32003D0876

2003/876/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 19ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με τα μέτρα που εφάρμοσε η Ισπανία υπέρ της Hilados y Tejidos Puigneró SA [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2003) 518] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 337 της 23/12/2003 σ. 0014 - 0037


Απόφαση της Επιτροπής

της 19ης Φεβρουαρίου 2003

σχετικά με τα μέτρα που εφάρμοσε η Ισπανία υπέρ της Hilados y Tejidos Puigneró SA

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2003) 518]

(Το κείμενο στην ισπανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2003/876/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα άρθρα(1), και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1) Με επιστολή τής 12ης Μαρτίου 2001, η Επιτροπή, βάσει καταγγελίας ενδιαφερόμενου από τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, ζήτησε από τις ισπανικές αρχές να της διαβιβάσουν πληροφορίες σχετικά με τα εικαζόμενα μέτρα ενίσχυσης. Αργότερα, η Επιτροπή έλαβε και δεύτερη καταγγελία.

(2) Με επιστολή τής 18ής Απριλίου 2001, η Ισπανία απάντησε στις ερωτήσεις που είχε διατυπώσει η Επιτροπή στην επιστολή της υποβάλλοντας ελλιπείς πληροφορίες. Με επιστολή της 17ης Μαΐου, η Επιτροπή απέστειλε υπόμνηση ζητώντας τις πληροφορίες που έλειπαν. Οι ισπανικές αρχές απάντησαν με επιστολές στις 14, 25 και 29 Ιουνίου 2001.

(3) Με επιστολή τής 19ης Σεπτεμβρίου 2001, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ισπανία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2 της Συνθήκης και ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τις πιθανές κρατικές ενισχύσεις. Με επιστολή της 19ης Οκτωβρίου 2001, οι ισπανικές αρχές ζήτησαν παράταση της προθεσμίας και διαβίβασαν ελλιπείς πληροφορίες με επιστολές της 5ης και 9ης Νοεμβρίου 2001. Στην ίδια επιστολή οι ισπανικές αρχές ανταποκρίθηκαν στο αίτημα της Επιτροπής για ενδεχόμενες εμπιστευτικές πληροφορίες, το οποίο περιλαμβανόταν στην απόφαση για κίνηση της διαδικασίας. Η Επιτροπή απάντησε με επιστολή της 26ης Οκτωβρίου 2001 αναφέροντας ότι δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτό το αίτημα της Ισπανίας. Στις 14 Νοεμβρίου 2001, οι υπηρεσίες της Επιτροπής συναντήθηκαν με τις ισπανικές αρχές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, σε σύσκεψη στην οποία παραβρέθηκαν και εκπρόσωποι του καταλονικού ιδρύματος οικονομικών, (στο εξής "ICF"). Με επιστολή τής 14ης Δεκεμβρίου 2001, η Επιτροπή ζήτησε από τις ισπανικές αρχές να της διαβιβάσουν τις πληροφορίες που έλειπαν, τις οποίες πράγματι υπέβαλαν με επιστολές της 18ης Ιανουαρίου 2002 και της 1ης και της 14ης Φεβρουαρίου 2002. Η επιστολή της 1ης Φεβρουαρίου 2002 περιείχε συνημμένη επιστολή του δικαιούχου με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 2002.

(4) Η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την 1η Δεκεμβρίου 2001 και οι ενδιαφερόμενοι καλούνταν να υποβάλουν παρατηρήσεις. Η Επιτροπή δεν έλαβε καμία παρατήρηση.

(5) Με την απόφασή της της 7ης Μαΐου 2002, η Επιτροπή επέκτεινε τη διαδικασία για να συμπεριλάβει και τα νέα μέτρα. Η Επιτροπή κοινοποίησε την απόφασή της στις ισπανικές αρχές με επιστολή της 13ης Μαΐου 2002. Η Ισπανία υπέβαλε περαιτέρω πληροφορίες στις 2, 10 και 15 Ιουλίου 2002. Η απόφαση για επέκταση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 10ης Ιουλίου 2002. Η Επιτροπή έλαβε μια παρατήρηση στις 15 Ιουλίου 2002 και, με επιστολή της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, κάλεσε την Ισπανία να απαντήσει στην παρατήρηση αυτή. Η Ισπανία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 11 Οκτωβρίου 2002.

II. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

1. Δικαιούχος επιχείρηση

(6) Η επιχείρηση Hilados y Tejidos Puigneró SA (στο εξής "Puigneró") ασχολείται με την κατασκευή νημάτων και υφασμάτων, καθώς και κλωστοϋφαντουργικό φινίρισμα και έχει την έδρα της στη Βαρκελώνη. Ιδρύθηκε το 1957 και ανήκει στην οικογένεια Puigneró. Το 1982 η επιχείρηση μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία. Η Puigneró έχει τρία εργοστάσια στις περιοχές Sant Bartomeu del Grau, Roda de Ter και Prats de Lluçanès. Και οι τρεις περιοχές είναι ενισχυόμενες σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης.

(7) Με απόφαση τής 10ης Νοεμβρίου 2000, το Πρωτοδικείο αριθ. 4 de Vic (Βαρκελώνη) κήρυξε την επιχείρηση σε κατάσταση αναστολής των πληρωμών βάσει της ισπανικής νομοθεσίας περί πτωχεύσεως και, κατά συνέπεια, σε κατάσταση αφερεγγυότητας. Ο νόμος αναστολής των πληρωμών, βάσει της ισπανικής νομοθεσίας περί πτωχεύσεως, της 26ης Ιουλίου 1922 παρέχει τη δυνατότητα σε οποιαδήποτε επιχείρηση το ενεργητικό της οποίας υπερέχει του παθητικού της να αναστείλει την πληρωμή ορισμένων χρεών χωρίς να υποχρεούται να διακόψει την εμπορική της δραστηριότητα, αποφεύγοντας έτσι την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασή της. Αναμένεται οσονούπω να ληφθεί η απόφαση άρσης της αναστολής των πληρωμών (ίσως έχει ήδη ληφθεί) βάσει των συμφωνιών που έχουν επιτευχθεί με τους πιστωτές.

(8) Σύμφωνα με τα στοιχεία του 1998, η Puigneró ήταν η μεγαλύτερη επιχείρηση του τομέα στην Ισπανία από πλευράς προσωπικού και η δεύτερη σε κύκλο εργασιών. Παρακάτω παρατίθενται ορισμένα βασικά στοιχεία για την επιχείρηση:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(9) Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, ο κύκλος εργασιών του 2001 ανήλθε σε 62 εκατ. ευρώ, δηλαδή ήταν χαμηλότερος των προβλέψεων κατά 32 %. Το 2001 οι απώλειες ανήλθαν σε 2,5 εκατ. ευρώ. Το προσωπικό μειώθηκε σε 780 εργαζομένους.

(10) Η Puigneró πωλεί το 60 % της παραγωγής της στο εσωτερικό της χώρας, 30 % περίπου στην ευρωπαϊκή αγορά και το υπόλοιπο 10 % στην Τυνησία και το Μαρόκο.

(11) Με βάση το προσωπικό της, το οποίο υπερβαίνει τους 250 εργαζομένους, η Puigneró δεν μπορεί να θεωρηθεί μικρή ή μεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ) σύμφωνα με τη σύσταση της Επιτροπής της 3ης Απριλίου 1996 σχετικά με τον ορισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων(2).

2. Καταγγελίες

(12) Σύμφωνα με τον πρώτο καταγγέλλοντα, η Puigneró έχει σωρεύσει σημαντικό χρέος έναντι διαφόρων δημόσιων ιδρυμάτων, το οποίο συνίσταται εν μέρει σε σημαντικά ποσά μη καταβληθέντων φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα πάντα με τον πρώτο καταγγέλλοντα, το δημόσιο χρέος της επιχείρησης υπερβαίνει τον ετήσιο κύκλο εργασιών. Μόνο το 2 % του χρέους της αντιστοιχεί σε τραπεζικούς οργανισμούς και αφορά κυρίως εμπορικές πιστώσεις που έχουν δοθεί με εγγύηση δημόσιων οργανισμών. Εκ τούτου προκύπτει ότι η Puigneró δεν χαίρει της εμπιστοσύνης των αγορών ιδιωτικής χρηματοδότησης. Εξάλλου, σύμφωνα με τον πρώτο καταγγέλλοντα, η επιχείρηση έλαβε δάνειο ύψους 2000 εκατ. ισπανικών πεσετών (ESP) (12,02 εκατ. ευρώ) από δημόσιο φορέα, το καταλονικό ίδρυμα οικονομικών (ICF), μετά την κήρυξη της επιχείρησης από το δικαστήριο σε κατάσταση αναστολής πληρωμών. Ο καταγγέλλων θεωρεί ότι η Puigneró έχει ασκήσει αθέμιτο ανταγωνισμό με την πρόδηλη αυτή αθέτηση των υποχρεώσεων της έναντι του δημοσίου. Ο καταγγέλλων υποστηρίζει επίσης ότι και παλαιότερα η Puigneró είχε περιέλθει σε κατάσταση αναστολής των πληρωμών.

(13) Και ο δεύτερος καταγγέλλων αναφέρεται στα σημαντικά ποσά εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και φόρων που οφείλει η Puigneró. Κατά τη γνώμη του, οι δημόσιες αρχές δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους να εισπράξουν τις οφειλές μέσω της δικαστικής οδού. Ακόμη, ο καταγγέλλων αμφιβάλλει κατά πόσο το προαναφερθέν δάνειο έχει έγκυρες εγγυήσεις και ότι συνιστούσε επομένως κρατική ενίσχυση.

(14) Επιπλέον, σε μεταγενέστερη επιστολή αμφότεροι οι καταγγέλλοντες αμφισβητούν την πολιτική τιμών που ακολούθησε η επιχείρηση, ιδίως στον τομέα του φινιρίσματος υφαντουργικών προϊόντων. Υποστηρίζουν ότι η Puigneró νοθεύει τον ανταγωνισμό στην οικεία αγορά διότι πωλεί τα προϊόντα της σε τιμές χαμηλότερες του κόστους παραγωγής.

(15) Η Επιτροπή έλαβε και τρίτη επιστολή από τον πρώτο καταγγέλλοντα ο οποίος εκδήλωνε την ανησυχία του για το γεγονός ότι η Puigneró εξακολουθεί να επωφελείται από μεταβίβαση δημόσιων πόρων και, κατά συνέπεια, μεταβάλλει τους όρους των συναλλαγών στην αγορά. Όμως, λίγους μήνες αργότερα η καταγγελία αποσύρθηκε.

3. Αγορά

(16) Η αγορά κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων της Κοινότητας είναι κορεσμένη, άκρως ανταγωνιστική αγορά. Διάφορα τμήματα του κλάδου κλωστοϋφαντουργίας χαρακτηρίζονται από πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Στην Κοινότητα οι τομείς κλωστοϋφαντουργίας και έτοιμου ενδύματος έχουν χάσει πολλές θέσεις απασχόλησης, πράγμα που τα τελευταία χρόνια οδήγησε σε μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους τομείς αυτούς. Κατά την περίοδο 1995-1999, η παραγωγή μειώθηκε σε όλους τους υποτομείς της κλωστοϋφαντουργίας, εκτός από τα βιομηχανικά και άλλα υφαντουργικά προϊόντα, η παραγωγή των οποίων αυξήθηκε ελαφρά, (υπολογιζόμενη σε σταθερές τιμές). Οι μεγαλύτερες μειώσεις σημειώθηκαν στα νήματα και στις κλωστές, ενώ ακολουθούν τα τελικά υφαντουργικά προϊόντα. Μειώθηκε επίσης η φαινομένη κατανάλωση υφαντουργικών προϊόντων(3).

(17) Ο πιο ανησυχητικός για την επιχείρηση είναι επίσης ο τομέας των νημάτων, λόγω της ελάχιστης αποδοτικότητας και ανταγωνιστικότητάς του έναντι των ανταγωνιστών από ασιατικές και βορειοαφρικανικές χώρες. Ο κλάδος αντιπροσωπεύει το 23 % της συνολικής τιμολόγησης, σύμφωνα με στοιχεία της χρήσης 2000. Τα τελικά και τυπωμένα εμπριμέ υφάσματα αποτελούν το βασικό μερίδιο του ετήσιου τιμολογίου της επιχείρησης: δηλαδή 50,6 % το 2000.

4. Μέτρα ενίσχυσης

(18) Υπέρ της Puigneró ελήφθησαν τα παρακάτω μέτρα:

4.1. Μέτρα που έλαβε το ICF

(19) Το ICF είναι ένας δημόσιος οργανισμός που υπάγεται στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών (Consejería de Economía y Finanzas) της περιφερειακής κυβέρνησης. Το ICF δημιουργήθηκε βάσει του νόμου 2/1985 της 14ης Ιανουαρίου 1985 για να συνδράμει την αυτόνομη κυβέρνηση στην άσκηση των εξουσιών που της παρέχει το καθεστώς αυτονομίας της Καταλονίας σε σχέση με το χρηματοοικονομικό σύστημα και με σκοπό να αποτελέσει το βασικό όργανο της δημόσιας πιστωτικής πολιτικής της κυβέρνησης. Το 1998 το ICF άλλαξε νομική μορφή και από αυτόνομη χρηματοδοτική υπηρεσία μετετράπη σε οργανισμό δημοσίου δικαίου που υπόκειται στο ιδιωτικό δίκαιο. Η υλικοί πόρο του ICF και η ικανότητά του να αναλαμβάνει κινδύνους καθορίζονται ετησίως στον προϋπολογισμό της περιφερειακής κυβέρνησης της Καταλονίας. Οι τομεακές προτεραιότητες στις οποίες πρέπει να υπακούει το ICF(4) καθορίζονται από διάφορα συμβούλια της περιφερειακής κυβέρνησης. Ως φορέας υπαγόμενος στην αυτόνομη κυβέρνηση της Καταλονίας, το ICF υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο. Κάθε τρίμηνο πρέπει να υποβάλλει έκθεση για τις χορηγηθείσες εγγυήσεις και δάνεια, καθώς και για τα τριμηνιαία αποτελέσματα. Το ICF υπόκειται και σε μηχανισμούς εξωτερικού ελέγχου που θεσπίζει ο νόμος δημόσιων οικονομικών της Καταλονίας και το καταστατικό της δημόσιας καταλονικής επιχείρησης. Επομένως, οι χρηματοδοτικές και λογιστικές καταστάσεις του ICF εξετάζονται από τους αρμόδιους οργανισμούς της καταλονικής διοίκησης. Η περιφερειακή κυβέρνηση αναθέτει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες του ICF. Στο κυβερνητικό συμβούλιο του ICF μετέχουν ο γενικός διευθυντής πολιτικών οικονομικών και ο γενικός διευθυντής προϋπολογισμού και ταμειακών αποθεμάτων. Το ICF χορήγησε τα δάνεια και τις εγγυήσεις που αναφέρονται παρακάτω.

(20) Δάνειο χορηγηθέν το 1993: 500 εκατ. ESP (3 εκατ. ευρώ περίπου). Το δάνειο αυτό χορηγήθηκε στις 23 Απριλίου 1993 και επισημοποιήθηκε στις 28 Απριλίου 1993. Η αρχική του διάρκεια ήταν εξαετής με διετή περίοδο χάριτος. Κατά τα τέσσερα επόμενα έτη οι δόσεις πληρωμής του κεφαλαίου ήταν τριμηνιαίες (31250000 ESP κάθε δόση). Το επιτόκιο ήταν το Mibor τριών μηνών + 1 %. Στις 30 Μαΐου 1996, η διάρκεια του δανείου παρατάθηκε σε δέκα έτη. Κατά την ημερομηνία αυτή είχαν ήδη καταβληθεί οι τρεις πρώτες δόσεις όπως είχε προσυμφωνηθεί. Το υπόλοιπο ποσό έπρεπε να εξοφληθεί σε 85 μηνιαίες δόσεις, ύψους 4779412 ESP (28725 ευρώ).

(21) Η Puigneró προσέφερε ως εξασφάλιση για το δάνειο υποθήκη επί των βιομηχανικών της εγκαταστάσεων στο Prats de Lluçanès. Η συνολική αξία της υποθήκης ανήλθε σε 970 εκατ. ESP (5829817 ευρώ), εκ των οποίων τα 50 εκατ. ESP (300506 ευρώ) αντιστοιχούσαν σε εκτελεστικές δαπάνες. Την εποχή εκείνη, το βιομηχανικό συγκρότημα είχε ήδη επιβαρυνθεί με τέσσερις υποθήκες, εκ των οποίων οι δύο, συνολικής αξίας 500 εκατ. ESP χρονολογούνταν από τις 31 Ιουλίου 1992 και τις 4 Σεπτεμβρίου 1992, αντίστοιχα. Η τρίτη υποθήκη ανερχόταν σε 50 εκατ. ESP (300506 ευρώ). Δεν υπάρχει ένδειξη για την αξία της τέταρτης υποθήκης. Στους ετήσιους λογαριασμούς του 1995 αναφέρεται η υποθήκη αυτή με συνολική αξία 1200000000 ESP (7212145 ευρώ), αλλά το ποσό αυτό αφορά και το βιομηχανικό συγκρότημα του Prats de Lluçanès και το συγκρότημα της Roda de Ter, η αξία του οποίου είναι 3,5 φορές μεγαλύτερη. Η αξία του δανείου που κάλυπτε η υποθήκη ανερχόταν το 1995 σε 495350000 ESP (2977114 ευρώ). Η απόφαση του ICF προσδιορίζει ότι το δάνειο θα λάμβανε επίσης ως εξασφάλιση μετοχές της επιχείρησης του βασικού μετόχου, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται στο αρχικό έγγραφο. Η εγγύηση αυτή αναφέρεται όμως στην παράταση του 1996.

