κοινοτικό επίπεδο, με σκοπό τη βελτίωση της εναρμονισμένης εφαρμογής των επίσημων ελέγχων από τα κράτη μέλη. (2) Τα προγράμματα αυτά δίνουν έμφαση στη συμμόρφωση με την κοινοτική νομοθεσία, στην προστασία της δημόσιας υγείας, στα συμφέροντα των καταναλωτών και στις θεμιτές εμπορικές πρακτικές. (3) Το άρθρο 3 της οδηγίας 93/99/EΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1993, σχετικά με τα πρόσθετα μέτρα που αφορούν τον επίσημο έλεγχο των τροφίμων(2) απαιτεί από τα εργαστήρια που αναφέρονται στο άρθρο 7 της οδηγίας 89/397/EΟΚ να συμμορφώνονται με τα κριτήρια της σειράς ευρωπαϊκών προτύπων EN 45000, τα οποία τώρα έχουν αντικατασταθεί από το πρότυπο EN ISO 17025:2000. (4) Τα αποτελέσματα της ταυτόχρονης εφαρμογής εθνικών προγραμμάτων και συντονισμένων προγραμμάτων ενδέχεται να παράσχουν τις πληροφορίες και την πείρα που θα αποτελέσουν τη βάση για μελλοντικές δραστηριότητες ελέγχου και για την εκπόνηση νομοθεσίας, ΣΥΝΙΣΤΑ: 1. Στη διάρκεια του 2003 τα κράτη μέλη πρέπει να διεξαγάγουν επιθεωρήσεις και ελέγχους που να περιλαμβάνουν, όπου ενδείκνυται, τη λήψη δειγμάτων και την ανάλυση των δειγμάτων αυτών σε εργαστήρια, με σκοπό: - να επιβεβαιώσουν ότι τα ελαιόλαδα φέρουν σαφή και ορθή επισήμανση σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, - να αξιολογήσουν την ασφάλεια ορισμένων αλιευτικών προϊόντων (την βακτηριολογική ασφάλεια των μαγειρεμένων καρκινοειδών και μαλακίων καθώς και το επίπεδο της ισταμίνης στα είδη ψαριών των οικογενειών Scombridae, Clupeidae, Engraulidae και Coryphaenidae). 2. Παρότι στην παρούσα σύσταση δεν καθορίζονται ποσοστά δειγματοληψίας ή/και επιθεώρησης, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίσουν ότι αυτά επαρκούν για την επισκόπηση του εξεταζόμενου ζητήματος στο εκάστοτε κράτος μέλος. 3. Τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες ακολουθώντας τη διάταξη των δελτίων καταγραφής που παρέχονται στο παράρτημα της παρούσας σύστασης, συμβάλλοντας έτσι στην καλύτερη συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να αποσταλούν στην Επιτροπή έως την 1η Μαΐου 2004 συνοδευόμενες από επεξηγηματική έκθεση. 4. Τα τρόφιμα που υποβάλλονται σε ανάλυση στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού θα πρέπει να αναλύονται σε εργαστήρια που συμμορφώνονται με τις διατάξεις του άρθρου 3 της οδηγίας 93/99/EΟΚ. Ωστόσο, εάν στα κράτη μέλη δεν υπάρχουν τα κατάλληλα εργαστήρια για ορισμένες αναλύσεις που περιλαμβάνονται στη σύσταση αυτή, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν άλλα εργαστήρια που είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν τις αναλύσεις αυτές. 5. Επισήμανση ελαιολάδων 5.1. Πεδίο εφαρμογής του προγράμματος Το 2001 εντοπίστηκε ένα πρόβλημα μόλυνσης από πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες (PAH, π.χ. βενζοπυρένιο) στο χαμηλής ποιότητας λάδι που είναι γνωστό ως πυρηνέλαιο. Κατά τις έρευνές τους τα κράτη μέλη εντόπισαν ένα πρόβλημα επισήμανσης για τις διάφορες ποιότητες ελαιολάδων, όπου επικρατούσε σύγχυση μεταξύ του πυρηνελαίου, του ελαιόλαδου και του παρθένου ελαιόλαδου. Η σύγχυση αυτή δυσχέρανε τη διαχείριση του προβλήματος της εν λόγω μόλυνσης. Βρέθηκαν λανθασμένες ή παραπλανητικές ετικέτες προϊόντων όσον αφορά την ποιότητα του λαδιού στα προϊόντα προς πώληση. Επιπλέον, εντοπίστηκε η πιθανότητα παράνομης ανάμιξης λαδιών χαμηλής ποιότητας με προϊόντα