32002B0444

2002/444/ΕΚ,ΕΚΑΧ,Ευρατόμ: Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 10ης Απριλίου 2002, σχετικά με την απαλλαγή για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2000 (Επιτροπή) - Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που περιέχει τις παρατηρήσεις οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της απόφασης σχετικά με τη χορήγηση απαλλαγής για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2000 (Επιτροπή)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 158 της 17/06/2002 σ. 0001 - 0022


Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

της 10ης Απριλίου 2002

σχετικά με την απαλλαγή για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2000 (Επιτροπή)

(2002/444/EK, EKAX, Ευρατόμ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ,

- έχοντας υπόψη τον ενοποιημένο λογαριασμό διαχείρισης και το δημοσιονομικό ισολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2000 [SEC(2001) 528 - C5-0234/2001, SEC(2001) 529 - C5-0235/2001, SEC(2001) 531 - C5-0236/2001],

- έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση για το οικονομικό έτος 2000 και τις ειδικές εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τις απαντήσεις των θεσμικών οργάνων (C5-0617/2001)(1),

- έχοντας υπόψη τη δήλωση αξιοπιστίας όσον αφορά τους λογαριασμούς και τη νομιμότητα και κανονικότητα των υποκείμενων πράξεων, που χορήγησε το Ελεγκτικό Συνέδριο βάσει του άρθρου 248 της συνθήκης ΕΚ (C5-0617/2001),

- έχοντας υπόψη τη σύσταση του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 2002 (C5-0124/2002),

- έχοντας υπόψη το άρθρο 276 της συνθήκης ΕΚ, το άρθρο 78ζ της συνθήκης ΕΚΑΧ και το άρθρο 180β της συνθήκης Ευρατόμ,

- έχοντας υπόψη το δημοσιονομικό κανονισμό, της 21ης Δεκεμβρίου 1977, και ιδίως το άρθρο 89,

- έχοντας υπόψη το άρθρο 93 και το παράρτημα V του κανονισμού του,

- έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και τις γνωμοδοτήσεις των άλλων ενδιαφερόμενων επιτροπών (A5-0103/2002),

Α. εκτιμώντας ότι σύμφωνα με το άρθρο 275 της Συνθήκης ΕΚ, η ευθύνη για τη σύνταξη του λογαριασμού διαχείρισης εμπίπτει στην Επιτροπή,

1. χορηγεί απαλλαγή για την εκτέλεση, από την Επιτροπή, του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2000·

2. εγγράφει τις παρατηρήσεις του στο ψήφισμα που αποτελεί μέρος της απόφασης αυτής·

3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση, και το ψήφισμα που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της, στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Δικαστήριο, το Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, και να εξασφαλίσει τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (σειρά L).

Ο Γενικός Γραμματέας

Julian Priestley

Ο Πρόεδρος

Pat Cox

(1) ΕΕ C 359 της 15.12.2001.

Ψήφισμα

του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που περιέχει τις παρατηρήσεις οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της απόφασης σχετικά με τη χορήγηση απαλλαγής για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2000 (Επιτροπή)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ,

- έχοντας υπόψη το άρθρο 276 της Συνθήκης ΕΚ,

- έχοντας υπόψη το άρθρο 89 παράγραφος 7 του Δημοσιονομικού Κανονισμού, της 21ης Δεκεμβρίου 1977, σύμφωνα με το οποίο κάθε θεσμικό όργανο της Κοινότητας οφείλει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να δοθεί συνέχεια στις παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται στις αποφάσεις περί απαλλαγής,

- έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση για το οικονομικό έτος 2000 του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τις ειδικές εκθέσεις με τις απαντήσεις των θεσμικών οργάνων (C5-0617/2001)(1),

- έχοντας υπόψη τη σύσταση του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 2002 (C5-0124/2002),

- έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και τις γνωμοδοτήσεις των άλλων ενδιαφερομένων επιτροπών (Α5-0103/2002),

Α. εκτιμώντας ότι η απόφαση περί απαλλαγής βασίζεται στον τρόπο με τον οποίον εκτέλεσε η Επιτροπή τον προϋπολογισμό του συγκεκριμένου οικονομικού έτους, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσο πιστά ακολούθησε η Επιτροπή τις δημοσιονομικές προτεραιότητες και τις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές του Κοινοβουλίου σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού, και τις προηγούμενες συστάσεις του Κοινοβουλίου που εγκρίθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού ή πιο πριν, και τι συνέχεια έδωσε στους εξωτερικούς λογιστικούς ελέγχους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών εκθέσεών του, τους εσωτερικούς λογιστικούς ελέγχους του δημοσιονομικού ελεγκτή και τις αξιολογήσεις και τους ελέγχους των επιχειρησιακών Γενικών Διευθύνσεων, τις καταγγελίες για κακή διαχείριση και τις αναφορές περί σοβαρών παρατυπιών της Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Απάτης,

Β. εκτιμώντας ότι η αξιολόγηση εξαρτάται επίσης από το βαθμό εφαρμογής της πολιτικής μηδενικής ανοχής της απάτης και των παρατυπιών εκ μέρους της Επιτροπής, της οποίας τα μέλη είναι υπόλογα έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της οποίας οι γενικοί διευθυντές, στο πλαίσιο του προγράμματος μεταρρυθμίσεων, είναι υπεύθυνοι για την επάρκεια των εσωτερικών ελέγχων στα τμήματά τους,

Γ. εκτιμώντας ότι ο προϋπολογισμός είχε πλεόνασμα 11,6 δισεκατ. ευρώ,

Δ. εκτιμώντας ότι με βάση το σύνολο των αποτελεσμάτων του ελέγχου που διενήργησε, το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι της άποψης ότι οι συναλλαγές στις οποίες αναφέρονται τα δημοσιονομικά δελτία, είναι, σε γενικές γραμμές, νόμιμες και κανονικές όσον αφορά τα έσοδα, τις αναλήψεις υποχρεώσεων και τις διοικητικές δαπάνες αλλά δεν μπορεί να παράσχει τη διαβεβαίωση όσον αφορά τις λοιπές πληρωμές, όπως συνέβη και με το οικονομικό έτος 1999, καθώς και τα προηγούμενα οικονομικά έτη, και,

Ε. εκτιμώντας ότι Ελεγκτικό Συνέδριο δεν μπορεί ακόμα να χορηγήσει θετική δήλωση αξιοπιστίας (DAS) για το σύνολο του προϋπολογισμού, και ότι η άρνηση αυτή αντικατοπτρίζει την αδυναμία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Κοινοβουλίου να βεβαιώσουν την κανονικότητα των συναλλαγών της Επιτροπής και, κυρίως, των κρατών μελών,

ΣΤ. εκτιμώντας ωστόσο ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός πως οι υπηρεσίες της Επιτροπής απήντησαν εγκαίρως και εντός της ταχθείσης προθεσμίας (21 Δεκεμβρίου 2001) στο ερωτηματολόγιο που τους διεβίβασαν στις 5 Δεκεμβρίου 2001 τα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής,

Ζ. εκτιμώντας ότι το εντυπωσιακό στοιχείο του οικονομικού έτους 2000 ήταν το ιδιαίτερα υψηλό πλεόνασμα του προϋπολογισμού (11,6 δισεκατ. ευρώ, ήτοι το 14 % του προϋπολογισμού), που δείχνει την παταγώδη αποτυχία των δημοσιονομικών προβλέψεων (τα έσοδα υπερέβησαν τις προσδοκίες) και αποκαλύπτει την αδυναμία της μεταρρύθμισης του 1999 για τις διαρθρωτικές δράσεις να προβλέψει έγκαιρα επαρκείς μηχανισμούς για την ομαλή λειτουργία των διαρθρωτικών ταμείων,

Η. εκτιμώντας ότι η διαχείριση του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2000 εμπίπτει πλήρως στην ευθύνη της νέας Επιτροπής που ορίστηκε το 1999,

Θ. εκτιμώντας ότι το οικονομικό έτος 2000 σηματοδοτεί την αφετηρία μιας νέας προγραμματικής περιόδου που φθάνει μέχρι το 2006, τόσο όσον αφορά τα διαρθρωτικά ταμεία όσο και τις προενταξιακές ενισχύσεις, καθώς και τη θέσπιση νέων κανόνων [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου(2), συν οι κανόνες του Ειδικού Προγράμματος Ένταξης για τη Γεωργία και την Αγροτική Ανάπτυξη (Sapard) και του Μέσου Προενταξιακών Διαρθρωτικών Πολιτικών (Ispa)],

Ι. εκτιμώντας ότι το οικονομικό έτος 2000 σηματοδοτήθηκε από τις προτάσεις μεταρρύθμισης της Επιτροπής, σύμφωνα με τις συστάσεις του Λευκού Βιβλίου, ιδίως όσον αφορά το δημοσιονομικό κανονισμό, τις εξωτερικές δράσεις (ανακοίνωση της 16ης Μαΐου 2000) και τη βελτίωση της οικονομικής διαχείρισης και του ελέγχου εντός των τμημάτων [γενική στρατηγική της 1ης Μαρτίου 2000 για τη διοικητική μεταρρύθμιση, CΟΜ(2000) 200],

ΙΑ. εκτιμώντας ότι, μολονότι τα κράτη μέλη διαχειρίζονται από κοινού το 85 % του κοινοτικού προϋπολογισμού, μόνον η Επιτροπή - σύμφωνα με τα άρθρα 274 και 275 της συνθήκης ΕΚ - είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο και την επίβλεψη της χρησιμοποίησης του προϋπολογισμού και, ως εκ τούτου, για να εξασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν πλήρως την ευθύνη για οποιαδήποτε κακή διαχείριση παρατηρείται στο δικό τους επίπεδο και ότι πρέπει, επομένως, να αποκτήσει τα μέσα για να διαπιστώνει γιατί τα κράτη μέλη δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους· δεν πρέπει δε να διστάζει να τους επιβάλλει κυρώσεις και να ενημερώνει την υπεύθυνη για την απαλλαγή αρχή σχετικά με τις συγκεκριμένες ευθύνες τους,

ΙΒ. εκτιμώντας ότι το 2000 σηματοδοτήθηκε από σημαντική αύξηση των διαπιστωθέντων κρουσμάτων απάτης και παρατυπιών από τα κράτη μέλη και την OLAF (2 δισεκατ. ευρώ), εκ των οποίων 1,4 δισεκατ. ευρώ αφορούσε παραδοσιακούς ίδιους πόρους, 885 εκατ. ευρώ δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων και 580 εκατ. ευρώ στις γεωργικές δαπάνες, καθώς και 156 εκατ. ευρώ για εξωτερικές δράσεις, και ότι η αύξηση των αριθμών αυτών, που είναι ανησυχητική, θα μπορούσε να οφείλεται εν μέρει και στις εντονότερες προσπάθειες που κατεβλήθησαν για την καταπολέμηση της απάτης και τη βελτίωση των ελέγχων(3),

ΙΓ. εκτιμώντας ότι τρία κράτη μέλη δεν έχουν επικυρώσει ακόμα τη σύμβαση του 1995 για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων, και συγκεκριμένα το Βέλγιο, η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο,

ΙΔ. εκτιμώντας τις επικρίσεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του της 28ης Φεβρουαρίου 2002(4) όσον αφορά τη συνέχεια που δόθηκε στην απαλλαγή για το οικονονομικό έτος 1999, και ειδικότερα την έλλειψη επαρκούς εν συνεχεία ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής· λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις ακόλουθες συστάσεις τις οποίες διατύπωσε το Κοινοβούλιο σε ό,τι αφορά τη συνέχεια που δόθηκε στην απαλλαγή του 1999, και ειδικότερα:

- την αναθεώρηση της συμφωνίας-πλαισίου σχετικά με την πρόσβαση στα εμπιστευτικά έγγραφα,

- την εκπόνηση "εύχρηστων" εκθέσεων σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού,

- την τακτική υποβολή των αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων,

- την κατάταξη των επιμέρους γενικών διευθύνσεων σύμφωνα με την απόδοσή τους,

- την υιοθέτηση της πρακτικής που χρησιμοποιούν διεθνείς οργανισμοί, π.χ. η Παγκόσμια Τράπεζα, με τη δημοσίευση στη δικτυακή θέση της Επιτροπής καταλόγου με άτομα που έχουν καταδικασθεί για απάτη σε βάρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

- την επείγουσα ανάγκη για μεταρρύθμιση της πειθαρχικής διαδικασίας,

ΙΕ. εκτιμώντας ότι η Επιτροπή, στην έκθεσή της σχετικά με τη συνέχεια ως προς το προαναφερθέν ψήφισμα επί της συνέχειας που δόθηκε στην απόφαση απαλλαγής του 1999, δήλωσε ότι "με χαρά της θα υπέβαλλε τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων που διεξήχθησαν" [COM(2001) 696], το Κοινοβούλιο τώρα καλεί την Επιτροπή να υποβάλλει κάθε τρίμηνο τις ολοκληρωμένες αξιολογήσεις στην Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού και να ανακοινώνει ποιες εκθέσεις αξιολόγησης αναμένει να ολοκληρωθούν κατά το επόμενο τρίμηνο,

ΙΣΤ. εκτιμώντας ότι, κατά την εξέταση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού για το 2000, τα βασικά ζητήματα που πρέπει να τεθούν είναι, καταρχήν, τα στοιχεία όσον αφορά την κοινοτική διαχείριση που πρέπει να αποτελέσει τη βάση της αποτελεσματικότητας, αλλά τα οποία εξακολουθούν να είναι ανεπαρκή και, δεύτερον, οι συνιστώσες του συστήματος που ευνοούν τη διάπραξη απατών και παρατυπιών,