(22) Το υπόλοιπο ποσό του δανείου κατά την έναρξη της διαδικασίας αναστολής των πληρωμών ανερχόταν σε 82678246 ESP (49690627 ευρώ).

(23) Εγγύηση χορηγηθείσα το 1996: 600 εκατ. ESP (3,61 εκατ. ευρώ περίπου). Η εγγύηση χορηγήθηκε στις 2 Ιουλίου 1996 και επισημοποιήθηκε στις 10 Ιουλίου 1996 για τριετή περίοδο. Προοριζόταν ως εγγύηση σειράς εμπορικών πιστωτικών γραμμών διαφόρων τραπεζών μέχρι ανώτατου ποσού 600 εκατ. ESP (3,61 εκατ. ευρώ). Οι χορηγηθείσες από τις τράπεζες πιστώσεις θα έπρεπε να ανέρχονται συνολικά σε 750 εκατ. ESP (4,51 εκατ. ευρώ). Στις 31 Μαρτίου 1999, η εγγύηση ανανεώθηκε επί μια ακόμη διετία. Στο κόστος της εγγύησης προστίθεται τέλος 0,5 % και ποσοστό 1,75 % για διοικητικές δαπάνες και ασφάλιστρο κινδύνου.

(24) Οι εξασφαλίσεις της Puigneró συνίσταντο σε μια υποθήκη επί επτά ακινήτων, στην προσωπική εγγύηση του βασικού μετόχου και σε 9620 μετοχές της επιχείρησης (το 66,8 % του μετοχικού κεφαλαίου). Δύο ακίνητα ανήκαν στο βιομηχανικό συγκρότημα του Prats de Lluçanès, ενώ τα υπόλοιπα ήταν διαμερίσματα και κατοικίες στο Prats de Lluçanès(5). Η υποθήκη είχε μέγιστη αξία 1135055866 ESP (6821823 ευρώ), εκ των οποίων 105586592 ESP (634588 ευρώ) αντιστοιχούσαν σε εκτελεστικές δαπάνες. Το συνολικό αυτό ποσό αντιστοιχεί στην αξία εκτέλεσης που αναφέρεται στη σύμβαση. Η ονομαστική αξία κάθε μετοχής είναι 500000 ESP, ενώ η αξία εκτέλεσης κάθε μετοχής που αναφέρεται στη σύμβαση είναι 17954 ESP. Η ανώτατη κάλυψη που παρέχει το σύνολο των μετοχών ανέρχεται σε 154944134 ESP (931233 ευρώ).

(25) Δεν παρέστη ανάγκη να εκτελεστεί ούτε η αρχική εγγύηση ούτε η πρώτη της παράταση, καθόσον τηρήθηκαν όλες οι υποχρεώσεις. Διάφορα ακίνητα είχαν ήδη κατασχεθεί από τη φορολογική αρχή και είχαν υποθηκευτεί υπέρ άλλων πιστωτών. Όπως φαίνεται, αργότερα προστέθηκε ως εξασφάλιση και άλλη μια υποθήκη επί ενός ακινήτου των βασικών μετόχων.

(26) Εγγύηση χορηγηθείσα το 1998: 500 εκατ. ESP (3 εκατ. ευρώ περίπου). Η εγγύηση χορηγήθηκε στις 4 Ιουνίου 1998 για μέγιστο διάστημα τριών ετών. Κάλυπτε το 50 % της αξίας διαφόρων ασφαλιστηρίων έκπτωσης λογαριασμών που συνήψε η Puigneró με δύο τράπεζες. Το κόστος της εγγύησης είναι ίδιο με το κόστος της προηγούμενης και η Puigneró προσέφερε ως εξασφάλιση υποθήκη επί 23 ακινήτων, εκ των οποίων τα δεκαπέντε δικά της και τα οκτώ του βασικού μετόχου. Τα εν λόγω ακίνητα αποτελούσαν μέρος του βιομηχανικού συγκροτήματος του Sant Bartomeu del Grau ή ήταν οικίες ευρισκόμενες στον ίδιο οικισμό. Η αναφερόμενη στην εγγύηση αξία εκτέλεσης του συνόλου των ακινήτων ανέρχεται σε 1075 εκατ. ESP. Ούτε αυτή η εγγύηση εκτελέστηκε.

(27) Οι συμφωνίες χορήγησης των εγγυήσεων περιέχουν μια ρήτρα αναθεώρησης της αξίας των χορηγούμενων εξασφαλίσεων και αντιστάθμισής τους με άλλες εγγυήσεις σε περίπτωση μείωσης της λογιστικής αξίας των μετοχών ίσης ή μεγαλύτερης από το 10 %. Αναμφίβολα τούτο συνέβη όταν η επιχείρηση κηρύχθηκε αφερέγγυα από το δικαστήριο τον Νοέμβριο του 2000. Ωστόσο, το ICF διαβεβαιώνει ότι δεν εφάρμοσε τη ρήτρα αντιστάθμισης με άλλα στοιχεία του ενεργητικού διότι δεν γνώριζε την ύπαρξή τους.

(28) Παράταση των εγγυήσεων τον Ιούλιο του 2001: μείωση σε συνολικό ποσό 800 εκατ. ESP (4,8 εκατ. ευρώ). Οι εγγυήσεις του 1996 και του 1998 παρατάθηκαν για μια ακόμη φορά στις 17 Ιουλίου 2001 επί μια διετία μέχρι το 2003. Στην περίπτωση αυτή το συνολικό καλυπτόμενο ποσό μειώθηκε σε 800 εκατ. ESP (4,8 εκατ. ευρώ). Δεν τροποποιήθηκε το ασφάλιστρο κινδύνου, ούτε προστέθηκαν άλλες εγγυήσεις.

(29) Τροποποίηση των εγγυήσεων το Νοέμβριο του 2001. Στις 29 Νοεμβρίου 2001, τροποποιήθηκαν οι δύο εγγυήσεις, μειώνοντας την κάλυψη σε 300 εκατ. ESP (1,8 εκατ. ευρώ). Το ποσό αυτό χρησιμοποιήθηκε ως εγγύηση δανείου προοριζόμενου για την πληρωμή των αποζημιώσεων για απολύσεις που σχετίζονταν με την αναδιάρθρωση (κυρίως εκείνες που οφείλονταν στη διακοπή λειτουργίας του συγκροτήματος Roda de Ter). Η εγγύηση αυτή ισχύει, όπως και οι άλλες, μέχρι τον Ιούλιο του 2003. Δεν σημειώθηκαν αλλαγές στις υποθήκες που κάλυπταν την εγγύηση. Η Ισπανία επιβεβαιώνει ότι η πραγματική αξία των εγγυήσεων ήταν συνολικά 800 εκατ. ESP (4,81 εκατ. ευρώ).

(30) Δάνειο χορηγηθέν στις 14 Δεκεμβρίου 2000. Πρόκειται για δάνειο ύψους 2000 εκατ. ESP (12,02 εκατ. ευρώ) αρχική διάρκειας ενός έτους, το οποίο στη συνέχεια ανανεώθηκε δύο φορές επί ένα έτος. Το επιτόκιο είναι Euribor τριών μηνών + 1 %. Το δάνειο προϋποθέτει την εκπλήρωση ενός λεπτομερούς προγράμματος μέτρων για το 2001 και έχει σκοπό την προσωρινή βελτίωση της ταμειακής κατάστασης της επιχείρησης. Θεωρείται, ωστόσο, σαφώς μεταβατικό μέτρο που θα επιτρέψει στην επιχείρηση να καλύψει τις τρέχουσες δαπάνες της και να συνεχίσει "φυσιολογικά" τις δραστηριότητές της.

(31) Οι εξασφαλίσεις που δόθηκαν για το δάνειο συνίστανται σε μια υποθήκη επί 27 ακινήτων της επιχείρησης (περιλαμβανομένων των τριών βιομηχανικών συγκροτημάτων) και δέκα ακινήτων του βασικού μετόχου, καθώς και σε μετοχές της επιχείρησης που κατέχουν οι μέτοχοι (οι 14400 μετοχές έχουν ονομαστική αξία 500000 ESP η καθεμία), καθώς και μια προσωπική εγγύηση των κυριότερων μετόχων. Η συνολική αξία εκτέλεσης των ακινήτων που αναφέρονται στην υποθήκη ανέρχεται σε 3570 εκατ. ESP (21396030,92 ευρώ). Όσον αφορά τα ακίνητα των μετόχων, δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία εκτίμηση.

(32) Η Puigneró κατέβαλε τους τόκους του δανείου τουλάχιστον μέχρι τον Νοέμβριο του 2001.

(33) Συμφωνία αναβολής του χρέους στο πλαίσιο της διαδικασίας αναστολής των πληρωμών: το ICF προσχώρησε στη συμφωνία μεταξύ της Puigneró και των προνομιούχων πιστωτών της. Η συμφωνία δεν αφορά το δάνειο του 2000, το οποίο χορηγήθηκε όταν είχε ήδη ξεκινήσει η διαδικασία αναστολής των πληρωμών. Το χρέος που υπόκειται στη διαδικασία αναστολής των πληρωμών ανέρχεται συνολικά σε 149590014 ESP (899054 ευρώ). Το 39,70 % του χρέους έπρεπε να εξοφληθεί με την πώληση του βιομηχανικού συγκροτήματος της Roda de Ter. Για το υπόλοιπο χρέος το ICF προσχώρησε στη συμφωνία που συνήφθη με τους συνήθεις πιστωτές, η οποία προβλέπει διαγραφή του 70 % του χρέους.

4.2. Αναβολή και διαγραφή των οφειλόμενων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης

(34) Η Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης εφάρμοσε σε όλες τις οφειλές το νόμιμο επιτόκιο. Σύμφωνα με τους ετήσιους λογαριασμούς, οι οφειλόμενοι φόροι κατά το κλείσιμο κάθε χρήσης ήταν αυτοί που αναφέρονται στον παρακάτω πίνακα.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(35) Όσον αφορά τις διάφορες συμφωνίες τμηματικής καταβολής και αναδιάταξης του σωρευθέντος χρέους, πρέπει να σημειωθεί ότι έχουν υπογραφεί τουλάχιστον οι παρακάτω συμφωνίες(6):

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(36) Για να τεθούν σε ισχύ οι συμφωνίες, η Puigneró έπρεπε να εγγράψει τις υποθήκες στο δημόσιο μητρώο, να εκπληρώσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις της και να καταβάλει τις προβλεπόμενες δόσεις. Η Επιτροπή παρατηρεί, ωστόσο, ότι στους ετήσιους λογαριασμούς των ετών 1995, 1996, 1997, 1998 και 1999 αναφέρεται υποθήκη υπέρ της Υπηρεσίας Κοινωνικής Ασφάλισης ύψους 4612105000 ESP (27719309 ευρώ). Το ποσό αυτό αυξάνεται μόνο στους ετήσιους λογαριασμούς του 2000, σε 8815705000 ESP (52983454 ευρώ). Οι αναφερθείσες υποθήκες αφορούν μόνο το βιομηχανικό συγκρότημα Roda de Ter.

(37) Λόγω αθέτησης της συμφωνίας του 1996, η Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης προέβη σε κατάσχεση των παρακάτω περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(38) Η συμφωνία του 1999 υπεγράφη τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, παρότι η Puigneró είχε επανειλημμένα αθετήσει τους όρους των προηγούμενων συμφωνιών. Η νέα συμφωνία περιλάμβανε το χρέος των προηγούμενων συμφωνιών, καθώς και το χρέος που είχε σωρευθεί έκτοτε. Πέρα από τις κοινές με τις άλλες συμφωνίες ρήτρες, η συμφωνία αυτή ορίζει ρητά ότι οι αρχές διατηρούν το δικαίωμα να εκτελέσουν τις εξασφαλίσεις σε περίπτωση αθέτησης της συμφωνίας και να μετατρέψουν τις κατασχέσεις σε υποθήκες επί των ακινήτων που χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση. Ορίζει επίσης ότι, με την ελάχιστη εκδήλωση αθέτησης, οι αρχές θα κινήσουν την εκτελεστική διαδικασία. Σύμφωνα με την Ισπανία, στην πραγματικότητα η συμφωνία δεν εφαρμόστηκε διότι η επιχείρηση δεν μπόρεσε να προβεί στις πληρωμές.

(39) Η Puigneró δεν εκπλήρωσε τους όρους που θεσπίζονται στις συμφωνίες αυτές. Η Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης δεν έλαβε καμία πληρωμή τόκων που αντιστοιχούσαν στα αναδιατεταγμένα χρέη.

(40) Βάσει των αιτιολογικών σκέψεων 35 έως 39, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι τα σωρευθέντα μετά τη συμφωνία του 1989 χρέη δεν καλύφθηκαν από καμία εγγύηση μέχρι την κατάσχεση του 1997. Επίσης, σύμφωνα με τις συμφωνίες επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους, επρόκειτο να υποθηκευτεί μόνο το βιομηχανικό συγκρότημα της Roda de Ter. Οι κατασχέσεις περιλάμβαναν οικίες, καθώς και το βιομηχανικό συγκρότημα του Sant Bartomeu del Grau. Δεν θίγονταν το βιομηχανικό συγκρότημα και οι οικίες στο Prats de Lluçanès.

(41) Οι οφειλόμενες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που αναγνωρίζονται στη διαδικασία αναστολής των πληρωμών ανέρχονταν σε 7871 εκατ. ESP (47,3 εκατ. ευρώ). Το ποσό κατανέμεται ως εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(42) Στις 16 Ιουλίου 2002, η Puigneró υπέγραψε με όλους τους προνομιούχους πιστωτές της (πλην ενός) συμφωνία για αναδιάταξη και διαγραφή του χρέους. Η Puigneró δεσμεύτηκε να πωλήσει εντός τριετίας το εργοστάσιο παραγωγής της Roda de Ter θέτοντας ως στόχο να επιτύχει τιμή πώλησης 47 εκατ. ευρώ. Με το προϊόν της πώλησης επρόκειτο να καταβληθεί σε κάθε προνομιούχο πιστωτή τουλάχιστον 39,7 % του χρέους του (18818879,24 ευρώ στην περίπτωση της κοινωνικής ασφάλισης). Σε περίπτωση που η τιμή ήταν υψηλότερη, η διαφορά θα διανεμόταν μεταξύ όλων των πιστωτών. Το 70 % του απομένοντος χρέους θα ακυρωνόταν και το 30 % (8546552,84 ευρώ στην περίπτωση της κοινωνικής ασφάλισης) θα επιστρεφόταν εντός δώδεκα ετών υπό τους ακόλουθους όρους: περίοδος χάριτος ενός έτους, αυξανόμενες δόσεις και επιτόκιο 3 %. Από τους άλλους προνομιούχους πιστωτές, προσχώρησαν στη συμφωνία η καταλονική υπηρεσία ύδρευσης, το επίσημο πιστωτικό ίδρυμα και το ICF.

4.3. Τμηματική καταβολή και διαγραφή των οφειλόμενων φόρων

(43) Οι οφειλόμενοι φόροι μειώθηκαν μεταξύ των ετών 1992 και 1994, καθώς και το 1997. Το 1998 και τα επόμενα έτη αυξήθηκαν σημαντικά. Και η φορολογική αρχή εφάρμοσε το νόμιμο επιτόκιο σε όλες τις οφειλές, ενώ οι προκύπτοντες τόκοι έπρεπε να καταβληθούν μαζί με το κεφάλαιο. Σύμφωνα με τους ετήσιους λογαριασμούς, οι οφειλόμενοι φόροι κατά το κλείσιμο κάθε χρήσης ήταν οι ακόλουθοι.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(44) Όσον αφορά τις διάφορες συμφωνίες τμηματικής καταβολής και αναδιάταξης του σωρευθέντος χρέους, πρέπει να σημειωθεί ότι υπεγράφησαν τουλάχιστον οι παρακάτω(7):

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(45) Για να τεθεί σε ισχύ κάθε συμφωνία έπρεπε να προβεί η Puigneró σε εγγραφή των υποθηκών στο δημόσιο μητρώο. Ακόμη, η Puigneró έπρεπε να εκπληρώσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις της και να καταβάλει τις προβλεπόμενες δόσεις. Εξάλλου, η συμφωνία του 1999 ορίζει ρητά ότι οι αρχές διατηρούν το δικαίωμα να εκτελέσουν τις εγγυήσεις σε περίπτωση αθέτησης της συμφωνίας. Όσον αφορά τη συμφωνία του 1999 με τις αρχές κοινωνικής ασφάλισης, οι αρχές διατηρούσαν το δικαίωμα να μετατρέψουν τις κατασχέσεις σε υποθήκες επί των ακινήτων που χρησιμοποιούνταν ως εγγύηση. Η συμφωνία ορίζει επίσης ότι, με την εκδήλωση της ελάχιστης αθέτησης, οι αρχές θα κινούσαν τη διαδικασία.

(46) Η Puigneró δεν εκπλήρωσε τους όρους που θεσπίζουν οι συμφωνίες· κατέβαλε μόνο τις πρώτες δόσεις.