ανώτερης ποιότητας. Αυτή η κατάσταση όχι μόνον παραπλανεί τους καταναλωτές αλλά επιπλέον αποτελεί και κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, στην περίπτωση που το λάδι κατώτερης ποιότητας είναι μολυσμένο. Ο σκοπός αυτού του μέρους του προγράμματος είναι να εξακριβώσει ότι τα προϊόντα λαδιού από ελιές φέρουν σωστή επισήμανση και να εξασφαλίσει ότι δεν γίνεται παράνομη ανάμιξη με πιθανώς μολυσμένα, χαμηλότερης ποιότητας λάδια, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την υγεία των καταναλωτών. Αυτό θα συμβάλει στη διαχείριση του κινδύνου από πιθανώς μολυσμένα λάδια ενώ παράλληλα θα βοηθήσει την αποφυγή της παραπλάνησης των καταναλωτών. 5.2. Δειγματοληψία και μέθοδος ανάλυσης Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών πρέπει να διεξαγάγουν ελέγχους, μεταξύ των οποίων και ελέγχους των σχετικών εγγράφων όπου αυτό είναι δυνατό, αφενός στα σημεία παραγωγής πριν από τη διάθεση στην αγορά και σε επίπεδο λιανικής πώλησης έτσι ώστε να καλύψουν τα προϊόντα προς άμεση πώληση στους καταναλωτές και αφετέρου σε άλλα κατάλληλα επίπεδα όπως η χονδρική πώληση, έτσι ώστε να καλύψουν προϊόντα που προορίζονται για μαζική τροφοδοσία. Οι έλεγχοι αυτοί αποσκοπούν στο να επιβεβαιώσουν ότι η επισήμανση των ελαιολάδων είναι ακριβής όσον αφορά την ποιότητα (ή τις ποιότητες) του ελαιόλαδου που περιέχεται στο προϊόν, βάσει της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων(3), στον κανονισμό 136/66/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών(4) και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1019/2002 της Επιτροπής της 13ης Ιουνίου 2002, για τις προδιαγραφές εμπορίας του ελαιολάδου(5). Πρέπει να λαμβάνονται δείγματα των προϊόντων και να αναλύονται για να προσδιοριστούν τα συστατικά του λαδιού, βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91(6) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 796/2002(7). Το συνολικό επίπεδο δειγματοληψίας επαφίεται στην κρίση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Τα αποτελέσματα των ελέγχων πρέπει να καταγράφονται στο δελτίο καταχώρησης, υπόδειγμα του οποίου παρέχεται στο παράρτημα I της παρούσας σύστασης. 6. Ασφάλεια των αλιευτικών προϊόντων: βακτηριολογική ασφάλεια των μαγειρεμένων καρκινοειδών και μαλακίων. 6.1. Πεδίο εφαρμογής του προγράμματος Η μικροβιολογική ποιότητα των μαγειρεμένων καρκινοειδών και μαλακίων συχνά είναι οριακή. Τα προϊόντα αυτά κατά κανόνα ευνοούν την ανάπτυξη μεγάλης ποικιλίας μικροοργανισμών. Επιπλέον, ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά της παραγωγής τους, όπως το μαγείρεμα επί των αλιευτικών σκαφών, η ψύξη με τη χρήση θαλασσινού νερού, οι εντατικοί χειρισμοί και οι μακράς διαρκείας μεταφορές, αυξάνουν τις πιθανότητες ανεπιθύμητης μικροβιολογικής μόλυνσης και περαιτέρω ανάπτυξης των εν λόγω μικροβίων. Στην απόφαση 93/51/ΕΟΚ της Επιτροπής(8) καθορίζονται ορισμένα μικροβιολογικά κριτήρια για τα προϊόντα αυτά. Σε αυτά περιλαμβάνονται κριτήρια που αφορούν την παρουσία Staphylococcus aureus και Salmonella στα τελικά προϊόντα, καθώς και κριτήρια διαδικασίας για την Escherichia coli, για θερμοανθεκτικά κολοβακτηρίδια και μεσόφιλα αερόβια βακτήρια. Πρόσφατα δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στον κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου που συνδέεται με την παρουσία του παθογόνου βακτηρίου Vibrio parahaemolyticus σε αυτό το είδος προϊόντων. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν επαρκείς επιστημονικές πληροφορίες για τον καθορισμό κριτηρίου στην κοινοτική νομοθεσία που να αφορά αυτόν τον συνδυασμό παθογόνου παράγοντα/τροφίμου. Ο σκοπός αυτού του μέρους του προγράμματος είναι να διερευνήσει τη μικροβιολογική ασφάλεια των μαγειρεμένων καρκινοειδών και μαλακίων, έτσι ώστε να προωθήσει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με τον επιπολασμό των παθογόνων και των μικροοργανισμών-δεικτών. 6.2. Δειγματοληψία και μέθοδος ανάλυσης Οι έρευνες πρέπει να αφορούν τα μαγειρεμένα καρκινοειδή και μαλάκια πριν από τη διάθεσή τους στην αγορά, στο στάδια της παραγωγής και όταν βρίσκονται ήδη στην αγορά. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών πρέπει να λαμβάνουν αντιπροσωπευτικά δείγματα αυτών των προϊόντων, τόσο στο στάδιο παραγωγής και στο στάδιο λιανικής πώλησης, με σκοπό τη διεξαγωγή δοκιμών για την ανίχνευση της παρουσίας της Salmonella, την καταμέτρηση των Staphylococcus aureus και Escherichia coli καθώς και τη συνολική καταμέτρηση του Vibrio parahaemolyticus. Τα δείγματα, αποτελούμενα από τουλάχιστον εκατό γραμμάρια έκαστο, πρέπει να υφίστανται χειρισμούς κατά τρόπο υγειονομικά ορθό, να τοποθετούνται σε δοχεία υπό ψύξη και να στέλνονται αμέσως στο εργαστήριο για ανάλυση. Το συνολικό επίπεδο δειγματοληψίας επαφίεται στην κρίση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Επιτρέπεται στα εργαστήρια να χρησιμοποιούν τη μέθοδο της επιλογής τους, υπό την προϋπόθεση ότι το επίπεδο απόδοσής τους είναι εφάμιλλο του επιδιωκόμενου στόχου. Ωστόσο, συστήνεται η πιο πρόσφατη έκδοση του προτύπου ISO 6579 για την ανίχνευση της Salmonella, η πιο πρόσφατη εκδοχή του προτύπου EN/ISO 6888-1,2 για τον Staphylococcus aureus, η πιο πρόσφατη έκδοση του προτύπου ISO 16649-1,2,3 για την Escherichia coli και η πιο πρόσφατη έκδοση του προτύπου ISO 8914 με την τεχνική του πλέον πιθανού αριθμού (MPN)(9) για το Vibrio parahaemolyticus. Μπορούν ακόμα να χρησιμοποιηθούν αντίστοιχες μέθοδοι αναγνωρισμένες από τις αρμόδιες αρχές. Τα αποτελέσματα αυτών των ελέγχων πρέπει να καταγράφονται στο δελτίο καταχώρησης, υπόδειγμα του οποίου παρέχεται στο παράρτημα II της παρούσας σύστασης. 7. Ασφάλεια των αλιευτικών προϊόντων: επίπεδα της ισταμίνης σε ορισμένα είδη ψαριών. 7.1. Πεδίο εφαρμογής του προγράμματος Η κατανάλωση αλιευτικών προϊόντων που περιέχουν υψηλά επίπεδα ισταμίνης μπορεί να προκαλέσει ασθένεια στους καταναλωτές. Η ισταμίνη και άλλες αμίνες διαμορφώνονται από την ανάπτυξη ορισμένων βακτηρίων, ως αποτέλεσμα υπέρβασης των χρονικών ορίων διατήρησης ή της θερμοκρασίας και λόγω μη υγιεινών πρακτικών κατά την αλίευση, αποθήκευση, μεταποίηση και διανομή των αλιευτικών προϊόντων. Ψάρια των οικογενειών Scombridae, Clupeidae, Engraulidae, Coryphaenidae, μεταξύ των οποίων ο τόνος, οι σαρδέλες, το σκουμπρί, το αυτί της θάλασσας κ.λπ., εμπλέκονται ως επί το πλείστον σε αυτού του είδους την τροφική δηλητηρίαση, λόγω της υψηλής τους περιεκτικότητας σε αμινοξεϊκή ιστιδίνη, η οποία θεωρείται πρόδρομος της ισταμίνης. Στην οδηγία 91/493/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί καθορισμού των υγειονομικών κανόνων που διέπουν την παραγωγή και τη διάθεση στην αγορά των αλιευτικών προϊόντων(10), καθορίζονται οι απαιτήσεις ασφάλειας όσον αφορά τα αποδεκτά όρια ισταμίνης, τη δειγματοληψία και τις μεθόδους ανάλυσης. Ο σκοπός αυτού του μέρους του προγράμματος είναι να επαληθεύσει ότι τα αλιευτικά προϊόντα που διατίθενται στην αγορά δεν υπερβαίνουν τα όρια ισταμίνης που έχουν καθιερωθεί από την κοινοτική νομοθεσία, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. 