2003/600/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2003, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP/C.38.279/F3 — Γαλλικό βόειο κρέας) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 1065]
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 209 της 19/08/2003 σ. 0012 - 0041
Απόφαση της Επιτροπής της 2ας Απριλίου 2003 σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP/C.38.279/F3 - Γαλλικό βόειο κρέας) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 1065] (Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (2003/600/EK) Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τον κανονισμό αριθ. 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτο κανονισμό εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης(1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003(2), και ιδίως το άρθρο 15, παράγραφος 2, τον κανονισμό αριθ. 26 του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 1962, περί εφαρμογής ορισμένων κανόνων ανταγωνισμού στην παραγωγή και την εμπορία γεωργικών προϊόντων(3), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό αριθ. 49(4), και ιδίως το άρθρο 2, την απόφαση της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2002, για κίνηση της διαδικασίας σχετικά με την υπόθεση αυτή, Αφού έδωσε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους σχετικά με τις αιτιάσεις που διετύπωσε η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2842/98 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τις ακροάσεις που προβλέπονται σε ορισμένες διαδικασίες οι οποίες υπάγονται στα άρθρα 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ(5), Αφού ζήτησε τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων, Έχοντας υπόψη την τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων στην παρούσα υπόθεση(6), Εκτιμώντας τα ακόλουθα: 1. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ 1.1. Αντικείμενο της υπόθεσης και διαδικασία (1) Η παρούσα απόφαση αφορά μια γραπτή συμφωνία η οποία συνήφθη στις 24 Οκτωβρίου 2001 μεταξύ έξι γαλλικών ομοσπονδιών, με σκοπό τον καθορισμό της ελάχιστης τιμής αγοράς ορισμένων κατηγοριών βοοειδών και την αναστολή των εισαγωγών βοείου κρέατος στη Γαλλία. Μεταξύ των ομοσπονδιών που υπέγραψαν την εν λόγω συμφωνία, τέσσερις αντιπροσωπεύουν τους εκτροφείς βοοειδών: πρόκειται για την "Fédération nationale des syndicats d'exploitants agricoles" (στο εξής: "FNSEA"), την "Fédération nationale bovine" (στο εξής: "FNB"), την "Fédération nationale des producteurs de lait" (στο εξής: "FNPL") και την ομοσπονδία "Jeunes agriculteurs" (στο εξής: "JA", που παλαιότερα ονομαζόταν "Centre national des jeunes agriculteurs" ή "CNJA"). Οι δύο άλλες ομοσπονδίες αντιπροσωπεύουν τους σφαγείς βοοειδών: πρόκειται για την "Fédération nationale de l'industrie et des commerces en gros des viandes" (στο εξής: "FNICGV") και την "Fédération nationale de la coopération bétail et viande" (στο εξής: "FNCBV"). Η παρούσα απόφαση αφορά επίσης την προφορική συμφωνία που συνήφθη στα τέλη Νοεμβρίου - αρχές Δεκεμβρίου 2001 ανάμεσα στα ίδια μέρη και με τους ίδιους στόχους, η οποία εφαρμόζεται από τότε που έληξε η συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001. (2) Η Επιτροπή, η οποία πληροφορήθηκε για τη συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001, απέστειλε, στις 30 Οκτωβρίου 2001, επιστολή στον μόνιμο αντιπρόσωπο της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την οποία ζητούσε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη συμφωνία αυτή και σχετικά με την ανάμειξη του γαλλικού κράτους. Η απάντηση διαβιβάσθηκε με επιστολή της 9ης Νοεμβρίου 2001. (3) Στις 9 Νοεμβρίου, επίσης, η Επιτροπή απέστειλε σε πέντε από τις ομοσπονδίες που είχαν υπογράψει τη συμφωνία επιστολή με την οποία ζητούσε πληροφορίες δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού αριθ. 17· η Επιτροπή δεν απηύθυνε την ίδια αίτηση παροχής πληροφοριών στην FNCBV επειδή δεν γνώριζε ακόμα ότι είχε και αυτή υπογράψει την συμφωνία. Οι πέντε ομοσπονδίες απήντησαν, όπως ζητούσε η Επιτροπή, στις εν λόγω αιτήσεις παροχής πληροφοριών στις 15 και 23 Νοεμβρίου 2001. (4) Με βάση τις πληροφορίες που έλαβε κατ' αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή, στις 26 Νοεμβρίου 2001, απηύθυνε στις έξι ομοσπονδίες προειδοποιητική επιστολή η οποία ανέφερε ότι τα περιστατικά των οποίων είχε γνώση συνιστούσαν, εκ πρώτης όψεως, παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Οι αποδέκτες καλούνταν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους το αργότερο στις 28 Νοεμβρίου. Όλες οι ομοσπονδίες απήντησαν ότι η συμφωνία θα έληγε στις 30 Νοεμβρίου και ότι δεν επρόκειτο να ανανεωθεί. (5) Δεδομένου ότι διέθετε πληροφορίες ότι, στην πραγματικότητα, η συμφωνία εξακολουθούσε να ισχύει, η Επιτροπή προέβη, στις 17 Δεκεμβρίου 2001, σε εξακριβώσεις στις εγκαταστάσεις της FNSEA και της FNB, στο Παρίσι, δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 3 του κανονισμού αριθ. 17, καθώς και στις εγκαταστάσεις της FNICGV, επίσης στο Παρίσι, δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 2 του ιδίου κανονισμού. (6) Στις 24 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή διαβίβασε κοινοποίηση των αιτιάσεων στις έξι ομοσπονδίες. Τα ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους μεταξύ της 23ης Σεπτεμβρίου και της 4ης Οκτωβρίου 2002. Εξέφρασαν επίσης τις απόψεις τους κατά την ακρόαση της 31ης Οκτωβρίου 2002. 1.2. Τα ενδιαφερόμενα μέρη (7) Η FNICGV είναι η επαγγελματική οργάνωση που συγκεντρώνει τις επιχειρήσεις της βιομηχανίας και του χονδρικού εμπορίου κρεάτων (βοείου κρέατος, κρέατος μόσχου, χοίρου, προβάτου, αλόγου και παραπροϊόντων σφαγείου), ανεξάρτητα από το μέγεθος και τις δραστηριότητές τους. Η FNICGV, η οποία αποτελεί συνδικάτο υπαγόμενο στο γαλλικό δίκαιο, είχε την 1η Ιανουαρίου 2000, περισσότερα από 400 μέλη σε ολόκληρη την Γαλλία που αντιπροσώπευαν άνω του 75 % του κύκλου εργασιών του τομέα. Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε σε απάντηση της κοινοποίησης αιτιάσεων, η FNICGV ανέφερε ότι το μερίδιό της "όσον αφορά τη σφαγή" ανέρχεται σε 80 %, και σε 60 % αν δεν ληφθούν υπόψη οι συνεταιριστικές εταιρείες οι οποίες δεν είναι μέλη βάσει του καταστατικού. (8) Η FNCBV είναι η ομοσπονδία των συνεταιρισμών. Περιλαμβάνει 300 συνεταιριστικές ομάδες παραγωγών των τομέων εκτροφής βοοειδών, χοίρων και προβάτων και 30 περίπου ομάδες επιχειρήσεων σφαγής και μεταποίησης κρεάτων. (9) Η FNSEA, η σημαντικότερη γαλλική γεωργική συνδικαλιστική οργάνωση, περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Σε εδαφικό επίπεδο, η κατανομή βασίζεται στα τοπικά συνδικάτα (SEA), τα οποία είναι συγκεντρωμένα ανά διοικητικό διαμέρισμα. Στην περίπτωση αυτή, τα μέλη της FNSEA είναι "ομοσπονδίες" ή "ενώσεις" συνδικάτων κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων σε επίπεδο διαμερίσματος ("FDSEA" ή "UDSEA"). Οι περιφερειακές ομοσπονδίες συντονίζουν, σε κάθε περιφέρεια, τις δραστηριότητες των FDSEA/UDSEA. Η FNSEA περιλαμβάνει, εξάλλου, 38 ειδικευμένες ενώσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα του κάθε είδους παραγωγής. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται, ιδίως, η FNB και η FNPL, οι οποίες αμφότερες υπέγραψαν τη συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001. Τέλος, η FNSEA περιλαμβάνει επίσης τέσσερα κοινωνικά τμήματα, τα οποία δεν έχουν σχέση με την παρούσα υπόθεση. Οι νέοι γεωργοί (κάτω των 35 ετών) εκπροσωπούνται χωριστά από την ομοσπονδία JA. Για να γίνει κανείς μέλος του τοπικού κέντρου των νέων γεωργών, πρέπει να συμμετέχει επίσης στο τοπικό συνδικάτο της FDSEA/UDSEA. Η FNSEA, η JA, η FNB και η FNPL είναι συνδικαλιστικές οργανώσεις που υπάγονται στο γαλλικό δίκαιο. 1.3. Ο τομέας του βοείου κρέατος στη Γαλλία και η κρίση του Οκτωβρίου 2000 (10) Το ζωικό κεφάλαιο στην Κοινότητα ανέρχεται σε περίπου 81 εκατομμύρια κεφαλές. Το γαλλικό ζωικό κεφάλαιο αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 25 % του συνολικού αυτού αριθμού. Κάθε έτος, οι σφαγές χονδρών βοοειδών στη Γαλλία ανέρχονται σε περίπου 1,3 εκατομμύρια τόνους ισοδυνάμου σφαγίου (1,361 εκατομμύρια το 1999, 1,277 εκατομμύρια το 2000 και 1,315 εκατομμύρια το 2001). Οι σφαγές αγελάδων γαλακτοπαραγωγής (δηλαδή αγελάδων που προορίζονται για την παραγωγή γάλακτος) ή θηλαζουσών αγελάδων (δηλαδή αγελάδων που προορίζονται για την εκτροφή μόσχων) αντιπροσωπεύουν το 50 % περίπου του συνόλου αυτού (620000, 624000 και 600000 τόνους ισοδυνάμου σφαγίου το 1999, 2000 και 2001, αντίστοιχα)(7). Σε έκθεση που εκπόνησε ο γαλλικός οργανισμός OFIVAL (Office national interprofessionnel des viandes, de l'élevage et de l'aviculture/εθνικός διεπαγγελματικός οργανισμός κρεάτων, κτηνοτροφίας και πτηνοτροφίας) τον Οκτώβριο 2002 σχετικά με "το δίκτυο βοοειδών στην Γαλλία"(8), ένας από τους πίνακες αφορά τους "εμπορευόμενους" (opérateurs). Στο κεφάλαιο "παραγωγή", αναφέρονται "240000 γεωργικές εκμεταλλεύσεις άνω των 5" χονδρών βοοειδών, με κύκλο εργασιών που εκτιμάται σε 4,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Στο κεφάλαιο "σφαγή", αναφέρονται: "443 επιχειρήσεις σφαγής/τεμαχισμού με περισσότερους από 20 υπαλλήλους"· ο κύκλος εργασιών για τα "κρέατα κατανάλωσης" εκτιμάται σε 14 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων 6,2 δισεκατομμύρια προορίζονται για "δραστηριότητες στον τομέα του βοείου κρέατος". (11) Οι συνολικές εισαγωγές στη Γαλλία (ζωντανά χονδρά βοοειδή, νωπά και κατεψυγμένα κρέατα) που προέρχονται από τα άλλα κράτη μέλη ανήλθαν σε 342000 τόνους ισοδυνάμου σφαγίου το 1999, 331000 τόνους το 2000 και 262000 τόνους το 2001. Οι εισαγωγές αυτές αντιπροσωπεύουν το σύνολο σχεδόν των εισαγωγών βοείου κρέατος στη Γαλλία (μόνον το 5 % των εισαγωγών των προϊόντων αυτών στη Γαλλία προέρχονται από τρίτες χώρες). Η Γαλλία είναι ένας από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς κρέατος στην Κοινότητα, αλλά και ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς προς τα άλλα κράτη μέλη. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η συνολική αξία των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν στη Γαλλία το 2001 ήταν 1354 εκατομμύρια ευρώ και των εξαγωγών 744 εκατομμύρια ευρώ(9). Οι συναλλαγές αφορούν κατά κύριο λόγο το νωπό ή κατεψυγμένο κρέας και όχι τα ζωντανά ζώα. Εξάλλου, είναι σκόπιμο να υπενθυμιστεί ότι η Γαλλία, την εποχή εκείνη, είχε αναστείλει παρανόμως τις εισαγωγές βοείου κρέατος που προερχόταν από το Ηνωμένο Βασίλειο. Η μη τήρηση από την Γαλλία των υποχρεώσεών της ως προς το θέμα αυτό διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(10). (12) Τον Οκτώβριο 2000, ανακαλύφθηκε νέο κρούσμα σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (ΣΕB, ή ασθένειας της "τρελής αγελάδας"). Αφορούσε ένα ζώο το οποίο προερχόταν από κτηνοτροφική εκμετάλλευση όπου, εν τω μεταξύ, είχαν σφαγεί ένδεκα άλλα ζώα και το κρέας τους είχε διατεθεί προς κατανάλωση από μια αλυσίδα σούπερ-μάρκετ. Στη συνέχεια, ανακαλύφθηκαν και άλλα κρούσματα ΣΕΒ σε άλλα κράτη μέλη. Παράλληλα, μια επιδημία αφθώδους πυρετού έπληξε σοβαρά το ζωικό κεφάλαιο προβάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο, γεγονός που είχε επίπτωση στην γενική κατανάλωση κρέατος και εκτός του κράτους μέλους αυτού. (13) Η κατάσταση αυτή, η οποία καλύφθηκε εκτενώς από τα μέσα ενημέρωσης, οδήγησε τον τομέα του βοείου κρέατος σε νέα κρίση. Ως εκ τούτου, από τον Οκτώβριο 2000, διαπιστώθηκε μεγάλη πτώση της κατανάλωσης σε διάφορα κράτη μέλη, και ιδίως στη Γαλλία, καθώς και σημαντική μείωση των ποσοτήτων που εισάγονται στην Γαλλία ή εξάγονται από την Γαλλία. Για παράδειγμα, τους δύο τελευταίους μήνες του 2000, οι εισαγωγές στην Γαλλία σημείωσαν πτώση της τάξεως του 50 % σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες το 1999. Πάντως, από τα μέσα του 2001, η κατανάλωση στην Γαλλία παρουσίασε αισθητή αύξηση με αποτέλεσμα η μείωση για το σύνολο του έτους 2001 σε συνάρτηση με το 2000 να είναι τελικά μικρότερη από την προβλεπόμενη (-4 % έως -5 %). Εξάλλου, σαφής ανάκαμψη παρατηρήθηκε και ως προς τις συναλλαγές, παρά το γεγονός ότι δεν έφθασαν το αρχικό τους επίπεδο. (14) Η εξέλιξη των τιμών παραγωγής βοείου κρέατος έχει ως εξής. Μετά την κρίση του Οκτωβρίου 2000, οι τιμές μειώθηκαν σημαντικά. Παρά το γεγονός ότι οι μέσες τιμές για τις αγελάδες, στην είσοδο του σφαγείου, παρουσίασαν αύξηση κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2001, παρέμειναν πάντοτε κατώτερες από τις μέσες τιμές του πρώτου εξαμήνου του 1999 ή του 2000. Από το δεύτερο εξάμηνο 2001, ιδίως, οι τιμές ξανάρχισαν να μειώνονται. Κατά την περίοδο από τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο 2000 έως τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο 2001, η πτώση μπορεί να εκτιμηθεί σε περίπου 20 % σε σχέση με τις τιμές στην είσοδο του σφαγείου των αγελάδων που έχουν αποσυρθεί από την παραγωγή, ήτοι των αγελάδων που προορίζονται για σφαγή(11). Στις αρχές Οκτωβρίου 2001, μετά από τέσσερις μήνες συνεχούς μείωσης, οι τιμές στην είσοδο του σφαγείου είχαν φθάσει στο χαμηλό επίπεδο που είχε σημειωθεί στο τέλος Νοεμβρίου 2000, κατά την χειρότερη φάση της νέας κρίσης του τομέα του βοείου κρέατος(12). Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι, λόγω της αναμόρφωσης της κοινής γεωργικής πολιτικής στο πλαίσιο του προγράμματος δράσης "Agenda 2000", οι τιμές παρέμβασης είχαν μειωθεί κατά 13,4 %, έτσι ώστε να αντισταθμίσουν την αύξηση των άμεσων ενισχύσεων στους κτηνοτρόφους. Από την 43η εβδομάδα του έτους 2001 (εβδομάδα από τις 22 έως τις 28 Οκτωβρίου 2001), τα στατιστικά στοιχεία που παρείχαν οι ομοσπονδίες σα απάντηση της αιτήσεως παροχής πληροφοριών δείχνουν ανάκαμψη των τιμών. Κατ' αυτόν τον τρόπο, για παράδειγμα, η τιμή για τις αγελάδες της κατηγορίας U3(13) στην είσοδο του σφαγείου, ανήλθε, για 100 kg βάρους σφαγίου, από 1941 γαλλικά φράγκα (FRF) σε 1956 FRF, στη συνέχεια σε 2025 FRF και τέλος σε 2034 FRF αντίστοιχα κατά την 42η (εβδομάδα που προηγείται της σύναψης της συμφωνίας), την 43η, την 44η και την 45η εβδομάδα του 2001(14). (15) Αντίθετα, καθ' όλη τη διάρκεια του έτους 2001, οι τιμές τελικής κατανάλωσης παρέμειναν σταθερές, ή αυξήθηκαν ελαφρά. Αυτό οφείλεται εν μέρει στις συμπληρωματικές δαπάνες που συνδέονται με την ΣΕΒ οι οποίες, τουλάχιστον στη Γαλλία, βαρύνουν τους μεσάζοντες και έχουν αντίκτυπο στον τελικό καταναλωτή, ή στην απώλεια εσόδων λόγω της απαγόρευσης εμπορίας ορισμένων τμημάτων των ζώων(15). Είναι επίσης πιθανό ότι η μείωση των πωλούμενων ποσοτήτων αντισταθμίστηκε από αύξηση των περιθωρίων κέρδους των διαφόρων φορέων που επεμβαίνουν ως το στάδιο της πώλησης στον τελικό καταναλωτή. 1.4. Η κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος και τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της κρίσης 1.4.1. Γενικοί κανόνες της ΚΟΑ (16) Η κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (στο εξής: "ΚΟΑ"), όπως ήταν την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, βασίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 21) (στο εξής: "βασικός κανονισμός"). (17) Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού, "η κοινή γεωργική πολιτική έχει ως σκοπό την επίτευξη των στόχων του άρθρου 33 της συνθήκης". Σύμφωνα με την ίδια αιτιολογική σκέψη, "στον τομέα του βοείου κρέατος, είναι αναγκαίο, για τη σταθεροποίηση των αγορών και την εξασφάλιση ενός δίκαιου βιοτικού επιπέδου για τη γεωργική κοινότητα, να προβλεφθούν μέτρα εσωτερικής αγοράς που περιλαμβάνουν, ιδίως, άμεσες ενισχύσεις για τους παραγωγούς βοείου κρέατος, ενίσχυση για την ιδιωτική αποθεματοποίηση και καθεστώς δημόσιας αποθεματοποίησης". Κατ' αυτόν τον τρόπο, η ΚΟΑ βασίζεται σε συνολικό καθεστώς άμεσων πληρωμών στους γεωργούς. Ο κανονισμός προβλέπει μια σειρά πριμοδοτήσεων, όπως η πριμοδότηση για τις θηλάζουσες αγελάδες (άρθρο 6 και επόμενα του βασικού κανονισμού) και η πριμοδότηση σφαγής (άρθρο 11 του ίδιου κανονισμού). (18) Αντίθετα, το σύστημα δημόσιας παρέμβασης που θεωρείται ότι "δεν είναι πλέον απαραίτητο για την εξισορρόπηση της αγοράς" θα πρέπει να καταργηθεί προοδευτικά (βλέπε αιτιολογική σκέψη 20 του βασικού κανονισμού). Κατ' αυτόν τον τρόπο, έως τις 30 Ιουνίου 2002, οι εθνικοί οργανισμοί παρέμβασης θα μπορούν να προβαίνουν, μέσω διαγωνισμών, σε αγορές "για να προλαμβάνεται ή να μετριάζεται ουσιαστική πτώση των τιμών" (άρθρο 47 του βασικού κανονισμού). Οι διαγωνισμοί μπορούν να προκηρυχθούν όταν πληρούνται ταυτόχρονα οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις επί διάστημα δύο συναπτών εβδομάδων: - η μέση τιμή της κοινοτικής αγοράς που διαπιστώνεται με βάση την κοινοτική κλίμακα κατάταξης(16) των σφαγίων χονδρών βοοειδών είναι κατώτερη του 84 % της τιμής παρέμβασης, - η μέση τιμή αγοράς που διαπιστώνεται με βάση την προαναφερόμενη κλίμακα στο ή στα κράτη μέλη ή περιοχές κράτους μέλους είναι κατώτερη του 80 % της τιμής παρέμβασης (άρθρο 47 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού). Η ίδια διάταξη ορίζει την τιμή παρέμβασης, σε επίπεδα που μειώνονται προοδευτικά από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως την 30ή Ιουνίου 2002. Σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, οι αγορές στην παρέμβαση δεν μπορούν να υπερβούν τους 350000 τόνους κατ' έτος για την Κοινότητα ως σύνολο. (19) Από την 1η Ιουλίου 2002, τα άρθρα 26 και 27 του βασικού κανονισμού εισήγαγαν νέους μηχανισμούς (ήτοι, αντίστοιχα, μια ενίσχυση στην ιδιωτική αποθεματοποίηση και ένα σύστημα παρέμβασης καλούμενο "δίχτυ ασφαλείας"). Λαμβανομένης υπόψη της εποχής κατά την οποία διαδραματίσθηκαν τα γεγονότα, οι μηχανισμοί αυτοί δεν έχουν σχέση με την παρούσα υπόθεση. (20) Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του βασικού κανονισμού όσον αφορά τα καθεστώτα αγοράς από την δημόσια παρέμβαση που προβλέπονται στα άρθρα 27 και 47 καθορίσθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 562/2000 της Επιτροπής(17). (21) Τέλος, ο βασικός κανονισμός προβλέπει ότι "Όταν διαπιστώνεται αισθητή άνοδος ή πτώση των τιμών στην αγορά της Κοινότητας, ενδέχεται δε να διατηρηθεί η κατάσταση αυτή και, επομένως, να διαταράσσεται ή απειλείται να διαταραχθεί η εν λόγω αγορά, δύνανται να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα" (άρθρο 38 του βασικού κανονισμού). 1.4.2. Μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης (22) Προκειμένου να αντιμετωπισθεί η κρίση που έπληξε τον τομέα του βοείου κρέατος από τον Οκτώβριο 2000, τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας έλαβαν διάφορα μέτρα. (23) Το Συμβούλιο, μετά από αίτηση τα Επιτροπής, τροποποίησε ως εξής τον βασικό κανονισμό(18). Διαπιστώνοντας ότι η αγορά "υφίσταται σοβαρές αναστατώσεις που οφείλονται στην απώλεια της εμπιστοσύνης των καταναλωτών", έκρινε ότι ήταν σκόπιμο να ληφθεί "μια σειρά μέτρων με σκοπό τη ρύθμιση της αγοράς με τη μείωση της μελλοντικής παραγωγής" (αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού). Ειδικότερα, αύξησε το ανώτατο όριο για τις αγορές στην παρέμβαση κατά το 2001, από 350000 σε 500000 τόνους. (24) Από την πλευρά της, η Επιτροπή έθεσε σε εφαρμογή τα μέσα που προβλέπει ο βασικός κανονισμός. Ως εκ τούτου, χρησιμοποίησε τους μηχανισμούς παρέμβασης, που αποσκοπούν στην απόσυρση από την αγορά ορισμένων ποσοτήτων βοοειδών, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση. Οι σχετικοί κανόνες έχουν, εξάλλου, τροποποιηθεί προκειμένου να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής. Για παράδειγμα, έγιναν δεκτά στην παρέμβαση, υπό μορφή παρέκκλισης, προϊόντα τα οποία δεν γίνονταν δεκτά προηγουμένως ή σφάγια με βάρος ανώτερο από το επιτρεπόμενο(19). Οι παρεκκλίσεις αυτές παρατάθηκαν καθ' όλο το 2001 μέχρι τις αρχές του 2002(20). (25) Εξάλλου, βάσει του άρθρου 38 του βασικού κανονισμού (βλέπε αιτιολογική σκέψη 21 της παρούσας απόφασης), η Επιτροπή υιοθέτησε νέα μέσα εξαιρετικού χαρακτήρα. (26) Πρώτον, στις 18 Δεκεμβρίου 2000 η Επιτροπή θέσπισε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2777/2000 περί θεσπίσεως εξαιρετικών μέτρων στήριξης για την αγορά βοείου κρέατος(21), που μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο κατά το πρώτο εξάμηνο του 2001. Η αιτιολογική σκέψη 21 του κανονισμού αυτού αναφέρει ότι "η κοινοτική αγορά βοείου κρέατος διέρχεται σοβαρή η οποία οφείλεται στην απώλεια της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στο βόειο κρέας" και διαπιστώνει την μείωση της κατανάλωσης και την σημαντική πτώση των τιμών. Κατά συνέπεια, ο κανονισμός θέσπισε αναγκαία μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 38 του βασικού κανονισμού. Πρόκειται για την καθιέρωση, κάτω από ορισμένους όρους, ενός καθεστώτος αγοράς ζωντανών ζώων, τα οποία στη συνέχεια θα σφάζονταν και θα καταστρέφονταν έτσι ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία πλεονασμάτων στην αγορά. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2777/2000 διευκρίνιζε ότι η Κοινότητα θα συγχρηματοδοτούσε τον εν λόγω μηχανισμό αγορών κατά 70 %. (27) Δεύτερον, στις 3 Απριλίου 2001, η Επιτροπή θέσπισε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 690/2001 περί ειδικών μέτρων στήριξης στον τομέα του βοείου κρέατος(22). Ο κανονισμός αυτός εισήγαγε έναν μηχανισμό αγοράς, μέσω διαγωνισμών, σφαγίων και ημιμορίων σφαγίων. Βάσει του μηχανισμού αυτού, όταν πληρούνται ορισμένοι όροι σχετικά με τις τιμές, προκηρύσσονται διαγωνισμοί στα κράτη μέλη. Το κρέας αγοράζεται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μετά τη λήξη του διαγωνισμού (και συγχρηματοδοτείται επίσης από την Κοινότητα κατά 70 %) και είτε καταστρέφεται είτε αποθεματοποιείται προκειμένου να χρησιμοποιηθεί, ιδίως, στο πλαίσιο των δράσεων επισιτιστικής βοήθειας. Ο κανονισμός αυτός, ο οποίος έπρεπε να πάψει να ισχύει στο τέλος Δεκεμβρίου 2001, παρατάθηκε ως τον Μάρτιο 2002(23), "προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω κατάρρευση της αγοράς" (αιτιολογική σκέψη 2). (28) Συνολικά, το έτος που ακολούθησε την έναρξη της δεύτερης κρίσης της "τρελής αγελάδας", αποσύρθηκαν κατ' αυτόν τον τρόπο περισσότεροι από 750000 τόνοι κρέατος, ήτοι το 10 % περίπου της ετήσιας κατανάλωσης στην Ευρώπη(24). (29) Τέλος, κατ' εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, η Επιτροπή επέτρεψε σε πολλά κράτη μέλη να χορηγήσουν ενισχύσεις στον τομέα του βοείου κρέατος. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή έκρινε συμβιβάσιμη με το άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης, μια ενίσχυση του γαλλικού κράτους, ύψους 267 εκατομμυρίων ευρώ(25) στους κτηνοτρόφους που είχαν πληγεί από την κρίση ΣΕΒ. Ένα νέο μέτρο ενίσχυσης του γαλλικού κράτους υπέρ των γεωργών που είχαν πληγεί από την κρίση του τομέα τους, ύψους 75,5 εκατομμυρίων ευρώ, θεωρήθηκε συμβιβάσιμο με την ίδια διάταξη της συνθήκης από την Επιτροπή με την απόφαση της 3ης Απριλίου 2002(26). Το γαλλικό κράτος ήταν αυτό που χορήγησε τις περισσότερες άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κρίση του Οκτωβρίου 2000. 1.5. Η κατάσταση που επικρατούσε πριν από τη συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001 (30) Παρά τα μέτρα σταθεροποίησης της αγοράς, τα οποία θεωρήθηκαν ανεπαρκή από τους κτηνοτρόφους λόγω του διαφορετικού βαθμού εφαρμογής τους στα κράτη μέλη, οι σχέσεις μεταξύ των κτηνοτρόφων και των σφαγέων ήταν τεταμένες τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2001. Την εποχή εκείνη, στο μεγαλύτερο τμήμα της γαλλικής επικράτειας, ομάδες γεωργών σταματούσαν παρανόμως φορτηγά οχήματα για να εξακριβώσουν την προέλευση των κρεάτων που μετέφεραν. Στα έγγραφα των γεωργικών συνδικάτων, οι παράνομες αυτές ενέργειες αναφέρονται γενικά ως "έλεγχοι". Εξάλλου, οι γεωργοί οργάνωσαν και αποκλεισμούς των σφαγείων, εμποδίζοντας την είσοδο ή την έξοδο από αυτά ή/και εξακριβώνοντας την γεωγραφική προέλευση των κρεάτων. Οι εκδηλώσεις αυτές και οι συνέπειές τους απασχόλησαν συχνά τα μέσα ενημέρωσης(27). Οι συνέπειες αυτές συνίσταντο, συνήθως, στην απώλεια των κρεάτων τα οποία σάπιζαν μετά από τον πολυήμερο αποκλεισμό ή ακόμα και στο κάψιμο κρεάτων μη γαλλικής προέλευσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι διαδηλώσεις αυτές οδήγησαν σε υλικές καταστροφές, μερικές φορές σημαντικής έκτασης. Για τον λόγο αυτό, στις 15 Οκτωβρίου 2001, οι γεωργοί παραβίασαν δύο εγκαταστάσεις στο διαμέρισμα Ιlle et Vilaine και κατέστρεψαν πολλούς τόνους κρέατος(28). (31) Ο αριθμός αυτών των διαδηλώσεων και αποκλεισμών των σφαγείων ήταν ιδιαίτερα μεγάλος στα μέσα Οκτωβρίου 2001, και αφορούσε εγκαταστάσεις στο σύνολο της γαλλικής επικράτειας. Για να άρουν τον αποκλεισμό, οι διαδηλωτές απαιτούσαν εγγυήσεις από τους σφαγείς σχετικά με την αναστολή των εισαγωγών ή την εφαρμογή μιας λεγόμενης "συνδικαλιστικής" κλίμακας τιμών. Πράγματι, φαίνεται ότι στα μέσα Οκτωβρίου 2001, για να αντιμετωπίσει την πτωτική τάση των τιμών, το γραφείο της FNB αποφάσισε να καταρτίσει μια κλίμακα τιμών στην είσοδο του σφαγείου, η οποία θα εφαρμοζόταν στις αγελάδες που έχουν αποσυρθεί από την παραγωγή, "λόγω της σημασίας της κατηγορίας αυτής"(29). Η εφαρμογή της εν λόγω κλίμακας συνεπαγόταν τον συντονισμό πολλών δράσεων κατά των εισαγωγών, ιδίως στον τομέα της "εστίασης εκτός της κατοικίας"(30), δεδομένου ότι τα εστιατόρια και τα κυλικεία των διαφόρων εταιρειών καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες φθηνότερων εισαγόμενων κρεάτων(31). Μερικές ημέρες μετά την υιοθέτηση της κλίμακας αυτής σε εθνικό επίπεδο, η FNB κάλεσε τα συνδικάτα να κινητοποιηθούν για την εφαρμογή της. Αυτό σήμαινε όχι μόνο τη διάδοση μέσω του τύπου(32), αλλά και συναντήσεις με τους σφαγείς "για να επιτευχθεί η εφαρμογή της κλίμακας αυτής"(33). Πράγματι, πολλοί σφαγείς της περιφέρειας Pays de Loire δέχθηκαν την εφαρμογή της κλίμακας από τις 22 Οκτωβρίου 2001, μετά από πολυήμερο αποκλεισμό της επιχείρησής τους(34). Κατά την υπογραφή μιας εκ των συμφωνιών, ο αντιπρόεδρος της FNB είχε υπογραμμίσει τον "ιστορικό" της χαρακτήρα, με την έννοια ότι "οι τιμές του βοείου κρέατος καθορίζονταν ανέκαθεν σε συνάρτηση με την προσφορά και τη ζήτηση" και ότι "για πρώτη φορά, μια κλίμακα ελάχιστων τιμών θα προσδιορίσει τις τιμές της αγοράς"(35). Τα μέσα ενημέρωσης ανέφεραν την ύπαρξη τοπικών συμφωνιών, υπογραμμίζοντας ότι περιελάμβαναν επίσης ρήτρα αναστολής των εισαγωγών μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2001(36). (32) Από τον φάκελο προκύπτει ότι, μετά από πρόταση της FNB, η εισαγωγή μιας κλίμακας τιμών είχε συζητηθεί μεταξύ της ομοσπονδίας αυτής, της FNSEA, της FNPL και της CNJA στις 16 Οκτωβρίου 2001(37). Οι τέσσερις ομοσπονδίες συμφώνησαν σχετικά με την προτεραιότητα αυτή(38). Την ίδια ημερομηνία, η κλίμακα συζητήθηκε επίσης και μεταξύ των "ομοσπονδιών του τομέα" χωρίς όμως να καταλήξουν σε συμφωνία(39). Μια νέα συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2001 με σκοπό να επιτευχθεί "η εφαρμογή της κλίμακας που όρισε το γραφείο της FNB", αλλά δεν κατέληξε σε σύναψη συμφωνίας(40). Στο χειρόγραφο σημειωματάριο του διευθυντή της FNB, αναφέρεται ότι ο πρόεδρος της FNCBV και ο εκπρόσωπος της FNICGV είπαν ότι δεν ήταν εξουσιοδοτημένοι να διαπραγματευτούν κλίμακα τιμών. Αναφέρεται επίσης, δίπλα στα ονόματά τους: "το πρόβλημα είναι το πλεόνασμα προσφοράς/ζήτησης" και "δεν μπορούμε να ζούμε σε τεχνητή αγορά"(41). (33) Μια νέα συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2001, μετά από αίτηση του υπουργού Γεωργίας ο οποίος δεν απέκρυψε ότι υποστήριζε τις συζητήσεις μεταξύ των έξι ομοσπονδιών· οι συζητήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν, εν μέρει, στο Υπουργείο Γεωργίας. Ως εκ τούτου, στις 24 Οκτωβρίου 2001, ο υπουργός δήλωσε ενώπιον της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης: "ανέλαβα την πρωτοβουλία να συγκεντρώσω σήμερα το πρωί στις 8 και 30 εκπροσώπους των σχετικών τομέων προκειμένου να τους φέρω όλους αντιμέτωπους με τις ευθύνες τους. Έκτοτε οι εκπρόσωποι αυτοί συζητούν με την βοήθεια του Υπουργείου που προσπαθεί να ρίξει νερό στη φωτιά. Θα ήθελα να λάβω από τις ανάντη επιχειρήσεις την δέσμευση ότι θα πάψουν να αγοράζουν κρέατα από το εξωτερικό για μερικές εβδομάδες, ή και μήνες. Φυσικά, δεν έχω κανένα δικαίωμα να τις υποχρεώσω, το κράτος δεν μπορεί να τις αναγκάσει να το κάνουν. Ωστόσο, (...) αν οι επιχειρήσεις αυτές σταματούσαν τις εισαγωγές για δύο, τρεις ή έξι μήνες, όσο καιρό χρειάζεται για τη διάθεση των αποθεμάτων, αυτό θα ήταν πράξη υπεύθυνων πολιτών". Ο υπουργός εξακολούθησε: "θα ήθελα όλοι να συμφωνήσουν μια δίκαιη κλίμακα τιμών αγοράς"(42). (34) Στις χειρόγραφες σημειώσεις του διευθυντή της FNB σχετικά με τη συνεδρίαση αυτή, υπό τον τίτλο "διαπραγμ. Υπουργείο", αναφέρεται ως εισαγωγή: "Υπουργός: - στοπ στις εισαγωγές - χρειάζεται κλίμακα - δίνω λεφτά αν πρέπει"(43). (35) Από ορισμένες δηλώσεις του προέδρου της FNCBV προκύπτει ότι ο τελευταίος υποστήριξε ενεργά τη σύναψη της συμφωνίας. Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ouest France" της 31ης Οκτωβρίου 2001, ο πρόεδρος της FNCBV εξηγεί: "καταβάλαμε μεγάλες προσπάθειες για να γίνει αποδεκτή η αρχή μιας κλίμακας τιμών"(44). Επίσης, σε σημείωμα της 9ης Νοεμβρίου 2001 που ο πρόεδρος της FNCBV απηύθυνε στον πρόεδρο της FNSEA, αναφέρεται ότι "η FNCBV συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις της 24ης Οκτωβρίου οι οποίες κατέληξαν στη σύναψη συμφωνίας σχετικά με κλίμακα ελάχιστων τιμών για τις αγελάδες". Ο πρόεδρος υπογραμμίζει: "νομίζω ότι η συμβολή μου και αυτή της ομοσπονδίας μου, ήταν ιδιαίτερα σημαντική"(45). 1.6. Οι διατάξεις της συμφωνίας της 24ης Οκτωβρίου 2001 (36) Στο τέλος της συνεδρίασης της 24ης Οκτωβρίου 2001, συνάφθηκε συμφωνία μεταξύ των FNSEA, FNB, FNPL, CNJA, FNICGV και FNCBV. 1.6.1. Περιεχόμενο της συμφωνίας (37) Η συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ των έξι ομοσπονδιών στις 24 Οκτωβρίου 2001 [αλλά υπογράφηκε επίσημα την επομένη(46)] περιλαμβάνει δύο σκέλη. (38) Το πρώτο αφορά "την ανάληψη δέσμευσης για προσωρινή αναστολή των εισαγωγών". Η δέσμευση αυτή δεν συνοδεύεται από περιορισμούς ως προς το είδος του βοείου κρέατος στο οποίο εφαρμόζεται. Κατά συνέπεια, καλύπτει τις εισαγωγές κάθε είδους βοείου κρέατος, όπως επιβεβαιώνουν ορισμένα έγγραφα που ανακάλυψε η Επιτροπή κατά τις εξακριβώσεις. Οι χειρόγραφες σημειώσεις του προέδρου της FNB, αναφέρουν, σχετικά με την συνέντευξη τύπου του προέδρου της FNSEA στις 25 Οκτωβρίου 2001: "αναστολή κάθε εισαγ."(47). Αναφέρουν επίσης, σχετικά με σχέδιο απάντησης στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής: "είδη κρεάτων που αφορά η συμφωνία: - κλίμακες τιμών: σφάγια αγελάδων που έχουν αποσυρθεί από την αγορά· - δέσμευση προσωρινής αναστολής των εισαγωγών: σύνολο προϊόντων 'βοείου κρέατος'"(48). Πράγματι, τα στοιχεία που περιέχονται στο φάκελο, ιδίως άρθρα που δημοσιεύτηκαν στον τύπο, σχετικά με τους "ελέγχους" που διενήργησαν οι κτηνοτρόφοι για να εξακριβώσουν την γεωγραφική προέλευση των κρεάτων, δεν αναφέρουν καμία διάκριση ανάλογα με το είδος του βοείου κρέατος. (39) Το δεύτερο σκέλος της συμφωνίας αφορά τις τιμές. Συνίσταται σε "δέσμευση εφαρμογής της κλίμακας των τιμών αγοράς στην είσοδο του σφαγείου για τις αποσυρθείσες (από την παραγωγή) αγελάδες" σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που αναφέρονται στη συμφωνία. Ακολουθεί κατάλογος των τιμών ανά χιλιόγραμμο για ορισμένες κατηγορίες αγελάδων (κυρίως αγελάδων των κατηγοριών "U" και "R"). Για τις άλλες κατηγορίες, η συμφωνία διευκρινίζει τον τρόπο υπολογισμού της τιμής που πρέπει να εφαρμοστεί, σε συνάρτηση με την τιμή που προκύπτει από την ειδική αγορά(49). Δεδομένου ότι η τιμή αυτή καθορίζεται κάθε δεκαπέντε ημέρες, οι τιμές της κλίμακας προσαρμόσθηκαν από τα μέσα Νοεμβρίου 2001(50). (40) Εν συντομία, οι τιμές που καθορίσθηκαν με αυτόν τον τρόπο ήταν κατά 10 έως 15 % περίπου ανώτερες από τις τιμές της προηγούμενης εβδομάδας(51). 1.6.2. Διάρκεια της συμφωνίας (41) Η συμφωνία έπρεπε να αρχίσει να ισχύει στις 29 Οκτωβρίου 2001 και να διαρκέσει μέχρι τις 30 Νοεμβρίου. Αν και η συμφωνία δεν περιέχει διατάξεις σχετικά με την παράτασή της, στην πραγματικότητα είναι σαφές ότι τα μέρη είχαν την πρόθεση να την ανανεώσουν πέραν της 1ης Δεκεμβρίου. Εξάλλου, ο Γάλλος υπουργός Γεωργίας είχε σαφώς αφήσει να εννοηθεί ενώπιον της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, κατά την πρώτη συνάντηση της 24ης Οκτωβρίου 2001, ήτοι όταν η συμφωνία βρισκόταν ακόμα υπό διαπραγμάτευση, ότι η αναστολή των εισαγωγών θα μπορούσε να διαρκέσει "δύο, τρεις ή έξι μήνες", ή ακόμα ότι "θα επιθυμούσ[ε] να δεσμευθούν οι ανάντη επιχειρήσεις να πάψουν τις αγορές από το εξωτερικό για μερικές εβδομάδες, ή μερικούς μήνες"(52). Πολλά έγγραφα δείχνουν ότι αυτή ήταν η πρόθεση των ενδιαφερομένων μερών ή τουλάχιστον ορισμένων εξ αυτών. Μεταξύ των εγγράφων περιλαμβάνονται: - χειρόγραφες σημειώσεις του διευθυντή της FNB κατά την συνέντευξη τύπου του προέδρου της FNSEA στις 25 Οκτωβρίου 2001 που αναφέρουν: "θέση σε ισχύ Δευτέρα ... και μέχρι τις 30 Νοεμβρίου. Ήδη προβλέφθηκε συνάντηση την ημερομηνία αυτή, για τη συνέχεια"(53)· - στις ίδιες χειρόγραφες σημειώσεις, σε μια σελίδα χωρίς ημερομηνία που θα πρέπει μάλλον να γράφτηκε μεταξύ της 9ης και της 12ης Νοεμβρίου 2001, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου, αναφέρεται υπό τον τίτλο "εισαγ.": "να μην ανανεωθούν στη νέα συμφωνία του Δεκεμβρίου"(54), - σε σημείωμα της FNSEA της 7ης Νοεμβρίου 2001, αναφέρεται: "έχει προγραμματιστεί συνεδρίαση με τις επιχειρήσεις (στις 20 Νοεμβρίου το βράδυ;) για να συζητηθεί η συμφωνία και η παράτασή της πέραν της 30ής Νοεμβρίου"(55), - σε ένα σημείωμα που απεστάλη εκ μέρους των τεσσάρων γεωργικών ομοσπονδιών στις 8 Νοεμβρίου 2001 και απευθυνόταν στις τοπικές και τομεακές συνδικαλιστικές οργανώσεις, αναφέρεται ρητά: "για να προετοιμασθεί η παράταση αυτής της κλίμακας τιμών μετά τις 30 Νοεμβρίου 2001 είναι αναγκαίο να έχουμε στη διάθεσή μας όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις δράσεις που αναλήφθηκαν, τις δυσκολίες που προέκυψαν και τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν στα διαμερίσματα για να καταστεί δυνατή η καλή εφαρμογή της κλίμακας"(56), - σε σημείωμα που βρέθηκε στο γραφείο του προέδρου της FNSEA, χωρίς ημερομηνία αλλά γραμμένο μετά τις 9 Νοεμβρίου 2001, δεδομένου ότι αναφέρεται στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, υποδεικνύεται, σχετικά με την κλίμακα, ότι "η ανανέωσή της θα συζητηθεί στις 27 Νοεμβρίου"(57), - ένα σημείωμα της FNB της 30ής Οκτωβρίου 2001 περιέχει χειρόγραφες σημειώσεις χωρίς ημερομηνία, οι οποίες δίνουν λεπτομέρειες σχετικά με μια πρόταση της FNPL η οποία έπρεπε να ληφθεί υπόψη "κατά την ανανέωση της κλίμακας"(58), - κατά την συνεδρίαση του εθνικού συμβουλίου της FNPL στις 26 Νοεμβρίου 2001, ο γενικός γραμματέας της ομοσπονδίας αυτής δήλωσε ότι "η παράταση της συμφωνίας σχετικά με την κλίμακα ελάχιστων τιμών πέραν της 31ης Νοεμβρίου 2001 είναι ένα σημαντικό ζήτημα"(59). 1.6.3. Αντιδράσεις στη σύναψη της συμφωνίας και το "πρωτόκολλο του Rungis" της 31ης Οκτωβρίου 2001 (42) Σε μια ανακοίνωση στον τύπο του υπουργείου Γεωργίας στις 24 Οκτωβρίου 2001, αναφέρεται ότι ο υπουργός Γεωργίας "χαίρεται ιδιαίτερα για την υπογραφή της συμφωνίας (...) την οποία είχε επιδιώξει, προωθήσει και ενθαρρύνει" και επιθυμεί να "συγχαρεί τους υπογράφοντες για την μεγάλη συναίσθηση που έχουν των ευθυνών τους"(60). (43) Σε μήνυμα που απευθυνόταν στα μέλη της ομοσπονδίας, στις 24 Οκτωβρίου, 2001, ο πρόεδρος της FNICGV εκφράσθηκε ως εξής: "ο υπουργός Γεωργίας ο οποίος μας συγκέντρωσε σήμερα το πρωί επιθυμεί να καταλήξουμε σε συμφωνία με τους κτηνοτρόφους μετά από μια μακριά και σκληρή ημέρα διαπραγματεύσεων"(61). Ο πρόεδρος της FNCBV, από την πλευρά του, είπε τα εξής, που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Ouest France στις 30 Οκτωβρίου 2001: "Ο υπουργός δεσμεύτηκε προσωπικά προς την κατεύθυνση αυτή δηλώνοντας ότι θα έκανε ότι μπορούσε προκειμένου η δημόσιοι φορείς να μην φέρουν αντιρρήσεις σε μια συμφωνία την οποία, σε άλλες εποχές, η DGCCRF θα είχε κατακρίνει"(62). (44) Οι αντιδράσεις των ιδιωτών ενδιαφερόμενων μετά την υπογραφή της συμφωνίας ήταν πολλές. Ορισμένα μέλη της FNICGV, ένα τμήμα των δραστηριοτήτων των οποίων ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τις εισαγωγές, ήταν αντίθετοι προς το σκέλος της συμφωνίας που αφορούσε την αναστολή των εισαγωγών(63). Ένα σημείωμα του προέδρου της FNICGV προς τα μέλη της, στις 31 Οκτωβρίου 2001, αναφέρει μια συνάντηση που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί την ίδια ημέρα με "εκπροσώπους των ολλανδικών και γερμανικών επιχειρήσεων"(64). Επίσης, οι γεωργικές ομοσπονδίες της Γερμανίας, του Βελγίου, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ισπανίας και της Ολλανδίας εξέφρασαν την δυσαρέσκειά τους γι' αυτό το σκέλος της συμφωνίας, το οποίο κατήγγειλαν. Έτσι, κατά τη διάρκεια συνάντησης μεταξύ του αντιπροέδρου και του διευθυντή της FNB και μιας αντιπροσωπείας επιχειρήσεων και γεωργικών ομοσπονδιών της Γερμανίας και της Ολλανδίας, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά πάσα πιθανότητα στις 31 Οκτωβρίου 2001(65), η αντιπροσωπεία αυτή ζήτησε την άμεση άρση της αναστολής των εισαγωγών(66). Ένας βελγοολλανδός εισαγωγέας/εξαγωγέας υπέδειξε με την ευκαιρία αυτή ότι, ως αντίποινα, υπήρχε κίνδυνος να μποϋκοταριστούν τα γαλλικά προϊόντα(67). Πολλές γεωργικές ομοσπονδίες έγραψαν επίσης στους γάλλους εκπροσώπους για να παραπονεθούν(68). Κατά τη διάρκεια συνεδρίασης της επιτροπής γεωργικών επαγγελματικών οργανώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ("COPA") στις 20 Νοεμβρίου 2001, ορισμένες ομοσπονδίες άλλων κρατών μελών εξέφρασαν την δυσαρέσκειά τους, τονίζοντας ιδίως ότι η κρίση του τομέα του βοείου κρέατος δεν μπορούσε να αντιμετωπισθεί με το κλείσιμο των συνόρων(69). Τέλος, οι ομοσπονδίες των ανάντη επιχειρήσεων εκφράσθηκαν με αυστηρότητα κατά της συμφωνίας, όσον αφορά τόσο τις τιμές όσο και τις εισαγωγές(70). Η ευρωπαϊκή ένωση εμπορίας βοοειδών και βοείου κρέατος ("UECBV") έγραψε εξάλλου στην Επιτροπή στις 16 Ιανουαρίου 2002 για να καταγγείλει την συμφωνία και την ζημία που υπέστη λόγω του αποκλεισμού των σφαγείων ορισμένων εκ των μελών της. (45) Στις 31 Οκτωβρίου 2001 πραγματοποιήθηκε στο Rungis νέα συνεδρίαση μεταξύ των μερών που υπέγραψαν τη συμφωνία, με πρωτοβουλία της FNICGV(71), η οποία ανησυχούσε επειδή τα μέλη της δυσκολεύονταν να τηρήσουν την προσωρινή αναστολή των εισαγωγών. Οι ομοσπονδίες που υπέγραψαν τη συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001 κατέληξαν σε νέα συμβιβαστική λύση (το "πρωτόκολλο του Rungis"), διατυπωμένη ως εξής: "Δεδομένης της άνευ προηγουμένου κρίσης που πλήττει τους παραγωγούς, οι εκπρόσωποι των κτηνοτρόφων ζητούν από τους εισαγωγείς/εξαγωγείς να αντιληφθούν την σοβαρότητα της κρίσης. Οι εισαγωγείς/εξαγωγείς, από την πλευρά τους, δεσμεύονται να επιδείξουν αλληλεγγύη"(72). 1.7. Η ανανέωση της συμφωνίας μετά το τέλος Νοεμβρίου 1.7.1. Προετοιμασία της παράτασης της συμφωνίας (46) Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001 είχε συναφθεί αρχικά για μια περίοδο η οποία έληγε στις 30 Νοεμβρίου 2001. Ήταν ωστόσο προφανές ότι προβλεπόταν η ανανέωση της συμφωνίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 41 της παρούσας απόφασης). (47) Τα έγγραφα που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή δείχνουν ότι, από τα μέσα Νοεμβρίου, είχε τεθεί το ζήτημα της συνέχειας που έπρεπε να δοθεί στη συμφωνία. (48) Ως εκ τούτου, στις χειρόγραφες σημειώσεις του διευθυντή της FNB, που βρήκε η Επιτροπή κατά την εξακρίβωση στις εγκαταστάσεις της ομοσπονδίας αυτής, αναφέρεται, υπό τον τίτλο "μέλλον της συμφωνίας"(73): "εισαγωγές: αδύνατον να ξαναϋπογράψουμε. Ποιες οι προδιαγραφές για δράση (...) Ποια η 'επίσημη θέση'; Πρέπει αναφερθεί δημόσια η ανάμειξη της Επιτ.; Ναι. Ευχόμαστε συμπεριφορά 'υπεύθυνων πολιτών' και 'προσέχουμε ενημερ. καταν.', 'πλεονεκτήματα συναφών τομέων'". Μετά από έναν υπότιτλο "οι τιμές", αναφέρεται ιδίως: "δύσκολο να ξαναϋπογραφούν τα κείμενα. Να συμφωνήσουμε (;). Πως θα οργανωθεί η πίεση; (...) εμπειρία JB-PDL: συστάσεις! Σύσταση FNB: μετά την καταγγελία της συμφωνίας θα εξακολουθήσουμε να θεωρούμε ότι οι κτηνοτρόφοι μπορούν να λαμβάνουν τις τιμές της κλίμακας"(74). (49) Σχετικά με συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2001 (το έγγραφο δεν επιτρέπει την αναγνώριση των συμμετεχόντων), ο διευθυντής της FNB σημειώνει ιδίως: "μόνιμη παρενόχληση: συνεχής παρουσία. Χωρίς δημοσιότητα. Συνέχιση των εισαγ. (...). Εισαγωγές: δεν πρέπει να λέγεται, ούτε φυσικά και γράφεται"(75). (50) Οι χειρόγραφες σημειώσεις του διευθυντή της FNB αναφέρονται επίσης σε συζητήσεις οι οποίες δεν έχουν ημερομηνία αλλά, βάσει του περιεχομένου τους, πρέπει να πραγματοποιήθηκαν ανάμεσα στις 22 και τις 27 Νοεμβρίου 2001. Υπό τον γενικό τίτλο "συμφωνία του τομέα: τι προοπτικές μετά το τέλος Νοεμβρίου;", αναφέρεται: "λύση 1: συνεχίζουμε με γραπτή συμφωνία: άρνηση FNICGV, πβ Επιτροπή. Λύση 2: ανάπτυξη της συμφωνίας"(76). (51) Από ορισμένα έγγραφα προκύπτει ότι, μέχρι μια ημερομηνία προς το τέλος Νοεμβρίου, προβλεπόταν το ενδεχόμενο ανανέωσης της συμφωνίας. (52) Ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 28 Νοεμβρίου 2001, το οποίο απεστάλη από εκπρόσωπο της FRSEA-Bretagne στην FNB και στους προέδρους των τοπικών ομοσπονδιών της περιοχής του αναφέρει: "συνέχιση της κλίμακας τις προσεχείς εβδομάδες: όλοι οι σφαγείς που συναντήσαμε δήλωσαν πρόθυμοι να διατηρήσουν την κλίμακα στο μέτρο που οι εμπορευόμενοι δεσμεύονται να κάνουν το ίδιο"(77). (53) Ένα άλλο ηλεκτρονικό μήνυμα που απεστάλη στην FNB στις 26 Νοεμβρίου 2001 από το διαμέρισμα Côtes-d'Armor περιλαμβάνει τα εξής: αφού υποδεικνύει ότι η κλίμακα "εφαρμόζεται ορθά" στα τρία σφαγεία που αποτέλεσαν αντικείμενο επίσκεψης, συνεχίζει: "τα σφαγεία αυτά δεσμεύτηκαν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν την κλίμακα αν σε εθνικό επίπεδο οι διεπαγγελματικοί φορείς ανανεώσουν την δέσμευσή τους να εφαρμόσουν την εν λόγω κλίμακα. Ελπίζουμε ότι οι αυριανές διαπραγματεύσεις θα είναι επιτυχείς και ότι θα μπορέσουμε να τους ζητήσουμε να δεσμευτούν σχετικά με την εφαρμογή"(78). 