32003D0515

2003/515/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσαν σε εφαρμογή οι Κάτω Χώρες υπέρ των διεθνών χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 568]

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 180 της 18/07/2003 σ. 0052 - 0066


Απόφαση της Επιτροπής

της 17ης Φεβρουαρίου 2003

σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσαν σε εφαρμογή οι Κάτω Χώρες υπέρ των διεθνών χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 568]

(Το κείμενο στην ολλανδική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2003/515/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα ανωτέρω άρθρα(1) και λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1) Το 1997, το Συμβούλιο ECOFIN ενέκρινε τον κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των εταιρειών(2), ο οποίος αποβλέπει στην καταπολέμηση του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού, και προέβη στη σύσταση ομάδας ad hoc για την αξιολόγηση των φορολογικών μέτρων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα δεοντολογίας. Σύμφωνα με τη δέσμευση που ανέλαβε στο πλαίσιο του κώδικα δεοντολογίας, η Επιτροπή εξέδωσε το 1998 ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των εταιρειών(3), στην οποία τονίζεται η πρόθεσή της να εφαρμόσει αυστηρά αυτούς τους κανόνες τηρώντας την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή άρχισε να εξετάζει, βάσει των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, τα μέτρα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν επιζήμια σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας. Σχετικά με το θέμα αυτό, η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει ότι οι εργασίες της ομάδας του κώδικα δεοντολογίας συμβαδίζουν με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις, στο βαθμό που εμπνέονται από τον κοινό στόχο για την κατάργηση των μέτρων που στρεβλώνουν ή απειλούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης την πρόοδο που έχει επιτευχθεί όσον αφορά την εξάλειψη του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού και ιδίως τις πρωτοβουλίες των κρατών μελών που αποσκοπούν στην απόσυρση των μέτρων που έχει επισημάνει η ομάδα του κώδικα δεοντολογίας ή στην εξάλειψη των επιζήμιων χαρακτηριστικών τους.

(2) Με επιστολή της 12ης Φεβρουαρίου 1999, η Επιτροπή ζήτησε από τις Κάτω Χώρες πληροφορίες σχετικά με το καθεστώς των διεθνών χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων (concernfinancieringsactiviteiten, εφεξής "καθεστώς CFA"). Οι Κάτω Χώρες παρείχαν τις πληροφορίες αυτές με επιστολή της 8ης Μαρτίου 1999.

(3) Με επιστολή της 11ης Ιουλίου 2001, η Επιτροπή γνωστοποίησε στις Κάτω Χώρες την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ κατά της εν λόγω ενίσχυσης.

(4) Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(4). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την ενίσχυση αυτή.

(5) Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων επί του θέματος και τις διαβίβασε στις Κάτω Χώρες. Με επιστολή της 30ής Ιανουαρίου 2002, οι Κάτω Χώρες γνωστοποίησαν στην Επιτροπή τις απαντήσεις τους στις παρατηρήσεις αυτές.

(6) Με επιστολές της 18ης Ιουλίου και της 3ης Οκτωβρίου 2002, η Επιτροπή έλαβε συμπληρωματικές πληροφορίες εκ μέρους των Κάτω Χωρών. Στη διάρκεια της διαδικασίας πραγματοποιήθηκαν επανειλημμένες συσκέψεις μεταξύ της Επιτροπής και των ολλανδικών αρχών.

2. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

(7) Οι διατάξεις που επιτρέπουν τη σύσταση αποθεματικού για κινδύνους συνδεόμενους με χρηματοδοτικές δραστηριότητες πολυεθνικών ομίλων εταιρειών διέπονται από το άρθρο 15β του νόμου του 1969 για τη φορολογία των εταιρειών. Το άρθρο αυτό προστέθηκε με το νόμο της 13ης Δεκεμβρίου 1996, ο οποίος θεσπίζει επίσης διατάξεις για τον περιορισμό της δυνατότητας έκπτωσης από το φορολογητέο εισόδημα, μέσω εικονικών δανείων, τόκων που σχετίζονται με δραστηριότητες διεθνούς χρηματοδότησης ομίλων εταιρειών. Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην καταπολέμηση της τεχνητής συρρίκνωσης της φορολογικής βάσης του ολλανδικού συστήματος φορολογίας των εταιρειών (vennootschapsbelasting).

2.1. Στόχος

(8) Σύμφωνα με τις ολλανδικές αρχές, το Κοινοβούλιο των Κάτω Χωρών θέλησε με το μέτρο αυτό να περιορίσει την τάση των ολλανδικών εταιρειών με διεθνείς δραστηριότητες να εγκαθίστανται σε άλλες χώρες, και ιδίως σε φορολογικούς παραδείσους, προκειμένου να υπαγάγουν σε ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς τις δραστηριότητες χρηματοδότησης στο εσωτερικό του ομίλου.

2.2. Όροι υπαγωγής στο καθεστώς

(9) Οι αιτήσεις για το σχηματισμό αποθεματικού για κινδύνους εξετάζονται από επιτροπή συντονισμού που έχει συσταθεί ειδικά για το σκοπό αυτό. Η επιτροπή δεν έχει καμία διακριτική εξουσία, ούτε άλλωστε ο υπουργός ή η διοίκηση. Στις 2 Οκτωβρίου 1997 δημοσιεύθηκε διάταγμα το οποίο αποσκοπούσε να εξασφαλίσει την ορθή εφαρμογή του νόμου και την αποφυγή ενδεχόμενων καταχρήσεων.

(10) Δυνατότητα σχηματισμού αποθεματικού για κινδύνους έχουν όλες οι εταιρείες, ολλανδικές ή αλλοδαπές, που υπόκεινται στο φόρο επί των εταιρειών, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από το νόμο.

(11) Για να μπορεί να σχηματίσει αποθεματικό κινδύνου, η εταιρεία πρέπει να ασκεί χρηματοδοτικές δραστηριότητες προς όφελος μονάδων του ομίλου που είναι εγκατεστημένες σε τουλάχιστον τέσσερις χώρες ή σε τουλάχιστον δύο ηπείρους. Μια εταιρεία θεωρείται ότι ανήκει στον ίδιο όμιλο με ολλανδική εταιρεία εάν συνδέονται μεταξύ τους με συμμετοχή μεγαλύτερη του 33,33 % στο κεφάλαιο. Οι μετοχές που δεν παρέχουν στον κάτοχό τους δικαίωμα επί του προϊόντος της ενδεχόμενης εκκαθάρισης της εταιρείας δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του ποσοστού αυτού.

(12) Σύμφωνα με το άρθρο 15β, η έκφραση "χρηματοδοτικές δραστηριότητες" καλύπτει τη χρηματοδότηση μέσων εκμετάλλευσης και δραστηριοτήτων των εταιρειών του ομίλου, και ιδίως τη χρηματοδότηση των αποκτώμενων συμμετοχών, τη διάθεση ή την παραχώρηση δικαιώματος χρήσης μέσων εκμετάλλευσης εντός του ομίλου, καθώς και τις τοποθετήσεις κεφαλαίων.

(13) Οι δικαιούχοι πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύουν ότι ασκούν τακτικά δραστηριότητες δανειοδότησης και τοποθέτησης κεφαλαίων και ότι είναι σε θέση να ενεργούν σε ανεξάρτητη βάση. Τα διοικητικά στελέχη των δικαιούχων εταιρειών πρέπει να έχουν τη δυνατότητα και την εξουσία να λαμβάνουν όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για το σκοπό αυτό. Οι δραστηριότητες πρέπει να ασκούνται αποκλειστικά με έδρα τις Κάτω Χώρες, χωρίς ουσιαστική εξωτερική παρέμβαση. Οι δικαιούχοι πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στην οργάνωση και εκτέλεση χρηματοδοτικών πράξεων για λογαριασμό των εταιρειών του ομίλου.

(14) Τέλος, καθεμία από τις τέσσερις χώρες στις οποίες είναι εγκατεστημένες οι συγγενείς εταιρείες πρέπει να συνεισφέρουν τουλάχιστον το 5 % του φορολογητέου εισοδήματος από τις δραστηριότητες των εταιρειών και κάθε ήπειρος τουλάχιστον το 10 %. Επιπλέον, για να τονιστεί ο διεθνής χαρακτήρας αυτών των δραστηριοτήτων, το τμήμα των κεφαλαίων -ιδίων ή δανειακών- που διατίθεται άμεσα ή έμμεσα από την εταιρεία σε χρηματοδοτικές πράξεις υπέρ των ολλανδικών εταιρειών του ομίλου δεν πρέπει να υπερβαίνει το 10 %.

(15) Οι εταιρείες που δεν πληρούν τις προβλεπόμενες από το νόμο απαιτήσεις δεν μπορούν να προβούν σε σύσταση αποθεματικού για κινδύνους. Ομοίως, αμέσως μόλις παύσουν να πληρούν τις απαιτήσεις αυτές, το αποθεματικό κινδύνου αποδεσμεύεται και φορολογείται πλήρως με το συντελεστή του φόρου επί των εταιρειών.

(16) Οι φορολογικές υπηρεσίες εξετάζουν τις αιτήσεις των εταιρειών που επιθυμούν να υπαχθούν στις διατάξεις του καθεστώτος CFA και χορηγούν άδειες δεκαετούς ισχύος.

2.3. Φορολογικές επιπτώσεις

(17) Εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις, η εταιρεία μπορεί να σχηματίσει αποθεματικό για τους κινδύνους που συνδέονται με δραστηριότητες διεθνούς χρηματοδότησης του ομίλου της. Οι ετήσιες εγγραφές στο αποθεματικό δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 80 % των κερδών από χρηματοοικονομικές πράξεις -κυρίως τόκοι και δικαιώματα- και βραχυπρόθεσμες επενδύσεις χαρτοφυλακίου που αποσκοπούν στην ενδεχόμενη εξαγορά εταιρειών (εφεξής "δικαιούχοι των χρηματοδοτήσεων").

(18) Ο νόμος περιορίζει το ποσό των επενδύσεων χαρτοφυλακίου που μπορούν να συμπεριληφθούν στα χρηματοοικονομικά κέρδη στη μικρότερη από τις ακόλουθες δύο αξίες: το 25 % της καθαρής περιουσίας του ομίλου ή το άθροισμα της αξίας των συμμετοχών του ομίλου και του ανεξόφλητου υπολοίπου των διεταιρικών δανείων στο εσωτερικό του ομίλου, όπου οι ολλανδικές συμμετοχές λαμβάνονται υπόψη μέχρι του 1/9 των αλλοδαπών συμμετοχών. Κανένα άλλο είδος εσόδων δεν γίνεται δεκτό.

(19) Τα καθαρά χρηματοοικονομικά κέρδη υπολογίζονται με την αφαίρεση των χρηματοοικονομικών εξόδων, περιλαμβανομένων των τόκων και μιας αναλογίας των γενικών εξόδων. Τα κέρδη που απαλλάσσονται στο πλαίσιο του συστήματος "συμμετοχής-απαλλαγής" και οι πιστώσεις φόρου που αποσκοπούν στην αποφυγή της διπλής φορολόγησης των εσόδων υποκαταστημάτων δεν εξομοιώνονται με χρηματοοικονομικά κέρδη. Το ίδιο ισχύει για τις αναλήψεις από το αποθεματικό για κινδύνους.

(20) Εξάλλου, ο νόμος περιορίζει το ποσό της ετήσιας εγγραφής στο αποθεματικό στο 80 % κατ' ανώτατο όριο του φορολογητέου εισοδήματος, το οποίο περιλαμβάνει επίσης τα εισοδήματα από άλλες δραστηριότητες εκτός των χρηματοοικονομικών. Οι ζημίες από άλλες δραστηριότητες μειώνουν επομένως σε λιγότερο από το 80 % το μερίδιο των χρηματοοικονομικών κερδών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ανώτατου ποσού του αποθεματικού. Τα φορολογητέα κέρδη στα οποία εφαρμόζεται το ανώτατο όριο του 80 % υπολογίζονται μετά την αφαίρεση των εγγραφών στο αποθεματικό και των αναλήψεων από αυτό. Τα κέρδη εκ μεταφοράς πρέπει να αφαιρούνται.

(21) Μια εταιρεία που έχει σχηματίσει αποθεματικά κεφάλαια με την πρόθεση, για την οποία έχει πεισθεί η φορολογική υπηρεσία, να εξαγοράσει μία ή περισσότερες εταιρείες μπορεί, εντός ορισμένων ορίων, να προσθέσει τα εισοδήματα του κεφαλαίου αυτού στα καθαρά χρηματοοικονομικά κέρδη βάσει των οποίων υπολογίζεται η εγγραφή στο αποθεματικό. Το αποθεματικό, το οποίο υπόκειται στα προαναφερθέντα όρια, πρέπει να αποτελείται από ρευστά περιουσιακά στοιχεία που επιτρέπουν την ταχεία ενεργοποίησή του. Η απόκτηση συμμετοχής πρέπει να αφορά το μετοχικό κεφάλαιο της εξαγοραζόμενης εταιρείας.

(22) Το αποθεματικό μπορεί να αποδεσμευτεί εθελούσια ή μη.