(47) Όταν η Puigneró έπαψε να καταβάλει τις προβλεπόμενες δόσεις, η φορολογική αρχή αποφάσισε να κατάσχει και να υποθηκεύσει ακίνητα αξίας ισοδύναμης με το χρέος. Πραγματοποιήθηκαν οι ακόλουθες κατασχέσεις επί στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης, σύμφωνα με την απόφαση κήρυξης της επιχείρησης σε κατάσταση αναστολής των πληρωμών:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(48) Βάσει των προαναφερθέντων, η Επιτροπή καταλήγει αρχικά στο συμπέρασμα ότι η φορολογική αρχή έκρινε ότι το συγκρότημα της Roda de Ter ήταν επαρκής εγγύηση μέχρι το 1996, οπότε προέβη σε περαιτέρω κατάσχεση οικιών και διαμερισμάτων στο Prats de Lluçanès.

(49) Κατά την έναρξη της διαδικασίας αναστολής των πληρωμών, οι υποθήκες κάλυπταν συνολικό ποσό 3486 εκατ. ESP. Το αναγνωρισθέν έναντι της φορολογικής υπηρεσίας χρέος κατά τη διαδικασία αναστολής των πληρωμών ανερχόταν σε 7584 εκατ. ESP (45,6 εκατ. ευρώ). Το ποσό αυτό κατανέμεται ως εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(50) Βάσει της συμφωνίας της 16ης Ιουλίου 2002 μεταξύ της Puigneró και των προνομιούχων πιστωτών της, στη φορολογική αρχή αντιστοιχούσε τουλάχιστον ποσό 18550 936,36 ευρώ από το προϊόν πώλησης του εργοστασίου της Roda de Ter. Για το υπόλοιπο ποσό του χρέους, η φορολογική αρχή προσχώρησε επίσης στη συμφωνία που επετεύχθη με τους συνήθεις πιστωτές, βάσει της οποίας έπρεπε να λάβει ποσό 8424303 ευρώ εντός δώδεκα ετών.

4.4. Ακίνητα, υποθήκες, κατασχέσεις και αξία των περιουσιακών στοιχείων

(51) Όπως φαίνεται, καθόλη την περίοδο αναφοράς, όλα σχεδόν τα ακίνητα χρησίμευσαν ως εξασφάλιση για διάφορα χρέη, δάνεια και εγγυήσεις. Στο παράρτημα Ι της παρούσας απόφασης παρέχεται συνοπτική εικόνα της κατάστασης. Οι ετήσιοι λογαριασμοί του 2000 περιγράφονται ως εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(52) Τα ακίνητα της επιχείρησης εμφανίζονται με την αξία με την οποία ενεγράφησαν στο μητρώο ιδιοκτησίας. Η εγγραφή ορισμένων από αυτά έγινε στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, αλλά των περισσότερων στη δεκαετία του 80. Συνεπώς, οι υποθήκες που βαρύνουν τα ακίνητα υπερβαίνουν κατά πολύ την αξία που αναφέρεται στο μητρώο.

(53) Επ' ευκαιρία της συμφωνίας που υπεγράφη το 1992 με τη φορολογική αρχή, το τεχνικό τμήμα της υπηρεσίας προέβη σε εκτίμηση των στοιχείων ενεργητικού που έπρεπε να υποθηκευτούν. 20 από τα ακίνητα, περιλαμβανομένων των βιομηχανικών συγκροτημάτων του Sant Bartomeu del Grau, Roda de Ter και του μικρότερου στο Prats de Lluçanès, αποτιμήθηκαν σε 8994 εκατ. ESP (54,1 εκατ. ευρώ)(8).

(54) Υπήρξε και άλλη εκτίμηση από ανεξάρτητο εκτιμητή, με ημερομηνία 20 Μαΐου 2001, η οποία αναφερόταν μόνο στο βιομηχανικό συγκρότημα της Roda de Ter (αριθ. 2994), το οποίο αποτιμήθηκε σε 10000 εκατ. ESP (60101210 ευρώ). Σύμφωνα με τις ισπανικές αρχές, μέχρι την επαναπροσαρμογή του Ιουλίου 2001 δεν πραγματοποιήθηκαν άλλες εκτιμήσεις των υπόλοιπων ακινήτων 2001.

(55) Το δικαστήριο επέβαλε στην Puigneró να αναθέσει σε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα την αποτίμηση όλων των περιουσιακών της στοιχείων. Η εκτίμηση χρονολογείται στις 21 Ιουλίου 2001 και πραγματοποιήθηκε για να καθοριστεί το κληρονομικό υπόλοιπο της επιχείρησης ενόψει της διαδικασίας αναστολής των πληρωμών. Στην εκτίμηση του 2001, εμφανίζονται οι αξιολογήσεις του παρακάτω πίνακα. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο ελεγκτής δεν ενέκρινε στη λογιστική της Puigneró τη δημιουργία αποθεματικού αναπροσαρμογής ως συνέπεια της επανεκτίμησης. Στην έκθεση για τις δημοσιονομικές καταστάσεις του 2000, ο ελεγκτής επισημαίνει ότι το αποθεματικό αναπροσαρμογής που εισάγεται στους ίδιους πόρους δεν είναι σύμφωνο με τις λογιστικές αρχές(9).

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(56) Από αυτή την αποτίμηση των ακινήτων, η Επιτροπή προέβη σε εκτίμηση της αξίας τους κατά τα προηγούμενα έτη εκκινώντας από ένα σταθερό και όμοιο συντελεστή αύξησης για τα βιομηχανικά συγκροτήματα Roda de Ter και Sant Bartomeu del Grau. Δεδομένου ότι η Ισπανία δεν προσκόμισε ακριβέστερες πληροφορίες, η Επιτροπή δεν έχει άλλη λύση από το να βασιστεί σε αυτούς τους υπολογισμούς, που περιγράφονται στο παράρτημα II της παρούσας απόφασης.

III. ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 88 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

(57) Η Επιτροπή έκρινε ότι υπήρχαν ενδείξεις ότι οι όροι με τους οποίους η Puigneró είχε κατορθώσει να αναβάλει την πληρωμή του χρέους της έναντι δημόσιων οργανισμών εμπεριείχαν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης. Ένας παράγοντας που συνέβαλε ιδιαίτερα στη συναγωγή του συμπεράσματος αυτού ήταν η παρατεταμένη περίοδος κατά την οποία σωρεύτηκαν τα χρέη. Οι ισπανικές αρχές δεν είχαν λάβει τα μέτρα που προβλέπει η ισπανική νομοθεσία για την είσπραξη του χρέους. Ακόμη, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβίβασαν οι ισπανικές αρχές, προβλεπόταν μερική τουλάχιστον διαγραφή του χρέους.

(58) Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι υπήρχαν ενδείξεις ότι στους όρους χορήγησης του δανείου ύψους 12,02 εκατ. ευρώ υπήρχαν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης, αφού η Puigneró εμφανιζόταν ως προβληματική επιχείρηση και η χρηματοδότηση της είχε χορηγηθεί από δημόσιο φορέα με επιτόκιο ίδιο με εκείνο που εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις χωρίς οικονομικά προβλήματα. Επίσης, δεν ήταν σαφές εάν οι εγγυήσεις του δανείου ήταν έγκυρες και επαρκείς.

(59) Κατά τη διαδικασία έρευνας φάνηκε ότι η Puigneró είχε λάβει παλαιοτέρα και άλλα δάνεια, το 1993 καθώς και δύο εγγυήσεις, το 1996 και το 1998, από τον ίδιο δημόσιο οργανισμό: το ICF. Δεδομένου ότι η Puigneró είχε ήδη προβλήματα, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι οι χορηγηθείσες εξασφαλίσεις, οι οποίες συνίσταντο κυρίως στα ίδια στοιχεία ενεργητικού που κάλυπταν και όλες τις υπόλοιπες συναλλαγές, ήταν επαρκείς και έγκυρες. Συνεπώς, λόγω του χαμηλού κόστους του δανείου και των εγγυήσεων, δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να εμπεριέχουν και οι συναλλαγές αυτές στοιχεία κρατικής ενίσχυσης.

IV. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΡΙΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ ΑΥΤΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΣΠΑΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

(60) Σύμφωνα με τη βελγική ομοσπονδία κλωστοϋφαντουργικών επιχειρήσεων [Federación belga de empresas textiles (Febeltex)], ο βελγικές κλωστοϋφαντουργικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ένδυσης ανταγωνίζονται από μακρού την Puigneró υπό δυσμενείς συνθήκες. Η Febeltex υποστηρίζει ότι η Puigneró εφαρμόζει αφύσικα χαμηλές τιμές πώλησης στην αγορά, ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Febeltex υποστηρίζει επίσης ότι οι ενέργειες της Puigneró έχουν νοθεύσει τον ανταγωνισμό αφού η επιχείρηση έχει αποσπάσει μεγάλο μερίδιο αγοράς από τους ευρωπαίους ανταγωνιστές της στις αγορές των χωρών Μπενελούξ και την Ισπανία.

(61) Σύμφωνα με τις ισπανικές αρχές, η Puigneró ουδέποτε δραστηριοποιήθηκε στη βελγική αγορά έτοιμου ενδύματος, αλλά μόνο στους τομείς νημάτων και φινιρίσματος υφαντουργικών προϊόντων.

V. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ PUIGNERÓ

(62) Σύμφωνα με τις ισπανικές αρχές, η Puigneró είναι προβληματική επιχείρηση με προσωρινές οικονομικές δυσχέρειες η οποία κηρύχθηκε σε κατάσταση αναστολής των πληρωμών για να ανακτήσουν οι αρχές μέρος τουλάχιστον των αξιώσεων τους. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται σε καταστάσεις κατά τις οποίες τα οικονομικά προβλήματα είναι μεταβατικά και μπορούν να αντιμετωπιστούν.

(63) Η Ισπανία βεβαιώνει επίσης ότι οι αρχές δεν έλαβαν μέτρα, αφού χορήγησαν αναβολές των πληρωμών σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, μαζί με τις αντίστοιχες εγγυήσεις και δόσεις. Εξάλλου, το εφαρμοζόμενο επιτόκιο υπερημερίας είναι το προβλεπόμενο από την ισπανική νομοθεσία.

(64) Οι ισπανικές αρχές αναγνώρισαν ωστόσο ότι δεν προσπάθησαν να εκποιήσουν κανένα από τα στοιχεία ενεργητικού της επιχείρησης που χρησίμευαν ως εγγύηση των χρεών προς το δημόσιο. Οι ισπανικές αρχές καλύπτονται από το γεγονός ότι ο νόμος για την αναστολή των πληρωμών της 26ης Ιουλίου 1922 παρεμποδίζει τους πιστωτές να κινήσουν τη διαδικασία πτώχευσης ενόσω διαρκεί η διαδικασία αναστολής των πληρωμών.

(65) Η Ισπανία επικαλείται δύο βασικούς λόγους που δεν προέβη σε αναγκαστική εκτέλεση. Πρώτον ότι η ισπανική εργατική νομοθεσία επιφυλάσσει προνομιακή μεταχείριση στους εργαζομένους, και δεύτερον, ότι με την αναγκαστική εκποίηση των στοιχείων του ενεργητικού θα επιτυγχανόταν ενδεχομένως χαμηλότερο τίμημα από εκείνο της αγοράς. Οι ισπανικές αρχές εκτιμούν ότι πιο θετική απεδείχθη η μέθοδος τμηματικών καταβολών και κατασχέσεων, αφού επετεύχθη καλύτερη θέση κατά τη διαδικασία αναστολής των πληρωμών.

(66) Οι ισπανικές αρχές υποστηρίζουν ότι ενήργησαν όπως θα ενεργούσε ένας συνετός πιστωτής εφαρμόζοντας κατασχέσεις και υποθήκες επί των στοιχείων ενεργητικού της Puigneró για αξία αντίστοιχη των οφειλόμενων ποσών. Συνεπώς, οι ισπανικές αρχές ισχυρίζονται ότι οι εγγυήσεις ήταν επαρκείς για την κάλυψη ολόκληρου του χρέους.

(67) Όσον αφορά την τρέχουσα κατάσταση, οι αρχές υποστηρίζουν ότι με την προσφυγή σε διαδικασία αναγκαστικής είσπραξης θα ήταν εξαιρετικά δυσχερές να ανακτήσουν ολόκληρο το χρέος, εν μέρει διότι οι αποζημιώσεις των μισθών προηγούνται κάθε άλλης αξίωσης, και εν μέρει λόγω του χαμηλού τιμήματος που θα απέδιδαν τα υποθηκευμένα περιουσιακά στοιχεία εάν δημοπρατούνταν.

(68) Η επιχείρηση από την πλευρά της εικάζει ότι πρακτικά ήταν ενδεχομένως τα κίνητρα που απέτρεψαν τις αρχές από το να προβούν σε αναγκαστική εκποίηση των στοιχείων του ενεργητικού, εφόσον είναι ευκολότερο για τις δημόσιες αρχές να ανακτήσουν το χρέος επιτρέποντας στην επιχείρηση να συνεχίσει τις δραστηριότητές της παρά προβαίνοντας σε αναγκαστική εκποίηση.

(69) Όσον αφορά τις συμφωνίες που είχε συνάψει η Puigneró με το ICF, επιβεβαιώνουν ότι οι δοθείσες εγγυήσεις ήταν επαρκείς ανά πάσα στιγμή για να καλύψουν τα χορηγηθέντα δάνεια και εγγυήσεις. Παρότι έχει γίνει ήδη κατάσχεση του μεγαλύτερου μέρους των ακινήτων, περίπου 27 (περιλαμβανομένων όλων των βιομηχανικών μονάδων), και δέκα ακόμη ακίνητα των μετόχων χρησιμεύουν ως εγγύηση για προγενέστερες εγγυήσεις που είχε χορηγήσει το ίδιο το ICF, το ICF δηλώνει πεπεισμένο ότι η υπόλοιπη υποθήκη μπορεί να καλύψει το νέο δάνειο ύψους 12,02 εκατ. ευρώ, το οποίο χορηγήθηκε τον Δεκέμβριο του 2000.

(70) Παράλληλα, η Ισπανία αναφέρει ακόμη ότι λόγω του ημιορεινού χαρακτήρα της περιοχής στην οποία βρίσκονται οι εγκαταστάσεις και της σημαντικής τους αξίας, ελάχιστη είναι η πιθανότητα το τίμημα της εκποίησης να ανταποκρίνεται στην πλήρη αξία τους.

(71) Οι ισπανικές αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ενέργειά τους υπήρξε σύμφωνη με την ισχύουσα νομοθεσία. Εκτιμούν συνεπώς ότι ένας ιδιώτης δανειστής θα είχε ενεργήσει με τον ίδιο τρόπο και ότι τα μέτρα δεν συνιστούν ενίσχυση.

(72) Η Ισπανία αναφέρεται ακόμη σε ορισμένους δημόσιους στόχους: παραδείγματος χάρη, ότι τα χωριά στα οποία είναι εγκατεστημένα δύο από τα τρία βιομηχανικά συγκροτήματα είναι πολύ μικρά· το Sant Bartomeu del Grau έχει 1215 κατοίκους και το Prats Lluçanès περίπου 2790. Σύμφωνα με την Ισπανία, κατά τη συνεχιζόμενη διαδικασία αναστολής των πληρωμών, η συμπεριφορά των κρατικών αρχών (εν πάση περιπτώσει, της περιφερειακής κυβέρνησης της Καταλονίας) είχε ως κύρια μέριμνα την ελαχιστοποίηση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων που θα μπορούσε να επιφέρει η δυσχερής κατάσταση της Puigneró.

(73) Στην επιστολή της της 23ης Ιανουαρίου 2002, η Puigneró προβάλλει ανάλογα επιχειρήματα για να αποδείξει ότι δεν έλαβε παράνομες ενισχύσεις. Όσον αφορά το δάνειο του ICF του 2000, η Puigneró αναφέρει, προς επίρρωση της θέσης αυτής, ότι με τις εγγυήσεις που διέθετε θα μπορούσε να έχει λάβει δάνειο από ιδιωτικές πηγές με τους ίδιους όρους.

VI. ΣΧΕΔΙΟ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

(74) Η Ισπανία παρουσίασε σχέδιο βιωσιμότητας που εκπόνησε για την Puigneró εταιρεία συμβούλων της Βαρκελώνης, τον Νοέμβριο του 2000.

(75) Όσον αφορά τους λόγους των οικονομικών δυσχερειών της επιχείρησης, το σχέδιο αναφέρει κυρίως το αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης και τη μεγάλη ανταγωνιστικότητα των τιμών των παραγωγών που είναι εγκατεστημένοι μακράν της ευρωπαϊκής αγοράς, πράγμα που οδήγησε σε μεταβολή των συνθηκών της αγοράς. Όσον αφορά τις προοπτικές της επιχείρησης, προβλεπόταν ότι ο κύκλος εργασιών θα διατηρείτο σταθερός σε επίπεδο ανάλογο των ετών 1999 και 2000. Η αναμενόμενη μείωση των τιμών θα αντισταθμιζόταν με αύξηση της παραγωγής. Επίσης, σύμφωνα με τις προβλέψεις, ο κύκλος εργασιών έπρεπε να αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό 9 % περίπου μεταξύ του 2003 και του 2005. Δεν προβλεπόταν συνεπώς μείωση της παραγωγικής ικανότητας της επιχείρησης.

(76) Το σχέδιο είναι αρκετά γενικό όσον αφορά τις οικονομικές πτυχές του. Δεν προβλέπει καμία συνεισφορά επενδυτή στην αναδιάρθρωση της επιχείρησης. Δεν αναφέρει σαφώς το συνολικό κόστος της αναδιάρθρωσης ούτε διευκρινίζει τις πηγές χρηματοδότησής της (χρονοδιάγραμμα, μέθοδος επίτευξης χρηματοδότησης κ.λπ.). Σημαντική "πηγή χρηματοδότησης" έπρεπε να είναι η ακύρωση του χρέους εκ μέρους των κρατικών αρχών.

