32003D0261

2003/261/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γερμανία υπέρ της Αmbau Stahl- und Anlagenbau GmbH (κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2002) 4483]

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 103 της 24/04/2003 σ. 0050 - 0062


Απόφαση της Επιτροπής

της 27ης Νοεμβρίου 2002

σχετικά με κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γερμανία υπέρ της Αmbau Stahl- und Anlagenbau GmbH

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2002) 4483]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2003/261/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα(1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1) Με επιστολή της 29ης Δεκεμβρίου 1999, η Γερμανία ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στην Αmbau Stahl- und Anlagenbau GmbH (στο εξής "Ambau"). Η υπόθεση καταχωρήθηκε με τον αριθμό ΝΝ 11/2000. Με επιστολές της 21ης Ιανουαρίου, της 15ης Μαΐου και της 26ης Οκτωβρίου 2000, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες. Η Γερμανία απάντησε με επιστολές της 4ης Απριλίου, της 22ας Ιουνίου και της 14ης Δεκεμβρίου 2000.

(2) Με επιστολή της 16ης Μαρτίου 2001, η Επιτροπή γνωστοποίησε στη Γερμανία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ για τις ανωτέρω ενισχύσεις και κάλεσε όλους τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους(2). Στη συνέχεια, η υπόθεση καταχωρήθηκε με αριθμό C 15/2001. Οι παρατηρήσεις της Γερμανίας παραλήφθηκαν στις 19 και στις 20 Ιουνίου 2001. Οι παρατηρήσεις του δικαιούχου των ενισχύσεων υποβλήθηκαν με επιστολή του της 28ης Ιουνίου 2001. Με επιστολή της 28ης Δεκεμβρίου 2001, η Επιτροπή γνωστοποίησε στη Γερμανία ότι επέκτεινε τη διαδικασία, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτήν μέτρα ενίσχυσης που είχαν κατά τους ισχυρισμούς της Γερμανίας ληφθεί στο πλαίσιο εγκριθέντων καθεστώτων ενισχύσεων, και κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εκ νέου(3). Οι παρατηρήσεις της Γερμανίας σχετικά με την επέκταση της διαδικασίας υποβλήθηκαν στις 7 Φεβρουαρίου 2002. Με επιστολή της 16ης Σεπτεμβρίου 2001, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες, τις οποίες η Γερμανία παρέσχε με επιστολή της 17ης Οκτωβρίου 2001. Ο δικαιούχος των ενισχύσεων υπέβαλε συμπληρωματικές παρατηρήσεις με επιστολή της 23ης Μαΐου.

II. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

1. Ο δικαιούχος των ενισχύσεων

(3) Η υπόθεση αφορά χρηματοδοτικά μέτρα για την αναδιάρθρωση της μονάδας που διατηρεί η Αmbau στο Gräfenhainichen. Η Αmbau είναι μια επιχείρηση που εδρεύει στα νέα ομόσπονδα κράτη και δραστηριοποιείται στον τομέα της κατασκευής εγκαταστάσεων. Η Αmbau διατηρεί δύο παραγωγικές μονάδες στα νέα ομόσπονδα κράτη. Η πρώτη εξ αυτών βρίσκεται στο Sperrenberg του Βρανδεμβούργου, ενώ η δεύτερη στο Gräfenhainichen της Σαξονίας-Άνχαλτ.

(4) Προηγούμενος ιδιοκτήτης της μονάδας στο Gräfenhainichen ήταν η Αnhaltiner Stahl- und Anlagenbau (στο εξής "ASTA"), μια πρώην κρατική επιχείρηση. Το 1990 η ΑSTA περιήλθε στην κυριότητα του Treuhandanstalt (THA), ενώ, το 1992, ιδιωτικοποιήθηκε με τη μέθοδο της εξαγοράς της εταιρίας από τα στελέχη της (Management Buy Out-MBO). Το έτος 1996 η ΑSTA εμφάνισε ζημιά ύψους 7500000 DEM και αναγκάστηκε να υποβάλει δήλωση υπαγωγής της σε καθεστώς συλλογικής εκτέλεσης. Ο διαχειριστής της συλλογικής εκτέλεσης διατήρησε την ΑSTA σε λειτουργία έως τα τέλη του 1997.

(5) Τον Δεκέμβριο του 1997 η Αmbau ανέλαβε την παραγωγή, καθώς και 92 από τους συνολικά 270 εργαζόμενους που απασχολούσε η ΑSTA. Πριν από την απορρόφηση η Αmbau απασχολούσε στη μονάδα του Sperrenberg 42 εργαζόμενους, με αποτέλεσμα, μετά την ανάληψη των δραστηριοτήτων της ΑSTA, να φθάσει να απασχολεί 130 περίπου εργαζόμενους. Έκτοτε ο αριθμός των εργαζόμενων της δεν έχει αυξηθεί σημαντικά. Κατά το οικονομικό έτος 2000/01 η Αmbau απασχολούσε 139 υπαλλήλους, εκ των οποίων τους 25 στο Sperrenberg και τους 114 στο Gräfenhainichen. Συνιδιοκτήτες της Αmbau είναι δύο ιδιώτες επιχειρηματίες, έκαστος εκ των οποίων κατέχει το 50 % της εταιρείας.

(6) Στις 4 Δεκεμβρίου 1997, η Αmbau συνήψε με τον διαχειριστή της συλλογικής εκτέλεσης σύμβαση μίσθωσης των περιουσιακών στοιχείων της ΑSTA. Τον Ιανουάριο του 1998, η GSA Grundstücksfonds Sachsen-Anhalt (στο εξής "GSA"), η οποία ανήκει σε δημόσιο οργανισμό, ανέλαβε τα περιουσιακά στοιχεία από τον διαχειριστή της συλλογικής εκτέλεσης, ενώ, στη συνέχεια, συνήψε με την Αmbau μια σύμβαση μακροχρόνιας μίσθωσης των ανωτέρω στοιχείων. Κατά τα δέκα πρώτα έτη της, η σύμβαση δύναται να καταγγελθεί μόνο σε περίπτωση "εκτάκτων συνθηκών" κατά την έννοια του γερμανικού Αστικού Κώδικα (εφεξής "γερμανικός ΑΚ")(4). Περαιτέρω, κατά το εν λόγω αρχικό στάδιο, η Αmbau διατηρεί τη δυνατότητα να αγοράσει τα ανωτέρω περιουσιακά αντικείμενα. Βάσει τη σύμβασης, η Αmbau ευθύνεται για τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό της μονάδας. Παρά την αρχική πρόθεση του επενδυτή να ιδρύσει μια νέα επιχείρηση, η μονάδα του Gräfenhainichen απορροφήθηκε, κατ' επιθυμία των πιστωτών της, από την Αmbau GmbH.

2. Η αναδιάρθρωση

(7) Οι βασικές αιτίες των προβλημάτων που αντιμετώπισε η ΑSTA ήταν η ανεπαρκής διοίκηση της εταιρείας και η έλλειψη εξειδίκευσης όσον αφορά τα προϊόντα που παρήγαγε. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε η Γερμανία, η ΑSTA αναλάμβανε κάθε, σχεδόν, έργο, χωρίς να εξετάζει την αποδοτικότητά του και χωρίς να διαθέτει σαφές επιχειρηματικό σχέδιο.