(23) Σε περίπτωση εξαγοράς ολλανδικής ή αλλοδαπής εταιρείας, ή σε περίπτωση εισφοράς κεφαλαίων σε ολλανδική ή αλλοδαπή εταιρεία, η ανάληψη από το αποθεματικό είναι δυνατή, χωρίς άμεση φορολόγηση, μέχρι ποσού ίσου με το 50 % της τιμής εξαγοράς ή της εισφοράς κεφαλαίων. Ωστόσο, η φορολογική αξία των εξαγοραζόμενων μεριδίων μειώνεται κατά 50 %. Το σύστημα αυτό επιτρέπει την εκ των προτέρων φορολογική αντιμετώπιση των ζημιών από ενδεχόμενη εκκαθάριση. Σε περίπτωση εκκαθάρισης της εξαγοραζόμενης εταιρείας, οι ζημίες αυτές μειώνονται από φορολογική άποψη κατ' αναλογία προς το ποσό που έχει ήδη αναληφθεί από το αποθεματικό για την κάλυψη του κινδύνου αυτού.

(24) Εάν το ολλανδικό υπουργείο οικονομικών κρίνει ότι οι δραστηριότητες ή η γεωγραφική θέση της εξαγοραζόμενης εταιρείας ενέχει εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο (πολιτικού ή κλιματικού χαρακτήρα, για παράδειγμα), το ποσοστό της επιτρεπόμενης ανάληψης από το αποθεματικό αυξάνεται στο 100 %. Το ίδιο ισχύει για τη μείωση της φορολογικής αξίας των εξαγοραζόμενων μεριδίων. Ο κίνδυνος ζημιών λόγω ενδεχόμενης εκκαθάρισης μειώνεται επίσης κατά το ίδιο ποσό. Παρόλο που καμία τέτοια περίπτωση δεν έχει ακόμα παρατηρηθεί, η φορολογική μεταχείριση είναι η ίδια για μια εισφορά κεφαλαίων σε εταιρεία του ομίλου προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ενδέχεται να της επιβληθούν στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, εφόσον δεν θα ήταν σε θέση να τις εκπληρώσει με δικά της μέσα. Ωστόσο, αυτή η εισφορά κεφαλαίων δεν μπορεί να λάβει τη μορφή της μετοχοποίησης χρεών ή να έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή μόνιμης εγκατάστασης σε θυγατρική. Ο όμιλος πρέπει να διατηρήσει τις μετοχές του δικαιούχου της εισφοράς επί πέντε τουλάχιστον χρόνια, εκτός εκχώρησης για εμπορικούς κυρίως λόγους.

(25) Η εθελούσια αποδέσμευση του αποθεματικού για κινδύνους είναι επίσης δυνατή ανά πάσα στιγμή, χωρίς να συνδέεται με πράξη εξαγοράς ή εισφοράς κεφαλαίων, μετά από ρητή αίτηση που υποβάλλεται γραπτώς. Το αποθεματικό πρέπει να αποδεσμευτεί σε πέντε ίσες ετήσιες δόσεις, οι οποίες φορολογούνται με ειδικό συντελεστή 10 %. Στη διάρκεια αυτών των πέντε ετών, το αποθεματικό δεν μπορεί πλέον να τροφοδοτηθεί, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα ανάληψης για εισφορές κεφαλαίων. Εξάλλου, τα κριτήρια για την άσκηση των δραστηριοτήτων με έδρα τις Κάτω Χώρες και την παρουσία στην αλλοδαπή εξακολουθούν να εφαρμόζονται πλήρως. Κάθε χρηματοοικονομικό έσοδο που εισπράττεται στην περίοδο αυτή φορολογείται με τον κανονικό συντελεστή του φόρου επί των εταιρειών και δεν μπορεί να προστεθεί στο αποθεματικό.

(26) Οι απαλλασσόμενες ζημίες λόγω της πραγματοποίησης ενός από τα δύο καλυπτόμενα ενδεχόμενα (παραίτηση από απαιτήσεις, εκκαθάριση ή ζημίες εκμετάλλευσης της εταιρείας ή του ομίλου από μόνιμη εγκατάσταση) έχουν υποχρεωτικά ως αποτέλεσμα την ανάληψη από το αποθεματικό φορολογητέου ποσού που αντιστοιχεί στη ζημία. Εάν το αποθεματικό είναι ανεπαρκές, οι ενδεχόμενες πρόσθετες ζημίες θα αφαιρούνται από άλλα κέρδη. Οι ακόλουθοι κίνδυνοι/ζημίες συνεπάγονται υποχρεωτική ανάληψη από το αποθεματικό:

- κίνδυνοι που υπερβαίνουν τη μείωση αξίας των μετοχών σε μια συμμετοχή,

- μείωση της αξίας χορηγηθέντων δανείων και ζημίες κατά την εκκαθάριση, οι οποίες στις Κάτω Χώρες καταλογίζονται στα κέρδη,

- μειώσεις αξίας συμμετοχών σε συνδεδεμένες οντότητες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της "συμμετοχής-απαλλαγής",

- ζημίες από τη λειτουργία αλλοδαπής εταιρείας υπό τη διαχείριση μόνιμης εγκατάστασης σε άλλες χώρες, εφόσον βαρύνουν οποιοδήποτε ολλανδικό τμήμα του ομίλου,

- αρνητικές συναλλαγματικές διαφορές.

(27) Το αποθεματικό αποδεσμεύεται υποχρεωτικά, και φορολογείται με τον κανονικό συντελεστή του φόρου επί των εταιρειών, όταν η εταιρεία δεν υπόκειται πλέον στο φόρο στις Κάτω Χώρες λόγω εκκαθάρισης ή μεταφοράς της φορολογικής της έδρας σε άλλη χώρα. Τα ποσά που αποδεσμεύονται με τον τρόπο αυτό δεν συνυπολογίζονται στα χρηματοοικονομικά έσοδα και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη σύσταση νέου αποθεματικού. Ομοίως, το γεγονός ότι δεν πληρούται πλέον ένα από τα ανωτέρω δύο κριτήρια, δηλαδή η πραγματική διενέργεια των συναλλαγών με έδρα τις Κάτω Χώρες και η παρουσία στο εξωτερικό, ή μία από άλλες προϋποθέσεις που επιβάλλει ο νόμος, συνεπάγεται υποχρεωτικά την αποδέσμευση του αποθεματικού, με τις ίδιες φορολογικές συνέπειες.

(28) Εάν η υποχρεωτική αποδέσμευση πραγματοποιείται στη διάρκεια της πενταετούς περιόδου της εθελούσιας αποδέσμευσης, εισπράττεται συμπληρωματικός φόρος 25 % για κάθε δόση που αποδεσμεύεται εθελούσια, η οποία υπόκειται για το λόγο αυτό στον ειδικό συντελεστή 10 %, και συνεπώς ο πραγματικός συντελεστής φορολόγησης στην περίπτωση αυτή είναι 35 %.

2.4. Κόστος του μέτρου

(29) Η ολλανδική κυβέρνηση εκτιμά ότι το καθεστώς είναι ουδέτερο από δημοσιονομική άποψη.

3. ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(30) Η Επιτροπή εκτιμά ότι το καθεστώς CFA, το οποίο εφαρμόζεται σε πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται τουλάχιστον σε τέσσερις χώρες ή σε δύο ηπείρους και τους επιτρέπει να επωφελούνται από προσωρινές ή οριστικές μειώσεις φόρων, ενισχύει τη θέση των πολυεθνικών αυτών εταιρειών και ενδέχεται να συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 86 παράγραφος 1 της συνθήκης. Στο βαθμό που τα πλεονεκτήματα του καθεστώτος CFA δεν συνδέονται με την πραγματοποίηση αρχικών επενδύσεων που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης ή με την υλοποίηση ειδικών επενδυτικών σχεδίων, φαίνεται ότι αποτελούν συνεχείς μειώσεις εξόδων λειτουργίας. Η Επιτροπή έκρινε ότι θα μπορούσαν συνεπώς να χαρακτηριστούν ενισχύσεις λειτουργίας στις οποίες δεν μπορεί να εφαρμοστεί καμία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 88 παράγραφοι 2 και 3.

4. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΤΡΙΤΩΝ

(31) Πενήντα εννέα εταιρείες και η επαγγελματική οργάνωση VNO-NCW(5) υπέβαλαν παρατηρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Πρόκειται κυρίως για εταιρείες που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί στο καθεστώς CFA. Τρεις εταιρείες υπέβαλαν καθυστερημένα τις παρατηρήσεις τους, οι οποίες δεν διαβιβάστηκαν στις ολλανδικές αρχές. Ωστόσο, οι παρατηρήσεις αυτές είναι, ως προς την ουσία τους, ίδιες σχεδόν με εκείνες που υποβλήθηκαν έγκαιρα. Πράγματι, το σύνολο σχεδόν των εταιρειών που υπέβαλαν παρατηρήσεις επικαλέστηκαν επίσης την επιχειρηματολογία της επαγγελματικής οργάνωσης VNO-NCW, της οποίας το περιεχόμενο συνοψίζεται κατωτέρω.

4.1. Το καθεστώς CFA δεν συνιστά ενίσχυση

(32) Πρώτον, η θέσπιση του καθεστώτος CFA αποτελούσε μια απάντηση στη διαφυγή ολλανδικών κεφαλαίων προς άλλες χώρες. Αποσκοπούσε να ρυθμίσει ένα πρόβλημα φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ κρατών και όχι να επηρεάσει τους όρους του ανταγωνισμού μεταξύ εταιρειών. Συνεπώς, το συμβιβάσιμό του με τη συνθήκη έπρεπε να εξεταστεί με βάση τα άρθρα 96 και 97 και όχι με βάση τις διατάξεις που εφαρμόζονται στις κρατικές ενισχύσεις.

(33) Δεύτερον, το καθεστώς CFA δεν συνιστά ενίσχυση, εφόσον δεν παρέχει κανένα πλεονέκτημα στις εταιρείες που υπάγονται σε αυτό. Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της υψηλής κινητικότητας των διεθνών δραστηριοτήτων χρηματοδότησης, οι εταιρείες αναζητούν φυσικά, για την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών, τον ευνοϊκότερο από φορολογική άποψη τόπο. Δεδομένου ότι στις Κάτω Χώρες ο συντελεστής φορολόγησης ήταν τότε 35 %, οι εταιρείες επεδίωκαν να μεταφέρουν τις χρηματοδοτικές τους δραστηριότητες σε άλλες χώρες με ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς. Με την καθιέρωση του καθεστώτος CFA, η ολλανδική κυβέρνηση προσπάθησε να ανακόψει την τάση προς τη διαφυγή αυτών των κεφαλαίων. Δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ότι το καθεστώς παρείχε ένα πλεονέκτημα στους δικαιούχους του εφόσον ελλείψει του καθεστώτος αυτού, οι πολυεθνικές εταιρείες θα είχαν μεταφέρει σε άλλη χώρα τις δραστηριότητες χρηματοδότησης στο εσωτερικό του ομίλου. Στην περίπτωση αυτή, η ύπαρξη ή η έλλειψη οικονομικού πλεονεκτήματος εξαρτάται από τον πραγματικό συντελεστή φορολόγησης των δραστηριοτήτων χρηματοδότησης στη χώρα αυτή. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το καθεστώς απαλλάσσει τις εταιρείες αυτές από μια τρέχουσα δαπάνη την οποία διαφορετικά θα έπρεπε να καταβάλλουν.

(34) Τρίτον, η θέσπιση του καθεστώτος απέφερε συμπληρωματικά φορολογικά έσοδα και ο ισχυρισμός ότι για την εφαρμογή του διατέθηκαν κρατικοί πόροι είναι ανακριβής.

(35) Τέταρτον, το μέτρο δεν ευνοεί ορισμένες εταιρείες, ούτε ορισμένες παραγωγές. Πρόκειται για γενικό μέτρο. Πράγματι, στο καθεστώς αυτό μπορούν να υπαχθούν όλες οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις Κάτω Χώρες, όποιος και εάν είναι ο τομέας δραστηριότητάς τους, υπό τη μόνη προϋπόθεση ότι ασκούν διεθνείς δραστηριότητες χρηματοδότησης στο εσωτερικό του ομίλου. Επιπλέον, το καθεστώς CFA δεν επιβάλλει κανένα περιορισμό ως προς το μέγεθος ή την εθνικότητα των καλυπτόμενων εταιρειών. Αντίθετα με τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, το καθεστώς αυτό δεν προορίζεται κυρίως για τις μεγάλες ολλανδικές εταιρείες. Το καθεστώς CFA μπορεί συνεπώς να συγκριθεί με ένα ιταλικό φορολογικό καθεστώς που αποσκοπεί να παράσχει στις ιταλικές εταιρείες κίνητρα για να εξέλθουν από την "παράλληλη οικονομία"(6), το οποίο η Επιτροπή έχει χαρακτηρίσει γενικό μέτρο.

(36) Πέμπτον, η απαίτηση που επιβάλλεται στις εταιρείες να ασκούν δραστηριότητες σε τουλάχιστον τέσσερις χώρες ή σε δύο ηπείρους δεν μεταβάλλει το γενικό χαρακτήρα του μέτρου. Πράγματι, οι εταιρείες που πληρούν το κριτήριο αυτό είναι εκείνες που αναλαμβάνουν συνήθως τους κινδύνους που σχετίζονται με τη διεθνή χρηματοδότηση, δηλαδή τους κινδύνους που καλύπτει το καθεστώς CFA. Δεν είναι, αντίθετα, πιθανό ότι οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε μία ή σε δύο χώρες θα αντιμετωπίσουν τους κινδύνους αυτούς. Είναι εξάλλου περιττό να τεθεί το ερώτημα εάν το όριο πρέπει να είναι τρεις, τέσσερις ή πέντε χώρες, εφόσον το όριο που έχει καθορίσει ο ολλανδός νομοθέτης είναι εύλογο από την άποψη του επιδιωκόμενου στόχου και συνεπώς δικαιολογείται από την ίδια τη φύση και την οικονομία του συστήματος.