(77) Στην επιστολή τους του Ιουλίου 2002, οι ισπανικές αρχές παρουσίασαν μια νέα εκδοχή ενός αναπροσαρμοσμένου από την Puigneró σχεδίου βιωσιμότητας. Εν κατακλείδι, σύμφωνα με τη νέα εκδοχή, η επιχείρηση προγραμματίζει μείωση της παραγωγικής της ικανότητας στις ελλειμματικές γραμμές παραγωγής (κυρίως νηματουργία). Η επιχείρηση θα διακόψει τη λειτουργία της μονάδας της Roda de Ter, πράγμα που θα οδηγήσει αργότερα σε μειώσεις και σε άλλους τομείς, όπως η υφαντουργία. Στο μέλλον θα επικεντρώσει το ενδιαφέρον της σε προϊόντα μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας, όπως το φινίρισμα υφαντουργικών προϊόντων. Συνέπεια της πολιτικής αυτής ήταν η σημαντική περικοπή του προσωπικού.

(78) Η επιχείρηση ελπίζει από το 2002 να αρχίσει να εμφανίζει θετικά ακαθάριστα αποτελέσματα εκμετάλλευσης και από το 2004 θετικά αποτελέσματα. Με τα κεφάλαια αυτά και με το προϊόν της αποεπένδυσης μη παραγωγικών στοιχείων του ενεργητικού, η επιχείρηση ευελπιστεί ότι θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αναστολή των πληρωμών.

VII. ΕΚΤΙΜΗΣΗ

1. Οικονομική κατάσταση της Puigneró

(79) Η Puigneró έχει περιέλθει από μακρού σε δυσχερέστατη οικονομική κατάσταση. Πρώτον, η Puigneró υπέγραψε συμφωνίες αναβολής ή τμηματικής καταβολής του χρέους της έναντι της κοινωνικής ασφάλισης και της φορολογικής αρχής σε διάφορες περιπτώσεις, τουλάχιστον το 1989, 1990, 1992, 1996, 1999 και 2000. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα χρηματοοικονομικά στοιχεία, εδώ και χρόνια η επιχείρηση έχει ανεπαρκείς ιδίους πόρους. Η εξέλιξη του κεφαλαίου της έχει ως εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(80) Όπως φαίνεται στον πίνακα, στα τέλη του 1994, η Puigneró είχε ήδη εξαντλήσει το μεγαλύτερο μέρος των ιδίων κεφαλαίων της(10). Στις 7 Ιουνίου 1994, το μετοχικό κεφάλαιο της επιχείρησης αυξήθηκε κατά 2616 εκατ. ESP (15722476,65 ευρώ). Τα ίδια κεφάλαια δεν έφθασαν σε ικανοποιητικό επίπεδο μέχρι τη δεύτερη αύξηση κεφαλαίου του 1996. Στην αποκατάσταση του επιπέδου των ιδίων κεφαλαίων συνέβαλε σε ικανοποιητικό βαθμό και η επανεκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού, η οποία αργότερα ακυρώθηκε για να αντισταθμιστεί μέρος των σωρευθέντων ελλειμμάτων. Έτσι, για το τμήμα που αντιστοιχεί στην αναπροσαρμογή δεν υπήρξε εισφορά νέου κεφαλαίου.

(81) Κατά τη χρήση του 2000, οι συνολικές απώλειες ανήλθαν σε - 17421 εκατ. ESP (- 104,7 εκατ. ευρώ), ποσό μεγαλύτερο από τον κύκλο εργασιών της επιχείρησης, ήτοι 14914 εκατ. ESP (89,6 εκατ. ευρώ). Πέραν του συνήθους κόστους εκμετάλλευσης, στις δαπάνες εμφανίζονταν 1748 εκατ. ESP (10,5 εκατ. ευρώ) έκτακτων δαπανών και 8166 εκατ. ESP (49,1 εκατ. ευρώ) επιβαρύνσεων που αντιστοιχούσαν σε προηγούμενες χρήσεις.

(82) Το 2000 η Puigneró αποκατέστησε εν μέρει το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων της, αν και όχι σε ικανοποιητικό επίπεδο, εισάγοντας απόθεμα αναπροσαρμογής που προήλθε από αύξηση της αξίας των πάγιων στοιχείων του ενεργητικού της (ακίνητο) κατόπιν αποτίμησης που πραγματοποίησε ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας (με ημερομηνία 21 Ιουλίου 2001, βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 51 έως 56). Έτσι, η αύξηση της λογιστικής αξίας των εν λόγω στοιχείων υπερέβη το 150 %. Σύμφωνα με την έκθεση του ελεγκτή σχετικά με τις δημοσιονομικές καταστάσεις της Puigneró για το 2000, το απόθεμα αναπροσαρμογής που εισήχθη στα ίδια κεφάλαια δεν είναι σύμφωνο με τις γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές. Συνεπώς, από τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης πρέπει να αφαιρεθεί ποσό 14422 εκατ. ESP (86,68 εκατ. ευρώ). Τούτο συνεπάγεται ότι, το 2000, τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης ανέρχονταν συνολικά σε - 11221 εκατ. ESP (67,44 εκατ. ευρώ). Πράγματι, λόγω των πολλών αμφιβολιών που υπάρχουν σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της Puigneró, οι ελεγκτές δεν διατύπωσαν γνωμάτευση σχετικά με την κατάσταση των λογαριασμών, αλλά συνέταξαν έκθεση ελέγχου για τη χρήση 2000.

(83) Στο αναπροσαρμοσμένο σχέδιο βιωσιμότητας η Puigneró συμπεριέλαβε προσωρινό ισολογισμό μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2001. Ο ισολογισμός εξακολουθεί να περιλαμβάνει το απόθεμα αναπροσαρμογής ως τμήμα των ιδίων κεφαλαίων Αλλά ακόμη και αν συμπεριληφθεί το ποσό αυτό στα ίδια κεφάλαια, ο συντελεστής φερεγγυότητας της Puigneró (38,7 %) δεν φθάνει σε ικανοποιητικό επίπεδο. Επιπλέον, είναι σαφές ότι έκτοτε δεν έχουν εισέλθει νέα κεφάλαια στην επιχείρηση για να της προσφέρουν το κεφάλαιο που τόσο χρειάζεται.

(84) Άλλη απόδειξη των παρατεινόμενων οικονομικών δυσχερειών της επιχείρησης είναι το γεγονός ότι η Puigneró δεν κατόρθωσε καμία χρονιά να εκπληρώσει πλήρως τις φορολογικές της υποχρεώσεις και τις υποχρεώσεις της έναντι της κοινωνικής ασφάλισης, είτε τις νέες υποχρεώσεις είτε τις δόσεις που απορρέουν από προγενέστερες συμφωνίες. Παρότι η Επιτροπή δεν διαθέτει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το έτος 1993, πρέπει να σημειωθεί ότι ακριβώς το έτος αυτό η επιχείρηση σημείωσε σημαντικές απώλειες, παρότι είχε νωρίτερα διαπραγματευθεί αναδιάταξη των οφειλόμενων φόρων.

(85) Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η επιχείρηση δραστηριοποιούνταν σε έναν τομέα στον οποίο υπάρχει έντονος ανταγωνισμός προερχόμενος από χώρες εκτός ΕΕ (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17).

(86) Συνεπώς, οδηγούμεθα στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον από το 1993 η επιχείρηση έχει περιέλθει σε προβληματική οικονομική κατάσταση, η οποία οδήγησε στην τρέχουσα διαδικασία αναστολής των πληρωμών. Εμπίπτει λοιπόν στον ορισμό προβληματικής επιχείρησης σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης.

2. Ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης

(87) Το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ορίζει ότι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός εάν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως.

(88) Τα μέτρα που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 6 έως 56 χορηγήθηκαν από το κράτος ή μέσω κρατικών πόρων. Οι φορολογικές αρχές και η Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης ανήκουν στο κράτος. Το ICF είναι δημόσιος οργανισμός υπαγόμενος στο Συμβούλιο Οικονομίας και Οικονομικών της περιφερειακής κυβέρνησης της Καταλονίας. Όταν χορηγεί επιλεκτικό πλεονέκτημα, το πλεονέκτημα πρέπει να θεωρείται ότι χρηματοδοτείται μέσω κρατικών πόρων και μπορεί να αποδοθεί στο κράτος(11).

(89) Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το εμπόριο νημάτων, υφασμάτων και φινιρίσματος υφαντουργικών προϊόντων τόσο στον ΕΟΧ όσο και μεταξύ ΕΟΧ και τρίτων χωρών, ενώ οι αγορές τους χαρακτηρίζονται από έντονο ανταγωνισμό και πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι στην Ισπανία η Puigneró είναι μια από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις στους εν λόγω τομείς. Συνεπώς, εάν τα μέτρα που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 6 έως 56 συνιστούν χρηματοδοτικό πλεονέκτημα, ενισχύουν τη θέση της Puigneró έναντι των ανταγωνιστών της στις αγορές αυτές. Εν πάση περιπτώσει, εάν συνιστούν χρηματοδοτικό πλεονέκτημα, σαφώς νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και, ως εκ τούτου, επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

(90) Συνεπώς, στη συνέχεια πρέπει να προσδιοριστεί εάν τα μέτρα που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 6 έως 56 συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης και εάν ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις. Προς τούτο η Επιτροπή πρέπει να ελέγξει εάν τα μέτρα ευνόησαν την Puigneró κατά τρόπο επιλεκτικό. Στη συνέχεια εξετάζεται το κάθε μέτρο χωριστά.

3. Δάνειο του 1993 και εγγυήσεις του ICF

(91) Για να αποφανθεί εάν το δάνειο του 1993 και οι εγγυήσεις που χορήγησε το ICF συνιστούν επιλεκτικό πλεονέκτημα, η Επιτροπή εφαρμόζει την "αρχή του ιδιώτη επενδυτή". Η Επιτροπή επομένως εκτιμά εάν υπό τις αυτές συνθήκες ένας ιδιώτης επενδυτής θα είχε χορηγήσει το δάνειο και τις εγγυήσεις με τους ίδιους όρους. Σε περίπτωση που η απάντηση είναι θετική, δεν υφίσταται επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ της Puigneró.

Δάνειο του 1993

(92) Το ICF εφάρμοσε επιτόκιο ισοδύναμο με εκείνο που θα είχε απαιτήσει ιδιώτης επενδυτής από επιχείρηση χωρίς οικονομικά προβλήματα. Δεδομένου ότι η Puigneró αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, θα ήταν εύλογο να εφαρμοστεί ανάλογο επιτόκιο μόνον εάν το δάνειο είχε τις δέουσες εξασφαλίσεις. Όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 6 έως 56, οι εξασφαλίσεις συνίσταντο σε στοιχεία ενεργητικού της επιχείρησης και σε μια υποθήκη επί ακινήτων της επιχείρησης.

(93) Η ονομαστική αξία των 4200 μετοχών της επιχείρησης που χρησίμευσαν ως εγγύηση ανέρχεται σε 2100000000 ESP και οι μετοχές αυτές αντιστοιχούν στο 29,17 % του μετοχικού κεφαλαίου. Φαίνεται, ωστόσο, ότι δεν συντάχθηκε επίσημο έγγραφο για τη χρησιμοποίηση των μετοχών ως εξασφαλίσεων του δανείου. Εν πάση περιπτώσει, η πραγματική αξία των μετοχών πρέπει να καθοριστεί αφού ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης την εποχή εκείνη. Κατά το χρόνο χορήγησης του δανείου, η επιχείρηση αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες. Επίσης, τα στοιχεία του ενεργητικού της είχαν υποθηκευτεί και κατασχεθεί και η συμφωνία χορήγησης του δανείου δεν απέκλειε το ενδεχόμενο νέων επιβαρύνσεων. Συνεπώς, οι μετοχές στερούνταν αξίας ως εγγύηση για ένα πιστωτικό φορέα.

(94) Όπως αναφέρθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 6 έως 56, συστάθηκε υποθήκη επί ενός μέρους του βιομηχανικού συγκροτήματος του Prats de Lluçanès. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 56 και στο παράρτημα II, η Επιτροπή εκτιμά ότι κατά την ημερομηνία χορήγησης του δανείου, η αξία του βιομηχανικού συγκροτήματος στο Prats Lluçanès, περιλαμβανομένων των οικιών που υπάρχουν εκεί καθώς και του μηχανικού εξοπλισμού, ανερχόταν σε 1208,9 εκατ. ESP (7,26 εκατ. ευρώ). Όμως το βιομηχανικό συγκρότημα αποτελείται από δύο μέρη που είναι χωριστά εγγεγραμμένα στο μητρώο ιδιοκτησίας. Η υποθήκη δεν θίγει το μεγαλύτερο από τα δύο, ούτε τις οικίες και το μηχανικό εξοπλισμό. Εξάλλου, αμφότερα τα μέρη του συγκροτήματος, μαζί με τα λοιπά ακίνητα, είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση για οφειλές έναντι άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ σημαντικό μέρος των οφειλών αυτών δεν είχε ακόμη καταβληθεί το 1993(12). Εάν αφαιρεθεί το ποσό αυτό από τη συνολική αξία των δύο τμημάτων του βιομηχανικού συγκροτήματος, το αποτέλεσμα είναι σαφώς χαμηλότερο από τη μέγιστη επιβάρυνση της υποθήκης των 970 εκατ. ESP. Η πραγματική κάλυψη που βασίζεται μόνο στο μικρότερο τμήμα του συγκροτήματος πρέπει να είναι ακόμη μικρότερη.

(95) Ένα ιδιωτικό πιστωτικό ίδρυμα θα είχε οπωσδήποτε λάβει υπόψη το γεγονός ότι σε περίπτωση αναγκαστικής δημοπράτησης, η αξία εκποίησης θα ήταν σημαντικά χαμηλότερη από την αξία της επιχείρησης εν λειτουργία. Συνεπώς, ένα ιδιωτικό πιστωτικό ίδρυμα που θα βρισκόταν στην κατάσταση που βρέθηκε το 1993 το ICF, δεν θα είχε κρίνει επαρκείς τις εγγυήσεις για την κάλυψη του δανείου και δεν θα είχε χορηγήσει το δάνειο με αυτούς τους όρους. Το ICF υποστηρίζει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής δημοπράτησης, όταν ουδείς τρίτος κάνει προσφορά ικανοποιητικού ποσού, το ίδιο το ICF αναλαμβάνει το δημοπρατηθέν αγαθό. Εν συνεχεία, το ταχύτερο δυνατό, προχωρεί σε διαχείριση της πώλησης, αλλά με τις καλύτερες συνθήκες της αγοράς, ώστε να επιτύχει την ανάκτηση όλων των εκκρεμών οφειλών. Τούτο ωστόσο συνεπάγεται δαπάνες και κινδύνους που δεν θα είχε αποδεχθεί ένα ιδιωτικό πιστωτικό ίδρυμα υπό τις ίδιες συνθήκες. Η Επιτροπή καταλήγει επομένως στο συμπέρασμα ότι το δάνειο δεν χορηγήθηκε σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή και συνεπώς συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης υπέρ της Puigneró.

(96) Η παράταση του δανείου τον Μάιο του 1996 δεν άλλαξε τα πράγματα. Η επιχείρηση εξακολούθησε να αντιμετωπίζει προβλήματα και το ακίνητο παρέμεινε υποθηκευμένο για να εξασφαλίσει άλλες συναλλαγές, παρότι το υπόλοιπο των οφειλών που αντιστοιχούσαν στις συναλλαγές αυτές είχε ελαφρά μείωση. Η πρώτη δόση του δανείου καταβλήθηκε σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 56 και στο παράρτημα II, η Επιτροπή εκτιμά ότι το 1996 η αξία του βιομηχανικού συγκροτήματος ανερχόταν σε 1822,8 εκατ. ESP. Η υποθήκη όμως βάρυνε μόνο το μικρότερο από τα δύο τμήματα. Συνεπώς, η πραγματική κάλυψη ήταν πολύ χαμηλότερη από εκείνη που απαιτείται για να εξασφαλιστεί επαρκώς το δάνειο. Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η παράταση του δανείου συνιστά και αυτή κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

Εγγύηση Ιουλίου 1996 αξίας 600 εκατ. ESP (3,61 εκατ. ευρώ)

(97) Το ICF για τη χορήγηση της εγγύησης απαίτησε ετήσιο τέλος 1,75 % για διοικητικές δαπάνες και ασφάλιστρο κινδύνου, ποσοστό το οποίο, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, αντιστοιχεί στο τέλος που εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που δεν αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα ή στα δάνεια που παρέχουν επαρκείς εξασφαλίσεις. Η Puigneró, ωστόσο, αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και η εγγύηση συνίστατο σε μετοχές της επιχείρησης, μια προσωπική εγγύηση του βασικού μετόχου και διάφορα ακίνητα.

(98) Όπως έχει ήδη αναφερθεί, επειδή όταν χορηγήθηκε η εγγύηση η επιχείρηση αντιμετώπιζε ήδη σοβαρά προβλήματα και το μεγαλύτερο μέρος των στοιχείων του ενεργητικού της είχε υποθηκευτεί, οι μετοχές της δεν αποτελούσαν έγκυρη εξασφάλιση για έναν επενδυτή.