(8) Το σχέδιο αναδιάρθρωσης προέβλεπε μια τριετή περίοδο αναδιάρθρωσης, η οποία θα διαρκούσε από το 1998 έως το 2001. Σύμφωνα με το νέο σχέδιο, η μονάδα της Αmbau στο Gräfenhainichen θα εξειδικευόταν σε κάποιες βασικές δραστηριότητες. Λόγω της αυξανόμενης σημασίας των βιώσιμων πηγών ενέργειας, η εταιρεία θα επικεντρωνόταν, αφενός, στην παραγωγή εξαρτημάτων για τις νέες τεχνολογίες, όπως για την παραγωγή αιολικής ενέργειας και, αφετέρου, θα κατασκεύαζε άλλα εξαρτήματα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως τουρμπίνες και συστήματα απαγωγής καυσαερίων. Περαιτέρω, η μονάδα θα εξειδικευόταν στη συναρμολόγηση κλιβάνων για μεταλλουργικές και χημικές επιχειρήσεις και στην κατασκευή μεγάλων έργων από χάλυβα, όπως γεφυρών και πύργων.

(9) Ο νέος παραγωγικός προσανατολισμός καθιστούσε αναγκαία την αύξηση των κεφαλαίων κίνησης (αποθεματικών και αποθεμάτων) και την ανάπτυξη μιας νέας και σταθερής πελατειακής βάσης. Επιπλέον, έπρεπε να αντικατασταθεί ο πεπαλαιωμένος μηχανολογικός εξοπλισμός και να συρρικνωθούν οι πλεονάζουσες εγκαταστάσεις υποδομής, οι οποίες συνεπάγονταν, αρχικά, υπερβολικά υψηλά πάγια έξοδα.

(10) Οι βασικές επενδύσεις που έγιναν στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης αφορούσαν τον εκσυγχρονισμό των παραγωγικών εγκαταστάσεων, την αντικατάσταση και τη συντήρηση μέρους του μηχανολογικού εξοπλισμού και την εισαγωγή νέων πληροφοριακών συστημάτων και λογισμικού. Οι δαπάνες της αναδιάρθρωσης προϋπολογίστηκαν σε 11249000 γερμανικά μάρκα (DEM).

(11) Το σχέδιο προέβλεπε, αρχικά, την ακόλουθη εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών της μονάδας:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

3. Κρατικά χρηματοδοτικά μέτρα για την αναδιάρθρωση

(12) Πριν από την απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας δηλώθηκαν ως κρατικές ενισχύσεις τα ακόλουθα μέτρα, τα οποία είχαν ληφθεί για την αναδιάρθρωση, μετά την απορρόφηση το 1997:

Πίνακας 1

Μέτρα που αρχικά δηλώθηκαν ως κρατικές ενισχύσεις

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

4. Χρηματοδοτικές ενισχύσεις από άλλες πηγές

(13) Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπέβαλε η Γερμανία πριν από την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η αναδιάρθρωση χρηματοδοτήθηκε από την αποδέκτρια επιχείρηση και από εμπορικές πηγές με τα ακόλουθα ποσά:

Πίνακας 2

Μέτρα που αρχικά δηλώθηκαν ως ιδιωτικές εισφορές

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

5. Ανάλυση της αγοράς

(14) Η μονάδα της Αmbau στο Gräfenhainichen δραστηριοποιείται στην κατασκευή μηχανών γενικής χρήσης (NACE Rev. 1 29.1 και 29.2), καθώς και την κατασκευή μηχανών για συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας (NACE Rev. 1.29.4 και 29.5).

(15) Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, η Αmbau πραγματοποίησε, κατά τα έτη 1998 και 1999, το 30 % του κύκλου εργασιών της στη Γερμανία και το 70 % του κύκλου εργασιών της μέσω άμεσων ή έμμεσων εξαγωγών. Στα τέλη του 1998, το μερίδιο της Αmbau στη γερμανική αγορά κατασκευής εγκαταστάσεων για τον τομέα της αιολικής ενέργειας ανερχόταν σε 2,5 %, ενώ στο τομέα της κατασκευής εξοπλισμού για μεταλλουργικές και χημικές επιχειρήσεις ανερχόταν σε 0,089 %. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε η Γερμανία, το μερίδιο της Αmbau στην ευρωπαϊκή αγορά είναι υπερβολικά μικρό για να αποτυπωθεί ως ποσοστό. Η συμμετοχή των επιμέρους παραγωγικών δραστηριοτήτων στην επίτευξη του συνολικού κύκλου εργασιών των 18,5 εκατ. DEM για το οικονομικό έτος 2000/01 ήταν η ακόλουθη: τουρμπίνες ηλεκτροπαραγωγής (35 %), εγκαταστάσεις παραγωγής αιολικής ενέργειας (35 %), μηχανές για τη βιομηχανία επεξεργασίας μετάλλων και την κατασκευή μηχανολογικού εξοπλισμού και επισκευές (30 %).

(16) Κατά τις αρχικά υποβληθείσες πληροφορίες, η παραγωγική ικανότητα της μονάδας στο Gräfenhainichen θα παρέμενε αμετάβλητη.

6. Αποφάσεις για την κίνηση και την επέκταση της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

(17) Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, οι ενισχύσεις κρίθηκαν βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων(5) του 1994 (στο εξής "κατευθυντήριες γραμμές του 1994"), καθώς οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν προτού τεθούν σε ισχύ οι νέες κατευθυντήριες γραμμές(6) του 1999 (στο εξής "κατευθυντήριες γραμμές του 1999").

(18) Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με τα ακόλουθα σημεία:

α) η μισθωτήρια σύμβαση μεταξύ της GSA και του επενδυτή ενδέχεται να περιείχε στοιχεία ενίσχυσης, δεδομένου ότι η GSA είναι δημόσιος οργανισμός, ενώ η Επιτροπή δεν διέθετε επαρκείς πληροφορίες για να κρίνει εάν η σύμβαση ανταποκρίνονταν στις συνθήκες της αγοράς·

β) η ad hoc ενίσχυση που χορηγήθηκε στην επιχείρηση ενδέχεται να μην πληροί τα κριτήρια που θεσπίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 1994. Ειδικότερα, τέθηκαν τα ακόλουθα ζητήματα:

i) ο δικαιούχος των ενισχύσεων ενδέχεται να μην είναι επιλέξιμος για τη χορήγηση ενισχύσεων αναδιάρθρωσης.

ii) το σχέδιο αναδιάρθρωσης ενδέχεται - ενόψει των περιορισμένων πόρων της επιχείρησης, και ιδίως της πτωτικής πορείας των ίδιων κεφαλαίων της - να μην ήταν κατάλληλο για την, εντός μιας εύλογης προθεσμίας, αποκατάσταση της αποδοτικότητας της επιχείρησης·

iii) οι ενισχύσεις ενδέχεται να νοθεύουν αδικαιολόγητα τον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες για την αγορά που ήταν διαθέσιμες κατά την έκδοση της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, δεν μπορούσε να αποκλειστεί η περίπτωση να έπρεπε η Αmbau να μειώσει την παραγωγική της ικανότητα, ενώ το μόνο που δηλώθηκε, κατά το εν λόγω χρονικό σημείο, ήταν ότι η παραγωγική ικανότητα της επιχείρησης δεν αυξήθηκε·

iv) οι ενισχύσεις ενδέχεται να μην ήταν ανάλογες προς το κόστος και τα κέρδη της αναδιάρθρωσης, δεδομένου ότι ήταν αμφίβολο το κατά πόσο τα μέτρα 8 και 9 του πίνακα 2 αποτελούσαν εισφορές εξ ιδίων κεφαλαίων του δικαιούχου των ενισχύσεων ή χρηματοδότηση από ξένες πηγές. Το μέτρο 8 - το δάνειο που αναχρηματοδοτήθηκε από την DtA - προφανώς χρηματοδοτήθηκε εν μέρει με κρατικούς πόρους και ενδέχεται, συνεπώς, να συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Επίσης, δεν κατέστη σαφές εάν το μέτρο 9 - το δάνειο της τράπεζας - χρησιμοποιήθηκε για τη μονάδα στο Sperrenberg ή για τη μονάδα στο Gräfenheinichen.