(37) Έκτον, τα κριτήρια που έχουν οριστεί είναι αντικειμενικά και καμία διακριτική εξουσία δεν παρέχεται στις ολλανδικές αρχές ως προς την υπαγωγή εταιρειών στο καθεστώς.

(38) Έβδομον, ήδη πριν την εισαγωγή του καθεστώτος CFA, το ολλανδικό φορολογικό σύστημα προέβλεπε την απαλλαγή, σε ορισμένες περιπτώσεις, των αποθεματικών για ειδικούς κινδύνους. Σύμφωνα με τον οργανισμό VNO-NCW, αυτό ισχύει ιδίως για το αποθεματικό για κινδύνους σχετιζόμενους με εξαγωγές (Exportrisicoreserve) ο οποίος δεν συνιστά ενίσχυση.

4.2. Εάν το καθεστώς CFA συνιστά ενίσχυση, πρόκειται για υφιστάμενη ενίσχυση

(39) Πρώτον, η Επιτροπή επιβεβαίωσε επανειλημμένα, πριν την έναρξη ισχύος του καθεστώτος CFA το 1997, ότι τα μέτρα αυτού του είδους δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις. Όταν η Επιτροπή μεταβάλλει την πολιτική της, οι γενικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διαχείρισης της επιβάλλουν την υποχρέωση να δημοσιεύσει έγκαιρα τις νέες της κατευθύνσεις. Ελλείψει της δημοσίευσης αυτής, η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που αποκτούν τα κράτη μέλη και οι εταιρείες ως αποτέλεσμα της δράσης της. Πρέπει ιδίως να λάβει υπόψη το γεγονός ότι το φορολογικό καθεστώς μιας εταιρείας δεν μπορεί να αλλάξει με αναδρομικό αποτέλεσμα.

(40) Δεύτερον, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, την οποία διακηρύσσει το σημείο Κ του ψηφίσματος του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με έναν κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των εταιρειών(7) (εφεξής "κώδικας δεοντολογίας"), δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να χαρακτηρίσει το εν λόγω καθεστώς ως νέα ενίσχυση, εφόσον έχει ήδη χαρακτηρίσει ως υφιστάμενη ενίσχυση τα βελγικά κέντρα συντονισμού. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από τη σημασία που αποδίδεται στη νομολογία του Δικαστηρίου στην κίνηση της διαδικασίας σε περίπτωση νέων ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει το καθεστώς με τη διαδικασία που εφαρμόζει στις υφιστάμενες ενισχύσεις και η απόφαση της 11ης Ιουλίου 2001 για την κίνηση της διαδικασίας πρέπει να ανακληθεί.

(41) Τρίτον, μετά τις 17 Ιουλίου 2000, η Επιτροπή επανεξέτασε το καθεστώς των κέντρων συντονισμού ως υφιστάμενη ενίσχυση, με βάση το άρθρο 1 στοιχείο β) σημείο v) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου(8) (εφεξής "κανονισμός διαδικασίας"). Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι μια ενίσχυση είναι υφιστάμενη ενίσχυση "εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια έγινε ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς και χωρίς να μεταβληθεί από το κράτος μέλος". Στην επιστολή της 17ης Ιουλίου 2000, η Επιτροπή δεν αναφέρει κανένα στοιχείο που θα επέτρεπε να διαπιστωθεί μια εξέλιξη της κοινής αγοράς πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 1998, δηλαδή πριν την ημερομηνία δημοσίευσης της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των εταιρειών(9) (εφεξής "η ανακοίνωση"). Το εξεταζόμενο καθεστώς εφαρμόστηκε από την 1η Ιανουαρίου 1997, δηλαδή δύο χρόνια πριν τη δημοσίευση της ανακοίνωσης. Κατά συνέπεια, το καθεστώς CFA πρέπει να θεωρηθεί υφιστάμενη ενίσχυση εφόσον, όπως το βελγικό καθεστώς, δεν συνιστούσε ενίσχυση κατά το χρόνο της θέσης του σε ισχύ, αλλά έγινε ενίσχυση στη συνέχεια λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς.

4.3. Εάν το καθεστώς συνιστά νέα ενίσχυση, η ανάκτησή της αντιβαίνει προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου

(42) Πρώτον, με βάση τις αποφάσεις της Επιτροπής στην υπόθεση των βελγικών κέντρων συντονισμού στη δεκαετία του 1980, την απάντηση του Επιτρόπου Brittan σε κοινοβουλευτική ερώτηση το 1990 και την απραξία της Επιτροπής σε περιπτώσεις παρόμοιων καθεστώτων σε άλλα κράτη μέλη, η ολλανδική κυβέρνηση και ο συνετός επιχειρηματίας μπορούσαν εύλογα να πιστέψουν ότι το καθεστώς CFA δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη συμβατότητα του καθεστώτος CFA εμποδίζει, μέχρι την ημερομηνία της τελικής απόφασης, την ανάκτηση των ενισχύσεων που ήδη χορηγήθηκαν. Πράγματι, η ίδια η Επιτροπή έχει κρίνει ότι η κίνηση της διαδικασίας συνεπάγεται μόνο την προκαταρκτική εκτίμηση του χαρακτήρα του εξεταζόμενου μέτρου ως ενίσχυση.

(43) Δεύτερον, ο κανονισμός διαδικασίας επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να ενεργεί αμελλητί όταν έχει στη διάθεσή της πληροφορίες για ενδεχόμενες παράνομες ενισχύσεις. Ωστόσο, κατόπιν αιτήματός της, η Επιτροπή είχε λάβει από τις ολλανδικές αρχές όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της ενίσχυσης. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι όλα τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν κατά του καθεστώτος CFA στην απόφαση της 11ης Ιουλίου 2001 μπορούσαν να είχαν αντληθεί από τις πληροφορίες που είχαν ήδη παρασχεθεί. Η Επιτροπή δεν μπορεί συνεπώς να επικαλεστεί το γεγονός ότι ενήργησε επιμελώς. Το επιχείρημα αυτό ενισχύεται περαιτέρω από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση RSV(10). Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ασυνήθιστα μακρά αδράνεια της Επιτροπής μπορούσε να προκαλέσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου ότι δεν υπήρχε αντίρρηση στην ενίσχυση που του είχε χορηγηθεί.

4.4. Άλλες παρατηρήσεις

(44) Ορισμένες εταιρείες επισημαίνουν ότι υπάγονταν προηγουμένως στο βελγικό καθεστώς των κέντρων συντονισμού και ότι κατά την άποψή τους υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ των δύο καθεστώτων. Άλλες εταιρείες προβάλλουν το γεγονός ότι η επιλογή του καθεστώτος CFA δεν οφείλεται μόνο σε φορολογικούς λόγους, εφόσον κατά το χρόνο εκείνο υπήρχαν στην Κοινότητα ή εκτός αυτής ευνοϊκότερα φορολογικά καθεστώτα. Ένα σύνολο παραγόντων, μεταξύ των οποίων η ποιότητα της οικονομικής υποδομής των Κάτω Χωρών δικαιολογούν την επιλογή αυτή.

5. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ

(45) Οι ολλανδικές αρχές σημειώνουν καταρχήν ότι η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία με βάση τις πληροφορίες που της κοινοποιήθηκαν σε απάντηση στην αίτησή της για την παροχή πληροφοριών της 12ης Φεβρουαρίου 1999, αλλά ότι οι πληροφορίες αυτές της είχαν ήδη παρασχεθεί με επιστολές της 21ης Μαρτίου 1997 και της 6ης Ιανουαρίου 1998 σε απάντηση στην αίτησή της της 5ης Μαρτίου 1997.

5.1. Λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στη θέσπιση του καθεστώτος

(46) Σύμφωνα με τις Κάτω Χώρες, η θέσπιση του καθεστώτος αποτελούσε τη συνέπεια της μετεγκατάστασης εκτός των Κάτω Χωρών, για φορολογικούς λόγους, των χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων διεθνών ομίλων εταιρειών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της φορολογικής υπηρεσίας, επρόκειτο τότε για κεφάλαια που υπερέβαιναν τα 15 δισεκατ. ολλανδικά φιορίνια (NLG), των οποίων τα έσοδα δεν υπόκεινταν πλέον στον ολλανδικό φόρο επί των εταιρειών. Οι Κάτω Χώρες έκριναν αναγκαίο να λάβουν ένα νομοθετικό μέτρο ικανό να προσελκύσει τις εταιρείες που ασκούσαν διεθνείς δραστηριότητες και ήταν εγκατεστημένες στις Κάτω Χώρες, το οποίο θα τους επέτρεπε να επαναπατρίσουν και να διατηρήσουν στις Κάτω Χώρες τις δραστηριότητες χρηματοδότησης. Η μορφή του μέτρου προσδιορίζεται από τη φύση και το στόχο του νόμου 1969 για τη φορολογία των εταιρειών. Πρόκειται για τη σύσταση αποθεματικού για την κάλυψη των κινδύνων που συνδέονται με τις χρηματοδοτικές και συμμετοχικές δραστηριότητες ενός διεθνούς ομίλου. Σύμφωνα με τις Κάτω Χώρες, δεν πρόκειται για απαλλαγή, εφόσον μετά τη σύστασή του το αποθεματικό υπόκειται σε πραγματική φορολογική επιβάρυνση. Το μέτρο δεν αποσκοπεί να προσελκύσει στις Κάτω Χώρες τις χρηματοδοτικές δραστηριότητες ομίλων που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο και είναι εγκατεστημένοι στο εξωτερικό. Ωστόσο, το καθεστώς είναι επίσης προσιτό στις εταιρείες αυτές, με τους ίδιους όρους.

(47) Οι Κάτω Χώρες υπογραμμίζουν εξάλλου ότι το καθεστώς είναι διαφανές και δεν παρέχει καμία διακριτική εξουσία στους ελεγκτές ή σε οποιοδήποτε άλλο εκτελεστικό όργανο. Ο μόνος περιορισμός που εφαρμόζεται στο καθεστώς αυτό, δηλαδή η δραστηριοποίηση της δικαιούχου εταιρείας σε τουλάχιστον πέντε χώρες ή δύο ηπείρους, έχει ως μόνο στόχο να εξακριβώσει ότι η εταιρεία εκτίθεται πράγματι στους κινδύνους για την κάλυψη των οποίων επιτρέπεται ή σύσταση του αποθεματικού.

(48) Τέλος, οι Κάτω Χώρες εκτιμούν ότι η ενίσχυση εντάσσεται σε ένα σύνολο μέτρων που ορίζουν τις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληροί μια εταιρεία χρηματοδότησης ομίλου εταιρειών που είναι εγκατεστημένη στο εξωτερικό για να μπορεί να θεωρηθεί στις Κάτω Χώρες ως συμμετοχή κατά την έννοια της "συμμετοχής απαλλαγής", και ότι εμποδίζει ή τουλάχιστον περιορίζει τη συρρίκνωση της φορολογικής βάσης λόγω αδικαιολόγητων εκπτώσεων τόκων στο εσωτερικό των ομίλων εταιρειών.

(49) Τέλος, οι Κάτω Χώρες εκτιμούν ότι το καθεστώς επέτυχε τους στόχους του, εφόσον ελλείψει της ενίσχυσης αυτής, τα χρηματοδοτικά μέσα των ενδιαφερόμενων ομίλων δεν θα είχαν παραμείνει στις Κάτω Χώρες, αλλά θα είχαν μεταφερθεί στην αλλοδαπή. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εταιρείες που αποφάσισαν να παραμείνουν ή να εγκατασταθούν στις Κάτω Χώρες επωφελήθηκαν από ένα πλεονέκτημα, εφόσον παραιτήθηκαν από χαμηλότερους και εγγυημένους φορολογικούς συντελεστές που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες. Στις Κάτω Χώρες, η πραγματική φορολογική επιβάρυνση εξαρτάται από την εξέλιξη των κερδών από τις δραστηριότητες χρηματοδότησης του ομίλου και των ζημιών για την κάλυψη των οποίων σχηματίζεται το αποθεματικό.

5.2. Χαρακτηρισμός του καθεστώτος ως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ

(50) Καταρχήν, οι Κάτω Χώρες εκτιμούν ότι το καθεστώς των διεθνών δραστηριοτήτων χρηματοδότησης που προβλέπεται στο άρθρο 15β του νόμου του 1969 για τη φορολογία των εταιρειών δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης. Πράγματι, οι Κάτω Χώρες πιστεύουν ότι το καθεστώς αυτό δεν χρηματοδοτείται με κρατικούς πόρους και ότι συνιστά γενικό μέτρο που εντάσσεται στο πνεύμα και την οικονομία του νόμου του 1969 για τη φορολογία των εταιρειών.

5.2.1. Το καθεστώς CFA δεν χρηματοδοτείται με κρατικούς πόρους

(51) Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μόνο τα πλεονεκτήματα που χρηματοδοτούνται με κρατικούς πόρους συνιστούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ(11). Το καθεστώς CFA δεν χρηματοδοτείται με κρατικούς πόρους εφόσον έχει σχεδιαστεί κατά τρόπο ώστε να έχει τουλάχιστον ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Τα έσοδα του καθεστώτος καλύπτουν επακριβώς τις δαπάνες που προκαλεί.

