Οδηγία 2001/102/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2001, για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/29/ΕΚ σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες και προϊόντα στη διατροφή των ζώων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 006 της 10/01/2002 σ. 0045 - 0049
Οδηγία 2001/102/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2001 για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/29/ΕΚ σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες και προϊόντα στη διατροφή των ζώων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, την οδηγία 1999/29/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 1999, σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες και προϊόντα στη διατροφή των ζώων(1), και ιδίως το άρθρο 10 σημείο α), την πρόταση της Επιτροπής, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Στην οδηγία 1999/29/ΕΚ προβλέπεται ότι οι πρώτες ύλες ζωοτροφών μπορούν να τίθενται σε κυκλοφορία μέσα στην Κοινότητα μόνον εάν είναι αβλαβείς, ανόθευτες και ποιοτικώς εμπορεύσιμες. (2) Ο όρος "διοξίνες" καλύπτει μια ομάδα 75 ουσιών της ομάδας πολυχλωριωμένων διβενζο-παρα-διοξινών ("PCDD") και 135 ουσιών της ομάδας πολυχλωριωμένων διβενζοφουρανίων ("PCDF"), 17 από τις οποίες παρουσιάζουν τοξικολογικό ενδιαφέρον. Η τοξικότερη ουσία είναι η 2,3,7,8-τετραχλωροδιβενζο-παρα-διοξίνη (TCDD), η οποία χαρακτηρίζεται από το Διεθνές Κέντρο Έρευνας για τον Καρκίνο και άλλους αναγνωρισμένους διεθνείς οργανισμούς ως γνωστό καρκινογόνο για τον άνθρωπο. Η Επιστημονική Επιτροπή Τροφίμων ("ΕΕΤ"), όπως και η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας ("ΠΟΥ"), κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το καρκινογόνο αποτέλεσμα των διοξινών δεν εμφανίζεται σε επίπεδα χαμηλότερα ενός συγκεκριμένου ορίου. Άλλα αρνητικά αποτελέσματα, όπως η ενδομητρίωση, οι νευροσυμπεριφορικές και ανοσοκατασταλτικές επιπτώσεις, εμφανίζονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα και, επομένως, κρίνεται ότι πρέπει να συνεκτιμώνται κατά τον καθορισμό του ανεκτού ορίου πρόσληψης. (3) Τα πολυχλωροδιφαινύλια ("PCB") είναι μια ομάδα 209 διαφορετικών ομοειδών ουσιών οι οποίες είναι δυνατόν να διαχωριστούν σε δύο υποομάδες ανάλογα με τις τοξικολογικές τους ιδιότητες: 12 από αυτές έχουν τοξικολογικές ιδιότητες παρόμοιες με των διοξινών και γι' αυτό συχνά αναφέρονται ως "παρόμοια προς τις διοξίνες πολυχλωροδιφαινύλια (PCB)". Τα άλλα PCB δεν εμφανίζουν τοξικότητα παρόμοια με των διοξινών, αλλά έχουν διαφορετικά τοξικολογικά χαρακτηριστικά. (4) Κάθε ομοειδής ουσία της ομάδας των διοξινών ή των παρόμοιων προς τις διοξίνες PCB παρουσιάζει διαφορετικό επίπεδο τοξικότητας. Για να είναι δυνατή η εκτίμηση της τοξικότητας των διαφόρων αυτών ομοειδών ουσιών και για να διευκολυνθεί η αξιολόγηση του κινδύνου και ο κανονιστικός έλεγχος, έχει εισαχθεί η έννοια του συντελεστή τοξικής ισοδυναμίας ("TEF"). Αυτό σημαίνει ότι τα αναλυτικά αποτελέσματα που αφορούν και τις 17 ομοειδείς ουσίες της ομάδας των διοξινών και τις 12 ομοειδείς ουσίες της ομάδας των παρόμοιων προς τις διοξίνες PCB, εκφράζονται με βάση μια ενιαία μετρήσιμη μονάδα, τη "συγκέντρωση ισοδύναμου τοξικότητας TCDD" ("TEQ"). (5) Οι διοξίνες και τα PCB παρουσιάζουν πολύ μεγάλη ανθεκτικότητα στη χημική και βιολογική αποδόμηση