(19) Περαιτέρω, επειδή δεν κατέστη σαφές εάν η εγγύηση σε ποσοστό 56 % εκ μέρους του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ (μέτρο 6 του πίνακα 1) και η αφανής συμμετοχή της WSA (μέτρο 7)(7) πληρούσαν τα κριτήρια των καθεστώτων ενισχύσεων, βάσει των οποίων, σύμφωνα με τη Γερμανία, λήφθηκαν τα εν λόγω μέτρα, η Επιτροπή εξέδωσε διαταγή παροχής πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ(8).

(20) Στη συνέχεια, η Γερμανία διαβίβασε συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των καθεστώτων ενισχύσεων. Όσον αφορά την εγγύηση σε ποσοστό 56 % (μέτρο 6)(9), η Γερμανία ανέφερε στην Επιτροπή ότι το εν λόγω μέτρο χορηγήθηκε στην Αmbau το έτος 1996, πριν την ανάληψη της μονάδας της ΑSTA στο Gräfenhainichen, και ότι, συνεπώς, δεν χορηγήθηκε σε προβληματική επιχείρηση. Αναφορικά με την αφανή συμμετοχή (μέτρο 7)(10), η Γερμανία ανέφερε στην Επιτροπή ότι το εν λόγω μέτρο χορηγήθηκε στην πραγματικότητα στο πλαίσιο ενός άλλου καθεστώτος ενισχύσεων από αυτό που είχε αρχικά δηλωθεί(11). Όσον αφορά το δάνειο της DtA (μέτρο 8)(12), το οποίο είχε αρχικά δηλωθεί ως εισφορά του δικαιούχου των ενισχύσεων, η Γερμανία τροποποίησε τη δήλωσή της και εξήγησε ότι το εν λόγω μέτρο χρηματοδοτήθηκε στο πλαίσιο ενός καθεστώτος ενισχύσεων(13) και επρόκειτο, συνεπώς, για υφιστάμενη ενίσχυση.

(21) Στην απόφαση για την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή διαπίστωσε αναφορικά με την εγγύηση σε ποσοστό 56 % (μέτρο 6)(14), ότι η υπόθεση δεν έχρηζε περαιτέρω έρευνας, καθώς από τις συμπληρωματικές πληροφορίες που παρέσχε η Γερμανία προέκυπτε σαφώς ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του σχετικού καθεστώτος ενισχύσεων. Περαιτέρω, η Επιτροπή διατύπωσε την άποψη ότι η αφανής συμμετοχή (μέτρο 7) δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του καθεστώτος στο οποίο την υπήγαγε η Γερμανία, καθώς χορηγήθηκε σωρευτικά με άλλα μέτρα για την ενίσχυση της αναδιάρθρωσης, και ότι έπρεπε, συνεπώς, να χαρακτηριστεί ως ad hoc ενίσχυση. Το δάνειο της DtA (μέτρο 8) έπρεπε, επίσης, να θεωρηθεί ως ad hoc ενίσχυση, αφενός, διότι το επιτόκιό του υπολειπόταν του επιτοκίου που προβλεπόταν στο καθεστώς ενισχύσεων που επικαλέστηκε η Γερμανία και, αφετέρου, επειδή το μέτρο δεν χορηγήθηκε εντός της πρώτης τετραετίας από την ίδρυση της επιχείρησης, όπως επέβαλε το καθεστώς ενισχύσεων.

(22) Συνεπώς, αμφότερα τα ανωτέρω μέτρα κρίνονται με την παρούσα απόφαση ως μεμονωμένες ενισχύσεις.

III. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ

(23) Στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Γερμανία υπέβαλε τις ακόλουθες νέες ή διαφοροποιημένες πληροφορίες. Σε αυτές περιλαμβάνονται και παρατηρήσεις του δικαιούχου των ενισχύσεων οι οποίες παραλήφθηκαν μετά τη λήψη των αποφάσεων για την κίνηση και την επέκταση της διαδικασίας.

(24) Όσον αφορά τη νέα μισθωτήρια σύμβαση μεταξύ της Αmbau και της GSA, η Γερμανία υπέβαλε μια πραγματογνωμοσύνη σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε, για την εκτίμηση του ύψους του μισθώματος, να συνυπολογιστούν η κάκιστη κατάσταση των κτιρίων, με την αποκατάσταση και συντήρηση των οποίων βαρυνόταν συμβατικά η Αmbau, καθώς και το γεγονός ότι η Αmbau είχε αναλάβει τη διαχείριση και τη συντήρηση τμημάτων των κτιρίων τα οποία δεν χρησιμοποιούσε.

(25) Η Γερμανία διαπιστώνει ότι η Αmbau, πριν από την ανάληψη της μονάδας της ΑSTA στο Gräfenhainichen, ήταν μια πολύ μικρή επιχείρηση, με περιορισμένους πόρους και λιγότερους από 50 υπαλλήλους. Μεταξύ των ετών 1993 και 1997 η Αmbau παρουσίαζε, κατά μέσο όρο, ετήσια κέρδη της τάξης των 20000 DEM, με κύκλο εργασιών της τάξης των 10000000 DEM. Περαιτέρω, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η αρχική δραστηριοποίηση της εταιρείας στο Sperrenberg απαιτούσε περιορισμένα λειτουργικά κεφάλαια, καθώς αφορούσε κυρίως εργασίες συναρμολόγησης. Οι νέες εργασίες στο Gräfenhainichen αντίθετα απαιτούσαν σημαντικά υψηλότερα λειτουργικά κεφάλαια τα οποία η Αmbau δεν μπορούσε να διαθέσει από αποκλειστικά ίδιους πόρους. Εξάλλου, η ανάληψη τρεχουσών παραγγελιών της ΑSTA επέφερε ζημιές της τάξης του 1200000 DEM. Ως αποτέλεσμα της ανάληψης των δραστηριοτήτων της ΑSTA, συνεπώς, η Αmbau αντιμετώπισε τη μείωση των ίδιων κεφαλαίων της και την αύξηση των υποχρεώσεών της.

(26) Επίσης, η Γερμανία διαβίβασε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες το σύνολο των κρατικών χρηματοδοτικών μέτρων χρησιμοποιήθηκε, αποκλειστικά, για την αναδιάρθρωση της μονάδας στο Gräfenhainichen.

(27) Αναφορικά με τη βιωσιμότητα του σχεδίου αναδιάρθρωσης, η Γερμανία τονίζει ότι η πραγματική αναλογία ίδιων προς ξένα κεφάλαια της Αmbau είναι υψηλότερη από αυτή που εμφανίζεται στα βιβλία της εταιρείας, καθώς οι ληφθείσες ενισχύσεις εμφανίζονται στον ετήσιο ισολογισμό της εταιρείας, καταρχήν και μέχρι να εγκριθούν από την Επιτροπή, ως υποχρεώσεις.

