32002A0313(01)

Γνώμη του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 2002 σχετικά με το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σύγκλισης της Δανίας, 2001-2005

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 064 της 13/03/2002 σ. 0001 - 0002


Γνώμη του Συμβουλίου

της 5ης Μαρτίου 2002

σχετικά με το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σύγκλισης της Δανίας, 2001-2005

(2002/C 64/01)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την ενίσχυσης της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών(1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 3,

τη σύσταση της Επιτροπής,

Έπειτα από διαβουλεύσεις με την οικονομική και δημοσιονομική επιτροπή,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΗ:

Στις 5 Μρτίου 2002 το Συμβούλιο εξέτασε το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σύγκλισης της Δανίας, το οποίο καλύπτει την περίοδο 2001-2005. Το μακροοικονομικό σενάριο στο οποίο στηρίζεται το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σύγκλισης προβλέπει ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα επιταχυνθεί από 1 % το 2001 σε 1,5 % το 2002 και σε 2,5 % το 2003, για να σταθεροποιηθεί εν συνεχεία στο 2 % περίπου κατά τα έτη 2004 και 2005. Ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει κάτω του 2 %, ενώ η πρόβλεψη για την ανεργία είναι ότι θα παραμείνει χαμηλή. Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι το συγκεκριμένο οικονομικό σενάριο φαίνεται αξιόπιστο και συμβαδίζει με τις προβλέψεις που η Επιτροπή διατύπωσε το φθινόπωρο του 2001.

Το Συμβούλιο σημειώνει με ικανοποίηση ότι η Δανία έχει εξακολουθήσει να πληροί τα κριτήρια σύγκλισης που αφορούν τον πληθωρισμό, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια και τη συναλλαγματική ισοτιμία.

Προκειμένου για τα δημόσια οικονομικά, το Συμβούλιο σημειώνει ότι, καίτοι το ύψος στο οποίο διαμορφώθηκε το κρατικό πλεόνασμα το 2001 ήταν κατώτερο των προσδοκιών (εξαιτίας κυρίως της κάμψης των εσόδων συνεπεία της πτώσης του χρηματιστηρίου), και πάλι επετεύχθη ένα άνετο πλεόνασμα. Το Συμβούλιο χαιρετίζει τη διατήρηση του στόχου για τη σταθερή επίτευξη πλεονασμάτων μεταξύ του 1,5 % και του 2,5 % του ΑΕΠ καθ' όλη την περίοδο αναφοράς του προγράμματος. Κατά την ίδια περίοδο και μέχρι το 2005, το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί στο 35 % του ΑΕΠ. Συνεπώς, η Δανία εξακολουθεί να πληροί, και μάλιστα με άνεση, την επιταγή του "Συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης" για ένα δημοσιονομικό αποτέλεσμα "σχεδόν ισοσκελισμένο ή πλεονασματικό" καθ' όλη τη χρονική περίοδο που καλύπτει το πρόγραμμα. Εκτιμάται επίσης ότι η Δανία είναι ικανή να αντέξει μια συνήθη χειροτέρευση της οικονομικής συγκυρίας χωρίς να παραβιάσει την τιμή αναφοράς που έχει τεθεί για το έλλειμμα (3 % του ΑΕΠ).

Στην υπό εξέταση επικαιροποίηση επαναβεβαιώνεται η στρατηγική δημοσιονομικής σταθεροποίησης που προβλεπόταν στην προηγούμενη επικαιροποίηση του προγράμματος και η οποία περιλαμβάνει μείωση της αναλογίας πρωτογενείς δαπάνες/ΑΕΠ καθώς και της φορολογικής επιβάρυνσης κατά τη χρονική περίοδο που καλύπτει το πρόγραμμα. Η στρατηγική αυτή έχει ενισχυθεί περαιτέρω με τη δέσμευση της κυβέρνησης να παγώσει όλους τους φόρους και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, αύτως ώστε να τεθεί τέλος στην τάση διόγκωσης της φορολογικής επιβάρυνσης. Το Συμβούλιο επικροτεί το συγκεκριμένο μέτρο, αν και επισημαίνει ότι δεν πρέπει να αποτρέψει μειώσεις των οριακών φόρων επί της εργασίας.