1.7.2. Η μη ανανέωση της συμφωνίας (54) Στις 19 Νοεμβρίου 2001, δηλαδή μερικές ημέρες μετά την παραλαβή της αίτησης παροχής πληροφοριών της Επιτροπής (βλέπε αιτιολογική σκέψη 3 της παρούσας απόφασης), ο πρόεδρος της FNICGV, έχοντας επίγνωση του κινδύνου επιβολής προστίμων που αντιμετώπιζαν τα μέλη της ομοσπονδίας αυτής για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, πληροφόρησε τον πρόεδρο της FNSEA ότι ήταν "υποχρεωμένος να επισπεύσει στις 19 Νοεμβρίου την λήξη της συμφωνίας που αρχικά προβλεπόταν για τις 30 Νοεμβρίου 2001"(79). (55) Σε απάντηση στην προειδοποιητική επιστολή της Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 2001 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 4 της παρούσας απόφασης), όλες οι ομοσπονδίες απάντησαν ότι η συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001 δεν επρόκειτο να παραταθεί πέραν της 30ης Νοεμβρίου, ενώ καθεμία τόνιζε ότι η συμφωνία είχε ήδη καταγγελθεί μερικές ημέρες νωρίτερα από ένα από τα μέρη. (56) Ένα έγγραφο που προέρχεται από την FNICGV με τίτλο "info flash" της 30ής Νοεμβρίου 2001 αναφέρει μια συνάντηση στις 29 Νοεμβρίου 2001. Ειδικότερα αναφέρει: "Η κλίμακα των ελάχιστων τιμών αγοράς για τις αποσυρθείσες από την παραγωγή αγελάδες που καταρτίσθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2001 δεν έχει και δεν πρόκειται να ανανεωθεί. Αυτό είναι το συμπέρασμα της συνεδρίασης μεταξύ των υπογραφόντων την συμφωνία που πραγματοποιήθηκε χθες στο Παρίσι"(80). 1.7.3. Η συνεδρίαση της 29ης Νοεμβρίου 2001 (57) Οι χειρόγραφες σημειώσεις του διευθυντή της FNB, που βρέθηκαν κατά την εξακρίβωση στην έδρα της ομοσπονδίας, περιλαμβάνουν ορισμένα τμήματα που αφορούν την συνεδρίαση αυτή. Σε μια σελίδα που φέρει επάνω δεξιά την ένδειξη σε περίγραμμα "συνεδρίαση Πέμπτης 29 Νοεμβρίου 8.00" [με βάση το περιεχόμενο, πρόκειται μάλλον για σημειώσεις κατά την προετοιμασία της συνεδρίασης της 29ης Νοεμβρίου], αναφέρεται: "διαπραγμάτευση των κλιμάκων σας σε περιφερειακό επίπεδο. Απάντηση στην Επιτροπή. OK, δεχόμαστε την μη ανανέωση της συμφωνίας. Κλίμακα συστάσεων: θα την αναφέρουμε ξεκάθαρα; Στην συνδικαλιστική εφημερίδα: ναι (υπό μορφή συστάσεων) ... Να μιλήσουμε για ενδεικτικές τιμές"(81). Όσον αφορά την κλίμακα: "δεν μπορεί να ανανεωθεί ως έχει, λόγω του επιλήψιμου χαρακτήρα της. Να συνεχισθεί η πίεση για την εφαρμογή των τιμών παρέμβασης (στην ουσία εφαρμογή της κλίμακας). Χωρίς να επικοινωνούμε σαν τρελοί"(82). (58) Οι χειρόγραφες σημειώσεις αναφέρονται εν συνεχεία στις εξελίξεις σε μια σελίδα που φέρει επάνω δεξιά τον τίτλο "συζήτηση 29 Νοεμβρίου 2001" και συνοδεύεται από μια σειρά αρχικών [η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει όλους τους συμμετέχοντες, αλλά ορισμένα αρχικά αντιστοιχούν σαφώς σε δύο από τους αντιπροέδρους, στον διευθυντή και τον γενικό γραμματέα της FNB, στον διευθυντή της FNPL που είχε υπογράψει το πρωτόκολλο του Rungis εξ ονόματος της ομοσπονδίας αυτής, στον πρόεδρο της FNCBV και στον πρόεδρο της FNICGV. Δύο άλλα αρχικά αντιστοιχούν κατά πάσα πιθανότητα σε εκπροσώπους της CNJA(83)]. Στη συνέχεια αναφέρεται πολλές φορές ότι πρέπει να "συνεχίσουμε"(84). Εξάλλου, δίπλα από τα αρχικά του προέδρου της FNICGV, αναφέρεται: "υπογεγραμμένη συμφωνία: δεν μπορούμε να την συνεχίσουμε. OK για τήρηση καθορισμένης τιμής για την απόσυρση". Ακολουθεί μια σειρά αριθμών και στο περιθώριο η υπογραμμισμένη ένδειξη: "OK συμφωνία"(85). (59) Η επόμενη χειρόγραφη σελίδα περιλαμβάνει μια σειρά εκφράσεων: "ενδεικτική τιμή, τιμή αμοιβής, τιμή στόχου, τιμή στόχου κτηνοτρόφων, στόχοι κτηνοτρόφων". Ακολουθούν τα αρχικά του προέδρου της FNICGV και οι λέξεις: "δεν θα γράψω τίποτα/τηλ.". Στη συνέχεια, με υπότιτλο "ανακ. τύπου", αναφέρεται: "κλίμακα = εναντίον ΕΟΚ, οπότε σταματάμε, αλλά ενεργούμε για πρόβλεψη τιμών, εμείς οι κτηνοτρόφοι, συνδικαλιστικοί στόχοι"(86). (60) Τέλος, υπό τον τίτλο "περίληψη", υπάρχει η ένδειξη: "'συμφωνία' (προφορική/τηλ.) για τήρηση των 'τιμών στόχου κτηνοτρόφων'", η οποία συνοδεύεται από ορισμένες τιμές για διάφορες ποιότητες κρέατος. "Πως: με συνδικαλιστική δράση, συστάσεις"(87). Σε μια άλλη χειρόγραφη σελίδα υπάρχει η ένδειξη "με κοινή συμφωνία δεν θα επικοινωνούμε πλέον γραπτώς"(88). Ένα άλλο χειρόγραφο έγγραφο χωρίς ημερομηνία (αλλά μεταγενέστερο της 27ης Νοεμβρίου 2001) περιλαμβάνει την ακόλουθη ένδειξη, μετά από ένα σήμα "προσοχή": "προσοχή στα γραπτά rarr; συμφωνία"(89) (61) Ορισμένες χειρόγραφες σελίδες αναφέρονται στις δυσκολίες κατανόησης εκ μέρους των τοπικών εκπροσώπων(90). Εξάλλου, η FNB οργάνωσε τηλεφωνική συνδιάσκεψη στις 4 Δεκεμβρίου 2001 με τους περιφερειακούς παράγοντες, προκειμένου να παρουσιάσει την "προσέγγιση για τις 'τιμές στόχου' του βοείου κρέατος"(91). (62) Άλλες χειρόγραφες σημειώσεις περιλαμβάνουν τα εξής: "'συμφωνία [ άλλοι αναγκαστικοί όροι] σχετικά με την συνδικαλιστική τιμή στόχου'. (...) να χαιρετίσουμε στον τύπο την υπεύθυνη συμπεριφορά των σφαγείων (να αναφερθούν τα καλά). 'Συμφωνία για την ηθική της αγοράς'. Συστάσεις συνδικάτων"(92). (63) Σε μια συνέντευξη του προέδρου της FNB στις 4 Δεκεμβρίου 2001, η οποία είναι διαθέσιμη στην ιστοθέση της FNSEA, ο τελευταίος δηλώνει: "την περασμένη εβδομάδα, αναφερθήκαμε στο ενδιαφέρον που παρουσιάζει η κλίμακα αυτή όσον αφορά την επιβράδυνση της πτωτικής τάσης των τιμών. Οι επιχειρήσεις αναγνωρίζουν την επίπτωσή της αλλά θέλουν ταυτόχρονα να συμμορφωθούν προς τις συστάσεις των Βρυξελλών. Στο εξής, δεν θα μιλάμε πια για διεπαγγελματική συμφωνία σχετικά με την κλίμακα αλλά για στόχο σε σχέση με τις κατώτατες τιμές. Υιοθετούμε πάντοτε την έννοια της συνδικαλιστικής κλίμακας". Στην ερώτηση "έλαβαν όλες οι επιχειρήσεις μήνυμα που τους ζητούσε να διατηρήσουν τις τιμές που είχαν συζητηθεί", ο αντιπρόεδρος τη FNB απαντά: "δεν υπάρχει τίποτα γραπτό σχετικά με αυτή τη νέα 'συμφωνία'. Μόνο λόγια. Αλλά με εξαιρετικά μεγάλη σημασία. Οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων σε εθνικό επίπεδο μετάδωσαν προφορικά το περιεχόμενο των συζητήσεών τους". Τέλος, όσον αφορά τις λεπτομέρειες εφαρμογής, ο αντιπρόεδρος δηλώνει: "Όσον αφορά τις τιμές, πρέπει να είναι σύμφωνες με αυτές που συζητήθηκαν την περασμένη εβδομάδα. Αν δεν γίνει αυτό, θα μπλοκάρουμε τα καταγγελθέντα σφαγεία. Εξάλλου, από την Τρίτη, τέσσερις αντιπροσωπείες ζήτησαν και πάλι λογαριασμό από τα τέσσερα σφαγεία της Vendée. Θα έλθουμε σε επαφή για να δούμε αν έλαβαν τις ίδιες με μας εντολές από τις εθνικές τους αρχές. Θα δούμε το βάρος του προφορικού λόγου μετά το σοκ του γραπτού"(93). (64) Επίσης, σε έγγραφο της 5ης Δεκεμβρίου 2001, διαθέσιμο στην ιστοθέση της FDSEA-Vendée καθώς και σε αυτήν της FNSEA, αναφέρονται τα εξής: "η προφορική συμφωνία που εγκρίθηκε στο τέλος της περασμένης εβδομάδας από τον τομέα των βοοειδών αργεί να εφαρμοσθεί στην πράξη. Όπως συνέβη και πριν ένα μήνα. Οι σφαγείς που αντιστέκονται είναι πάντοτε οι ίδιοι. Βέβαια, δεν μιλάμε πια για διεπαγγελματική συμφωνία. 'Ας είναι', εξηγεί η FDSEA, 'αλλά μετατρέπουμε αυτή την κλίμακα που υπογράψαμε πριν από ένα μήνα σε πραγματική συνδικαλιστική κλίμακα μέσω της υποχρέωσης εφαρμογής αυτών των κατώτατων τιμών σε ολόκληρη την επικράτεια'. Ολόκληρος ο τομέας θα πρέπει να επικοινωνήσει σχετικά με τη 'συμφωνία' αυτή στην αρχή της εβδομάδας". Αφού τονίζει ότι κατά μια επίσκεψη σε σφαγείο, ο υπεύθυνος δήλωσε "ότι δεν είχε λάβει τίποτα από τις εθνικές αρχές", το έγγραφο συνεχίζει: "όσον αφορά την άμεση και καθολική εφαρμογή της εν λόγω κλίμακας στο σύνολο της επικράτειας, οι σφαγείς μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στη FDSEA. 'Δευτέρα, αν δεν ξεμπλοκαριστεί τίποτα, θα μπλοκάρουμε και πάλι'. Η FNSEA καλεί όλα τα διαμερίσματα να κάνουν το ίδιο". Αφού αναφέρεται σε συζητήσεις μεταξύ των διαδηλωτών και ενός σφαγέα, το έγγραφο διευκρινίζει: "οι υπεύθυνοι του σφαγείου συνομίλησαν με [τον πρόεδρο της FNICGV]. Ο τελευταίος επιβεβαίωσε τις συζητήσεις της προηγούμενης εβδομάδας". Τέλος, αναφέροντας τα όσα δήλωσε στέλεχος της FDSEA-Vendée, το σημείωμα συνεχίζει: "Όλα τα ζώα που εσφάγησαν στο διαμέρισμα που δεν αντιστοιχούν στην κλίμακα κατώτατων τιμών, πρέπει να υποδεικνύονται στην FDSEA. Με βάση τα στοιχεία αυτά, θα αποφασίσουμε τον αποκλεισμό ή μη των σχετικών επιχειρήσεων. Οι υπεύθυνοι στο διαμέρισμα της Vendée διαβίβασαν κατά τρόπο ενεργό το μήνυμα αυτό σε όλες τις FDSEA που ήταν συγκεντρωμένες στο Παρίσι ως την Πέμπτη. Συνεπώς η κλίμακα ισχύει πάντα. Μπορεί να μην είναι διεπαγγελματική, αλλά είναι συνδικαλιστική. Μέχρι τέλους"(94). 1.7.4. Η συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 2001 (65) Στις 5 Δεκεμβρίου 2001, οργανώθηκε από την FNSEA(95) μια "εθνική ημέρα βοείου κρέατος". Το απόγευμα ήταν αφιερωμένο σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης(96), στην οποία συμμετείχαν διάφοροι εκπρόσωποι των μερών που είχαν υπογράψει τη συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001. (66) Ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε, στις 6 Δεκεμβρίου 2001, ένας εκπρόσωπος της FRSEA-Bretagne στους προέδρους των FDSEA της περιφέρειάς του και το οποίο βρήκε η Επιτροπή κατά την εξακρίβωσή της, αναφέρει: "στη συνέχεια της χθεσινής συνεδρίασης, εντοπίσθηκαν τρεις προτεραιότητες: εξασφάλιση του επιπέδου των μίνι τιμών για τις δαμαλίδες, αποσυμφόρηση των αγορών, προβληματισμός ως προς τον έλεγχο. Σχετικά με το πρώτο σημείο, δεν υφίσταται πλέον επίσημη συμφωνία για τους λόγους που επικαλέσθηκα στο τελευταίο μου μήνυμα, όλοι συμφώνησαν ότι ήταν αναγκαίο να διατηρηθεί, μέσω της πίεσης των συνδικάτων, η τιμή για τις δαμαλίδες στο επίπεδο της προϋπάρχουσας κλίμακας τιμών, ενημερώνοντάς την ανάλογα με τις τιμές που εφαρμόζονται για τις ειδικές αγορές (...) Σχετικά με τις μίνι τιμές, οι εθνικοί πρόεδροι της FNICGV και της FNCBV δήλωσαν ότι έχουν επίγνωση της ανάγκης να διατηρηθούν οι τιμές της αγοράς και ότι θα την μεταδώσουν στα μέλη τους. Ωστόσο, δεν θα υπάρχει καμιά γραπτή συμφωνία σχετικά με το σημείο αυτό και η διατήρηση των τιμών θα εξαρτηθεί από την ικανότητά μας να ασκούμε αρκετή πίεση στον τομέα. Επίσης, σας προτείνω από το τέλος κιόλας της εβδομάδας αυτής να έλθετε σε επαφή (είτε τηλεφωνικά είτε μέσω της αντιπροσωπείας) με σφαγείς του διαμερίσματός σας προκειμένου να εξασφαλίσετε την δέσμευσή τους να διατηρήσουν τις τιμές στην προϋπάρχουσα και ενημερωμένη βάση και να τους προειδοποιήσετε σχετικά με τις συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις τις οποίες θα μπορούσαμε προκαλέσουμε ήδη από την επόμενη εβδομάδα σε περίπτωση μη τήρησης της δέσμευσης αυτής"(97). (67) Σε ένα εβδομαδιαίο ενημερωτικό σημείωμα της FNPL, η εθνική ημερίδα βοείου κρέατος συνοψίζεται ως εξής: "μια συνδικαλιστική ημερίδα που απέτρεψε τον πόλεμο γάλακτος-κρέατος, επικύρωσε την εφαρμογή της κλίμακας και έδωσε σε πολλούς συμμετέχοντες την ευκαιρία να εκφρασθούν. Το μεγαλύτερο μέρος αφιερώθηκε στην παρουσίαση της κατάρτισης και της εφαρμογής των διαφόρων κλιμάκων (βόσκουσες, ΝB στην περιφέρεια Loire και αγελάδες). Συνολικά, η διατήρηση της κλίμακας είναι αναγκαία και εξαρτάται από την πίεση των συνδικάτων ακόμα και αν υπάρχουν προβλήματα εφαρμογής. Ωστόσο, η κλίμακα αυτή αποτελεί ενδιάμεσο στάδιο, ο στόχος είναι να επιτευχθεί η αντιστοιχία της παραγωγής με την αγορά (...) Το απόγευμα αφιερώθηκε στην συζήτηση στρογγυλής τραπέζης. Οι εκπρόσωποι των σφαγέων ([οι πρόεδροι της FNCBV και της FNICGV]) εφαρμόζουν την άγραφη ανανέωση της κλίμακας". Υπό τον τίτλο "πρόβλημα εφαρμογής της κλίμακας ΒΚ", αναφέρεται: "ένα σφαγείο [του διαμερίσματος Saône-et-Loire] δεν εφαρμόζει την κλίμακα, θεωρεί απαράδεκτα τα αιτήματα των παραγωγών και απειλεί ότι, σε περίπτωση συνδικαλιστικής δράσης, θα ειδοποιήσει τις δημόσιες αρχές και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το μήνυμα [του προέδρου της FNICGV] δεν φαίνεται να είναι σαφές ή σοβαρό!"(98). (68) Σε χειρόγραφες σημειώσεις του διευθυντή της FNB, τις οποίες αντέγραψε η Επιτροπή κατά τις εξακριβώσεις στις εγκαταστάσεις της ομοσπονδίας αυτής, έξι σελίδες είναι αφιερωμένες στην εθνική ημερίδα της 5ης Δεκεμβρίου 2001(99). Σχετικά με τις εισαγωγές, αναφέρει "δεν λέμε πια 'κατά των εισαγωγών', καλύτερα RHD"(100). Μετά τα αρχικά του προέδρου της FNSEA, αναφέρεται: "σφάλμα: το να γράψουμε αναστολή των εισαγωγών, αλλά μας κοπάνησαν οι Βρυξέλλες και άλλοι του COPA. Χωρίς να το γράφουμε, ας συνεχίσουμε με τις 'τιμές στόχου' ή τις τιμές κάτω των οποίων δεν θέλουμε να [πέσουν] οι τιμές. Είμαστε βέβαιοι ότι οι εταίροι του τομέα θα δεσμευτούν να τηρήσουν την πολιτική τιμών". Υπάρχει επίσης η ένδειξη: "απαγορεύεται να γράφουμε"(101). (69) Όσον αφορά τη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης της 5ης Δεκεμβρίου 2001, αναφέρεται ιδίως υπό τον τίτλο "συμφωνία της 25ης Οκτωβρίου", μετά τα αρχικά του γενικού γραμματέα της FNB: "στόχος συνδικάτων: συνεχίστε". Ακολουθούν οι παρατηρήσεις των προέδρων της FNCBV και της FNICGV. Για τον πρώτο αναφέρεται: "δεν μπορούμε πια να γράφουμε αλλά συνεχίζουμε". Για τον δεύτερο: "συνεχίζουμε δέσμευση για ΕΤΑ [ειδική τιμή αγοράς]. Περάσαμε το μήνυμα στις επιχειρήσεις μας. Και συνεπώς + 30 έως + 40 λεπτά. Η κλίμακα θα συνεχισθεί ανεπίσημα". Στη συνέχεια, και πάλι ο πρόεδρος της FNCBV: "ναι OK. Αλλά πρέπει να την εφαρμόσουν όλοι"(102). Τέλος, σαν συμπέρασμα, κάτω από τα αρχικά του προέδρου της, FNSEA, αναφέρεται: "η κλίμακα δεν σταματά. Αλλά όχι εγγράφως, στην πράξη. Όσοι δεν συμμορφωθούν, θα δεχτούν επίσκεψη"(103). (70) Σχετικά με το ίδιο θέμα, σε σημείωμα της 14ης Δεκεμβρίου 2001, που δημοσιεύτηκε στην ιστοθέση της FDSEA του διαμερίσματος Marne, ο πρόεδρος της FDB του διαμερίσματος αυτού, είπε τα ακόλουθα: "Εφόσον η συμφωνία που υπεγράφη είναι πλέον αντίθετη προς την ευρωπαϊκή ρύθμιση, θα την εφαρμόσουμε χωρίς υπογραφή (...) Ο πρώτος που θα ξεφύγει από το δρόμο που χαράξαμε θα πρέπει να επαναφερθεί"(104). 1.8. Εφαρμογή της συμφωνίας 1.8.1. Γενικές διατάξεις (71) Όπως προκύπτει από τους όρους που περιέχονται στο ίδιο το κείμενο, το έγγραφο που συνάφθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2001 μεταξύ των έξι ομοσπονδιών αποτελούσε "συμφωνία" η οποία περιελάμβανε "υποχρεώσεις" οι οποίες είχαν αναληφθεί εξ ονόματος των ομοσπονδιών. Το γεγονός ότι οι τελευταίες θεωρούσαν ότι δεσμεύονταν από τις υποχρεώσεις αυτές προκύπτει, εξάλλου, από τις ανακοινώσεις που πραγματοποίησαν αμέσως μετά τη σύναψη της συμφωνίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο, στις 25 Οκτωβρίου 2001, οι τέσσερις γεωργικές ομοσπονδίες απηύθυναν σημείωμα στους εκπροσώπους όλων των τοπικών ή τομεακών ομοσπονδιών, στο οποίο αναφέρεται η "συμφωνία" που επετεύχθη και διευκρινίζεται: "Θα πρέπει στο εξής να είμαστε όλοι πολύ προσεκτικοί όσον αφορά την αυστηρή εφαρμογή της συμφωνίας αυτής στο σύνολο της επικράτειας, αρχίζοντας από την ερχόμενη Δευτέρα"(105). Επίσης, η τηλεομοιοτυπία του προέδρου της FNICGV προς τα μέλη της, στις 24 Οκτωβρίου 2001, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς την ύπαρξη συμφωνίας της οποίας η εφαρμογή ήταν υποχρεωτική(106). Εξάλλου, έτσι κατάλαβαν την συμφωνία και οι εμπορευόμενοι. Τα πρακτικά του δικαστικού επιμελητή που συντάχθηκαν στις 24 Οκτωβρίου 2001 μετά από αίτηση ενός σφαγέα του διαμερίσματος Saône-et-Loire αναφέρουν ότι ο εκπρόσωπος της FDSEA ήθελε να συνάψει συμφωνία με τον εν λόγω σφαγέα. Ο τελευταίος "διευκρίνισε ότι αυτό δεν είχε νόημα δεδομένου ότι εφαρμόζονταν ήδη εθνικές συμφωνίες σε ολόκληρη την επικράτεια"(107). Επίσης, ένα μέλος της FNICGV απάντησε στην προαναφερόμενη τηλεομοιοτυπία του προέδρου της ομοσπονδίας αυτής ότι θα ελάμβανε υπόψη την συμφωνία αυτή (με την οποία διαφωνούσε εξάλλου) και ότι θα "ελάμβανε όλα τα κατάλληλα μέτρα για να συμμορφωθεί προς αυτήν χωρίς καθυστέρηση"(108). (72) Οι γεωργικές ομοσπονδίες, από την πλευρά τους, κάλεσαν αμέσως τα μέλη τους να διαδώσουν όσο το δυνατόν ευρύτερα την συμφωνηθείσα κλίμακα τιμών, να εξασφαλίσουν την εφαρμογή της(109) και να ανακοινώνουν αμέσως όλες τις περιπτώσεις μη εφαρμογής της κλίμακας(110). Ο πρόεδρος της FDSEA-Vendée δήλωσε σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στις 2 Νοεμβρίου 2001 στην εφημερίδα "La Vendée agricole": "η εποχή των συζητήσεων έχει περάσει. Οι εθνικές ομοσπονδίες σύναψαν συμφωνία με την FNSEA και τις ειδικευμένες οργανώσεις της στις 25 Οκτωβρίου, στις 9 το πρωί. Η κλίμακα αυτή θα εφαρμόζεται στο εξής σε ολόκληρη την επικράτεια και σε όλες τις επιχειρήσεις"(111). (73) Εξάλλου, για να "επικυρωθεί" η εθνική συμφωνία στην πράξη, συνάφθηκαν πολλές τοπικές συμφωνίες(112). Επρόκειτο για συμφωνίες μεταξύ των τοπικών γεωργικών ομοσπονδιών (συνήθως σε επίπεδο διαμερίσματος) και ενός ή περισσοτέρων μεμονωμένων σφαγέων. Η σύναψη των εν λόγω συμφωνιών, σε αντάλλαγμα της άρσης του αποκλεισμού των σφαγείων, πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά τη σύναψη της εθνικής συμφωνίας, αλλά και καθόλη τη διάρκεια του μηνός Νοεμβρίου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι συμφωνίες για την τήρηση της εθνικής συμφωνίας ήταν μόνο προφορικές(113). (74) Γενικά, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι τοπικές συμφωνίες ήταν πιστά αντίγραφα της εθνικής συμφωνίας της 24ης Οκτωβρίου 2001(114). Όταν δεν συνάπτονταν τοπικές συμφωνίες, οι σφαγείς υφίσταντο αποκλεισμό των βιομηχανικών τους εγκαταστάσεων, έως ότου υπέγραφαν τη συμφωνία(115). Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι σφαγείς δεν ενέδωσαν και έλαβαν από τις γαλλικές δικαστικές αρχές εντολές έξωσης(116). (75) Πάντως, μερικές φορές, οι συμφωνίες εκτείνονταν πέραν των όσων είχαν προβλεφθεί. Ειδικότερα, ενώ το μέρος της συμφωνίας της 24ης Οκτωβρίου 2001 που αφορούσε την αναστολή των εισαγωγών είχε αναδιατυπωθεί με το πρωτόκολλο του Rungis της 31ης Οκτωβρίου 2001, από το φάκελο προκύπτει ότι οι τοπικές συμφωνίες που συνάφθηκαν τον Νοέμβριο περιελάμβαναν ρητή προσωρινή απαγόρευση των εισαγωγών(117). Σε μια περίπτωση που γνωρίζει η Επιτροπή, η τοπική συμφωνία συνάφθηκε από άλλους φορείς του τομέα, όπως το τοπικό συνδικάτο εμπόρων βοοειδών(118). (76) Την επομένη της υπογραφής της τοπικής συμφωνίας, φαίνεται ότι συζητήθηκε το θέμα της ανάμειξης των ανάντη τομέων. Ειδικότερα, προβλεπόταν η ανάμειξη των τομέων της διανομής σε μεγάλη κλίμακα και της συλλογικής εστίασης. Τα στοιχεία του φακέλου δεν επιτρέπουν να συναχθεί ότι οι τομείς αυτοί θα είχαν λάβει μέρος στην έγκριση ή την εφαρμογή της κλίμακας(119). Στις απαντήσεις τους στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 9ης Νοεμβρίου 2001, οι ομοσπονδίες επιβεβαίωσαν ότι δεν διέθεταν έγγραφα που είχαν αποτελέσει αντικείμενο ανταλλαγής με τους διανομείς σχετικά με την καταγγελθείσα συμφωνία. 1.8.2. Οι εισαγωγές (77) Όπως αναφέρεται ανωτέρω, η συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001 περιελάμβανε την υποχρέωση "προσωρινής αναστολής των εισαγωγών", η οποία ίσχυε για όλα τα προϊόντα βοοειδών. Στις 31 Οκτωβρίου 2001, το πρωτόκολλο του Rungis απάλυνε τους όρους της συμφωνίας αυτής, με το να προβλέπει απλώς μια "αλληλεγγύη". (78) Τα στατιστικά στοιχεία τα οποία διαθέτει η Επιτροπή δείχνουν ότι κατά την εβδομάδα που ακολούθησε την υπογραφή της συμφωνίας, το ποσοστό βοείου κρέατος μη γαλλικής προέλευσης που πωλήθηκε στην αγορά του Rungis μειώθηκε, αλλά όχι σημαντικά. Το επίπεδο παρέμεινε, συνεπώς, ανώτερο από αυτό που είχε παρατηρηθεί δύο εβδομάδες προηγουμένως(120). Η FNICGV παρουσίασε επίσης, συνημμένους στην απάντησή της στην προειδοποιητική επιστολή (βλέπε αιτιολογική σκέψη 4 της παρούσας απόφασης) πίνακες με το όγκο των εισαγωγών που τέθηκαν σε εμπορία στο Rungis κατά την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου έως την 26η Οκτωβρίου 2001 και κατά την περίοδο από την 1η Νοεμβρίου έως την 27η Νοεμβρίου 2001. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι οι εισαγόμενες ποσότητες που διήλθαν από την αγορά του Rungis όχι μόνο δεν μειώθηκαν τον Νοέμβριο σε σχέση με τον Οκτώβριο, αλλά σημείωσαν αύξηση(121). Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι, στα παραρτήματα 5 και 6 της απάντησής της στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, η FNICGV παρουσίασε δύο νέους πίνακες, έναν με τίτλο "πίνακας εισαγωγών βοείου κρέατος στην γαλλική αγορά", και τον δεύτερο με τίτλο "πίνακας εισαγωγών νωπού βοείου κρέατος στην γαλλική αγορά". Οι πίνακες αυτοί δείχνουν αισθητή πτώση των εισαγωγών τον Νοέμβριο 2001 σε σχέση με τον Οκτώβριο 2001, και τον Δεκέμβριο 2001 σε σχέση με τον Νοέμβριο 2001. Αντίθετα, τον Ιανουάριο 2002, τα επίπεδα των εισαγωγών παρουσίασαν σημαντική ανάκαμψη. Έτσι, μεταξύ του Οκτωβρίου και του Δεκεμβρίου 2001, οι εισαγωγές από τη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες, κύριες εξαγωγικές χώρες προς τη Γαλλία, μειώθηκαν κατά περισσότερο από 25 % και 14 % αντίστοιχα, πριν αυξηθούν και πάλι κατά 24 και 29 % τον Ιανουάριο 2002. Κατά την ακρόαση, ο εκπρόσωπος της FNICGV εξήγησε ότι επρόκειτο μάλλον για φυσικά κυκλικά φαινόμενα γι' αυτή την εποχή του έτους(122) και ότι οι διακυμάνσεις αυτές μπορούσαν να οφείλονται σε άλλους παράγοντες εκτός της συμφωνίας. (79) Εξάλλου, είναι σκόπιμο να τονισθεί ότι οι συμφωνίες που συνάφθηκαν μετά την συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου περιελάμβαναν διάταξη αναστολής των εισαγωγών. Όμως, τίποτα δεν δείχνει ότι το πρωτόκολλο του Rungis επηρέασε τις προηγούμενες τοπικές συμφωνίες. Εξάλλου, παρά το πρωτόκολλο αυτό, οι συμφωνίες που συνάφθηκαν μετά την 31η Οκτωβρίου 2001 περιελάμβαναν πάντοτε διάταξη αναστολής των εισαγωγών· πράγματι, γινόταν πάντοτε αναφορά στην "δέσμευση προσωρινής αναστολής των εισαγωγών (συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών) μέχρι τις νέες εθνικές διαπραγματεύσεις"(123). (80) Την ημέρα της υπογραφής της συμφωνίας της 24ης Οκτωβρίου 2001, τα στελέχη της FNB και της FNSEA κάλεσαν τα μέλη τους να μποϋκοτάρουν τα κρέατα μη γαλλικής προέλευσης και απείλησαν όσους δεν θα υπάκουαν με αντίποινα(124). Από τις 30 Οκτωβρίου, άρχισαν να πραγματοποιούνται διαδηλώσεις εκτροφέων οι οποίοι κατέστρεφαν κρέατα προέλευσης άλλων κρατών μελών(125). Διάφορα έγγραφα (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, σημειώματα, ανακοινώσεις στην ιστοθέση της FDSEA) παρέχουν αποδείξεις των δράσεων "ελέγχου" της προέλευσης των κρεάτων που πραγματοποίησαν οι τοπικές γεωργικές ομοσπονδίες σε διάφορα διαμερίσματα τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο. Σε μα τηλεομοιοτυπία της FRSEA Basse-Normandie προς τον διευθυντή της FNB στις 9 Νοεμβρίου 2001, αναφέρεται ιδίως: "(τα διαμερίσματα) Orne και Calvados ελέγχουν τα φορτηγά με εισαγόμενα κρέατα: τίποτα προς ανακοίνωση"(126). Ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 13ης Νοεμβρίου 2001, απευθυνόμενο στην FNB με τίτλο "έλεγχοι εισαγωγών βοείου κρέατος στην Loir-et-Cher" αναφέρει τα εξής: "αναλάβαμε δράση σήμερα το πρωί για να ελέγξουμε την προέλευση του βοείου κρέατος. Βρήκαμε κρέας που προερχόταν από την Ολλανδία, τη Γερμανία, την Πολωνία"(127). Σε τηλεομοιοτυπία που απέστειλε ένας εκπρόσωπος της FDSEA Maine-et-Loire στον διευθυντή της FNB στις 11 Δεκεμβρίου 2001, με τίτλο "έλεγχος στα σφαγεία του διαμερίσματος Maine-et-Loire", αναφέρεται ιδίως: "δεν διαπιστώθηκε καμία ανωμαλία - κλίμακα εφαρμόζεται - όχι εισαγωγές"(128). 1.8.3. Οι τιμές (81) Από τους πίνακες των μέσων τιμών ανά εβδομάδα για τις διάφορες κατηγορίες κρεάτων, τους οποίους κατήρτισαν οι ομοσπονδίες σε απάντηση στην αίτηση παροχής πληροφοριών (βλέπε αιτιολογική σκέψη 3 της παρούσας απόφασης) προκύπτει ότι, για κάθε μια από τις κατηγορίες αυτές, η τιμή άρχισε να αυξάνεται από την 43η εβδομάδα (εβδομάδα υπογραφής τη συμφωνίας της 24ης Οκτωβρίου 2001) μετά από 20 περίπου εβδομάδες πτώσης(129) (βλέπε αιτιολογική σκέψη 14 της παρούσας απόφασης). (82) Η εφαρμογή και οι συνέπειες της κλίμακας της 24ης Οκτωβρίου 2001 αποδεικνύονται από μια σειρά στοιχείων. (83) Πρώτον, πολλά έγγραφα αναφέρουν την διάδοση της κλίμακας είτε μέσω του τύπου, είτε μέσω επιστολών προς τους συμμετέχοντες(130). (84) Δεύτερον, σε ένα έγγραφο με τίτλο "εφαρμογή και εποπτεία της συνδικαλιστικής κλίμακας", το οποίο είναι διαθέσιμο στην ιστοθέση της FNSEA και φέρει ημερομηνία 14 Νοεμβρίου 2001, ο αντιπρόεδρος της FNB δηλώνει τα εξής: "παρά τις αρχικές δυσκολίες, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο ολοκληρώθηκε η εφαρμογή της κλίμακας στα 4 σφαγεία του διαμερίσματος [Vendée]", γεγονός που διαπιστώθηκε στη συνέχεια εξακριβώσεων στα εν λόγω σφαγεία. Το ίδιο έγγραφο υποδεικνύει ότι "οι επιθεωρήσεις θα συνεχισθούν σε εντατικό ρυθμό"(131). (85) Τρίτον, σε ένα σημείωμα της FNSEA της 7ης Νοεμβρίου 2001 με τίτλο "βόειο κρέας: επικρατούσα κατάσταση", αναφέρεται: "επί του παρόντος φαίνεται ότι η κλίμακα εφαρμόζεται σχετικά καλά στις κατηγορίες O και P. Δεν εφαρμόζεται τόσο καλά στις κρεατοπαραγωγικές φυλές, ιδίως στις αγελάδες R για τις οποίες η διαφορά τιμής είναι πολύ μεγάλη"(132). Σε σημείωμα της ίδιας ομοσπονδίας της 15ης Νοεμβρίου 2001, αναφέρεται, σχετικά με την κλίμακα τιμών, υπό τον τίτλο "τομεακοί φάκελοι - 1. Βόειο κρέας": "η κλίμακα αυτή τηρείται γενικά από τους εμπορευόμενους, ακόμα και αν μερικές φορές είναι αναγκαία η δράση εκ μέρους των συνδικάτων"(133). Ένα τρίτο σημείωμα, χωρίς ημερομηνία αλλά γραμμένο μάλλον μεταξύ της 9ης και της 15ης Νοεμβρίου(134), δείχνει ότι "παρατηρήθηκαν σημαντικές επιπτώσεις όσον αφορά τις αγελάδες U και R και λιγότερο αισθητές για τις αγελάδες O και P. Πρόβλημα υποβάθμισης κατά την εφαρμογή της κλίμακας". (86) Τέταρτον, σε επιστολή της 20ής Νοεμβρίου 2001, ο πρόεδρος της FDB Aude διαπιστώνει ότι "μας επιβεβαιώθηκε ότι η εφαρμογή της συμφωνίας αυτής δεν τηρείται πάντοτε ή τηρείται κάτω από ορισμένους όρους που καθορίζει ο αγοραστής"(135). Σε τηλεομοιοτυπία της 19ης Νοεμβρίου 2001 της FDSEA Finistère προς την FNB, υπάρχει η ακόλουθη χειρόγραφη ένδειξη: "δεν λάβαμε παράπονα από τους κτηνοτρόφους σχετικά με τη μη τήρηση της κλίμακας"(136). Σε τηλεομοιοτυπία της FDSEA Pas-de-Calais προς την FNB της 29ης Νοεμβρίου 2001, με τίτλο "τήρηση της κλίμακας", αναφέρεται: "σε γενικές γραμμές, η κλίμακα τηρήθηκε από την πρώτη εβδομάδα. Οι τιμές ήταν ελαφρά ανώτερες των Ε2 και Ε3, αλλά μετά μειώθηκαν κατά τις Ε4 και Ε5. Η παρουσία ενός εκπροσώπου της FDSEA που κατέγραφε όλες τις τιμές στην αγορά ανησύχησε τους σφαγείς οι οποίοι σεβάσθηκαν την κλίμακα"(137). (87) Πέμπτον, ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς την FNB στις 26 Νοεμβρίου 2001 από το διαμέρισμα Côtes-d'Armor αναφέρει τα εξής: "σήμερα το πρωί 150 κτηνοτρόφοι πήγαν σε τρία σφαγεία (...). Διαπίστωσαν ότι η κλίμακα των ελάχιστων τιμών εφαρμόζεται ορθά"(138). Ένα άλλο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον πρόεδρο της FRSEA Bretagne προς, ιδίως, την FNB, στις 28 Νοεμβρίου 2001, αναφέρει επίσης την τήρηση της κλίμακας από τα σφαγεία που είχαν τύχει επίσκεψης· η τήρηση θεωρείται "πλήρης" ή "ολική" ανάλογα με τις περιπτώσεις(139). (88) Έκτον, οι χειρόγραφες σημειώσεις του διευθυντή της FNB, φέρουν παρόμοιες ενδείξεις. Για παράδειγμα, σχετικά με συνεδρίαση του Συμβουλίου της FNB(140), αναφέρεται, όσον αφορά το διαμέρισμα Ανeyron: "πβ σε μεταρρύθμιση άνιση εφαρμ. κλίμακας", και όσον αφορά το διαμέρισμα Cantal: "κλίμακα: πβ σε Μ"(141). Λίγο πιο κάτω, υπό τον τίτλο "'συμφωνία του τομέα': προοπτικές μετά το τέλος Νοεμβρίου;", αναφέρεται: "ισολογισμός. Σκέλος 'κλίμακα τιμών': αύξηση των τιμών κατά 0,75 F/kg διαπιστώθηκε για αγελάδες R και U την εβδομάδα ..., και κατά ορισμένα cts/kg για αγελάδες P και O. Εκτός από το διαμέρισμα Αngers, οι περιφερειακές τιμές στην είσοδο του σφαγείου δεν είναι ευθυγραμμισμένες με την κλίμακα"(142). Τέλος, χειρόγραφες σημειώσεις από μια περιφερειακή συνεδρίαση στο Clermont-Ferrand στις 3 Δεκεμβρίου 2001 αναφέρονται στην κλίμακα τιμών "δουλεύει: κερδίζουμε το στοίχημα. Η κατάσταση αντιστρέφεται"(143). (89) Η θέση σε εφαρμογή της κλίμακας τιμών που κατήρτισαν οι γεωργικές συνδικαλιστικές οργανώσεις και σχετικά με την οποία συμφώνησαν οι ομοσπονδίες σφαγέων στα τέλη Νοεμβρίου - αρχές Δεκεμβρίου 2001 αποδεικνύεται επίσης από πολλά έγγραφα. (90) Πρώτον, η εν λόγω κλίμακα τιμών δημοσιεύτηκε στον τύπο υπό τον τίτλο "συνδικαλιστικές συστάσεις"(144). (91) Εξάλλου, την επομένη της συνεδρίασης της 5ης Δεκεμβρίου 2001, ο πρόεδρος της FNSEA απευθύνθηκε σε όλους τους προέδρους των τοπικών και ειδικευμένων ομοσπονδιών και τους κάλεσε "να κινητοποιήσουν το δίκτυό [τους] για να ελέγξουν, από την Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου τις εφαρμοζόμενες από τους εμπόρους του τομέα τους τιμές αγοράς των βοοειδών"(145). (92) Μια τηλεομοιοτυπία της FDSEA του διαμερίσματος Maine-et-Loire προς την FNB, στις 11 Δεκεμβρίου 2001, περιλαμβάνει τα αποτελέσματα μιας "εξακρίβωσης" η οποία πραγματοποιήθηκε από γεωργούς σε σφαγεία του διαμερίσματος. Υπάρχει η ένδειξη: "κλίμακα εφαρμόζεται", αν και ο γράφων εκφράζει την έκπληξή του για την άριστη αυτή εφαρμογή και αναρωτιέται μήπως οι γεωργοί "ξεγελάστηκαν"(146). (93) Διάφορα άρθρα που δημοσιεύτηκαν στην ιστοθέση της FDSEA αναφέρουν νέες περιπτώσεις αποκλεισμού σφαγείων στα μέσα Δεκεμβρίου 2001. Από τις 17 έως τις 19 Δεκεμβρίου, αποκλείσθηκαν τα σφαγεία μιας ομάδας σφαγέων, "η μόνη στην Γαλλία που αντιτίθεται στην εφαρμογή της κλίμακας τιμών" σύμφωνα με ένα από τα άρθρα αυτά. Η ομάδα αναγκάσθηκε να δεχθεί να εφαρμόσει την κλίμακα τιμών έως τις 11 Ιανουαρίου 2002(147). (94) Κατά τις εξακριβώσεις στις εγκαταστάσεις της FNB, ελήφθη αντίγραφο μιας σελίδας που φέρει στο επάνω μέρος την ένδειξη "φαξ από την FDSEA 79, 13/12/01, 17:31". Το έγγραφο αυτό φέρει τον τίτλο "συμφωνία 25 Οκτωβρίου 2001 (ανανέωση) υπογεγραμμένη και εφαρμοστέα από την FNSEA, την FNB, την FNICGV και την FNCBV/SICA" και περιέχει πίνακα "συνδικαλιστική κλίμακα" "ελάχιστων τιμών". Στο κάτω μέρος της σελίδας αναφέρεται: "όλες οι οικογένειες που έχουν συνυπογράψει τη συμφωνία αυτή ζήτησαν από τις γεωργικές και επαγγελματικές συνδικαλιστικές οργανώσεις να λάβουν μέτρα για να εξασφαλίσουν την τήρηση της κλίμακας, με κάθε ενέργεια που θεωρούν ότι μπορεί να δικαιολογήσει παρέμβαση σε κάθε εμπορευόμενο του τομέα"(148). Πρέπει να σημειωθεί ότι ένα όμοιο έγγραφο διαβιβάσθηκε από την FDSEA-Deux-Sèvres σε σφαγέα στις 13 Δεκεμβρίου 2001(149). (95) Τέλος, διαπιστώθηκε ότι ορισμένα έγγραφα υπογραμμίζουν την σχέση μεταξύ του ελέγχου των εισαγωγών και του ελέγχου των τιμών. Για τον λόγο αυτό, στις 24 Οκτωβρίου 2001, ημέρα κατά την οποία οι έξι ομοσπονδίες συζήτησαν σχετικά με την κλίμακα των τιμών, η γαλλική ομοσπονδία ζωεμπόρων απέστειλε επιστολή στον γάλλο υπουργό Γεωργίας, η οποία αναφέρει: "σε καθεστώς οικονομίας της αγοράς, δεν είναι δυνατός ο αυθαίρετος καθορισμός των τιμών, χωρίς την ταυτόχρονη εγκατάσταση μιας ολόκληρης σειράς προστατευτικών μέσων στα σύνορα κατά του ανταγωνισμού από ξένες χώρες"(150). Εξάλλου, από τις 11 Οκτωβρίου 2001, όταν συζητούσε την καθιέρωση μιας κλίμακας ελάχιστων τιμών, η FNB είχε επίγνωση ότι θα έπρεπε να αναληφθούν πολλές δράσεις για να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα. Η πρώτη από τις δράσεις αυτές που απαριθμούνται από την FNB σε ένα "πληροφοριακό σημείωμα για τον τομέα των βοοειδών" αφορούσε τις εισαγωγές, ιδίως στον τομέα της εστίασης εκτός της κατοικίας(151). Εξάλλου, από τα δημόσια έγγραφα που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, είτε πρόκειται για άρθρα στον τύπο είτε για άρθρα που περιέχονται στην ιστοθέση της FNSEA και της FDSEA, προκύπτει ότι οι "έλεγχοι" που διενεργήθηκαν στα σφαγεία από τις γεωργικές ομοσπονδίες από τον Οκτώβριο ως τον Δεκέμβριο αφορούσαν συστηματικά τις εφαρμοζόμενες τιμές και την παρουσία ή μη εισαγόμενου κρέατος. 2. ΚΥΡΙΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ (96) Στις γραπτές απαντήσεις τους στην κοινοποίηση των αιτιάσεων της Επιτροπής και κατά την ακρόαση, οι διάφορες ομοσπονδίες υπέβαλαν τα ακόλουθα επιχειρήματα. (97) Η FNSEA υποστηρίζει, κυρίως, ότι: - η συμφωνία δεν μπορεί να αποσπασθεί από το πλαίσιο εντός του οποίου υπογράφηκε, δηλαδή της άνευ προηγουμένου κρίσης που έπληττε τον τομέα του βοείου κρέατος από τον Οκτώβριο 2000. Η κρίση αυτή οδήγησε σε αισθητή μείωση των τιμών, χωρίς να υπάρχει ελπίδα μεσοπρόθεσμης ανάκαμψης. Τα κοινοτικά μέτρα γα την αντιμετώπιση της κρίσης, τα οποία δεν τηρήθηκαν από ορισμένα κράτη μέλη, αποδείχθηκαν ανεπαρκή. Πέραν της κρίσης του τομέα, προέκυψε και μια άλλη κρίση σε ανθρώπινο επίπεδο που έπληξε τους κτηνοτρόφους, οι οποίοι προέβησαν σε συχνά βίαιες διαδηλώσεις. Η κατάσταση αυτή άρχισε να απειλεί σοβαρά τη δημόσια τάξη. Η συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001, η οποία αποσκοπούσε κυρίως στον συμβιβασμό, "ήταν ο μόνος τρόπος για να επαναφέρουμε την ελπίδα και την κοινωνική ειρήνη"(152), - η FNSEA δεν είναι ούτε επιχείρηση, ούτε ένωση επιχειρήσεων. Πρόκειται για μια επαγγελματική συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία δεν έχει τα μέσα να υποχρεώνει τα μέλη της. Υποστηρίζει ότι η συμφωνία δεν ήταν ποτέ αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, αλλά εντασσόταν "στο πλαίσιο της προστασίας των επαγγελματικών συμφερόντων" των κτηνοτρόφων, γεγονός που αποτελεί "αποστολή γενικού ενδιαφέροντος"(153). Η FNSEA υπογράμμισε επίσης ότι η FNCBV είναι ένωση συνεταιρισμών. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία μεταξύ ενός συνεταιρισμού και των μελών του, - η συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001 δεν ανανεώθηκε. Ωστόσο, οι αποφάσεις δεν διαδίδονται αμέσως σε τοπικό επίπεδο και, σε κάθε περίπτωση, η μη παράταση της συμφωνίας δεν απαγορεύει τη συνέχιση της συνδικαλιστικής δράσης, - το σκέλος της συμφωνίας που αφορά τις εισαγωγές "ήταν αμφισβητήσιμο από την φύση του"(154)· ωστόσο, αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση μιας εξαιρετικής κατάστασης, είχε μικρή διάρκεια εφόσον "έληξε στο τέλος του Νοεμβρίου 2001"(155) και δεν είχε καμία επίπτωση, - η συμφωνία σχετικά με τις τιμές δεν αποτελεί παράνομη πράξη. Σε κάθε περίπτωση, εμπίπτει στην δεύτερη εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 2 του κανονισμού αριθ. 26. Πράγματι, η συμφωνία αποδεικνύεται "αναγκαία" για την επίτευξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής που απαριθμούνται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ), της συνθήκης και δεν "αντίκειται στην επίτευξη των άλλων στόχων του άρθρου 33"(156), - ο υπουργός Γεωργίας προώθησε δημοσίως την υπογραφή της συμφωνίας, - όσον αφορά τις εισαγωγές, η παράβαση σταμάτησε πολύ γρήγορα. Τα στοιχεία που διαθέτει η Επιτροπή μετά την 1η Δεκεμβρίου δεν αποδεικνύουν την επέκταση της διάρκειας πέραν της ημερομηνίας αυτής, - σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου συνάφθηκε η συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001, την μικρή διάρκεια του σκέλους "εισαγωγές" και την απουσία επιπτώσεων, δεν θα έπρεπε να επιβληθεί ουδέν πρόστιμο. (98) Η FNB και η FNPL δήλωσαν ότι συμφωνούν με τις παρατηρήσεις της FNSEA. Η FNPL υπογράμμισε και αυτή το γεγονός ότι αποτελεί ένωση συνδικαλιστικών οργανώσεων, μέλος της FNSEA. (99) Η JA παρέθεσε τα ακόλουθα επιχειρήματα: - η κρίση που πλήττει τον τομέα των βοοειδών από τον Οκτώβριο 2000 ήταν άνευ προηγουμένου. Οδήγησε σε σημαντική απώλεια εισοδημάτων για τους κτηνοτρόφους, χωρίς προοπτικές βελτίωσης. Είχε σαν αποτέλεσμα μια βαθιά κοινωνική κρίση. Κατά την ακρόαση, η JA τόνισε ιδιαίτερα ότι στόχος της συμφωνίας ήταν να μεταδοθεί ένα μήνυμα ελπίδας στους γεωργούς που αντιμετώπιζαν μια σοβαρή ψυχολογική κρίση, - η JA είναι συνδικαλιστική οργάνωση ατόμων, και όχι ένωση επιχειρήσεων, - η συμφωνία σχετικά με την αναστολή των εισαγωγών είχε συμβολικό χαρακτήρα και η διάρκειά της ήταν πολύ μικρή. (100) Η FNCBV υποστήριξε βασικά ότι η συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001 δεν ανανεώθηκε. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν ανανεώθηκε δεν εμπόδισε την συνέχιση της εφαρμογής της κατά τις εβδομάδες που ακολούθησαν. Στην πραγματικότητα, οι επιπτώσεις της συμφωνίας σε εθνικό επίπεδο εξέλιπαν προοδευτικά μέχρι την προηγουμένη των εορτών του τέλους του έτους 2001. (101) Η FNICGV παρουσίασε τα ακόλουθα επιχειρήματα: - το φθινόπωρο 2001, η κρίση στον τομέα των βοοειδών έφθασε στο απόγειό της, με πολλές διαδηλώσεις που απειλούσαν τη δημόσια τάξη. Ο "αντικειμενικός" στόχος της συμφωνίας ήταν μόνον η διατήρηση της δημόσιας τάξης, - η FNICGV κατήγγειλε την αρχική συμφωνία από τις 19 Νοεμβρίου 2001. Δεν συμμετείχε σε μυστική παράταση της συμφωνίας. Τα έγγραφα που χρησιμοποιούνται ως αποδείξεις προέρχονται αποκλειστικά από τις γεωργικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Δεν αποδεικνύουν τίποτα άλλο εκτός από την ύπαρξη μιας μονομερούς κλίμακας τιμών η οποία εφαρμοζόταν από τις εν λόγω οργανώσεις, - η συμφωνία συνάφθηκε κάτω από την πίεση που ασκούσαν οι κτηνοτρόφοι με τις εκδηλώσεις βίας, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, αποτελεί αιτία ακύρωσης των συμβάσεων (άρθρα 1111 και 1112 του γαλλικού αστικού κώδικα)· εξάλλου, οι σφαγείς δεν είχαν κανένα συμφέρον να υπογράψουν μια τέτοια συμφωνία, - η συμφωνία αφορά πολύ περιορισμένο αριθμό ζώων, - η FNICGV δεν μπορεί να επιβάλει τίποτα στα μέλη της. Ορισμένα από αυτά αρνήθηκαν, εξάλλου, να δώσουν συνέχεια στη συμφωνία που συνάφθηκε σε εθνικό επίπεδο. Η συμφωνία δεν προέβλεπε, σε καμία περίπτωση, αντίποινα, - όσον αφορά ειδικότερα τις εισαγωγές, η συμφωνία δεν είχε καμία επίπτωση, - ο υπουργός Γεωργίας "ενθάρρυνε τους κτηνοτρόφους και τους σφαγείς να έλθουν σε συμφωνία". Κατά συνέπεια, "επέβαλε στις επιχειρήσεις μια συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού"(157), - όσον αφορά τα πρόστιμα, τα περιστατικά στην προκειμένη περίπτωση δικαιολογούν μια επιεική εκτίμηση. 3. ΝΟΜΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ 3.1. Παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ (102) Το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ ορίζει: "Είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων ... που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς ...". 3.1.1. Επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων (103) Είναι σκόπιμο να εξετασθεί στη συνέχεια αν τα μέλη των ενδιαφερόμενων ομοσπονδιών συνιστούν "επιχειρήσεις" κατά την έννοια του άρθρου 81 και αν οι ίδιες οι ομοσπονδίες συνιστούν "ενώσεις επιχειρήσεων" κατά την έννοια της διάταξης. 3.1.1.1. Έννοια της επιχείρησης (104) Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς του(158). Σχετικά με το θέμα αυτό, ακόμα και ένα φυσικό πρόσωπο μπορεί να συνιστά επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 εφόσον ασκεί οικονομική δραστηριότητα(159). Η οικονομική δραστηριότητα συνίσταται σε κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά(160). (105) Στην προκειμένη περίπτωση, τέσσερις από τις ομοσπονδίες αντιπροσωπεύουν γεωργούς. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι γεωργοί ασκούν δραστηριότητα παραγωγής αγαθών τα οποία διαθέτουν προς πώληση. Κατά συνέπεια, οι γεωργοί συνιστούν, ακόμα και αν πρόκειται για φυσικά πρόσωπα, επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 81 της συνθήκης. Εξάλλου, αν οι γεωργοί δεν ασκούσαν οικονομική δραστηριότητα, ο κανονισμός αριθ. 26 δεν θα είχε νόημα, εφόσον οι κανόνες του ανταγωνισμού δεν θα εφαρμόζονταν καθόλου στον τομέα αυτό. (106) Επίσης, οι σφαγείς παρέχουν υπηρεσίες σφαγής έναντι αμοιβής και στη συνέχεια διαθέτουν τα παραγόμενα προϊόντα προς πώληση. Κατά συνέπεια, συνιστούν και αυτοί επιχειρήσεις. (107) Είναι γεγονός ότι ορισμένοι σφαγείς έχουν δημιουργήσει συνεταιριστικές εταιρείες. Η ίδια η FNCBV, εξάλλου, αποτελεί ομοσπονδία συνεταιρισμών. Ωστόσο, σύμφωνα με απόφαση που εξεδόθη σχετικά με συνεταιρισμό της Δανίας, το γεγονός ότι μια οντότητα είναι συνεταιρισμός, οργανωμένος σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους, δεν μπορεί να επηρεάσει την οικονομική φύση της δραστηριότητας που ασκεί ο συνεταιρισμός αυτός(161). Όσον αφορά ειδικότερα το επιχείρημα που προέβαλε η FNSEA (βλέπε αιτιολογική σκέψη 97 δεύτερη περίπτωση στο τέλος της παρούσας απόφασης), αρκεί να αναφερθεί ότι η συμφωνία που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης δεν αφορά τη σχέση ανάμεσα σε έναν συνεταιρισμό και τα μέλη του, αλλά μια συμφωνία μεταξύ έξι χωριστών οντοτήτων που είναι οι ομοσπονδίες στις οποίες απευθύνεται η παρούσα απόφαση. (108) Πρέπει, συνεπώς, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα μέλη των διαφόρων εμπλεκόμενων ομοσπονδιών συνιστούν επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ. 