(28) Περαιτέρω, διαβιβάστηκαν οι ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την πραγματική εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών της Αmbau:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(29) Όσον αφορά την ενδεχόμενη στρέβλωση του ανταγωνισμού, η Γερμανία διαβίβασε συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με την αγορά, σύμφωνα με τις οποίες η αγορά της κατασκευής εγκαταστάσεων, και ιδίως της παραγωγής αιολικής ενέργειας βρισκόταν σε άνοδο. Η Γερμανία διαπίστωσε ότι μετά την αναδιάρθρωση ο συνολικός αριθμός των δυνητικών ωρών παραγωγής στο Gräfenhainichen υπολειπόταν των δυνητικών ωρών παραγωγής της μονάδας πριν μεταβιβαστεί. Η παραγωγική ικανότητα της μονάδας στο Sperrenberg δεν διαφοροποιήθηκε. Τα πραγματικά μερίδια αγοράς της Αmbau στους σημαντικότερους τομείς δραστηριοτήτων της ήταν τα ακόλουθα:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(30) Όσον αφορά το ζήτημα της αναλογίας της ενίσχυσης προς το κόστος και τα οφέλη της αναδιάρθρωσης, η Γερμανία ανέφερε στην Επιτροπή ότι το πραγματικό κόστος της αναδιάρθρωσης ανήλθε σε 15300000 DEM, τα οποία καταμερίζονται ως εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Σημείωση:

Τα ποσά του πίνακα έχουν στρογγυλοποιηθεί.

(31) Αναφορικά με το δάνειο του ταμιευτηρίου Sparkasse Teltow (μέτρο 9)(15), η Γερμανία ισχυρίζεται ότι χρησιμοποιήθηκε για την αναδιάρθρωση της μονάδας στο Gräfenhainichen και ότι, συνεπώς, θα πρέπει να θεωρηθεί ως εισφορά του δικαιούχου των ενισχύσεων για την αναδιάρθρωση.

(32) Επίσης, ότι το προσωπικό αποδέχθηκε μία επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας με όρους δυσμενέστερους της ισχύουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας, με αποτέλεσμα την εξοικονόμηση 1919000 DEM και ότι οι προμηθευτές της Αmbau αποδέχθηκαν την παράταση των προθεσμιών καταβολής συνολικά 2150000 DEM. Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι αμφότερες οι ανωτέρω περιπτώσεις πρέπει να θεωρηθούν ως εισφορές του δικαιούχου των ενισχύσεων για την αναδιάρθρωση.

(33) Όσον αφορά το ζήτημα του κατά πόσο το μέτρο 7 του πίνακα 1 - η αφανής συμμετοχή της WSA - πληροί τις προϋποθέσεις του επικαλούμενου καθεστώτος ενισχύσεων, η Γερμανία ανακαλεί την προηγούμενη θέση της ότι πρόκειται για υφιστάμενη ενίσχυση και ισχυρίζεται, πλέον, ότι το εν λόγω μέτρο πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ad hoc ενίσχυση.

(34) Όσον αφορά το ζήτημα του κατά πόσο το δάνειο της DtA (μέτρο 8 του πίνακα 2) πληροί τις προϋποθέσεις του επικαλούμενου καθεστώτος ενισχύσεων, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι το καθεστώς ενισχύσεων παρέχει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τη δυνατότητα υπέρβασης της τετραετούς προθεσμίας που προβλέπει για την χορήγηση ενισχύσεων. Επίσης, ότι τα επιτόκια που παρέχονται στο πλαίσιο του καθεστώτος είναι ελαστικά, ότι, στην πραγματικότητα, έχουν πέσει και ότι, συνεπώς, οι όροι του δανείου δεν υπερβαίνουν την προβλεπόμενη από το καθεστώς ενισχύσεων ένταση της ενίσχυσης.

(35) Σύμφωνα με τις νέες πληροφορίες, η αναδιάρθρωση χρηματοδοτήθηκε ως εξής:

Πίνακας 3

Μέτρα που μετά την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας δηλώθηκαν ως κρατικές ενισχύσεις((Βλέπε επίσης πίνακα 1.))

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Πίνακας 4

Μέτρα που μετά την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας δηλώθηκαν ως ιδιωτικές εισφορές((Βλέπε επίσης πίνακα 2.))

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

IV. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(36) Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών συναλλαγές. Μέτρα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και τα οποία δεν αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις είναι, κατά κανόνα, ασυμβίβαστα με την κοινή αγορά, εκτός εάν συμπίπτουν στις εξαιρέσεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 87.

1. Κρατικές ενισχύσεις

(37) Λαμβάνοντας υπόψη τις συμπληρωματικές πληροφορίες που παρέσχε η Γερμανία, και ιδίως την έκθεση πραγματογνωμοσύνης σχετικά με τη νέα μισθωτήρια σύμβαση μεταξύ της Αmbau και της GSA, σύμφωνα με την οποία, για την εκτίμηση του μισθώματος, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ασυνήθιστες οικονομικές επιβαρύνσεις που συνοδεύουν το μίσθιο, η Επιτροπή σημειώνει ότι οι υποψίες της περί ύπαρξης στη σύμβαση στοιχείων κρατικής ενίσχυσης διαλύθηκαν.

(38) Το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ ισχύει για όλα τα χρηματοδοτικά μέτρα που έλαβε η Γερμανία υπέρ της αποδέκτριας επιχείρησης. Η Επιτροπή σημειώνει ότι η Bundesanstalt für vereinigungsbedingte Sonderaufgaben (BvS), όπως ακριβώς και ο προκάτοχός του, η THA, έχει ως ρόλο την προώθηση της ιδιωτικοποίησης των δημοσίων επιχειρήσεων στα νέα ομόσπονδα κράτη. Η BvS αποτελεί τμήμα της ομοσπονδιακής διοίκησης και λογοδοτεί σε αυτήν. Συνεπώς, τα μέτρα που λαμβάνει αυτό πρέπει να λογίζονται ως κρατικά.

(39) Όλα τα μέτρα που έλαβε η Γερμανία απέφεραν σε μια συγκεκριμένη επιχείρηση οικονομικά οφέλη τα οποία αυτή δεν θα λάμβανε από εμπορικές πηγές. Τα μέτρα αυτά συνιστούν ως εκ τούτου κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες είναι από τη φύση τους ικανές να επιφέρουν νόθευση του ανταγωνισμού. Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των εν λόγω ενισχύσεων και την ύπαρξη διακρατικού εμπορίου εντός της εσωτερικής αγοράς στους τομείς στους οποίους δραστηριοποιείται η αποδέκτρια επιχείρηση, τα ληφθέντα χρηματοδοτικά μέτρα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

(40) Δεδομένου ότι η διαγραφή δανείων της BvS, ύψους 1000000 DEM (μέτρο 1)(16), προφανώς δεν παρασχέθηκε βάσει κάποιου εγκεκριμένου από την Επιτροπή καθεστώτος ενισχύσεων, πρέπει να θεωρηθεί ως ενίσχυση ad hoc.

(41) Όσον αφορά τις εικαζόμενες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο εγκεκριμένων καθεστώτων ενισχύσεων, διαπιστώνεται, βάσει, ιδίως, των συμπληρωματικών πληροφοριών που παρέσχε η Γερμανία, ότι τα μέτρα 2 έως 6(17) καθώς και το μέτρο 8(18) προφανώς συμμορφώνονται με τους όρους των καθεστώτων αυτών. Τα εν λόγω μέτρα δεν απαιτούν περαιτέρω αξιολόγηση στην παρούσα απόφαση.

