32000R1603

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1603/2000 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 2000, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές εθανολαμινών, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 185 της 25/07/2000 σ. 0001 - 0010


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1603/2000 του Συμβουλίου

της 20ής Ιουλίου 2000

για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές εθανολαμινών, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας(1), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 3,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή μετά από διαβουλεύσεις με την συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Α. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1. Ισχύοντα μέτρα

(1) Τον Φεβρουάριο 1994, το Συμβούλιο επέβαλε οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές εθανολαμινών, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 229/94(2)]. Οι δασμοί είχαν τη μορφή μεταβλητών δασμών με βάση την ελάχιστη τιμή για τους τρεις τύπους εθανολαμινών, ήτοι την μονοεθανολαμίνη (ΜΕΑ), τη διεθανολαμίνη (DEA) και την τριεθανολαμίνη (ΤΕΑ).

2. Αίτηση για επανεξέταση

(2) Μετά τη δημοσίευση στις 23 Ιουλίου 1998(3) ανακοίνωσης για την επικείμενη λήξη των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές εθανολαμινών, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, η Επιτροπή έλαβε αίτηση για την επανεξέταση των εν λόγω μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 (εφεξής "βασικός κανονισμός"), ήτοι αίτηση για επανεξέταση της λήξεως των μέτρων και ενδιάμεση επανεξέταση.

(3) Την αίτηση υπέβαλε στις 30 Οκτωβρίου 1998 το Conseil européen des fédérations de l'industrie chimique (CEFIC), εξ ονόματος των κοινοτικών παραγωγών, των οποίων η συλλογική παραγωγή αποτελούσε σημαντικό ποσοστό της συνολικής κοινοτικής παραγωγής εθανολαμινών.

(4) Το CEFIC ισχυρίστηκε ότι η λήξη των μέτρων θα είχε πιθανώς ως αποτέλεσμα τη συνέχιση ή την επανάληψη αυξημένης πρακτικής ντάμπινγκ και ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και ότι δικαιολογείτο η επανεξέταση των μέτρων, λόγω ελλείψεως αποτελεσματικότητας. Η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε, μετά από διαβουλεύσεις με την συμβουλευτική επιτροπή, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν επαρκή, άρχισε έρευνα(4) βάσει του άρθρου 11 παράγραφοι 2 και 3 του βασικού κανονισμού. Συνεπώς, η έρευνα κάλυψε όχι μόνο το θέμα του τι θα συμβεί εάν πάψουν να ισχύουν τα μέτρα (βλέπε άρθρο 11 παράγραφος 2), αλλά και το κατά πόσον η τροποποίηση των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ (μεταβλητοί δασμοί βάσει της ελάχιστης τιμής) είναι δικαιολογημένη (άρθρο 11 παράγραφος 3).

3. Έρευνα

(5) Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τους κοινοτικούς παραγωγούς που υποστηρίζουν την αίτηση για επανεξέταση ("κοινοτικοί παραγωγοί που υπέβαλαν αίτηση", τους παραγωγούς-εξαγωγείς και τους συνδεόμενους εισαγωγείς, καθώς και τους χρήστες που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, και τους έδωσε την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν γραπτά τις απόψεις τους ή/και να ζητήσουν ακρόαση.

(6) Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια στα μέρη που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται και έλαβε απαντήσεις από τους τέσσερις κοινοτικούς παραγωγούς που υπέβαλαν αίτηση, τέσσερις παραγωγούς-εξαγωγείς των ΗΠΑ και πέντε συνδεδεμένους εισαγωγείς. Επίσης απεστάλησαν ερωτηματολόγια σε μεγάλο αριθμό χρηστών του προϊόντος· δύο από τις απαντήσεις θεωρήθηκαν πλήρεις.

(7) Ένας παραγωγός-εξαγωγέας των ΗΠΑ δήλωσε την πρόθεσή του να συνεργαστεί στην έρευνα, παρόλο που δεν είχε πραγματοποιήσει εξαγωγές στην Κοινότητα κατά την περίοδο της έρευνας (ΠΕ). Το ενδιαφέρον αυτού του παραγωγού για την έρευνα οφείλεται στη συμμετοχή του στην αρχική έρευνα.