και, κατά συνέπεια, παραμένουν στο περιβάλλον και σωρεύονται στην τροφική αλυσίδα των ανθρώπων και των ζώων. (6) Η διάχυση των διοξινών, των PCB και των παρόμοιων προς τις διοξίνες PCB στο περιβάλλον προκαλεί βασική μόλυνση η οποία επηρεάζει όλα τα χερσαία φυτά που βοσκούνται απευθείας από τα ζώα ή χρησιμοποιούνται ως πρώτες ύλες ζωοτροφών, καθώς και την τροφική αλυσίδα των υδρόβιων ζώων. Το ίδιο ισχύει και για το έδαφος, το οποίο μπορεί να μολύνει τις πρώτες ύλες ζωοτροφών ή να ληφθεί απευθείας από τα ζώα κατά τη βόσκηση. Εκτός από τη βασική μόλυνση, η άμεση τυχαία μόλυνση των πρώτων υλών ζωοτροφών μπορεί να συμβεί είτε λόγω τοπικής απόρριψης διοξινών από βιομηχανικές δραστηριότητες, είτε λόγω μόλυνσης των πρώτων υλών ζωοτροφών κατά την παραγωγή, την επεξεργασία ή τη μεταφορά τους, είτε λόγω παράνομων πρακτικών ή κακής διαχείρισης κατά την παραγωγή των ζωοτροφών. (7) Η έκθεση του ανθρώπου στις διοξίνες οφείλεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90 % στα τρόφιμα. Τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης ευθύνονται σε ποσοστό 80 % περίπου της συνολικής έκθεσης. Η μόλυνση των ζώων από διοξίνες οφείλεται κυρίως στις ζωοτροφές. Επομένως, οι ζωοτροφές και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το έδαφος, δημιουργούν ανησυχίες ως δυνητικές πηγές διοξινών. (8) Στις 30 Μαΐου 2001, η ΕΕΤ διατύπωσε γνώμη σχετικά με την εκτίμηση του κινδύνου των διοξινών και των παρόμοιων προς τις διοξίνες PCB στα τρόφιμα. Πρόκειται για ενημέρωση με βάση νέα επιστημονικά στοιχεία τα οποία διαβιβάστηκαν στην ΕΕΤ μετά την διατύπωση της γνώμης της για το θέμα αυτό στις 22 Νοεμβρίου 2000. Η ΕΕΤ όρισε ως ανεκτό όριο εβδομαδιαίας πρόσληψης ("TWI") για τις διοξίνες και τα παρόμοια προς τις διοξίνες PCB τα 14 pg WHO-TEQ/kg σωματικού βάρους. Οι εκτιμήσεις έκθεσης αποδεικνύουν ότι μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της Κοινότητας προσλαμβάνει, μέσω της διατροφής, ποσότητες που υπερβαίνουν το ανεκτό όριο. (9) Είναι επομένως σημαντικό και αναγκαίο να περιοριστεί η έκθεση του ανθρώπου στις διοξίνες από την κατανάλωση τροφών, για να εξασφαλιστεί η προστασία των καταναλωτών. Επειδή η μόλυνση της τροφής συνδέεται άμεσα με τη μόλυνση των ζωοτροφών, πρέπει να υιοθετηθεί μια συνολική προσέγγιση για τον περιορισμό της επίπτωσης των διοξινών σε όλη την τροφική αλυσίδα, δηλαδή από τις πρώτες ύλες των ζωοτροφών μέσω των ζώων που παράγουν είδη διατροφής έως τον άνθρωπο. Η εισαγωγή μέτρων σχετικά με τις πρώτες ύλες των ζωοτροφών και τις ζωοτροφές αποτελεί επομένως πολύ σημαντικό βήμα για τον περιορισμό της πρόσληψης διοξινών από τον άνθρωπο. (10) Έχει ζητηθεί από την επιστημονική επιτροπή για τη διατροφή των ζώων ("ΕΕΔΖ") να γνωμοδοτήσει σχετικά με τις πηγές μόλυνσης των ζωοτροφών από διοξίνες και PCB, συμπεριλαμβανομένων και των παρόμοιων προς τις διοξίνες PCB, την έκθεση των ζώων που παράγουν είδη διατροφής στις διοξίνες και τα PCB, τη μεταφορά των στοιχείων αυτών στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης και οποιοδήποτε αντίκτυπο των διοξινών και των PCB που υπάρχουν στις ζωοτροφές στην υγεία των ζώων. Η ΕΕΔΖ διατύπωσε γνώμη στις 6 Νοεμβρίου 2000. Στην γνώμη αυτή διαπιστώνεται ότι το ιχθυάλευρο και το ιχθυέλαιο είναι οι πιο μολυσμένες πρώτες ύλες ζωοτροφών, και τα σοβαρότερα μολυσμένα είναι τα