(42) Όσον αφορά την αφανή συμμετοχή της WSA, ύψους 1500000 DEM (μέτρο 7)(19), η οποία είχε αρχικά δηλωθεί από τη Γερμανία ως εμπίπτουσα σε ένα εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων, η Γερμανία πληροφόρησε την Επιτροπή ότι το εν λόγω μέτρο δεν συμμορφώνεται με τους όρους του αρχικά επικληθέντος καθεστώτος ενισχύσεων. Ως εκ τούτου, και αυτό το μέτρο πρέπει να αξιολογηθεί ως ad hoc ενίσχυση.

(43) Κατά συνέπεια, πρέπει στην παρούσα απόφαση να εξεταστεί το κατά πόσο κρατικές ενισχύσεις ύψους 2500000 DEM (μέτρα 1 και 7)(20) είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

(44) Η Επιτροπή σημειώνει επιπλέον ότι η Γερμανία δεν συμμορφώθηκε με την υποχρέωση που υπέχει βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ, να ενημερώσει εγκαίρως την Επιτροπή περί των σχεδίων της που απέβλεπαν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν ενισχύσεις. Τυπικά, συνεπώς, οι ενισχύσεις είναι παράνομες. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι οι ενισχύσεις είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά. Κατά συνέπεια, τα μεμονωμένα μέτρα πρέπει να εξεταστούν βάσει του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ.

2. Εξαιρετικές ρυθμίσεις του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ

(45) Με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ τίθενται οι όροι υπό τους οποίους οι κρατικές ενισχύσεις είναι ή δύνανται να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά. Εν προκειμένω εφαρμόζεται το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), καθώς σκοπός των επίδικων ενισχύσεων ήταν η αναδιάρθρωση του δικαιούχου των ενισχύσεων, ενώ η εφαρμογή των άλλων παρεκκλίσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 δεν ζητήθηκε και δεν είναι δυνατή.

(46) Η Επιτροπή, με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων, καθόρισε λεπτομερώς τις προϋποθέσεις θετικής άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβίβασε η Γερμανία, όλα τα υπό αξιολόγηση μέτρα ενίσχυσης χορηγήθηκαν στον δικαιούχο των ενισχύσεων προτού δημοσιευθούν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999, εφαρμόζονται για τα εν λόγω μέτρα ενίσχυσης, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 101 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1994.

(47) Με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με την πλήρωση των ακόλουθων προϋποθέσεων που θέτουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1994.

α) Επιλεξιμότητα για ενισχύσεις αναδιάρθρωσης

1. Προβληματική επιχείρηση

(48) Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1994, επιλέξιμες για τη χορήγηση ενισχύσεων αναδιάρθρωσης είναι προβληματικές επιχειρήσεις οι οποίες δεν είναι σε θέση να εξυγιανθούν με ίδιους πόρους ή συγκεντρώνοντας τα κεφάλαια που χρειάζεται από μετόχους ή μέσω δανεισμού. Στις κατευθυντήριες γραμμές του 1994 δεν δίνεται σαφής ορισμός του όρου "προβληματική επιχείρηση". Αναφέρονται, ωστόσο, τα τυπικά συμπτώματα που εμφανίζουν οι προβληματικές επιχειρήσεις: η μειούμενη αποδοτικότητα ή το αυξανόμενο μέγεθος των ζημιών, ο φθίνων κύκλος εργασιών, η μεγέθυνση των αποθεμάτων, το πλεονάζον παραγωγικό δυναμικό, η μείωση των εσόδων, η κλιμάκωση των χρεών, η άνοδος των επιβαρύνσεων τόκου και η χαμηλή καθαρή αξία του ενεργητικού. Σε σοβαρές περιπτώσεις η εταιρεία ενδέχεται να έχει ήδη καταστεί αφερέγγυα ή να βρίσκεται σε εκκαθάριση (σημείο 2.1 των κατευθυντήριων γραμμών του 1994).

(49) Πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι η ΑSTA, πριν από την ανάληψη των δραστηριοτήτων της από την Αmbau, παρουσίαζε πολλά από τα συμπτώματα που περιγράφονται στο σημείο 2.1 των κατευθυντήριων γραμμών του 1994, τα οποία ώθησαν τελικά την εταιρεία να υποβάλει δήλωση για τη θέση της σε εκκαθάριση και οδήγησαν στη διαδικασία συλλογικής εκτέλεσης που ακολούθησε. Κατά συνέπεια, η ΑSTA, πριν από τη μεταβίβαση των δραστηριοτήτων της στην Αmbau, θα ήταν επιλέξιμη για τη λήψη ενισχύσεων αναδιάρθρωσης. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να σημειωθεί ότι η Αmbau, πριν αναλάβει τις δραστηριότητες της ΑSTA, ήταν μια υγιής επιχείρηση. Τα υπό εξέταση στην παρούσα απόφαση μέτρα χορηγήθηκαν στην Αmbau μετά την ανάληψη των δραστηριοτήτων της ΑSTA. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί εάν η Αmbau κατέστη μετά τη μεταβίβαση επιλέξιμη για τη λήψη ενισχύσεων αναδιάρθρωσης.

(50) Κατά κανόνα, από έναν υγιή επενδυτή που συγχωνεύει με την επιχείρησή του μια άλλη εταιρεία αναμένεται να χρηματοδοτήσει την αναδιάρθρωση με ίδιους πόρους ή μέσω δανεισμού. Κατά συνέπεια, ένας υγιής επενδυτής ο οποίος ενσωματώνει στην επιχείρησή του μια προβληματική επιχείρηση, δεν δύναται, κατά βάση, να λάβει ενισχύσεις αναδιάρθρωσης.

(51) Οι κατευθυντήριες γραμμές του 1994 (σημείο 3.2.4), ωστόσο, είναι λιγότερο αυστηρές όσον αφορά ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (MME). Στην προκειμένη περίπτωση, είναι προφανές ότι η νομική ενσωμάτωση της υπό αναδιάρθρωση επιχείρησης οφείλεται αποκλειστικά στα ειδικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η εταιρεία ως MME. Η Αmbau είναι μια πολύ μικρή επιχείρηση, με περιορισμένους πόρους και η οποία ήταν, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, σημαντικά μικρότερη από την ΑSTA. Ακόμη και μετά τη συγχώνευση, η Αmbau παρέμεινε μια ΜΜΕ με περιορισμένη πρόσβαση σε εξωτερική χρηματοδότηση και με επενδυτές δύο ιδιώτες επιχειρηματίες οι οποίοι δεν υποστηρίζονταν από κάποιον μεγαλύτερο όμιλο.

(52) Από τις πληροφορίες που διαβίβασε η Γερμανία προκύπτει, σχετικά, ότι οι ενισχύσεις χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για την αναδιάρθρωση της μονάδας στο Gräfenhainichen (πρώην της ΑSTA) και όχι για την χρηματοδότηση άλλων δραστηριοτήτων της εταιρείας. Η μονάδα του Gräfenhainichen, ως αυτοτελής εταιρεία, θα μπορούσε να θεωρηθεί επιλέξιμη για τη λήψη ενισχύσεων αναδιάρθρωσης. Η νομική ενσωμάτωση της μονάδας του Gräfenhainichen στην Αmbau πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά επειδή το ζήτησαν οι πιστωτές της, με σκοπό να λάβουν επαρκείς εξασφαλίσεις για τις πιστώσεις που της είχαν χορηγήσει. Η εν λόγω ενσωμάτωση οφείλεται στους εξαιρετικά περιορισμένους πόρους της Αmbau. Αμφότεροι οι ιδιοκτήτες της είχαν ήδη παράσχει εγγυήσεις για το σχέδιο χρηματοδότησης της εταιρείας, δεσμεύοντας την προσωπική τους περιουσία. Προκειμένου, λοιπόν, να λάβουν επιπλέον δανειακά κεφάλαια για τη χρηματοδότηση της εταιρείας, οι επενδυτές έπρεπε να χρησιμοποιήσουν ως εγγύηση τη μονάδα του Sperrenberg, καθώς δεν διέθεταν άλλα περιουσιακά στοιχεία. Η εν λόγω πρόσθετη χρηματοδότηση ήταν, ωστόσο, απαραίτητη καθώς η Αmbau, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, δεν διέθετε επαρκή κεφάλαια για τη χρηματοδότηση και την αναδιάρθρωση της νεοαποκτηθείσας μονάδας του Gräfenhainichen.