(8) Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που θεώρησε απαραίτητες για τον προσδιορισμό των πιθανοτήτων συνέχισης και επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας και την ανάλυση του κοινοτικού συμφέροντος. Διεξήχθησαν επισκέψεις επαλήθευσης των στοιχείων στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών

α) παραγωγοί-εξαγωγείς

Dow Chemical Company, Midtand, Michigan (ΗΠΑ)

Huntsman Chemical Company, Houston, Texas (ΗΠΑ)

Union Carbide Corporation, Danbury, Connecticut (ΗΠΑ)

β) εισαγωγείς στην Κοινότητα που σχετίζονται με τους παραγωγούς-εξαγωγείς

Huntsman Co. Belgium CVBA, Βρυξέλλες, Βέλγιο

Union Carbide Benelux, Antwerpen, Βέλγιο

Union Carbide Europe SA, Γενεύη, Ελβετία

γ) κοινοτικοί παραγωγοί που υπέβαλαν αίτηση

BASF AG, Ludwigshafen, Γερμανία

BP Chemicals Ltd, Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο και Lavéra, Γαλλία

δ) κοινοτικοί χρήστες

Krems Chemie AG, Krems a.d. Donau, Αυστρία

Synthesia Española SA, Βαρκελώνη, Ισπανία

(9) Η έρευνα για τη συνέχιση και την επανάληψη πρακτικής ντάμπινγκ κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998 ("περίοδος έρευνας" ή "ΠΕ". Η εξέταση της συνέχισης και επανάλης της ζημίας κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τα τέλη της ΠΕ ("ΠΕΖ").

Β. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1. Υπό εξέταση προϊόν

(10) Το υπό εξέταση προϊόν στην προκειμένη περίπτωση είναι το ίδιο με αυτό που καλύφτηκε από την προηγούμενη έρευνα. Υπενθυμίζουμε ότι οι εθανολαμίνες λαμβάνονται με την αντίδραση οξειδίου του αιθυλενίου με αμμωνία. Από τη σύνθεση αυτών των στοιχείων προκύπτουν τρεις ανταγωνιστικές αντιδράσεις που καταλήγουν σε τρεις διαφορετικούς τύπους εθανολαμινών: μόνο- (ΜΕΑ), δι- (DEA) και τρι-εθανολαμίνες (ΤΕΑ). Η αναλογία αυτών των τριών τύπων στη συνολική παραγωγή προσδιορίζονται από το σχεδιασμό των εγκαταστάσεων παραγωγής, αλλά, ως ένα βαθμό, μπορούν να προσδιοριστούν από την επιλογή της αναλογίας αμμωνίας/οξειδίου του αιθυλενίου. Το υπό εξέταση προϊόν χρησιμοποιείται ως ενδιάμεσος παράγοντας για τασιενεργό ουσία (που χρησιμοποιείται στα απορρυπαντικά και στα προϊόντα προσωπικής υγιεινής), λιπάσματα, μέσα προστασίας των συγκομιδών, αντιδιαβρωτικά, λιπαντικά έλαια, χημικές ουσίες στον τομέα της φωτογραφίας, καλλυντικά και πολυουρεθάνη, καθώς και ως βοηθητικό για φίλτρα με κόκκους ή πρόσθετο για τσιμέντα, μεταλλουργικές εργασίες και χαρτοβιομηχανίες. Λόγω της συνδυασμένης παραγωγικής διαδικασίας (βλέπε παραπάνω), όταν παράγεται DEA, οι άλλοι τύποι εθανολαμίνης (ΜΕΑ και ΤΕΑ) παράγονται επίσης και μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες.

2. Ομοειδές προϊόν

(11) Οι εγκαταστάσεις παραγωγής του κοινοτικού κλάδου παράγουν συνήθως 30 έως 33 % DEA. Τόσο οι ΜΕΑ όσο και οι ΤΕΑ αντιπροσωπεύουν μέχρι 54 % της συνολικής παραγωγής εθανολαμινών. Δεδομένης της συνδυασμένης παραγωγικής διαδικασίας, ο ισχυρισμός ενός παραγωγού-εξαγωγέα ότι οι διαφορετικοί τύποι εθανολαμίνης θα πρέπει να εξεταστούν ξεχωριστά στο πλαίσιο της ανάλυσης για τη ζημία δεν είναι δικαιολογημένος.