(52) Χάρη στο καθεστώς αυτό, το 1998 επαναπατρίστηκαν στις Κάτω Χώρες περίπου 10 δισεκατ. ευρώ. Προηγουμένως, τα κεφάλαια αυτά ήταν τοποθετημένα στο εξωτερικό και δεν απέφεραν κανένα έσοδο στις Κάτω Χώρες. Επίσης, το καθεστώς επέτρεψε να ανακοπεί η τάση για μετεγκατάσταση των δραστηριοτήτων χρηματοδότησης εκτός Κάτω Χώρων. Όσον αφορά το πλεονέκτημα που παρέχει το καθεστώς, οι Κάτω Χώρες εκτιμούν ότι σε γενικές γραμμές, η φορολογική επιβάρυνση των δραστηριοτήτων χρηματοδότησης στο πλαίσιο του καθεστώτος ανέρχεται σε 15 %. Στο ποσοστό αυτό πρέπει να προστεθεί η φορολογική πίστωση του αποθεματικού για κινδύνους και οι φόροι επί των κερδών από άλλες δραστηριότητες, τα οποία φορολογούνται με τον κανονικό συντελεστή. Κατά συνέπεια, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι το καθεστώς αυτό είναι περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκό από τα φορολογικά καθεστώτα από τα οποία οι εταιρείες επωφελούνταν στο εξωτερικό πριν τη θέσπισή του το 1997.

5.2.2. Το καθεστώς συνιστά γενικό μέτρο

(53) Το καθεστώς δεν προορίζεται να εφαρμοστεί σε ορισμένους μόνο τομείς και δεν υπόκειται ούτε σε χρονικούς ούτε σε γεωγραφικούς περιορισμούς(12). Δεν παρέχει εξάλλου καμία διακριτική εξουσία στο κράτος.

(54) Όπως αναγνωρίζεται από την ίδια την Επιτροπή στην ανακοίνωσή της, το γεγονός ότι ορισμένες εταιρείες επωφελούνται περισσότερο από άλλες από ένα φορολογικό μέτρο δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη ότι το μέτρο αυτό εμπίπτει στο πεδίο των κανόνων ανταγωνισμού που εφαρμόζονται στις κρατικές ενισχύσεις(13). Οι Κάτω Χώρες εκτιμούν ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι το καθεστώς προορίζεται ουσιαστικά για τους μεγάλους ολλανδικούς ομίλους είναι ανακριβής ως προς τον υποτιθέμενο επιλεκτικό χαρακτήρα του. Στην πραγματικότητα, από τους 87 δικαιούχους του καθεστώτος, τουλάχιστον 16 εταιρείες απασχολούν λιγότερους από 1000 εργαζομένους (από τις οποίες οι 10 λιγότερους από 500), ενώ υπάρχουν επίσης τουλάχιστον 16 εταιρείες των οποίων τα στοιχεία ενεργητικού που αφορούν δραστηριότητες χρηματοδότησης εντός του ομίλου δεν υπερβαίνουν τα 27 εκατ. ευρώ (από τις οποίες 9 εταιρείες στις οποίες αυτά τα στοιχεία ενεργητικού δεν υπερβαίνουν τα 7 εκατ. ευρώ). Από τις 87 εταιρείες που υπάχθηκαν στο καθεστώς αυτό, μόνον 20 είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ και περιλαμβάνονται στους δείκτες AEX ή Midkap.

(55) Η απαίτηση για δραστηριοποίηση σε δύο ηπείρους/τέσσερις χώρες δεν μπορεί να θεωρηθεί κριτήριο επιλογής, αλλά ένα εύλογο κριτήριο για την οριοθέτηση των δραστηριοτήτων χρηματοδότησης με επαρκώς υψηλό κίνδυνο. Ένα εκ του νόμου προβλεπόμενο αντικειμενικό κριτήριο, το οποίο παρέχει επαρκή ασφάλεια ως προς το είδος των σχετικών δραστηριοτήτων, είναι οπωσδήποτε προτιμότερο από τη διακριτική εξουσία, για παράδειγμα, ενός φορολογικού ελεγκτή που υπόκειται μόνο στον έλεγχο του εθνικού δικαστή. Πρόκειται για μια αναγκαία εκτελεστική διάταξη που εντάσσεται στο σύστημα του άρθρου 15β του νόμου του 1969 για τη φορολογία των εταιρειών, και η οποία μειώνει επίσης τις διοικητικές επιβαρύνσεις.

5.2.3. Το καθεστώς CFA δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του νόμου του 1969 για τη φορολογία των εταιρειών

(56) Το καθεστώς είναι αναγκαίο και η λειτουργία του αποσκοπεί στην αποφυγή της συρρίκνωσης της φορολογικής βάσης στο πλαίσιο του νόμου του 1969 για τη φορολογία των εταιρειών. Δικαιολογείται από την ίδια την οικονομία του συστήματος που θεσπίζει ο νόμος αυτός. Τα κριτήρια εφαρμογής του καθεστώτος CFA (ουσιώδεις προϋποθέσεις, κανόνας των δύο ηπείρων και των τεσσάρων χωρών και κριτήριο διασποράς) είναι αναγκαία για την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος CFA και για την επίτευξη των στόχων του (σύσταση αποθεματικού για κινδύνους που συνδέονται με τις δραστηριότητες ενός διεθνούς ομίλου), καθώς και για την αποφυγή των διακριτικών εξουσιών. Εξάλλου, τα κριτήρια αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε επιλεκτικά ούτε ιδιαίτερα αυστηρά.

(57) Η ολλανδική κυβέρνηση προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι ένα σύστημα που επιτρέπει τη σύσταση αποθεματικού για κινδύνους για την κάλυψη μελλοντικών ζημιών σχετίζεται άμεσα με το ολλανδικό σύστημα υπολογισμού του ετήσιου φορολογητέου εισοδήματος. Το σύστημα αυτό δεν είναι καθαυτό διαφορετικό από το σύστημα του αποθεματικού για την αντιστάθμιση των εξόδων, το οποίο διέπεται από το άρθρο 13 του νόμου για το φόρο εισοδήματος που εφαρμόζεται επίσης στη φορολογία των εταιρειών.

(58) Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ολλανδικού συστήματος φορολογίας των κερδών είναι η ελευθερία επιλογής που έχει γενικά ο επιχειρηματίας ως προς τον προσδιορισμό των (ετήσιων) κερδών, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και εντός ορισμένων ορίων. Έτσι, για την αποτίμηση των αποθεμάτων, ο επιχειρηματίας μπορεί να επιλέξει, υπό ορισμένους όρους, μεταξύ περισσοτέρων συστημάτων με διαφορετικό φορολογικό αποτέλεσμα (τιμή κόστους ή αγοραία αξία, εάν είναι χαμηλότερη, ή μέθοδος του πρώτου εισερχόμενου, πρώτου εξερχόμενου). Αυτή η ελευθερία επιλογής εξηγείται πάντα από το γεγονός ότι ούτε ο νομοθέτης είναι σε θέση να επιβάλει έναν κανόνα που λαμβάνει υπόψη όλες τις πραγματικές καταστάσεις, ούτε οι εκτελεστικοί φορείς διαθέτουν τα μέσα για να εφαρμόσουν στην πράξη παρόμοιο κανόνα. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να αναφερθεί το καθεστώς της ενότητας του φόρου επί των εταιρειών, το οποίο η εταιρεία μπορεί να επιλέξει υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Αυτό είναι συνεπώς το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να εκτιμηθεί το θέμα του ποσού που εγγράφεται στο αποθεματικό: η εταιρεία μπορεί να προσδιορίσει η ίδια το ποσό που εγγράφει στο αποθεματικό, εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει τα όρια που αναφέρονται ανωτέρω.

(59) Το ολλανδικό σύστημα προβλέπει επίσης ορισμένα καθεστώτα τα οποία επιτρέπουν, υπό ορισμένους όρους, την αποδέσμευση του αποθεματικού με τη φορολόγησή του με συντελεστή χαμηλότερο του κανονικού. Για παράδειγμα, συντελεστής μειωμένος κατά 15 % εφαρμόστηκε σε ορισμένες εταιρείες οι οποίες, λόγω των τροποποιήσεων του νόμου, δεν μπορούσαν πλέον να χαρακτηριστούν εταιρείες επενδύσεων και έπρεπε συνεπώς να φορολογηθούν επί των αποθεματικών που είχαν σχηματίσει για την επανεπένδυση των κεφαλαίων τους.

(60) Τέλος, σε περίπτωση αποδέσμευσης, για λόγους εμπορικούς ή μη, σε περίοδο πέντε ετών αποθεματικού για κινδύνους που φορολογείται με συντελεστή 10 %, τα μειονεκτήματα για την εταιρεία είναι σημαντικά: αδυναμία εγγραφής νέων ποσών, υποχρέωση συνέχισης των δραστηριοτήτων κ.λπ.. Εάν η εταιρεία δεν επιθυμεί ή δεν μπορεί να υποστεί τα μειονεκτήματα αυτά, η αποδέσμευση του αποθεματικού πρέπει να φορολογηθεί με τον κανονικό συντελεστή.

5.3. Άρθρο 96 και 97 της συνθήκης

(61) Για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, οι Κάτω Χώρες εκτιμούν ότι το εξεταζόμενο καθεστώς δεν συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 και ότι η διαδικασία του άρθρου 96 μπορεί να εφαρμοστεί σε περίπτωση απόκλισης μεταξύ των νομοθετικών διατάξεων των κρατών μελών που δημιουργεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Σύμφωνα με τη διάκριση που γίνεται στην έκθεση Spaak(14) μεταξύ γενικών και ειδικών στρεβλώσεων, το καθεστώς CFA θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γενική και όχι ειδική στρέβλωση του ανταγωνισμού. Κατά την άποψη των Κάτω Χωρών, οι συζητήσεις στο πλαίσιο του κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των εταιρειών πρέπει να θεωρηθούν διαβουλεύσεις μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 96 της συνθήκης ΕΚ.

(62) Σε κάθε περίπτωση, οι Κάτω Χώρες εκτιμούν ότι εφόσον το άρθρο 87 της συνθήκης αφορά μόνο ορισμένες ειδικές στρεβλώσεις, το πεδίο εφαρμογής του δεν μπορεί να επεκταθεί στα μέτρα γενικού χαρακτήρα.

5.4. Το καθεστώς συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση

(63) Εάν το καθεστώς CFA πρέπει να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, οι Κάτω Χώρες εκτιμούν ότι πρόκειται για υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο β) σημείο v) του κανονισμού διαδικασίας. Η ολλανδική κυβέρνηση διατυπώνει την άποψη αυτή βασιζόμενη στη ανάλογη κατάσταση του βελγικού καθεστώτος των κέντρων συντονισμού και στις συζητήσεις σχετικά με τον επιζήμιο φορολογικό ανταγωνισμό.

(64) Η Επιτροπή έκρινε αρχικά το 1984 ότι το βελγικό καθεστώς των κέντρων συντονισμού(15) δεν συνιστούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια αποφάσισε ότι το καθεστώς αυτό έπρεπε να χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο β) σημείο v) του κανονισμού διαδικασίας. Κατά την άποψη των Κάτω Χωρών, πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί ότι το καθεστώς CFA, το οποίο παρουσιάζει ορισμένα κοινά βασικά χαρακτηριστικά με το βελγικό καθεστώς, πρέπει να χαρακτηριστεί υφιστάμενη ενίσχυση. Πράγματι, τα δύο καθεστώτα εφαρμόζονται στις εταιρείες που ασκούν διεθνείς δραστηριότητες με υψηλή κινητικότητα και επηρεάζονται για το λόγο αυτό σε ιδιαίτερα σημαντικό βαθμό από το φορολογικό καθεστώς στο οποίο υπόκεινται.

(65) Οι Κάτω Χώρες θεωρούν ότι η θέση τους ενισχύεται από τις απαντήσεις της Επιτροπής σε ερωτήσεις μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τα βελγικά κέντρα συντονισμού και ιδίως από την απάντηση που έδωσε το 1990 στη γραπτή ερώτηση(16) του κ. Gijs de Vries, σύμφωνα με την οποία το καθεστώς των βελγικών κέντρων συντονισμού, όπως και συγκρίσιμα καθεστώτα άλλων κρατών μελών, δεν εμπίπτουν στο πεδίο των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις.

(66) Οι Κάτω Χώρες εκτιμούν ότι η εν λόγω εξέλιξη της κοινής αγοράς πραγματοποιήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Στη διάρκεια της δεκαετίας αυτής, η κοινή αγορά συνέχισε να εξελίσσεται υπό την ώθηση του τρίτου σταδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και της αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι διαφορές μεταξύ των εθνικών φορολογικών καθεστώτων των εταιρειών κατέστησαν όλο και πιο έντονες. Επίσης, οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο επιδιώκουν όλο και περισσότερο να μειώσουν τη φορολογική τους επιβάρυνση. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στη διατύπωση αιτημάτων, ιδίως εκ μέρους της Επιτροπής, για μια ευρωπαϊκή παρέμβαση στον τομέα της φορολογίας των εταιρειών.