ΙΖ. εκτιμώντας ότι η παρούσα διαδικασία απαλλαγής δεν πρόκειται να επικεντρωθεί υπερβολικά σε μεμονωμένους τομείς, έστω και αν οι λεπτομέρειες μπορούν δείξουν συστηματικά προβλήματα, αλλά θα αντιμετωπίσει συνολικότερα και πιο οριζόντια τις πρακτικές που κατά το παρελθόν δημιούργησαν προβλήματα, προτείνοντας λύσεις,

ΙΗ. εκτιμώντας ότι, μολονότι είναι σημαντικό να εξεταστούν οι δυσκολίες που προξενεί η κακή νομοθεσία και να επισημανθούν οι λύσεις που προτείνει το Ελεγκτικό Συνέδριο, είναι επίσης απαραίτητο να υπάρξει διάκριση μεταξύ κακών κανονισμών αφενός και ανεπαρκούς διοίκησης αφετέρου, για την οποία αποκλειστική ευθύνη φέρει η Επιτροπή· ότι είναι επίσης αναγκαίο να εντοπιστούν όσο το δυνατόν σαφέστερα οι περιπτώσεις απάτης ή σφάλματος, που οφείλονται στις εθνικές ή περιφερειακές αρχές και να στηριχθεί η προσπάθεια της Επιτροπής για την επιβολή βελτιωμένων πρακτικών διαχείρισης όπου εμπλέκονται κοινοτικά κονδύλια,

ΙΘ. εκτιμώντας ότι η διακοινοτική πολυεθνική φύση αρκετών κοινοτικών περιπτώσεων παρατυπίας και απάτης στην παραποίηση τροφίμων, στις επιστροφές κατά την εξαγωγή και στις πληρωμές στο πλαίσιο του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου (IACS) απαιτεί από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα να διαδραματίσουν σοβαρότερο ρόλο στην πρόληψη της απάτης και των παρατυπιών· ότι ο ρόλος βέβαια αυτός δεν μπορεί να αφαιρεθεί από τα κράτη μέλη ή οποιαδήποτε άλλη αρχή μη ευρωπαϊκού επιπέδου,

I. Αποτελεσματικότητα

1. επισημαίνει ότι η αποτελεσματικότητα της Επιτροπής πρέπει να μετρηθεί βάσει τριών κριτηρίων σε σχέση όχι μόνο με την εκπλήρωση των στόχων που ορίζουν οι πολιτικές αρχές, αλλά και όσον αφορά την ταχύτητα και την απλούστευση των διοικητικών και δημοσιονομικών μέτρων που λαμβάνονται για την επίτευξη των στόχων αυτών και όσον αφορά τη βέλτιστη χρησιμοποίηση των διαθέσιμων δημοσιονομικών μέσων·

2. υποστηρίζει ότι, ως βάσεις για την αποτελεσματικότητα αυτή πρέπει να εξεταστούν κατά προτεραιότητα τα εξής στοιχεία: ο διοικητικός μηχανισμός της Επιτροπής· οι διάφορες κανονιστικές διαδικασίες και το σύστημα ελέγχων· ο σεβασμός, από την Επιτροπή, των πολιτικών προτεραιοτήτων και των κατευθυντήριων γραμμών του προϋπολογισμού που καθορίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

Ο διοικητικός μηχανισμός της Επιτροπής

3. πιστεύει ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής πρέπει να διαρθρωθούν έτσι ώστε να εξασφαλίζεται διαχείριση με τη μέγιστη δυνατή ακεραιότητα και αποτελεσματικότητα· επισημαίνει τη διοικητική μεταρρύθμιση που έχει ήδη ξεκινήσει, ορισμένες συνιστώσες της οποίας ξεκίνησαν εντός του οικονομικού έτους 2000, και παροτρύνει την Επιτροπή να συνεχίσει τις προσπάθειες για να εξασφαλίσει ότι τα αποτελέσματα θα γίνουν όσο το δυνατόν ταχύτερα εμφανή, όσον αφορά, ειδικότερα, τη μεταρρύθμιση της εξωτερικής υπηρεσίας σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και τη μεταρρύθμιση της οικονομικής διαχείρισης και του εσωτερικού ελέγχου των υπηρεσιών·

4. επισημαίνει, ωστόσο, κάποια καθυστέρηση όσον αφορά την υλοποίηση ορισμένων δράσεων που είχαν περιληφθεί στο Λευκό Βιβλίο, όπως προκύπτει από τον πίνακα υλοποίησης που διεβίβασε η Επιτροπή (παράρτημα 5 των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο), λόγω των συνεχιζομένων διοργανικών διαδικασιών, που αφορούν τόσο τον δημοσιονομικό κανονισμό, όσο και τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων· σημειώνει, όσον αφορά το άρθρο 96 (ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών) ότι η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της του Δεκεμβρίου 2000, διετύπωσε μια νέα οργανωτική δομή για την αντιμετώπιση των ανακτήσεων· επισημαίνει επίσης ότι οι εσωτερικές διαδικασίες όσον αφορά την επιβαλλόμενη ανάκτηση βρίσκονται στη φάση της προετοιμασίας και επιθυμεί να πληροφορηθεί την αποτελεσματικότητα του νέου αυτού συστήματος ελέγχου σε έναν τομέα που αποτελεί τομέα προτεραιότητας για την Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού·

5. ζητεί την τακτική ενημέρωση των αρμόδιων επιτροπών του όσον αφορά την εκτέλεση ορισμένων δράσεων μεταρρύθμισης και διοικητικών αποφάσεων, και ειδικότερα:

- ζητεί λεπτομερή κατάλογο καθώς και ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα σχετικά με τις καταργήσεις και τις παρατάσεις λειτουργίας Γραφείων Τεχνικής Βοήθειας (ΓΤΒ) και άλλων αντίστοιχων οργανισμών, καθώς και τη δημιουργία νέων, ιδίως όσον αφορά το κοινοτικό πρόγραμμα για τις ίσες ευκαιρίες στο πλαίσιο της θέσης B3-4 0 1 2, η διαχείριση του οποίου επικρίθηκε εντονότατα από το Ελεγκτικό Συνέδριο (ετήσια έκθεση - παράγραφος 3.95),

- όσον αφορά τους εκτελεστικούς φορείς στους οποίους έχουν ανατεθεί καθήκοντα διαχείρισης των κοινοτικών προγραμμάτων [COM(2000) 788], συγκεκριμένα καθήκοντα που κατά την εκτίμηση διαφόρων γενικών διευθύνσεων μπορούν να ανατεθούν εξωτερικά,

- τα ρυθμιστικά μέσα που ορίζονται από τα κοινοτικά προγράμματα, όπου η μέθοδος διαχείρισης έγκειται στη χρήση ενός δικτύου εθνικών φορέων και ζητεί να καλείται να γνωμοδοτεί επί των ρυθμιστικών αυτών μέσων,

- διαχειριστική πολιτική για τους χρηματοοικονομικούς πόρους της ΕΕ στα διάφορα μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της αποκέντρωσής τους προς τις αντιπροσωπείες και υπέρ των εξωτερικών υπηρεσιών, καθώς και της επίπτωσής τους στη βελτίωση της εξωτερικής βοήθειας της ΕΕ,

- τη σύσταση ευρωπαϊκού ομίλου διοίκησης και ευρωπαϊκής υπηρεσίας προσλήψεων,

- τον πολυετή προγραμματισμό με στόχο τη μετατροπή των προσωρινών θέσεων σε μόνιμες και τους εμπλεκομένους τομείς,

- την ενίσχυση του εξωτερικού στοιχείου στην πειθαρχική διαδικασία,

- την αναθεώρηση της ρύθμισης περί συντάξεων αναπηρίας ιδιαίτερα σ' ό,τι αφορά το συντελεστή στάθμισης·

6. ζητεί από την Επιτροπή, ενόψει της πρόσφατης αύξησης των αποκεντρωμένων ευρωπαϊκών οργανισμών, να προτείνει ένα μηχανισμό επανεξέτασης για τους εν λόγω οργανισμούς, ο οποίος θα βασίζεται στο λόγο κόστους-ωοφέλους και στην προστιθέμενη αξία σε σύγκριση με άλλες εναλλακτικές λύσεις·

7. επισημαίνει ότι οιοδήποτε μέτρο προϋποθέτει τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού, όπως το νέο σύστημα σταδιοδρομίας, η χαμηλή απόδοση, η ευέλικτη συνταξιοδότηση, και οι κανόνες όσον αφορά το "κάρφωμα", πρέπει να συνάδει προς τις αρχές της ανεξαρτησίας, της ουδετερότητας και της συνέχειας της ευρωπαϊκής δημόσιας υπηρεσίας και τα σύγχρονα πρότυπα διοίκησης, ιδιαίτερα όσον αφορά την εξυπηρέτηση και την πρόσβαση των πολιτών·

8. αναμένει ότι οι ανθρώπινοι πόροι που διατίθενται στις διάφορες συνιστώσες της μεταρρύθμισης επαρκούν για να διασφαλίσουν την ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή της, δηλαδή, το προσωπικό που έχει διατεθεί για τη μεταρρύθμιση της εξωτερικής υπηρεσίας και το προσωπικό που επηρεάζεται από τη μεταρρύθμιση αυτή· ομοίως, σε σχέση με τη μεταρρύθμιση της οικονομικής διαχείρισης και του ελέγχου στο εσωτερικό των τμημάτων και των αντιπροσωπειών της Επιτροπής, επιθυμεί να πληροφορηθεί τα προβλήματα προσλήψεων, αν υπάρχουν, που αντιμετωπίζει η Επιτροπή·

9. υποστηρίζει ότι ο ενθουσιασμός του προσωπικού αποτελεί ζωτικής σημασίας στοιχείο για την επιτυχία των πολιτικών που εφαρμόζει η Επιτροπή και καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή διαβούλευση σε όλα τα επίπεδα του προσωπικού· επιδοκιμάζει το γεγονός ότι επιτεύχθηκε συμφωνία ανάμεσα στην Επιτροπή και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν την πλειοψηφία των κοινοτικών υπαλλήλων σ' ό,τι αφορά τον εκσυγχρονισμό του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων· θεωρεί ότι ο εκσυγχρονισμός του εν λόγω κανονισμού αποτελεί σημαντικό μέρος της διαδικασίας μεταρρύθμισης της Επιτροπής·

10. ζητεί από την Επιτροπή να φροντίσει ώστε η διαδικασία μεταρρύθμισης να μην έχει αρνητικό αντίκτυπο, π.χ. όσον αφορά τη μείωση των επιτόπου ελέγχων που διενεργεί η Επιτροπή (βλέπε παράγραφο 3.72 της ετήσιας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου)·

11. ζητεί από την Επιτροπή να αξιολογήσει τη σχέση κόστους-οφέλους της μεταρρύθμισης, συμπεριλαμβανομένου και του κόστους της επαγγελματικής επιμόρφωσης (ιδίως στον τομέα της οικονομικής διαχείρισης), το κόστος των προσλήψεων και των ρυθμίσεων περί τερματισμού της ενεργού υπηρεσίας (όσον αφορά το άρθρο 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων) και να το ενημερώσει σχετικώς·

12. θεωρεί ότι η υποβολή των "δηλώσεων διαχείρισης" που υποβάλλουν όλοι οι γενικοί διευθυντές, η οποία θεσπίστηκε στο πλαίσιο του νέου συστήματος εσωτερικής διαχείρισης (που τίθεται σε εφαρμογή από τον Μάιο του 2002), θα αποτελέσει ένα ευπρόσδεκτο νέο εργαλείο για την αξιολόγηση των Γενικών Διευθύνσεων της Επιτροπής και θα καταστήσει ευκολότερο τον εντοπισμό των τομέων στους οποίους χρειάζεται να γίνουν και άλλες βελτιώσεις· τονίζει δε ότι οι δηλώσεις διαχείρισης δεν μειώνουν επ' ουδενί τη μεμονωμένη ή συλλογική ευθύνη των μελών της Επιτροπής·

13. Αναμένει ότι η Επιτροπή θα ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε περίπτωση οποιασδήποτε άλλης μεταρρύθμισης·

Οι διαδικασίες

14. επισημαίνει ότι, όπως τονίζει και η ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι διαδικασίες δεν ανταποκρίνονται στους επιδιωκόμενους στόχους· ειδικότερα:

α) εκφράζει τη λύπη του για την αδυναμία συνεργασίας μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών: απουσία ενιαίας μορφής των περί ιδίων πόρων στοιχείων που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή σε σχέση, επί παραδείγματι, με απάτες και παρατυπίες που διαπιστώθηκαν και τους ελέγχους που θεσπίστηκαν για την αποτροπή τους (βλέπε παράγραφο 1.61 της ετήσιας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου), παράλειψη, εκ μέρους ορισμένων κρατών μελών, να διαβιβάσουν στοιχεία σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών (βλέπε ΕΠΤΠΕ, Τμήμα Εγγυήσεων, παράγραφος 2.59 της ετήσιας έκθεσης) και ίδια παράλειψη όσον αφορά τα διαρθρωτικά ταμεία, καθώς και μη κοινοποίηση στην Επιτροπή των στατιστικών στοιχείων σχετικά με τις πριμοδοτήσεις των ΚΟΑ πρόβειου και αίγειου κρέατος (βλέπε παράγραφο 2.117 της ετήσιας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου)·

β) επισημαίνει ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει την κατάσταση αυτή (όπως φαίνεται στην παράγραφο 2.117 της απάντησής της)· ωστόσο, δεν αποδέχεται τη χρησιμοποίηση μιας αδυναμίας που εντοπίζεται σε έναν τομέα ως δικαιολογία για να καλυφθούν άλλες αδυναμίες και, ως εκ τούτου, καλεί την Επιτροπή, κατά την επόμενη διαδικασία απαλλαγής, να προβεί εγκαίρως στα αναγκαία διαβήματα προς τα κράτη μέλη προκειμένου να εξασφαλίσει την έγκαιρη εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους και, σε όλα τα κράτη μέλη, οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες να αντιστοιχούν στους τυποποιημένους ορισμούς (ιδίως στις περιπτώσεις απάτης ή παρατυπιών)·