(12) Μετά την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ στο πλαίσιο της επανεξέτασης, η αγορά χαρακτηρίστηκε από ισχυρή αύξηση της ζήτησης για DEA, ιδίως στις ΗΠΑ. Αυτό άρχισε με τη χρησιμοποίηση DEA στην παραγωγή φυτοφαρμάκων με glyphosat, που είναι κατάλληλα για γενετικά μεταλλαγμένες καλλιέργειες ώστε να αντιστέκονται στα εν λόγω φυτοφάρμακα.

(13) Το υπό εξέταση προϊόν που εισήχθη από τη χώρα που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας είναι ίδιο όσον αφορά τα φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά με το προϊόν κοινοτικής παραγωγής. Δεν υπάρχει διαφορά όσον αφορά τη χρήση μεταξύ των προϊόντων κοινοτικής παραγωγής και των εισαγομένων προϊόντων. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι το υπό εξέταση προϊόν που εισήχθη από τη χώρα που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας είναι ίδιο με αυτό που πωλήθηκε στην εγχώρια αγορά. Ως εκ τούτου, όλα αυτά τα προϊόντα πρέπει να θεωρηθούν ως ενιαίο προϊόν.

Γ. ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

(14) Συνεπεία του ισχυρισμού που περιείχε η καταγγελία, ότι δηλαδή οι περιστάσεις μεταβλήθηκαν μετά την αρχική έρευνα, εξετάστηκε το επίπεδο ντάμπινγκ για την ΠΕ.

(15) Από τους τέσσερις παραγωγούς-εξαγωγείς των ΗΠΑ που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο, δύο είχαν σημαντικές εξαγωγές προς την Κοινότητα κατά την ΠΕ, ενώ άλλοι δύο δήλωσαν ότι πραγματοποίησαν λίγες ή καθόλου εξαγωγές.

(16) Για τον παραγωγό-εξαγωγέα που πραγματοποίησε μικρή ποσότητα εξαγωγών αποφασίστηκε, ελλείψει άλλων πληροφοριών, ότι το περιθώριο ντάμπινγκ θα πρέπει λογικά να βασίζεται στον μικρό αυτό όγκο εξαγωγών.

2. Κανονική αξία

(17) Η κανονική αξία καθορίστηκε, για κάθε τύπο του εν λόγω προϊόντος, με βάση την τιμή όλων των πραγματικών εγχωρίων πωλήσεων στις ΗΠΑ (βλέπε άρθρο 2 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού: "καταβληθείσες ή καταβλητέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές, από ανεξάρτητους πελάτες στην εξάγουσα χώρα"). Για τους τύπους προϊόντος που δεν πωλήθηκαν σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές στην εγχώρια αγορά, η κανονική αξία υπολογίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

(18) Όσον αφορά τους τρεις παραγωγούς-εξαγωγείς των ΗΠΑ, διαπιστώθηκε ότι οι εγχώριες πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 5 % του όγκου των εξαγωγών του προϊόντος από τις ΗΠΑ στην Κοινότητα. Διαπιστώθηκε επίσης ότι για τους τρεις εν λόγω παραγωγούς-εξαγωγείς πραγματοποιήθηκαν επαρκείς εγχώριες πωλήσεις του προϊόντος κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, ώστε να μπορούν οι τιμές αυτών των πωλήσεων να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας.

3. Τιμή εξαγωγής

(19) Σε όλες τις περιπτώσεις, οι εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος πραγματοποιήθηκαν από εταιρείες που συνδέονται με παραγωγούς-εξαγωγείς των ΗΠΑ. Συνεπώς, θεωρήθηκε ότι οι τιμές των πωλήσεων των εταιρειών παραγωγής στις εταιρείες εισαγωγής δεν ήταν αξιόπιστες. Για τον λόγο αυτό, και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, οι τιμές εξαγωγής κατασκευάστηκαν με βάση την τιμή κατά την οποία το εισαχθέν προϊόν μεταπωλήθηκε για πρώτη φορά σε ανεξάρτητους αγοραστές στην Κοινότητα. Έγιναν προσαρμογές για όλα τα έξοδα που μεσολάβησαν μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης, συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών και περιθωρίου κέρδους 5 %, που θεωρήθηκε εύλογο με βάση τις πληροφορίες που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη για τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος.