(67) Κατά την άποψη των Κάτω Χωρών, η εξέλιξη αυτή οδήγησε την 1η Δεκεμβρίου 1997 στη συμφωνία σχετικά με τον κώδικα δεοντολογίας για την καταπολέμηση του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού, ο οποίος αποτελούσε μέρος της ονομαζόμενου "φορολογικού πακέτου". Ο κώδικας δεοντολογίας αναγνωρίζει τη σύνδεση με τους κανόνες της συνθήκης ΕΚ για τις κρατικές ενισχύσεις και εμπεριέχει την υπόσχεση της Επιτροπής να δημοσιεύσει τις κατευθυντήριες γραμμές που θα αποσαφηνίσουν τον τρόπο εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα για τη φορολογία των εταιρειών. Οι διευκρινίσεις αυτές περιλαμβάνονται στην προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής. Εξάλλου, στον κώδικα δεοντολογίας, η Επιτροπή ανήγγειλε την πρόθεσή της να εξετάσει τους ισχύοντες φορολογικούς κανόνες και τα νέα σχέδια των κρατών μελών και να τους αναθεωρήσει ενδεχομένως υπό το φως των κανόνων της συνθήκης ΕΚ. Σύμφωνα με την ολλανδική κυβέρνηση, η απόφαση της Επιτροπής, και ιδίως η πρόθεσή της να επανεξετάσει ορισμένα μέτρα, δικαιολογούνταν από την άποψη ότι η ανάπτυξη της κοινής αγοράς θα οδηγούσε στην κατάρτιση νέων σχεδίων στον τομέα αυτό.

5.5. Παρατηρήσεις σχετικά με την ανάκτηση

(68) Σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει ότι το εξεταζόμενο καθεστώς συνιστά κρατική ενίσχυση και δεν δεχθεί το χαρακτηρισμό του ως υφιστάμενη ενίσχυση, οι Κάτω Χώρες εκτιμούν ότι υπάρχουν λόγοι που δικαιολογούν τη μη ανάκτηση της ενίσχυσης.

(69) Σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού διαδικασίας, η Επιτροπή δεν διατάσσει την ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντιβαίνει προς μια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, η ανάκτηση θα ήταν αντίθετη με τη γενική αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης(17). Οι Κάτω Χώρες βασίζουν ιδίως την εκτίμησή τους στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση 223/85(18), ο οποίος υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να ενεργεί με επιμέλεια και στις περιπτώσεις ενισχύσεων που δεν κοινοποιήθηκαν.

(70) Η αρχή αυτή, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή πρέπει να ενεργεί με επιμέλεια, προβλέπεται επίσης από το άρθρο 10 του κανονισμού διαδικασίας.

(71) Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η Επιτροπή είχε ζητήσει, με επιστολή της 5ης Μαρτίου 1997(19), πληροφορίες σχετικά με το εν λόγω καθεστώς από τις Κάτω Χώρες, οι οποίες απάντησαν λεπτομερώς με επιστολή της 21ης Μαρτίου 1997. Η Επιτροπή έθεσε εκ νέου το θέμα τους καθεστώτος αυτού με επιστολή της 12ης Φεβρουαρίου 1999(20), χωρίς καμία παραπομπή στην αλληλογραφία του 1997 και χωρίς να θέσουν νέες ερωτήσεις. Η ολλανδική κυβέρνηση απάντησε με επιστολή της 30ής Απριλίου 1999(21). Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 με επιστολή της 11ης Ιουλίου 2001(22). Οι Κάτω Χώρες εκτιμούν συνεπώς ότι κανένα βάσιμο νομικό επιχείρημα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την καθυστέρηση αυτή, καθόσον μάλιστα το καθεστώς δεν υπέστη καμία μεταβολή στο διάστημα αυτό. Στη βάση αυτή, οι Κάτω Χώρες εκτιμούν ότι σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία και την πάγια πρακτική της Επιτροπής(23), η υπερβολικά μεγάλη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας αποτελεί λόγο μη ανάκτησης της ενίσχυσης.

(72) Οι Κάτω Χώρες εκτιμούν εξάλλου ότι η θεμελιώδης απαίτηση ασφάλειας δικαίου δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να αναβάλει επ' αόριστον την άσκηση των αρμοδιοτήτων της(24). Πράγματι, σε απάντηση στο ερώτημα του δεύτερου τμήματος του ολλανδικού δικαστηρίου σχετικά με τη συμφωνία του καθεστώτος με τους κοινοτικούς κανόνες, το 1997, η ολλανδική κυβέρνηση διευκρίνισε ότι η Επιτροπή είχε ζητήσει πληροφορίες αλλά δεν έδωσε καμία συνέχεια μετά τη λήψη των απαντήσεων στις ερωτήσεις που είχε θέσει. Η πληροφορία αυτή δημοσιοποιήθηκε. Την άνοιξη του 1997, καμία εταιρεία δεν είχε ακόμα υπαχθεί στο εν λόγω καθεστώς, εφόσον το σχετικό διάταγμα δεν είχε ακόμα εκδοθεί. Εάν η Επιτροπή είχε τότε επιδείξει περισσότερη επιμέλεια και είχε γνωστοποιήσει τις επιφυλάξεις της, η κατάσταση θα ήταν διαφορετική και θα είχαν ιδίως ληφθεί μέτρα για να μην ζημιωθούν οι ενδιαφερόμενες εταιρείες.

(73) Τέλος, δεδομένου ότι το καθεστώς CFA αποτελεί επιμέρους στοιχείο ενός συνεκτικού συνόλου μέτρων για την καταπολέμηση της συρρίκνωσης της φορολογικής βάσης, οι Κάτω Χώρες εκτιμούν ότι κακώς η Επιτροπή εγείρει αντιρρήσεις για ένα μόνο στοιχείο του συνόλου αυτού. Ακόμα και εάν η Επιτροπή μπορούσε να αποδείξει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ότι ορισμένες εταιρείες ευνοούνται, στην εξεταζόμενη υπόθεση και με τις δεδομένες περιστάσεις της μια αίτηση ανάκτησης θα συνιστούσε δυσανάλογο μέτρο.

6. ΣΧΟΛΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΤΡΙΤΩΝ

(74) Σχολιάζοντας τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων τρίτων, οι Κάτω Χώρες επισημαίνουν ότι ο μεγάλος αριθμός απαντήσεων καταδεικνύει τη σημασία της υπόθεσης και ότι οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν επιβεβαιώνουν και ενισχύουν τη θέση τους. Πρέπει ιδίως να υπογραμμιστούν δύο πτυχές.

(75) Καταρχήν, η ποικιλία των εταιρειών που υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους καταδεικνύει πλήρως το γεγονός ότι το καθεστώς CFA είναι ανοικτό σε όλες τις εταιρείες που ασκούν διεθνείς δραστηριότητες χρηματοδότησης, ανεξάρτητα από τον τομέα της κύριας δραστηριότητάς τους.

(76) Δεύτερον, λαμβανομένης υπόψη της επιστολής της Επιτροπής της 17ης Ιουλίου 2000, το καθεστώς CFA πρέπει να χαρακτηριστεί υφιστάμενη ενίσχυση, εάν ληφθεί βέβαια ως υπόθεση ότι πρόκειται για καθεστώς ενισχύσεων.

7. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(77) Η Επιτροπή επιβεβαιώνει την εκτίμησή της σύμφωνα με την οποία το καθεστώς CFA συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. Πράγματι, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί τα επιχειρήματα των Κάτω Χωρών και των ενδιαφερόμενων μερών, για τους ακόλουθους λόγους.

(78) Καταρχήν, το γεγονός ότι το καθεστώς θεσπίστηκε για να αντιμετωπιστεί η διαφυγή ολλανδικών κεφαλαίων προς άλλες χώρες δεν συνεπάγεται ότι το συμβιβάσιμό του πρέπει να εκτιμηθεί αποκλειστικά με βάση τα άρθρα 96 και 97. Πράγματι, η ανάλυση του συμβιβάσιμου ενός φορολογικού ή άλλου μέτρου με τους κανόνες που εφαρμόζονται στις κρατικές ενισχύσεις αφορά τα αποτελέσματά του και όχι το στόχο του. Κατά συνέπεια, εφόσον ένα μέτρο πληροί σωρευτικά τα τέσσερα κριτήρια που προβλέπει το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, πρόκειται για ενίσχυση στην οποία εφαρμόζεται συνεπώς το άρθρο 88. Ωστόσο, η ανάλυση που αναπτύσσεται στις επόμενες παραγράφους επιτρέπει στην Επιτροπή να συμπεράνει ότι το εξεταζόμενο μέτρο πληροί σωρευτικά τα τέσσερα αυτά κριτήρια.

7.1. Παροχή πλεονεκτήματος

(79) Καταρχήν, το μέτρο πρέπει να παρέχει ένα πλεονέκτημα το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των εξόδων που βαρύνουν κανονικά τον προϋπολογισμό των εταιρειών. Όπως υπογραμμίζεται στο σημείο 9 της προαναφερθείσας ανακοίνωσης της Επιτροπής, το πλεονέκτημα μπορεί να παρέχεται μέσω της ελάφρυνσης της φορολογικής επιβάρυνσης της εταιρείας υπό μορφή εγγραφής αποθεματικού στον ισολογισμό.

(80) Η σύσταση του αποθεματικού για κινδύνους δεν φορολογείται και συνεπώς επιτρέπει την άμεση μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης. Η μείωση αυτή μπορεί να είναι σημαντική, εφόσον μπορεί να ανέλθει έως και στο 80 % των φορολογητέων κερδών από τις χρηματοδοτικές δραστηριότητες του ομίλου. Η αισθητή και άμεση μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης αποτελεί πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, τόσο για τις εταιρείες που επωφελούνται άμεσα στο καθεστώς όσο και για τους ομίλους εταιρειών στους οποίους αυτές ανήκουν. Το πλεονέκτημα αυτό προκύπτει από την αναβολή της φορολόγησης των ποσών που εγγράφονται στο αποθεματικό και, σε ορισμένες περιπτώσεις, από τη χαμηλότερη, ή και μηδενική, φορολόγηση των ποσών αυτών.

(81) Πράγματι, η σύσταση και η χρησιμοποίηση του αποθεματικού για κινδύνους θα έπρεπε να φορολογούνται με τον κανονικό συντελεστή, δηλαδή 35 %. Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Έτσι, μέρος των ποσών μπορούν να αναληφθούν από το αποθεματικό και, υπό ορισμένους όρους, να φορολογηθούν με συντελεστή 10 %. Αφετέρου, σε περίπτωση απόκτησης εταιρειών, είναι δυνατή η ανάληψη από το αποθεματικό ποσών που δεν φορολογούνται άμεσα. Ανάλογα με την περίπτωση, εάν η φορολογική διοίκηση δέχεται την ύπαρξη ιδιαίτερα σοβαρού κινδύνου, τα αναληφθέντα ποσά μπορούν να καλύπτουν το 50 έως 100 % της αξίας της πραγματοποιούμενης απόκτησης, ενώ ταυτόχρονα η εγγεγραμμένη στον ισολογισμό της εταιρείας αξία των νέων περιουσιακών στοιχείων μειώνεται ισόποσα. Ο μηχανισμός αυτός επιτρέπει την άμεση μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης χωρίς να απαιτείται η πραγματοποίηση του κινδύνου που καλύπτει το αποθεματικό. Είναι αληθές ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης ή πώλησης των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων, η φορολογική ζημία θα είναι μικρότερη, εφόσον η αξία των στοιχείων που είναι εγγεγραμμένα στον ισολογισμό θα έχει μειωθεί κατά το ποσό που αναλήφθηκε από το αποθεματικό για να πραγματοποιηθεί η απόκτηση. Ωστόσο, η εκκαθάριση των στοιχείων αυτών παραμένει αβέβαιη, ή εντελώς υποθετική σε ορισμένες περιπτώσεις, και καμία προθεσμία δεν ορίζεται για τη φορολογική αντιστάθμιση αυτού του πλεονεκτήματος.

(82) Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο το καθεστώς CFA δεν παρέχει κανένα πλεονέκτημα στις διεθνείς εταιρείες σε σύγκριση με τα καθεστώτα που εφαρμόζουν άλλες χώρες στις δραστηριότητες χρηματοδότησης στο εσωτερικό του ομίλου. Πράγματι, κατά την ανάλυση των κρατικών ενισχύσεων, το παρεχόμενο πλεονέκτημα πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά σε εθνικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι στην εξεταζόμενη υπόθεση η εκτίμηση πρέπει να γίνει σε σύγκριση με τις ολλανδικές εταιρείες που αποκλείονται από το καθεστώς CFA λόγω των αυστηρών όρων που αυτό επιβάλλει. Το γεγονός ότι το καθεστώς CFA παρουσιάζει μικρότερο ενδιαφέρον από ό,τι άλλα καθεστώτα εκτός Κάτω Χωρών είναι αδιάφορο για την εκτίμηση του παρεχόμενου πλεονεκτήματος.

(83) Συνεπώς, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η σύσταση του αποθεματικού παρέχει ένα πλεονέκτημα μέσω μιας πίστωσης φόρου αόριστης διάρκειας. Εξάλλου, η εφαρμογή μειωμένων φορολογικών συντελεστών για ορισμένες χρήσεις του αποθεματικού παρέχει επίσης ένα πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, τόσο στις εταιρείες που υπάγονται στο καθεστώς όσο και στους ομίλους στους οποίους ανήκουν οι εταιρείες αυτές.

