32002R1763

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1763/2002 του Συμβουλίου, της 30ής Σεπτεμβρίου 2002, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1950/97 για επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σάκων και σακιδίων από πολυαιθυλένιο ή από πολυπροπυλένιο καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ινδίας

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 267 της 04/10/2002 σ. 0001 - 0007


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1763/2002 του Συμβουλίου

της 30ής Σεπτεμβρίου 2002

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1950/97 για επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σάκων και σακιδίων από πολυαιθυλένιο ή από πολυπροπυλένιο καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ινδίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας(1) (εφεξής ο "βασικός κανονισμός"), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 3,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Eκτιμώντας τα ακόλουθα:

Α. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1. Προηγούμενες έρευνες

(1) Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1950/97(2) το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σάκων και σακιδίων από πολυαιθυλένιο/πολυπροπυλένιο (εφεξής καλούμενο "υπό εξέταση προϊόν") καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ινδίας.

(2) Εν συνεχεία αυτός ο κανονισμός τροποποιήθηκε από τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 96/1999(3) και (ΕΚ) αριθ. 2744/2000(4) με στόχο τον καθορισμό των περιθωρίων του ντάμπινγκ για τους νέους εξαγωγείς όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

2. Παρούσα έρευνα

i) Έναρξη

(3) Η European Association for Textile Polyolefins (εφεξής καλούμενη "ο αιτών") υπέβαλε αίτηση για ενδιάμεση επανεξέταση που περιορίστηκε στις πτυχές του ντάμπινγκ για το υπό εξέταση προϊόν, καταγωγής Ινδίας, δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού εξ ονόματος των Ευρωπαίων παραγωγών που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο τμήμα, στην προκειμένη περίπτωση το 65 %, της συνολικής κοινοτικής παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος.

(4) Αφού διαπίστωσε, μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, ότι υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την έναρξη της ενδιάμεσης επανεξέτασης, η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(5) και άρχισε την έρευνα.

ii) Έρευνα και δειγματοληψία

(5) Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τους παραγωγούς-εξαγωγείς που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και τον αιτούντα σχετικά με την έναρξη έρευνας επανεξέτασης και παρείχε στα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν εγγράφως τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση.

(6) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς των εν λόγω χωρών, καθώς και ορισμένοι κοινοτικοί εισαγωγείς υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους γραπτώς. Όλα τα μέρη τα οποία το ζήτησαν, έγιναν δεκτά σε ακρόαση.

(7) Η Επιτροπή καθόρισε ότι ο αριθμός των παραγωγών-εξαγωγέων του υπό εξέταση προϊόντος στην Ινδία είχε αυξηθεί σημαντικά μετά την αρχική έρευνα. Αποφάσισε επομένως να εφαρμόσει την τεχνική της δειγματοληψίας σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού.

(8) Για να μπορέσει η Επιτροπή να επιλέξει ένα δείγμα, οι παραγωγοί-εξαγωγείς και οι αντιπρόσωποί τους που ενεργούν για λογαριασμό τους κλήθηκαν να αναγγελθούν εντός δεκαπέντε ημερών από την ημέρα δημοσίευσης της ανακοίνωσης για την έναρξη και να παράσχουν βασικές πληροφορίες σχετικά με την παραγωγή, τις εγχώριες και τις εξαγωγικές πωλήσεις τους. Η Επιτροπή επικοινώνησε επίσης με τις αρχές της εν λόγω χώρας και ζήτησε να συμμετάσχουν στην επιλογή του δείγματος.

(9) Συνολικά, 45 εταιρείες απάντησαν στο ερωτηματολόγιο του δείγματος εντός των προθεσμιών. Από αυτούς, οι 22 είχαν παραγωγή και πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα κατά την περίοδο μεταξύ της 1ης Δεκεμβρίου 1999 και της 30ής Νοεμβρίου 2000 (εφεξής καλούμενη "περίοδος έρευνας" ή "ΠΕ").

(10) Η επιλογή του δείγματος έγινε κατόπιν διαβουλεύσεων με τους αντιπροσώπους των εταιρειών και τις αρχές της εν λόγω χώρας. Συμφωνήθηκε ένα δείγμα οκτώ εταιρειών που κάλυπταν πάνω από το 80 % των συνολικών εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα κατά την ΠΕ.

(11) Εννέα εταιρείες που δεν συμπεριελήφθησαν στο δείγμα, ζήτησαν ατομική εξέταση. Λόγω του μεγάλου αριθμού των αιτήσεων που υπερέβαινε και τον αριθμό των εταιρειών που επελέγησαν στο δείγμα, θεωρήθηκε ότι αυτή η ατομική εξέταση θα καθίστατο υπερβολικά επαχθής κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Επομένως, δεν έγιναν δεκτές αυτές οι αιτήσεις.