4. Σύγκριση

(20) Η κανονική αξία συγκρίθηκε με την τιμή εξαγωγής για κάθε συναλλαγή ξεχωριστά σε επίπεδο "εκ του εργοστασίου" στο ίδιο στάδιο εμπορίας. Για την εξασφάλιση θεμιτής σύγκρισης μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, λήφθηκαν υπόψη οι διαφορές όσον αφορά τους παράγοντες που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς και βασει αποδεικτικών στοιχείων, επηρέασαν τη συγκρισιμότητα (βλέπε άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού). Συνεπώς, έγιναν προσαρμογές για το κόστος της χερσαίας μεταφοράς και της μεταφοράς δια θαλάσσης, την ασφάλεια, τις εργασίες διεκπεραίωσης και φόρτωσης, καθώς και παρεπόμενα έξοδα, τις πιστώσεις και τις προμήθειες.

(21) Πραγματοποιήθηκε σύγκριση των κανονικών αξιών με τις τιμές εξαγωγής για όλους τους τύπους που καλύφθηκαν από την παρούσα έρευνα. Για τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς, η εν λόγω σύγκριση κατέδειξε την ύπαρξη σταθμισμένου μέσου όρου περιθωρίου ντάμπινγκ, εκφρασμένου ως εκατοστιαίο ποσοστό της τιμής cif, 33 % για την Dow Chemical, 38,2 % για την Union Carbide και 40,1 % για την Huntsman.

5. Μόνιμη φύση της μεταβολής των περιστάσεων

(22) Η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον οι μεταβολές των περιθωρίων ντάμπιnγκ ήταν πιθανόν να καταστούν μόνιμες. Διαπιστώθηκε ότι τα χαμηλότερα περιθώρια ντάμπινγκ οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στις αυξημένες τιμές εξαγωγής, που εφαρμόστηκαν κατά τα τελευταία δύο έτη. Για το λόγο αυτό, δεδομένου ότι οι ποσότητες εξαγωγών θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικές, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι τα πορίσματα αντιπροσωπεύουν μακροχρόνια μεταβολή των περιστάσεων για τις εν λόγω εισαγωγές από τις ΗΠΑ. Δεν υποβλήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία που να αντικρούουν αυτά τα πορίσματα.

6. Συμπέρασμα

(23) Η επανεξέταση για τη λήξη των μέτρων που άρχισε βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού έδειξε ότι, εάν αρθούν τα μέτρα, υπάρχουν πιθανότητες συνέχισης της πρακτικής ντάμπινγκ, δεδομένου ιδίως ότι διαπιστώθηκε σημαντική πρακτική ντάμπινγκ κατά την ΠΕ και ήταν λογικό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εν λόγω πρακτική θα συνεχιστεί.

(24) Η ενδιάμεση επανεξέταση, βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 3, που άρχισε μετά από αίτηση για αναθεώρηση των μέτρων, με σκοπό να ληφθούν δεόντως υπόψη οι τρέχουσες συνθήκες της αγοράς, συνήγαγε το συμπέρασμα ότι, οι περιστάσεις που οδήγησαν στα ισχύοντα μέτρα μεταβλήθηκαν σημαντικά και ότι αυτές οι μεταβολές πρέπει να θεωρηθούν αρκετά μόνιμες ώστε να δικαιολογούν την επανεξέταση των περιθωρίων ντάμπινγκ που καθορίστηκαν κατά την αρχική έρευνα, με σκοπό τη μείωσή τους.