(99) Όσον αφορά την προσωπική εγγύηση του βασικού μετόχου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι για οποιονδήποτε ιδιώτη επενδυτή είναι προτιμότερη μια ποσοτικά εκφρασμένη και συγκεκριμένη εξασφάλιση από μια απροσδιόριστη δέσμευση γενικού χαρακτήρα. Η Ισπανία δεν προσκόμισε καμία απόδειξη για την αξία αυτής της προσωπικής εγγύησης. Αντιθέτως, ο βασικός μέτοχος ευθύνεται ενδεχομένως προσωπικά για τις φορολογικές οφειλές ύψους 2282 εκατ. ESP που είχε σωρεύσει η επιχείρηση πριν αλλάξει νομική μορφή το 1982, ποσό που ενσωματώθηκε το 2000 στις συνολικές φορολογικές οφειλές. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτιμά ότι η προσωπική εγγύηση του βασικού μετόχου αποτελεί αμελητέα ή μηδενική εγγύηση.

(100) Και πάλι χρησιμοποιήθηκε ως εγγύηση το μικρότερο τμήμα του βιομηχανικού συγκροτήματος του Prats, αλλά αυτή τη φορά προστέθηκε και το άλλο τμήμα καθώς και οι ιδιωτικές οικίες. Οι οικίες δεν αντιπροσωπεύουν μεγάλο μέρος της συνολικής αξίας, μόνο το 7 % περίπου το 2001. Δεδομένου ότι το μικρότερο τμήμα του συγκροτήματος είχε ήδη επιβαρυνθεί με την υποθήκη που προοριζόταν να καλύψει το δάνειο, το κυριότερο νέο του στοιχείο ενεργητικού είναι το μεγαλύτερο τμήμα του συγκροτήματος. Όπως όμως έχει ήδη εξηγηθεί, και αυτό το τμήμα της ιδιοκτησίας βάρυναν διάφορες υποθήκες. Παρότι οι υποθήκες αυτές περιλάμβαναν και άλλα ακίνητα, καθίσταται προφανές ότι δεν απέμενε επαρκής αξία για να καλύψει τη νέα εγγύηση, ιδίως (αλλά όχι μόνο) εάν ληφθεί υπόψη η υποθήκη του 1992 υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος Caixa d'Estalvis i de Pensions de Barcelona, που αντιστοιχούσε σε επιβάρυνση 886 εκατ. ESP.

(101) Λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιχείρηση αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι οι όροι με τους οποίους χορηγήθηκε η εγγύηση δεν συνάδουν με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή. Οι εγγυήσεις δεν θα ήταν επαρκείς για έναν ιδιώτη εγγυητή, που θα είχε απαιτήσει περισσότερες εξασφαλίσεις ή υψηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου, ή και τα δύο, ή δεν θα είχε χορηγήσει την εγγύηση. Το γεγονός ότι η εγγύηση δεν εκτελέστηκε δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό. Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι ολόκληρο το ποσό που καλύπτει η εγγύηση συνιστά ενίσχυση, δεδομένου ότι η επιχείρηση δεν θα το είχε λάβει με τους όρους που εφαρμόζει το ICF.

Εγγύηση που χορηγήθηκε το 1998 ύψους 500 εκατ. ESP (3,0 εκατ. ευρώ)

(102) Το ετήσιο τέλος που απαιτήθηκε για την εγγύηση του 1998 ήταν και πάλι της τάξεως του 1,75 %, ποσοστό το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, αντιστοιχεί στο τέλος που εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που δεν αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες ή σε επαρκώς εξασφαλισμένα δάνεια. Κατά την ημερομηνία χορήγησης της εγγύησης η Puigneró αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες και η χορηγούμενη εξασφάλιση συνίστατο στο βιομηχανικό συγκρότημα και τις ιδιωτικές οικίες του Sant Bartomeu del Grau, οκτώ από τις οποίες αποτελούσαν ιδιοκτησία του βασικού μετόχου.

(103) Κατά το χρόνο χορήγησης της εγγύησης, τα ακίνητα της επιχείρησης που χρησίμευαν ως εξασφάλισή της είχαν ήδη επιβαρυνθεί με υποθήκη υπέρ του Fondo de Garantía de Depósitos en Cooperativas de Crédito για οφειλές από τις οποίες απέμενε να καταβληθούν μόνο 395,4 εκατ. ESP, με κατάσχεση υπέρ της φορολογικής αρχής για οφειλόμενους φόρους ύψους 2050,4 εκατ. ESP και με κατάσχεση υπέρ της Υπηρεσίας Κοινωνικής Ασφάλισης για οφειλές ύψους 5814,3 εκατ. ESP. Οι επιβαρύνσεις αυτές αφορούσαν και όλα σχεδόν τα άλλα ακίνητα, περιλαμβανομένων των τριών βιομηχανικών συγκροτημάτων. Εξάλλου, και τα άλλα ακίνητα βαρύνονταν: με την υποθήκη του 1992 υπέρ της φορολογικής αρχής και την προγενέστερη υποθήκη υπέρ της Υπηρεσίας Κοινωνικής Ασφάλισης για το συγκρότημα της Roda de Ter, καθώς και με τις υποθήκες υπέρ του ICF για το δάνειο του 1993 και την εγγύηση του 1996. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 56 και στο παράρτημα II, η Επιτροπή εκτιμά ότι το συγκρότημα των ακινήτων της επιχείρησης, περιλαμβανομένων των ιδιωτικών κατοικιών και του μηχανικού εξοπλισμού, είχε αξία 17284,0 εκατ. ESP το 1998. Δεδομένου ότι η υποθήκη που χρησίμευε για εξασφάλιση της εγγύησης δεν περιλάμβανε το μηχανικό εξοπλισμό, δεν ήταν επαρκής η αξία που απέμενε για την κάλυψη της εγγύησης. Εξάλλου, σε περίπτωση εκποίησης του συγκροτήματος του Sant Bartomeu del Grau, προτεραιότητα είχαν οι κατασχέσεις της φορολογικής αρχής και της Υπηρεσίας Κοινωνικής Ασφάλισης. Η κατάσταση δεν αλλάζει από το γεγονός ότι οκτώ από τα ακίνητα του βασικού μετόχου προστέθηκαν ως εγγύηση. Η Επιτροπή αγνοεί την αξία τους, αλλά η μεγαλύτερη επιβάρυνση που τις βαρύνει ανέρχεται αφ' εαυτής σε 6947058 ESP (41752 ευρώ). Συνεπώς, κατά τη χορήγηση της εγγύησης, το ICF ανέλαβε κίνδυνο χωρίς να λάβει το κατάλληλο αντιστάθμισμα. Κατά συνέπεια, για λόγους ανάλογους με εκείνους που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 101, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εγγύηση συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

(104) Το ICF ισχυρίστηκε ότι, εν ανάγκη, κρίνει προτιμότερο να χορηγήσει σε μια επιχείρηση έκτακτη εγγύηση παρά να προβεί σε εκποίηση, που μπορεί να αποτελεί χειρότερη λύση για όλους τους πιστωτές. Όταν όμως χορηγείται έκτακτη εγγύηση υπό φυσιολογικές συνθήκες, ο κίνδυνος θα πρέπει να αντισταθμιστεί με άλλο τρόπο, π.χ. με μεγαλύτερο ασφάλιστρο κινδύνου. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του ICF επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για κρατική ενίσχυση.

Παράταση της εγγύησης του 1996 το 1999

(105) Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 57 και στο παράρτημα II, η Επιτροπή εκτιμά ότι, κατά το χρόνο παράτασης της εγγύησης του 1996, η αξία της ιδιοκτησίας, δηλαδή του συνόλου του συγκροτήματος και των ιδιωτικών οικιών του Prats de Lluçanès, είχε αυξηθεί. Είχε όμως αυξηθεί και η επιβάρυνση που βάρυνε την ιδιοκτησία, ιδίως συνεπεία της κατάσχεσης που είχε εφαρμόσει η φορολογική αρχή τον Μάρτιο του 1998. Συνεπώς, δεν χρειάζεται να εκτιμηθεί εκ νέου εάν η εγγύηση συνιστά ενίσχυση.

(106) Είναι σαφές ότι η αξία της ιδιοκτησίας ήταν πολύ χαμηλότερη από τα χρέη που τη βάρυναν. Δεδομένου, εξάλλου, ότι η επιχείρηση αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν ισχύει η αρχή του ιδιώτη επενδυτή. Ένας ιδιώτης επενδυτής θα είχε απαιτήσει περισσότερες εξασφαλίσεις ή υψηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου, ή και τα δύο, ή δεν θα είχε χορηγήσει την εγγύηση. Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι ολόκληρο το ποσό που καλύπτει η εγγύηση συνιστά ενίσχυση, εφόσον η επιχείρηση ουδέποτε θα μπορούσε να το διαθέσει με τους όρους που εφάρμοσε το ICF.

Παράταση και τροποποίηση των δύο εγγυήσεων του 2001

(107) Το 2001 η Puigneró τελούσε ακόμη σε κατάσταση αναστολής των πληρωμών. Οι οφειλές της έναντι των δημόσιων αρχών και του ICF ανέρχονταν σε 15605 εκατ. ESP (93,8 εκατ. ευρώ). Επιπλέον, η Puigneró είχε λάβει τον Δεκέμβριο του 2000 δάνειο ύψους 2000 εκατ. ESP (12,02 εκατ. ευρώ) από το ICF, το οποίο είχε επίσης ως εξασφαλίσεις τα ίδια ακίνητα. Πράγματι, όλα τα στοιχεία ενεργητικού της επιχείρησης, περιλαμβανομένων και εκείνων που είχαν χρησιμεύσει ως εξασφάλιση των εγγυήσεων, βαρύνονταν με τις υποθήκες με τις οποίες είχε εξασφαλιστεί το σημαντικό δημόσιο χρέος της επιχείρησης και το δάνειο του 2000.

(108) Επομένως, εκτιμάται ότι η συνολική αξία των εγγυήσεων συνιστά ενίσχυση, δεδομένου ότι οι εγγυήσεις ανανεώθηκαν υπέρ μιας αφερέγγυας επιχείρησης και με ανεπαρκείς εξασφαλίσεις.

4. Αθέτηση καταβολής φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης

(109) Σύμφωνα με την απόφαση 1999/509/ΕΚ της Επιτροπής(13), την οποία επικύρωσε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(14), η συνεχής και συστηματική αθέτηση πληρωμής των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και των φόρων συνιστά μεταφορά κρατικών πόρων. Η μεταφορά αυτή χορηγεί στις επιχειρήσεις ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, δεδομένου ότι, σε αντίθεση με τους ανταγωνιστές τους, δεν υποχρεούνται να ανταποκριθούν στις δαπάνες αυτές, όπως θα συνέβαινε υπό φυσιολογικές συνθήκες(15).

(110) Όπως επεσήμανε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην απόφαση Tubacex(16), ικανοποιητικός τρόπος ελέγχου είναι η σύγκριση της συμπεριφοράς του κράτους με τη συμπεριφορά ιδιωτικού πιστωτικού ιδρύματος. Τούτο επιβεβαίωσε το δικαστήριο στην απόφαση DMT, στην οποία ανέφερε ότι "το εθνικό δικαστήριο πρέπει να συγκρίνει την ONSS με έναν υποθετικό ιδιώτη δανειστή ευρισκόμενο, στο μέτρο του δυνατού, στην ίδια κατάσταση έναντι του οφειλέτη του όπως η ONSS και επιδιώκει να ανακτήσει οφειλόμενα σε αυτόν ποσά"(17). Πρόκειται για την αποκαλούμενη "αρχή του ιδιώτη δανειστή".

(111) Η Επιτροπή σημειώνει ότι η κοινωνική ασφάλιση και η φορολογική αρχή ενήργησαν σύμφωνα με την ισχύουσα στην Ισπανία νομοθεσία. Η Επιτροπή γνωρίζει επίσης ότι οι εν λόγω αρχές εφάρμοσαν τους υποχρεωτικούς τόκους υπερημερίας και προσπάθησαν να εξασφαλίσουν τα οφειλόμενα ποσά με κατασχέσεις και υποθήκες επί των στοιχείων του ενεργητικού. Εκείνο που πρέπει, ωστόσο, να προσδιοριστεί είναι εάν σε αντίστοιχη κατάσταση ένας ιδιώτης δανειστής θα είχε αρκεστεί στα μέτρα αυτά ή θα είχε κινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκποίησης για να ανακτήσει μέρος τουλάχιστον των δανείων. Από τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, συνάγει το συμπέρασμα ότι οι ισπανικές αρχές δεν ενήργησαν σύμφωνα με την "αρχή του ιδιώτη δανειστή".

(112) Πρώτον, και σε γενικές γραμμές, επί μεγάλο χρονικό διάστημα δεν καταβλήθηκαν σημαντικά οφειλόμενα ποσά που συνίσταντο σε φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ενώ η επιχείρηση δεν τήρησε τις συμφωνίες πληρωμής που είχε υπογράψει. Σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισε η επιχείρηση, η Puigneró, κατά την περίοδο 1995-2000 κατέβαλε στη φορολογική αρχή και στην κοινωνική ασφάλιση συνολικό ποσό ύψους 4608675680 ESP εντός του φυσιολογικού (εκούσιου) διαστήματος. Κατά το ίδιο διάστημα η Puigneró κατέβαλε 587966845 ESP κατά το "εκτελεστικό στάδιο"· στην πραγματικότητα, όλες αυτές οι πληρωμές πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Απριλίου 1997 και Δεκεμβρίου 1998. Κατά το ίδιο διάστημα, οι συνολικές εκκρεμείς οφειλές έναντι των δημόσιων αυτών αρχών αυξήθηκε κατά 10173,6 εκατ. ESP. Από τα αριθμητικά αυτά στοιχεία, από τους ετήσιους λογαριασμούς, από τις συνημμένες στις διάφορες συμφωνίες εξόφλησης του χρέους περιγραφές και από τους πίνακες των αιτιολογικών σκέψεων 42 και 50 συνάγεται σαφώς ότι το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών αφορούσε υποχρεώσεις που δεν είχαν καταβληθεί επί σειρά ετών. Μεγάλο μέρος των υποχρεώσεων αυτών εκκρεμούσε επί πενταετία και πλέον. Σε ανάλογη κατάσταση, ένας ιδιώτης δανειστής δεν θα είχε ανεχθεί τόσο μεγάλες καθυστερήσεις, ιδίως όταν αυτές συμβαδίζουν με τη σχεδόν διαρκή δημιουργία νέων καθυστερήσεων και παραβιάσεων των συναφθεισών συμφωνιών. Παρά το νόμιμο εφαρμοζόμενο επιτόκιο και τις παρεχόμενες εξασφαλίσεις, ένας ιδιώτης δανειστής θα είχε απολέσει την εμπιστοσύνη του για ανάκτηση των δανείων του και θα είχε απαιτήσει πολύ νωρίτερα την αναγκαστική τους εξόφληση.

(113) Δεύτερον, πιο συγκεκριμένα, ένας ιδιώτης δανειστής θα είχε προβεί σε αποτίμηση των ακινήτων, για να γνωρίζει ακριβώς την αξία των κατασχέσεων και των υποθηκών. Στη δεκαετία του 1990, οι ισπανικές αρχές βασίστηκαν αποκλειστικά σε εκτίμηση που πραγματοποίησαν το 1992 οι τεχνικές υπηρεσίες της φορολογικής αρχής.

(114) Τρίτον, ένας ιδιώτης δανειστής θα είχε αποδεχθεί την αναδιάταξη του χρέους και της υποθήκης μόνον αν υπήρχαν προοπτικές βελτίωσης της κατάστασης. Υπό την έννοια αυτή, πρέπει να σημειωθεί ότι εάν ένας οφειλέτης δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις συμφωνίες πληρωμής που έχει υπογράψει, εύλογο είναι ο ιδιώτης δανειστής να απαιτεί εγγυήσεις σχετικά με τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης. Οι συμφωνίες πληρωμής του χρέους του 1992 και του 1999 έναντι της φορολογικής αρχής και οι συμφωνίες πληρωμής του 1996 και του 1999 με την Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης δεν περιλαμβάνουν, ωστόσο, ανάλογες εγγυήσεις ή όρους, ενώ η πραγματική κατάσταση της επιχείρησης καταδεικνύει ότι δεν είχε σημειωθεί διαρθρωτική βελτίωση. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η επιχείρηση αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες και σημείωσε ελάχιστα κέρδη μεταξύ των ετών 1994 και 1999. Ανέπτυσσε δραστηριότητα σε μια αγορά που χαρακτηρίζεται από σφοδρό ανταγωνισμό, εξακολουθούσε να σωρεύει καθυστερήσεις και δεν τηρούσε τις συμφωνίες της έναντι των δημόσιων αρχών. Μέχρι το 2000 δεν υποβλήθηκε πιο εμπεριστατωμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης, αλλά το σχέδιο αυτό αναθεωρήθηκε σε βάθος το 2001, εφόσον, σε αντίθεση με τις προβλέψεις, η κατάσταση εξακολούθησε να επιδεινώνεται. Ήταν συνεπώς απίθανο η φορολογική αρχή και η κοινωνική ασφάλιση να πίστευαν ότι υπήρχαν σαφείς και βάσιμες προοπτικές να βελτιωθεί η κατάσταση της Puigneró και να κατορθώσει η επιχείρηση να επιστρέψει τις εκκρεμείς οφειλές της. Σε ανάλογη κατάσταση δεν αρκούν οι συνήθεις ρήτρες ότι η συμφωνία θα καταστεί άκυρη σε περίπτωση αθέτησης πληρωμής μιας από τις ορισθείσες δόσεις.