(12) Η Επιτροπή έστειλε ερωτηματολόγια στις εταιρείες που επελέγησαν στο δείγμα και πραγματοποίησε επισκέψεις επαλήθευσης στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων επιλεγμένων εταιρειών στην Ινδία:

- Gilt Pack Ltd, Indore,

- Hyderabad Polymers Private Ltd, Hyderabad,

- Kanpur Plastipack Ltd, Kanpur,

- Neo Sack Ltd, Indore,

- Polyspin Private Ltd, Rajapalayam και η συνδεδεμένη εταιρεία Polyspin Exports Ltd, Rajapalayam,

- Pithampur Poly Products Ltd, Indore,

- Shankar Packaging Ltd, Vadodara.

(13) Μετά την επαλήθευση που διενεργήθηκε στην Ινδία, η Επιτροπή συγκέντρωσε πληροφορίες από τους εισαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα. Πραγματοποιήθηκε επίσης επίσκεψη στους ακόλουθους εισαγωγείς:

- Cojubel NV, Lendelede, Bέλγιο,

- Eurea BVBA, Antwerp, Βέλγιο,

- Rova NV, Oudenaarde, Βέλγιο,

- Texbern SARL, Lyon, Γαλλία,

- Μαρκόπουλος ΑΕ, Αθήνα, Ελλάδα,

- Alex Pak ΑΕ, Αθήνα, Ελλάδα.

(14) Η Επιτροπή συγκέντρωσε επίσης πληροφορίες και επισκέφθηκε τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών.

(15) Λόγω του περίπλοκου χαρακτήρα της υπόθεσης και των δυσκολιών που διαπιστώθηκαν, η διάρκεια της έρευνας υπερέβη τους δώδεκα μήνες.

Β. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1. Υπό εξέταση προϊόν

(16) Το προϊόν που καλύπτεται από την παρούσα επανεξέταση είναι το ίδιο προϊόν με εκείνο που περιγράφεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1950/97.

(17) Το υπό εξέταση προϊόν είναι οι σάκοι και σακίδια από ύφασμα που χρησιμοποιούνται για τη συσκευασία προϊόντων, που δεν είναι πλεκτοί, που λαμβάνονται από λουρίδες ή παρόμοιες μορφές από πολυαιθυλένιο ή πολυπροπυλένιο, βάρους που δεν υπερβαίνει τα 120 gr/m2, καταγωγής Ινδίας. Το εν λόγω προϊόν υπάγεται επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ 6305 32 81, 6305 33 91, ex 3923 21 00, ex 3923 29 10 και ex 3923 29 90.

2. Ομοειδές προϊόν

(18) Καθορίστηκε ότι οι σάκοι και σακίδια που πωλούνται στην αγορά της Ινδίας και οι σάκοι και σακίδια που εξάγονται από την Ινδία στην Κοινότητα, ήταν πανομοιότυπα ή παρουσιάζουν σημαντική ομοιότητα όσον αφορά τα φυσικά χαρακτηριστικά και τις τελικές χρήσεις. Επομένως, αυτοί οι σάκοι και σακίδια θεωρήθηκαν ομοειδή προϊόντα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

Γ. ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1. Άρνηση συνεργασίας

(19) Η έρευνα της Επιτροπής έδειξε ότι τέσσερις εξαγωγείς που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών από την Ινδία υπέβαλαν ψευδείς και παραπλανητικές πληροφορίες και ότι, σε πολλές περιπτώσεις, είχαν παραποιήσει και τροποποιήσει εσκεμμένως τα έγγραφα. Διαπιστώθηκαν ορισμένες ανωμαλίες στις οποίες περιλαμβάνονται η λανθασμένη αναφορά των τύπων του προϊόντος, των προδιαγραφών, του προορισμού των εξαγωγών, των ποσοτήτων ή/και των αξιών στα τιμολόγια και στα έγγραφα αποστολής για να αυξηθεί η μέση τιμή εξαγωγής σε επίπεδα που δεν αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, η εσκεμμένη παράλειψη συναλλαγών, ή η υποβολή μη αξιόπιστων λογιστικών στοιχείων. Οι περιγραφές του προϊόντος, οι ποσότητες και το βάρος που αναγράφονται στα επίσημα έγγραφα που παρείχαν οι ανεξάρτητοι εισαγωγείς και οι τελωνειακές αρχές ήταν συχνά διαφορετικά από εκείνα που υποβλήθηκαν κατά τις επιτόπιες επαληθεύσεις και από τις πληροφορίες που είχαν δοθεί στην Επιτροπή στις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο. Υπάρχουν επίσης αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τουλάχιστον δύο προσπάθειες να πεισθούν οι εισαγωγείς να υποβάλουν παραποιημένα έγγραφα στην Επιτροπή.