7.2. Διάθεση κρατικών πόρων

(84) Δεύτερον, το πλεονέκτημα πρέπει να παρέχεται με τη διάθεση κρατικών πόρων. Η Επιτροπή εκτιμά ότι αυτό συμβαίνει πράγματι στην εξεταζόμενη υπόθεση, εφόσον οι χορηγούμενες φορολογικές ελαφρύνσεις, υπό μορφή πίστωσης φόρου ή μείωσης του φορολογικού συντελεστή, αντιπροσωπεύουν μια μείωση των εσόδων του κράτους. Τόσο οι Κάτω Χώρες όσο και οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι προέβαλαν το επιχείρημα ότι το μέτρο δεν είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια κρατικών εσόδων αλλά, αντίθετα, επέτρεψε να ανακοπεί η μετεγκατάσταση εταιρειών εκτός Κάτω Χωρών και συνέβαλε στην επιστροφή ή την εγκατάσταση εταιρειών στις Κάτω Χώρες, αντισταθμίζοντας έτσι την απώλεια εσόδων λόγω μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης. Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί το επιχείρημα αυτό, το οποίο προκύπτει από μια ανάλυση κόστους-ωφέλειας. Το γεγονός ότι μια απώλεια εσόδων μπορεί να αντισταθμιστεί στη συνέχεια χάρη στον αριθμό των φορολογουμένων που προσελκύονται από το μέτρο δεν επιτρέπει να αντληθεί το συμπέρασμα ότι το μέτρο δεν χρηματοδοτείται με κρατικούς πόρους. Πράγματι, ο χαρακτήρας ενός μέτρου ως ενίσχυση πρέπει να εκτιμηθεί μεμονωμένα, στο επίπεδο της δικαιούχου εταιρείας και σε δεδομένη χρονική στιγμή, προκειμένου να προσδιοριστεί εάν ορισμένες εταιρείες λαμβάνουν περισσότερες κρατικές ενισχύσεις ή εάν συμβάλλουν λιγότερο στη χρηματοδότηση των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Εάν αυτό δεν συνέβαινε, η ενίσχυση θα δικαιολογούνταν από το γεγονός ότι προσελκύει μια εταιρεία σε ένα κράτος μέλος, της επιτρέπει να αυξήσει τα μελλοντικά φορολογητέα εισοδήματά της ή της παρέχει αντικίνητρα να εγκαταλείψει τη χώρα.

7.3. Στρέβλωση του ανταγωνισμού και του ενδοκοινοτικού εμπορίου

(85) Τρίτον, το εξεταζόμενο μέτρο πρέπει να επηρεάζει τον ανταγωνισμό και το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου(25) και όπως υπογραμμίζεται στο σημείο 11 της προαναφερθείσας ανακοίνωσης, "το γεγονός και μόνο ότι η ενίσχυση βελτιώνει τη θέση της εταιρείας στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές σε σχέση με άλλους ανταγωνιστές της επιτρέπει να θεωρηθεί ότι οι συναλλαγές αυτές έχουν επηρεαστεί". Το κριτήριο αυτό πληρούται, εφόσον οι δικαιούχοι είναι εταιρείες που ανήκουν σε πολυεθνικούς ομίλους οι οποίοι στην πλειοψηφία τους, εάν όχι όλοι, δραστηριοποιούνται στην ενδοκοινοτική αγορά. Η παροχή ειδικών πλεονεκτημάτων στις εταιρείες αυτές υπό τον όρο ότι είναι εγκατεστημένες τουλάχιστον σε τέσσερα κράτη ή σε δύο ηπείρους, ενισχύει τη χρηματοοικονομική τους θέση. Εξάλλου, όπως υπογραμμίστηκε τόσο από τις Κάτω Χώρες όσο και από τους ενδιαφερόμενους τρίτους, πρόκειται για καθεστώς που εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων, και ιδίως σε εκείνους στους οποίους υπάρχουν σημαντικές ενδοκοινοτικές εμπορικές ροές. Η Επιτροπή συμπεραίνει συνεπώς ότι το καθεστώς αυτό επηρεάζει τις ενδοκοινοτικές ροές και τον ανταγωνισμό.

7.4. Επιλεκτικότητα

(86) Τέλος, το μέτρο πρέπει να είναι επιλεκτικό ή ειδικό, με την έννοια ότι θα ευνοεί ορισμένες εταιρείες ή ορισμένες παραγωγές.

(87) Πρώτον, η έλλειψη επιλεκτικότητας βάσει του τομέα δραστηριότητας, της εθνικότητας ή του μεγέθους της ενδιαφερόμενης εταιρείας δεν αποδεικνύει από μόνη της ότι το καθεστώς CFA συνιστά γενικό μέτρο. Το κριτήριο της επιλεκτικότητας πληρούται, εφόσον το καθεστώς CFA αφορά μόνο τις δραστηριότητες χρηματοδότησης διεθνών ομίλων που είναι παρόντες σε τουλάχιστον τέσσερα κράτη ή σε δύο ηπείρους. Όπως αναφέρεται στο σημείο 20 της προαναφερθείσας ανακοίνωσης, ορισμένα φορολογικά πλεονεκτήματα χορηγούνται αποκλειστικά υπέρ ορισμένων μορφών λειτουργιών των δικαιούχων εταιρειών, όπως ιδίως η παροχή διεταιρικών υπηρεσιών στο εσωτερικό του ομίλου. Εφόσον ευνοούν ορισμένες εταιρείες ή ορισμένες παραγωγές, τα πλεονεκτήματα αυτά ενδέχεται να συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. Το καθεστώς CFA καλύπτει μόνο τις χρηματοοικονομικές πράξεις στο εσωτερικό του ομίλου και, επιπλέον, μόνον ορισμένες από τις πράξεις αυτές μπορούν να υπαχθούν σε αυτό.

(88) Πράγματι, οι εταιρείες που μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς αυτό πρέπει να ικανοποιούν επίσης ορισμένες συμπληρωματικές απαιτήσεις. Έτσι, είναι δεκτές μόνο οι χρηματοδοτικές πράξεις των οποίων η διαχείριση γίνεται σε ανεξάρτητη βάση και με έδρα τις Κάτω Χώρες, ενώ ο όγκος των πράξεων με ολλανδικές εταιρείες πρέπει να περιορίζεται στο 10 % κατ' ανώτατο όριο της συνολικής δραστηριότητας. Τα κριτήρια αυτά επιβεβαιώνουν την πρόθεση των ολλανδικών αρχών να παράσχουν το ευεργέτημα του καθεστώτος αυτού μόνο στους πολυεθνικούς ομίλους των οποίων το κέντρο χρηματοδότησης βρίσκεται στις Κάτω Χώρες, αλλά οι οποίοι διαχειρίζονται χρηματοδοτικές πράξεις που διενεργούνται κυρίως με αλλοδαπές οντότητες του ομίλου. Το μέτρο είναι συνεπώς επιλεκτικό, στο βαθμό τουλάχιστον που δεν εφαρμόζεται σε ομίλους εταιρειών που είναι απλώς εγκατεστημένοι στο έδαφος των Κάτω Χωρών ή σε πολυεθνικούς ομίλους εταιρειών που είναι παρόντες σε λιγότερο από τέσσερα κράτη μέλη. Εξάλλου, όπως υπογραμμίστηκε από την ολλανδική κυβέρνηση, ο στόχος του μέτρου είναι να θέσει τέρμα στην μετεγκατάσταση των δραστηριοτήτων χρηματοδότησης πολυεθνικών ομίλων και να ευνοήσει την επιστροφή τους στις Κάτω Χώρες. Συνεπώς, το μέτρο προοριζόταν εξαρχής να καλύψει περιορισμένο αριθμό εταιρειών.

(89) Εξάλλου, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η ενίσχυση συνιστά γενικό μέτρο διότι μπορεί να εξομοιωθεί με άλλες ολλανδικές φορολογικές διατάξεις που επιτρέπουν τη σύσταση αποθεματικών για κινδύνους και με το ιταλικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην παράλληλη οικονομία. Πράγματι, τα δύο αυτά μέτρα παρουσιάζουν χαρακτηριστικά διαφορετικά από εκείνα του καθεστώτος CFA. Όσον αφορά το ιταλικό καθεστώς, η Επιτροπή επιθυμεί να υπογραμμίσει ότι καλύπτει όλες τις εταιρείες, ανεξάρτητα από τη δραστηριότητα που αυτές ασκούν εντός ή εκτός του ομίλου, και ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο ασκούν τη δραστηριότητά τους, σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο.

(90) Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι τα πλεονεκτήματα που περιγράφονται ανωτέρω, τα οποία μπορούν να συμβάλουν στην αισθητή μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, εφαρμόζονται σε πολύ περιορισμένο αριθμό εταιρειών (87). Ο αριθμός αυτός δεν μπορεί βέβαια να συγκριθεί με το συνολικό αριθμό των εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στις Κάτω Χώρες(26), αλλά πρέπει τουλάχιστον να συγκριθεί με τον αριθμό των πολυεθνικών ομίλων που είναι εγκατεστημένοι στη χώρα αυτή. Πράγματι, ο αριθμός των ομίλων αυτών που πληρούν τα κριτήρια υπαγωγής στο καθεστώς CFA είναι μικρός, ανεξάρτητα από τη φύση ή τη σημασία των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένοι λόγω της διεθνούς τους δραστηριότητας.

Αιτιολόγηση της ενίσχυσης με βάση τη φύση ή την οικονομία του συστήματος

(91) Όπως υπογραμμίζεται στο σημείο 23 της προαναφερθείσας ανακοίνωσης, "η διαφοροποιημένη φύση ορισμένων μέτρων δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι αυτά πρέπει να θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις". Ορισμένα μέτρα που εκ πρώτης όψεως θα μπορούσαν να θεωρηθούν κρατικές ενισχύσεις, δικαιολογούνται στην πραγματικότητα από τη φύση και την οικονομία του συστήματος. Στην παρούσα υπόθεση, εφόσον πρόκειται για τη σύσταση αποθεματικού για κινδύνους που συνδέονται με ορισμένες δραστηριότητες, οι ολλανδικές αρχές παρείχαν τις ακόλουθες αιτιολογήσεις:

(92) Καταρχήν, η πραγματοποίηση διεθνών πράξεων ενέχει ειδικούς κινδύνους σε σχέση με τις πράξεις που έχουν καθαρά εθνικό χαρακτήρα, για τις οποίες οι κίνδυνοι, πολιτικοί ή εμπορικοί, είναι λιγότερο σημαντικοί ή μπορούν να προβλεφθούν πιο εύκολα. Εξάλλου, όπως υπογραμμίζουν οι ολλανδικές αρχές, τα ποσά που εγγράφονται στο αποθεματικό για κινδύνους πρέπει να αντιστοιχούν σε πραγματικούς κινδύνους.

(93) Λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα που υποβλήθηκαν στη διάρκεια της διαδικασίας, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι τα ποσά που ενεγράφησαν στο αποθεματικό για κινδύνους μπορούν να καλύψουν πραγματικούς κινδύνους. Για παράδειγμα, πολλοί ενδιαφερόμενοι τρίτοι ανέφεραν στην Επιτροπή ότι πραγματοποίησαν αναλήψεις από το αποθεματικό μετά την πραγματοποίηση ορισμένων κινδύνων. Το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τουλάχιστον, η σύσταση του αποθεματικού δικαιολογείται από λογιστική και χρηματοοικονομική άποψη, δεν δικαιολογεί και τον περιορισμό του σε ορισμένες κατηγορίες εταιρειών.

(94) Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η ελάχιστη απαίτηση της δραστηριοποίησης σε τουλάχιστον τέσσερις χώρες ή δύο ηπείρους αποσκοπεί μόνο να εισάγει αντικειμενικά κριτήρια που επιτρέπουν να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι βασικές προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς. Πράγματι, παρόλο που η ίδια η λογική ενός φορολογικού συστήματος συνεπάγεται τον καθορισμό ορισμένων ορίων προκειμένου να εξασφαλιστεί η καλή λειτουργία του, τα όρια αυτά δεν πρέπει να οδηγούν στην επιβολή δυσανάλογων απαιτήσεων σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους. Οι όμιλοι εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε τρεις το πολύ χώρες σε μία μόνον ήπειρο δεν είναι αντικειμενικά λιγότερο εκτεθειμένοι στους κινδύνους που ενέχουν οι διεθνείς δραστηριότητες χρηματοδότησης. Δεν υπάρχει αντίθετα αμφιβολία ότι ο αριθμός των εταιρειών που δεν πληρούν τα κριτήρια του καθεστώτος CFA είναι πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό των εταιρειών που πληρούν τα κριτήρια αυτά. Από την άποψη αυτή, και υπό το φως της πρόσφατης νομολογίας του Πρωτοδικείου στην υπόθεση Alava(27), το μέτρο δεν αιτιολογείται με βάση τη φύση και την οικονομία του ολλανδικού φορολογικού συστήματος. Ομοίως, ούτε η καταπολέμηση της συρρίκνωσης της φορολογικής βάσης ούτε ή χαμηλή ανταγωνιστικότητα των χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων των ομίλων στις Κάτω Χώρες πριν το 1997 δεν δικαιολογεί τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε περιορισμένο αριθμό εταιρειών. Η διαπίστωση αυτή έγινε ιδίως από το Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση 173/73(28).

