Γνώμη του Συμβουλίου της 21ης Ιανουαρίου 2003 σχετικά με το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας της Φινλανδίας, 2002-2006
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 026 της 04/02/2003 σ. 0010 - 0011
Γνώμη του Συμβουλίου της 21ης Ιανουαρίου 2003 σχετικά με το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας της Φινλανδίας, 2002-2006 (2003/C 26/07) ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών(1), και ιδίως το άρθρο 5 παράγραφος 3, τη σύσταση της Επιτροπής, Μετά από διαβούλευση με την οικονομική και δημοσιονομική επιτροπή, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΗ: Στις 21 Ιανουαρίου 2003, το Συμβούλιο εξέτασε το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας της Φινλανδίας, το οποίο καλύπτει την περίοδο 2002-2006. Το Συμβούλιο εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι το ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης το οποίο υπερέβη τις προβλέψεις το 2001, αναμένεται να εξακολουθήσει να παρουσιάζει πλεόνασμα καθ' όλη την περίοδο του προγράμματος. Επιπλέον, παρά το υψηλότερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα το 2001, ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να μειώνεται, αντίθετα με το προηγούμενο πρόγραμμα, όλα σχεδόν τα έτη που καλύπτει το πρόγραμμα. Το Συμβούλιο κρίνει ότι το επικαιροποιημένο πρόγραμμα ανταποκρίνεται στους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής (ΓΠΟΠ). Το μακροοικονομικό σενάριο που υποβλήθηκε με το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας του 2002 προβλέπει την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας το 2002 και το 2003, πρόβλεψη που φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα πλέον πρόσφατα στοιχεία. Στη συνέχεια αναμένεται ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα παρουσιάσει ελαφρά κάμψη κάτω από τον ρυθμό τάσης, εξαιτίας των προβλημάτων στην προσφορά εργασίας. Λαμβάνοντας ως βάση την υπόθεση ότι το εξωτερικό περιβάλλον θα είναι ευνοϊκό, η προβλεπόμενη επιβράδυνση της αύξησης του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια του προγράμματος αντιπροσωπεύει μια μάλλον επιφυλακτική άποψη. Το Συμβούλιο σημειώνει ότι το πρόγραμμα προβλέπει σημαντική μείωση του πλεονάσματος γενικής κυβέρνησης από 4,9 % του ΑΕΠ το 2001 σε κάτι παραπάνω από 2 % του ΑΕΠ το 2004(2) και επιστροφή στο 3 % περίπου τα τελευταία χρόνια της περιόδου του προγράμματος χάρη στον έλεγχο των δαπανών. Το Συμβούλιο σημειώνει ότι όλα τα επίπεδα κυβέρνησης φαίνεται να είναι υπεύθυνα για την εξασθένηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης μεταξύ 2002-2004, ενώ μόνον τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης που προετοιμάζονται για τις επερχόμενες πιέσεις για δαπάνες συνδεόμενες με τη γήρανση του πληθυσμού συντηρούν το πλεόνασμα σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης. Η προβλεπόμενη μείωση του κυκλικά προσαρμοσμένου ισοζυγίου κατά 11/2 % του ΑΕΠ την περίοδο 2002-2004 οφείλεται επίσης εν μέρει στην πτώση των φόρων εισοδήματος νομικών προσώπων από τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα που είχαν σημειωθεί το 2000· η μείωση όμως του κυκλικά προσαρμοσμένου πλεονάσματος φαίνεται να συμπίπτει με μία περίοδο κατά την οποία η οικονομία θα έπρεπε να παρουσιάζει έντονη δραστηριοποίηση, κάτι που αποτελεί σύμπτωμα προκυκλικού χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής. Το Συμβούλιο σημειώνει ότι, πέραν της κυκλικής προσαρμογής από ένα εξαιρετικά υψηλό σημείο εκκίνησης το 2000, η αναμενόμενη μείωση του κρατικού πλεονάσματος οφείλεται κατά κύριο λόγο στις υψηλότερες από τις αρχικά προβλεφθείσες περικοπές στη φορολογία εισοδήματος την περίοδο 2000-2003 και τις μεγαλύτερες από το αναμενόμενο έκτακτες δαπάνες σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης την περίοδο 2001-2002. Παρότι τα προηγούμενα υψηλά πλεονάσματα δημιούργησαν ορισμένα πρόσθετα περιθώρια (για δημοσιονομικούς ελιγμούς), το Συμβούλιο σημειώνει την κατά τα φαινόμενα συνήθη τάση απόκλισης από τους μεσοπρόθεσμους προσανατολισμούς όσον αφορά τις δαπάνες, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το βασικότερο μέσο δημοσιονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων. Οι