(20) Οι μη συνεργαζόμενοι εξαγωγείς ενημερώθηκαν ατομικά και λεπτομερώς σχετικά με τις διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με αυτό το θέμα. Ωστόσο, ορισμένοι από αυτούς ισχυρίστηκαν ότι δεν έπρεπε να αγνοηθούν τα επαληθευμένα στοιχεία για τις εγχώριες πωλήσεις τους και για το κόστος παραγωγής τους δεδομένου ότι αυτές οι ανωμαλίες αφορούσαν, κατά τους ισχυρισμούς, μόνον τα στοιχεία για τις εξαγωγές.

(21) Εντούτοις, η φύση και ο βαθμός αυτών των λανθασμένων και παραπλανητικών πληροφοριών θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία όλων των στοιχείων που υπέβαλαν οι εταιρείες, είτε για τις εξαγωγές ή για την εγχώρια αγορά. Αποφασίσθηκε επομένως να αγνοηθούν εντελώς όλα τα στοιχεία που υποβλήθηκαν και να χρησιμοποιηθούν άλλες πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες για τις τέσσερις αυτές εταιρείες, σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού. Για τις εταιρείες αυτές δεν υπολογίστηκαν ατομικά περιθώρια ντάμπινγκ.

(22) Για μια άλλη εταιρεία, της οποίας οι πληροφορίες για το κόστος παραγωγής δεν μπορούσαν να θεωρηθούν εντελώς αξιόπιστες, δεν λήφθηκαν αναγκαστικά υπόψη ορισμένα από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν και έγινε μερική χρήση των διαθέσιμων πραγματικών στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Εν πάση περιπτώσει, οι διαπιστώσεις στηρίχθηκαν στις πληροφορίες που υπέβαλε αυτή η εταιρεία.

(23) Για τις υπόλοιπες τρεις εταιρείες, θεωρήθηκε ότι μπορούσαν να καθοριστούν ευλόγως ακριβείς διαπιστώσεις με βάση τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν, προσαρμοσμένες, όπου κρίθηκε αναγκαίο, βάσει των αποτελεσμάτων των επιτόπιων επαληθεύσεων, για να επιτραπεί ο καθορισμός του ντάμπινγκ.

2. Κανονική αξία

(24) Η κανονική αξία καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού. Επομένως, καθορίστηκε καταρχήν αν ήταν αντιπροσωπευτικές οι συνολικές εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος αυτών των εταιρειών σε σύγκριση με τις συνολικές εξαγωγικές πωλήσεις τους του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, και επειδή ο συνολικός όγκος των εγχώριων πωλήσεων υπερέβαινε το 5 % του συνολικού όγκου των εξαγωγικών πωλήσεων στην Κοινότητα, διαπιστώθηκε ότι οι εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος ήταν αντιπροσωπευτικές για τις τρεις από τις τέσσερις εταιρείες για τις οποίες υπολογίστηκαν ατομικά περιθώρια ντάμπινγκ.

(25) Παρόμοιος έλεγχος διενεργήθηκε εν συνεχεία για καθέναν από τους τύπους του προϊόντος που πωλήθηκε στην εγχώρια αγορά και που ήταν πανομοιότυπος ή άμεσα συγκρίσιμος με τους τύπους που πωλήθηκαν προς εξαγωγή στην Κοινότητα. Για κάθε τύπο προϊόντος, καθορίστηκε ότι οι εγχώριες πωλήσεις ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτικές, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, δηλαδή ότι ο συνολικός όγκος πωλήσεων των εν λόγω τύπων υπερέβαινε κατά 5 % τον όγκο των πωλήσεων των ίδιων ή συγκρίσιμων τύπων που εξήχθησαν στην Κοινότητα.

(26) Επίσης, εξετάστηκε αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εγχώριες πωλήσεις κάθε τύπου προϊόντος πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων, προσδιορίζοντας την αναλογία των επικερδών πωλήσεων του εν λόγω τύπου σε ανεξάρτητους πελάτες. Οι εγχώριες πωλήσεις θεωρήθηκαν επικερδείς, στις περιπτώσεις που η καθαρή αξία τους ήταν ίση ή μεγαλύτερη από το κόστος παραγωγής που υπολογίστηκε για κάθε τύπο (εφεξής καλούμενες "επικερδείς πωλήσεις").