(53) Από τις ειδικές περιστάσεις της προκειμένης περίπτωσης προκύπτει, συνεπώς, ότι η συγχώνευση δεν πραγματοποιήθηκε για την ενοποίηση των δραστηριοτήτων των δύο μονάδων, αλλά επιβλήθηκε από αποκλειστικά ξένους παράγοντες, για την απόκτηση, δηλαδή, πρόσβασης σε εξωτερική χρηματοδότηση. Είναι προφανές ότι η νομική ενσωμάτωση της, κατά τα άλλα επιλέξιμης για τη λήψη ενισχύσεων, εταιρείας στην επιχείρηση των επενδυτών κατέστη αναγκαία αποκλειστικά λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η δεύτερη ως ΜΜΕ και για την εξασφάλιση πιστώσεων. Η κατάσταση αυτή μπορεί να συγκριθεί με την περίπτωση αλλαγών στην ιδιοκτησία της προβληματικής επιχείρησης. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1994, ωστόσο, η εκτίμηση των ενισχύσεων διάσωσης ή αναδιάρθρωσης δεν επηρεάζεται από αλλαγές στην ιδιοκτησία της ενισχυόμενης επιχείρησης.

(54) Λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες τις οποίες αντιμετώπισε η εταιρεία ως ΜΜΕ, οι ενισχύσεις υπέρ της αναδιάρθρωσης της μονάδας της Αmbau στο Gräfenhainichen μπορούν να αξιολογηθούν στη βάση των κατευθυντήριων γραμμών του 1994.

2. Ανάληψη της προβληματικής επιχείρησης

(55) Η μεταβίβαση στην Αmbau των δραστηριοτήτων της, τελούσας σε καθεστώς συλλογικής εκτέλεσης, ASTA πρέπει να αξιολογηθεί ως γέννηση μιας νέας εταιρείας μέσω της διαδικασίας συλλογικής εκτέλεσης. Καταρχήν, οι νεοϊδρυθείσες εταιρείες δεν είναι επιλέξιμες για τη χορήγηση ενισχύσεων αναδιάρθρωσης, ακόμη και εάν αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης ήδη από την ίδρυσή τους. Λόγω, ωστόσο, των εκτάκτων συνθηκών που επικρατούν στα νέα ομόσπονδα κράτη, η Επιτροπή, κατά πάγια πρακτική, εφαρμόζει τις κατευθυντήριες γραμμές του 1994 για τις λεγόμενες διαδόχους λύσεις (Auffanglösungen)(21) στα εν λόγω ομόσπονδα κράτη, εφόσον αυτές έχουν δημιουργηθεί πριν από τα τέλη Δεκεμβρίου του 1999. Η εν λόγω εξαίρεση ισχύει στις περιπτώσεις που η δραστηριότητα της επιχείρησης συνεχίζεται κανονικά και δεν πρόκειται περί μιας απλής πώλησης μεμονωμένων περιουσιακών στοιχείων(22).

(56) Στην προκειμένη περίπτωση, η μεταβίβαση της μονάδας του Gräfenhainichen παρουσιάζει από οικονομικής άποψης πολλές ομοιότητες με την περίπτωση των διαδόχων λύσεων, δεδομένου ότι οι επενδυτές ανέλαβαν το σύνολο των δραστηριοτήτων της ΑSTA, καθώς και ένα σημαντικό μέρος του προσωπικού της. Ενόψει, ωστόσο, του γεγονότος ότι η Αmbau απλά μίσθωσε τα περιουσιακά στοιχεία της μονάδας στο Gräfenhainichen, τίθεται το ερώτημα του κατά πόσο μπορεί να γίνεται λόγος για εξαγορά προβληματικής επιχείρησης.

(57) Οι επενδυτές είχαν αρχικά την πρόθεση να εξαγοράσουν τα περιουσιακά στοιχεία της μονάδας στο Gräfenhainichen. Λόγω, ωστόσο, των εξαιρετικά περιορισμένων πόρων της Αmbau, αυτό δεν κατέστη δυνατό κατά το χρόνο της μεταβίβασης, καθώς το σύνολο των διαθέσιμων οικονομικών πόρων της είχε ήδη χρησιμοποιηθεί για τη λήψη άλλων μέτρων υπέρ της αναδιάρθρωσης. Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνεται επίσης ότι η Αmbau δεν έλαβε κανενός είδους ενίσχυση για την εξαγορά των περιουσιακών στοιχείων, μολονότι κάτι τέτοιο θα γινόταν αποδεκτό βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 1994, σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθούσε η Επιτροπή. Ως εκ τούτου, η Αmbau σύναψε μια μακροχρόνια σύμβαση μίσθωσης ολόκληρης της μονάδας, η οποία της παρείχε επιπλέον το δικαίωμα εξαγοράς των περιουσιακών στοιχείων. Οι συμβατικά αναληφθείσες υποχρεώσεις, όπως ο περιορισμός του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης και η υποχρέωση συντήρησης, στόχευαν στη μακροχρόνια δέσμευση του επενδυτή στην επιχείρηση. Στη συνέχεια, η Αmbau επένδυσε 1700000 DEM για την αποκατάσταση της μονάδας. Η Αmbau ανέλαβε των εκτέλεση των τρεχουσών παραγγελιών της ΑSTA, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημιές ύψους 1200000 DEM. Επιπλέον, αμφότεροι οι επενδυτές εγγυήθηκαν τη χρηματοδότηση της αναδιάρθρωσης, χρησιμοποιώντας ως ασφάλεια την επιχείρησή τους στο Sperrenberg και προσωπικά τους περιουσιακά στοιχεία.

(58) Η σύμβαση μίσθωσης των περιουσιακών στοιχείων, συνεπώς, συνάφθηκε όχι λόγω ελλιπούς αφοσίωσης των επενδυτών στον στόχο της αναδιάρθρωσης, αλλά λόγω των περιορισμένων οικονομικών πόρων τους. Εξάλλου, με τη σύμβαση οι επενδυτές μίσθωσαν το σύνολο και όχι κάποια μεμονωμένα περιορισμένα στοιχεία. Η δέσμευση των επενδυτών προς την επιχείρηση αποδεικνύεται, επιπλέον, από τη μακρά διάρκεια της μισθωτήριας σύμβασης και το δικαίωμα εξαγοράς των περιουσιακών στοιχείων, καθώς και από τις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν και το προσωπικό που μεταφέρθηκε στη μονάδα του Gräfenhainichen. Περαιτέρω, η συνέχιση των αρχικών δραστηριοτήτων της εταιρείας αποδεικνύεται από την ανάληψη των ζημιογόνων τρεχουσών παραγγελιών και των προβλημάτων που αυτή προκάλεσε. Οι επενδυτές, τέλος, ανέλαβαν σημαντικούς προσωπικούς κινδύνους εξαρτώντας την τύχη της προσωπικής τους περιουσίας από την επιτυχία της αναδιάρθρωσης. Κατά συνέπεια, η Αmbau, μολονότι δεν κατέστη ιδιοκτήτρια των περιουσιακών στοιχείων, εξαγόρασε, πρακτικά, μια προβληματική επιχείρηση.