3.1.1.2. Ένωση επιχειρήσεων (109) Οι υπό εξέταση ομοσπονδίες, οι οποίες περιλαμβάνουν και επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 81 της συνθήκης, συνιστούν ως εκ τούτου ενώσεις επιχειρήσεων ή ενώσεις ενώσεων επιχειρήσεων. (110) Βέβαια, η FNSEA και οι JA υποστήριξαν ότι ήταν οργανωμένοι υπό μορφή επαγγελματικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, τις οποίες διέπει ο τίτλος I του τόμου IV του γαλλικού κώδικα εργασίας, και ότι, συνεπώς, δεν αποτελούσαν ενώσεις επιχειρήσεων. Ωστόσο, όπως απεφάνθη το Δικαστήριο, το νομικό πλαίσιο στο οποίο συνάπτονται αυτές οι συμφωνίες και λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις, καθώς και ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται στο πλαίσιο αυτό, από τις διάφορες εθνικές έννομες τάξεις, δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 81 της συνθήκης(162). (111) Επιπλέον, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και σε μη κερδοσκοπικές ενώσεις, στο μέτρο που οι δραστηριότητές τους ή οι δραστηριότητες των επιχειρήσεων που συμμετέχουν σε αυτές παράγουν τα αποτελέσματα που αποσκοπεί να καταστείλει η εν λόγω διάταξη(163). Στην υπό εξέταση υπόθεση, η FNSEA ισχυρίσθηκε ότι η συμπεριφορά την οποία της προσάπτουν εμπίπτει αποκλειστικά στο πεδίο της άσκησης της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Στην πραγματικότητα, η καταγγελία της συμπεριφοράς αυτής θα οδηγούσε στην καταπάτηση του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος. (112) Η Επιτροπή αναγνωρίζει τη σημασία της συνδικαλιστικής ελευθερίας η οποία, όπως τόνισε η FNSEA, αναφέρεται ιδίως στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης(164). Ειδικότερα, η Επιτροπή ουδόλως υποτιμά την αποστολή των επαγγελματικών οργανώσεων που συνίσταται στην πληροφόρηση, την παροχή συμβουλών και την προστασία των επαγγελματικών συμφερόντων. Ωστόσο, οι οργανώσεις αυτές υπερβαίνουν τα όρια της εν λόγω αποστολής όταν συνδράμουν στην σύναψη και θέση σε εφαρμογή συμφωνιών που δεν πληρούν τους κανόνες της δημόσιας τάξης. Στην περίπτωση αυτή, η σύναψη συμφωνίας μεταξύ γεωργικών οργανώσεων και οργανώσεων ανάντη οικονομικών φορέων η οποία αποσκοπεί στην αναστολή των εισαγωγών και τον καθορισμό ελάχιστης τιμής αγοράς υπερβαίνει τα όρια της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης. (113) Εξάλλου, η πρακτική όσον αφορά τις αποφάσεις του γαλλικού συμβουλίου ανταγωνισμού παρέχει πολυάριθμα παραδείγματα αποφάσεων οι οποίες διαπιστώνουν, σε διάφορους τομείς της οικονομίας συμπεριλαμβανομένου του γεωργικού, παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού εκ μέρους επαγγελματικών οργανώσεων που είχαν υπερβεί τα όρια της συνδικαλιστικής τους δράσης, και τους επιβάλλουν κυρώσεις(165) (114) Στην πραγματικότητα, το γεγονός ότι η συνδικαλιστική ελευθερία αποτελεί ουσιαστική αρχή για την εκπροσώπηση των συμφερόντων των μελών δεν δίνει την άδεια στις επαγγελματικές οργανώσεις να συμπεριφέρονται κατά τρόπο παράνομο. Αντίθετα, ο ρόλος τους θα έπρεπε να συνίσταται, ιδίως, στην αποτροπή παρόμοιας συμπεριφοράς. (115) Στην προκειμένη περίπτωση, από τον φάκελο προκύπτει ότι οι συμμετέχοντες στη συμφωνία δεν αγνοούσαν και δεν μπορούσαν να αγνοούν, ήδη τη στιγμή της υπογραφής της συμφωνίας, ότι αυτή ήταν ασυμβίβαστη με τους κοινοτικούς κανόνες. Ως προς το θέμα αυτό, στις χειρόγραφες σημειώσεις ενός από τους διευθυντές της FNB, με ημερομηνία 25 Οκτωβρίου και σε σχέση με την συνέντευξη τύπου για τη συμφωνία, υπάρχει η ένδειξη "παράνομη"(166) και, ακόμα πιο καθαρά, μετά το όνομα του προέδρου της FNCBV: "λίγο παράνομη, αλλά τι να κάνουμε"(167). Στις ίδιες σημειώσεις υπάρχει η ένδειξη, σχετικά με συνεδρίαση της 29ης Οκτωβρίου 2001: "DGCCRF + Συμβούλιο ανταγωνισμού!!!"(168). Στην πραγματικότητα, από τις σημειώσεις αυτές προκύπτει ότι οι συζητήσεις σχετικά με ενδεχόμενη κλίμακα τιμών πραγματοποιήθηκαν ήδη στις αρχές Οκτωβρίου 2001. Κατά τη διάρκεια συνεδρίασης στις 2 Οκτωβρίου 2001, μετά τα αρχικά του προέδρου της FNSEA, αναφέρεται "είναι κατά του ανταγωνισμού, αλλά δεσμευόμαστε" (έγγραφο 38.279/950). Μετά το όνομα του προέδρου της FNCBV, αναφέρεται: "μπορούμε να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας; Χωρίς να μας αντιληφθεί η DGCCRF;" (Έγγραφο 38.279/951). Εξάλλου, αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας, ορισμένα τρίτα μέρη παραπονέθηκαν στον πρόεδρο της FNSEA και κατήγγειλαν τον παράνομο χαρακτήρα της συμφωνίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 44 της παρούσας απόφασης). Οι δηλώσεις του προέδρου της FNCBV στον τύπο σχετικά με την DGCCRF δείχνουν, εξάλλου, ότι τα μέρη είχαν πλήρη επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα της συμφωνίας τους (βλέπε αιτιολογική σκέψη 43 της παρούσας απόφασης)(169). (116) Είναι επίσης σκόπιμο να υπενθυμιστεί ότι η πρακτική ως προς τη λήψη αποφάσεων της Επιτροπής και η νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παρέχουν πολλά παραδείγματα ενώσεων οι οποίες, αν και τελείως νόμιμες, αποτέλεσαν το πλαίσιο παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού(170). (117) Κατά συνέπεια, οι έξι ομοσπονδίες που υπέγραψαν τη συμφωνία συνιστούν ενώσεις επιχειρήσεων (ή ενώσεις ενώσεων επιχειρήσεων) κατά την έννοια του άρθρου 81 της συνθήκης. 3.1.2. Συμφωνία (118) Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, για να υπάρχει "συμφωνία" κατά την έννοια του άρθρου 81 της συνθήκης, δεν είναι απαραίτητο να θεωρείται από τα μέρη ως δεσμευτική από νομική άποψη. Μπορεί να υπάρχει "συμφωνία" εφόσον τα μέρη συμφωνούν σχετικά με σχέδιο το οποίο περιορίζει, ή είναι σε θέση να περιορίσει, την εμπορική τους ελευθερία με το να κατευθύνει τις δράσεις τους ή να προβλέπει την αμοιβαία αποχή τους από την αγορά. Δεν απαιτείται καμία εκτελεστική διαδικασία όπως θα μπορούσε να προβλέπεται για μια αστική σύμβαση, ούτε και είναι αναγκαίο η συμφωνία να είναι γραπτή. (119) Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μια συμφωνία όπως αυτή της 24ης Οκτωβρίου 2001 συνιστά "συμφωνία" μεταξύ ενώσεων επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 81 της συνθήκης(171). (120) Εξάλλου, οι συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνεδριάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2001 και της 5ης Δεκεμβρίου 2001 αποδεικνύουν την ύπαρξη παρόμοιας συμφωνίας μεταξύ των ίδιων μερών, στη συνέχεια της προηγούμενης. Η μορφή είχε σίγουρα μεταβληθεί σε σχέση με τη συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανένα επίσημο έγγραφο. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την περιγραφή των περιστατικών, οι συνεδριάσεις αυτές εκφράζουν την κοινή βούληση των διαφόρων ομοσπονδιών που είχαν υπογράψει την αρχική συμφωνία. Αυτό φαίνεται καθαρά στις σημειώσεις του διευθυντή της FNB κατά τις συνεδριάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2001 και της 5ης Δεκεμβρίου 2001, στις οποίες γίνεται συχνά αναφορά στη "συμφωνία" των διαφόρων μερών (βλέπε ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 58, 60 και 69 της παρούσας απόφασης). Τα αποδεικτικά στοιχεία που εξετάσθηκαν ανωτέρω δείχνουν, εξάλλου, ότι τα μέρη συμφώνησαν να κρατήσουν τη νέα συμφωνία τους μυστική (βλέπε ιδίως αιτιολογική σκέψη 60 της παρούσας απόφασης)· στον φάκελο αναφέρεται επίσης συχνά η ανάγκη "να μην γράφουμε πια τίποτα" (βλέπε ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 59, 60, 68, 69 και 70 της παρούσας απόφασης) και να υπάρχει μόνο μια "προφορική συμφωνία" (βλέπε ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 59, 60, 63 και 64 της παρούσας απόφασης). Χωρίς να αναφέρουμε και πάλι όλα τα σχετικά έγγραφα, υπενθυμίζουμε ότι στις χειρόγραφες σημειώσεις του διευθυντή της FNB αναφέρεται "συμφωνήσαμε από κοινού να μην επικοινωνούμε πια γραπτώς". Ο αντιπρόεδρος της FNB από την πλευρά του δήλωσε: "δεν υπάρχουν έγγραφα σχετικά με τη νέα 'συμφωνία'. Μόνο λόγια ... Θα δούμε ποιο θα είναι το βάρος των λόγων μετά το σοκ των εγγράφων". (121) Η FNICGV υπογράμμισε ότι η συμφωνία είχε συναφθεί υπό την απειλή άσκησης βίας εκ μέρους των γεωργών, πράγμα που συνιστά αιτία ακύρωσης σύμφωνα με το γαλλικό αστικό δίκαιο. Ωστόσο, προκειμένου μια δέσμευση να θεωρείται συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, δεν είναι αναγκαίο να αποτελεί υποχρεωτική σύμβαση κατά το εθνικό δίκαιο(172). Εξάλλου, από την πάγια νομολογία προκύπτει ότι μια επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που συμμετέχει σε συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81 της συνθήκης δεν μπορεί να επικαλεσθεί το γεγονός ότι συμμετέχει επειδή εξαναγκάσθηκε από τους άλλους συμμετέχοντες. Πράγματι, αντί να συμμετέχει στη συμφωνία αυτή, θα μπορούσε να καταγγείλει τις πιέσεις που υπέστη στις αρμόδιες αρχές και να υποβάλει καταγγελία στην Επιτροπή κατ' εφαρμογή του άρθρου 3 του κανονισμού αριθ. 17(173). (122) Ωστόσο, αν μια συμφωνία που περιλαμβάνει "αιτία" ακύρωσης διαφύγει από το άρθρο 81, όπως υποστηρίζει η FNICGV επικαλούμενη την βία, αυτό θα σήμαινε ότι καμία σύμβαση δεν θα μπορούσε ποτέ να χαρακτηρισθεί συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης εφόσον το γεγονός ότι η συμφωνία προβλέπει περιορισμό του ανταγωνισμού αποτελεί από μόνο του αιτία ακύρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 2 της συνθήκης. Αντίθετα, το γεγονός ότι η συμφωνία συνάφθηκε κάτω από πίεση μπορεί να ληφθεί υπόψη στην εκτίμηση της συμμετοχής του θύματος στην παράβαση κατά τον καθορισμό των προστίμων. (123) Τέλος, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των μερών, ούτε το γεγονός ότι η συμφωνία δεν προέβλεπε την επιβολή κυρώσεων στους υπογράφοντες σε περίπτωση μη τήρησης των όρων επηρεάζει τον χαρακτηρισμό της συμφωνίας κατά την έννοια του άρθρου 81(174). 3.1.3. Περιορισμός του ανταγωνισμού (124) Το άρθρο 81 παράγραφος 1 στοιχείο α) της συνθήκης δίνει ως παράδειγμα περιορισμού του ανταγωνισμού τα μέτρα που συνίστανται στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως. Εξάλλου, το άρθρο 81 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ), αφορά συμπεριφορά που συνίσταται "στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής και της διαθέσεως" και στην "κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού". (125) Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μια συμφωνία όπως η εξεταζόμενη, η οποία συνάπτεται μεταξύ εκπροσώπων των κτηνοτρόφων και εκπροσώπων των σφαγέων και αποσκοπεί στον καθορισμό των ελάχιστων τιμών αγοράς για τις αποσυρθείσες από την παραγωγή αγελάδες στην Γαλλία, συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης. (126) Εξάλλου, μια συμφωνία βάσει της οποίας τα μέρη δεσμεύονται να μην εισάγουν προϊόντα που προέρχονται, ιδίως, από τα άλλα κράτη μέλη, οδηγεί σε αποκλεισμό της αγοράς ασυμβίβαστο με το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης. Είναι αλήθεια ότι το σκέλος της συμφωνίας της 24ης Οκτωβρίου 2001 που αφορούσε την "αναστολή" των εισαγωγών βοείου κρέατος γενικότερα περιορίσθηκε από το πρωτόκολλο του Rungis της 31ης Οκτωβρίου 2001. Ωστόσο, η "αλληλεγγύη" την οποία δεσμεύονταν να δείξουν οι εισαγωγείς και εξαγωγείς πρέπει να εννοηθεί, στο πλαίσιο αυτό, ως πρόσκληση να περιορισθούν όσον το δυνατόν περισσότερο οι εισαγωγές, δεδομένου ότι η πλήρης αναστολή τους ήταν πρακτικά αδύνατη. Εξάλλου, είναι βέβαιο ότι συνάφθηκαν και τοπικές συμφωνίες τόσο κατά την τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου όσο και κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου, ήτοι μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου του Rungis (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 73 έως 75 και 79 της παρούσας απόφασης). Όμως, οι συμφωνίες αυτές, οι οποίες συνιστούσαν παράταση της εφαρμογής της εθνικής συμφωνίας, περιελάμβαναν ρήτρα αναστολής των εισαγωγών, που ίσχυε "μέχρι να γίνουν νέες εθνικές διαπραγματεύσεις" (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 75 και 79 της παρούσας απόφασης). Επίσης, από την εξέταση των περιστατικών προκύπτει ότι, κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2001, δηλαδή, και πάλι, μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου του Rungis, οι γεωργοί διενήργησαν "ελέγχους" της προέλευσης των κρεάτων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, κατέστρεψαν κρέατα μη γαλλικής προέλευσης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 80 της παρούσας απόφασης). Κατ' αυτόν τον τρόπο, πολλές φορές κατά τους δύο αυτούς μήνες, οι τοπικές συνδικαλιστικές οργανώσεις ενημέρωσαν την FNB σχετικά με τα αποτελέσματα των εξακριβώσεών τους οι οποίες αφορούσαν ειδικά την προέλευση των κρεάτων. Για παράδειγμα, είναι σκόπιμο να υπενθυμιστεί ότι ένας εκπρόσωπος του τοπικού συνδικάτου έγραψε στην FNB στις 11 Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με έλεγχο στα σφαγεία της περιφέρειάς του: "δεν διαπιστώθηκε καμία ανωμαλία - η κλίμακα εφαρμόζεται - δεν γίνονται εισαγωγές" (η ίδια αιτιολογική σκέψη της παρούσας απόφασης). Εξάλλου, οι χειρόγραφες σημειώσεις του διευθυντή της FNB έφεραν την ένδειξη "συνεχίζουμε ως προς τις εισαγωγές", τονίζοντας ταυτόχρονα "δεν πρέπει να το λέμε και ούτε, φυσικά, να το γράφουμε" (βλέπε αιτιολογική σκέψη 49 της παρούσας απόφασης, σε σχέση με συζήτηση στις 20 Νοεμβρίου 2001). Οι ίδιες σημειώσεις αναφέρουν σχετικά με τη συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 2001, "δεν πρέπει να λέμε πια κατά των εισαγωγών, καλύτερα RHD" (βλέπε αιτιολογική σκέψη 68 της παρούσας απόφασης). (127) Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης, είναι περιττό να λαμβάνονται υπόψη οι συγκεκριμένες συνέπειες μιας συμφωνίας εφόσον είναι εμφανές ότι η συμφωνία αυτή έχει ως στόχο να εμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό της κοινής αγοράς(175). Στην προκειμένη περίπτωση, η συμφωνία αποσκοπεί να περιορίσει τον ανταγωνισμό και συνεπώς δεν είναι αναγκαίο να εξετασθούν οι επιπτώσεις της. Ωστόσο, όσον αφορά το σχετικό με τις τιμές σκέλος της συμφωνίας, πρέπει να σημειωθεί ότι οι τιμές πραγματικά αυξήθηκαν μόλις μετά τη σύναψη της συμφωνίας της 24ης Οκτωβρίου 2001 (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 14 και 81 της παρούσας απόφασης) και ότι πολλά έγγραφα δείχνουν ότι πολλοί εκπρόσωποι των γεωργών θεωρούσαν ότι η κλίμακα των τιμών παρήγε, τουλάχιστον εν μέρει, τα αναμενόμενα αποτελέσματα (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 85, 86 και 88 της παρούσας απόφασης). Επίσης, όσον αφορά το σκέλος σχετικά με τις εισαγωγές, τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι οι πραγματοποιήθηκαν "έλεγχοι" σχετικά με την προέλευση των εμπορευμάτων και κατεστράφησαν εισαγόμενα προϊόντα (βλέπε ιδίως την αιτιολογική σκέψη 80 της παρούσας απόφασης). Τα στοιχεία που διαβίβασε η FNICGV σε απάντηση της κοινοποίησης των αιτιάσεων δείχνουν ότι ο όγκος των εισαγωγών από τους κύριους εμπορικούς εταίρους της Γαλλία στον τομέα του βοείου κρέατος μειώθηκε αισθητά τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2001 σε σχέση με τον Οκτώβριο 2001, ενώ παρουσίασε αύξηση τον Ιανουάριο 2002 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 78 της παρούσας απόφασης). Η Επιτροπή δεν είναι όμως σε θέση να επιβεβαιώσει ότι αυτό είναι το αποτέλεσμα της υπό εξέταση παράβασης. (128) Ωστόσο, η FNICGV υπογράμμισε ότι η συμφωνία αφορούσε περιορισμένο αριθμό ζώων. Ως προς το θέμα αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι τούτο δεν είναι ακριβές όσον αφορά το σχετικό με τις εισαγωγές σκέλος της συμφωνίας. Πράγματι, αυτό το σκέλος της συμφωνίας αφορούσε το σύνολο των βοείων κρεάτων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 38 της παρούσας απόφασης). Κατά συνέπεια, δεν περιοριζόταν ούτε στις αγελάδες (σε αντιπαράθεση με τα άλλα είδη βοοειδών), ούτε στα ζωντανά ζώα που προορίζονταν για σφαγή (σε αντιπαράθεση με το εισαγόμενο νωπό ή κατεψυγμένο κρέας). Αντίθετα, ακόμα και αν η συμφωνία σχετικά με τις τιμές αφορούσε μόνον ορισμένες κατηγορίες αγελάδων που προορίζονταν για σφαγή, το πεδίο εφαρμογής της δεν πρέπει να μειωθεί. (129) Κατ' αρχήν, στη Γαλλία η κατανάλωση στράφηκε σε μεγάλο βαθμό προς το κρέας δαμαλίδων, γεγονός που αποτελεί ιδιαιτερότητα της εν λόγω αγοράς(176). Στη συνέχεια, από την κλίμακα τιμών που κατάρτισε η FNB από τα μέσα Οκτωβρίου 2001 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 31 της παρούσας απόφασης), προκύπτει ότι η τελευταία περιοριζόταν στις αποσυρθείσες αγελάδες "λόγω της σημασίας της κατηγορίας αυτής"(177). Εξάλλου, είναι αντιφατικό να ισχυρίζεται κανείς, αφενός, ότι η συμφωνία συνήφθη κυρίως με σκοπό να απευθύνει ένα μήνυμα ελπίδας στους γεωργούς, να θέσει τέρμα στις ισχυρές πιέσεις των κτηνοτρόφων και των δημόσιων αρχών και να αποτρέψει την διατάραξη της τάξης και, αφετέρου, ότι η συμφωνία αυτή αφορούσε πολύ μικρές ποσότητες. (130) Τέλος, είναι αναμφισβήτητο ότι ο τομέας του βοείου κρέατος διερχόταν σοβαρή κρίση την εποχή της σύναψης της συμφωνίας (βλέπε σημείο 1.3 της παρούσας απόφασης), μια κρίση η οποία επηρέαζε το σύνολο των αγορών της Κοινότητας. Η Επιτροπή αναγνώριζε την κατάσταση αυτή και, για το λόγο αυτό, υιοθέτησε ειδικά μέτρα (βλέπε σημείο 1.4.2 της παρούσας απόφασης). Ωστόσο, όπως υπενθύμισε πρόσφατα το Δικαστήριο, "η ύπαρξη κρίσης στην αγορά δεν μπορεί από μόνη της να αποκλείσει τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα μιας σύμπραξης"(178). Η ύπαρξη κρίσης θα μπορούσε, ενδεχομένως, να χρησιμοποιηθεί για να χορηγηθεί εξαίρεση δυνάμει του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης(179). Ωστόσο, κανένα από τα μέρη που υπέγραψαν τη συμφωνία δεν υπέβαλε τέτοια αίτηση. Εξάλλου, ακόμα και αν είχε κοινοποιηθεί η σύμπραξη αυτή, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχε τύχει εξαίρεσης. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, μια τέτοια εξαίρεση μπορεί να χορηγηθεί μόνον όταν συγκεντρώνονται οι τέσσερις όροι που αναφέρονται στο άρθρο 81 παράγραφος 3 της συνθήκης(180). Στην προκειμένη περίπτωση, αρκεί να υπογραμμισθεί ότι οι δύο πρώτοι όροι προφανώς δεν πληρούνται. Αφενός, η καταγγελλόμενη συμφωνία ουδόλως συμβάλλει στην βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των σχετικών προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής και οικονομικής προόδου. Αφετέρου, η συμφωνία δεν εξασφαλίζει στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει. 3.1.4. Σημαντικός επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου (131) Κατά πάγια νομολογία, για να μπορεί μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικών ή πραγματικών αντικειμενικών στοιχείων, να επιτρέπει να θεωρηθεί με αρκετή πιθανότητα ότι μπορεί να επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά τα εμπορικά ρεύματα μεταξύ κρατών μελών κατά τρόπο που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων μιας ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών(181). (132) Στην προκειμένη περίπτωση, το πρώτο σκέλος της συμφωνίας περιλαμβάνει απλώς την αναστολή των εισαγωγών. Παρά το γεγονός ότι οι όροι της συμφωνίας της 24ης Οκτωβρίου 2001 μετριάσθηκαν με το πρωτόκολλο του Rungis, ο τίτλος της καθώς και τα πραγματικά στοιχεία του φακέλου δείχνουν ότι ο έλεγχος των εισαγωγών βοείου κρέατος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από άλλα κράτη μέλη, παρέμενε βασικό στοιχείο της συμφωνίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 80 της παρούσας απόφασης). Οι έγγραφες διαμαρτυρίες των γεωργικών οργανώσεων άλλων κρατών μελών (βλέπε αιτιολογική σκέψη 44 της παρούσας απόφασης) το επιβεβαιώνουν. (133) Όσον αφορά τις ελάχιστες τιμές αγοράς των αγελάδων που έχουν αποσυρθεί από την παραγωγή, είναι σκόπιμο να σημειωθεί, κατ' αρχήν, ότι μια συμφωνία που καλύπτει το σύνολο της επικράτειας ενός κράτους μέλους έχει, από τη φύση της, ως αποτέλεσμα να εδραιώσει τον αποκλεισμό σε εθνικό επίπεδο, εμποδίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την οικονομική διείσδυση που προβλέπει η συνθήκη(182). Στη συνέχεια, μια συμφωνία περί ελάχιστων τιμών σε μια αγορά ανοικτή στις εισαγωγές μπορεί να λειτουργήσει μόνον αν συνοδεύεται από μέτρα ελέγχου των εισαγωγών(183). Ελλείψει τέτοιων μέτρων, σε έναν τομέα όπως αυτός του βοείου κρέατος στην Γαλλία, όπου η τιμή παραγωγής είναι ήδη πολύ υψηλότερη από τις τιμές στα γειτονικά κράτη μέλη, και ιδίως στη Γερμανία, ο καθορισμός μιας ακόμη υψηλότερης ελάχιστης τιμής δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει σε αύξηση των εισαγωγών φθηνότερων προϊόντων. Εξάλλου, τα περιστατικά που περιγράφονται στην παρούσα απόφαση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 95) αποδεικνύουν την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ της ελάχιστης τιμής και του ελέγχου των εισαγωγών. Ειδικότερα, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, στην κλίμακα τιμών που είχε υιοθετήσει η FNB πριν ακόμα από τη συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001, η τελευταία απαριθμούσε τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για να εξασφαλισθεί η εφαρμογή της κλίμακας αυτής. Η πρώτη από τις ενέργειες αυτές αφορούσε ακριβώς τον έλεγχο των εισαγωγών [ίδια αιτιολογική σκέψη της παρούσας απόφασης]. Πράγματι, οι "έλεγχοι" που πραγματοποίησαν οι γεωργοί από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο 2001 αφορούσαν τόσο τις τιμές όσο και την προέλευση των κρεάτων. (134) Ο όγκος των συναλλαγών βοείου κρέατος της Γαλλία προς τα άλλα κράτη μέλη και από τα κράτη αυτά προς την Γαλλία είναι σημαντικός (βλέπε αιτιολογική σκέψη 11). Είναι γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών στον τομέα αυτό πραγματοποιείται εντός της Κοινότητας. Κατά συνέπεια, οι επιπτώσεις που ενδέχεται να έχει μια συμφωνία όπως η υπό εξέταση, είτε άμεσα (αναστολή ή περιορισμός των εισαγωγών) ή έμμεσα (συμπράξεις τιμών), πρέπει να θεωρηθούν σημαντικές. 