Δ. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

1. Συνολική κοινοτική παραγωγή

(25) Η καταγγελία υποβλήθηκε εξ ονόματος τεσσάρων από τους πέντε παρασκευαστές εθανολαμίνης της ΕΕ. Μια εταιρεία, η Union Carbide Ltd (Ηνωμένο Βασίλειο), δεν συμμετέσχε στην έρευνα ούτε υποστήριξε την καταγγελία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, η εν λόγω εταιρεία σχετίζεται με τον παραγωγό των ΗΠΑ Union Carbide Corp. USA. Ως εκ τούτου, πραγματοποιήθηκε εκτίμηση για το κατά πόσον η εν λόγω εταιρεία θα πρέπει να εξαιρεθεί από τον ορισμό της κοινοτικής παραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Διαπιστώθηκε ότι ο εν λόγω παραγωγός εισήγαγε το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ σε σημαντικές ποσότητες. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε εγγύηση ότι η οικονομική κατάσταση του εν λόγω παραγωγού δεν εθίγη από τη σχέση του με τον παραγωγό των ΗΠΑ, θεωρήθηκε ότι θα πρέπει να εξαιρεθεί από τον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Η συνολική κοινοτική παραγωγή αντιπροσωπεύεται συνεπώς από τις ακόλουθες εταιρείες: BASF AG, Ludwigshafen, Γερμανία, BP Chemicals Ltd, Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο, Condea Chemie GmbH, Marl, Γερμανία and Akzo Nobel Surface Chemistry ΑΒ, Stenungsund, Σουηδία.

2. Κοινοτικός κλάδος παραγωγής

(26) Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια στους αιτούντες κοινοτικούς παραγωγούς και έλαβε απαντήσεις από τρεις από αυτούς. Μία απάντηση που δεν ανέφερε τα στοιχεία για το κόστος παραγωγής για την περίοδο 1995-1997 έγινε αποδεκτή, επειδή η εταιρεία ανέλαβε την επιχείρηση εθανολαμινών την 1η Ιουλίου 1998 από άλλη εταιρεία και, συνεπώς, δεν είχε πρόσβαση στα εν λόγω στοιχεία. Ο τέταρτος παραγωγός έστειλε ατελή απάντηση στο ερωτηματολόγιο και, συνεπώς, θεωρήθηκε ως μη συνεργασθείς. Οι τρεις κοινοτικοί παραγωγοί που υπέβαλαν αίτηση και συνεργάστηκαν στην έρευνα αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύουν 77,5 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής. Συνεπώς αναφέρονται παρακάτω ως "κοινοτικός κλάδος παραγωγής".

3. Καθορισμός της σχετικής κοινοτικής αγοράς

(27) Μέρος της παραγωγής του κοινοτικού κλάδου (περίπου 28 %) προορίζεται για εσωτερική χρήση, ήτοι χρήση στη δεσμευμένη αγορά. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ποσότητας (περίπου 95 %) προορίζεται αποκλειστικά για χρήση σε μια συγκεκριμένη εγκατάσταση ενός κοινοτικού παραγωγού. Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί που υπέβαλαν αίτηση δεν αγοράζουν το υπό εξέταση προϊόν από ανεξάρτητα μέρη, εντός ή εκτός της Κοινότητας για δική τους χρήση στη δεσμευμένη αγορά. Οι εθανολαμίνες που προορίζονται για χρήση στη δεσμευμένη αγορά δεν θεωρούνται, συνεπώς, ανταγωνιστικές προς τις εθανολαμίνες που διατίθενται με άλλους τρόπους στην Κοινότητα, δεδομένου ότι αυτές οι τελευταίες αποτελούν τη σχετική κοινοτική αγορά για το εν λόγω προϊόν.

Ε. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

1. Κοινοτική κατανάλωση

(28) Η κοινοτική κατανάλωση βασίστηκε στον όγκο των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, στον όγκο των πωλήσεων του μη συνεργασθέντος κοινοτικού παραγωγού, στα στοιχεία της Eurostat για τον όγκο εισαγωγών και σε εκτίμηση των πωλήσεων του παραγωγού με βάση την Κοινότητα που σχετίζεται με τον παραγωγό-εξαγωγέα των ΗΠΑ Union Carbide(5) στην εν λόγω αγορά.