γ) αποδοκιμάζει την απροθυμία ορισμένων κρατών μελών να εφαρμόσουν ορισμένες στρατηγικές, όπως στην περίπτωση των μέτρων της Επιτροπής για τον εντοπισμό και την εξάλειψη της ΣΕΒ, όπως επισημαίνει και το Ελεγκτικό Συνέδριο [ετήσια έκθεση αριθ. 14/2001(5)], καθώς και την έλλειψη κανόνων εκτάκτου ανάγκης για την άμεση αντιμετώπιση τέτοιου είδους καταστάσεων (η υποβολή προσφυγών στο Δικαστήριο δεν θεωρείται το πλέον πρόσφορο μέσο για τη διαχείριση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης)·

δ) επισημαίνει ότι ορισμένα από τα λάθη που εντόπισε το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλέπε παραγράφους 2.36-2.41 της ετήσιας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το 2000) αποδείχθηκαν συστηματικά· ο κύριος τύπος των συστηματικών σφαλμάτων που παρατηρήθηκαν αφορά περικοπές στην καταβολή της βοήθειας (2.36)· επισημαίνει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο αναφέρει ως παραδείγματα αδικαιολόγητες περικοπές στην καταβολή ενισχύσεων στη Σουηδία, την Ελλάδα και την Ισπανία· επισημαίνει επίσης ότι η Επιτροπή διερευνά τις διοικητικές δαπάνες που προβλέφθηκαν στη Δανία σε αιτήσεις για επιστροφές κατά την εξαγωγή· ζητεί δε από την Επιτροπή να το ενημερώσει πλήρως σχετικά με τις σχετικές εξελίξεις·

ε) εκφράζει τη λύπη του που, στον τομέα της εξωτερικής βοήθειας, το πρόγραμμα Tacis για τη διασυνοριακή συνεργασία, απέτυχε μετά από τέσσερα χρόνια εφαρμογής να εκπληρώσει έναν από τους βασικούς στόχους του, συγκεκριμένα τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις παραμεθόριες περιοχές [βλέπε ειδική έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου 11/2001(6)]· ζητεί από την Επιτροπή να ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων προγραμμάτων (Tacis, Interreg, Phare) και να δώσει προτεραιότητα στα έργα που στοχεύουν στη βελτίωση του περιβάλλοντος διαβίωσης· ζητεί να ενημερωθεί έως τον Ιούλιο 2002 σχετικά με τα απτά αποτελέσματα του προγράμματος που ανέμενε η Επιτροπή για το 2001·

στ) επισημαίνει ότι η Επιτροπή βελτίωσε τις διοικητικές διαδικασίες της ΕCHO, προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει καλύτερα καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης [βλέπε ειδική έκθεση αριθ. 2/2001(7) - ανθρωπιστική βοήθεια για τα θύματα του Κοσσυφοπεδίου]· ζητεί την υποβολή έκθεσης αξιολόγησης σχετικά με τη διαχείριση των πρόσφατων ανθρωπιστικών κρίσεων (χρονισμός πληρωμών, ικανότητα λήψης αποφάσεων, συνεργασία με ΜΚΟ και αξιολόγηση της βοήθειας)·

ζ) πιστεύει ότι, στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ, όπως επισημαίνει και η ειδική έκθεση αριθ. 13/2001 του Ελεγκτικού Συνεδρίου(8), οι ισχύουσες ρυθμίσεις δεν είναι ικανοποιητικές· ζητεί από το Συμβούλιο και την Επιτροπή να υποβάλουν άμεσα - όπως αναφέρει και η Επιτροπή (βλέπε απάντηση στο ερωτηματολόγιο 5.1) - από κοινού συμφωνημένο ορισμό των διοικητικών και επιχειρησιακών δαπανών για ειδικούς εκπροσώπους της ΕΕ· ζητεί να καθοριστούν με σαφήνεια κανόνες όσον αφορά το κόστος που συνδέεται με τις αμοιβές και τους μισθούς για το προσωπικό που εργάζεται στα γραφεία των ειδικών εκπροσώπων της ΕΕ· ζητεί δε να ληφθούν σαφείς ρυθμίσεις όσον αφορά την υποβολή των σχετικών εκθέσεων, τον έλεγχο και την αξιολόγηση·

η) συνιστά να υποβάλουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρόταση σχετικά με τα κριτήρια για τον ορισμό των επιχειρησιακών και διοικητικών δαπανών της ΚΕΠΠΑ, καθώς και πρόταση διοργανικής συμφωνίας που να διασαφηνίζει το ρόλο της Επιτροπής όσον αφορά τον προσδιορισμό του οικονομικού και επιχειρησιακού πλαισίου της εκτέλεσης του προϋπολογισμού και την παρουσίαση της δομής των συστημάτων λογιστικών ελέγχων και αξιολόγησης στον τομέα αυτό·

15. ζητεί από την Επιτροπή να διεξαγάγει ειδικούς ελέγχους στην εκπροσώπηση των κρατών μελών υπό το πρίσμα των ισχυρισμών περί εσφαλμένης πρακτικής στην αντιπροσωπεία της Στοκχόλμης· ζητεί δε να ενημερωθεί σωστά και πλήρως για το αποτέλεσμα των πειθαρχικών υποθέσεων σε σχέση με την αντιπροσωπεία της Στοχκόλμης·

16. ζητεί από την Επιτροπή να βελτιώσει τις δημοσιονομικές προβλέψεις και να μειώσει την απόκλιση μεταξύ δημοσιονομικών προβλέψεων και πραγματικών πράξεων, να βελτιώσει δε την επικοινωνία της με τα κράτη μέλη, ιδίως στο πλαίσιο του δημοσιονομικού δικτύου ανταλλαγής πληροφοριών·

17. υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πρέπει να εξοπλιστεί με τα μέσα που θα συμβάλουν στη βελτίωση των δημοσιονομικών προβλέψεων, και να αξιοποιηθεί καλύτερα το δίκτυο του προϋπολογισμού, προκειμένου να μην εμφανιστούν εκ νέου υπερβολικά πλεονάσματα του προϋπολογισμού·

18. είναι πεπεισμένο ότι η διαχειριστική μέθοδος στη σημερινή Ένωση, αλλά και την αυριανή διευρυμένη Ένωση, πρέπει να συνεχίσει να βασίζεται στην αρχή της αποκέντρωσης· αυτό προϋποθέτει παρεμφερή και εξίσου αποτελεσματική διαχειριστική ικανότητα εκ μέρους των διαφόρων εθνικών διοικήσεων, όπως απαιτούν και οι νέοι κανόνες των διαρθρωτικών ταμείων [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1260/1999] που ξεκίνησαν το 2000, που επίσης προϋποθέτουν αποσαφήνιση των αντιστοίχων ρόλων της Επιτροπής, των κρατών μελών και των διαφόρων εταίρων που αναφέρονται στο άρθρο 8 του κανονισμού αυτού· επισημαίνει παρά ταύτα, ότι, όταν σε μια δημοσιονομική δράση συμμετέχουν διάφορα κράτη μέλη για διάφορες επιχειρήσεις της ΚΓΠ, ενδέχεται να χρειάζεται μεγαλύτερη παρέμβαση της Επιτροπής· εμμένει ότι η επιτυχία της αποκεντρωμένης διαχείρισης του Ειδικού Προγράμματος Ένταξης για τη Γεωργία και την Αγροτική Ανάπτυξη (Sapard) και του Μέσου Προενταξιακών Διαρθρωτικών Πολιτικών (Ispa) στις υποψήφιες χώρες, καθώς και της δράσης των εθνικών τους διοικήσεων θα εξαρτηθεί από τη δέσμευση της ΕΕ να υποστηρίξει τις χώρες αυτές όσον αφορά τη βελτίωση του διοικητικού τους δυναμικού· παροτρύνει την Επιτροπή να συνεχίσει τις προσπάθειες κατάρτισης στον τομέα της επιμόρφωσης (μέσω αδελφοποιήσεων με τις υποψήφιες χώρες) και ενημέρωσης (όπως οι στρογγυλές τράπεζες με τους αρμόδιους φορείς στα κράτη μέλη)·

Συμβατικές διαδικασίες διαχείρισης και κοινοτικές επιδοτήσεις

19. ζητεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο να εξετάσει κατά πόσον οι συμβατικές διαδικασίες διαχείρισης των κοινοτικών πιστώσεων (πρόκληση υποβολής προσφορών, ανάθεση συμβάσεων) πληρούν όρους διαφάνειας, όσον αφορά τόσο τους στόχους, τη σύσταση των επιτροπών επιλογής, την επιλογή των υποψηφίων, τη συμμόρφωση προς τις διαδικασίες και τις αιτιολογήσεις των αποφάσεων, και ειδικότερα θέτει ερωτήματα σχετικά με τις διαδικασίες προσκλήσεων για υποβολή προσφορών στον τομέα της έρευνας· επισημαίνει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, στην ετήσια έκθεσή του, κατέληξε σε θετικά συμπεράσματα όσον αφορά τις διαδικασίες διαγωνισμών που χρησιμοποιούν τα όργανα για την αγορά υπηρεσιών, προμηθειών και εργασίας και τονίζει την ανάγκη να αυξηθεί η χρήση μακροπρόθεσμων περιβαλλοντικών κοινωνικών κριτηρίων στις διαδικασίες επιλογής· συγκεκριμένα, ζητεί από Ελεγκτικό Συνέδριο να αξιολογήσει τη διαφάνεια των ρυθμίσεων που εφαρμόζει η Επιτροπή για την εξωτερική βοήθεια, όπως η κατάρτιση καταλόγων τελικής επιλογής βάσει των οποίων οι ίδιες εταιρίες υποτίθεται ότι αποτελούν πάντα την πλέον αποτελεσματική λύση για τη χορήγηση κοινοτικών επιχορηγήσεων έως 200000 ευρώ σε κάθε γωνιά της γης·

20. ζητεί από την Επιτροπή να χρησιμοποιεί πάντα την πλέον ενδεδειγμένη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες για τους υποψηφίους, ιδίως όσον αφορά τα ερευνητικά προγράμματα, αφενός, και το κόστος, αφετέρου· υπογραμμίζει όμως ότι η έρευνα είναι τομέας υψηλού κινδύνου και απαιτεί εξαιρετικά εντατικό έλεγχο·

21. ζητεί από την Επιτροπή να εξηγήσει, σε σχέση με τη διαδικασία επιλογής των προτάσεων στα προγράμματα Media και Media Plus, τη μορφή του ΓΤΒ που διενεργεί το προπαρασκευαστικό έργο με βάση το οποίο η Επιτροπή προχωρεί στην τελική επιλογή των δικαιούχων των προγραμμάτων όσον αφορά την καταβλητέα ενίσχυση [βλέπε απόφαση 2000/821/ΕΚ του Συμβουλίου(9)]· καλεί την Επιτροπή να παράσχει στοιχεία σχετικά με τη γεωγραφική κατανομή των δικαιούχων του προγράμματος για το 2000·

22. είναι της άποψης, σ' ό,τι αφορά την τρέχουσα διαδικασία για τη χορήγηση κοινοτικών επιδοτήσεων σε συγκεκριμένους οργανισμούς, και συγκεκριμένα στο πλαίσιο των θέσεων του άρθρου Α-3 0 2, ότι ένα σύστημα που θα καλύπτει τόσο την εγγραφή πιστώσεων όσο και την πρόσκλησης για υποβολή προτάσεων δεν είναι ικανοποιητικό, και καλεί την Επιτροπή να προτείνει στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή ένα διαφανέστερο σύστημα, που θα μπορούσε να συμβάλει στην αποτροπή της συνεχούς ανασφάλειας που επικρέμεται επί ορισμένων οργανισμών, χωρίς να δημιουργηθεί εξάρτηση από τα κοινοτικά κεφάλαια για την επιβίωση των οργανισμών· επισημαίνει ότι με την κατάρτιση του προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων μπορεί να πάψει να υπάρχει το παρόν σύστημα· ζητεί λοιπόν από την Επιτροπή να φροντίσει ώστε οι νέοι οργανισμοί που επιθυμούν να ζητήσουν χρήματα να μην αποτραπούν να το πράξουν· την καλεί δε να συνεργασθεί με την OLAF και το Ελεγκτικό Συνέδριο στον έλεγχο οργανισμών ή κέντρων που χρηματοδοτούνται σχεδόν αποκλειστικά από τον κοινοτικό προϋπολογισμό·

23. επισημαίνει ότι το 2000 εγγράφηκαν 800000 ευρώ στη θέση Α-3 0 4 0 του προϋπολογισμού για το κόστος λειτουργίας και το πρόγραμμα εργασίας του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Μεταναστών· επισημαίνει επίσης ότι η OLAF κίνησε έρευνα μετά από καταγγελίες για απάτη και κακή διαχείριση στον εν λόγω οργανισμό και ότι η OLAF παρέπεμψε την υπόθεση στις βελγικές δικαστικές αρχές τον Ιούνιο του 2001· αναμένει να ενημερωθεί πλήρως για τα συμπεράσματα των βελγικών αρχών· ζητεί δε από την Επιτροπή να φροντίσει ώστε να επιτύχουν το στόχο τους τόσο ο εν λόγω οργανισμός όσο και οι άλλοι που χρηματοδοτούνται από τις κοινοτικές επιδοτήσεις του κεφαλαίου Α-3·

Η πολυπλοκότητα των διαδικασιών και της νομοθεσίας

24. συμμερίζεται την άποψη του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι, συνήθως, οι κοινοτικοί κανόνες είναι υπερβολικά πολύπλοκοι, προξενώντας δυσκολίες στους δικαιούχους, και ζητεί από την Επιτροπή να αποφασίσει τη συστηματική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των διαφόρων ρυθμιστικών μέσων σ' ό,τι αφορά την επίτευξη των στόχων πολιτικής όπως αυτοί ορίζονται στη συνθήκη ή έχουν εγκριθεί από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα·