προϊόντα ευρωπαϊκής προέλευσης. Το ζωικό λίπος διαπιστώνεται ότι είναι η αμέσως επόμενη πρώτη ύλη με τη σοβαρότερη μόλυνση. Όλες οι άλλες πρώτες ύλες ζωοτροφών ζωικής και φυτικής προέλευσης είχαν σχετικά χαμηλά επίπεδα μόλυνσης από διοξίνες. Η χορτονομή παρουσίαζε διάφορα επίπεδα μόλυνσης από διοξίνες, ανάλογα με την τοποθεσία, τον βαθμό μόλυνσης από το έδαφος και την έκθεση σε πηγές ατμοσφαιρικής ρύπανσης. (11) Θα πρέπει να εφαρμοστούν μέτρα με στόχο τον περιορισμό της παρουσίας και της έκλυσης μόλυνσης από διοξίνες στο περιβάλλον, ώστε να μειωθεί ο αντίκτυπος της περιβαλλοντικής ρύπανσης στη μόλυνση των πρώτων υλών για τις ζωοτροφές. Η ΕΕΔΖ συνιστά, μεταξύ άλλων, να δοθεί έμφαση στον περιορισμό του αντίκτυπου των σοβαρότερα μολυσμένων πρώτων υλών των ζωοτροφών στη συνολική μόλυνση μέσω της διατροφής. (12) Τα ανώτατα όρια για τις διοξίνες και των παρόμοιων προς τις διοξίνες PCB πρέπει να είναι ο καταλληλότερος τρόπος για να αποφευχθεί η απαράδεκτα μεγάλη έκθεση των ζώων και να αποτραπεί η διανομή ζωοτροφών με απαράδεκτα υψηλό επίπεδο μόλυνσης, π.χ. σε περιπτώσεις τυχαίας ρύπανσης και έκθεσης. Επιπλέον, ο καθορισμός ανώτατων ορίων είναι αναγκαίος για την εφαρμογή ρυθμιστικού συστήματος ελέγχου και την εξασφάλιση ενιαίας εφαρμογής. (13) Τα μέτρα που βασίζονται μόνο στη θέσπιση ανώτατων ορίων για τις διοξίνες και των παρόμοιων προς τις διοξίνες PCB στις ζωοτροφές, δεν θα είναι αρκετά αποτελεσματικά για τον περιορισμό της έκθεσης του ανθρώπου στις διοξίνες, εκτός εάν τα όρια οριστούν τόσο χαμηλά που μεγάλο μέρος των ζωοτροφών θα πρέπει να χαρακτηριστούν ακατάλληλα για κατανάλωση από τα ζώα. Αναγνωρίζεται γενικά ότι για να περιοριστεί δραστικά η παρουσία διοξινών στις ζωοτροφές, η θέσπιση ανώτατων ορίων πρέπει να συνοδεύεται από μέτρα παρακίνησης μιας δραστικής προσέγγισης, η οποία θα περιλαμβάνει επίπεδα δράσης και επίπεδα-στόχους για τις ζωοτροφές σε συνδυασμό με τα μέτρα για τον περιορισμό των εκπομπών. Τα επίπεδα-στόχοι δηλώνουν τα επίπεδα που πρέπει να επιτευχθούν ώστε να περιοριστεί η έκθεση του ανθρώπου, για την πλειονότητα του πληθυσμού, στο ανεκτό όριο εβδομαδιαίας πρόσληψης που έχει οριστεί από την ΕΕΤ. Τα επίπεδα δράσης είναι ένα εργαλείο για τις αρμόδιες αρχές και τις επιχειρήσεις για να δώσουν ιδιαίτερη έμφαση στις περιπτώσεις στις οποίες θα πρέπει να προσδιοριστεί μια πηγή μόλυνσης και να ληφθούν μέτρα για τον περιορισμό ή την εξάλειψή της, όχι μόνο στην περίπτωση που δεν υπάρχει συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία, αλλά και όπου έχουν διαπιστωθεί υψηλά επίπεδα διοξινών που ξεπερνούν τα κανονικά βασικά επίπεδα. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη βαθμιαία μείωση των επιπέδων των διοξινών στις ζωοτροφές και την επίτευξη των επιπέδων-στόχων. Για το θέμα αυτό η Επιτροπή απευθύνει σύσταση προς τα κράτη μέλη. (14) Μολονότι, από τοξικολογική άποψη, οποιαδήποτε όρια πρέπει να εφαρμόζονται στις διοξίνες και στα παρόμοια προς τις διοξίνες PCB, προς το παρόν τα ανώτατα όρια έχουν οριστεί μόνο για τις διοξίνες και τα φουράνια και όχι για τα παρόμοια προς τις διοξίνες PCB, λόγω των πολύ περιορισμένων στοιχείων που διατίθενται σχετικά με τον επιπολασμό τους. Ωστόσο, θα συνεχιστεί η παρακολούθηση της παρουσίας ιδίως των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB με στόχο να