3.2. Κανονισμός αριθ. 26 του Συμβουλίου (135) Ο κανονισμός αριθ. 26 προβλέπει ότι το άρθρο 81 εφαρμόζεται σε όλες τις συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και πρακτικών που αφορούν την εμπορία των προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ (νυν παράρτημα Ι) της συνθήκης, στο οποίο περιλαμβάνεται το βόειο κρέας. (136) Ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει, κατ' εξαίρεση, ότι το άρθρο 81 δεν εφαρμόζεται σε τρεις περιπτώσεις: α) συμπράξεις "οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας εθνικής οργανώσεως αγοράς"· β) συμπράξεις οι οποίες "είναι απαραίτητες για την πραγματοποίηση των αναφερομένων στο άρθρο 33 της συνθήκης στόχων"· γ) συμπράξεις μεταξύ κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων, ενώσεις κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων ή ενώσεις των ενώσεων αυτών "ενός μόνο κράτους μέλους κατά το μέτρο που, χωρίς να συνεπάγονται την υποχρέωση εφαρμογής καθορισμένης τιμής, αφορούν την παραγωγή ή την πώληση γεωργικών προϊόντων (...), εκτός αν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κατ' αυτόν τον τρόπο αποκλείεται ο ανταγωνισμός ή ότι διακυβεύονται οι στόχοι του άρθρου 33 της συνθήκης". (137) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως εξάλλου παραδέχθηκαν τα μέρη, οι εξαιρέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και γ) δεν μπορούν α εφαρμοσθούν. Πράγματι, η εξαίρεση που προβλέπεται στο στοιχείο α) δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εφόσον το βόειο κρέας καλύπτεται από κοινή οργάνωση αγοράς. Η εξαίρεση που προβλέπεται στο στοιχείο γ) δεν μπορεί να εφαρμοσθεί για δύο λόγους. Αφενός, στη συμφωνία συμμετέχουν και άλλα μέρη εκτός των κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων, και ειδικότερα οι ομοσπονδίες σφαγέων. Αφετέρου, η συμφωνία συνεπάγεται την υποχρέωση εφαρμογής καθορισμένης τιμής. (138) Η εξαίρεση που προβλέπεται στο στοιχείο β) δεν μπορεί ούτε και αυτή να εφαρμοσθεί. Είναι σκόπιμο καταρχήν να υπενθυμιστεί ότι, σύμφωνα με την πρακτική της Επιτροπής σχετικά με την λήψη αποφάσεων και τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν πρόκειται για παρέκκλιση ή εξαίρεση το άρθρο 2 του κανονισμού αριθ. 26 πρέπει να ερμηνεύεται στενά(184). Ως προς το θέμα αυτό, η τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού ορίζει ότι το άρθρο 81 της συνθήκης εφαρμόζεται στα γεωργικά προϊόντα στο μέτρο που "δεν θέτει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής". (139) Σύμφωνα με τη νομολογία, η παρέκκλιση που προβλέπεται στο στοιχείο β) μπορεί να εφαρμοσθεί μόνον αν η συμφωνία ευνοεί την επίτευξη όλων των στόχων του άρθρου 33 παράγραφος 1 της συνθήκης(185) ή, τουλάχιστον, αν οι στόχοι είναι διαφορετικοί, μόνον αν η Επιτροπή μπορεί να συμβιβάσει τους στόχους αυτούς, έτσι ώστε να επιτρέψει την εφαρμογή της εν λόγω παρέκκλισης(186). (140) Στην περίπτωση αυτή, η συμφωνία δεν επιτρέπει με κανένα τρόπο "να αυξηθεί η παραγωγικότητα της γεωργίας". Ο στόχος αυτός, που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο α) της συνθήκης δεν έχει σχέση με τη συμφωνία. (141) Αντίθετα, δεδομένου ότι η συμφωνία έπρεπε να έχει ως στόχο τον καθορισμό μιας ελάχιστης τιμής, ανώτερης από την τιμή της αγοράς, μπορεί να θεωρηθεί ότι επέτρεπε να εξασφαλισθεί "ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο στον γεωργικό πληθυσμό, ιδίως με την αύξηση του ατομικού εισοδήματος των εργαζομένων στην γεωργία". Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι ο στόχος αυτός, που αναφέρεται στο στοιχείο β) του άρθρου 33 παράγραφος 1, συνδέεται με την επίτευξη του πρώτου στόχου του άρθρου αυτού, ήτοι με την αύξηση της παραγωγικότητας, όπως δείχνουν οι όροι "κατ' αυτόν τον τρόπο". Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, είναι σαφές ότι δεν πληρούται ο στόχος που αναφέρεται στο στοιχείο α). (142) Εξάλλου, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει η FNSEA, η συμφωνία δεν μπορεί να θεωρηθεί αναγκαία για την "σταθεροποίηση των αγορών" (άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της συνθήκης). Πράγματι, η κρίση που έπληξε τον τομέα του βοείου κρέατος βασίζεται κυρίως στην έλλειψη ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Ο καθορισμός μιας ελάχιστης τιμής αγοράς δεν επανορθώνει την κατάσταση αυτή. Πράγματι, δεν επηρεάζει τον όγκο της προσφοράς, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό πλεονασματική. Αντίθετα, η αύξηση των ελάχιστων τιμών θα μπορούσε ακόμα και να οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης, γεγονός που θα καθιστούσε ακόμα μεγαλύτερη την απόκλιση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Εξάλλου, η άποψη ότι ο καθορισμός ελάχιστης τιμής δεν θα έλυνε κανένα πρόβλημα είχε ήδη εκφρασθεί από τους πρόεδρους και τους εκπροσώπους της FNCBV και της FNICGV κατά τη συνεδρίαση της 23ης Οκτωβρίου 2001 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 32 της παρούσας απόφασης). Πολλά έγγραφα του φακέλου δείχνουν ότι όλοι είχαν επίγνωση του γεγονότος ότι μόνον η αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης θα μπορούσε να οδηγήσει στην αντιμετώπιση της κρίσης(187). (143) Εξάλλου, η συμφωνία δεν είναι αναγκαία για να "εξασφαλίζει τον εφοδιασμό" [άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της συνθήκης]. Η αγορά βοείου κρέατος δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα εφοδιασμού. (144) Τέλος, αντίθετα με ό,τι ισχυρίζεται η FNSEA, η συμφωνία δεν είναι σε θέση "να διασφαλίζει λογικές τιμές κατά την προσφορά αγαθών στους καταναλωτές" [άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της συνθήκης]. Ειδικότερα, όσον αφορά την κατανάλωση του τομέα της εστίασης εκτός της κατοικίας, που χρησιμοποιεί μεγάλες ποσότητες φθηνότερου εισαγόμενου κρέατος, η αναστολή των εισαγωγών θα μπορούσε μόνον να οδηγήσει σε αύξηση των τιμών. (145) Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η συμφωνία δεν φαίνεται αναγκαία για την επίτευξη τουλάχιστον τεσσάρων εκ των πέντε στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής. Ακόμα και αν θεωρηθεί ότι πληρούται ο στόχος που αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο β) της συνθήκης, ο στόχος αυτός δεν μπορεί να αντισταθμίσει τους υπόλοιπους τέσσερις στόχους του άρθρου 33, οι οποίοι δεν πληρούνται, και συνεπώς δεν μπορεί να συναχθεί ότι η παρέκκλιση του κανονισμού αριθ. 26 εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση. (146) Εξάλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο τομέας του βοείου κρέατος αποτελεί αντικείμενο κοινής οργάνωσης αγοράς. Η οργάνωση αυτή, από τη φύση της, δημιουργήθηκε "με σκοπό την επίτευξη των στόχων του άρθρου 33 της συνθήκης", όπως προβλέπει ρητά το άρθρο 34 της συνθήκης. Το ίδιο υπενθυμίζει εξάλλου η αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 17 της παρούσας απόφασης). (147) Όμως, φαίνεται ότι η καταγγελλόμενη συμφωνία δεν περιλαμβάνεται κατά κανένα τρόπο μεταξύ των μέσων που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός ή τα κείμενα εφαρμογής του(188). (148) Τέλος, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα μέτρα που υιοθετήθηκαν από τα μέρη συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων του άρθρου 33 παράγραφος 1 της συνθήκης, πράγμα που δεν συμβαίνει, το γεγονός ότι η συμφωνία πρέπει να είναι "αναγκαία" όπως απαιτεί το άρθρο 2 του κανονισμού αριθ. 26 συνεπάγεται ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι ανάλογα, με την έννοια ότι οι επιδιωκόμενοι στόχοι ενδέχεται να μην μπορούν να επιτευχθούν με λιγότερο περιοριστικά μέτρα. Όμως, στην περίπτωση αυτή, η συμφωνία αποσκοπεί στον καθορισμό των τιμών και την αναστολή των εισαγωγών, δύο περιορισμούς του ανταγωνισμού οι οποίοι αναφέρονται ρητά στο άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης και αποτελούν σαφείς παραβάσεις για τις οποίες επιβάλλονται συχνά κυρώσεις. (149) Από το σύνολο των στοιχείων αυτών προκύπτει ότι η συμφωνία δεν μπορεί να θεωρηθεί αναγκαία κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 πρώτη πρόταση του κανονισμού αριθ. 26. Κατά συνέπεια, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης. 3.3. Παρέμβαση του γαλλικού κράτους (150) Είναι σκόπιμο να εξετασθεί αν, όπως ισχυρίζονται ορισμένα μέρη, ο ρόλος που έπαιξαν οι γαλλικές αρχές στη σύναψη της συμφωνίας της 24ης Οκτωβρίου 2001 είναι τέτοιος που να μην επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου 81 στις δράσεις των έξι ομοσπονδιών. (151) Από την περιγραφή των περιστατικών προκύπτει ότι το γαλλικό κράτος, μέσω του υπουργού Γεωργίας του, ήταν αναμεμειγμένο στη σύναψη της συμφωνίας της 24ης Οκτωβρίου 2001. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ενθάρρυνε σημαντικά τη σύναψη μιας συμφωνίας της οποίας το περιεχόμενο παρέβαινε τους κανόνες του ανταγωνισμού. Τούτο είναι εμφανές από τις δηλώσεις που πραγματοποίησε ο εν λόγω υπουργός ενώπιον της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης ενώ η συμφωνία βρισκόταν υπό διαπραγμάτευση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 33 της παρούσας απόφασης), καθώς και από ανακοίνωση τύπου του υπουργείου Γεωργίας μετά τη σύναψη της συμφωνίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 42 της παρούσας απόφασης). Ωστόσο, το ίδιο το υπουργείο παραδέχθηκε ότι δεν μπορούσε ούτε να "υποχρεώσει" ούτε να "αναγκάσει" τα μέρη να συνάψουν τη συμφωνία (βλέπε αιτιολογική σκέψη 33 της παρούσας απόφασης). Η συμφωνία παραμένει εξάλλου συμφωνία μεταξύ ιδιωτών. (152) Σύμφωνα με τη νομολογία, αν μια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά επιβληθεί σε επιχειρήσεις βάσει της εθνικής νομοθεσίας ή αν η τελευταία δημιουργεί ένα νομικό πλαίσιο το οποίο αποκλείει κάθε ανταγωνιστική συμπεριφορά εκ μέρους των επιχειρήσεων αυτών, το άρθρο 81 δεν εφαρμόζεται. Σε τέτοια περίπτωση, ο περιορισμός του ανταγωνισμού δεν οφείλεται στην αυτόνομη συμπεριφορά των επιχειρήσεων(189). (153) Αυτό δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Ανεξάρτητα από την ανάμειξη του γαλλικού κράτους στις συζητήσεις που προηγήθηκαν της σύναψης της συμφωνίας της 24ης Οκτωβρίου 2001, δεν υφίσταται κανένα νομικό πλαίσιο το οποίο να μην αφήνει στις επιχειρήσεις περιθώριο για αυτόνομη συμπεριφορά. (154) Εξάλλου, τα μέρη αμφισβήτησαν τη σύναψη της συμφωνίας αυτής στις απαντήσεις τους στην κοινοποίηση των αιτιάσεων. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν η FNSEA και η FNICGV επέμειναν σχετικά με την ανάμειξη του γάλλου υπουργού, επιβεβαίωσαν ότι η παρέμβαση αυτή, όσο σημαντική και αν ήταν, συνίστατο μόνον σε παρότρυνση(190). (155) Επίσης, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι η ίδια η παρέμβαση του υπουργού ήταν αποτέλεσμα των συχνά βίαιων διαδηλώσεων που πραγματοποιούνταν επί εβδομάδες από τους γεωργούς κατά τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο 2001. Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε σε απάντηση της κοινοποίησης των αιτιάσεων, η FNSEA υπενθύμισε ότι "απειλείτο η δημόσια τάξη" και ότι οι διαδηλώσεις αυτές "οδηγούσαν σε παράλυση της οικονομικής δραστηριότητας σε ολόκληρο των τομέα των γεωργικών ειδών διατροφής"(191). Αναφέρεται επίσης ότι ο υπουργός αναγκάσθηκε να παρέμβει "προκειμένου να προσπαθήσει να θέσει τέρμα στην κατάσταση κρίσης και στην διατάραξη της δημόσιας τάξης"(192). (156) Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η συμπεριφορά των έξι ομοσπονδιών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 της συνθήκης. 3.4. Διάρκεια της παράβασης (157) Η παράβαση που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης άρχισε με την συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001. Η συμφωνία αυτή παρατάθηκε, υπό νέα μορφή, πέραν της 30ής Νοεμβρίου 2001, δηλαδή της ημερομηνίας λήξης της συμφωνίας της 24ης Οκτωβρίου 2001. Η Επιτροπή διαθέτει στοιχεία τα οποία δείχνουν ότι η συμφωνία που συνάφθηκε σε εθνικό επίπεδο εξακολούθησε να παράγει αποτελέσματα τουλάχιστον έως τις 11 Ιανουαρίου 2002, ημερομηνία λήξης της τελευταίας τοπικής συμφωνίας, της οποίας έχει γνώσει η Επιτροπή, που συνάφθηκε κατ' εφαρμογή της δέσμευσης που αναλήφθηκε σε εθνικό επίπεδο (βλέπε αιτιολογική σκέψη 93 της παρούσας απόφασης). Κατά συνέπεια, η καταγγελλόμενη παράβαση άρχισε στις 24 Οκτωβρίου 2001 και διήρκεσε, τουλάχιστον, έως τις 11 Ιανουαρίου 2002. 3.5. Αποδέκτες της παρούσας απόφασης (158) Η παρούσα απόφαση πρέπει να απευθυνθεί στις ομοσπονδίες που εμπλέκονται άμεσα στην παράβαση, ήτοι τα μέρη που υπέγραψαν τη συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001 και συνέχισαν να την εφαρμόζουν, υπό άλλη μορφή, πέραν της 30ής Νοεμβρίου 2001. 3.6. Εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17 (159) Δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης δύναται να απαιτήσει, με απόφαση, από τις ενεχόμενες επιχειρήσεις να τερματίσουν την εν λόγω παράβαση. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει η Επιτροπή, η συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001 παρατάθηκε, υπό άλλη μορφή, πέραν της 30ής Νοεμβρίου 2001. (160) Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμα και αν είναι αλήθεια, όπως δηλώνουν τα μέρη, ότι η παράβαση αυτή έπαψε να παράγει αποτελέσματα, είναι αδύνατον να εξακριβωθεί το γεγονός αυτό με απόλυτη βεβαιότητα. (161) Συνεπώς, η Επιτροπή οφείλει να απαιτήσει από τις ομοσπονδίες στις οποίες απευθύνεται η παρούσα απόφαση να δώσουν τέλος στην παράβαση (εφόσον δεν το έχουν ήδη πράξει) και στο εξής να απόσχουν από κάθε συμφωνία, εναρμονισμένη πρακτική ή απόφαση η οποία δύναται να έχει το ίδιο ή παρόμοιο αντικείμενο ή αποτέλεσμα. 3.7. Εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 17 (162) Βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 17, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα ύψους 1000 ευρώ έως 1000000 ευρώ, ή και ποσό μεγαλύτερο από αυτό μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών, όταν εκ προθέσεων ή εξ αμελείας διαπράττουν παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης. 3.7.1. Καθορισμός του ύψους του προστίμου (163) Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις και ιδιαίτερα τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. (164) Όπως προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 65 παράγραφος 5 της συνθήκης ΕΚΑΧ(193), κατά την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παράβασης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτήρας της, ο πραγματικός της αντίκτυπος στην αγορά, εφόσον μπορεί να υπολογισθεί, και η έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς. (165) Στην περίπτωση αυτή, ο χαρακτήρας της παράβασης του άρθρου 81 παράγραφος 1, της συνθήκης η οποία αφορούσε, αφενός, μια συμφωνία ελάχιστων τιμών και, αφετέρου, δέσμευση αναστολής ή, τουλάχιστον, περιορισμού των εισαγωγών, είναι ιδιαίτερα σοβαρός. Εξάλλου, ο σοβαρός αυτός χαρακτήρας επιδεινώνεται από το γεγονός ότι τα κοινοτικά όργανα είχαν λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης και για να επιτραπεί η χορήγηση ενισχύσεων στους γεωργούς που είχαν πληγεί από αυτή. (166) Όσον αφορά την έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς, είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι η γαλλική αγορά συνιστά μια από τις κυριότερες αγορές γεωργικών προϊόντων της Κοινότητας, ενώ το ζωικό κεφάλαιο βοοειδών της Γαλλίας αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 25 % του ευρωπαϊκού ζωικού κεφαλαίου. Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του σκέλους της συμφωνίας σχετικά με τις εισαγωγές, η παράβαση υπερβαίνει τα όρια της Γαλλίας. (167) Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 127 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να υπολογίσει τις πραγματικές επιπτώσεις επί των τιμών και του επιπέδου των ενδοκοινοτικών συναλλαγών οι οποίες θα μπορούσαν να καταλογισθούν στην συμφωνία. Όσον αφορά τις τιμές, είναι βέβαιο ότι διαπιστώθηκε αύξηση των τιμών στην είσοδο των σφαγείων κατά τις τρεις εβδομάδες μετά τη σύναψη της συμφωνίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 14 της παρούσας απόφασης). Τα στατιστικά στοιχεία που διαθέτει η Επιτροπή αποδεικνύουν ότι η αύξηση αυτή ήταν μικρής διάρκειας και ότι, επιπλέον, οι τιμές παρέμειναν κατώτερες από αυτές του Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 1999, πριν από τη δεύτερη κρίση της "τρελής αγελάδας"(194). Όσον αφορά τον όγκο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, η μείωση των εισαγωγών που διαπιστώθηκε βάσει των στοιχείων που παρείχε η FNICGV κατά την ακρόαση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 78 της παρούσας απόφασης) δεν μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα στη συμφωνία. (168) Λαμβανομένων υπόψη του χαρακτήρα της παράβασης και την γεωγραφικής έκτασης της σχετικής αγοράς, η παράβαση φαίνεται πολύ σοβαρή. (169) Πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις σε καθεμία από τις ομοσπονδίες δεδομένου ότι συμμετείχαν, όπως προκύπτει από τη εξέταση των περιστατικών και την νομική τους εκτίμηση, ατομικά στην καταγγελθείσα παράβαση. Είναι σημαντικό να γίνει διάκριση η οποία να αντικατοπτρίζει τη σχέση ισχύος μεταξύ των διαφόρων μερών, προκειμένου να προσδιορισθεί το μέγεθος των ευθυνών τους όσον αφορά την παράβαση. Ωστόσο, δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί κριτήριο βασισμένο στα μερίδια αγοράς. Κατ' αρχήν, εφόσον πρόκειται για ομοσπονδίες, στην ουσία δεν υπάρχουν μερίδια αγοράς. Εξάλλου, ακόμα και αν λαμβάνονταν υπόψη τα μερίδια αγοράς των μελών των γεωργικών ομοσπονδιών, τούτο δεν θα καθιστούσε δυνατή τη σύγκριση μεταξύ τους. Ειδικότερα, μια από τις ομοσπονδίες συγκεντρώνει τους γεωργούς γενικά (FNSEA), μια άλλη αφορά μια κοινωνική ομάδα γεωργών (νεαροί γεωργοί), ενώ οι δύο τελευταίες αφορούν τομείς δραστηριότητας (βόειο κρέας και γαλακτοπαραγωγή). (170) Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η σχέση ανάμεσα στο ποσό των ετήσιων εισφορών που εισπράττει κάθε μια από τις γεωργικές ομοσπονδίες και αυτό που εισπράττει η βασική γεωργική ομοσπονδία αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο της σχετικής σημασίας των διαφόρων γεωργικών ομοσπονδιών και, κατ' επέκταση, του βαθμού της ευθύνης που φέρουν κατά τη διάπραξη της παράβασης. Ο εν λόγω βαθμός της ευθύνης αντικατοπτρίζει την πραγματική ικανότητα τω μελών κάθε ομοσπονδίας να προκαλέσει σημαντική ζημία. Εξάλλου, θα πρέπει να εφαρμοσθεί το ίδιο κριτήριο και στις δύο ομοσπονδίες σφαγέων. Το γεγονός ότι οι τελευταίοι δεν ασκούν δραστηριότητες στην ίδια αγορά με τους γεωργούς δεν έχει σημασία δεδομένου ότι τα βασικά ποσά δεν μπορούν να υπολογισθούν ανάλογα με τα μερίδια αγοράς. Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων αυτών, το βασικό ποσό του προστίμου για την κυριότερη ομοσπονδία στην προκειμένη περίπτωση, ήτοι την FNSEA, ανάλογα με τη σοβαρότητα πρέπει να καθορισθεί σε 20 εκατομμύρια ευρώ. Το πρόστιμο για την FNPL, την FNICGV και την JA πρέπει συνεπώς να καθορισθεί αντίστοιχα στο 1/5, 3/20 και 1/20 του ποσού αυτού, ενώ το πρόστιμο για την FNB και την FNCBV στο 1/10 του ποσού αυτού. (171) Όσον αφορά τη διάρκεια της παράβασης, από τα προαναφερόμενα στοιχεία προκύπτει ότι άρχισε στις 24 Οκτωβρίου 2001. Προκειμένου να καθορισθεί το ύψος του προστίμου πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η παράβαση διήρκεσε μέχρι τις 11 Ιανουαρίου 2002, εφόσον η Επιτροπή δεν διαθέτει αποδείξεις ότι παρατάθηκε πέραν της ημερομηνίας αυτής. Κατά συνέπεια, η παράβαση ήταν μικρής διάρκειας, πράγμα που οφείλεται χωρίς αμφιβολία στην ταχεία παρέμβαση της Επιτροπής. Εξάλλου, προκύπτει ότι τα ενδεχόμενα αποτελέσματα που παρήγε η παράβαση ήταν περιορισμένα από χρονική άποψη. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές, λόγω της μικρής διάρκειας της παράβασης το βασικό ποσό δεν προσαυξάνεται. (172) >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> 3.7.2. Επιβαρυντικά και ελαφρυντικά στοιχεία 3.7.2.1. Επιβαρυντικά στοιχεία (173) Μεταξύ των επιβαρυντικών στοιχείων πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι γεωργοί, μέλη των υπό εξέταση γεωργικών ομοσπονδιών, χρησιμοποίησαν βία προκειμένου να αναγκάσουν τις ομοσπονδίες σφαγέων να υιοθετήσουν την συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001. Επίσης, χρησιμοποιώντας εξαναγκαστικά μέσα καθιέρωσαν σύστημα εξακρίβωσης της εφαρμογής της συμφωνίας, όπως παράνομες δραστηριότητες "ελέγχου" της προέλευσης των κρεάτων. Ως προς το θέμα αυτό, οι πληροφορίες που διαθέτει η Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων άρθρων στον τύπο, αναφέρονται συχνά στις τοπικές οργανώσεις της FNSEA, της JA και της FNB. Δεδομένου του επιβαρυντικού αυτού στοιχείου, είναι σκόπιμο να αυξηθεί το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται σε κάθε μια από τις τρεις αυτές γεωργικές ομοσπονδίες κατά 30 %. (174) Εξάλλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα μέρη παρέτειναν μυστικά τη συμφωνία τους, υπό άλλη μορφή, ως το τέλος Νοεμβρίου και τις αρχές Δεκεμβρίου 2001, παρά το ό,τι είχαν λάβει προειδοποιητική επιστολή από την Επιτροπή και την είχαν διαβεβαιώσει ότι η γραπτή συμφωνία της 24ης Οκτωβρίου 2001 δεν θα παρατεινόταν (βλέπε αιτιολογική σκέψη 4 της παρούσας απόφασης). Κατά συνέπεια, το βασικό ποσό του προστίμου που επιβάλλεται σε καθένα από τα έξι μέρη πρέπει να αυξηθεί κατά 20 %. (175) Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο βασικός ρόλος της FNB, της ομοσπονδίας εκτροφέων βοοειδών, κατά την προετοιμασία και τη διάπραξη της παράβασης. Από το φάκελο προκύπτει ότι η πρωτοβουλία σχετικά με την κλίμακα τιμών και τα συναφή μέτρα στον τομέα των εισαγωγών ανήκει στην FNB. Επίσης, η FNB υποστήριξε με ιδιαίτερο σθένος την σύναψη προφορικής συμφωνίας, όπως δείχνουν οι δηλώσεις του αντιπροέδρου της στον τύπο. Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να αυξηθεί το βασικό ποσό του προστίμου που επιβάλλεται στην FNB κατά 30 %. 3.7.2.2. Ελαφρυντικά στοιχεία (176) Μεταξύ των ελαφρυντικών στοιχείων, πρέπει να ληφθεί υπόψη η παρέμβαση του Γάλλου υπουργού Γεωργίας υπέρ της σύναψης μιας τέτοιας συμφωνίας. Η παρέμβαση αυτή αντικατοπτρίζεται ιδίως στις δηλώσεις του εν λόγω υπουργού ενώπιον Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης καθώς και σε ανακοίνωση τύπου του υπουργείου την ημέρα σύναψης της συμφωνίας. Η παρέμβαση αυτή άσκησε μεγάλη πίεση στους σφαγείς ενόψει της σύναψης της συμφωνίας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την περιγραφή των περιστατικών, κατά τη διάρκεια συνεδρίασης μεταξύ των μερών, αλλά χωρίς τον υπουργό, στις 23 Οκτωβρίου 2001, οι σφαγείς είχαν αρνηθεί να συνάψουν τη συμφωνία που τους πρότειναν οι γεωργοί (βλέπε αιτιολογική σκέψη 32 της παρούσας απόφασης). Είναι σκόπιμο να ληφθεί υπόψη το γεγονός αυτό ως ελαφρυντικό στοιχείο υπέρ των δύο ομοσπονδιών σφαγέων, με μείωση κατά 30 %. Αντίθετα, στο μέτρο που η παρέμβαση του υπουργού ήταν αποτέλεσμα πολλών εβδομάδων διαδηλώσεων εκ μέρους των γεωργών που ήταν μέλη των υπό εξέταση γεωργικών ομοσπονδιών, με στόχο να υποχρεώσουν τους σφαγείς να υπογράψουν τη συμφωνία, οι τέσσερις γεωργικές ομοσπονδίες δεν πρέπει να επωφεληθούν από το ελαφρυντικό αυτό στοιχείο. (177) Εξάλλου, πρέπει να τονισθεί η ιδιαιτερότητα της κατάστασης την οποία έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι δύο ομοσπονδίες των σφαγέων, η FNICGV και η FNCBV. Πράγματι, κατά τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της σύναψης της συμφωνίας, τα μέλη τους υπέστησαν παράνομο αποκλεισμό των βιομηχανικών τους εγκαταστάσεων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα, καθώς και καταστροφές των κρεάτων. Υπέστησαν, συχνά σημαντικές, υλικές ζημίες στις εγκαταστάσεις τους. Παρά το γεγονός αυτό, από την περιγραφή των περιστατικών προκύπτει ότι μέχρι τις 23 Οκτωβρίου 2001, οι δύο ομοσπονδίες που εκπροσωπούν τους σφαγείς ήταν αντίθετες προς την υπογραφή οιασδήποτε συμφωνίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 32 της παρούσας απόφασης). Ο εξαναγκασμός αυτός πρέπει να ληφθεί υπόψη μεταξύ των ελαφρυντικών στοιχείων υπέρ της FNICGV και, σε μικρότερο βαθμό, υπέρ της FNCBV, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου τον οποίο ο πρόεδρος της ομοσπονδίας αυτής επέκτεινε, εκ των υστέρων, στην ομοσπονδία του (βλέπε αιτιολογική σκέψη 35 της παρούσας απόφασης). Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να μειωθεί το βασικό ποσό του προστίμου κατά 30 % για την FNICGV και κατά 30 % για την FNCBV. (178) Εξάλλου, είναι σκόπιμο να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, όσον αφορά την ομοσπονδία που αντιπροσωπεύει τους παραγωγούς γάλακτος (την FNPL), η Επιτροπή δεν διαθέτει στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι διαδραμάτισε ιδιαίτερο ρόλο στη σύναψη ή την εφαρμογή της καταγγελλόμενης συμφωνίας. Η FNPL φαίνεται, ως εκ τούτου, να είχε παθητικό ρόλο. Κατά συνέπεια, το βασικό ποσό του προστίμου για την ομοσπονδία αυτή πρέπει να μειωθεί κατά 30 %. (179) >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> 3.7.3. Άλλα στοιχεία (180) Στην παράγραφο 5 στοιχείο β) των κατευθυντήριων γραμμών της για τον υπολογισμό των προστίμων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 164 της παρούσας απόφασης), η Επιτροπή ορίζει: "Ανάλογα με τα δεδομένα κάθε υπόθεσης (...), ενδείκνυται να λαμβάνονται υπόψη ορισμένοι αντικειμενικοί παράγοντες, όπως είναι οι συγκεκριμένες οικονομικές παράμετροι της παράβασης, το οικονομικό ή χρηματοοικονομικό όφελος που έχουν ενδεχομένως αποκομίσει οι παραβάτες (...), τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, καθώς και η πραγματική τους ικανότητα να επωμισθούν το βάρος ενός προστίμου, υπό τις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, ώστε να αναπροσαρμοσθεί αναλόγως το ύψος των προστίμων που πρόκειται να επιβληθούν". (181) Αυτό το σημείο των κατευθυντήριων γραμμών επιτρέπει ιδίως στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις μιας δεδομένη υπόθεσης. Λαμβάνοντας εξάλλου υπόψη το γεγονός ότι η παρούσα απόφαση επιβάλλει για πρώτη φορά κυρώσεις σε σύμπραξη που πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά μεταξύ ομοσπονδιών, αφορά ένα βασικό γεωργικό προϊόν και εμπλέκει δύο κρίκους της αλυσίδας παραγωγής, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι σκόπιμο να ληφθεί υπόψη το συγκεκριμένο οικονομικό πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, το οποίο αποτελείται από τα ακόλουθα στοιχεία. (182) Κατ' αρχήν, η κατανάλωση κρέατος αγελάδων σημείωσε σημαντική πτώση κατά την τελευταία δεκαετία, η οποία αυξήθηκε περαιτέρω μετά την πρώτη κρίση της "τρελής αγελάδας" το 1996 και πάλι μετά την κρίση το 2000. Κατά τη διάρκεια ολόκληρου του έτους 2001, η κατανάλωση μειώθηκε εκ νέου κατά 7 % σε συνάρτηση με το 2000 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 13 της παρούσας απόφασης). Κατά συνέπεια, η κατάσταση στην Γαλλία κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2001 έπληξε έναν τομέα ο οποίος είχε ήδη αποδυναμωθεί λόγω πολλών δύσκολων ετών. (183) Στη συνέχεια, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η Επιτροπή έθεσε σε εφαρμογή μέτρα με σκοπό τη ρύθμιση της αγοράς βοείου κρέατος και την αποκατάσταση της ισορροπίας της. Τα μέτρα αυτά εφαρμόσθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του 2001 και στις αρχές του 2002. Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 23 έως 27 της παρούσας απόφασης, οι μηχανισμοί παρέμβασης που προβλέπονται από την ΚΟΑ προσαρμόσθηκαν κατά το έτος 2001 προκειμένου να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής για να επιλυθούν τα προβλήματα μιας ακόμα "ταραγμένης" και "ασταθούς" αγοράς(195). Εξάλλου, καθιερώθηκε ένας ειδικός μηχανισμός για την περίοδο από τον Ιούλιο 2001 έως τον Μάρτιο 2002, βάσει του άρθρου 38 παράγραφος 1 της ΚΟΑ (βλέπε αιτιολογική σκέψη 21 της παρούσας απόφασης). Οι γαλλικές δημόσιες αρχές χρησιμοποίησαν ευρέως τους μηχανισμούς αυτούς και ήταν οι πρώτες που έκαναν χρήση του ειδικού μηχανισμού που ίσχυε από τον Ιούλιο 2001 έως τον Μάρτιο 2002. Εξάλλου, τα δύο τρίτα των αγορών αυτών πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο που καλύπτει η διάρκεια της υπό εξέταση συμφωνίας. Επίσης κατά τα έτη 2001 και 2002 δόθηκε η άδεια στην Γαλλία να χορηγήσει ενισχύσεις στους γεωργούς που είχαν υποστεί τις μεγαλύτερες ζημίες. Η έγκριση της Επιτροπής βασιζόταν στην ανάλυσή της που απεδείκνυε την ύπαρξη έκτακτων γεγονότων κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης(196). Οι αποφάσεις έγκρισης τόνιζαν ιδίως ότι η κατάσταση που επικρατούσε στον τομέα του βοείου κρέατος δεν οφειλόταν μόνο σε μια συγκυριακή πτώση των τιμών ή την ύπαρξη μιας γνωστής ασθένειας. Στην πραγματικότητα, διάφοροι παράγοντες όπως η έλλειψη εμπιστοσύνης των καταναλωτών λόγω των φόβων που συνδέονται με την ασθένεια Creutzfeld-Jacob, η οποία μπορεί να προσβάλει τον άνθρωπο, δημιούργησαν ένα συγκεκριμένο πλαίσιο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη στην παρούσα υπόθεση. (184) Κατά συνέπεια, τη στιγμή της σύναψης τη συμφωνίας, οι γεωργοί βρίσκονταν σε μια κατάσταση η οποία, παρά τα κοινοτικά μέτρα προσαρμογής που εφήρμοζε μαζικά η Γαλλία, χαρακτηριζόταν από νέα μείωση των τιμών των αγελάδων στην είσοδο του σφαγείου. Πράγματι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 14 της παρούσας απόφασης, από το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2001, οι τιμές των αγελάδων που αφορούσε ειδικά η συμφωνία μειώθηκαν και πάλι κατά 15 έως 20 %, και έφθασαν επίπεδα ακόμα χαμηλότερα από αυτά που είχαν παρατηρηθεί τον Νοέμβριο 2000, ήτοι κατά τη χειρότερη στιγμή της δεύτερης κρίσης της τρελής αγελάδας. Ταυτόχρονα, οι τιμές κατανάλωσης παρέμεναν σταθερές (βλέπε αιτιολογική σκέψη 15 της παρούσας απόφασης). (185) Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο εκτείνεται πέραν μιας απλής κατάρρευσης των τιμών ή της ύπαρξης μιας γνωστής ασθένειας, τα πρόστιμα μειώνονται κατά 60 %. (186) >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Η Fédération nationale des syndicats d'exploitants agricoles (FNSEA), η Fédération nationale bovine (FNB), η Fédération nationale des producteurs de lait (FNPL), οι Jeunes agriculteurs (JA) (πρώην Centre national des jeunes agriculteurs), η Fédération nationale de l'industrie et des commerces en gros des viandes (FNICGV) και η Fédération nationale de la coopération bétail et viande (FNCBV) παρέβησαν το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης με το να συνάψουν, στις 24 Οκτωβρίου 2001, συμφωνία η οποία είχε ως αντικείμενο την αναστολή των εισαγωγών βοείου κρέατος στην Γαλλία και τον καθορισμό ελάχιστης τιμής για ορισμένες κατηγορίες ζώων, καθώς και με το να συνάψουν προφορικά συμφωνία με παρόμοιο σκοπό στα τέλη Νοεμβρίου και τις αρχές Δεκεμβρίου 2001. Η παράβαση άρχισε στις 24 Οκτωβρίου 2001 και παρήγε αποτελέσματα τουλάχιστον έως τις 11 Ιανουαρίου 2002. Άρθρο 2 Οι ομοσπονδίες που μνημονεύονται στο άρθρο 1 οφείλουν να τερματίσουν πάραυτα την εν λόγω παράβαση, εφόσον δεν το έχουν ήδη πράξει. Στο εξής θα απόσχουν από κάθε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική η οποία δύναται να έχει τους ίδιους ή παρόμοιους με την παράβαση στόχους και αποτελέσματα. Άρθρο 3 >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> Άρθρο 4 Τα επιβληθέντα πρόστιμα πρέπει να καταβληθούν εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στον ακόλουθο τραπεζικό λογαριασμό: Λογαριασμός αριθ. 642-0029000-95 Commission européenne - Europese Commissie Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (BBVA) IBAN Code: BE76 6420 0290 0095 SWIFT Code: BBVABEBB Avenue des Arts - Kunstlaan 43 B-1040 Bruxelles - Brussel Μετά την παρέλευση της περιόδου αυτής, θα καταλογισθούν αυτομάτως τόκοι βάσει του επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το οποίο εφαρμόσθηκε για τις κύριες αναχρηματοδοτήσεις της κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδόθηκε η παρούσα απόφαση, συν 3,5 ποσοστιαίες μονάδες. Άρθρο 5 Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στις ακόλουθες ομοσπονδίες: 1. Fédération nationale des syndicats d'exploitants agricoles, 11, rue de la Baume, F-75008 Paris· 2. Fédération nationale bovine, 149, rue de Bercy, F-75012 Paris· 3. Fédération nationale des producteurs de lait, 42, rue de Châteaudun, F-75014 Paris· 4. Jeunes agriculteurs, 14, rue La Boétie, F-75008 Paris· 5. Fédération nationale de l'industrie et des commerces en gros des viandes, 17, place des Vins-de-France, F-75012 Paris· 6. Fédération nationale de la coopération bétail et viande, 49, avenue de la Grande-armée, F-75116 Paris. Η παρούσα απόφαση τίθεται σε ισχύ δυνάμει του άρθρου 256 της συνθήκης. Βρυξέλλες, 2 Απριλίου 2003. Για την Επιτροπή Mario Monti Μέλος της Επιτροπής (1) ΕΕ 13 της 21.2.1962, σ. 204/62. (2) ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1. (3) ΕΕ 30 της 20.4.1962, σ. 993/62. (4) ΕΕ 53 της 1.7.1962, σ. 1571/62. (5) ΕΕ L 354 της 30.12.1998, σ. 18. (6) EE C 195 της 19.8.2003. (7) Έγγραφο 38.279/107. Βλέπε επίσης διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία στην θέση του Διαδικτύου του "Office national interprofessionnel des viandes, de l'élevage et de l'aviculture" ("Ofival"), www.ofival.fr. (8) Έκθεση διαθέσιμη στη θέση του Διαδικτύου του Ofival, www.ofival.fr/doctech/sial/bov02-t.pdf (9) Πληροφορία διαθέσιμη στην θέση Διαδικτύου του Ofival, που αναφέρει ως πηγή τα "γαλλικά τελωνεία (2001)". (10) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-1/00, Συλλογή 2001, σ. I-9989. (11) Βλέπε έγγραφο 38.279/162 και 163. (12) Όλα τα στοιχεία σχετικά με τις τιμές ανά εβδομάδα από τον Ιανουάριο 1999 ως τα μέσα Νοεμβρίου 2001 αναφέρονται στο έγγραφο 38.279/109 έως 111. (13) Η κοινοτική ρύθμιση έχει καθορίσει μια κλίμακα κατάταξης των σφαγίων χονδρών βοοειδών, η οποία βασίζεται στο συνδυασμό δύο κριτηρίων. Το πρώτο (διάπλαση) χωρίζεται σε έξι κατηγορίες τις οποίες συμβολίζουν τα γράμματα "SEUROP." (το γράμμα S αντιστοιχεί σε "ανώτερη", το γράμμα E σε "εξαιρετική", και ούτω καθεξής ως το γράμμα "P", που αντιστοιχεί σε "μέτρια"). Το δεύτερο κριτήριο αφορά την κατάσταση πάχυνσης και χωρίζεται σε πέντε κατηγορίες, από 1 ("πολύ μικρή") ως 5 ("πολύ μεγάλη"). Είναι δυνατή περαιτέρω υποδιαίρεση (μέσω των συμβόλων "+", "-", "=") [βλέπε κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1208/81 του Συμβουλίου, της 28ης Απριλίου 1981 περί της θεσπίσεως κοινοτικής κλίμακος κατατάξεως σφαγίων των χονδρών βοοειδών (ΕΕ L 123 της 7.5.1981, σ. 3), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1026/91 (ΕΕ L 106 της 26.4.1991, σ. 2)]. (14) Έγγραφο 38.279/109. (15) Ένα σημείωμα της FNSEA, της 30ής Αυγούστου 2001, αναφέρει επίσης ότι "το επιπλέον κόστος της νέας κρίσης ΣΕΒ όσον αφορά την παρασκευή και πώληση ενός κιλού κιμά" μπορεί να εκτιμηθεί στο "14% της βιομηχανικής τιμής πώλησης στα μεγάλα καταστήματα διανομής" (έγγραφο 38.279/534). (16) Βλέπε υποσημείωση 13. (17) ΕΕ L 68 της 16.3.2000, σ. 22. (18) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1512/2001 του Συμβουλίου για την τροποποίηση του βασικού κανονισμού (ΕΕ L 201 της 26.7.2001, σ. 1). (19) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1209/2001 της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 2001, για παρέκκλιση από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 562/2000 για λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά τα καθεστώτα αγοράς στη δημόσια παρέμβαση στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ L 165 της 21.6.2001, σ. 15). Το μέγιστο βάρος που γίνεται δεκτό στην παρέμβαση αυξήθηκε περαιτέρω από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1496/2001 της Επιτροπής (ΕΕ L 197 της 21.7.2001, σ. 3). (20) Βλέπε τελευταία τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2579/2001 της Επιτροπής (ΕΕ L 344 της 28.12.2001, σ. 68). (21) ΕΕ L 321 της 19.12.2000, σ. 47. (22) ΕΕ L 95 της 5.4.2001, σ. 8. (23) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2595/2001 της Επιτροπής (ΕΕ L 345 της 29.12.2001, σ. 33). (24) Έγγραφο 38.279/631. (25) ΕΕ C 247 της 5.9.2001, σ. 10. Το κείμενο της σχετικής απόφασης είναι διαθέσιμο στη θέση της Επιτροπής στο Διαδίκτυο, στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.europa.eu.int/comm/ secretariat_general/ sgb/state_aids/agriculture_2001.htm (26) ΕΕ C 110 της 7.5.2002, σ. 7. (27) Βλέπε για παράδειγμα το δελτίο τύπου που επισυνάπτεται στην απάντηση της FNICGV της 23ης Νοεμβρίου 2001 στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής (έγγραφο 38.279/187 έως 304). (28) Το αυτό. Βλέπε επίσης έγγραφα 38.279/719 και 720. (29) Έγγραφο 38.279/613 και 614. Βλέπε επίσης έγγραφο 38.279/615, που επιβεβαιώνει την ύπαρξη της κλίμακας αυτής. Από τον φάκελο προκύπτει ακόμα ότι οι συζητήσεις σχετικά με την κλίμακα είχαν ήδη πραγματοποιηθεί κατά τις προηγούμενες εβδομάδες, για παράδειγμα κατά τη διάρκεια συνάντησης στις 2 Οκτωβρίου 2001 (έγγραφο 38.279/950 και 951). (30) Έγγραφο 38.279/614. Ο τομέας της "εστίασης εκτός της κατοικίας" καλύπτει ξενοδοχεία και εστιατόρια, ιδίως εστιατόρια επιχειρήσεων και διοικήσεων, νοσοκομείων, στρατιωτικών μονάδων και κυλικεία. (31) Βλέπε ιδίως έγγραφο 38.279/612. (32) Ένα άρθρο στον τύπο της 25ης Οκτωβρίου 2001, αφού αναφέρει τις συζητήσεις σχετικά με το σχέδιο κλίμακας τιμών για τις βόσκουσες αγελάδες, τονίζει: "την προηγούμενη εβδομάδα, η FNB μοίρασε μια κλίμακα ελάχιστων τιμών για τις αγελάδες αναπαραγωγής στην είσοδο του σφαγείου, στις αγορές ζώων και τις επιχειρήσεις μεταποίησης" (έγγραφο 38.279/201). (33) Έγγραφο 38.279/615. Βλέπε επίσης έγγραφο 38.279/614. (34) Έγγραφο 38.279/615. (35) Έγγραφο 38.279/200. (36) Ο γενικός διευθυντής της τοπικής FDSEA δήλωσε σχετικά με την συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ ενός σφαγείου στο διαμέρισμα της Vendée μετά τον αποκλεισμό των εγκαταστάσεών του από τους γεωργούς: "οι κάτοχοι ανέλαβαν επίσημα την υποχρέωση να σταματήσουν τις εισαγωγές κρέατος ξένης προέλευσης ως την 1η Ιανουαρίου και να εφαρμόσουν την συνδικαλιστική κλίμακα τιμών" (αναφέρεται στην εφημερίδα Le Maine Libre της 19ης Οκτωβρίου 2001, έγγραφο 38.279/221). Βλέπε επίσης αποσπάσματα της εφημερίδας Ouest France της 19ης Οκτωβρίου 2001 (έγγραφο 38.279/223 και 224). (37) Βλέπε πρακτικά της συνεδρίασης συντονισμού, έγγραφο 38.279/620. (38) Έγγραφο 38.279/1159. Βλέπε επίσης έγγραφο 38.279/981. (39) Έγγραφο 38.279/1159. (40) Έγγραφο 38.279/1156. (41) Έγγραφο 38.279/1011. (42) Έγγραφο 38.279/309 και 310. (43) Έγγραφο 38.279/889. (44) Έγγραφο 38.279/195. (45) Έγγραφο 38.279/410. (46) Έγγραφο 38.279/1121. (47) Έγγραφο 38.279/893. (48) Έγγραφο 38.279/1025. Βλέπε επίσης έγγραφο 38.279/1038 "πεδίο εισαγωγών: μόνον αγελάδες; αόριστος ορισμός, καθότι η συμφωνία περνάει κρίση!". (49) Ένα έγγραφο της FNB της 26ης Οκτωβρίου 2001 δίνει ορισμένες επιπλέον εξηγήσεις σχετικά με τις λεπτομέρειες καθορισμού της τιμής (έγγραφο 38.279/618). Το έγγραφο 38.279/631 (σημείωμα της FNSEA ενόψει της συνάντησης με τον πρωθυπουργό της Γαλλίας στις 8 Νοεμβρίου 2001) διευκρινίζει: "για τις αγελάδες O και P οι τιμές καθορίσθηκαν έτσι ώστε να μπορεί να διατηρηθεί η ειδική αγορά για τις κατηγορίες αυτές". (50) Βλέπε έγγραφα 38.279/802 και 38.279/803. (51) Έγγραφο 38.279/109 και έγγραφο 38.279/198. (52) Έγγραφο 38.279/310, πλήρη πρακτικά των συζητήσεων του Κοινοβουλίου, πρώτη σύνοδος την Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2001, Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας. (53) Έγγραφο 38.279/893. (54) Έγγραφο 38.279/1023. (55) Έγγραφο 38.279/423. (56) Έγγραφο 38.279/1146. Μπορεί επίσης να γίνει αναφορά σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στον αριθμό 