(27) Σχετικά με το κόστος παραγωγής, καμία από τις εταιρείες δεν διέθετε κατάλληλο λογιστικό σύστημα για τον υπολογισμό του κόστους. Έπρεπε να γίνουν ορισμένες διορθώσεις στις μεθόδους κατανομής του κόστους, τις οποίες οι εταιρείες είχαν καταρτίσει αποκλειστικά για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας, ειδικότερα όσον αφορά την κατανομή του κόστους των πρώτων υλών, με βάση τις διαπιστώσεις της επιτόπιας επαλήθευσης.

(28) Το κόστος παραγωγής κάθε τύπου του προϊόντος που πωλήθηκε στην εγχώρια αγορά, διορθωμένο όπως εξηγείται ανωτέρω, συγκρίθηκε με την καθαρή τιμή των εγχώριων πωλήσεων. Στις περιπτώσεις που οι επικερδείς πωλήσεις κάθε τύπου αντιπροσώπευαν το 80 % ή περισσότερο του συνολικού όγκου πωλήσεων, η κανονική αξία υπολογίστηκε με βάση την πραγματική εγχώρια τιμή, η οποία υπολογίστηκε ως ο σταθμισμένος μέσος όρος των τιμών όλων των εγχώριων πωλήσεων του εν λόγω τύπου που πραγματοποιήθηκαν κατά την ΠΕ, άσχετα από το εάν οι εν λόγω πωλήσεις ήταν επικερδείς ή όχι. Στην περίπτωση που η αναλογία των επικερδών πωλήσεων ανερχόταν σε λιγότερο από 80 %, αλλά σε τουλάχιστον 10 % των συνολικών εγχώριων πωλήσεων, η κανονική αξία καθορίστηκε ως ο σταθμισμένος μέσος όρος των εγχώριων τιμών των επικερδών πωλήσεων.

(29) Στις περιπτώσεις που ο όγκος των επικερδών πωλήσεων ενός τύπου αντιπροσώπευε ποσοστό κατώτερο του 10 % του συνολικού όγκου των πωλήσεων, θεωρήθηκε ότι ο συγκεκριμένος αυτός τύπος του προϊόντος πωλήθηκε σε ανεπαρκείς ποσότητες και ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η εγχώρια τιμή δεν μπορεί να αποτελέσει κατάλληλη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Αυτή ήταν και η περίπτωση όλων εκτός ενός τύπου προϊόντος μιας εταιρείας.

(30) Επειδή δεν είχαν πραγματοποιηθεί εγχώριες πωλήσεις από άλλους παραγωγούς κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, η κανονική αξία δεν μπορούσε να καθοριστεί με βάση τις τιμές άλλων πωλητών ή παραγωγών.

(31) Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία υπολογίστηκε με τη προσθήκη, στο κόστος κατασκευής των εξαγόμενων τύπων, προσαρμοσμένο όπου κρίθηκε απαραίτητο, εύλογου ποσοστού για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα (εφεξής καλούμενα "ΓΔΕΠ") και εύλογου περιθωρίου κέρδους.

(32) Για τις εταιρείες με αντιπροσωπευτικό όγκο εγχώριων πωλήσεων χρησιμοποιήθηκαν τα δικά τους ΓΔΕΠ. Μια εταιρεία δεν είχε αντιπροσωπευτικό όγκο εγχώριων πωλήσεων. Για την εταιρεία αυτή χρησιμοποιήθηκε ο σταθμισμένος μέσος όρος των πραγματικών ποσών που καθορίστηκαν για τις άλλες τρεις εταιρείες που υπόκεινται στην έρευνα όσον αφορά την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της Ινδίας, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού.

(33) Καμία από τις συνεργαζόμενες εταιρείες δεν είχε επικερδείς πωλήσεις που αντιστοιχούσαν σε 10 % ή περισσότερο του συνολικού όγκου των εγχώριων πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος. Επειδή δεν πραγματοποιήθηκαν πωλήσεις της ίδιας γενικής κατηγορίας του προϊόντος από τις οποίες θα μπορούσε να καθοριστεί ένα ποσοστό κέρδους, η Επιτροπή αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ποσοστό κέρδους 5 % σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού. Αυτό θεωρείται συντηρητική εκτίμηση και συμφωνεί με τις διαπιστώσεις των προηγούμενων ερευνών.