25. επισημαίνει ότι η Επιτροπή, στο νέο κανονισμό των διαρθρωτικών ταμείων (ΕΚ) αριθ. 1260/1999, δήλωσε την πρόθεσή της να απλοποιηθούν οι κανόνες· ελπίζει ότι αυτό θα επαληθευθεί το 2001, αλλά λυπάται για την πενιχρή εκτέλεση των Διαρθρωτικών Ταμείων το 2000 λόγω των σημαντικών καθυστερήσεων στον προγραμματισμό (γεγονός που από μόνο του συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία του δημοσιονομικού πλεονάσματος)· επισημαίνει ότι οι ίδιες δυσκολίες παρουσιάστηκαν κατά το πρώτο έτος της προηγούμενης προγραμματικής περιόδου (1994)· διερωτάται επίσης κατά πόσον το σημερινό σύστημα είναι το καλύτερο για το σχεδιασμό του μέλλοντος των διαρθρωτικών μέτρων μετά το 2006· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εξορθολογίσουν και να απλοποιήσουν τις διαδικασίες υλοποίησης των διαρθρωτικών μέτρων, προκειμένου να αποτραπεί η εμφάνιση των ίδιων δυσκολιών κατά την υλοποίηση των νέων προγραμμάτων·

26. θεωρεί ότι η μη έγκριση των προγραμμάτων κοινοτικής πρωτοβουλίας το 2000 οφείλεται στην καθυστερημένη έγκριση των κανονισμών του Συμβουλίου, στην υπερβολικά χρονοβόρα εκπόνηση του εγχειριδίου χρήσης και στην καθυστερημένη δημοσίευσή του από την Επιτροπή, στο ότι τα άλλα θεσμικά όργανα καθυστέρησαν να εκφράσουν τη γνώμη τους, καθώς και στην καθυστερημένη αντίδραση των κρατών μελών·

27. επισημαίνει με δυσαρέσκεια ότι αυτές οι καθυστερήσεις, οι μεταφορές και οι επανεγγραφές στον προϋπολογισμό αποτελούσαν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση· επαναλαμβάνει τις επικριτικές παρατηρήσεις που είχε διατυπώσει για τη μεταφορά 40/2000 η οποία επέφερε μείωση ύψους 164 εκατ. ευρώ, και την επανεγγραφή στον προϋπολογισμό που επέφερε επί πλέον μείωση κατά 30 εκατ. ευρώ σε πιστώσεις για καινοτόμα μέτρα·

28. εκφράζει την έντονη ανησυχία του για τις σοβαρές καθυστερήσεις στην εκκίνηση της κοινοτικής πρωτοβουλίας ΕQUAL και καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να βοηθήσουν στη σύναψη εταιρικών σχέσεων για την ανάπτυξη και τις διεθνικές συνδέσεις·

29. επισημαίνει επίσης ότι η πολυπλοκότητα των κανόνων και η επικάλυψη μέτρων στο πλαίσιο των διαφόρων ταμείων και των κοινοτικών πολιτικών μπορεί να δημιουργήσουν παράλογες καταστάσεις, που ενδέχεται να περιορίσουν την αποτελεσματικότητα των ταμείων και των προγραμμάτων όπως τονίζει επικριτικά και το Ελεγκτικό Συνέδριο στις ειδικές εκθέσεις αριθ. 1/2001(10) και αριθ. 12/2001(11) και την ετήσια έκθεσή του (παράγραφος 3.121)·

30. καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα όσον αφορά τους κανονισμούς Sapard και Ιspa, την πολυπλοκότητα της εφαρμογής των οποίων υποτίμησε η Επιτροπή και θέτει μια πραγματική πρόκληση για τις υποψήφιες χώρες· αναγνωρίζει επίσης τις προσπάθειες που κατέβαλε η Επιτροπή για την "οικοδόμηση θεσμών" στο πλαίσιο του συστήματος Sapard και για τη βελτίωση του εσωτερικού συντονισμού των προγραμμάτων προενταξιακής βοήθειας· εκφράζει ωστόσο τη λύπη του για το γεγονός ότι το ήμισυ μόνο των υποψηφίων χωρών θα είναι σε θέση να θέσει σε εφαρμογή τα προγράμματα το αργότερο το 2002·

31. καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει, κατά προτεραιότητα, την απλοποίηση των διαδικασιών και τον προσδιορισμό σαφέστερων κανόνων και στόχων, οι οποίοι να είναι διαφανείς και κατανοητοί από τους πολίτες· καλεί την Επιτροπή να καταστήσει την απλοποίηση της νομοθεσίας, των κανόνων και των διαδικασιών ουσιαστικό τμήμα της ενδιάμεσης αναθεώρησης της αγροτικής και διαρθρωτικής πολιτικής· αναγνωρίζει ωστόσο τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Επιτροπή κατά την εκπλήρωση του στόχου αυτού στη συγκεκριμένη περίπτωση της έγκρισης κανόνων εφαρμογής για ορισμένα προγράμματα, όπως οι διαδικασίες ελέγχου για τα διαρθρωτικά ταμεία, όπου "η διαδικασία επιτροπολογίας" εφαρμόζεται· επισημαίνει ότι συχνά οι επιτροπές αυτές οι οποίες εκπροσωπούν διοικητικά συμφέροντα των κρατών μελών, τείνουν να συμβάλλουν στην πολυπλοκότητα των κανόνων αυτών·

32. επισημαίνει ότι, κατά την επόμενη διαδικασία απαλλαγής, θα ελέγξει προσεκτικά τον βαθμό σεβασμού από πλευράς Επιτροπής, των πολιτικών προτεραιοτήτων και των κατευθυντήριων γραμμών του προϋπολογισμού που καθόρισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που ανέλαβε σε απάντηση των επικρίσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλέπε ετήσια έκθεση, παράγραφος 3.122)·

Οι έλεγχοι

33. επισημαίνει ότι η ίδια η πολυπλοκότητα των κανόνων δυσχεραίνει τη διενέργεια αποτελεσματικών ελέγχων·

34. καλεί την Επιτροπή να αυξήσει ουσιαστικά τον αριθμό των "ρητρών λήξης ισχύος" και των λεπτομερών αξιολογήσεων των επιπτώσεων στις επιχειρήσεις που συμπεριλαμβάνονται στη νομοθεσία·

35. επισημαίνει ότι το σύστημα ελέγχων χαρακτηρίστηκε από αδυναμίες, όπως:

α) ανεπάρκεια ή παντελή έλλειψη ελέγχων εκ μέρους της Επιτροπής (π.χ. η απόφαση του Πρωτοδικείου, της 10ής Μαΐου 2001, σχετικά με τους τουρκικούς τηλεοπτικούς δέκτες κατέδειξε τις σοβαρές ελλείψεις που επέδειξε η Επιτροπή όσον αφορά την παρακολούθηση της εφαρμογής της συμφωνίας σύνδεσης ΕΚ-Τουρκίας και του συμπληρωματικού πρωτοκόλλου)·

β) ανεπάρκεια ή παντελή έλλειψη ελέγχων εκ μέρους των κρατών μελών στον τομέα των γεωργικών δαπανών (επιστροφές κατά την εξαγωγή) και τα διαρθρωτικά μέτρα (εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2064/1997 της Επιτροπής(12) όσον αφορά το δημοσιονομικό έλεγχο των δράσεων που συγχρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία ο οποίος διενεργείται από τα κράτη μέλη)·

36. εκφράζει την ανησυχία του για τις διαπιστώσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου [ειδική έκθεση αριθ. 10/2001(13)] ότι η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2064/1997 δημιούργησε δυσκολίες τόσο για την Επιτροπή όσο και για τα κράτη μέλη, επειδή υπήρξε ανεπαρκής συντονισμός μεταξύ της αρμόδιας ΓΔ της Επιτροπής και των υπηρεσιών των κρατών μελών που δεν ήταν εξοικειωμένα με το εγχειρίδιο ελέγχου, το οποίο τους υπεβλήθη από την Επιτροπή πολύ καθυστερημένα·

37. ζητεί, βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων, από κάθε κράτος μέλος να ορίσει ένα μόνο εθνικό υπουργείο ως αρμόδια υπηρεσία για την παρακολούθηση της προόδου που σημειώνεται με στόχο την επίτευξη, για κάθε πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από τα διαρθρωτικά ταμεία, του ποσοστού ελέγχων 5 % το οποίο ορίζεται στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 2064/97 και (ΕΚ) αριθ. 438/2001(14)· ζητεί επίσης να ληφθούν μέτρα για τον συντονισμό με τρόπο ενιαίο των ελέγχων που διεξάγονται στα κράτη μέλη που διαθέτουν αυτόνομες περιφερειακές αρχές· θεωρεί ότι ο συντονισμός αυτός πρέπει να εξασφαλίζεται από τις υπάρχουσες υπηρεσίες συντονισμού και ότι οι εν λόγω υπηρεσίες μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως βάση τόσο για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των περιφερειών όσο και για το συντονισμό και την κοινοποίηση κάθε είδους πληροφορίας στην Επιτροπή·

38. καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, βάσει των πορισμάτων της ειδικής έκθεσης αριθ. 10/2001 του Ελεγκτικού Συνεδρίου, να βελτιώσουν το δημοσιονομικό έλεγχο των διαρθρωτικών ταμείων· ζητεί κυρίως:

- αύξηση των αρμόδιων υπηρεσιών στον τομέα του δημοσιονομικού ελέγχου,

- ενίσχυση των επιτόπιων ελέγχων,

- βελτίωση του συντονισμού τόσο σε επίπεδο κρατών μελών όσο και σε επίπεδο υπηρεσιών της Επιτροπής,

- καθιέρωση ενιαίων διαδικασιών για την αντιμετώπιση των ατασθαλιών και την ανταλλαγή πληροφοριών·

39. ζητεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο να εκτιμήσει το σημερινό συνολικό κόστος των εσωτερικών και εξωτερικών ελέγχων των κοινοτικών κονδυλίων, διαχωρίζοντας το κόστος που επιβαρύνει τον κοινοτικό προϋπολογισμό από αυτό που επιβαρύνει τους εθνικούς προϋπολογισμούς και συγκρίνοντας το κόστος των διαφόρων ειδών ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν σε κάθε τομέα δαπανών με τα ποσά που αποτέλεσαν αντικείμενο απάτης και ατασθαλιών και με τις ανακτήσεις αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών σε κάθε κεφάλαιο·

40. είναι της άποψης ότι η Επιτροπή πρέπει να μεριμνά για τη διασφάλιση οικονομικώς αποτελεσματικών ελέγχων και, σε σχέση με αυτό, λαμβάνει υπό σημείωση τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή όσον αφορά τη υποχρέωση των γενικών διευθυντών να υποβάλλουν "δήλωση διαχείρισης", και τη σύσταση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου της Επιτροπής· φρονεί ότι η επίδραση των αλλαγών αυτών στην αποτελεσματικότητα των ελέγχων πρέπει να αξιολογηθεί κατά τις επόμενες διαδικασίες απαλλαγής·

41. καλεί την Επιτροπή να επιδιώξει την καλύτερη ισορροπία όσον αφορά το κόστος των ελέγχων και το όφελος από το μειωμένο επίπεδο λάθους στο οποίο μπορούν να οδηγήσουν παρόμοιοι έλεγχοι·

42. πιστεύει ότι η επιτυχής διαχείριση του οργανισμού για την ανοικοδόμηση του Κοσσυφοπεδίου οφειλόταν στην εγγύτητα των επιχειρήσεων προς τους δικαιούχους, την επικέντρωση σε μικρό αριθμό τομέων και μια δομή για προσδιορισμό σχεδίων ως προς την αξιολόγηση και σε ένα μεγάλο βαθμό, στο γεγονός ότι ο έλεγχος ex ante πραγματοποιήθηκε από τις εσωτερικές οικονομικές υπηρεσίες της Υπηρεσίας, που επέτρεψε την ταχεία εφαρμογή δράσεων· επισημαίνει ότι η τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής για νέο νέο δημοσιονομικό κανονισμό [CΟΜ(2001) 691] προβλέπει την αποκέντρωση του ex ante δημοσιονομικού ελέγχου σε όλες τις υπηρεσίες της Επιτροπής· καλεί το Συμβούλιο να επιταχύνει το έργο του στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής·

43. συνιστά, επιπλέον, στην Επιτροπή να λάβει περαιτέρω μέτρα για την καλή θεσμική συνεργασία με το Ελεγκτικό Συνέδριο και τα ελεγκτικά του όργανα αλλά και με τα κράτη μέλη και τα εθνικά ελεγκτικά τους όργανα· επιθυμεί να ενημερώνεται σχετικά με την πρόοδο που σημειώνεται·

44. πιστεύει ότι ο συντονισμός στον σχεδιασμό των ελέγχων θα καταστήσει δυνατή την πρόληψη των περιττών επικαλύψεων και θα επιτύχει καλύτερο διαχωρισμό μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών ελέγχων, μεταξύ συστημικών ελέγχων και ελέγχων έργων, με βάση τους κινδύνους και την ενεχόμενη χρηματοδότηση·