7.2. Δειγματοληψία και μέθοδος ανάλυσης Τα κράτη μέλη πρέπει να διεξαγάγουν ελέγχους στις ιχθυόσκαλες και στις αγορές χονδρικής πώλησης, στις εγκαταστάσεις παραγωγής καθώς και στις επιχειρήσεις λιανικής πώλησης, έτσι ώστε να βεβαιωθούν ότι τα αλιευτικά προϊόντα δεν υπερβαίνουν το αποδεκτό επίπεδο ισταμίνης, όπως αυτό αναλύεται στη συνέχεια. Οι έλεγχοι πρέπει να αφορούν ψάρια των οικογενειών Scombridae, Clupeidae, Engraulidae, Coryphaenidae είτε φρέσκα είτε κατεψυγμένα, παρασκευασμένα, μεταποιημένα ή διατηρημένα. Σύμφωνα με την οδηγία 91/493/ΕΟΚ, πρέπει να λαμβάνονται εννέα δείγματα από κάθε παρτίδα. Αυτά πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις: - η μέση τιμή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 100 ppm, - δύο δείγματα μπορούν να εμφανίζουν τιμή ανώτερη των 100 ppm αλλά μικρότερη των 200 ppm, - η τιμή κανενός δείγματος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 200 ppm. Ωστόσο, τα προϊόντα που έχουν υποστεί ενζυματική επεξεργασία ωρίμανσης σε άλμη μπορούν να εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα ισταμίνης, όχι όμως δύο φορές υψηλότερα από τις προαναφερθείσες τιμές. Οι αναλύσεις πρέπει να διενεργούνται σύμφωνα με αξιόπιστες επιστημονικά αναγνωρισμένες μεθόδους, όπως η υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης (HPLC). Το συνολικό επίπεδο δειγματοληψίας επαφίεται στην κρίση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Τα αποτελέσματα των ελέγχων πρέπει να καταγράφονται στο δελτίο καταχώρησης, υπόδειγμα του οποίου παρέχεται στο παράρτημα III της παρούσας σύστασης. Βρυξέλλες, 10 Ιανουαρίου 2003. Για την Επιτροπή David Byrne Μέλος της Επιτροπής (1) ΕΕ L 186 της 30.6.1989, σ. 23. (2) ΕΕ L 290 της 24.11.1993, σ. 14. (3) ΕΕ L 109 της 6.5.2000, σ. 29. (4) ΕΕ 172 της 30.9.1966, σ. 3025/66. (5) ΕΕ L 155 της 14.6.2002, σ. 27. (6) ΕΕ L 248 της 5.9.1991, σ. 1. (7) ΕΕ L 128 της 15.5.2002, σ. 8. (8) ΕΕ L 13 της 21.1.1993, σ. 11. (9) Πρέπει να χρησιμοποιηθεί μια τεχνική 3 x 3 MPN με αλκαλικό διάλυμα πεπτόνης και άλατος (ASPW) ως μέσο εμπλουτισμού, κατά τον ακόλουθο τρόπο: παρασκευάστε ένα αρχικό εναιώρημα 10-1 του τροφίμου και δύο δεκαδικά του διαλύματα (που να δίνουν εναιωρήματα 10-2 και 10-3), χρησιμοποιώντας το ASPW ως μέσο αραίωσης. Για κάθε διάλυμα προσθέστε 1 ml σε καθέναν από τρεις σωλήνες που περιέχουν 9 ml μίας συγκέντρωσης ASPW. Οι διαδικασίες επώασης, υποκαλλιέργειας και αναγνώρισης πρέπει να διεξάγονται όπως στο πρότυπο ISO 8914. Σε οποιονδήποτε σωλήνα επιβεβαιώνεται η παρουσία V. parahaemolyticus το αποτελέσματα θεωρείται ως θετικό. Στο παράρτημα Β του προτύπου ISO 4831 παρατίθενται πίνακες για τη μέθοδο MPN. Με τον πολλαπλασιασμό του δείκτη MPN επί 10 υπολογίζεται ο V. parahaemolyticus ανά γραμμάριο. (10) ΕΕ L 268 της 24.9.1991, σ. 15. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I >PIC FILE= "L_2003007EL.007902.TIF"> ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II >PIC FILE= "L_2003007EL.008002.TIF"> ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III >PIC FILE= "L_2003007EL.008102.TIF">