3. Τιμή εξαγωγής

(34) Όλες οι εταιρείες πραγματοποίησαν τις εξαγωγικές πωλήσεις τους στην Κοινότητα απευθείας σε ανεξάρτητους εισαγωγείς. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού, οι τιμές εξαγωγής τους καθορίστηκαν επομένως με βάση τις πράγματι πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές από αυτούς τους ανεξάρτητους εισαγωγείς.

4. Σύγκριση

(35) Για να εξασφαλισθεί ορθή σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, ελήφθησαν δεόντως υπόψη, υπό μορφή προσαρμογών, οι διαφορές ως προς τη μεταφορά, την ασφάλιση, τις εργασίες διεκπεραίωσης, τη φόρτωση και τα παρεπόμενα έξοδα, το κόστος των πιστώσεων, οι προμήθειες και το στάδιο εμπορίας που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού.

(36) Όλες οι εταιρείες ζήτησαν προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του επιπέδου του εμπορίου με το επιχείρημα ότι πραγματοποιούν πωλήσεις σε τελικούς χρήστες στην εγχώρια αγορά και σε εμπόρους στην αγορά εξαγωγής.

(37) Η έρευνα έδειξε ότι οι τιμές εξαγωγής ήταν σε διαφορετικά στάδια εμπορίας από ό,τι η κανονική αξία και ότι υπήρχαν διαφορές στη λειτουργία αυτών των σταδίων αυτών εμπορίας όπως απαιτείται από το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο δ) του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, επειδή δεν μπορούσε να καθοριστεί ποσοτικά η υπάρχουσα διαφορά σταδίων εμπορίας λόγω της απουσίας των αντίστοιχων σταδίων εμπορίας στην εγχώρια αγορά της Ινδίας, χορηγήθηκε ειδική προσαρμογή βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο δ) σημείο ii). Αυτή η προσαρμογή ήταν 10 % του ακαθάριστου περιθωρίου, όπως χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των κανονικών αξιών, επειδή δεν υπήρχαν άλλες πληροφορίες.

(38) Ορισμένες εταιρείες ζήτησαν προσαρμογή για το καθεστώς επιστροφής δασμού βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, καμία από τις εταιρείες δεν μπορούσε να αποδείξει ότι οι επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή ή οι έμμεσοι φόροι είχαν επιβληθεί στο ομοειδές προϊόν ή στα υλικά που είναι ενσωματωμένα σε αυτό, όταν προορίζεται για κατανάλωση στην χώρα εξαγωγής, όπως απαιτείται από το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού. Επομένως, δεν έγιναν δεκτές αυτές οι προσαρμογές.

(39) Ορισμένες εταιρείες ζήτησαν προσαρμογή της κανονικής αξίας για τις διαφορές που υπάρχουν, κατά τους ισχυρισμούς, στο κόστος των πρώτων υλών μεταξύ εκείνων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των εξαγόμενων προϊόντων και των υλών που χρησιμοποιούνται για τα εγχώρια προϊόντα. Οι διαφορές προκύπτουν, στην περίπτωση που οι πρώτες ύλες αγοράζονται εγχωρίως, είτε επειδή ένας παραγωγός μπορεί ακόμη να ζητά ποσό ισοδύναμο με την επιστροφή όταν εξάγονται τα προϊόντα, είτε επειδή μπορεί να λάβει άδεια εισαγωγής, να την μεταβιβάσει με οπισθογράφηση σε εγχώριο προμηθευτή με αντάλλαγμα την έκπτωση της τιμής της πρώτης ύλης.

(40) Ωστόσο, αυτός ο μηχανισμός υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού και επομένως αυτές οι αιτήσεις πρέπει να συζητηθούν μέσα στο πλαίσιο αυτού του άρθρου. Συνεπώς, δεν αιτιολογείται προσαρμογή δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο κ). Όπως εξηγείται στην αιτιολογική παράγραφο 38, δεν αιτιολογείται επίσης προσαρμογή δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο β).

(41) Πολλές εταιρείες ισχυρίστηκαν ότι σε αυτή την έρευνα επανεξέτασης εφαρμόστηκε μέθοδος διαφορετική από εκείνη που είχε εφαρμοστεί στην έρευνα που κατέληξε στην επιβολή του δασμού. Ο ισχυρισμός τους ήταν ότι η Επιτροπή είχε ζητήσει ταξινόμηση του προϊόντος για τη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής λεπτομερέστερη από εκείνη της αρχικής έρευνας.