45. λαμβάνει υπόψη πως η μέθοδος που χρησιμοποιεί σήμερα το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν βοηθά στην ύπαρξη ενός ποσοστού λάθους για κάθε τομέα των κοινοτικών δαπανών, και συμμερίζεται την άποψη ότι η δήλωση αξιοπιστίας πρέπει να έχει ως στόχο τη χορήγηση αυτών των πληροφοριών, όσο επανειλημμένα το ζητεί η Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού, κάνοντας διάκριση ανάμεσα σε απάτη και λάθος, εξετάζοντας παράλληλα τις διαφορές από πλευράς εγγενών κινδύνων μεταξύ των διαφόρων τομέων και λαμβάνοντας υπόψη τις διορθώσεις στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή - συμπεριλαμβανομένων και συγκριτικών αναλύσεων από έτος σε έτος - προκειμένου να καταστεί το μέσο χρήσιμο όχι μόνο για την αρχή την αρμόδια για την απαλλαγή αλλά και για την Επιτροπή, πράγμα που πρέπει να έρθει ως θετική δήλωση αξιοπιστίας· πιστεύει δε ότι, επί τη βάσει της παρούσας μεθοδολογίας, δεν μπορεί να αναμένεται από το Ελεγκτικό Συνέδριο να δίδει στην Επιτροπή θετική δήλωση αξιοπιστίας (DAS) στο εγγύς μέλλον·

46. αμφισβητεί τη χρησιμότητα της συνολικής δήλωσης αξιοπιστίας για το 2000 στο βαθμό που δεν δίνονται αριθμοί· επισημαίνει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει δημοσιεύσει ουσιαστικούς και επίσημους ρυθμούς σφαλμάτων κατά τα τελευταία χρόνια, υπενθυμίζει ότι ο αρμόδιος επίτροπος για τον γεωργικό τομέα παρείχε τα στοιχεία για την περίοδο 1995-1999 κατά τη διάρκεια ακρόασης στην Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού στις 7 Φεβρουαρίου 2001, και ζητεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο και την Επιτροπή να παράσχουν τα στοιχεία για το 2000·

47. καλεί το Ελεγκτικό Συνέδριο να εκδώσει δήλωση αξιοπιστίας και ποσοστό σφαλμάτων για κάθε μεμονωμένη ΓΔ προκειμένου να επισημανθούν οι προβληματικοί τομείς και να αυξηθεί σημαντικά η ευθύνη της Επιτροπής και του κράτους μέλους·

48. επισημαίνει ότι οι δραστηριότητες ελέγχου και εποπτείας σε σχέση με τον προϋπολογισμό της ΕΕ χαρακτηρίζονται από ευρύ αριθμό ελεγκτών και ελεγκτικών υπηρεσιών, ενώ εκάστη πραγματοποιεί επισκέψεις και συντάσσει εκθέσεις σχεδόν ανεξάρτητα, αλλά συχνά επί τη βάσει διαφορετικών προτύπων· καλεί την Επιτροπή να συντάξει έκθεση για την σκοπιμότητα της εισαγωγής ενιαίου ελεγκτικού προτύπου σε σχέση με τον προϋπολογισμό της ΕΕ στο οποίο κάθε επίπεδο ελέγχου βασίζεται στο προηγούμενο, με στόχο τη μείωση του φόρτου στον ελεγκτή και την ενίσχυση της ποιότητας των ελεγκτικών δραστηριοτήτων, αλλά χωρίς να υπονομεύεται η ανεξαρτησία των αντίστοιχων ελεγκτικών οργάνων· ζητεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο να προετοιμάσει γνωμοδότηση για το ίδιο θέμα· ζητεί επίσης από την Επιτροπή να διερευνήσει σε ποιο βαθμό οι έλεγχοι και συγκεκριμένα οι επιτόπιοι έλεγχοι θα μπορούσαν να διοργανωθούν ορθολογικότερα·

49. ζητεί από την Επιτροπή, εν συνεχεία του ψηφίσματος του Κοινοβουλίου, της 17ης Μαΐου 2001(15) και ιδίως της παραγράφου 22, σχετικά με τη νόθευση του ελαιολάδου, του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001(16) και ιδίως της παραγράφου 9 σημείο iii) σχετικά με τη νόθευση των γαλακτοκομικών προϊόντων και της ειδικής έκθεσης αριθ. 7/2001 του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τις επιστροφές στις εξαγωγές(17), να του υποβάλει έκθεση για την κατάσταση όσον αφορά τη νόθευση των γεωργικών προϊόντων με άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα στον κοινοτικό προϋπολογισμό, θίγοντας το ρυθμιστικό πλαίσιο, το ελάχιστο ποσοστό φυσικής ανάλυσης κατά τομέα, τις τεχνικές μεθόδους ανίχνευσης της νόθευσης και τις μελλοντικές ενέργειες που προβλέπει η Επιτροπή για την αντιμετώπιση της κατάστασης·

Ίδιοι πόροι

50. λαμβάνει υπό σημείωση την τάση για μεγαλύτερη εξάρτηση από τις εισφορές βάσει του ΑΕΠ στον κοινοτικό προϋπολογισμό και αντίστοιχη μείωση της σημασίας των παραδοσιακών ιδίων πόρων· επισημαίνει ότι αυτό οφείλεται εν μέρει στην προσαρμογή του τρίτου πόρου (ΦΠΑ) και τις διεθνείς κοινοτικές υποχρεώσεις για μείωση των τελωνειακών δασμών· τονίζει ωστόσο τις δυσκολίες όσον αφορά την ακριβή πρόβλεψη εσόδων με βάση κυρίως το ύψος του ΑΕΠ στα κράτη μέλη και ζητεί από την Επιτροπή να εκτιμήσει τι επιρροή θα έχει στο θέμα αυτό η διεύρυνση·

51. επισημαίνει με περίσκεψη τις ανησυχίες τόσο του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσο και την Επιτροπής, ότι το σύστημα του ΦΠΑ πλήττεται σοβαρά από την απάτη, μολονότι τούτο δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά απώλειες για τον κοινοτικό προϋπολογισμό· τονίζει το γεγονός ότι τα κράτη μέλη διαπίστωσαν το 2002 απάτη και παρατυπίες ύψους 534 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 3,5 % των εσόδων ιδίων πόρων του έτους αυτού, αν και τούτο εξηγείται κατά κύριο λόγο με την υπόθεση του βουτύρου Νέας Ζηλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, που καλύπτει το ήμισυ του συνόλου· επισημαίνει ότι μόνον η Ελλάδα δεν κοινοποίησε στην Επιτροπή τη διαπίστωση οποιασδήποτε παρατυπίας κατά το συγκεκριμένο έτος στον τομέα των ιδίων πόρων, και θέτει το ερώτημα εάν αυτό οφείλεται σε 100 % καθαρό μητρώο, σε καθυστερημένη διαβίβαση δεδομένων ή απλώς στο ότι δεν διαπιστώθηκαν οι διαπραχθείσες παρατυπίες·

52. υπογραμμίζει την κριτική του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι τα μέτρα ανάκτησης των κρατών μελών ούτε είναι αποτελεσματικά ούτε εφαρμόζονται ισομερώς, γεγονός που μαρτυρεί απροθυμία ή δυσκολία στην αντιμετώπιση του προβλήματος· επισημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, ότι η OLAF άνοιξε 120 φακέλους για υποψίες κρουσμάτων απάτης στη συλλογή των ιδίων πόρων το 2000, ύψους συνολικά 608,7 εκατ. ευρώ· καλεί την Επιτροπή να προτείνει τις αναγκαίες προτάσεις για την τροποποίηση της απόφασης 97/245/ΕΚ της Επιτροπής(18) όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων από τα κράτη μέλη για τη δημιουργία ισοδύναμων προτύπων υποβολής εκθέσεων σε όλα τα κράτη μέλη·

53. υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη έχουν επικυρώσει πλέον τη νέα απόφαση περί ιδίων πόρων, αυξάνοντας το κόστος είσπραξης από 10 % σε 25 %· καλεί τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ότι αυτό θα οδηγήσει σε εξάλειψη των τελωνειακών απατών και καλύτερη εξακρίβωση των παρατυπιών που έχουν διαπιστωθεί ως τώρα στον τομέα των ιδίων πόρων·

ΙΙ. Κανονικότητα, καταπολέμηση της απάτης και προστασία των οικονομικών συμφερόντων

54. αναγνωρίζει ότι το σημερινό σύστημα προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων και καταπολέμησης της απάτης πρέπει να ενισχυθεί·

55. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή οφείλει να χρησιμοποιεί τα ίδια πρότυπα και κανόνες σε όλους τους τομείς των κοινοτικών δαπανών κατά την καταπολέμηση της απάτης και των παρατυπιών, προκειμένου να συμμορφώνεται προς το πνεύμα του άρθρου 280 της συνθήκης ΕΚ και να εγγυάται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας·

56. πιστεύει ότι ορισμένες κοινές πολιτικές είναι αφεαυτών ευεπίφορες απάτης, ιδίως όταν ορίζονται ενδεικτικές τιμές και χρησιμοποιούνται επιστροφές κατά την εξαγωγή πλεονασμάτων, κυρίως γαλακτομικών προϊόντων, ζάχαρης, δημητριακών και βοδινού·

57. εκτιμά ότι ένας από τους βασικούς στόχους της κοινής αγροτικής πολιτικής, όπως καθορίζεται από τη συνθήκη, είναι να διασφαλίσει "ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο στον γεωργικό πληθυσμό", στόχος ο οποίος καθιστά επιτακτική την ανάγκη προσεκτικού ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής των τρόπων κατανομής του κοινού αγροτικού προϋπολογισμού στους αγρότες και τους λοιπούς δικαιούχους·

58. εκτιμά ότι οι κανόνες διαφάνειας βάσει των οποίων υποχρεούται η Επιτροπή να δημοσιοποιεί τα ονόματα των τελικών παραληπτών των επιχορηγήσεων της σε τομείς όπως η επιστήμη και η τεχνολογία ή το Ταμείο Συνοχής, θα πρέπει να ισχύουν και σε άλλες γραμμές του προϋπολογισμού και ιδιαίτερα στην κοινή αγροτική πολιτική·

Επιστροφές κατά την εξαγωγή

- επισημαίνει το γεγονός ότι οι δαπάνες για τις επιστροφές κατά την εξαγωγή αυξήθηκαν από 5695 εκατ. ευρώ το 1980 [50,3 % του προϋπολογισμού του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων(19)] σε 10159 εκατ. ευρώ το 1993 [29 % του προϋπολογισμού του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων] και, εν συνεχεία, μειώθηκαν πάλι στα 5646 εκατ. ευρώ [14 % του προϋπολογισμού του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων] το 2000(20)· επισημαίνει, ωστόσο, τη σχετικότητα των αριθμητικών αυτών στοιχείων λόγω της εξέλιξης της ισοτιμίας του δολαρίου·

- επισημαίνει ότι το σύστημα επιστροφών κατά την εξαγωγή εξακολουθεί να είναι σημαντικό για την κοινή γεωργική πολιτική και ότι έχει βαρύνουσες - μολονότι όχι σαφείς - επιπτώσεις στην αγορά αγροτικών προϊόντων και ειδών διατροφής στην ΕΕ και στις αγορές των τρίτων χωρών·

- επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την Επιτροπή, η σταδιακή κατάργηση του συστήματος επιστροφών κατά την εξαγωγή εξαρτάται από τις επικείμενες διαπραγματεύσεις του ΠΟΕ· καλεί, στο μεταξύ, την Επιτροπή να καταβάλει ριζικές προσπάθειες για την απλοποίηση της νομοθεσίας και των διαδικασιών, για μεγαλύτερη διαφάνεια·

- επισημαίνει ότι από το 1990 το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει εκπονήσει οκτώ ειδικές εκθέσεις που άμεσα ή έμμεσα αναφέρονται στον έλεγχο των επιστροφών κατά την εξαγωγή, γεγονός που αποδεικνύει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο θεωρεί ότι ο τομέας αυτός χρήζει προσεκτικής παρακολούθησης· επίσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο, στην ειδική έκθεσή του αριθ. 2/1990, ανέφερε "ότι οι επιστροφές κατά την εξαγωγή αποτελούν τομέα υψηλού κινδύνου λόγω της πολυπλοκότητας της νομοθεσίας που το διέπει και του ύψους των ποσών που μπορούν να εμπλακούν σε μεμονωμένες πράξεις" (σημείο 3.5)·

- εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή, επί πολλών θεμάτων, δεν υιοθέτησε τις παλαιότερες συστάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσον αφορά τους φυσικούς ελέγχους των γεωργικών προϊόντων που ενέχουν επιστροφές κατά την εξαγωγή (ετήσια έκθεση 2000, σημείο 2.104),

- ζητεί από την Επιτροπή - υπό το πρίσμα των διαπιστώσεων του ελέγχου στην ειδική έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου αριθ. 7/2001 - να εξετάσει την ενδεχόμενη ανάγκη να ενισχυθούν οι κανονισμοί του Συμβουλίου (EOK) αριθ. 4045/89(21) και (ΕΟΚ) αριθ. 386/90(22)·

- υπενθυμίζει τη θέση του στο ψήφισμά του, της 13ης Νοεμβρίου 2001(23), σχετικά με την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά όσον αφορά τις επανειλημμένες παραβάσεις των οδηγιών για τη μεταχείριση των ζώων κατά τη μεταφορά και τις ακατάλληλες μεθόδους εποπτείας των κρατών μελών· εμμένει στην άποψη ότι η Επιτροπή πρέπει να διεξάγει συστηματικούς ελέγχους για την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας περί μεταχείρισης των ζώων στα κράτη μέλη και ζητεί τη σταδιακή κατάργηση των επιστροφών κατά την εξαγωγή για ζώα που προορίζονται για σφαγή το συντομότερο δυνατόν·

- καλεί την Επιτροπή να εφαρμόσει στις επιστροφές κατά την εξαγωγή την ίδια πολιτική διαφάνειας που εφαρμόζεται ήδη σε άλλους τομείς, όπως της επιστήμης και της τεχνολογίας, δημοσιοποιώντας, σε ηλεκτρονική μορφή, τα ονόματα όλων των επιχειρήσεων και τα ποσά που λαμβάνουν από αυτό το πρόγραμμα·