συμπεριληφθούν αυτές οι ουσίες στα ανώτατα όρια. (15) Τα απαράδεκτα επίπεδα διοξίνης στις ζωοτροφές θα πρέπει να αξιολογηθούν σύμφωνα με τα τρέχοντα βασικά επίπεδα μόλυνσης, τα οποία διαφέρουν για κάθε πρώτη ύλη ζωοτροφής. Το ανώτατο όριο θα πρέπει να καθοριστεί, λαμβάνοντας υπόψη τη βασική μόλυνση, σε αυστηρό αλλά εφικτό επίπεδο. (16) Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι όλες οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται στην τροφική αλυσίδα ανθρώπων και ζώων συνεχίζουν να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια και κάνουν ό,τι είναι αναγκαίο για να περιοριστεί η παρουσία διοξινών στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα, τα ανώτατα όρια που εφαρμόζονται θα πρέπει να αναθεωρηθούν μέσα σε μια συγκεκριμένη περίοδο με σκοπό τον καθορισμό χαμηλότερων ανώτατων ορίων. Έως το 2006 θα πρέπει να επιτευχθεί συνολική μείωση της έκθεσης του ανθρώπου στις διοξίνες τουλάχιστον κατά 25 %. (17) Οι σύνθετες ζωοτροφές και οι πρώτες ύλες ζωοτροφών φυτικής προέλευσης συνήθως δεν περιέχουν υψηλά επίπεδα διοξινών. Επειδή οι πρώτες ύλες ζωοτροφών φυτικής προέλευσης αποτελούν με μεγάλη διαφορά το κυριότερο συστατικό της διατροφής πολλών ειδών ζώων, είναι σωστό να καθοριστεί ένα ανώτατο όριο και γι' αυτές τις πρώτες ύλες ζωοτροφών. Όσο πιο λεπτομερής είναι η μέθοδος ανάλυσης, τόσο πιο δαπανηρός και χρονοβόρος ο έλεγχος για τις διοξίνες. Επειδή είναι σημαντικό να αναλυθούν όσο το δυνατόν περισσότερα δείγματα, τα ανώτατα όρια που προτείνονται είναι κατά τι υψηλότερα από τα κανονικά βασικά επίπεδα, δεδομένου ότι αποτελούν ανώτατα επίπεδα. (18) Είναι θέμα πρωταρχικής σημασίας τα συνολικά επίπεδα μόλυνσης από διοξίνες στις ζωοτροφές να περιοριστούν. Για το λόγο αυτό είναι απόλυτα σημαντικό να απαγορευτεί η ανάμειξη πρώτων υλών για ζωοτροφές ή ζωοτροφών που τηρούν τα ανώτατα όρια με πρώτες ύλες για ζωοτροφές ή ζωοτροφές που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια. (19) Η οδηγία 1999/29/ΕΚ θα πρέπει συνεπώς να τροποποιηθεί αναλόγως. (20) Η μόνιμη επιτροπή ζωοτροφών δεν διατύπωσε ευνοϊκή γνώμη. Η Επιτροπή δεν μπόρεσε, κατά συνέπεια, να θεσπίσει τις διατάξεις που προέβλεπε σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 13 της οδηγίας 1999/29/EΚ του Συμβουλίου, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: Άρθρο 1 Τα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 1999/29/ΕΚ τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας οδηγίας. Άρθρο 2 1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν πριν από την 1η Ιουλίου 2002 τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιουλίου 2002. Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομέρειες της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη. 2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 3 1. Οι διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 θα αναθεωρηθούν για πρώτη φορά στις 31 Δεκεμβρίου 2004 το αργότερο με βάση τα νέα στοιχεία σχετικά με την παρουσία διοξινών και παρόμοιων προς τις διοξίνες PCB, και ειδικότερα με σκοπό να περιληφθούν στα επίπεδα που θα καθοριστούν τα παρόμοια προς τις διοξίνες PCB. 2. Οι διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 θα αναθεωρηθούν εκ νέου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 το αργότερο, με σκοπό τη σημαντική μείωση των ανώτατων επιπέδων. Άρθρο 4 Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει από την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 5 Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, 27 Νοεμβρίου 2001. Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος A. Neyts-Uyttebroeck (1) ΕΕ L 115 της 4.5.1999, σ. 32. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Τα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 1999/29/ΕΚ τροποποιούνται ως ακολούθως: 1. Το παράρτημα Ι τροποποιείται ως εξής: α) Στον πίνακα, στο σημείο "B. Προϊόντα" το σημείο 21 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: ">ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>" β) Στο τέλος του παραρτήματος Ι, η υποσημείωση (5) διαγράφεται και αντικαθίσταται από τις ακόλουθες υποσημειώσεις: "(5) Ανώτατα όρια συγκεντρώσεων· τα ανώτατα όρια των συγκεντρώσεων υπολογίζονται θεωρώντας ότι όλες οι τιμές των διαφόρων ομοειδών ουσιών που είναι χαμηλότερες από το ανιχνεύσιμο όριο είναι ίσες με το ανιχνεύσιμο όριο. (6) Τα ανώτατα αυτά όρια θα αναθεωρηθούν για πρώτη φορά πριν τις 31 Δεκεμβρίου 2004 με βάση τα νέα στοιχεία σχετικά με την παρουσία διοξινών και παρόμοιων προς τις διοξίνες PCB, και ειδικότερα με σκοπό να περιληφθούν στα επίπεδα που θα καθοριστούν τα παρόμοια προς τις διοξίνες PCB, και θα αναθεωρηθούν εκ νέου πριν τις 31 Δεκεμβρίου 2006 με σκοπό τη σημαντική μείωση των ανώτατων ορίων. (7) Το φρέσκο ψάρι που παραδίδεται άμεσα και χρησιμοποιείται χωρίς ενδιάμεση επεξεργασία για την παραγωγή ζωοτροφών για γουνοφόρα ζώα εξαιρείται από αυτό ανώτατο όριο. Τα προϊόντα και οι επεξεργασμένες ζωικές πρωτενες που παράγονται από αυτά τα γουνοφόρα ζώα δεν μπορούν να εισέλθουν στην τροφική αλυσίδα και η χρήση τους ως ζωοτροφών απαγορεύεται για τα εκτρεφόμενα ζώα που συντηρούνται, παχύνονται ή αναπαράγονται για την παραγωγή τροφίμων." 2. Το παράρτημα ΙΙ τροποποιείται ως εξής: α) στον πίνακα το μέρος Α, το σημείο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: ">ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>" β) στο τέλος του μέρους Α, η υποσημείωση (2) διαγράφεται και αντικαθίσταται από τις ακόλουθες υποσημειώσεις: "(2) Ανώτατα όρια συγκεντρώσεων· τα ανώτατα όρια των συγκεντρώσεων υπολογίζονται θεωρώντας ότι όλες οι τιμές των διαφόρων ομοειδών ουσιών που είναι χαμηλότερες από το ανιχνεύσιμο όριο είναι ίσες με το ανιχνεύσιμο όριο. (3) Τα ανώτατα αυτά όρια θα αναθεωρηθούν για πρώτη φορά έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004 το αργότερο με βάση τα νέα στοιχεία σχετικά με την παρουσία διοξινών και παρόμοιων με τις διοξίνες PCB, και ειδικότερα με σκοπό να περιληφθούν στα επίπεδα που θα καθοριστούν τα παρόμοια με τις διοξίνες PCB, και θα αναθεωρηθούν εκ νέου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 το αργότερο με σκοπό τη σημαντική μείωση των ανώτατων ορίων. (4) Το φρέσκο ψάρι που παραδίδεται άμεσα και χρησιμοποιείται χωρίς ενδιάμεση επεξεργασία για την παραγωγή ζωοτροφών για γουνοφόρα ζώα εξαιρείται από αυτό ανώτατο όριο. Τα προϊόντα και οι επεξεργασμένες ζωικές πρωτενες που παράγονται από αυτά τα γουνοφόρα ζώα δεν μπορούν να εισαχθούν στην τροφική αλυσίδα και η χρήση τους ως ζωοτροφών απαγορεύεται για τα εκτρεφόμενα ζώα που συντηρούνται, παχύνονται ή αναπαράγονται για την παραγωγή τροφίμων."