(42) Αυτός ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Δεν θεωρείται ότι η αίτηση για σαφή, ακριβή και ρεαλιστικό καθορισμό των διαφόρων τύπων του υπό εξέταση προϊόντος που έχει παραχθεί και πωληθεί, αποτελεί αλλαγή μεθοδολογίας. Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι η αίτηση της Επιτροπής ήταν κατάλληλη, αιτιολογημένη και δεν προσέθετε περισσότερο φόρτο εργασίας για τις εν λόγω εταιρείες. Ο αριθμός των προδιαγραφών που έχουν κάποια επίπτωση στο κόστος και στην αξία αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος απαιτούσαν περιγραφή του προϊόντος λεπτομερέστερη από εκείνη που είχε δοθεί στην αρχική έρευνα. Αυτή η λεπτομερέστερη περιγραφή του προϊόντος θα επέτρεπε ακριβέστερη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής σαφώς προσδιορισμένων και παρόμοιων τύπων προϊόντος. Όντως, αντιμέτωπη με αυτές τις τεράστιες διαφορές τιμών και κόστους γι' αυτό που οι εταιρείες ισχυρίζονταν ότι ήταν ο ίδιος τύπος προϊόντος, μια από αυτές τις εταιρείες αναθεώρησε την άρνησή της να δηλώσει τους αιτούμενους τύπους του προϊόντος και παρέσχε τις σχετικές πληροφορίες εντός 24 ωρών.

5. Περιθώρια ντάμπινγκ

i) Εταιρείες με ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ.

(43) Για τις εταιρείες του δείγματος για τις οποίες δεν έγινε χρήση των διατάξεων του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού (βλέπε αιτιολογική σκέψη 23), τα περιθώρια ντάμπινγκ καθορίστηκαν ατομικά με βάση τη σύγκριση της μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας ανά τύπο προϊόντος με τη μέση σταθμισμένη τιμή εξαγωγής ανά τύπο προϊόντος.

(44) Διαπιστώθηκε ότι η Polyspin Exports ήταν συνδεδεμένη με την Polyspin Private κατά την περίοδο της έρευνας. Και οι δύο εταιρείες είχαν από κοινού τους ίδιους δύο διευθυντές. Λόγω της στενής σχέσης που διαπιστώθηκε μεταξύ αυτών των εταιρειών, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος καταστρατήγησης των μέτρων αντιντάμπινγκ με τη διοχέτευση των εξαγωγών προς την Κοινότητα μέσω της εταιρείας με το χαμηλότερο περιθώριο ντάμπινγκ αν καθοριστούν δύο διαφορετικά περιθώρια του ντάμπινγκ. Επομένως, συνήχθη το συμπέρασμα ότι, γι' αυτές τις δύο εταιρείες, έπρεπε να καθοριστεί ένα μόνον περιθώριο με βάση το μέσο σταθμισμένο όρο των περιθωρίων ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν για κάθε εταιρεία, όπως συνέβη στην αρχική έρευνα. Αυτά τα περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της καθαρής τιμής cif, ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας, πριν την καταβολή του δασμού ανέρχονται σε:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(45) Για την εταιρεία για την οποία εφαρμόστηκαν μερικώς οι διατάξεις του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού (βλέπε αιτιολογική σκέψη 22), διαπιστώθηκε ότι ο τρόπος διαμόρφωσης των τιμών διέφερε σημαντικά μεταξύ αγοραστών και περιοχών. Οι τιμές εξαγωγής ήταν διαφορετικές ανάλογα με την περιοχή και τον αγοραστή. Ως εκ τούτου, η σύγκριση της μέση σταθμισμένης κανονικής αξίας ανά τύπο προϊόντος με τη μέση σταθμισμένη τιμή εξαγωγής ανά τύπο προϊόντος δεν αντανακλούσε τον πλήρη βαθμό του ντάμπινγκ που είχε ασκηθεί. Η εταιρεία ισχυρίστηκε ότι η διαφορά μεταξύ πελατών και περιοχών μπορούσε να αποδοθεί σε διαφορετικούς τύπους του προϊόντος. Εντούτοις, η ανάλυση ανά τύπο προϊόντος δείχνει ότι υπάρχει παρόμοια διακύμανση για τους τύπους που πωλούνται σε επαρκείς ποσότητες ώστε να επιτρέπεται αυτή η ανάλυση. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε. Εξάλλου, δεν θα ήταν εφικτή η σύγκριση μεταξύ των ατομικών τιμών εξαγωγής και των ατομικών κανονικών αξιών για μεμονωμένες συναλλαγές και, συνεπώς, δεν θα αντανακλούσε τον πλήρη βαθμό του ντάμπινγκ, ειδικότερα λόγω της έλλειψης επαρκούς αριθμού συγκρίσιμων εγχώριων συναλλαγών. Εφόσον διαπιστώθηκε ότι υπήρχε κάποια μέθοδος καθορισμού των τιμών εξαγωγής που διέφερε σημαντικά μεταξύ αγοραστών και περιοχών και επειδή ούτε η μέθοδος σταθμισμένου όρου προς σταθμισμένο όρο ούτε η μέθοδος συναλλαγής προς συναλλαγή θα αντανακλούσε τον πλήρη βαθμό του ντάμπινγκ, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε με βάση τη σύγκριση ανά τύπο προϊόντος της μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας με τις τιμές όλων των μεμονωμένων εξαγωγικών συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 του βασικού κανονισμού. Αυτά τα περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της καθαρής τιμής cif, ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας, πριν την καταβολή του δασμού ανέρχονται σε:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ii) Εταιρείες για τις οποίες δεν υπολογίστηκε ατομικό περιθώριο