(59) Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Αmbau ήταν επιλέξιμη για τη λήψη ενισχύσεων υπέρ της αναδιάρθρωσης της εξαγορασθείσας προβληματικής επιχείρησης του Gräfenhainichen, κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1994.

β) Αποκατάσταση της βιωσιμότητας

(60) Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1994, το σχέδιο αναδιάρθρωσης έπρεπε να αποκαθιστά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και υγεία της εταιρείας εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, μετά από το οποίο η εταιρεία θα έπρεπε να έχει αποκτήσει ανταγωνιστική αυτοδυναμία στην αγορά. Αυτό πρέπει να αποτελεί κυρίως απόρροια εσωτερικών μέτρων, ενώ το σχέδιο πρέπει να προβλέπει την εγκατάλειψη διαρθρωτικά ζημιογόνων δραστηριοτήτων.

(61) Όσον αφορά το εφικτό του σχεδίου αναδιάρθρωσης, προέκυψαν αμφιβολίες σχετικά με τη δυνατότητα της εταιρείας να επιτύχει τους στόχους που έθετε το σχέδιο, λόγω των μειωμένων ίδιων κεφαλαίων της εταιρείας. Η Γερμανία διαβίβασε συμπληρωματικές πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η χαμηλή αναλογία ίδιων προς ξένα κεφάλαια οφείλεται στο γεγονός της λογιστικής καταγραφής των ενισχύσεων ως υποχρεώσεων έως ότου εγκριθούν από την Επιτροπή. Σημειώνεται, επιπλέον, ότι η αναλογία ίδιων προς ξένα κεφάλαια δεν αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την αξιολόγηση των προοπτικών επιτυχίας του σχεδίου. Στο σημείο αυτό, υπογραμμίζεται ότι μέσω της σημαντικής μείωσης του αριθμού των εργαζομένων στη μονάδα του Gräfenhainichen, του εκσυγχρονισμού των παραγωγικών εγκαταστάσεων και της επικέντρωσης της παραγωγής σε λίγους βασικούς τομείς, τα κύρια αίτια που οδήγησαν στα προβλήματα της ΑSTA αντιμετωπίστηκαν προφανώς σε σημαντικό βαθμό. Ως εκ τούτου, το σχέδιο αναδιάρθρωσης, το οποίο προέβλεπε ότι η μονάδα του Gräfenhainichen θα καθίστατο εντός δύο έως τριών ετών βιώσιμη, μπορεί να κριθεί κατάλληλο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της εταιρείας.

(62) Ως εκ τούτου, οι αρχικές αμφιβολίες της Επιτροπής σχετικά με την καταλληλότητα του σχεδίου αναδιάρθρωσης για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της εταιρείας, άρθηκαν. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται προφανώς από την πραγματική εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών της εταιρείας.

γ) Πρόληψη της αθέμιτης στρέβλωσης του ανταγωνισμού

(63) Ένας επιπλέον όρος που θέτουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1994 συνίσταται στην υποχρέωση της λήψης μέτρων τα οποία θα αντισταθμίζουν στο βαθμό του δυνατού τις αρνητικές επιπτώσεις των ενισχύσεων στον ανταγωνισμό. Στις περιπτώσεις που η επιχείρηση δραστηριοποιείται σε τομείς που εμφανίζουν πλεονάζον δυναμικό, τα ανωτέρω μέτρα πρέπει να οδηγούν στη μείωση της παραγωγικής ικανότητας της ενισχυόμενης επιχείρησης.

(64) Από τις διαθέσιμες πριν από την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας πληροφορίες δεν προέκυπτε εάν η Αmbau υποχρεούταν να μειώσει την παραγωγική της ικανότητα.

(65) Η Γερμανία διαβίβασε συμπληρωματικές πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες τα μερίδια αγοράς της Αmbau είναι μάλλον ασήμαντα. Πέραν τούτου, από τις νέες πληροφορίες προκύπτει ότι η Αmbau δραστηριοποιείται σε δυναμικούς τομείς της αγοράς και ότι, έως ένα βαθμό, έχει η ίδια περιορίσει την παραγωγική της ικανότητα. Ως εκ τούτου, οι αμφιβολίες σχετικά με την ενδεχόμενη αθέμιτη στρέβλωση του ανταγωνισμού από τις ενισχύσεις υπέρ της Αmbau, άρθηκαν.

δ) Αναλογία της ενίσχυσης προς τις δαπάνες και τα οφέλη της αναδιάρθρωσης

(66) Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1994, οι ενισχύσεις πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο δυνατό για να καταστεί δυνατή η αναδιάρθρωση μέτρο. Για το λόγο αυτό, απαιτείται από τον δικαιούχο της ενίσχυσης να συμβάλει στην αναδιάρθρωση, καταβάλλοντας ένα σημαντικό ποσό από ίδιους πόρους ή καταφεύγοντας σε εξωτερικές εμπορικές πηγές χρηματοδότησης. Στην τελευταία περίπτωση, η χρηματοδότηση από ξένες πηγές πρέπει να λαμβάνεται με πραγματικούς όρους της αγοράς.

(67) Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες πληροφορίες, οι δαπάνες της αναδιάρθρωσης ανήλθαν σε 15300000 DEM. Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η ίδια συμμετοχή του δικαιούχου της ενίσχυσης στις ανωτέρω δαπάνες ανήλθε σε 6200000 DEM, δηλαδή σε ποσοστό 40 % περίπου. Οι εισφορές του δικαιούχου παρουσιάζονται στον πίνακα 4 ως μέτρα 9 έως 14.

(68) Στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε, ωστόσο, αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο το δάνειο της DtA (μέτρο 8)(23) και το δάνειο του ταμιευτηρίου (μέτρο 9)(24) μπορούν να χαρακτηριστούν εισφορές του δικαιούχου της ενίσχυσης.

(69) Με τις πλέον πρόσφατες πληροφορίες που διαβίβασε, η ίδια η Γερμανία έλαβε τη θέση ότι το δάνειο της DtA πρέπει να χαρακτηριστεί ως ενίσχυση και ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί εισφορά του δικαιούχου της ενίσχυσης.

(70) Όσον αφορά το δάνειο του ταμιευτηρίου, δημιουργήθηκαν αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο μπορούσε να θεωρηθεί εισφορά του δικαιούχου της ενίσχυσης, δεδομένου ότι δεν προέκυπτε με σαφήνεια εάν είχε χρησιμοποιηθεί για την αναδιάρθρωση της μονάδας του Gräfenhainichen. Η Γερμανία υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τη χρήση του εν λόγω δανείου στη μονάδα του Gräfenhainichen, καθώς και σχετικά με τους όρους υπό τους οποίους αυτό χορηγήθηκε. Σημειωτέο είναι ότι το ταμιευτήριο αποτελεί κρατικό χρηματοοικονομικό οργανισμό. Ενόψει του γεγονότος ότι η Αmbau ήταν, κατά το χρόνο της χορήγησης του δανείου, μια πολύ μικρή επιχείρηση και ότι για την αποπληρωμή του εν λόγω δανείου παρασχέθηκαν προσωπικές εξασφαλίσεις, δεν προκύπτει με σαφήνεια εάν το προσφερθέν επιτόκιο του 8,5 % ανταποκρίνεται στις πραγματικές συνθήκες της αγοράς, ώστε να δύναται να γίνει αποδεκτό ως χρηματοδότηση από ξένες εμπορικές πηγές. Ακόμη, ωστόσο, και εάν το εν λόγω μέτρο δεν θεωρηθεί ως εισφορά του δικαιούχου της ενίσχυσης από προσφυγή του σε ξένες εμπορικές πηγές χρηματοδότησης, το γεγονός αυτό δεν θα επηρεάσει καθ' οιονδήποτε τρόπο την κρίση περί της αναλογικότητας των ενισχύσεων.