- ευθυγραμμιζόμενο με τις ανωτέρω σκέψεις καθώς και με το σημείο 24 της έκθεσης αυτής, ζητεί από την Επιτροπή να αναλάβει συνολική αξιολόγηση εναλλακτικών μέσων για τις επιστροφές κατά τις εξαγωγές, ικανών να επιτύχουν με πιο αποτελεσματικό τρόπο τους στόχους πολιτικής που ορίζονται από τη Συνθήκη παράλληλα με την εκπλήρωση των δεσμεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πλαίσια των ρυθμίσεων του ΠΟΕ·

- χαιρετίζει το γεγονός ότι η Επιτροπή, μετά την ειδική έκθεση αριθ. 7/2001 του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τις συζητήσεις στην Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης απαλλαγής για το 2000, υπέβαλε ένα σχέδιο δράσης που προέβλεπε:

1) τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 800/1999(24) της Επιτροπής πριν από τα τέλη του πρώτου εξαμήνου του 2002, με βάση τους κάτωθι άξονες:

α) όταν αναστέλλεται η άδεια μιας εποπτικής εταιρείας, η αναστολή της άδειας εφαρμόζεται και στις άλλες εταιρείες του ίδιου ομίλου σε όλα τα κράτη μέλη, μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι αναγκαίες έρευνες σε κάθε εταιρεία·

β) τα κράτη μέλη μεριμνούν για την επιβολή ουσιαστικών κυρώσεων σε περίπτωση έκδοσης από εταιρείες εποπτείας παράνομων πιστοποιητικών άφιξης·

γ) οι διατάξεις του εγγράφου εργασίας VI/2705 της Επιτροπής της 26.10.1999, σχετικά με τους κανόνες έγκρισης των εποπτικών φορέων, πρέπει να ενσωματωθούν στην οριζόντια νομοθεσία·

δ) κανόνες που πρέπει να τηρούνται από τις πρεσβείες των κρατών μελών κατά την έκδοση πιστοποιητικών εκφόρτωσης·

ε) διπλασιασμός των ελάχιστων ορίων μέχρι τα οποία απαλλάσσονται τα μικρά ποσά επιστροφών από την επίδειξη αποδεικτικού εισαγωγής·

2) συμπερίληψη των επισκέψεων ελέγχου στις σημαντικότερες εταιρείες εποπτείας, στην έρευνα σχετικά με τις διαφοροποιημένες επιστροφές πριν από τα τέλη του 2002·

3) δημιουργία καταλόγου των τελωνειακών εντύπων και σφραγίδων που χρησιμοποιούν ορισμένες τρίτες χώρες εντός του προσεχούς ενάμιση χρόνου·

4) επίσκεψη στις μεταφορικές εταιρείες προκειμένου να αξιολογηθεί η δυνατότητα αξιοποίησης των βάσεων δεδομένων για τις κινήσεις των εμπορευματοκιβωτίων για λόγους ελέγχου, πριν από τα τέλη του 2002·

- διατυπώνει τις κάτωθι παρατηρήσεις όσον αφορά το σχέδιο δράσης:

όσον αφορά το 1β) είναι της γνώμης ότι η Επιτροπή πρέπει να προβλέψει την επιβολή κυρώσεων και να εξασφαλίσει μέσω συστηματικών ελέγχων ότι τα κράτη μέλη θα τις επιβάλλουν,

όσον αφορά το 1ε) συμφωνεί ότι, υπό τις σημερινές συνθήκες, η Επιτροπή εν μέρει μόνο ανταποκρίνεται στη σύσταση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με την οποία οι αποδείξεις αφίξεως πρέπει να ζητούνται μόνον σε περιπτώσεις που υπάρχουν αμφιβολίες ή σε περιπτώσεις προορισμών υψηλού κινδύνου· παρ' όλα αυτά, πιστεύει ότι η Επιτροπή πρέπει να διερευνήσει με σοβαρότητα τρόπους βελτίωσης του σημερινού συστήματος, το οποίο ασφαλώς κάθε άλλο παρά ικανοποιητικό είναι,

όσον αφορά το 3) θα επιθυμούσε την παροχή πληρέστερης ενημέρωσης επί του μέτρου αυτού, συμπεριλαμβανομένης και μιας ανάλυσης κόστους - οφέλους, δεδομένου ότι υπάρχει ανάγκη διαρκούς ενημέρωσης του καταλόγου αυτού,

- εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το σχέδιο δράσης δεν λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε σχέση με τις κάτωθι πτυχές:

τα έγγραφα μεταφοράς και τα εμπορικά τιμολόγια πρέπει να υποβάλλονται στις υπηρεσίες πληρωμής για όλες τις αιτήσεις που υπερβαίνουν το κατώτατο όριο,

πρέπει να ενισχυθούν οι εκ των υστέρων έλεγχοι όσον αφορά τη διάθεση στην αγορά,

δεν πρέπει να καταβάλλονται επιστροφές για προϊόντα που υπόκεινται σε μειωμένους εισαγωγικούς δασμούς σε τρίτες χώρες, καθόσον αυτό ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας φαύλου κύκλου·

59. ζητεί από την Επιτροπή να εξασφαλίσει ότι ο υπολογισμός των ποσοστών εξαγωγών για την πατάτα και το άμυλο των σιτηρών θα ακολουθήσει προβλέψιμα και διαφανή κριτήρια, όπως συνιστάται στο σημείο 40α) της ειδικής έκθεσης αριθ. 8/2001 του Ελεγκτικού Συνεδρίου·

60. λαμβάνει πλήρως υπόψη του όλα τα μέτρα που ανήγγειλε η Επιτροπή στην απάντησή της στο ερωτηματολόγιο της επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού για τη δημοσίευση δεδομένων όσον αφορά τη συγκέντρωση κεφαλαίων της κοινής αγροτικής πολιτικής ανά αγρότη ή/και ανά μονάδα εκμετάλλευσης, και ζητεί από την Επιτροπή να αρχίσει να υποβάλλει αυτά τα δεδομένα το συντομότερο δυνατό·

61. επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το σημείο 2.145 της ετήσιας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η πρόσφατη μεταρρύθμιση του τομέα νωπών οπωροκηπευτικών συγκέντρωσε κοινοτικά κεφάλαια στις πλέον ανεπτυγμένες χώρες και περιοχές·

62. επισημαίνει ότι ορισμένοι κανόνες δεν προϋποθέτουν ούτε διακρίβωση ούτε κυρώσεις, γεγονός που ενδέχεται να ενθαρρύνει τη διάπραξη απατών ή απλώς ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία·

63. ζητεί, επί παραδείγματι, όσον αφορά τις ΚΟΑ πρόβειου και αίγειου κρέατος, να θεσπιστεί υποχρεωτικό σύστημα ηλεκτρονικής ταυτότητας των ζώων, προκειμένου να υπάρξει δυνατότητα συλλογής πληροφοριών σχετικά με τις πριμοδοτήσεις και τη διακρίβωσή τους·

64. ζητεί, όσον αφορά το καθεστώς των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων, την εναρμονισμένη εφαρμογή των κανόνων σχετικά με τις κυρώσεις για τους γαλακτοπαραγωγούς που δεν συμμορφώνονται προς τις γαλακτοκομικές ποσοστώσεις, οι οποίες 17 χρόνια μετά την καθιέρωσή τους, εξακολουθούν να μην εφαρμόζονται σωστά σε όλα τα κράτη μέλη (βλέπε ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, παράγραφος 2.193)· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η Ιταλία έχει καταβάλει τη συμπληρωματική εισφορά για την παραβίαση των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων, εκ μέρους των αγροτών της, στρεβλώνοντας με τον τρόπο αυτό τον ανταγωνισμό στην Ένωση·

65. ζητεί, όσον αφορά την εκ μέρους των κρατών μελών εφαρμογή της νομοθεσίας για τη ΣΕΒ (βλέπε ειδική έκθεση αριθ. 14/2001 του Ελεγκτικού Συνεδρίου), και τα μέτρα που αφορούν την πρόληψη του αφθώδους πυρετού, να θεσπιστούν διαδικασίες για την επιβολή οικονομικών αποζημιώσεων ή προστίμων και κυρώσεων όσον αφορά τις κτηνιατρικές δαπάνες ή τα συναφή με την αγορά μέτρα που χρηματοδοτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των κρατών μελών στην κτηνιατρική νομοθεσία·

66. ζητεί από την Επιτροπή να εξετάσει κατά πόσο χρειάζεται να διαθέτει πρόσθετες εξουσίες για ειδικές έκτακτες καταστάσεις όπου τίθεται σε κίνδυνο η ζωή των ανθρώπων και των ζώων·

67. επισημαίνει ότι ορισμένοι κανόνες είχαν ανεπιθύμητα αποτελέσματα και ότι η Επιτροπή καθυστέρησε να απαντήσει στις προειδοποιήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και αναφέρει, σε σχέση με αυτό, την ενίσχυση για την καλλιέργεια υφαντικού λινού, για το οποίο το Ελεγκτικό Συνέδριο συνιστούσε ήδη από το 1992(25) στην Επιτροπή να αποφύγει να ενθαρρύνει περαιτέρω την παραγωγή, καθόσον σημειωνόταν ήδη πλεονασματική παραγωγή για την οποία δεν θα ήταν δυνατόν να εξευρεθεί αγοραστής(26)· εκφράζει τη λύπη του για τον τρόπο και τον χρόνο που χρειάστηκαν η Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αντιδράσουν στη κατάσταση· επισημαίνει ότι το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο εμπόδισαν σε ορισμένες περιπτώσεις προτάσεις της Επιτροπής για τη βελτίωση της νομοθεσίας της ΚΑΠ·

68. καταδικάζει τους κανόνες που οδηγούν στο "κυνήγι των επιδοτήσεων", με ακούσιες ολέθριες συνέπειες για τον κοινοτικό προϋπολογισμό· πιέζει και πάλι, όπως το είχε πράξει στο ψήφισμά του, της 19ης Ιανουαρίου 2000(27) σχετικά με τη διαδικασία απαλλαγής για το οικονομικό έτος 1997 (βλέπε Α5-0004/2000), για συστηματική και προσεκτική παρακολούθηση της εφαρμογής των συστάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου·

69. ζητεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο να εκτιμήσει μέχρι ποίου σημείου το σύστημα των εμπορικών προτιμήσεων αποτελεί πηγή παρατυπιών που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στους κοινοτικούς πόρους (βλέπε απόφαση επί της υπόθεσης των τηλεοπτικών συσκευών από την Τουρκία), και καλεί την Επιτροπή να προωθήσει το συντομότερο δυνατόν εναλλακτικές προτάσεις στο παρόν σύστημα·

70. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το λαθρεμπόριο νοθευμένου βουτύρου, που οργανώθηκε από επαγγελματίες κακοποιούς, θα μπορούσε να προξενήσει κινδύνους για την υγεία και να προξενήσει ζημίες στον προϋπολογισμό· ζητεί να επιβληθούν οι δέουσες κυρώσεις στους υπεύθυνους για τη νοθεία και τις ενεχόμενες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και όλα τα στοιχεία της εν λόγω υπόθεσης να διαβιβαστούν το συντομότερο δυνατόν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προειδοποίησε τους καταναλωτές σχετικά με τους ενδεχόμενους κινδύνους για την υγεία, όταν η υπόθεση δημοσιοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2000· αναμένει ότι η Επιτροπή θα δίδει στο μέλλον προτεραιότητα στις ανησυχίες για τη δημόσια υγεία έναντι οποιασδήποτε έρευνας· επισημαίνει ότι, σχεδόν δύο χρόνια μετά τη δημοσιοποίηση του σκανδάλου από την OLAF, δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί κοινοτικές δημοσιονομικές διορθώσεις οποιασδήποτε μορφής κατά την υπευθύνων εταιρειών που εμπλέκονται στην υπόθεση αυτή, γεγονός που έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε οποιαδήποτε παραβίαση πολύ μικρότερης βαρύτητας (όπως η παραγωγή γάλακτος που υπερβαίνει τις κατανεμηθείσες γαλακτοκομικές ποσοστώσεις)·

- θεωρεί ότι η παρούσα κατάσταση είναι αντίθετη με τις αρχές της ισότιμης προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, και ζητεί από την Επιτροπή να εξασφαλίσει ότι οι αξιόποινες πράξεις δεν θα τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από τα διοικητικά παραπτώματα,

- ζητεί από την Επιτροπή να ελέγξει εκ του σύνεγγυς την υπόθεση αυτή, και να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με όλες τις μείζονες εξελίξεις·

71. επισημαίνει ότι ο εντοπισμός των παρατυπιών ή της απάτης εμπίπτει στην ευθύνη των κρατών μελών (τα οποία υποχρεούνται να τις κοινοποιούν στην Επιτροπή), των υπηρεσιών της Επιτροπής, της Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά ότι, όπως αναφέρει και η ειδική έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου αριθ. 10/2001, τα κράτη μέλη επ' ουδενί ανταποκρίνονται στην υποχρέωση λεπτομερούς κοινοποίησης των περιπτώσεων παρατυπίας που αφορούν τα διαρθρωτικά ταμεία και ότι τα πραγματικά στοιχεία είναι πιθανόν να είναι ακόμη υψηλότερα·

72. καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει και να αναθεωρήσει το υφιστάμενο καθεστώς εισαγωγών αγροτικών προϊόντων σε τιμές κατώτερες της ΕΕ από τρίτες χώρες, οι οποίες τυγχάνουν επεξεργασίας στην ΕΕ και επανεξάγονται στις τρίτες χώρες·

73. καλεί τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των περιφερειακών διοικήσεων, να ευαισθητοποιηθούν περισσότερο όσον αφορά τη δράση για την καταπολέμηση των παρατυπιών, δεδομένου ότι, ιδίως στον τομέα των διαρθρωτικών μέτρων, η επίδειξη αμέλειας ή παρατυπιών όσον αφορά τη χρήση των πιστώσεων του κοινοτικού προϋπολογισμού συνοδεύεται από παρόμοια αμέλεια ή παρατυπίες στη χρήση των πόρων που διατίθενται ως συγχρηματοδότηση από τους εθνικούς προϋπολογισμούς·