(95) Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο διακηρυγμένος στόχος του καθεστώτος είναι να ευνοήσει την επιστροφή στις Κάτω Χώρες των δραστηριοτήτων χρηματοδότησης των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων. Πρόκειται για στόχο οικονομικής πολιτικής και όχι για στόχο εγγενή σε ένα φορολογικό σύστημα.

(96) Εξάλλου, ακόμα και εάν θεωρηθεί, υπό το φως των παρατηρήσεων των Κάτω Χωρών και των ενδιαφερόμενων τρίτων, ότι τα ποσά που εγγράφονται στο αποθεματικό προορίζονται πράγματι να αντισταθμίσουν ορισμένους κινδύνους, δεν έχει αποδειχθεί ότι το όριο του 80 % των καθαρών κερδών από τις δραστηριότητες διεθνούς χρηματοδότησης και του 80 % των κερδών του συνόλου των δραστηριοτήτων της δικαιούχου εταιρείας ήταν σε όλες τις περιπτώσεις ανάλογο προς τους πραγματικά αναλαμβανόμενους κινδύνους. Η εγγραφή ποσών στο αποθεματικό είναι δυνατή μόλις διαπιστωθεί η ύπαρξη ενός κινδύνου, χωρίς όμως να απαιτείται καμία συνεκτίμηση της σημασίας του, εφόσον το μόνο όριο που προβλέπεται είναι εκείνο του 80 % των κερδών από τις διεθνείς δραστηριότητες χρηματοδότησης.

(97) Εξάλλου, στο βαθμό που ο σκοπός του αποθεματικού για κινδύνους είναι να λάβει υπόψη τους κινδύνους που σχετίζονται με τις διεθνείς δραστηριότητες χρηματοδότησης, η πρακτική της ανάληψης ποσών από το αποθεματικό με πίστωση φόρου για την απόκτηση εταιρείας στις Κάτω Χώρες ή στην αλλοδαπή δεν απορρέει άμεσα από τη γενικότερη λογική του αποθεματικού για κινδύνους, αλλά από εκείνη ενός συστήματος ενισχύσεων για την εξαγορά εταιρειών. Πράγματι, στο τελευταίο αυτό σύστημα, η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης αντισταθμίζεται μόνο σε περίπτωση επαναπώλησης ή εκκαθάρισης των εταιρειών που αποκτήθηκαν. Υπό τις συνθήκες αυτές, η φορολόγηση του αναληφθέντος ποσού δεν εξαρτάται από την πραγματοποίηση ή όχι του καλυπτόμενου κινδύνου, αλλά από μια απόφαση της δικαιούχου εταιρείας.

(98) Τέλος, και όποια και εάν είναι τα όρια που προβλέπονται στο πλαίσιο του εξεταζόμενου καθεστώτος, η Επιτροπή εκτιμά a priori ότι η φορολογική μεταχείριση των πράξεων χρηματοδότησης στο εσωτερικό του ομίλου δεν πρέπει να βασίζεται στη μεταχείριση των χρηματοδοτικών πράξεων μεταξύ μη συνδεδεμένων εταιρειών. Η κυριότερη αιτιολόγηση του καθεστώτος είναι ότι όταν ασκούνται στις Κάτω Χώρες οι δραστηριότητες αυτές υφίστανται ένα μειονέκτημα σε σχέση με ορισμένα φορολογικά καθεστώτα άλλων χωρών· η Επιτροπή εκτιμά ότι η αιτιολόγηση αυτή είναι δεν απορρέει από τη λογική του ολλανδικού φορολογικού συστήματος, αλλά υπαγορεύεται περισσότερο από στόχους οικονομικής πολιτικής.

7.5. Χαρακτηρισμός του καθεστώτος ως παράνομη ενίσχυση

(99) Τόσο οι Κάτω Χώρες όσο και οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι επεσήμαναν ότι το καθεστώς CFA πρέπει να θεωρηθεί υφιστάμενη ενίσχυση, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της ομοιότητάς του με το βελγικό καθεστώς των κέντρων συντονισμού, για τα οποία η Επιτροπή είχε κρίνει το 1984 ότι δεν συνιστούσαν κρατική ενίσχυση. Σχετικά με το θέμα αυτό, πρέπει να γίνουν ορισμένες διακρίσεις.

(100) Καταρχήν, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η έννοια της ενίσχυσης είναι αντικειμενική και ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει από την άποψη αυτή καμία διακριτική εξουσία. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης(29) ότι η Επιτροπή δεν έχει κανένα περιθώριο εκτίμησης κατά τον προσδιορισμό του χαρακτήρα μιας ενίσχυσης ως υφιστάμενης ή μη. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, είναι βέβαιο ότι το ολλανδικό καθεστώς δεν κοινοποιήθηκε πριν από τη θέση του σε εφαρμογή από την Επιτροπή και ότι οι πληροφορίες που παρείχαν οι Κάτω Χώρες μετά από σχετικό αίτημα της Επιτροπής το Μάρτιο του 1997 δεν μπορούν να εξομοιωθούν με μια κοινοποίηση βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης.

(101) Δεύτερον, το καθεστώς των βελγικών κέντρων συντονισμού το οποίο επικαλούνται οι Κάτω Χώρες και οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι αποτέλεσε βέβαια αντικείμενο απόφασης που δεν το χαρακτήριζε ενίσχυση το 1984, αλλά η απόφαση αυτή αφορούσε μόνο το βελγικό καθεστώς εφόσον απευθυνόταν μόνο στο Βέλγιο. Εξάλλου, παρά τις ομοιότητες μεταξύ των δύο καθεστώτων, οι διαφορές μεταξύ τους είναι αναμφισβήτητες, ιδίως από την άποψη της χρησιμοποιούμενης τεχνικής και της μορφής των αντίστοιχων πλεονεκτημάτων.

(102) Τέλος, το καθεστώς CFA δεν μπορεί να θεωρηθεί υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο β) σημείο v) του κανονισμού διαδικασίας, εφόσον όλα τα στοιχεία της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης συνέτρεχαν κατά το χρόνο της θέσπισης του καθεστώτος. Εξάλλου, η ύπαρξη της αναγκαίας εξέλιξης της κοινής αγοράς δεν έχει αποδειχθεί. Πράγματι, η έναρξη του τρίτου σταδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και η αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση αποτελούν βέβαια αναμφισβήτητα και ιδιαίτερης σημασίας γεγονότα, αλλά εντάσσονται σε συνεχείς διαδικασίες που προηγήθηκαν κατά πολύ της θέσπισης του καθεστώτος CFA. Το τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης αποτελεί το επιστέγασμα των προσπαθειών που αναλήφθηκαν ήδη από τη δεκαετία του 1970 για το συντονισμό των συναλλαγματικών πολιτικών. Όσον αφορά την παγκοσμιοποίηση, η απαρχή της πρέπει να αναζητηθεί στην εμπορική πολυμέρεια των συμφωνιών της ΓΣΔΕ(30) που συνάφθηκαν στην αμέσως μετά τον πόλεμο περίοδο. Εξάλλου, η προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής εμπνέεται, όπως υπογράμμισε και το Πρωτοδικείο στην απόφαση Alava(31), σε μεγάλο βαθμό στη νομολογία του Δικαστηρίου και αποσαφηνίζει την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στα φορολογικά μέτρα. Ακόμα και εάν υποτεθεί ότι η πρακτική της Επιτροπής όσον αφορά τη λήψη των αποφάσεων στον τομέα αυτό έχει αλλάξει, όπως επισημαίνεται στην απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση Γιβραλτάρ κατά Επιτροπής(32), ο χαρακτηρισμός ενός κρατικού μέτρου ως νέα ή ως υφιστάμενη ενίσχυση δεν μπορεί να εξαρτάται από την υποκειμενική εκτίμηση της Επιτροπής και πρέπει να προσδιορίζεται ανεξάρτητα από κάθε προηγούμενη διοικητική πρακτική της.

7.6. Εξέταση του συμβιβάσιμου

(103) Εφόσον το εξεταζόμενο φορολογικό καθεστώς συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, πρέπει επίσης να εξεταστεί το συμβιβάσιμό του υπό το φως των παρεκκλίσεων του άρθρου 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης ΕΚ.

(104) Οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ αφορούν τις ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα σε μεμονωμένους καταναλωτές, τις ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα και τις ενισχύσεις υπέρ της οικονομίας ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, και συνεπώς δεν εφαρμόζονται στην εξεταζόμενη ενίσχυση.

(105) Η επίκληση της παρέκκλισης του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α), η οποία προβλέπει τη δυνατότητα έγκρισης ενισχύσεων για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση, δεν είναι δυνατή στην εξεταζόμενη υπόθεση, εφόσον οι Κάτω Χώρες δεν έχουν καμία περιοχή που εμπίπτει στο πεδίο της διάταξης αυτής. Το ίδιο ισχύει για την παρέκκλιση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), η οποία επιτρέπει τις ενισχύσεις για την ανάπτυξη ορισμένων περιοχών, στο βαθμό που το εν λόγω μέτρο εφαρμόζεται επίσης και εκτός των περιοχών που μπορούν να τύχουν του ευεργετήματος της παρέκκλισης.

(106) Το φορολογικό καθεστώς του αποθεματικού για κινδύνους δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στην κατηγορία των σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος που εμπίπτουν στο πεδίο της παρέκκλισης του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) και, στο βαθμό που δεν αποσκοπεί στην προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, δεν μπορεί να τύχει ούτε της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ).

(107) Είναι τέλος σκόπιμο να εξεταστεί εάν το εν λόγω καθεστώς μπορεί να τύχει της παρέκκλισης του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), η οποία επιτρέπει τις ενισχύσεις για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών και του ανταγωνισμού στην Κοινότητα σε βαθμό που αντιτίθεται προς το κοινό συμφέρον.

(108) Όσον αφορά τα φορολογικά πλεονεκτήματα από τη σύσταση του αποθεματικού και την εθελούσια αποδέσμευσή του, είναι σαφές ότι δεν συνδέονται με την πραγματοποίηση αρχικών επενδύσεων για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης ή την υλοποίηση ειδικών έργων. Αποτελούν απλώς ελαφρύνσεις τρεχουσών δαπανών και μπορούν, συνεπώς, να θεωρηθούν ενισχύσεις λειτουργίας. Η Επιτροπή εκτιμά συνεπώς ότι οι εν λόγω ενισχύσεις μπορούν να αλλοιώσουν τις συναλλαγές σε βαθμό που αντίκειται προς το κοινό συμφέρον και δεν μπορούν να τύχουν της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

(109) Όσον αφορά τις ενισχύσεις που παρέχονται κατά την αποδέσμευση του αποθεματικού ενόψει της απόκτησης εταιρειών στις Κάτω Χώρες και στην αλλοδαπή, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα μέτρα αυτά θα πρέπει κανονικά να περιορίζονται στις ενισχυόμενες περιοχές, ή να αφορούν μόνο ΜΜΕ και να χορηγούνται μόνο για επιλέξιμες επενδύσεις, δηλαδή αρχικές επενδύσεις(33), καθώς και ότι η έντασή τους δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ανώτατα όρια που έχει καθορίσει η Επιτροπή. Διαπιστώνει επίσης ότι το εξεταζόμενο μέτρο δεν περιέχει καμία διάταξη σχετικά με τις περιοχές-στόχους, εκτός από τον τόπο των δραστηριοτήτων των μεγάλων εταιρειών, με τις επιλέξιμες δαπάνες ή με τον περιορισμό της έντασης των ενισχύσεων. Επίσης, η φορολογική ελάφρυνση που συνδέεται με την πραγματοποίηση της επένδυσης είναι άμεση και το τελικό της ποσό δεν μπορεί να υπολογιστεί εκ των προτέρων· συνεπώς, το μέτρο αυτό ενδέχεται να συνιστά ενίσχυση λειτουργίας η οποία δεν μπορεί, όπως αναφέρθηκε ήδη προηγουμένως, να τύχει της παρέκκλισης του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

(110) Εφόσον το εν λόγω καθεστώς δεν μπορεί να τύχει καμίας από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 της συνθήκης ΕΚ, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

7.7. Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη

(111) Το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 ορίζει ότι "η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου". Είναι πλέον σαφές από τη νομολογία του Δικαστηρίου και από την πρακτική της Επιτροπής ότι μια εντολή ανάκτησης της ενίσχυσης θα παρέβαινε μια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου εάν, ως αποτέλεσμα ενέργειας της Επιτροπής, ο δικαιούχος ενός μέτρου έχει αποκτήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η ενίσχυση τού χορηγήθηκε σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία.

Στην υπόθεση Van den Bergh en Jurgens(34), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι "από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου συνεπάγεται ότι κάθε επιχειρηματίας τον οποίο κάποιο όργανο έκανε να ελπίζει βάσιμα, έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Όταν εξάλλου ένας προνοητικός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση κοινοτικού μέτρου ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί τα οφέλη από τέτοια αρχή, αφού θεσπιστεί το μέτρο αυτό".