αποκλίσεις αυτές προκαλούν ανησυχίες δεδομένου ότι για να διατηρηθούν τα υψηλά πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια, το πρόγραμμα βασίζεται στον αυστηρό έλεγχο των δαπανών αλλά και στη μείωση του δείκτη εσόδων προς το ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο επαναλαμβάνει τη σύσταση του περασμένου έτους - σύμφωνα με τους ΓΠΟΠ του 2002 - προς την φινλανδική κυβέρνηση να εντείνει τις δεσμεύσεις της ως προς τον αυστηρό έλεγχο των δαπανών της κεντρικής κυβέρνησης σε μεσοπρόθεσμο πλαίσιο. Το Συμβούλιο σημειώνει επίσης τον κάπως βραδύ ρυθμό μείωσης του χρέους κατά την περίοδο που καλύπτει το πρόγραμμα ενόψει των αρκετά υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων αλλά αναγνωρίζει ότι αυτό απορρέει κυρίως από την καθαρή συσσώρευση περιουσιακών στοιχείων και, επιπλέον, ότι τα χρηματοοικονομικά στοιχεία της γενικής κυβέρνησης φαίνεται να υπερβαίνουν το ακαθάριστο χρέος του τομέα. Παρά ταύτα, λαμβάνοντας υπόψη την άνω του μέσου όρου έκθεση της Φινλανδίας σε πιέσεις για δαπάνες συνδεόμενες με τη γήρανση του πληθυσμού, το Συμβούλιο ενθαρρύνει τη φινλανδική κυβέρνηση να διατηρήσει μεσοπρόθεσμα τα τρέχοντα υψηλά πλεονάσματα ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η σταθερή μείωση του δείκτη ακαθάριστου χρέους γενικής κυβέρνησης. Το Συμβούλιο σημειώνει ότι το προβλεπόμενο πλεόνασμα στους κρατικούς λογαριασμούς καθ' όλη την περίοδο του προγράμματος ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης. Αυτό οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά σε ένα πλεόνασμα στους λογαριασμούς των εκ του νόμου υφιστάμενων ιδρυμάτων κοινωνικής ασφάλισης που προετοιμάζονται για τις πιέσεις που θα προκαλέσει η γήρανση του πληθυσμού. Εκτός αυτού, παρά το αναμενόμενο έλλειμμα στα οικονομικά της κεντρικής και των τοπικών κυβερνήσεων, το εκτιμώμενο κυκλικά προσαρμοσμένο κρατικό πλεόνασμα ύψους τουλάχιστον 2 % του ΑΕΠ πρέπει να προσφέρει επαρκή περιθώρια ασφαλείας για το ενδεχόμενο υπέρβασης της τιμής αναφοράς 3 % του ΑΕΠ ως προς το κρατικό έλλειμμα υπό κανονικές κυκλικές διακυμάνσεις. Το Συμβούλιο χαιρετίζει τα μέτρα που θεσπίστηκαν πρόσφατα για να βελτιωθεί η οικονομική σταθερότητα σε επίπεδο τοπικής κυβέρνησης μεσοπρόθεσμα. Το Συμβούλιο συνιστά, σύμφωνα με τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής του 2002 και το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας, να εξασφαλιστεί η επίτευξη των προγραμματισθέντων στόχων. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν σκόπιμη η εισαγωγή ενός εποπτικού μηχανισμού για τη στήριξη της νομοθεσίας που απαιτεί από τις τοπικές κυβερνήσεις να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους εντός μιας τριετίας. Το Συμβούλιο χαιρετίζει τη σημασία που αποκτά στο πρόγραμμα σταθερότητας η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Το Συμβούλιο θεωρεί ότι βάσει των τρεχουσών πολιτικών, τα δημόσια οικονομικά της χώρας φαίνονται βιώσιμα και ότι θα καλύψουν το δημοσιονομικό κόστος της γήρανσης του πληθυσμού, χάρη στα συνεχή πλεονάσματα του προϋπολογισμού και χάρη σε ένα αναμορφωμένο συνταξιοδοτικό σύστημα που παρουσιάζει μεγάλο βαθμό προχρηματοδότησης. Το Συμβούλιο σημειώνει, επίσης, τόσο τις προγραμματισθείσες όσο και τις επιτελούμενες μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην αύξηση του ποσοστού απασχόλησης ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας και ενθαρρύνει τις φινλανδικές αρχές να προβούν στην εφαρμογή τους βάσει του χρονοδιαγράμματος που αναφέρεται στο πρόγραμμα σταθερότητας. Το Συμβούλιο σημειώνει ότι ο δείκτης φορολογίας στη Φινλανδία είναι υψηλός σε σύγκριση με τις άλλες βιομηχανικές χώρες. Σπουδαία πρόκληση θα αποτελέσει η εκτέλεση των προγραμματιζόμενων φορολογικών μεταρρυθμίσεων και, παράλληλα, η διαφύλαξη των επιτευγμάτων της παρελθούσας δεκαετίας από την άποψη της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών. (1) ΕΕ L 209 της 2.8.1997. (2) Αν δεν ληφθεί υπόψη το 2004, αυτό αντιπροσωπεύει αναθεώρηση προς τα πάνω των δημοσιονομικών στόχων σε σχέση με το προηγούμενο πρόγραμμα και οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο ότι το πλεόνασμα του 2001 ήταν ανώτερο του επιδιωκόμενου.