74. ζητεί από την Επιτροπή να επιβάλει στην πράξη οικονομικές επανορθώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 448/2001 της Επιτροπής(28) όσον αφορά τα διαρθρωτικά μέσα στα οποία σημειώθηκαν παρατυπίες·

75. λαμβάνει γνώση των στοιχείων που διαβιβάστηκαν, μετά από αίτησή του, από την Επιτροπή, όσον αφορά τον αριθμό των παρατυπιών ανά κράτος μέλος και το ποσό ανάκτησης για τα διαρθρωτικά κονδύλια από την έναρξη εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1681/94 της Επιτροπής(29), λαμβάνει γνώση των σοβαρών ποσών που οφείλουν ορισμένα κράτη μέλη (Ιταλία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία), και επιθυμεί να ενημερωθεί για τους λόγους της χαμηλής ανάκτησης από τις χώρες αυτές·

Επανορθώσεις

76. συνιστά, και πάλι όσον αφορά την εκκαθάριση των λογαριασμών (ΕΓΤΠΕ) (βλέπε το προαναφερθέν ψήφισμα, της 4ης Απριλίου 2001, όσον αφορά την απαλλαγή 1999) τη βελτίωση της διαδικασίας, ιδίως με την αύξηση των οικονομικών επανορθώσεων από πλευράς των κρατών μελών στα οποία παρατηρούνται επανειλημμένως αδυναμίες στο σύστημα ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των καθυστερήσεων όσον αφορά τη σύσταση ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου (ΟΣΔΕ), και με την παράταση της προθεσμίας για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη συμμόρφωση από 24 σε 36 μήνες, όπως έχει ήδη προταθεί στο προαναφερθέν ψήφισμα σχετικά με τη διαδικασία απαλλαγής για το 1999· ζητεί από την Επιτροπή να προτείνει τις απαραίτητες προτάσεις·

77. ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις πριν από την επόμενη διαδικασία απαλλαγής, ώστε να προβλέπεται η επιβολή κατάλληλων κυρώσεων στις περιπτώσεις όπου οι αρμόδιες για τις πληρωμές υπηρεσίες στα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν τα κριτήρια (όπως μείωση των προκαταβολών ή οικονομικές επανορθώσεις)·

78. διερωτάται και πάλι κατά πόσον το ισχύον σύστημα οικονομικών επανορθώσεων αρκεί για να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να καταπολεμούν την απάτη και τις παρατυπίες· καλεί εκ νέου την Επιτροπή να προτείνει απλοποίηση της διαδικασίας που εφαρμόζεται για τις παραβάσεις, έτσι ώστε να επιτρέπει την καταβολή από το κράτος μέλος ενός κατ' αποκοπή ποσού ή χρηματικού προστίμου, με βάση απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, εάν η Επιτροπή θεωρήσει ότι το κράτος μέλος δεν εκπλήρωσε υποχρέωση που απορρέει από τη συνθήκη (άρθρο 228)·

79. ζητεί από την Επιτροπή να ενημερώνει καλύτερα το Κοινοβούλιο σχετικά με την πρόοδο όσον αφορά την αποτελεσματικότερη διαχείριση της ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (δράση αριθ. 96 της εσωτερικής μεταρρύθμισης της Επιτροπής)· εκφράζει εκ νέου τη λύπη του (βλέπε το προαναφερθέν ψήφισμα, της 28ης Φεβρουαρίου 2002) για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ακολούθησε τη σύσταση του Κοινοβουλίου και καθιέρωσε απαίτηση για την κίνηση διαδικασίας ανάκτησης εντός τριών μηνών από την παραλαβή, από το Ελεγκτικό Συνέδριο, λεπτομερών στοιχείων σχετικά με για τις παρατυπίες·

80. συγχαίρει την Επιτροπή για τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στην παραίτηση από την είσπραξη χρεών· εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές καθιερώνουν σαφείς και διαφανείς διαδικασίες για τη διαγραφή χρεών σύμφωνα με τις επιθυμίες του Κοινοβουλίου·

81. ζητεί, ευθύς ως ληφθεί η απόφαση της Επιτροπής, να ενημερώσει η Επιτροπή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη βάση υπολογισμού των οικονομικών επανορθώσεων που εφαρμόστηκε αφενός στην περίπτωση των Κάτω Χωρών, στο πλαίσιο του ΕΚΤ, και, αφετέρου, στην Ισπανία για την υπόθεση του λίνου·

82. αναμένει ότι οι διαδικασίες λήψης απόφασης της Επιτροπής όσον αφορά δημοσιονομικές επανορθώσεις θα είναι ανοικτές και διαφανείς· υπενθυμίζει το άρθρο 213 της συνθήκης, το οποίο αναφέρει ότι τα μέλη της Επιτροπής "ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία" και "απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς το χαρακτήρα των καθηκόντων τους"· υπενθυμίζει τον κώδικα συμπεριφοράς των επιτρόπων, ο οποίος αναφέρει ότι η εξάλειψη κάθε κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων βοηθεί τους επιτρόπους να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία τους· επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τον κώδικα συμπεριφοράς, ο ρόλος των ιδιαίτερων γραφείων των επιτρόπων είναι να λειτουργούν όπου χρειάζεται ως σύνδεσμοι μεταξύ των επιτρόπων και των υπηρεσιών του τομέα ευθύνης τους, χωρίς όμως να παρεμβαίνουν στη διαχείριση των τελευταίων· αναμένει ότι οι επίτροποι και τα ιδιαίτερα γραφεία τους θα συνεχίσουν να τηρούν τους κανόνες αυτούς· υπενθυμίζει στην Επιτροπή τη δέσμευσή της να αναφέρεται λεπτομερώς για οποιαδήποτε συγκεκριμένη οικονομική επανόρθωση, καθώς και για τις επακόλουθες διαδικασίες, εφόσον της ζητηθεί από το Κοινοβούλιο·

Όσον αφορά την Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης

83. επισημαίνει τα όρια της δραστηριότητας της OLAF, όπως ορίζονται στην ετήσια έκθεση (κεφάλαιο III, σημείο 3.2) για την Επιτροπή Εποπτείας της OLAF, δεδομένου ότι η εν λόγω υπηρεσία δεν ήταν σε θέση να παράσχει ακριβή στοιχεία σχετικά με τη δράση που ανελήφθη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές στις διάφορες υποθέσεις αρμοδιότητάς της όσον αφορά την επιβολή οιωνδήποτε διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων ή την ανάκτηση κονδυλίων· επισημαίνει επίσης τα όρια του πεδίου δράσης της, (π.χ. οι τομείς του ΦΠΑ που επισημαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο - σημείο 1.90 της ετήσιας έκθεσης: "ένα επιπλέον στοιχείο που ενδέχεται να αυξήσει τον κίνδυνο διάπραξης απάτης είναι η έλλειψη σαφούς βάσης όσον αφορά το διεθνή συντονισμό για τις έρευνες σε θέματα ΦΠΑ από την OLAF/Επιτροπή")·

84. επισημαίνει με ανησυχία τη διαπίστωση που περιλαμβάνει η έκθεση της Επιτροπής Εποπτείας (κεφάλαιο IV, σημείο 3.1.1) ότι, μολονότι μεγάλο μέρος των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται η OLAF περιλαμβάνουν στοιχεία που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, η Υπηρεσία σε ελάχιστες περιπτώσεις διεβίβασε στις αρμόδιες εθνικές δικαστικές αρχές εκθέσεις ή πληροφορίες·

85. ζητεί να ενημερωθεί σχετικά με τον ακριβή ρόλο της OLAF όσον αφορά την ασφάλεια που παρέχει η νομοθεσία έναντι της απάτης·

86. ανησυχεί έντονα για τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(30) σχετικά με τις έρευνες της OLAF όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των οργάνων και υπηρεσιών της Ένωσης·

87. πιστεύει ότι είναι επιτακτική ανάγκη, η προαναφερθείσα αναθεώρηση του κανονισμού να αντιμετωπίσει επίσης τα θέματα της αναγνώρισης, από πλευράς των εθνικών αρχών, των ερευνών που διενεργεί η OLAF, και της συνέχειας που πρέπει να δίνεται στις έρευνες αυτές·

88. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η θέσπιση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας [βλέπε COM(2000) 608], δεν υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας τον Δεκέμβριο του 2000· χαιρετίζει θερμά την Πράσινη Βίβλο που υπεβλήθη τον Δεκέμβριο του 2001 [CΟΜ(2001) 715], όπως είχε ζητήσει επανειλημμένως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και πιστεύει ότι η σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας έχει ζωτική σημασία για την αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης που διαπράττεται σε βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού· ζητεί να συμπεριληφθεί η σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο πλαίσιο της Συνέλευσης, προκειμένου να κατοχυρωθεί στη Συνθήκη σε εύλογο χρόνο πριν από τη διεύρυνση·

89. ζητεί να ενημερωθεί πλήρως και καταλλήλως για τις εξελίξεις όσον αφορά τις υποθέσεις "παράνομο εμπόριο προϊόντων με βάση το βούτυρο", "Ευρωπαϊκό Φόρουμ Μεταναστών", "ΕΚΤ", "Berlaymont", "ACEAL" και "IRELA"· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι τα αποτελέσματα της εσωτερικής έρευνας της OLAF για την πιθανή επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων σε σχέση με το ΙRELA δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί·

Διεύρυνση

90. πιστεύει ότι η καταπολέμηση της απάτης και η αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας πρέπει να αποτελέσουν κορυφαίες προτεραιότητες στις υποψήφιες χώρες, και καλεί την Επιτροπή να καταβάλει ιδιαίτερες προσπάθειες ώστε να εξασφαλίσει ότι, πριν την ένταξη, όλες οι υποψήφιες χώρες θα έχουν θεσπίσει πραγματικά συστήματα απόδοσης λογαριασμών και λογιστικού και γενικού ελέγχου σύμφωνα με τις προδιαγραφές της ΕΕ, στους τομείς που λαμβάνουν χρηματοδοτική ενίσχυση από την ΕΕ, και ιδιαίτερα στις περιπτώσεις από κοινού διαχείρισης των κοινοτικών πιστώσεων· εμμένει ότι οι ετήσιες εκθέσεις προόδου κάθε χώρας πρέπει να περιλαμβάνουν σαφείς και λεπτομερείς πληροφορίες όσον αφορά την εκτέλεση της χρηματοδοτικής προενταξιακής βοήθειας, τα μέτρα που έχουν ληφθεί προς παρακολούθησή της, την έκβαση των λογιστικών και επιτόπιων ελέγχων και το κεφάλαιο 28 (δημοσιονομικός έλεγχος)· παρατηρεί σχετικά, πόσο σημαντική είναι η ενισχυμένη οικονομική και τεχνική συνδρομή της ΕΕ για τη βελτίωση του διοικητικού δυναμικού των υποψηφίων χωρών·

91. εκφράζει την έντονη ανησυχία του για την περιορισμένη πρόοδο που σημειώθηκε στον τομέα της μηχανοργάνωσης της Κοινότητας στο διαμετακομιστικό σύστημα από την εποχή που συνεστήθη ή εξεταστική επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· αναμένει από την Επιτροπή να προτείνει συγκεκριμένες προτάσεις βελτίωσης, στο πλαίσιο της συνέχειας που θα δοθεί στην απαλλαγή του 2000· ζητεί να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα πριν από την ένταξη οιασδήποτε υποψήφιας χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και καλεί την Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού να εξετάσει κατεπειγόντως την κατάσταση, επισημαίνει δε τη σύσταση της εξεταστικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, σχετικά με το σύστημα κοινοτικής διαμετακόμισης·

Συμμετοχή του Κοινοβουλίου

92. αναθέτει ήδη σήμερα στον Πρόεδρό του να υπερασπίσει τα δικαιώματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε περίπτωση που το Συμβούλιο συμπεριλάβει στο νέο δημοσιονομικό κανονισμό διατάξεις που θέτουν με οιονδήποτε τρόπο υπό όρους το δικαίωμα πρόσβασης του Κοινοβουλίου σε πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 276 της συνθήκης ΕΚ, περιορίζοντας με αυτόν τον τρόπο τις ελεγκτικές του αρμοδιότητες·

Τομείς δαπανών

Τομέας Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (ΔΕΥ)

93. α) ζητεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο να αναγνωρίσει ρητώς, στην απογραφή που διενεργεί για τις δράσεις εσωτερικής πολιτικής, τον τίτλο Β5-8 σχετικά με το Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης και να του αποδώσει τη δέουσα προσοχή·

β) διαπιστώνει ότι το ποσοστό εκτέλεσης του προϋπολογισμού 2000 για τον τίτλο Β5-8 σχετικά με το Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, που αναλύθηκε λαμβάνοντας υπόψη τα αντικειμενικά στοιχεία που καθυστέρησαν την εφαρμογή ορισμένων δράσεων και την απουσία επείγουσας κατάστασης, είναι απλώς και μόνον αποδεκτό·

γ) λαμβάνει γνώση με ικανοποίηση της σημαντικής αύξησης του αριθμού των λογιστικών ελέγχων που διενήργησε η Επιτροπή επί των συμβάσεων που διαχειρίζεται η ΓΔ Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων·

δ) διαπιστώνει ότι, στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, τα προς ανάκτηση ποσά ή οι μειώσεις των καταβλητέων ποσών συνεπεία των εσωτερικών ελέγχων ανέρχονται σε πάνω από 10 % της συνολικής αξίας των συμβάσεων που ελέγχθηκαν, ενώ το μέσο ποσοστό για το σύνολο των ελέγχων που διενήργησε η Επιτροπή είναι της τάξεως του 2 %·