(46) Το περιθώριο ντάμπινγκ για τις εταιρείες οι οποίες υπέβαλαν εγκαίρως τις αναγκαίες πληροφορίες που απαιτούνται από το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, οι οποίες δήλωσαν ότι ήταν πρόθυμες να συνεργαστούν στο δείγμα, και οι οποίες παρήγαν και εξήγαν το υπό εξέταση προϊόν στην Κοινότητα κατά την περίοδο της έρευνας, αλλά οι οποίες δεν συμπεριελήφθησαν στο δείγμα και δεν εξετάστηκαν μεμονωμένα, καθορίστηκε με βάση το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ των εταιρειών του δείγματος σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού. Εφόσον, σύμφωνα με αυτό το άρθρο, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη τα περιθώρια που καθορίστηκαν υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στο άρθρο 18 του βασικού κανονισμού, το δείγμα αντιπροσωπεύει τώρα μόνον το 20 % των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα κατά την περίοδο της έρευνας από τις εταιρείες που επιθυμούν να συνεργαστούν. Με βάση αυτές τις συνθήκες, δηλαδή την αδυναμία ανασύστασης ενός νέου και πιο αντιπροσωπευτικού δείγματος, αυτό το δείγμα θεωρείται επαρκώς αντιπροσωπευτικό των συνολικών εξαγωγών στην Κοινότητα. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι οι εταιρείες που δεν επελέγησαν στο δείγμα αντιπροσωπεύουν επίσης το 20 % μόνον των συνολικών ινδικών εξαγωγών στην Κοινότητα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 10). Αυτό το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ, εκφρασμένο ως ποσοστό της καθαρής τιμής cif, ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας, πριν την καταβολή του δασμού, ήταν 20,6 %.

(47) Για τις τέσσερις εταιρείες για τις οποίες δεν ήταν δυνατό να υπολογιστεί ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 20, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις διαθέσιμες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού. Η Επιτροπή θεώρησε επίσης ότι το επίπεδο του περιθωρίου ντάμπινγκ που καθορίστηκε για τις εταιρείες αυτές, σε σχέση με το περιθώριο που διαπιστώθηκε για τις συνεργαζόμενες εταιρείες, δεν πρέπει να παρέχει κίνητρο για άρνηση συνεργασίας. Κατά συνέπεια, αποφασίστηκε να εφαρμοστεί ο μέσος σταθμισμένος όρος των υψηλότερων περιθωρίων ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν για ορισμένους τύπους του προϊόντος που πωλήθηκαν σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες από τις εταιρείες για τις οποίες έγινε ατομικός υπολογισμός, δηλαδή 33,5 %. Αυτός ο δασμός πρέπει επίσης να εφαρμοστεί στην εταιρεία Naviska Packaging, που συνδέεται με την Gilt Pack Ltd και η οποία άλλαξε την επωνυμία της σε Giltpac International India Private Limited μετά την περίοδο της έρευνας.

(48) Το περιθώριο ντάμπινγκ για όλες τις άλλες μη συνεργαζόμενες εταιρείες καθορίστηκε σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, στα ίδια επίπεδα με εκείνα για τις εταιρείες που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 47. Αυτή η προσέγγιση θεωρήθηκε αναγκαία λόγω του υψηλού βαθμού άρνησης συνεργασίας και για να αποτραπεί ο κίνδυνος καταστρατήγησης.

Δ. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΜΕΤΡΩΝ

(49) Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, το ύψος των δασμών δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί και θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται η κοινοτική βιομηχανία. Λόγω του ότι αυτή η επανεξέταση περιορίζεται στην εξέταση των πτυχών του ντάμπινγκ, το επίπεδο των επιβαλλόμενων δασμών δεν πρέπει να είναι υψηλότερο από τα επίπεδα της ζημίας που διαπιστώθηκαν στην αρχική έρευνα.

