32003G0204(01)

Ψήφισμα του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 2002 για την τροποποίηση της οδηγίας για την ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 026 της 04/02/2003 σ. 0002 - 0003


Ψήφισμα του Συμβουλίου

της 19ης Δεκεμβρίου 2002

για την τροποποίηση της οδηγίας για την ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων

(2003/C 26/02)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ΟΤΙ:

1. Η οδηγία του Συμβουλίου 85/374/ΕΟΚ, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων(1), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 1999/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 1999(2), επιδιώκει να επιτύχει προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά την ευθύνη του παραγωγού για ζημίες που προκλήθηκαν λόγω των ελαττωματικών προϊόντων του, διότι οι υφιστάμενες διαφορές δύνανται να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν δυσμενώς την κυκλοφορία των προϊόντων εντός της κοινής αγοράς και να έχουν ως συνέπεια διαφορετικό βαθμό προστασίας του καταναλωτή έναντι ζημιών που προκλήθηκαν στην υγεία του ή την περιουσία του από ένα ελαττωματικό προϊόν. Προκειμένου να δοθεί κατάλληλη λύση στο πρόβλημα, που είναι ιδιάζον στην εποχή μας της αυξημένης τεχνικότητας, της δίκαιης κατανομής των κινδύνων που είναι εγγενείς στη σύγχρονη τεχνολογική παραγωγή, η οδηγία επιβάλλει ευθύνη στον παραγωγό άνευ πταίσματος από μέρους του για ζημίες που προκλήθηκαν λόγω των ελαττωματικών προϊόντων του.

2. Παραγωγός θεωρείται ότι είναι ο κατασκευαστής ενός τελικού προϊόντος, ο παραγωγός κάθε πρώτης ύλης ή ο κατασκευαστής ενός συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία του, το εμπορικό του σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο, (παράβαλε άρθρο 3, παράγραφος 1 της οδηγίας). Με την επιφύλαξη της ευθύνης του παραγωγού, οιοσδήποτε εισάγει στην Κοινότητα ένα προϊόν για πώληση, μίσθωση, χρηματοδοτική μίσθωση ή οπoιαδήποτε άλλη μορφή διανομής στα πλαίσια της εμπορικής του δραστηριότητας, θεωρείται ως παραγωγός του και υπέχει ευθύνη παραγωγού (παράβαλε άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας).

3. Εάν είναι αδύνατο να προσδιοριστεί η ταυτότητα του παραγωγού ή του εισαγωγέα του προϊόντος, κάθε προμηθευτής του προϊόντος θα θεωρείται ως παραγωγός του, εκτός εάν ενημερώσει τον ζημιωθέντα, εντός εύλογης προθεσμίας, σχετικά με την ταυτότητα του παραγωγού ή του εισαγωγέα ή του προσώπου που του προμήθευσε το προϊόν (παράβαλε άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας). Εκτός από το συγκεκριμένο αυτό άρθρο, η οδηγία δεν περιέχει διατάξεις περί ευθύνης του προμηθευτή.

4. Όταν εκδόθηκε η οδηγία (1025η σύνοδος του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1985), η ακόλουθη κοινή δήλωση του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας είχε καταχωρηθεί στα πρακτικά του Συμβουλίου: "Όσον αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3 και 12, το Συμβούλιο και η Επιτροπή πιστεύουν από κοινού ότι τίποτα δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να καθορίσουν, στην εθνική τους νομοθεσία, κανόνες για την ευθύνη των μεσαζόντων, εφόσον η ευθύνη αυτή δεν καλύπτεται από την οδηγία. Υπάρχει επίσης συμφωνία όσον αφορά το γεγονός ότι, σύμφωνα με την οδηγία, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με την τελική αμοιβαία κατανομή της ευθύνης μεταξύ περισσοτέρων του ενός υπεύθυνων παραγωγών (παράβαλε άρθρο 3) και των μεσαζόντων."

Ταυτόχρονα, καταχωρήθηκε στα πρακτικά του Συμβουλίου η ακόλουθη δήλωση όσον αφορά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 3: "Το Συμβούλιο σημειώνει ότι η λέξη 'προμηθευτής' κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 3 σημαίνει το πρόσωπο που ενεργεί στο πλαίσιο της αλυσίδας διανομής."

5. Σε απόφαση της 25ης Απριλίου 2002 (υπόθεση C-52/00) το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απεφάνθη ότι στόχος της οδηγίας είναι να επιτύχει, στα θέματα που ρυθμίζονται από αυτήν, πλήρη εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών (παράβαλε επίσης τις αποφάσεις της ίδιας ημερομηνίας στις υποθέσεις C-154/00 και C-183/00). Περαιτέρω, το Δικαστήριο απεφάνθη επίσης στην υπόθεση C-52/00 ότι η εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι ο προμηθευτής ενός ελαττωματικού προϊόντος υπέχει ευθύνη σε όλες τις περιπτώσεις και στην ίδια βάση με τον παραγωγό, αποτελεί παραβίαση της οδηγίας.

6. Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον να θεσπίζουν κανόνες για την ευθύνη των προμηθευτών, δηλαδή προσώπων που ενεργούν στο πλαίσιο της αλυσίδας διανομής βασιζόμενα στο ίδιο σκεπτικό με το σύστημα ευθύνης που προβλέπει η οδηγία όσον αφορά την ευθύνη των παραγωγών. Εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 3 παράγραφος 3 ένα σύστημα ευθύνης των προμηθευτών βασιζόμενο στην αντικειμενική ευθύνη φαίνεται επομένως να αποκλείεται εκ των προτέρων.

7. Αυτή η νομική κατάσταση προκαλεί ανησυχία δεδομένου ότι, όπως επισημαίνεται στην παράγραφο 3, η οδηγία δεν περιέχει, εκτός από το άρθρο 3 παράγραφος 3, διατάξεις σχετικά με την ευθύνη του προμηθευτή.

8. Η δυνατότητα θέσπισης κανόνων για την ευθύνη των προμηθευτών, συμπεριλαμβανομένων κανόνων περί αντικειμενικής ευθύνης, θα μπορούσε να συνεπάγεται πλεονεκτήματα για τους καταναλωτές, ανεξαρτήτως εάν οι κανόνες αυτοί θεσπίζονται σε εθνικό ή κοινοτικό επίπεδο. Στις σχετικές περιπτώσεις ο καταναλωτής θα είχε τότε τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή κατά του παραγωγού, των επακόλουθων προμηθευτών, συμπεριλαμβανομένου του πωλητή του προϊόντος, ή εναντίον όλων αυτών. Αυτό θα βελτίωνε τις δυνατότητες του καταναλωτή να επιτύχει όντως αποζημίωση.

Το Συμβούλιο υπενθυμίζει επίσης ότι μεταξύ των γενικών στόχων της Κοινότητας είναι η προώθηση των συμφερόντων των καταναλωτών και η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των, παράβαλε άρθρα 95 και 153 της συνθήκης.

9. ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΘΕΩΡΕΙ ότι με αυτό το σκεπτικό υπάρχει ανάγκη να εκτιμηθεί κατά πόσο η οδηγία 85/374/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 1999/34/ΕΚ, θα πρέπει να τροποποιηθεί κατά τρόπον ώστε να επιτρέπονται εθνικοί κανόνες για την ευθύνη των προμηθευτών βασιζόμενοι στο ίδιο σκεπτικό με το σύστημα ευθύνης που προβλέπει η οδηγία όσον αφορά την ευθύνη των παραγωγών.

(1) ΕΕ L 210 της 7.8.1985, σ. 29.

(2) ΕΕ L 141 της 4.6.1999, σ. 20.