Το Συμβούλιο σημειώνει ότι οι επιδόσεις στον τομέα της τιθάσευσης των δαπανών κατά τα τελευταία έτη παρουσίασαν διακυμάνσεις, δεδομένου ότι συχνές υπήρξαν οι υπερβάσεις του στόχου του 1 % που είχε τεθεί για την περιστολή της πραγματικής ετήσιας αύξησης της δημόσιας κατανάλωσης. Η ανάγκη ελέγχου των δαπανών, ιδιαίτερα στην τοπική αυτοδιοίκηση και στις επαρχίες, έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία σήμερα, λόγω της απόφασης για πάγωμα των φόρων. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα διασφαλισθεί η πραγματοποίηση υψηλών πλεονασμάτων της γενικής κυβέρνησης. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο καλεί όλες τις βαθμίδες της γενικής κυβέρνησης να καταβάλουν προσπάθειες για έλεγχο των δαπανών, κατά τρόπον ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του 1 % κατά μέσον όρο που έχει τεθεί για την περιστολή της πραγματικής ετήσιας αύξησης της δημόσιας κατανάλωσης. το Συμβούλιο καλεί επίσης τη δανική κυβέρνηση να ενδυναμώσει το θεσμικό πλαίσιο για να αποφευχθούν περαιτέρω αποκλίσεις στο μέλλον· πρόκειται για σύσταση η οποία διατυπωνόταν ήδη στην περσινή γνώμη του Συμβουλίου(2).

Η από το πρόγραμμα επικέντρωση της προσοχής στα ζητήματα μακροπρόθεσμης σταθερότητας είναι ευπρόσδεκτη. Το Συμβούλιο σημειώνει με ικανοποίηση ότι ο στόχος της ουσιαστικής μείωσης της αναλογίας ακαθάριστο χρέος/ΑΕΠ ενισχύει τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό στη δανική οικονομία τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τις προβλεπόμενες αυξήσεις των δαπανών εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, χωρίς να παύσει να πληροί τις απαιτήσεις του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης. Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι η επίτευξη των ανωτέρω αποτελεσμάτων εξαρτάται από τη συνέχιση της πραγματοποίησης υψηλών πλεονασμάτων. Οι προβλέψεις στηρίζονται επίσης στην παραδοχή ότι μεταξύ του 2005 και του 2050 η αναλογία φόρων/ΑΕΠ θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα. Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι η πραγματοποίηση μιας τόσο υψηλής αναλογίας φόρων/ΑΕΠ ενδέχεται να αποδειχθεί δυσχερής υπό συνθήκες αυξημένης κινητικότητας ορισμένων φορολογικών βάσεων συνεπεία της παγκοσμιοποίησης.

Μια βασική παραδοχή στην οποία στηρίζονται οι προβλέψεις του προγράμματος είναι η αύξηση των ποσοστών συμμετοχής στην αγορά εργασίας στη Δανία. Ένα μεγάλο μέρος της αύξησης αυτής είναι πιθανό να προκύψει από μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή και των οποίων η επίδραση δεν έχει εκδηλωθεί ακόμη πλήρως. Ωστόσο, απαιτούνται πρόσθετες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στον τομέα της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, συμπεριλαμβανομένων μειώσεων των φόρων επί της εργασίας που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αύξηση της προσφοράς εργασίας. Με βάση τα προεκτεθέντα, το Συμβούλιο παροτρύνει τις αρχές να προχωρήσουν στην εφαρμογή των υπόψη μέτρων, φροντίζοντας βεβαίως για τη μη διατάραξη της εκπλήρωσης των απαιτήσεων του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης.

(1) ΕΕ L 209 της 2.8.1997.

(2) ΕΕ C 77 της 9.3.2001.