ε) ζητεί από την Επιτροπή να εντείνει τις προσπάθειές της, εάν χρειασθεί μέσω συμβατικών κυρώσεων, με σκοπό την καταπολέμηση της καταχρηστικής χρησιμοποίησης των επιχορηγήσεων και/ή της υπερτιμημένης δήλωσης πραγματικών εξόδων·

στ) σημειώνει με ικανοποίηση ότι στο πλαίσιο της έκθεσής του για τις οικονομικές καταστάσεις του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (OEDT) για το οικονομικό έτος 2000, το Ελεγκτικό Συνέδριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ετήσιοι λογαριασμοί είναι αξιόπιστοι και ότι οι σχετικές πράξεις, στο σύνολό τους, είναι νόμιμες και κανονικές·

ζ) ζητεί από τα αρμόδια όργανα της διαχείρισης του OEDT να δώσουν συνέχεια στις ειδικές παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ιδιαίτερα όσον αφορά:

- τη λογιστική διαχείριση των ακινητοποιήσεων και την τήρηση βιβλίου απογραφής,

- την τήρηση φακέλων προσωπικού: περιγραφή καθηκόντων, δελτίο σταδιοδρομίας, βαθμολογία και ενημέρωση του προσωπικού·

η) σημειώνει με ικανοποίηση ότι στο πλαίσιο της έκθεσής του για τις οικονομικές καταστάσεις του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου των φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας για το οικονομικό έτος 2000, το Ελεγκτικό Συνέδριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ετήσιοι λογαριασμοί είναι αξιόπιστοι και ότι οι σχετικές πράξεις, στο σύνολό τους, είναι νόμιμες και κανονικές· το συμπέρασμα αυτό πιστοποιεί τις σοβαρές προσπάθειες που κατεβλήθησαν από το Παρατηρητήριο το 2000 για τη βελτίωση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου·

θ) ζητεί από τα αρμόδια όργανα της διαχείρισης του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου των φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας να δώσουν συνέχεια στις ειδικές παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ιδιαίτερα όσον αφορά:

- τη λογιστική διαχείριση των ακινητοποιήσεων και την τήρηση βιβλίου απογραφής και τον έλεγχο των εισπράξεων,

- τη συστηματική προσέγγιση μεταξύ των δεδομένων της λογιστικής του προϋπολογισμού και της γενικής λογιστικής με σκοπό να εξασφαλισθεί καλύτερη παρακολούθηση της δημοσιονομικής διαχείρισης κατά τη διάρκεια του έτους·

94. θεωρεί ότι το χαμηλό ποσοστό εκτέλεσης των πιστώσεων του άρθρου Β5-503 δικαιολογείται κυρίως από τις αυστηρές απαιτήσεις της πρόσκλησης για την υποβολή προτάσεων· είναι της γνώμης ότι το κριτήριο της διεθνικότητας ως προϋπόθεση για την επιλεξιμότητα δεν πρέπει σε γενικές γραμμές να υπερβαίνει την υποχρέωση ύπαρξης διεθνικής εταιρικής σχέσης με εταίρους από τρίτα κράτη μέλη·

Επικουρικά όργανα

95. α) θεωρεί ότι η αποτελεσματική εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών των επικουρικών οργάνων στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού και ο έλεγχος των χρηματοδοτικών δράσεών τους στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής απαιτούν τη στενή συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερομένων επιτροπών·

β) χαιρετίζει στο σημείο αυτό τον ορισμό μόνιμου εισηγητή για τα επικουρικά όργανα στο πλαίσιο της αρμόδιας επιτροπής για θέματα προϋπολογισμού και συνιστά την επανεξέταση των κατευθυντήριων γραμμών που αφορούν τη συνεργασία μεταξύ των επιτροπών που ασχολούνται με τους ειδικευμένους οργανισμούς·

γ) θεωρεί ότι η αναθεώρηση των κατευθυντήριων γραμμών πρέπει να επικεντρώνεται στα ακόλουθα σημεία:

- εξασφάλιση κατάλληλων μηχανισμών ελέγχου στις ειδικευμένες επιτροπές,

- εξασφάλιση της διαφάνειας στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού,

- ενίσχυση των υποχρεώσεων αμοιβαίας πληροφόρησης,

- σαφής οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των ενδιαφερόμενων επιτροπών·

Πρόγραμμα "Δάφνη"

96. καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει, χωρίς χρονοτριβή, έκθεση αξιολόγησης του προγράμματος Δάφνη, όπως ορίζεται στην απόφαση αριθ. 293/2000/ΕΚ του Συμβουλίου(31)· καλεί την Επιτροπή να περιλάβει στην έκθεσή της τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις στα διάφορα πεδία δράσης που περιλάμβανε το πρόγραμμα αυτό· καλεί την Επιτροπή να εξηγήσει, ιδιαίτερα, τη χαμηλή χρησιμοποίηση των πιστώσεων πληρωμών κατά το οικονομικό έτος 2000·

Διευρωπαϊκά δίκτυα μεταφορών

97. επισημαίνει ότι το ποσοστό εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2000 όσον αφορά τα κονδύλια για τα διευρωπαϊκά δίκτυα είναι ικανοποιητικό· συνιστά περαιτέρω μείωση του αριθμού των σχεδίων, με επικέντρωση στα σχέδια που αφορούν τομείς όπου παρατηρείται σημαντική συμφόρηση στα ΔΕΔ μεταφορών, έτσι ώστε να υπάρξει ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία δυνάμενη να διαπιστωθεί αμέσως·

Συνεργασία

98. α) διαπιστώνει ότι η μείωση της φτώχειας αποτελεί θεμελιώδη στόχο της κοινοτικής αναπτυξιακής πολιτικής και για την επίτευξή του είναι αναγκαία η προσαρμογή της προς τους όρους και τα χρονοδιαγράμματα που εγκρίθηκαν κατά τη Σύνοδο της Χιλιετίας·

β) παρατηρεί ότι η Επιτροπή ήρε τις επιφυλάξεις της όσον αφορά τους τομεακούς στόχους, όπως αυτοί εντάχθηκαν στον προϋπολογισμό του 2002, καθώς και ότι έχει αρχίσει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε όσον αφορά το σύστημα κατάταξης της Επιτροπής Βοήθειας για την Ανάπτυξη (ΕΒΑ)·

γ) διαπιστώνει, ωστόσο, ότι οι πληροφορίες είναι ακόμη ασαφείς και έχει την πεποίθηση ότι στα επόμενα οικονομικά έτη τα προσφερόμενα στοιχεία θα είναι απολύτως αξιόπιστα· στο πλαίσιο αυτό ζητεί, συγκεκριμένα, να αποσαφηνισθούν οι όροι και τα αποτελέσματα της εφαρμογής της κοινωνικής αιρεσιμότητας σε σχέση με τη βοήθεια για τη διαρθρωτική προσαρμογή·

δ) σημειώνει ότι η πληροφόρηση όσον αφορά τα αποτελέσματα της κοινοτικής συμμετοχής στη στρατηγική ΦΥΧ για τη μείωση του χρέους είναι ελλιπής· ζητεί από την Επιτροπή να επιμείνει ενώπιον της Τράπεζας Αφρικανικής Ανάπτυξης για την επιτάχυνση της διαπραγμάτευσης των συμβάσεων με τις επωφελούμενες χώρες· ζητεί ακόμη από την Επιτροπή διευκρινίσεις κατά χώρα και αποτελέσματα όσον αφορά την υλοποίηση της συμμετοχής της στη στρατηγική ΦΥΧ·

ε) εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες είναι, σύμφωνα με τις προσωρινές εκτιμήσεις της Επιτροπής σε σχέση με το έτος 2000, απαράδεκτα χαμηλού επιπέδου· υπενθυμίζει τα αποτελέσματα της διαδικασίας του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2002, στη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή δεσμεύθηκε να αλλάξει την κατάσταση αυτή, σύμφωνα με τους στόχους που έχουν τεθεί·

στ) υπογραμμίζει ότι ένα διαφανές σύστημα πληροφόρησης, σύμφωνο με τις προδιαγραφές της ΕΒΑ, θα ήταν ένα πρώτο βήμα για μια προσέγγιση περισσότερο προσανατολισμένη στα αποτελέσματα, και επιμένει ότι οι δείκτες αποτελεσμάτων της ανάπτυξης σε σχέση με τους στόχους αποτελούν προτεραιότητα της Επιτροπής· ζητεί τη διεξοδική ενημέρωση του Κοινοβουλίου και τη διαβούλευση με αυτό σχετικά με την ανωτέρω διαδικασία·

ζ) πιστεύει ότι η συμπληρωματικότητα με τις αναπτυξιακές πολιτικές των κρατών μελών και ο συντονισμός με άλλους δωρητές αποτελούν βασικά στοιχεία για την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων· ζητεί, κατά συνέπεια, στη διάρκεια των προσεχών διαδικασιών έγκρισης της διαχείρισης, να προσφέρει η Επιτροπή στο Κοινοβούλιο συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τις ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν από κοινού με άλλους δωρητές, καθώς και σχετικά με τα αποτελέσματα των ενεργειών αυτών·

η) διαπιστώνει καθυστερήσεις στη διαχείριση έργων που συγχρηματοδοτούνται από ΜΚΟ· ζητεί από την Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με την απλοποίηση και την εναρμόνιση των διαδικασιών αυτών·

θ) επισημαίνει τη συνεχιζόμενη τάση της παραδοσιακής συνεργασίας υπό μορφή έργων για μετάβαση προς ένα σύστημα που συνίσταται στον καταλογισμό διαρκώς μεγαλύτερου ποσοστού των πόρων που ονομάζονται "μέσα ταχείας εκταμίευσης" - κυρίως της βοήθειας για τη διαρθρωτική προσαρμογή - για την άμεση υποστήριξη των προϋπολογισμών· πιστεύει ότι η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο θα πρέπει να προβούν σε λεπτομερή ανάλυση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων της προσέγγισης αυτής και καλεί την Επιτροπή να υποβάλει ανακοίνωση σχετικά με αυτό το θέμα·

Πρόσβαση στα έγγραφα

99. α) υποστηρίζει ότι το Κοινοβούλιο, ως αρχή απαλλαγής, πρέπει να έχει την ίδια πρόσβαση στα έγγραφα της Επιτροπής με το Ελεγκτικό Συνέδριο·

β) επαναλαμβάνει ότι οι κανόνες στην υφιστάμενη συμφωνία-πλαίσιο όσον αφορά την πρόσβαση στα εμπιστευτικά έγγραφα έχουν αποδειχθεί μη ικανοποιητικοί για το Κοινοβούλιο ως αρχή απαλλαγής και αναθέτει στον Πρόεδρό του να αρχίσει διαπραγματεύσεις αμέσως για την αναθεώρηση της συμφωνίας-πλαισίου και να εξασφαλισθεί ότι η νέα συμφωνία είναι σύμφωνη με τις αρχές που ενέκρινε το Κοινοβούλιο στο προαναφερθέν ψήφισμά του, της 4ης Απριλίου 2001, για την απαλλαγή του 1999·

γ) προειδοποιεί το Συμβούλιο να μην εγκρίνει νέους δημοσιονομικούς κανονισμούς που θα περιορίζουν το απρόσκοπτο δικαίωμα πρόσβασης του Κοινοβουλίου στις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων του όσον αφορά την απαλλαγή·

δ) αναθέτει στον Πρόεδρό του να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου στην περίπτωση που το Συμβούλιο εγκρίνει δημοσιονομικούς κανονισμούς που θα περιορίζουν τις εξουσίες του Κοινοβουλίου όσον αφορά τον έλεγχο του προϋπολογισμού.

(1) ΕΕ C 359 της 15.12.2001.

(2) ΕΕ L 161 της 26.6.1999, σ. 1.

(3) Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Επιτροπή, Ετήσια έκθεση για το 2000 [COM(2001) 255, σημείο 12].

(4) P5_ΤΑ(2002)0084.

(5) ΕΕ C 342 της 20.11.2001.

(6) ΕΕ C 329 της 23.11.2001.

(7) ΕΕ C 168 της 12.6.2001.

(8) ΕΕ C 338 της 30.11.2001.

(9) ΕΕ L 336 της 30.12.2000, σ. 82.

(10) ΕΕ C 124 της 25.4.2001.

(11) ΕΕ C 334 της 28.11.2001.

(12) ΕΕ L 290 της 23.10.1997, σ. 1.

(13) ΕΕ C 314 της 8.11.2001, σ. 26.

(14) ΕΕ L 63 της 3.3.2001, σ. 21.

(15) ΕΕ C 34 Ε της 7.2.2002, σ. 367.

(16) ΕΕ L 160 της 15.6.2001, σ. 2.

(17) ΕΕ C 314 της 8.11.2001, σ. 1.

(18) ΕΕ L 97 της 12.4.1997, σ. 12.

(19) Πληροφορίες που διεβίβασε η Επιτροπή με επιστολή της με ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 2002.

(20) Ειδική έκθεση αριθ. 2/1990 του Ελεγχκτικού Συνεδρίου και μνημόνιο της ΓΔ ΙV "Επιστροφές κατά την εξαγωγή", σ. 6.

(21) ΕΕ L 388 της 30.12.1989, σ. 18.

(22) ΕΕ L 42 της 16.2.1990, σ. 6.

(23) Κείμενα που εγκρίθηκαν, σημείο 11.

(24) ΕΕ L 180 της 15.7.1999, σ. 53.

(25) ΕΕ C 309 της 16.11.1993.

(26) Ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, παράγραφος 2.77.

(27) ΕΕ L 45 της 17.2.2000, σ. 33.

(28) ΕΕ L 64 της 6.3.2001, σ. 13.

(29) ΕΕ L 178 της 12.7.1994, σ. 43.

(30) ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(31) ΕΕ L 34 της 9.2.2000, σ. 1.