Στην παρούσα υπόθεση, και παρά το γεγονός ότι το ολλανδικό καθεστώς δεν είναι απόλυτα όμοιο με το βελγικό, η Επιτροπή εκτιμά ότι το καθεστώς CFA παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με το καθεστώς που θεσπίστηκε στο Βέλγιο με το βασιλικό διάταγμα αριθ. 187, της 30ής Δεκεμβρίου 1982, για τη φορολογία των κέντρων συντονισμού. Πράγματι, τα δύο συστήματα αφορούν δραστηριότητες στο εσωτερικό ομίλων εταιρειών και μεγάλος αριθμός των δικαιούχων του καθεστώτος CFA προσέφευγαν προηγουμένως στο βελγικό καθεστώς των κέντρων συντονισμού. Στην απόφασή της τής 2ας Μαΐου 1984, η Επιτροπή έκρινε ότι το σύστημα αυτό δεν εμπεριείχε στοιχεία ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ. Παρόλο που η απόφαση αυτή δεν δημοσιεύθηκε, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έγειρε καμία αντίρρηση στο βελγικό σύστημα των κέντρων συντονισμού δημοσιοποιήθηκε τότε στην δέκατη τέταρτη έκθεση για την πολιτική ανταγωνισμού και σε μια απάντηση σε ερώτηση μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(35), όπως υπογραμμίζεται εξάλλου από τις Κάτω Χώρες και τους ενδιαφερόμενους τρίτους στις παρατηρήσεις τους.

(112) Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υπογραμμίζει το γεγονός ότι έλαβε την απόφασή της σχετικά με το βελγικό καθεστώς των κέντρων συντονισμού πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος CFA. Επισημαίνει επίσης ότι όλοι οι δικαιούχοι του καθεστώτος CFA εντάχθηκαν σε αυτό πριν από την απόφασή της της 11ης Ιουλίου 2001 για το άνοιγμα επίσημης διαδικασίας έρευνας. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δέχεται τα επιχειρήματα των Κάτω Χωρών και των ενδιαφερόμενων τρίτων σχετικά με την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στους δικαιούχους του καθεστώτος και αποφασίζει να μη διατάξει την ανάκτηση των ενισχύσεων.

8. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

(113) Με επιστολή της 3ης Οκτωβρίου 2002, οι Κάτω Χώρες ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι λαμβανομένης υπόψη της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων, η Επιτροπή θα έπρεπε να επιτρέψει στους σημερινούς δικαιούχους του καθεστώτος CFA να συνεχίσουν να επωφελούνται από αυτό έως τη λήξη ισχύος των αδειών που τους χορηγήθηκαν. Η Επιτροπή εκτιμά ότι πρέπει πρώτα να εξεταστούν δύο θέματα. Ποια θα είναι, πρώτον, η τύχη των αποθεματικών που έχουν ήδη συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του καθεστώτος CFA· δεύτερον, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι μετά τη λήψη οριστικής απόφασης, οι εταιρείες μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το καθεστώς σχηματίζοντας νέα αποθεματικά.

(114) Πρέπει καταρχήν να σημειωθεί ότι κατά το χρόνο της σύστασης αυτών των αποθεματικών, οι δικαιούχοι του καθεστώτος μπορούν να επικαλεστούν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Τα ποσά που εγγράφονται στα αποθεματικά αυτά προορίζονται να καλύψουν τους κινδύνους που ενέχουν οι χρηματοδοτικές δραστηριότητες. Ανεξάρτητα από τη φύση των αναλαμβανόμενων κινδύνων, είναι προφανές ότι οι αποφάσεις για την εγγραφή των ποσών στο αποθεματικό είναι το αποτέλεσμα διαφόρων υπολογισμών και επιλογών και εντάσσονται σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική των δικαιούχων εταιρειών. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι παρόλο που τα πλεονεκτήματα από τη χρησιμοποίηση του αποθεματικού μπορούν να κλιμακωθούν στο χρόνο, η γενεσιουργός αιτία των πλεονεκτημάτων δεν παύει να είναι η σύσταση του αποθεματικού. Είναι συνεπώς δυνατόν να θεωρηθεί ότι τα πλεονεκτήματα που συνδέονται με τα ποσά που είναι εγγεγραμμένα στο αποθεματικό αποκτήθηκαν, καταρχήν, υπό συνθήκες δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Δεν είναι συνεπώς ενδεδειγμένο να ζητηθεί στην περίπτωση αυτή η άμεση φορολόγηση του συνόλου των ποσών που είναι εγγεγραμμένα στο αποθεματικό για κινδύνους με τον κανονικό συντελεστή του φόρου επί των εταιρειών. Τα ποσά αυτά θα μπορούν συνεπώς να χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με την ολλανδική νομοθεσία και να υπαχθούν στο προνομιακό καθεστώς που αυτή προβλέπει.

(115) Όσον αφορά τη σύσταση νέων αποθεματικών, η Επιτροπή εκτιμά καταρχήν ότι μετά τη λήψη οριστικής απόφασης σχετικά με μια παράνομη ενίσχυση, δεν είναι πλέον δυνατόν να γίνει επίκληση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή της ασφάλειας δικαίου. Τα αποτελέσματα της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορούν να εκτείνονται πέραν των εύλογων προθεσμιών που επιτρέπουν στο κράτος μέλος και τις ενδιαφερόμενες εταιρείες να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση. Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή έκρινε ωστόσο σκόπιμο να λάβει υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία.

(116) Καταρχήν, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η παρούσα διαδικασία: πρόκειται για μια πρωτοβουλία που συμπληρώνει τις προσπάθειες που τα κράτη μέλη καταβάλλουν ήδη στο πλαίσιο του κώδικα δεοντολογίας προκειμένου να καταπολεμήσουν τον επιζήμιο φορολογικό ανταγωνισμό. Είναι εξάλλου σκόπιμο να ληφθεί υπόψη η πρόοδος που σημειώθηκε σε άλλα κράτη μέλη όσον αφορά την επίτευξη του τελικού στόχου που είναι η εξάλειψη του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που συνδέονται με τη διατήρηση του καθεστώτος έως το 2010 πρέπει να εκτιμηθούν λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την πρόοδο που σημειώθηκε σε κοινοτικό επίπεδο όσον αφορά το στόχο της καταπολέμησης του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού.

(117) Δεύτερον, όπως αναφέρουν ήδη οι Κάτω Χώρες στην επιστολή τους της 3ης Οκτωβρίου 2002, ο αριθμός των δικαιούχων του καθεστώτος θα μειωθεί σταδιακά έως το 2010. Πράγματι, το Δεκέμβριο του 2002 οι ολλανδικές αρχές ανήγγειλαν ότι το καθεστώς δεν δέχεται πλέον νέους υποψήφιους δικαιούχους. Ο αριθμός των δικαιούχων θα μειωθεί συνεπώς σταδιακά και είναι πιθανό, εφόσον οι Κάτω Χώρες ανέλαβαν τη δέσμευση να μην παρατείνουν το καθεστώς μετά το 2010, ότι οι περισσότεροι δικαιούχοι θα επωφεληθούν από την απομένουσα διάρκεια ισχύος της άδειας που έχουν λάβει για να αποσύρουν από τα αποθεματικά όλα τα ποσά που έχουν εγγράψει σε αυτά. Η Επιτροπή εκτιμά ότι με την προοπτική της αναγγελθείσας κατάργησης του καθεστώτος, οι δραστηριότητες των δικαιούχων εταιρειών του καθεστώτος CFA θα επικεντρωθούν στη χρησιμοποίηση των υφιστάμενων αποθεματικών και όχι στη σύσταση νέων.

(118) Λαμβανομένων υπόψη αυτών των εξαιρετικών περιστάσεων, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι δικαιούχοι του καθεστώτος CFA κατά το χρόνο της κίνησης της παρούσας διαδικασίας μπορούν να συνεχίσουν τόσο να σχηματίζουν νέα αποθεματικά όσο και να χρησιμοποιούν τα υφιστάμενα αποθεματικά με τους όρους του καθεστώτος CFA, έως τη λήξη ισχύος των αδειών που τους έχουν χορηγηθεί, αλλά όχι μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2010.

9. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(119) Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι Κάτω Χώρες έθεσαν παράνομα σε εφαρμογή το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το καθεστώς CFA δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Λαμβανομένης ωστόσο υπόψη της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που έχουν αποκτήσει οι δικαιούχοι και των εξαιρετικών περιστάσεων που αναφέρονται ανωτέρω, δεν πρέπει να ζητηθεί η ανάκτηση των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν και το ευεργέτημα του καθεστώτος μπορεί να διατηρηθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010 το αργότερο,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που έθεσαν σε εφαρμογή οι Κάτω Χώρες στο πλαίσιο του άρθρου 15β του νόμου του 1969 για τη φορολογία των εταιρειών, το οποίο θεσπίστηκε με το νόμο της 13ης Δεκεμβρίου 1996, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

Οι Κάτω Χώρες υποχρεούνται να καταργήσουν το καθεστώς ενισχύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 1. Ωστόσο, οι δικαιούχοι στις 11 Ιουλίου 2001 του καθεστώτος αυτού μπορούν να συνεχίσουν να επωφελούνται από το ευεργέτημα των διατάξεών του έως τη λήξη ισχύος των δεκαετών αδειών που τους έχει χορηγήσει η ολλανδική φορολογική αρχή. Εν πάση περιπτώσει, το καθεστώς δεν εφαρμόζεται μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2010.

Άρθρο 3

Οι Κάτω Χώρες γνωστοποιούν στην Επιτροπή εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της παρούσας απόφασης τα μέτρα που έλαβαν για να συμμορφωθούν με αυτήν.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

Βρυξέλλες, 17 Φεβρουαρίου 2003.

Για την Επιτροπή

Mario Monti

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ C 306 της 31.10.2001, σ. 6.

(2) ΕΕ C 2 της 6.1.1998, σ. 1.

(3) ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3.

(4) Βλέπε υποσημείωση 1.

(5) Verbond van Nederlandse Ondernemingen - Nederlands Christelijk Werkgeversverbond.

(6) N674/01.

(7) Βλέπε υποσημείωση 2.

(8) ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(9) Βλέπε υποσημείωση 3.

(10) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 24ης Νοεμβρίου 1987, στην υπόθεση 223/85, RSV κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4617.

(11) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 13ης Μαρτίου 2001, στην υπόθεση C-379/98, Preussen Elektra AG/Schleswag AG, Συλλογή 2001, σ. I-2099, σκέψη 59.

(12) Βλέπε οδηγία 96/369/ΕΚ, της 13ης Μαρτίου 1996 (ΕΕ L 146 της 20.6.1996, σ. 42).

(13) Βλέπε σημείο 14 της προαναφερθείσας ανακοίνωσης.

(14) Έκθεση των διευθυντών αντιπροσωπειών στους υπουργούς Εξωτερικών, Βρυξέλλες 1956, σ. 60-61.

(15) Δέκατη τέταρτη έκθεση για την πολιτική ανταγωνισμού (1984), σ. 271.

(16) Γραπτή ερώτηση αριθ. 1735/90, ΕΕ C 63 της 11.3.1991, σ. 37. Βλέπε επίσης προηγούμενες ερωτήσεις των βέλγων μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Radoux (αριθ. 2381/82, ΕΕ C 170 της 26.6.1983, σ. 9) και Van Rompuy (αριθ. 1817/83, ΕΕ C 148 της 6.6.1984, σ. 14).

(17) Πρόκειται για πάγια αρχή της νομολογίας του Δικαστηρίου: απόφαση της 14ης Μαΐου 1975, υπόθεση 74/74 CNTA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1975, σ. 533· απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 1979, υπόθεση 98/78, Racke/Mainz, Συλλογή 1979, σ. 69.

(18) Βλέπε υποσημείωση 10.

(19) Επιστολή D/51112 της 5ης Μαρτίου 1997.

(20) Επιστολή D/50716 της 12ης Φεβρουαρίου 1999.

(21) N° 9596.

(22) Στοιχεία αναφοράς: D/289741.

(23) Βλέπε, ιδίως, τις αποφάσεις 92/329/ΕΟΚ και 2001/168/ΕΚΑΧ.

(24) Βλέπε απόφαση της 14ης Ιουλίου 1972, υπόθεση 48/69, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1972, σ. 619, σκέψη 49.

(25) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, στην υπόθεση 730/79, Philip Morris κατά Επιτροπής, Συλλογή 1980, σ. 2671.

(26) Ο αριθμός αυτός είναι περίπου 555000 σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τις ΜΜΕ, αριθ. 2/2002.

(27) Απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2002, υπόθεση T-346/99, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-4259, σκέψεις 58 έως 63.

(28) Απόφαση της 2ας Ιουλίου 1972 στην υπόθεση 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1974, σ. 709, σκέψεις 22 έως 33.

(29) Απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-295/97, Piaggio SpA, Συλλογή 1999, σ. I-3735, σκέψεις 44 και επόμενες.

(30) Γενική συμφωνία δασμών και εμπορίου (General Agreement on Tariffs and Trade).

(31) Σκέψεις 83 και 84.

(32) Απόφαση της 30ής Απριλίου 2002, υποθέσεις T-195/01 και T-207/01, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-2309, σκέψη 121.

(33) Για τον ορισμό των αρχικών επενδύσεων, βλέπε το σημείο 4.4 των κατευθυντήριων γραμμών για τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9).

(34) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 11ης Μαρτίου 1987, υπόθεση 265/85, Van den Bergh en Jurgens και άλλοι κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 1155, σκέψη 44).

(35) Βλέπε την υποσημείωση 16.