(115) Τέταρτον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι ισπανικές αρχές θα μπορούσαν να έχουν προβεί σε αναγκαστική εκποίηση σημαντικού μέρους αγαθών που είχαν κατασχεθεί για εξασφάλιση των οφειλών, διότι δεδομένου ότι επρόκειτο για διαμερίσματα και οικίες, δεν είχε απολεσθεί η ικανότητα της επιχείρησης να δημιουργεί έσοδα με την εμπορική της δραστηριότητα. Ούτε επέβαλαν τη μερική διακοπή λειτουργίας ενός από τα βιομηχανικά συγκροτήματα.

(116) Πέμπτον, σε διάφορες περιπτώσεις οι ισπανικές αρχές ενήργησαν με αμέλεια. Σύμφωνα με τις συμφωνίες της 19ης Οκτωβρίου του 1992 έναντι της φορολογικής αρχής, η Puigneró όφειλε να συστήσει υποθήκη για τα τρία βιομηχανικά συγκροτήματα εντός 30 εργάσιμων ημερών για την κάλυψη συνολικών οφειλών ύψους 3516,6 εκατ. ESP. Ωστόσο, η επιχείρηση προέβη σε σύσταση της υποθήκης μόνο για το βιομηχανικό συγκρότημα της Roda de Ter και το έπραξε στις 5 Μαΐου 1993. Έτσι η υποθήκη επί του συγκροτήματος του Prats Lluçanès υπέρ του ICF, που εξασφάλιζε το δάνειο για το 1993, απέκτησε προτεραιότητα επί των μεταγενέστερων κατασχέσεων που ασκήθηκαν για την εξασφάλιση των φορολογικών οφειλών. Εξάλλου, ακριβώς το συγκρότημα της Roda de Ter ήταν εκείνο που είχε επιβαρυνθεί υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης. Η Επιτροπή αγνοεί το ακριβές ποσό των οφειλών έναντι της κοινωνικής ασφάλισης που εκκρεμούσε το διάστημα 1992/93 και το οποίο κάλυψε η εν λόγω υποθήκη, αλλά λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το 1994 το χρέος ανερχόταν σε 4727,3 εκατ. ESP, υποθέτει ότι το συγκρότημα και οι οικίες του Roda de Ter υποθηκεύτηκαν για αξία μεγαλύτερη από την πραγματική τους την εποχή εκείνη (3758,5 εκατ. ESP το 1992). Σε ανάλογη κατάσταση, ένας ιδιώτης δανειστής θα είχε λάβει αμέσως μέτρα αντιδρώντας στην αθέτηση της συμφωνίας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης και το ιστορικό της όσον αφορά την εξόφληση των οφειλών της.

(117) Ομοίως, σύμφωνα με τη συμφωνία με την Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης της 21ης Φεβρουαρίου 1996, η Puigneró έπρεπε να συστήσει υποθήκη συνολικού ύψους 5097,6 εκατ. ESP. Ούτε και αυτή η υποθήκη δεν διατυπώθηκε εγγράφως. Η κοινωνική ασφάλιση δεν άσκησε κατάσχεση μέχρι του Οκτωβρίου του 1997. Και τέλος, η συμφωνία της 25ης Νοεμβρίου 1999 δεν εφαρμόστηκε λόγω της αθέτησης της συμφωνίας από την Puigneró. Το συνολικό ποσό των κατασχέσεων τον Οκτώβριο του 1997, τον Οκτώβριο 1998 και τον Οκτώβριο του 1999 ανερχόταν σε 7648,3 εκατ. ESP, ποσό πολύ χαμηλότερο από τις συνολικές οφειλές εισφορών κοινωνικής ασφάλισης το 2000, ύψους 9963,1 εκατ. ESP. Και οι ετήσιοι λογαριασμοί του 2000 αναφέρουν υποθήκη επί του βιομηχανικού συγκροτήματος Roda de Ter υπέρ της Υπηρεσίας Κοινωνικής Ασφάλισης ύψους 8815,7 εκατ. ESP. Δεν είναι σαφές πότε ακριβώς συστάθηκε η υποθήκη αυτή, αλλά δεδομένου ότι βαρύνει μόνο το συγκρότημα Roda de Ter, πρέπει να συναχθεί ότι η Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης δέχθηκε ακόμη μια φορά να βαρυνθεί το εν λόγω συγκρότημα με επιβαρύνσεις που υπερέβαιναν την αξία του. Ένας ιδιώτης δανειστής θα είχε αντιδράσει πολύ νωρίτερα, απαιτώντας την καταβολή του χρέους ή άμεσες εξασφαλίσεις, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης και το ιστορικό της σχετικά με απόσβεση των οφειλών της.

(118) Η υποθήκη υπέρ της φορολογικής αρχής αυξήθηκε σημαντικά το 2000 και έφθασε σε συνολική αξία 6058,9 εκατ. ESP. Σε αντίθεση με την υποθήκη υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης, η υποθήκη αυτή αφορά και τα τρία βιομηχανικά συγκροτήματα, περιλαμβανομένου του μηχανικού εξοπλισμού. Όμως και το ποσό αυτό είναι χαμηλότερο από τις εκκρεμούσες οφειλές του 2000 (7364,0 εκατ. ESP). Πράγματι, κατά το αποτέλεσμα της χρήσης του 2000 σημαντική επίδραση είχαν απώλειες προγενέστερων ετών ύψους 2282,1 εκατ. ESP που οφείλονταν σε παλαιό φορολογικό χρέος, το οποίο ενδεχομένως εξηγεί και τη σημαντική αύξηση των φορολογικών οφειλών του έτους αυτού. Τις παλαιές αυτές φορολογικές οφειλές δημιούργησε ο βασικός μέτοχος πριν η επιχείρηση μεταβάλει νομική μορφή το 1982 και δεν ελήφθησαν υπόψη σε προγενέστερες συμφωνίες καταβολής του χρέους. Δεν υφίσταται η ελάχιστη αμφιβολία ότι ένας ιδιώτης δανειστής θα είχε απαιτήσει πολύ νωρίτερα επαρκείς εξασφαλίσεις για το χρέος αυτό.

(119) Έκτον, ένας ιδιώτης δανειστής θα είχε λάβει δεόντως υπόψη το ενδεχόμενο να είναι χαμηλότερο το επιτευχθέν τίμημα της αναγκαστικής εκποίησης, όπως επιβεβαιώνει ο ισχυρισμός των ισπανικών αρχών ότι τα ακίνητα βρίσκονταν σε ημιορεινή περιοχή που δεν θα φαινόταν ιδιαίτερα ελκυστική στους πιθανούς αγοραστές. Οι ισπανικές αρχές υποστηρίζουν ότι η τιμή πώλησης που θα μπορούσε να ληφθεί σε δημοπράτηση θα μπορούσε να αντιστοιχεί, το πολύ, στο 50 % της τιμής της αγοράς. Η επιχείρηση υποστηρίζει επίσης ότι στις δημοπρασίες οι τιμές είναι συνήθως πολύ χαμηλότερες από τις τιμές της αγοράς, και σε ορισμένες περιπτώσεις υπολείπονται ακόμη και του 50 %. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ότι το ICF απαιτούσε αρχικά εξασφαλίσεις πολύ μεγαλύτερης αξίας για να καλύψει το κεφάλαιο ενός δανείου ή μιας εγγύησης, παρότι αργότερα αποδέχθηκε εγγυήσεις που βαρύνονταν με επιβαρύνσεις που υπερέβαιναν την αξία τους.

(120) Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι αρχές όφειλαν να γνωρίζουν ότι επανειλημμένη αναβολή καταβολής των οφειλών επετύγχανε απλώς να αποδυναμώνει τη θέση τους. Επέτρεψαν στην Puigneró να σωρεύσει σημαντικό όγκο δημόσιου χρέους που σε περίπτωση δημοπράτησης ισοδυναμούσε με την αξία όλων των στοιχείων του ενεργητικού της. Επομένως, οι ισπανικές αρχές όφειλαν να λάβουν υπόψη ότι τα δάνεια που είχαν χορηγήσει δεν καλύπτονταν πλήρως από τις κατασχέσεις και τις υποθήκες επί των στοιχείων του ενεργητικού. Υπό τις συνθήκες αυτές, η φορολογική αρχή και η Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης έπρεπε να έχουν αντιληφθεί ότι μετά τις κατασχέσεις δεν αυξάνονταν οι πιθανότητες ανάκτησης των οφειλών τους, αλλά το μόνο που επιτύγχαναν ήταν να καταστήσουν δυσχερέστερη την είσπραξη των τόκων που σωρεύονταν και των νέων οφειλών που δημιουργούνταν.

(121) Ως εκ τούτου, η φορολογική αρχή και η Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης επιτρέποντας σε μια προβληματική επιχείρηση να συνεχίζει επί μακρόν την εμπορική της δραστηριότητα και μη χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που προβλέπει η ισπανική νομοθεσία για την ανάκτηση των δανείων τους, μείωσαν τις πιθανότητες ανάκτησης του χρέους και χορήγησαν στην Puigneró ένα πλεονέκτημα που δεν δικαιολογείται βάσει της αρχής του ιδιώτη δανειστή. Όσον αφορά τη φορολογική αρχή, το πλεονέκτημα αυτό ανατρέχει, τουλάχιστον, στις αρχές του 1993 όταν η Puigneró αθέτησε τη συμφωνία πληρωμής του 1992 και προέβη σε σύσταση υποθήκης μόνο για το συγκρότημα της Roda de Ter και όχι και για τα τρία βιομηχανικά συγκροτήματα. Όσον αφορά την Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης, το πλεονέκτημα χρονολογείται τουλάχιστον από το 1995. Τότε ήδη οι εκκρεμείς οφειλές της επιχείρησης είχαν αυξηθεί αισθητά και οι νέες οφειλές δεν καλύπτονταν από την υποθήκη που είχε συσταθεί πριν από το 1992. Το πρώτο μέτρο που ελήφθη για την εξασφάλιση αυτού του πρόσθετου χρέους ήταν η αποτυχημένη συμφωνία του 1996. Αλλά η ενίσχυση εξακολούθησε να υφίσταται, αφού δεν δόθηκε συνέχεια στην αθέτηση της συμφωνίας του 1996 μέχρι την κατάσχεση του Οκτωβρίου 1997. Η ενίσχυση συνεχίστηκε, διότι τα χρέη αυξήθηκαν πέραν του ποσού που εξασφάλιζε τις πρόσθετες κατασχέσεις και η Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα μετά την παραβίαση της συμφωνίας του 1999. Το ποσό της ενίσχυσης, και για τη φορολογική αρχή και για την κοινωνική ασφάλιση πρέπει να θεωρηθεί ισοδύναμο με το συνολικό χρέος που είχε σωρευθεί την εποχή εκείνη.

(122) Οι ισπανικές αρχές υποστήριξαν ότι αφού κανείς από τους ιδιώτες δανειστές δεν είχε κινήσει τη διαδικασία πτώχευσης, οι δημόσιοι δανειστές συμπεριφέρθηκαν σαν ιδιώτες δανειστές και επομένως η συμπεριφορά τους δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Η Επιτροπή εκτιμά, ωστόσο, ότι οι λοιποί δανειστές δεν βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με τις δημόσιες αρχές. Οι κυριότεροι ιδιώτες δανειστές ήταν οι προμηθευτές. Ένας προμηθευτής δεν ανέχεται διαρκή αθέτηση των υποχρεώσεων του πελάτη του. Όταν κρίνει ότι ο κίνδυνος είναι υπερβολικός, παύει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις ή λαμβάνει άλλα μέτρα, όπως λόγου χάρη να απαιτήσει να προπληρωθεί ή να ζητήσει εξασφαλίσεις πληρωμής. Στην πραγματικότητα, ενδέχεται η επιχείρηση να απέφυγε την αναγκαστική της εκποίηση χάρη στην απουσία ιδιωτών δανειστών περισσότερο διατεθειμένων να κινήσουν διαδικασία σε περίπτωση συνεχιζόμενης αθέτησης των υποχρεώσεων. Ίσως η επιχείρηση μπόρεσε να συνεχίσει να λαμβάνει τις προμήθειες χάρη στις εξασφαλίσεις που της χορήγησε το ICF. Εξάλλου πρέπει να σημειωθεί ότι αν οι δημόσιες αρχές είχαν κινήσει εκτελεστική διαδικασία για την είσπραξη του χρέους, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν ενδεχομένως η πλήρης πτώχευση, αλλά μερική εκποίηση του λιγότερου αποδοτικού τμήματος της επιχείρησης. Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το επιχείρημα αυτό δεν αποδεικνύει την απουσία κρατικής ενίσχυσης.

(123) Όσον αφορά τις σωρευθείσες έναντι της κοινωνικής ασφάλισης και της φορολογικής αρχής οφειλές μέχρι την έναρξη της διαδικασίας αναστολής των πληρωμών, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι συνιστούν επίσης ενίσχυση, αφού οι συνήθεις διαδικασίες θα είχαν επιτρέψει στις αρχές να επιβάλουν μέτρα για την είσπραξη του χρέους πριν από την ημερομηνία κίνησης της διαδικασίας αναστολής των πληρωμών. Μέχρι τον Νοέμβριο του 2000, η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης εξακολούθησε να επιδεινώνεται (σημαντικά)· οι οφειλές είχαν αυξηθεί ακόμη περισσότερο, ενώ οι εξασφαλίσεις είχαν καταστεί ακόμη λιγότερο ικανοποιητικές λόγω των συμφωνιών πληρωμής του 1999. Για ακόμη μια φορά, οι ισπανικές αρχές δεν χρησιμοποίησαν όλα τα νόμιμα μέσα που διέθεταν για την ανάκτηση του χρέους. Συνεπώς οι σωρευθείσες αυτές οφειλές συνιστούν πρόσθετη ενίσχυση.

(124) Σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία, τα χρέη που δημιουργούνται στη διάρκεια της διαδικασίας αναστολής των πληρωμών έχουν προτεραιότητα έναντι του υφιστάμενου κατά την ημερομηνία κίνησης της διαδικασίας χρέους, έτσι ώστε να χαίρουν σχετικά ικανοποιητικής προστασίας. Κατά συνέπεια, η αποδοχή από την κοινωνική ασφάλιση και τη φορολογική αρχή νέων οφειλών δεν συνιστά ενίσχυση υπέρ της Puigneró.

(125) Η Επιτροπή εκτιμά επομένως ότι η διαρκής αθέτηση καταβολής φόρων από τις αρχές του 1993 μέχρι την ημερομηνία κίνησης της διαδικασίας αναστολής των πληρωμών το 2000, καθώς και η συνεχής αθέτηση καταβολής των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης από το 1995 μέχρι την κίνηση της διαδικασίας αναστολής των πληρωμών του 2000 συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. Δεν χρειάζεται να ελέγξει η Επιτροπή εάν οι συμφωνίες που υπεγράφησαν το 2002 συνιστούσαν πρόσθετη ενίσχυση, δεδομένου ότι οι οφειλές έναντι της κοινωνικής ασφάλισης και της φορολογικής αρχής συνιστούσαν ενίσχυση πριν από την κίνηση της διαδικασίας αναστολής των πληρωμών.

5. Δάνειο που χορήγησε το 2000 το ICF

(126) Το ICF εφάρμοσε το επιτόκιο που εφαρμόζει στα δάνεια που χορηγεί σε ευημερούσες επιχειρήσεις με επαρκείς εξασφαλίσεις. Το δάνειο χορηγήθηκε μετά την κίνηση της διαδικασίας αναστολής των πληρωμών, ώστε να χαίρει προτίμησης έναντι του προγενέστερου χρέους. Η προτίμηση αυτή δεν επηρεάζει ωστόσο τη σειρά προτεραιότητας των δανείων που εξασφαλίζονται από τις υποθήκες και τις κατασχέσεις σε περίπτωση πτώχευσης. Η πιθανότητα πτώχευσης δεν αποτελούσε εντελώς ανεδαφική υπόθεση, δεδομένου ότι από μακρού η επιχείρηση αντιμετώπιζε προβλήματα. Συνεπώς, το δάνειο δεν θα συνιστούσε ενίσχυση εάν είχε τις δέουσες εξασφαλίσεις.

(127) Τούτο όμως δεν συνέβαινε διότι οι εξασφαλίσεις ήταν ανεπαρκείς. Η υποθήκη αφορά σε μεγάλο βαθμό τα ίδια στοιχεία που εξασφαλίζουν όλες τις προαναφερθείσες συναλλαγές και το ICF υπήρξε ο τελευταίος δανειστής σε χρονολογική σειρά και επομένως και κατά το χρόνο διεκδίκησης του μεριδίου του από τα στοιχεία του ενεργητικού. Κατά το χρόνο χορήγησης του δανείου, όλα τα στοιχεία ενεργητικού της Puigneró βαρύνονταν ήδη με παλαιότερες υποθήκες και κατασχέσεις που υπερέβαιναν τα όρια που θα είχε αποδεχθεί ένας ιδιώτης επενδυτής. Το εκκρεμές χρέος προς το ICF, την κοινωνική ασφάλιση και τη φορολογική αρχή ανερχόταν σε 15605 εκατ. ESP (93,8 εκατ. ευρώ). Άλλοι προνομιούχοι δανειστές είχαν υποθήκες αξίας 1267 εκατ. ESP. Τούτο σημαίνει ότι το δάνειο επρόκειτο να αυξήσει τη συνολική επιβάρυνση τοποθετώντας την ακόμη πιο πάνω από το τίμημα που αναμενόταν να εισπραχθεί σε περίπτωση δημοπράτησης.