(50) Επειδή τα επίπεδα της ζημίας που διαπιστώθηκαν στην αρχική έρευνα, είναι σε κάθε περίπτωση υψηλότερα από τα περιθώρια ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν στην παρούσα επανεξέταση, το επίπεδο των δασμών πρέπει να καθοριστεί στο επίπεδο των περιθωρίων ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Ε. ΑΝΑΛΗΨΕΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

(51) Βάσει των διατάξεων του άρθρου 15 της συμφωνίας περί της εφαρμογής του άρθρου VI της γενικής συμφωνίας δασμών και εμπορίου του 1994 σχετικά με τις αναπτυσσόμενες χώρες μέλη, η Επιτροπή ενημέρωσε τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς σχετικά με το ότι ήταν έτοιμη να εξετάσει τις δυνατότητες εποικοδομητικών λύσεων, συμπεριλαμβανομένης της πρότασης αναλήψεων υποχρεώσεων ως προς τις τιμές.

(52) Δεκατέσσερις παραγωγοί-εξαγωγείς της Ινδίας πρότειναν αναλήψεις υποχρεώσεων ως προς τις τιμές σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

(53) Η έρευνα έδειξε ότι το υπό εξέταση προϊόν περιέχει πολλά και εξελισσόμενα χαρακτηριστικά διαφοροποίησης, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τις τιμές πωλήσεων. Αυτά τα χαρακτηριστικά καθιστούν κάθε σύστημα αναλήψεων υποχρεώσεων ως προς τις τιμές (υπό μορφή ελάχιστων τιμών εισαγωγής) περίπλοκο και δυσεφάρμοστο, ιδίως λόγω του μικρού βαθμού συνεργασίας που διαπιστώθηκε κατά την διαδικασία δειγματοληψίας.

(54) Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις η προτεινόμενη κατάταξη του προϊόντος δεν ήταν επαρκώς λεπτομερής ώστε να επιτρέπεται η ορθή παρακολούθηση, ή το προτεινόμενο επίπεδο των τιμών δεν επέτρεπε την εξάλειψη του ζημιογόνου ντάμπινγκ.

(55) Επιπλέον, οι περισσότεροι από τους εξαγωγείς που πρότειναν αναλήψεις υποχρεώσεων πωλούν επίσης παρόμοια προϊόντα που δεν καλύπτονται από την παρούσα έρευνα (όπως τα σακίδια "jumbo") στους ίδιους πελάτες στην Κοινότητα και επιτελούν διαφορετικούς τύπους εργασίας για άλλες ινδικές εταιρείες. Επομένως, θεωρείται ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα καταστρατήγησης αυτών των μέτρων μέσω αντιστάθμισης των τιμών και διοχέτευσης των εξαγωγών.

(56) Με βάση τα ανωτέρω, συνήχθη το συμπέρασμα ότι κάθε ανάληψη υποχρέωσης παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες παρακολούθησης και εφαρμογής καθώς και απαράδεκτους κινδύνους. Επομένως, δεν θεωρήθηκε σκόπιμο να γίνουν αποδεκτές οι αναλήψεις υποχρεώσεων που προτάθηκαν.

ΣΤ. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

(57) Οι εταιρείες ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων η Επιτροπή σκόπευε να προτείνει την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1950/97 και είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Υποβλήθηκαν παρατηρήσεις οι οποίες λήφθηκαν υπόψη όπου θεωρήθηκε σκόπιμο.

(58) Η παρούσα επανεξέταση δεν επηρεάζει την ημερομηνία λήξης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1950/97, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1950/97, το άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: "α) 33,5 % για σάκους και σακίδια, καταγωγής Ινδίας, (πρόσθετος κωδικός Taric 8900 ), με εξαίρεση τις εισαγωγές προϊόντων που κατασκεύασαν οι ακόλουθες εταιρείες, οι οποίες θα υπόκεινται στους παρακάτω δασμούς:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>"

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 30 Σεπτεμβρίου 2002.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. S. Møller

(1) ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2238/2000 (ΕΕ L 257 της 11.10.2000, σ. 2).

(2) ΕΕ L 276 της 9.10.1997, σ. 1.

(3) ΕΕ L 11 της 16.1.1999, σ. 1.

(4) ΕΕ L 316 της 15.12.2000, σ. 67.

(5) ΕΕ C 26 της 26.1.2001, σ. 2.