566, του Νοεμβρίου 2001, του εντύπου "Revue Jeunes Agriculteurs", το οποίο αναφέρει: η κλίμακα αυτή, που τέθηκε σε εφαρμογή στις 29 Οκτωβρίου, θα αναθεωρηθεί την 1η Δεκεμβρίου. (57) Έγγραφο 38.279/424. Βλέπε επίσης έγγραφο 38.279/428. (58) Έγγραφο 38.279/873. (59) Έγγραφο 38.279/519. Πρόκειται φυσικά για τις 30 Νοεμβρίου. (60) Έγγραφο 38.279/203. (61) Έγγραφο 38.279/88. (62) Έγγραφο 38.279/195. Τα αρχικά DGCCRF αναφέρονται στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, Κατανάλωσης και Καταπολέμησης της Απάτης. (63) Έγγραφο 38.279/1200 (μεμονωμένη επιχείρηση, έγγραφο της 26ης Οκτωβρίου 2001) και έγγραφο 38.279/1201 (συνδικάτο χονδρεμπόρων κρεάτων του MIN του Rungis, που είναι μέλος της FNICGV, έγγραφο της 26ης Οκτωβρίου). (64) Έγγραφο 38.279/94. (65) Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για την ίδια αντιπροσωπεία που συνάντησε ο πρόεδρος της FNICGV, η οποία αναφέρεται ανωτέρω στην υποσημείωση 64. (66) Έγγραφα 38.279/914 έως 917. (67) Έγγραφο 38.279/917. (68) Βλέπε, όσον αφορά τους γερμανούς κτηνοτρόφους, επιστολή του προέδρου του "Deutscher Bauernverband" στον πρόεδρο της FNSEA, της 30ής Οκτωβρίου 2001 (έγγραφο 38.279/387)· για τους βρετανούς κτηνοτρόφους, επιστολή του προέδρου του "National Farmers' Union" στον πρόεδρο της FNSEA, της 13ης Νοεμβρίου 2001 (έγγραφο 38.279/391)· για τους βέλγους κτηνοτρόφους, επιστολή του προέδρου του "Boerenbond" στον πρόεδρο της FNSEA, της 19ης Νοεμβρίου 2001 (έγγραφο 38.279/394)· για τους ολλανδούς κτηνοτρόφους, σημείωμα του LTO της 15ης Νοεμβρίου 2001 (έγγραφο 38.279/683)· για τους ισπανούς κτηνοτρόφους, επιστολή του προέδρου της "Asociación española de criadores de vacuno de carne" στον πρόεδρο της FNB, της 7ης Νοεμβρίου 2001 (έγγραφο 38.279/1125). Σε ένα σημείωμα που συνέταξε η FNSEA ενόψει της συνάντησης με τον γάλλο πρωθυπουργό η οποία προβλεπόταν στις 8 Νοεμβρίου 2001, υπενθυμίζεται ότι "οι επιχειρήσεις ανέλαβαν την υποχρέωση να αναστείλουν προσωρινά τις εισαγωγές, γεγονός που θα οδηγήσει σε προβλήματα με τους γερμανούς και ολλανδούς εταίρους μας" (έγγραφο 38.279/632). (69) Έγγραφα 38.279/1059 και 1060. (70) Βλέπε, για παράδειγμα, την επιστολή του γενικού γραμματέα της ευρωπαϊκής ένωσης εμπορίας βοοειδών και βοείου κρέατος προς τον επίτροπο κ. Fischler, από τις 29 Οκτωβρίου 2001 (έγγραφο 38.279/1253 και 1254). Βλέπε επίσης την αντίδραση των προέδρων της ομοσπονδίας αγορών ζωντανών βοοειδών (FMBV) και της γαλλικής ομοσπονδίας εμπόρων βοοειδών (FFCB) όπως παρουσιάσθηκε στον τύπο (έγγραφο 38.279/197 και έγγραφο 38.279/201). (71) Έγγραφο 38.279/103. (72) Έγγραφο 38.279/105. (73) Οι σημειώσεις αυτές δεν έχουν ημερομηνία αλλά, βάσει του περιεχομένου τους, πρέπει να γράφτηκαν ανάμεσα στις 18 και τις 20 Νοεμβρίου 2001. (74) Έγγραφα 38.279/1054 και 1055. Τα αρχικά "JB-PDL" ανήκουν σε δύο εκπροσώπους της FNSEA. (75) Έγγραφο 38.279/1065. (76) Έγγραφο 38.279/1075. Τα γράμματα "πβ" σημαίνουν χωρίς αμφιβολία "πρόβλημα". (77) Έγγραφο 38.279/1106. (78) Έγγραφο 38.279/1098. (79) Έγγραφο 38.279/164. (80) Έγγραφο 38.279/360. (81) Έγγραφο 38.279/736. (82) Έγγραφο 38.279/737. (83) Ίσως πρόκειται για τον εκπρόσωπο της JA στη συνεδρίαση συντονισμού σχετικά με την κρίση στον τομέα των βοοειδών (βλέπε έγγραφο 38.279/620) και για έναν από τους εκπροσώπους της JA στην συζήτηση στρογγυλής τραπέζης σχετικά με το βόειο κρέας που πραγματοποιήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2001 (έγγραφο 38.279/580). (84) "Η κλίμακα είχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα: επανέφερε την ελπίδα και την κοινωνική ειρήνη rArr; πρέπει να συνεχίσουμε με τις υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί, με κατάλληλη διαφήμιση" (έγγραφο 38.279/738)· "η αγορά φυσικά προσαρμόζεται στην κλίμακα, ας συνεχίσουμε" (το αυτό). (85) Έγγραφο 38.279/738. (86) Έγγραφο 38.279/739 (χωρίς υπογραμμίσεις). (87) Έγγραφο 38.279/740. (88) Έγγραφο 38.279/750. (89) Έγγραφο 38.279/1150. (90) Για παράδειγμα έγγραφο 38.279/748: "πως θα γίνει; Σε τι τιμή;". (91) Έγγραφο 38.279/1118. (92) Έγγραφο 38.279/750. (93) Έγγραφο 38.279/368. (94) Έγγραφο 38.279/366. (95) Έγγραφο 38.279/474. (96) Έγγραφο 38.279/401α. (97) Έγγραφο 38.279/487. (98) Έγγραφο 38.279/489. (99) Έγγραφο 38.279/751 έως 756. (100) "RHD" σημαίνει εστίαση εκτός της κατοικίας (restauration hors domicile). Ο τομέας αυτός έχει την μεγαλύτερη κατανάλωση εισαγόμενου βοείου κρέατος. Έγγραφο 38.279/751. (101) Έγγραφο 38.279/751 (διαγραφή των υπογραμμίσεων). (102) Έγγραφο 38.279/754. (103) Έγγραφο 38.279/756. (104) Έγγραφο 38.279/1221. (105) Έγγραφο 38.279/1121. (106) Έγγραφα 38.279/88 και 89. (107) Έγγραφο 38.279/181. (108) Έγγραφο 38.279/1204. (109) Βλέπε για παράδειγμα τα έγγραφα 38.279/584, 617 και 1152. (110) Πολλά έγγραφα σχετικά με το θέμα αυτό: για παράδειγμα τα έγγραφα 38.279/187 και 237. (111) Έγγραφο 38.279/237. (112) Έγγραφο 38.279/204 (συμφωνία στη Charolles), Έγγραφο 38.279/279 συμφωνία στη Moselle), έγγραφο 38.279/280 (συμφωνίες στη Vendée) ή έγγραφο 38.279/822 (συμφωνίες στη Loir-et-Cher). Βλέπε επίσης συμφωνία μεταξύ της FRSEA της Basse-Normandie και των σφαγέων της περιφέρειας αυτής στις αρχές Νοεμβρίου 2001 (έγγραφο 38.279/823). (113) Για παράδειγμα έγγραφο 38.279/1123. (114) Βλέπε τα ακόλουθα, με εξαντλητικά, στοιχεία: έγγραφο 38.279/826 και 827 (διαμέρισμα Loire)· έγγραφο 38.279/834 (διαμέρισμα Oise)· έγγραφο 38.279/837 και 839 (δύο συμφωνίες στο διαμέρισμα Corrèze)· έγγραφο 38.279/841 και 845 (διαμέρισμα Αllier). Ορισμένα έγγραφα αναφέρονται επίσης σε προφορικές δεσμεύσεις τήρησης της κλίμακας (έγγραφο 38.279/852, της 19ης Νοεμβρίου 2001). Βλέπε επίσης χειρόγραφες σημειώσεις του διευθυντή της FNB, έγγραφο 38.279/911. Βλέπε επίσης τηλεομοιοτυπία της FRSEA-Bretagne που απαριθμεί τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν με τους σφαγείς, ανά διαμέρισμα της περιφέρειας αυτής, στις 29 Οκτωβρίου 2001. (115) Βλέπε για παράδειγμα έγγραφο 38.279/882 και 883, έγγραφο 38.279/420 ("η κλίμακα αυτή τηρείται γενικά, ακόμα και αν μερικές φορές είναι αναγκαία η συνδικαλιστική δράση"). (116) Βλέπε την περίπτωση του σφαγείου "Tour du Pin", το οποίο στην αρχή αρνήθηκε να συνάψει τοπική συμφωνία (έγγραφο 38.279/1272), αποκλείσθηκε από τις 20 έως τις 23 Νοεμβρίου 2001 (έγγραφο 38.279/868 έως 871 και έγγραφο 38.279/1268 και επόμενα), και τελικά πέτυχε διάταξη εκ μέρους της προέδρου του πολυμελούς Πρωτοδικείου του Bourgoin Jallieux (έγγραφο 38.279/1255 έως 1267). (117) Η πρότυπη συμφωνία που καταρτίσθηκε από την FDSEA και την CDJA της Ιsère, στις 13 Νοεμβρίου 2001, εξακολουθούσε να περιλαμβάνει την υποχρέωση προσωρινής αναστολής των εισαγωγών (έγγραφο 38.279/885). Όμως, συμφωνίες αυτού του είδους υπογράφηκαν κατά την ημερομηνία αυτή από ορισμένα σφαγεία (έγγραφο 38.279/882). Βλέπε επίσης έγγραφο 38.279/1287. (118) Έγγραφο 38.279/825 έως 827, στο διαμέρισμα Loire. (119) Βλέπε, αντίθετα, την επιστολή του προέδρου της FNCBV προς τον πρόεδρο της FNSEA της 9ης Νοεμβρίου 2001, έγγραφο 38.279/410. Το έγγραφο 38.279/617 αναφέρει τις επαφές που είχε η FNB με την ομοσπονδία μικρών και μεσαίων καταστημάτων, αλλά δεν αναφέρει κανένα αποτέλεσμα. (120) Έγγραφο 38.279/08. (121) Έγγραφο 38.279/356 έως 359. Τα στοιχεία που αφορούν τις τελευταίες ημέρες του Οκτωβρίου δεν παρασχέθηκαν. (122) Τα στοιχεία, που αναφέρονται επίσης στον ίδιο πίνακα, για την περίοδο από τον Οκτώβριο 2000 ως τον Δεκέμβριο 2000 δεν είναι ενδεικτικά, λαμβανομένης υπόψη της κρίσης που ξέσπασε τον Οκτώβριο 2000. Τα στοιχεία για την περίοδο από τον Οκτώβριο 1999 ως τον Δεκέμβριο 1999, τα οποία είναι σταθερά, δεν επιβεβαιώνουν την θεωρία περί κυκλικού φαινομένου. (123) Βλέπε για παράδειγμα τα έγγραφα 38.279/882, 885 και 1285. (124) Έγγραφο 38.279/318. (125) Έγγραφο 38.279/322. (126) Έγγραφο 38.279/823. (127) Έγγραφο 38.279/822. (128) Έγγραφο 38.279/849. Βλέπε επίσης έγγραφο 38.279/1228. (129) Έγγραφο 38.279/117. (130) Βλέπε επιθεώρηση τύπου που επισυνάπτεται στην απάντηση της FNICGV στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής. Βλέπε επίσης, για παράδειγμα, έγγραφο 38.279/584. (131) Έγγραφο 38.279/277. (132) Έγγραφο 38.279/422. Τα γράμματα αντιστοιχούν στις κατηγορίες κρεάτων όπως ορίζονται στην κοινοτική ρύθμιση (βλέπε υποσημείωση 13). (133) Έγγραφο 38.279/420. (134) Έγγραφο 38.279/424: η σημείωση αναφέρει την αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 9ης Νοεμβρίου 2001 και το σχέδιο απάντησης σε αυτή (η οριστική απάντηση συντάχθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2001). (135) Έγγραφο 38.279/851. (136) Έγγραφο 38.279/852. (137) Έγγραφο 38.279/856. (138) Έγγραφο 38.279/1098. (139) Έγγραφο 38.279/1106. (140) Η ημερομηνία της συνεδρίασης αυτής δεν αναφέρεται στις χειρόγραφες σημειώσεις. Λαμβανομένου υπόψη το περιεχομένου, μάλλον πρόκειται για τη συνεδρίαση της 21ης Νοεμβρίου 2001, η πρόσκληση στην οποία περιλαμβάνεται στο έγγραφο 38.279/716. (141) Έγγραφο 38.279/1069. (142) Έγγραφο 38.279/1075. (143) Έγγραφο 38.279/746. (144) Βλέπε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην "Union Paysanne" στις 14 Δεκεμβρίου 2001 (έγγραφο 38.279/1178). Εξάλλου, το άρθρο αναφέρει, "μετά από ορισμένες προσαρμογές των τιμών, η κλίμακα πρέπει να εκλαμβάνεται σήμερα ως σύσταση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως συνιστώμενη τιμή πώλησης για τους εκτροφείς". (145) Έγγραφο 38.279/492. Βλέπε επίσης σημείωμα της FNB, έγγραφο 38.279/509 και 510, και το σημείωμα που απεστάλη και στις τέσσερις γεωργικές ομοσπονδίες, έγγραφο 38.279/522, το οποίο τις καλούσε να κινητοποιηθούν. (146) Έγγραφο 38.279/849. (147) Έγγραφο 38.279/1222 έως 1229. (148) Έγγραφο 38.279/812. (149) Έγγραφο 38.279/1198. (150) Έγγραφο 38.279/829. (151) Έγγραφο 38.279/1168. Βλέπε επίσης τα πρακτικά μιας συνεδρίασης συντονισμού μεταξύ των FNSEA, JA, FNPL και FNB στις 16 Οκτωβρίου 2001, που αναφέρουν και πάλι "έλεγχος της προέλευσης των κρεάτων, ιδίως για RHD" ως πρώτο σημείο της στρατηγικής "για να μπορέσουμε να επιβάλουμε [την] κλίμακα" (έγγραφο 38.279/620). (152) Παρατηρήσεις σε απάντηση της κοινοποίησης των αιτιάσεων, σ. 24. (153) Παρατηρήσεις σε απάντηση της κοινοποίησης των αιτιάσεων, σ. 24. (154) Παρατηρήσεις σε απάντηση της κοινοποίησης των αιτιάσεων, σ. 26. (155) Το αυτό. (156) Παρατηρήσεις σε απάντηση της κοινοποίησης των αιτιάσεων, σ. 29. (157) Παρατηρήσεις σε απάντηση της κοινοποίησης των αιτιάσεων, σ. 7. (158) Βλέπε για παράδειγμα την απόφαση του Δικαστηρίου, της 30ής Μαρτίου 2000, Consiglio Nazionale degli Spedizionieri Doganali κατά Επιτροπής, υπόθεση T-513/93, Συλλογή σ. II-1807, σημείο 36 και αναφερόμενη νομολογία. (159) Απόφαση 76/29/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1975, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ (IV/26.949 - AOIP/Beyrard), ΕΕ L 6 της 13.1.1976, σ. 8, τμήμα I, σημείο 2. (160) Βλέπε για παράδειγμα την απόφαση που αναφέρεται στην υποσημείωση 158. (161) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 2ας Ιουλίου 1992, Dansk Pelsdyravlerforening κατά Επιτροπής, υπόθεση T-61/89, Συλλογή σ. II-1931, σημείο 50. (162) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 18ης Ιουνίου 1998, Επιτροπή κατά Ιταλίας, υπόθεση C-35/96, Συλλογή 1998 σ. I-3851, σημείο 40, και απόφαση του Δικαστηρίου, της 30ης Ιανουαρίου 1985, Clair, υπόθεση 123/83, Συλλογή 1985 σ. 391, σημείο 17. (163) Αποφάσεις του Δικαστηρίου, της 15ης Μαΐου 1975, Frubo κατά Επιτροπής, υπόθεση 71/74, Συλλογή 1975, σ. 563, σημείο 30· της 29ης Οκτωβρίου 1980, van Landewyck e.a. κατά Επιτροπής, 209 έως 215/78 και 218/78, Συλλογή 1980, σ. 3125, σημείο 88· και της 8ης Νοεμβρίου 1983, IAZ e.a. κατά Επιτροπής, 96 έως 102/82, 104/82, 105/82, 108/82 και 110/82, Συλλογή 1983, σ. 3369, σημείο 20. (164) ΕΕ C 364 της 18.12.2000, σ. 1. Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 του χάρτη, "κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα (...) στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι σε όλα τα επίπεδα, ιδίως στον πολιτικό και το συνδικαλιστικό τομέα, καθώς και στους τομείς που αναφέρονται στον πολίτη (...)". (165) Κάθε ετήσια έκθεση του Συμβουλίου ανταγωνισμού, από την ίδρυσή του, περιλαμβάνει διάφορα παραδείγματα εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού σε συνδικάτα ή ομοσπονδίες (βλέπε ειδικότερα τις εκθέσεις για το 1987 και το 1997). Όσον αφορά παραδείγματα επίσημων αποφάσεων σχετικά με γεωργικές επαγγελματικές ενώσεις, βλέπε τις ακόλουθες αποφάσεις του Συμβουλίου ανταγωνισμού: - αριθ. 00-D-01, της 22ας Φεβρουαρίου 2000, σχετικά με πρακτικές στον τομέα των οπωροκηπευτικών (η απόφαση αυτή ακυρώθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2000 από το Εφετείο των Παρισίων για άλλους λόγους, που συνδέονταν με λάθος στον προσδιορισμό του παραλήπτη της απόφασης), - αριθ. 96-D-60, της 15ης Οκτωβρίου 1996, σχετικά με την κατάσταση του ανταγωνισμού στον τομέα των φυτών γεωμήλων προς φύτευση, - αριθ. 96-D-59, της 8ης Οκτωβρίου 1996, σχετικά με πρακτικές που διαπιστώθηκαν στον τομέα του καμπανίτη οίνου, - αριθ. 95-D-77, της 5ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την κατάσταση του ανταγωνισμού στην αγορά μελιού, - αριθ. 94-D-61, της 29ης Νοεμβρίου 1994, σχετικά με πρακτικές που διαπιστώθηκαν στον τομέα της παραγωγής και εμπορίας κρέατος μόσχου, - αριθ. 94-D-23, της 5ης Απριλίου 1994, σχετικά με πρακτικές που διαπιστώθηκαν στον τομέα του ελαιόλαδου.. (166) Έγγραφο 38.279/892. (167) Έγγραφο 38.279/893. (168) Έγγραφο 38.279/901. (169) Μπορεί επίσης να αναφερθεί ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Les marchés" στις 26 Οκτωβρίου 2001, την επομένη της επίσημης υπογραφής της συμφωνίας, το οποίο παρατηρεί: "σύμφωνα με την FNSEA, το υπουργείο Γεωργίας δεν εξέφρασε επιφυλάξεις σχετικά με τη συμφωνία αυτή ενώ υπάρχουν ήδη υπόνοιες ότι δεν συμβιβάζεται με τους κανόνες ανταγωνισμού" (έγγραφο 38.279/198). (170) Βλέπε για παράδειγμα, στην ήδη αναφερθείσα νομολογία, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ης Μαρτίου 2000, Consiglio Nazionale degli Spedizionieri Doganali κατά Επιτροπής (βλέπε υποσημείωση 158), ή ακόμα την απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 1985, Clair (βλέπε υποσημείωση 162). (171) Βλέπε για παράδειγμα τις αποφάσεις του Δικαστηρίου Frubo κατά Επιτροπής (βλέπε υποσημείωση 163), και Clair (βλέπε υποσημείωση 162), σημείο 20. (172) Απόφαση του Πρωτοδικείου, της 26ης Οκτωβρίου 2000, Bayer κατά Επιτροπής, υπόθεση T-41/96, Συλλογή 2000, σ. II-3383, σημείο 68, και απόφαση του Δικαστηρίου, της 11ης Ιανουαρίου 1990, Sandoz κατά Επιτροπής, υπόθεση C-277/87, Συλλογή 1990, σ. I-45, σημείο 13. (173) Αποφάσεις του Πρωτοδικείου, της 6ης Απριλίου 1995, Sotralentz κατά Επιτροπής, υπόθεση T-149/89, Συλλογή 1995, σ. II-1127, σημείο 53 και της 14ης Μαΐου 1998, Cascades κατά Επιτροπής, υπόθεση T-308/94, Συλλογή 1998, σ. II- 925, σημείο 122. (174) Ιδίως απόφαση του Πρωτοδικείου, της 14ης Μαΐου 1998, Moritz J. Weig κατά Επιτροπής, υπόθεση T-317/94, Συλλογή 1998, σ. II-1235, σημείο 134. (175) Βλέπε για παράδειγμα απόφαση του Πρωτοδικείου, της 20ής Απριλίου 1999, LVM e.a. κατά Επιτροπής, υπόθεση T-305/94 e.a., Συλλογή 1999, σ. II-931, σημείο 741. (176) Βλέπε σημείωμα του γαλλικού Υπουργείου Γεωργίας και Αλιείας, της 17ης Οκτωβρίου 2001 (έγγραφο 38.279/621). (177) Έγγραφο 38.279/614 και 615 ιδίως. (178) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 16ης Οκτωβρίου 2002, LVM e.a κατά Επιτροπής, υποθέσεις C-238/99 P, C-244/99 P, C-245/99 P, C-247/99 P, C-250/99 P έως C-252/99 P και C-254/99 P, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σημείο 487. (179) Το αυτό, σημείο 488. (180) Βλέπε για παράδειγμα απόφαση του Πρωτοδικείου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, Compagnie générale maritime e.a. κατά Επιτροπής, υπόθεση T-86/95, Συλλογή 2002, σ. II-1011, σημείο 349. (181) Βλέπε για παράδειγμα απόφαση του Δικαστηρίου, της 11ης Ιουλίου 1985, Remia e.a. κατά Επιτροπής, υπόθεση 42/84, Συλλογή 1985, σ. 2545, σημείο 22. (182) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters, υπόθεση C-309/99, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σημείο 95. Σε απόφαση την ίδια ημέρα, Arduino, υπόθεση C-35/99, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι μια κλίμακα που καθορίζει τα ελάχιστα και μέγιστα ποσά των αμοιβών ενός επαγγέλματος "η οποία εφαρμόζεται στο σύνολο της επικράτειας ενός κράτους μέλους" μπορεί να "επηρεάσει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές" (σημείο 33). (183) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 11ης Ιουλίου 1989, Belasco κατά Επιτροπής, υπόθεση 246/86, Συλλογή 1989, σ. 2117, σημείο 34: "εφόσον πρόκειται για μια αγορά η οποία είναι ανοικτή στις εισαγωγές, τα μέλη μιας εθνικής συμπράξεως περί τιμών δεν μπορούν να διατηρήσουν το μερίδιό τους στην αγορά παρά μόνο εάν προστατεύονται κατά του ανταγωνισμού από το εξωτερικό". (184) Αποφάσεις του Δικαστηρίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1995, Oude Luttikhuis e.a., υπόθεση C-399/93, Συλλογή 1995, σ. I-4515, σημείο 23, και του Πρωτοδικείου, της 14ης Μαΐου 1997, Florimex et VGB κατά Επιτροπής, υποθέσεις T-70/92 και T-71/92, Συλλογή 1997, σ. II-693, σημείο 152. Βλέπε επίσης, για παράδειγμα, την απόφαση 1999/6/CE της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 1998, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης (IV/35.280 - Sicasov) (EE L 4 της 8.1.1999, σ. 27), σημείο 68. (185) Αποφάσεις Frubo κατά Επιτροπής, σημεία 22 έως 27 (βλέπε υποσημείωση 163) Oude Luttikhuis e.a., σημείο 25 (βλέπε υποσημείωση 184), και απόφαση του Δικαστηρίου, της 30ής Μαρτίου 2000, VBA e.a. κατά Επιτροπής, υπόθεση C-265/97 P, Συλλογή 2000, σ. I-2061, σημείο 94. (186) Απόφαση VBA e.a. κατά Επιτροπής, σημείο 94 (βλέπε υποσημείωση 185). (187) Για παράδειγμα, ένα σημείωμα της FNSEA, της 6ης Νοεμβρίου 2001, σχετικά με την έγκριση του γεωργικού προϋπολογισμού ενώπιον της γαλλικής εθνικής συνέλευσης αναφέρει: "ο υπουργός υπενθύμισε ότι δεν αρκεί να γράφουμε επιταγές για τους γεωργούς, θα πρέπει επίσης να εξισορροπηθεί η προσφορά και η ζήτηση" (έγγραφο 38.279/400). Βλέπε επίσης συνέντευξη του προέδρου της FNSEA στην εφημερίδα Le Figaro Economie στις 17 Οκτωβρίου 2001 (έγγραφο 38.279/312) ή ακόμα ένα σημείωμα της FDSEA-Loire, της 31ης Οκτωβρίου 2001, που διευκρινίζει: "όλοι συμφώνησαν ότι η μόνη σανίδα σωτηρίας θα ήταν η αύξηση της κατανάλωσης και ότι αυτό επηρέαζε την βιώσιμη μελλοντική ανάπτυξη του" (έγγραφο 38.279/825). (188) Απόφαση του Πρωτοδικείου, της 14ης Μαΐου 1997, Florimex και VGB κατά Επιτροπής, υποθέσεις T-70/92 και T-71/92, Συλλογή 1997, σ. II-693, σημεία 148 και 149, και πορίσματα του γενικού εισαγγελέα Tesauro στην προαναφερόμενη απόφαση Oude Luttikhuis (βλέπε υποσημείωση 184), Συλλογή 1997, σ. I-4471, σημείο 14. Βλέπε επίσης πρόσφατα παραδείγματα της πρακτικής λήψης αποφάσεων της Επιτροπής, σημείο 68 της προαναφερόμενης απόφασης Sicasov (βλέπε υποσημείωση 184), και την απόφαση 1999/210/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 1998, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης (British Sugar plc, Tate & Lyle plc, Napier Brown & Company Ltd και James Budgett Sugars Ltd) (EE L 76 της 22.3.1999, σ. 1), αιτιολογική σκέψη 187. (189) Βλέπε για παράδειγμα απόφαση του Δικαστηρίου, της 11ης Νοεμβρίου 1997, Επιτροπή και Γαλλία κατά Ladbroke Racing, υποθέσεις C-359/95 P και C-379/95 P, Συλλογή 1997, σ. I-6265, σημείο 33 και προαναφερόμενη απόφαση του Πρωτοδικείου Consiglio Nazionale degli Spedizioneri Doganali κατά Επιτροπής (βλέπε υποσημείωση 158), σημεία 58 και 59. (190) Παρατηρήσεις της FNICGV, σ. 7, τελευταίο σημείο ("ο υπουργός Γεωργίας παρότρυνε τους κτηνοτρόφους και τους σφαγείς να έλθουν σε συμφωνία ..."), και παρατηρήσεις της FNSEA, σ. 23, τρίτο από το τέλος σημείο ("ο ίδιος ο υπουργός Γεωργίας προώθησε δημοσίως την υπογραφή μιας συμφωνίας την οποία έκρινε απολύτως απαραίτητη ..."). (191) Παρατηρήσεις σε απάντηση της κοινοποίησης των αιτιάσεων, σ. 15, τελευταίες γραμμές. (192) Παρατηρήσεις σε απάντηση της κοινοποίησης των αιτιάσεων, σ. 23, τρίτο από το τέλος σημείο. (193) EE C 9 της 14.1.1998, σ. 3. (194) Στατιστικά στοιχεία που ενημερώνονται τακτικά στην ιστοθέση της Ofival, www.ofival.fr. (195) Βλέπε για παράδειγμα τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1922/2001 της Επιτροπής (EE L 262 της 29.9.2001, σ. 52) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2579/2001 της Επιτροπής (EE L 344 της 28.12.2001, σ. 68). (196) Βλέπε προαναφερόμενες αποφάσεις περί κρατικών ενισχύσεων στις υποσημειώσεις 25 και 26.