(128) 9620 μετοχές είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση το 1996 και υπήρχαν μόνον 4380 μετοχές που δεν είχαν ακόμη χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση. Εν πάση περιπτώσει, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 108, οι μετοχές είχαν ελάχιστη αξία ως εξασφάλιση, δεδομένου ότι η Puigneró αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Όσον αφορά την προσωπική εγγύηση του βασικού μετόχου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι για οποιονδήποτε ιδιώτη δανειστή είναι προτιμητέα μια εξασφάλιση εκφρασμένη σε συγκεκριμένο ποσό από μια απροσδιόριστη δέσμευση γενικού χαρακτήρα. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Ισπανία δεν προσκόμισε καμία απόδειξη για την αξία αυτής της προσωπικής εγγύησης. Αντιθέτως, ο βασικός μέτοχος ευθύνεται ενδεχομένως προσωπικά για τις φορολογικές οφειλές ύψους 2282 εκατ. ESP που είχε σωρεύσει η επιχείρηση πριν μεταβάλει νομική μορφή το 1982, ποσό το οποίο το 2000 ενσωματώθηκε στις συνολικές φορολογικές οφειλές.

(129) Τέλος, οι ιδιοκτησίες των μετόχων δεν έχουν αφ' εαυτές επαρκή αξία διότι η αξία εκτέλεσής τους σύμφωνα με τη σύμβαση του δανείου ανέρχεται μόνο σε 722600000 ESP (4342914 ευρώ). Η Ισπανία δεν έχει προβεί σε καμία εκτίμηση της πραγματικής τους αξίας. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οκτώ από τα ακίνητα αυτά, συνολικής αξίας εκτέλεσης 396100000 ESP (2380609 ευρώ), είχαν υποθηκευτεί μόνο για να εξασφαλίσουν την εγγύηση του 1998, επίσης υπέρ του ICF(18), και χρησίμευσαν ως εξασφάλιση για ένα πολύ μικρό ποσό: 41752 ευρώ, ποσό πολύ χαμηλότερο της συνολικής αξίας του δανείου. Ενδέχεται να ήταν ήδη έγκυρες οι δύο άλλες υποθήκες υπέρ της φορολογικής αρχής για δύο από τα ακίνητα αυτά, ύψους 16000000 ESP (96162 ευρώ). Επομένως, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι τα ακίνητα των μετόχων μπορούν να εξασφαλίσουν το πολύ 4342914 ευρώ, και ούτε το ποσό αυτό είναι βέβαιο.

(130) Το δάνειο χορηγήθηκε με επιτόκιο Euribor τριών μηνών + 1 %. Το επιτόκιο αυτό, και ιδίως το ασφάλιστρο, αντιστοιχεί σε εκείνο που εφαρμόζεται για τις επιχειρήσεις που δεν αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα.

(131) Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το συνολικό ποσό του δανείου συνιστά ενίσχυση, δεδομένου ότι το δάνειο χορηγήθηκε σε αφερέγγυα επιχείρηση, χωρίς επαρκείς εξασφαλίσεις και χωρίς συνακόλουθο ασφάλιστρο κινδύνου.

(132) Ούτε γίνεται δεκτό το επιχείρημα ότι το δάνειο μπορεί να παρεμποδίσει απώλειες όσον αφορά τα εκκρεμή δάνεια και εγγυήσεις για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 102.

6. Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης

(133) Αφού αποδείχθηκε ότι υπάρχουν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης στο δάνειο του 1993 και στις εγγυήσεις του 1996 και του 1998 του ICF, στην παράλειψη πληρωμής εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και φόρων καθώς και στο δάνειο του 2000 του ICF, η Επιτροπή πρέπει να αποφανθεί εάν παρόμοια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

(134) Η Επιτροπή σημειώνει ότι η Ισπανία δεν επικαλέστηκε καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπει η συνθήκη, αλλά παρέμεινε σταθερή στη θέση της ότι τα μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση.

(135) Η Επιτροπή εξέτασε εάν είναι εφαρμοστέες οι παρεκκλίσεις που ορίζει το άρθρο 87, παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης. Οι παρεκκλίσεις του άρθρου 87 παράγραφος 2 της συνθήκης μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για να θεωρηθεί ότι μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Στην περίπτωση όμως αυτή η ενίσχυση: α) δεν έχει κοινωνικό χαρακτήρα και δεν χορηγείται σε μεμονωμένους καταναλωτές· β) δεν προορίζεται για την αποκατάσταση ζημιών που οφείλονται σε φυσικές καταστροφές ή θεομηνίες και γ) δεν προορίζεται για αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που απορρέουν από τη διαίρεση της Γερμανίας. Ούτε μπορούν να εφαρμοστούν οι παρεκκλίσεις του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχεία α), β) και δ) της συνθήκης, που αναφέρονται στην προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών με ασυνήθως χαμηλό βιοτικό επίπεδο ή στις οποίες παρατηρείται σοβαρή κατάσταση υποαπασχόλησης, στα σχέδια κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, καθώς και στην προώθηση του πολιτισμού και τη διατήρηση της κληρονομιάς.

(136) Όσον αφορά το πρώτο μέρος της παρέκκλισης του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης, οι ενισχύσεις που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η ενίσχυση δεν προοριζόταν για επενδύσεις Ε+Α, επενδύσεις ΜΜΕ ή για την προστασία του περιβάλλοντος. Το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) εγκρίνει επίσης τις κρατικές ενισχύσεις που προορίζονται για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών τομέων, εφόσον δεν μεταβάλλουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που να αντίκειται στο κοινό συμφέρον. Η επιχείρηση είναι εγκατεστημένη σε τρεις περιοχές της Καταλονίας επιλέξιμες για τις ενισχύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ). Η ενίσχυση δεν πληροί ωστόσο τις προϋποθέσεις που ορίζονται για τις περιφερειακές επενδύσεις· δεν πρόκειται π.χ. για ενισχύσεις που αφορούν αρχική επένδυση.

(137) Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 79 έως 86, κατά την ημερομηνία χορήγησης των ενισχύσεων, η Puigneró ήταν προβληματική επιχείρηση. Δεδομένου ότι πρωταρχικός στόχος της ενίσχυσης έπρεπε να είναι η αποκατάσταση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας της προβληματικής επιχείρησης, η Επιτροπή εκτιμά το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης αυτής, βάσει των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων του 1994 και 1999 (στο εξής οι "κατευθυντήριες γραμμές του 1994" και οι "κατευθυντήριες γραμμές του 1999")(19).

Ενίσχυση διάσωσης

(138) Για τους λόγους που αναφέρονται παρακάτω, το δάνειο του 1993, οι εγγυήσεις του 1996 και του 1998 και η ενίσχυση που απορρέει από την αναβολή εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης δεν μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες ως ενισχύσεις διάσωσης. Πρώτον, κανένα από τα μέτρα αυτά δεν περιοριζόταν σε δωδεκάμηνη προθεσμία, όπως ορίζει το σημείο 23 στοιχείο β) των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 ή, γενικότερα, στο χρόνο που απαιτείται για την εκπόνηση του αντίστοιχου σχεδίου ανάκτησης, όπως ορίζει το τμήμα 3.1 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994. Το δάνειο και οι εγγυήσεις χορηγήθηκαν πρώτα για τριετή περίοδο, που παρατάθηκε αργότερα. Δεν καθορίστηκε ως προϋπόθεση η εκπόνηση σχεδίου ανάκτησης ή αναδιάρθρωσης. Το δάνειο του 2000 χορηγήθηκε αρχικά για διάστημα ενός έτους, αλλά σε δύο περιπτώσεις παρατάθηκε για έναν ακόμη χρόνο. Συνεπώς, ούτε το δάνειο αυτό μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμο ως ενίσχυση διάσωσης, αφού αναφέρεται σε αυτή την απαίτηση. Δεύτερον, τα εξετασθέντα μέτρα δεν συνιστούν ενιαία δραστηριότητα εξαιρετικού χαρακτήρα, αλλά πρόκειται για διαφορετικά μέτρα που ελήφθησαν στη διάρκεια εκτεταμένης χρονικής περιόδου. Τρίτον, η Ισπανία δεν προσκόμισε καμία απόδειξη εκπλήρωσης των λοιπών προδιαγραφών. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν διαθέτει τις απαιτούμενες πληροφορίες για να συναγάγει το συμπέρασμα ότι το ποσό της ενίσχυσης περιορίστηκε στο ελάχιστο αναγκαίο για τη διατήρηση της λειτουργίας της επιχείρησης και εάν η ενίσχυση εγκρίθηκε για την αντιμετώπιση σοβαρών κοινωνικών δυσχερειών και μπορούσε να αποκλειστεί ότι θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση του τομέα σε άλλα κράτη μέλη.

Ενίσχυση αναδιάρθρωσης

(139) Για να μπορέσει η Επιτροπή να εγκρίνει μια ενίσχυση αναδιάρθρωσης, οι κατευθυντήριες γραμμές απαιτούν την πλήρωση των ακόλουθων όρων:

Αποκατάσταση της βιωσιμότητας

(140) Η χορήγηση της ενίσχυσης προϋπέθετε την εκτέλεση ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης εγκεκριμένου από την Επιτροπή για όλες τις επιμέρους ενισχύσεις. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να επιτρέπει την αποκατάσταση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας της επιχείρησης εντός ευλόγου προθεσμίας, βάσει ρεαλιστικών υποθέσεων όσον αφορά τους μελλοντικούς όρους εκμετάλλευσης. Όσον αφορά τα μέτρα που ελήφθησαν μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, πρέπει να σημειωθεί ότι το σχέδιο πρέπει να υποβληθεί με όλες τις απαραίτητες διευκρινίσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ιδίως μελέτη αγοράς ώστε να καταστεί δυνατό να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις στήριξης μιας επιχείρησης από την πλευρά του κράτους για να διατηρηθεί τεχνητά στη ζωή, όπως και να προκληθούν δυσχέρειες σε ευημερούσες επιχειρήσεις.

(141) Η Επιτροπή παρατηρεί ότι μέχρι τον Νοέμβριο του 2000 δεν υπήρξε κανένα σχέδιο αναδιάρθρωσης. Το δάνειο του 1993, οι εγγυήσεις του 1996 και του 1998 καθώς και η ενίσχυση που απορρέει από την αναβολή εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων χορηγήθηκαν χωρίς να μεσολαβήσουν οι εξασφαλίσεις για αποκατάσταση της βιωσιμότητας που συνήθως παρέχει ένα σχέδιο βιωσιμότητας. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει ότι τα μέτρα αυτά συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

(142) Το δάνειο του 2000, αντιθέτως, χορηγήθηκε μετά την υποβολή ενός σχεδίου βιωσιμότητας υποχρεωτικής τήρησης. Το σχέδιο βιωσιμότητας δεν περιλαμβάνει, ωστόσο, ανάλυση της αγοράς που να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, την τρέχουσα κατάσταση και τις μελλοντικές προοπτικές της προσφοράς και της ζήτησης στην οικεία αγορά προϊόντων, που να εκθέτει αισιόδοξες, απαισιόδοξες και ενδιάμεσες προβλέψεις και να επισημαίνει τη θέση της επιχείρησης στην αγορά. Το σχέδιο δεν περιέχει ούτε πληροφορίες σχετικά με τα μερίδια αγοράς ούτε προβλέψεις σε κοινοτική κλίμακα σχετικές με την εξέλιξη της συζήτησης, την παραγωγική ικανότητα και τις τιμές κατά τα πέντε προσεχή έτη. Τα σοβαρά αυτά μειονεκτήματα του σχεδίου αντικατοπτρίζονται στις αναθεωρήσεις που κρίθηκε απαραίτητο να επέλθουν αργότερα, ιδίως τη διακοπή της λειτουργίας του συγκροτήματος παραγωγής της Roda de Ter. Άλλο μειονέκτημα είναι ότι, όπως φαίνεται, η ενίσχυση άφησε την επιχείρηση σε μη ικανοποιητικό επίπεδο ιδίων πόρων και δεν έδωσε οριστική λύση στα οικονομικά της προβλήματα, περιοριζόμενη να τη διατηρήσει σε βραχυχρόνια λειτουργία.

(143) Επομένως τα έγγραφα και οι πληροφορίες που υπέβαλαν οι ισπανικές αρχές δεν επιτρέπουν στην Επιτροπή να συναγάγει το συμπέρασμα ότι υπήρξαν αρκετά σταθερές προοπτικές για αποκατάσταση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας της Puigneró εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Πρόκειται για κίνητρο επαρκές ώστε να κρίνει η Επιτροπή ότι το δάνειο δεν πληροί τις προδιαγραφές των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994 και 1999 και, κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά.

Πρόληψη αδικαιολόγητων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού

(144) Σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 3.2.2.ii) των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994, πρέπει να υιοθετηθούν μέτρα που θα αντισταθμίσουν, στο μέτρο του δυνατού, τις δυσμενείς επιπτώσεις επί των ανταγωνιστών. Σύμφωνα με το σημείο 35 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, πρέπει να υιοθετηθούν μέτρα, ανάλογα με την αμετάκλητη μείωση της παραγωγικής ικανότητας, που θα ανακουφίσουν στο μέτρο του δυνατού τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει η ενίσχυση για τους ανταγωνιστές.

(145) Η αγορά υφαντουργικών προϊόντων είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη αγορά χαρακτηριζόμενη από πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και κάμψη της παραγωγής κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης στην Puigneró. Συνεπώς, κάθε ενίσχυση που χορηγείται σε επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην εν λόγω αγορά ενδέχεται να αναφέρει τον ανταγωνισμό. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ελήφθησαν μέτρα για την αντιστάθμιση ή την ανακούφιση των επιπτώσεων της ενίσχυσης για τους ανταγωνιστές. Αντιθέτως, φαίνεται ότι η ενίσχυση επέτρεψε στην επιχείρηση να συνεχίσει μια στρατηγική χαμηλών τιμών, εξασφαλίζοντας έτσι τη διάθεση της παραγωγής της, ζημιώνοντας όμως τα συμφέροντα των ανταγωνιστών της, όπως ισχυρίζονται οι τελευταίοι. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με παρατηρήσεις τρίτου μέρους, η Puigneró νόθευσε τον ανταγωνισμό στην αγορά εφαρμόζοντας αφύσικα χαμηλές τιμές πώλησης. Στο νέο σχέδιο βιωσιμότητας η Puigneró παραδέχεται ότι η πολιτική της όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών επέδρασε αρνητικά στο γενικό επίπεδο των τιμών στην αγορά.

(146) Όσον αφορά τον κύκλο εργασιών, το αρχικό σχέδιο δεν προέβλεπε καμία μείωση της παραγωγικής ικανότητας, ενώ αντιθέτως προέβλεπε αύξηση. Μεταξύ των μέτρων που έπρεπε να λάβει η επιχείρηση ήταν η μείωση των τιμών για να αυξηθεί ο όγκος των πωλήσεων. Στο νέο σχέδιο βιωσιμότητας όμως προβλέπεται μείωση της παραγωγικής ικανότητας διότι η επιχείρηση πρέπει να μειώσει τις λιγότερο αποδοτικές γραμμές δραστηριότητας, κυρίως τα νήματα, και να επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στα προϊόντα που αποδίδουν μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία.

(147) Προβλέπεται εξάλλου η διακοπή της λειτουργίας ολόκληρης της εγκατάστασης στη Roda de Ter. Ωστόσο η επιχείρηση έχει στη διάθεσή της τρία χρόνια για να πωλήσει το εργοστάσιο και να εξοφλήσει μέρος του δημόσιου χρέους της με το προϊόν της πώλησης. Σε περίπτωση μη υλοποίησης της πώλησης, δεν υπάρχει καμία ρήτρα που να εγγυάται την οριστική διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου και, τέλος, αμετάκλητη μείωση της παραγωγικής ικανότητας. Εξάλλου, πέραν της διακοπής λειτουργίας ολόκληρης της μονάδας και της σημαντικής περικοπής προσωπικού, προβλέπεται ότι ο κύκλος εργασιών θα παραμείνει και στο μέλλον στο ίδιο επίπεδο όπως και πριν τη διακοπή της λειτουργίας. Προβλέπεται πάλι σταθερή αύξηση του κύκλου εργασιών. Δεν είναι επομένως δυνατό να συναχθεί με βεβαιότητα το συμπέρασμα ότι θα επέλθει οριστική μείωση της παραγωγικής ικανότητας.

(148) Κατά συνέπεια, δεν πληρούται αυτή η απαίτηση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994 και 1999.

Ενίσχυση περιοριζόμενη στο ελάχιστο αναγκαίο ποσό

(149) Σύμφωνα με το τμήμα 3.2.3.iii) των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994 και το σημείο 40 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, το ποσό και η ένταση της ενίσχυσης πρέπει να περιορίζονται στο αυστηρώς αναγκαίο που απαιτείται για την επίτευξη της αναδιάρθρωσης. Οι αποδέκτες της ενίσχυσης θα πρέπει επίσης να συμβάλουν σημαντικά στο σχέδιο αναδιάρθρωσης από τους ιδίους πόρους.

(150) Η Ισπανία δεν υπέβαλε σαφή επισκόπηση του κόστους της αναδιάρθρωσης. Ως κυριότερα στοιχεία εμφανίζονται το κόστος διακοπής της λειτουργίας του συγκροτήματος στο Roda de Ter και η χρηματοοικονομική αναδιάρθρωση. Η βασική πηγή χρηματοδότησης θα είναι το προϊόν πώλησης του συγκροτήματος της Roda de Ter. Η πώληση προβλέπεται, ωστόσο, εντός τριετούς προθεσμίας και δεν υπάρχει βεβαιότητα σχετικά με το τίμημα που θα επιτευχθεί. Εξάλλου, σε περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί πώληση εντός της ταχθείσας προθεσμίας, απλώς δεν υλοποιούνται οι συμφωνίες με τις δημόσιες αρχές, όπως συνέβη και με τις προηγούμενες συμφωνίες. Στην περίπτωση αυτή, δεν έχουν ληφθεί άλλα μέτρα που να εξασφαλίζουν τη διακοπή της λειτουργίας της μονάδας. Εξαιτίας της αβεβαιότητας όσον αφορά την πώληση του εργοστασίου, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το μέτρο ικανοποιεί την απαίτηση συνεισφοράς επενδυτή.