(71) Όσον αφορά την αποκλίνουσα από τη συλλογική σύμβαση εργασίας συμφωνία (μέτρο 13)(25), η οποία γνωστοποιήθηκε για πρώτη φορά με τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν μετά την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή σημειώνει ότι, στο βαθμό που οι εργαζόμενοι δεν συμμετέχουν ως επενδυτές στην εταιρεία, οι εισφορές τους δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε εισφορά του επενδυτή ούτε κρατική ενίσχυση.

(72) Όσον αφορά την παράταση των προθεσμιών καταβολής χρεών που παρείχαν οι προμηθευτές της στην Αmbau, η Επιτροπή επαναλαμβάνει τη θέση που εξέφρασε στην απόφασή της για την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας ότι είναι αμφίβολο το κατά πόσο μια βραχεία παράταση της αποπληρωμής κάποιων χρεών μπορεί να χαρακτηριστεί ως χρηματοδότηση από ξένες εμπορικές πηγές. Ακόμη, ωστόσο, και εάν δεν ληφθεί υπόψη το εν λόγω μέτρο, δεν θα υπάρξουν οποιεσδήποτε συνέπειες όσον αφορά την κρίση περί της αναλογικότητας των ενισχύσεων.

(73) Η εισφορά του δικαιούχου των ενισχύσεων από ίδιους πόρους ή μέσω της προσφυγής του σε ξένες εμπορικές πηγές χρηματοδότησης ανέρχεται, κατά συνέπεια, σε 1900000 DEM, δηλαδή σε ποσοστό 12,41 %. Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι η Αmbau αποτελεί μια ΜΜΕ η οποία εδρεύει σε μία ενισχυόμενη περιοχή και η οποία απασχολεί, επί του παρόντος, 140, περίπου, εργαζόμενους. Κατά το παρελθόν, η Επιτροπή ενέκρινε, σε περιπτώσεις εντελώς ειδικών συνθηκών, ενισχύσεις υπέρ ΜΜΕ μολονότι η ίδια συμμετοχή του επενδυτή ανερχόταν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα(26). Επιπλέον, αμφότεροι οι επενδυτές εισέφεραν την αρχική τους εταιρεία στο Sperrenberg, καθώς και τις προσωπικές τους περιουσίες, εξασφαλίζοντας τραπεζικά δάνεια προς την επιχείρηση με την δέσμευση της προσωπικής περιουσίας τους. Οι επενδυτές ανέλαβαν, συνεπώς, σημαντικούς προσωπικούς κινδύνους, εξαρτώντας την τύχη της προσωπικής τους περιουσίας από την επιτυχία της αναδιάρθρωσης. Περαιτέρω, οι ενισχύσεις δεν δημιούργησαν στην εταιρεία πλεόνασμα μετρητών το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για επιθετικές δραστηριότητες στρέβλωσης της αγοράς με αρνητικές επιπτώσεις για τους ανταγωνιστές της εταιρείας.

(74) Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η εισφορά του επενδυτή είναι σημαντική κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1994 και ότι οι όροι του σημείου 3.2.2 εδάφιο (iii) των κατευθυντήριων γραμμών του 1994 αναφορικά με την αναλογικότητα των ενισχύσεων πληρούνται.

(75) Ως εκ τούτου και ενόψει των συμπληρωματικών πληροφοριών που διαβίβασε η Γερμανία στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, άρθηκαν οι αρχικές αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο οι ενισχύσεις πληρούσαν τους όρους των κατευθυντήριων γραμμών του 1994.

V. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γερμανία χορήγησε παράνομες κρατικές ενισχύσεις, ύψους 2500000 DEM, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ. Βασιζόμενη στην αξιολόγησή της, ωστόσο, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι τα εν λόγω μέτρα είναι συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση την οποία η Γερμανία χορήγησε υπέρ της Αmbau Stahl- und Anlagenbau GmbH, ύψους 1280000 ευρώ είναι, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 27 Νοεμβρίου 2002.

Για την Επιτροπή

Mario Monti

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ C 179 της 23.6.2001, σ. 6 και ΕΕ C 105 της 1.5.2002, σ. 7.

(2) Βλέπε υποσημείωση 1.

(3) Βλέπε υποσημείωση 1.

(4) Συνθήκες κάτω από τις οποίες η συνέχιση της σύμβασης καθίσταται μη ανεκτή για το άλλο μέρος, όπως π.χ. σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης των συμβατικών υποχρεώσεων ή αδυναμίας της συμβατικά προβλεπόμενης εκμετάλλευσης του αντικειμένου της σύμβασης (παράγραφοι 543, 569 γερμανικού ΑΚ όπως ίσχυαν, παράγραφος 542 επ. γερμανικού ΑΚ, όπως ισχύει).

(5) ΕΕ C 368 της 23.12.1994, σ. 12.

(6) ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2.

(7) βλέπε πίνακα 1.

(8) ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(9) Βλέπε πίνακα 1.

(10) Βλέπε πίνακα 1.

(11) SG(97) D/6976 της 12.8.1997 (C 337/97).

(12) Βλέπε πίνακα 2.

(13) SG(99) D/9273 της 28.1.1999 (N 463/98).

(14) Βλέπε πίνακα 1.

(15) Βλέπε πίνακα 2.

(16) Βλέπε πίνακες 1 και 3.

(17) Βλέπε πίνακες 1 και 3.

(18) Βλέπε πίνακες 2 και 3.

(19) Βλέπε πίνακες 1 και 3.

(20) Βλέπε πίνακες 1 και 3.

(21) Νέες εταιρείες οι οποίες έχουν προκύψει από τη διαδικασία της συλλογικής εκτέλεσης και οι οποίες συνεχίζουν τη δραστηριότητα της εταιρείας που τελεί σε καθεστώς συλλογικής εκτέλεσης.

(22) Η εν λόγω εξαίρεση προβλέπεται πλέον ρητά στην υποσημείωση 10 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999: "Μόνες εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό είναι οι περιπτώσεις που διαχειρίζεται η Bundesanstalt für vereinigungsbedingte Sonderaufgaben στο πλαίσιο της αποστολής της για τις ιδιωτικοποιήσεις και άλλες ανάλογες περιπτώσεις στα νέα ομόσπονδα κράτη, και ιδίως για επιχειρήσεις από εκκαθαρίσεις ή εξαγορές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999".

(23) Βλέπε πίνακες 2 και 3.

(24) Βλέπε πίνακες 2 και 4.

(25) Βλέπε πίνακα 4.

(26) Υποθέσεις ενίσχυσης KHK Verbindetechnik GmbH Brotterode (11,5 %), (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 80), GMB Magnete Bitterfeld (12 %) (ΕΕ C 50 της 17.2.1998, σ. 6), Stahl- und Maschinenbau Rostock (12 %) (ΕΕ C 365 της 18.12.1999, σ. 9), Draiswerke (11 %) (ΕΕ L 108 της 27.4.1999, σ. 44).