(151) Δεύτερη σημαντική πηγή χρηματοδότησης της αναδιάρθρωσης είναι, ασφαλώς, οι μειώσεις των οφειλών που χορήγησαν όλοι οι δανειστές. Οι μειώσεις αυτές αφορούν ασφαλώς κατά κύριο λόγο τους δημόσιους δανειστές. Δεδομένου ότι η σώρευση οφειλών επί σειρά ετών συνιστά αφ' εαυτής κρατική ενίσχυση, οι συνακόλουθες συμφωνίες για μείωση των οφειλών δεν μπορεί να θεωρηθούν συνεισφορά του δικαιούχου ούτε εξωτερική εμπορική χρηματοδότηση. Τρίτον, το σχέδιο ξεκινά με την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθεί η χρηματοδότηση των ιδιωτικών τραπεζών χάρη στις εγγυήσεις του ICF. Τέταρτον, σύμφωνα με το σχέδιο θα πωληθούν περισσότερα στοιχεία του ενεργητικού. Το σχέδιο δεν διευκρινίζει όμως για ποια στοιχεία του ενεργητικού πρόκειται, ούτε το χρόνο πραγματοποίησης της πώλησης, ούτε τα προβλεπόμενα έσοδα. Πέμπτον, οι μέτοχοι έχουν εισφέρει τα περιουσιακά τους στοιχεία, ακίνητα και μετοχές, ως εξασφάλιση για τις εγγυήσεις και τα δάνεια. Όπως όμως προαναφέρθηκε, οι (νέες) αυτές εξασφαλίσεις ήταν σχετικά μικρές και αποδείχθηκαν ανεπαρκείς για την κάλυψη των εγγυήσεων και των δανείων. Τέλος, αναζητείται συνεταίρος ο οποίος θα εισφέρει κεφάλαιο στην επιχείρηση μετά τον τερματισμό της διαδικασίας αναστολής των πληρωμών. Λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας, δεν είναι σαφές κατά πόσο η ενίσχυση περιορίζεται στο ελάχιστο και εάν υπάρχει ικανοποιητική συνεισφορά στο κόστος από ιδιωτικές πηγές.

(152) Βάσει των ανωτέρω, και ιδίως της απουσίας μελέτης της αγοράς και της έλλειψης εξασφαλίσεων ότι θα αποφευχθεί αδικαιολόγητη νόθευση του ανταγωνισμού, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι το δάνειο του 1993 δεν πληροί τις προδιαγραφές που θεσπίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές. Εν κατακλείδι, όλα τα μέτρα που συνιστούν ενίσχυση είναι ασυμβίβαστα με την κοινή αγορά.

VIII. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(153) Η Επιτροπή εκτιμά ότι το δάνειο του 1993, οι εγγυήσεις του 1996 και 1998, καθώς και το δάνειο του 2000 του ICF συνιστούν ενίσχυση υπέρ της Puigneró κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. Η συνεχής αθέτηση πληρωμής των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και των φορολογικών υποχρεώσεων από το 1995 και τις αρχές του 1993, αντίστοιχα, συνιστούν επίσης κρατική ενίσχυση υπέρ της Puigneró. Η Ισπανία προέβη παράνομα σε εφαρμογή της εξεταζόμενης ενίσχυσης, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης. Επομένως, οι ενισχύσεις αυτές είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

(154) Σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου(20), πρέπει να ζητείται η ανάκτηση από τον αποδέκτη κάθε ενίσχυσης ασυμβίβαστης με την κοινή αγορά. Κατά την ανάκτηση της ενίσχυσης η Ισπανία δύναται να αφαιρέσει τα καταβληθέντα ποσά των δανείων ή οφειλών που έχουν ήδη λάβει οι αρχές,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση που εφάρμοσε η Ισπανία υπέρ της Hilados y Tejidos Puigneró SA είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

Η ασυμβίβαστη ενίσχυση συνίσταται στα ακόλουθα μέτρα υπέρ της Puigneró:

α) δάνειο που χορήγησε το Καταλονικό Ίδρυμα Οικονομικών το 1993 και παράταση του το 1996·

β) εγγύηση που χορήγησε το Καταλονικό Ίδρυμα Οικονομικών του 1996 και παρατάσεις του το 1999 και 2001·

γ) εγγύηση που χορήγησε το Καταλονικό Ίδρυμα Οικονομικών το 1998 και παράτασή της το 2001·

δ) διαρκής αθέτηση πληρωμής των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης από το 1995 μέχρι την ημερομηνία κίνησης της διαδικασίας αναστολής των πληρωμών, στο μέτρο που μέχρι την τελική αυτή ημερομηνία η Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης μπορούσε να έχει προβεί σε αναγκαστική είσπραξη βάσει των συνήθων διαδικασιών·

ε) συνεχιζόμενη αθέτηση πληρωμής των φορολογικών υποχρεώσεων μεταξύ των αρχών του 1993 και της ημερομηνίας κίνησης της διαδικασίας αναστολής των πληρωμών, στο μέτρο που μέχρι την τελική αυτή ημερομηνία η φορολογική αρχή μπορούσε να έχει προβεί σε αναγκαστική είσπραξη βάσει των συνήθων διαδικασιών, και

στ) δάνειο που χορήγησε το Καταλονικό Ίδρυμα Οικονομικών το 2000, καθώς και οι μεταγενέστερες παρατάσεις του.

Άρθρο 2

1. Η Ισπανία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση από τον δικαιούχο της αναφερόμενης στο άρθρο 1 ενίσχυσης που χορηγήθηκε παράνομα στο δικαιούχο, αφαιρώντας τα ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί στις αρμόδιες αρχές.

2. Η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας υπό τον όρο ότι επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης. Οι ανακτώμενες ενισχύσεις περιλαμβάνουν τόκους από το χρόνο κατά τον οποίο τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι το χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης. Οι τόκοι αυτοί υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των περιφερειακών ενισχύσεων, αφού αφαιρεθούν οι τόκοι που έχουν ήδη απαιτήσει οι αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 3

Η Ισπανία ενημερώνει την Επιτροπή εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβε για την εφαρμογή της.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Ισπανίας.

Βρυξέλλες, 19 Φεβρουαρίου 2003.

Για την Επιτροπή

Mario Monti

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ C 339 της 1.12.2001, σ. 6, και ΕΕ C 164 της 10.7.2002, σ. 6.

(2) ΕΕ L 107 της 30.4.1996, σ. 4.

(3) Ο τομέας κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης της ΕΕ 2000 που εκπόνησε ο ΟΕΤΗ, Μάιος 2000.

(4) Η ετήσια έκθεση του 2000 αναφέρει ότι ένας από τους κυριότερους λόγους που αιτιολογούν την απόσυρση ενός αιτήματος είναι η έλλειψη προσαρμογής σε αυτές τις τομεακές προτεραιότητες (σ. 14).

(5) Η αξία των οικιών του Prats de Lluçanès αποτιμήθηκε τον Ιούλιο του 2001 σε 163 εκατ. ESP (0,98 εκατ. ευρώ). Δεν υπάρχει προγενέστερη εκτίμηση των οικιών αυτών.

(6) Οι ισπανικές αρχές προσκόμισαν αντίγραφο των πιο πρόσφατων συμφωνιών, ενώ οι δημοσιονομικές καταστάσεις της επιχείρησης παρέχουν πληροφορίες για προγενέστερες συμφωνίες. Στον ισολογισμό της αναστολής πληρωμών τής 10ης Νοεμβρίου 2000 αναφέρονται και άλλες συμφωνίες. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι όταν συνάπτεται νέα συμφωνία με την ίδια αρχή, η συμφωνία αυτή περιλαμβάνει το καινούργιο χρέος μαζί με το σωρευθέν χρέος.

(7) Οι ισπανικές αρχές προσκόμισαν αντίγραφο των πιο πρόσφατων συμφωνιών, ενώ οι δημοσιονομικές καταστάσεις της επιχείρησης παρέχουν πληροφορίες για προγενέστερες συμφωνίες. Στον ισολογισμό της αναστολής των πληρωμών της 10ης Νοεμβρίου 2000 αναφέρονται και άλλες συμφωνίες. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι όταν συνάπτεται νέα συμφωνία με την ίδια αρχή, η συμφωνία αυτή περιλαμβάνει το καινούργιο χρέος μαζί με το σωρευθέν χρέος.

(8) Πράγματι, το 1992 συνήφθησαν δύο συμφωνίες. Η πρώτη συμφωνία αναφέρεται στις βιομηχανικές μονάδες Roda de Ter και Sant Bartomeu del Grau και σε διάφορες οικίες αυτών των οικισμών. Η δεύτερη έχει την ίδια ημερομηνία, αλλά η Ισπανία δεν προσκόμισε αντίγραφο του παραρτήματος στο οποίο περιγράφονται αναλυτικά τα ακίνητα. Ενδέχεται η δεύτερη υποθήκη να περιλαμβάνει και άλλες οικίες, αλλά το πιθανότερο είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της υποθήκης αποτελεί το βιομηχανικό συγκρότημα του Lluçanès, όπως επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η αξία του συγκρινόμενη με την άλλη αξία αντιστοιχεί περίπου στην αξία του συγκροτήματος του Lluçanès το 2001 συγκρινόμενη με την αξία των άλλων δύο συγκροτημάτων στην εκτίμηση του 2001. Οι ετήσιοι λογαριασμοί του 1995 αναφέρουν ότι το χρέος έναντι της Φορολογικής Αρχής εξασφαλίζεται με υποθήκη επί των τριών βιομηχανικών συγκροτημάτων. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει εκ νέου το ενδεχόμενο να αναφέρεται η δεύτερη συμφωνία στο βιομηχανικό συγκρότημα του Lluçanès, παρότι δεν καταχωρίστηκαν οι υποθήκες για το συγκρότημα αυτό και για το Sant Bartomeu del Grau.

(9) Ο ισολογισμός που εμφανίζεται στη δικαστική απόφαση παρουσιάζει συνολικό ενεργητικό 32086 εκατ. ESP (192,84 εκατ. ευρώ) και συνολικό παθητικό 22088 εκατ. ESP (132,75 εκατ. ευρώ), πράγμα που αντιστοιχεί σε διαφορά υπέρ του ενεργητικού ύψους 9998 εκατ. ESP (60,09 εκατ. ευρώ). Για να επιλεγεί μια επιχείρηση για διαδικασία αναστολής των πληρωμών, πρέπει να έχει θετικό ισοζύγιο, δηλαδή το ενεργητικό της να υπερβαίνει το παθητικό της. Η περίσταση αυτή μπορεί να ωθήσει τις επιχειρήσεις να αξιολογήσουν τα στοιχεία του ενεργητικού τους με υπερβολική γενναιοδωρία. Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, η αξία των στοιχείων ενεργητικού της Puigneró αυξήθηκε κατά 67 % περίπου μεταξύ των ετών 1992 και 2001. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα στοιχεία ιδιοκτησίας μιας επιχείρησης μπορούν να επανεκτιμηθούν, αλλά μέσα σε εννέα χρόνια είναι αναπόφευκτη κάποια φθορά των κτιρίων, ιδίως εάν η επιχείρηση έχει οικονομικές δυσχέρειες και υπάρχει ελάχιστη πιθανότητα να διαθέτει τα απαιτούμενα χρήματα για να προβεί σε μεγάλες επενδύσεις για την ανακαίνιση και την αναπροσαρμογή των περιουσιακών της στοιχείων. Επομένως, φαίνεται ότι κατά την αποτίμηση δεν επικράτησε το κριτήριο της σύνεσης. Δεν μπορεί όμως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να αντανακλά η αξιολόγηση λογική αγοραία αξία.

(10) Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για προηγούμενα έτη, αλλά από την ετήσια έκθεση του 1995 συνάγεται ότι αυτή η κατάσταση αποκεφαλαιοποίησης πιθανόν να είναι προγενέστερη της έκθεσης του 1994. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η ετήσια έκθεση του 1995 αναφέρει απώλειες δυνάμενες να αντισταθμιστούν φορολογικά που αντιστοιχούν στην περίοδο μέχρι και το 1994 συνολικού ύψους 1813,5 εκατ. ESP (10899439 ευρώ), ενώ το 1994 παρουσίασε ένα μετριοπαθές θετικό αποτέλεσμα.

(11) Η Επιτροπή παρατηρεί, επιπλέον, ότι απαντώντας σε ορισμένες κοινοβουλευτικές ερωτήσεις η περιφερειακή κυβέρνηση ανέφερε δύο ημέρες πριν από την επισημοποίηση του δανείου του 2000 ότι είχε την πρόθεση να το χορηγήσει μέσω του ICF.

(12) Στο μητρώο ιδιοκτησίας αναφέρονται διάφορες υποθήκες υπέρ του Fondo de Garantía de Depósitos en Cooperativas de Crédito (Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων σε πιστωτικούς συνεταιρισμούς) (μέχρι ανώτατου ποσού 1200 εκατ. ESP το 1995 οι οφειλές ανέρχονταν ήδη σε 495,4 εκατ. ESP) και του Caixa d'Estalvis i de Pensions de Barcelona (μέχρι ανώτατου ποσού 886 εκατ. ESP). Η ετήσια έκθεση του 1995 αναφέρει επίσης δύο δάνεια που αντιπροσωπεύουν συνολική επιβάρυνση 500 εκατ. ESP και από το 1995 συνεπάγονταν ήδη οφειλές ύψους 397,9 εκατ. ESP. Στην περίπτωση, ωστόσο, του μικρότερου από τα δύο δεν είναι σαφές που είναι εγγεγραμμένο στο μητρώο ιδιοκτησίας.

(13) Απόφαση 1999/509/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορήγησε η Ισπανία στις επιχειρήσεις του ομίλου Magefesa και στις επιχειρήσεις που τον διαδέχθηκαν (ΕΕ L 198 της 30.7.1999, σ. 15).

(14) Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2000, υπόθεση C-480/98. Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλογή 2000, σ. I-8717.

(15) Ο Γενικός Εισαγγελέας κ. Jacobs αναφέρει στις προτάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, στην υπόθεση C-256/97, DM Transport, ότι είναι σαφές ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το γεγονός της διαρκούς και γενναιόδωρης ανοχής της καθυστερημένης καταβολής των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως μπορεί να παρέχει στην ωφελούμενη επιχείρηση αξιόλογο εμπορικό όφελος και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να ισοδυναμεί με απαλλαγή από την καταβολή εισφορών (παράγραφος 33).

(16) Απόφαση της 29ης Απριλίου 1999 στην υπόθεση C-342/96, Tubacex, Συλλογή 1999, σ. I-2459.

(17) Απόφαση της 29ης Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-256/97, Déménagement - Manutention Transport, Συλλογή 1999, σ.I-3913.

(18) Ενδέχεται ότι στην πραγματικότητα η ιδιοκτησία του Sant Feliu de Guíxols είχε χρησιμεύσει ως εξασφάλιση για τη συμφωνία του 1996, και όχι για τη συμφωνία του 1998.

(19) ΕΕ C 368 της 23.12.1994, σ. 12 και ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2, αντιστοίχως. Το σημείο 101 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 εξηγεί ποιες κατευθυντήριες γραμμές μπορούν να εφαρμοστούν καταρχήν για κάθε μέτρο. Δεδομένου, ωστόσο, ότι οι διαφορές μεταξύ αμφοτέρων των κατευθυντηρίων γραμμών επηρεάζουν ελάχιστα την εκτίμηση των μέτρων, στη συνέχεια η Επιτροπή στην εκτίμησή της αναφέρεται μόνο στις κατευθυντήριες γραμμές του 1999. Όταν καθίσταται σημαντική η διάκριση, θα διευκρινίζεται ποιες κατευθυντήριες γραμμές δύνανται να εφαρμοστούν. Οι κατευθυντήριες γραμμές του 1994 (ΕΕ C 368 της 23.12.1994, σ. 12) κωδικοποίησαν μια κατάσταση που είχε ήδη από μακρού καταστεί πρακτική της Επιτροπής. Συνεπώς, και το δάνειο του 1993 μπορεί να εκτιμηθεί σύμφωνα με τις ίδιες προδιαγραφές.

(20) ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Επισκόπηση των μετρών των ισπανικών αρχών

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

S= βιομηχανικό συγκρότημα στο Sant Bartomeu del Grau, S+ = βιομηχανικό συγκρότημα και όλα ή μερικά από τα εναπομένοντα ακίνητα στο Sant Bartomeu del Grau.

R= βιομηχανικό συγκρότημα στο Roda de Ter; R+ = βιομηχανικό συγκρότημα και όλα ή μερικά από τα εναπομένοντα ακίνητα στο Roda de Ter.

P= βιομηχανικό συγκρότημα στο Prats de Lluçanès; P+ = βιομηχανικό συγκρότημα και όλα ή μερικά από τα εναπομένοντα ακίνητα στο Prats de Lluçanès P1 = βασικό τμήμα του βιομηχανικού συγκροτήματος του Prats de Lluçanès P2 = μικρότερο τμήμα του βιομηχανικού συγκροτήματος του Prats de Lluçanès.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Αποτίμηση της αξίας των ακινήτων

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>