(29) Η κατανάλωση που υπολογίστηκε με βάση τα παραπάνω στοιχεία αυξήθηκε κατά 14 % κατά την ΠΕΖ: από περίπου 152000 τόνους το 1995 σε περίπου 172000 τόνους κατά την ΠΕ. Αυτή η αύξηση οφείλεται στις πωλήσεις DEA και ΤΕΑ, που αυξήθηκαν κατα 19 % και 21 % αντίστοιχα. Η ζήτηση ΜΕΑ παρέμεινε σταθερή. Η ΜΕΑ και η DEA αντιπροσωπεύουν καθεμία περίπου 29 % της συνολικής κατανάλωσης κατά την ΠΕ και η ΤΕΑ περίπου 42 %.

2. Εισαγωγές από την εν λόγω χώρα

α) Όγκος, τάση των τιμών και μερίδιο αγοράς

(30) Οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 14 % κατά την ΠΕΖ, σύμφωνα με την τάση της συνολικής κοινοτικής κατανάλωσης. Εντούτοις, τα στοιχεία δείχνουν καθοδική τάση των εισαγωγών DEA (- 38 % κατά την ΠΕΖ), που αντιπροσωπεύει μόνο 12,6 % των συνολικών εισαγωγών κατά την ΠΕ. Αυτό πρέπει να εξεταστεί υπό το φως της υψηλής ζήτησης DEA στην εγχώρια αγορά των ΗΠΑ. Εξάλλου, παρά τη σταθερή ζήτηση ΜΕΑ στην κοινοτική αγορά κατά την ΠΕΖ, οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 86 % κατα την ίδια περίοδο. Οι εισαγωγές ΤΕΑ κατά την εν λόγω περίοδο αυξήθηκε κατά 11 %.

(31) Δεδομένου ότι οι εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν από συνδεόμενους εισαγωγείς, οι τιμές των εισαγωγών από τις ΗΠΑ, είτε υπολογίστηκαν με βάση τα στοιχεία που υπέβαλαν οι παραγωγοί-εξαγωγείς, είτε με βάση τα στοιχεία της Eurostat, δεν θεωρήθηκαν αξιόπιστες για τον καθορισμό των τάσεων των τιμών. Για να καθοριστεί με πιο αξιόπιστο τρόπο η συμπεριφορά των παραγωγών-εξαγωγέων σχετικά με τις τιμές, αναλύθηκαν οι τιμές μεταπώλησης των συνδεδεμένων εισαγωγέων - πιο συγκεκριμένα οι τιμές για τους βιομηχανικούς τελικούς χρήστες διαπιστώθηκε ότι ήταν αντιπροσωπευτικές για το σύνολο των πωλήσεων. Οι εν λόγω τιμές μειώθηκαν κατά 10 % κατά μέσο όρο από το 1995 έως το 1996 και διαπιστώθηκε ότι ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά τα δύο εν λόγω έτη. Αυτή η τάση ήταν ιδιαίτερα έντονη για τις ΜΕΑ, με μείωση κατά 14 % της τιμής μεταπώλησης. Κατά το τέλος της ΠΕΖ, η τιμή μεταπώλησης των ΤΕΑ επανήλθε στο επίπεδο του 1995, ενώ οι DEA κατέστησαν κατά 13 % ακριβότερες και οι ΜΕΑ παρέμειναν κατά 4 % φθηνότερες. Κατά την ΠΕ, το επίπεδο τιμής των συνδεδεμένων εισαγωγών και του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ήταν συγκρίσιμα.

(32) Το συνολικό μερίδιο αγοράς για τις εισαγωγές από τις ΗΠΑ παρέμεινε σταθερό κατα την ΠΕΖ σε 29 %. Εντούτοις, τα στοιχεία δείχνουν τάση αύξησης του μεριδίου αγοράς για τις ΜΕΑ από 17 έως 32 % και μείωση του μεριδίου αγοράς των DEA από 25 έως 13 %. Οι ΤΕΑ σημείωσαν ελαφριά μείωση από 42 σε 39 %.

β) Πολιτική των παραγωγών-εξαγωγέων σχετικά με τις τιμές

(33) Για να εκτιμηθεί η πολιτική των παραγωγών-εξαγωγέων των ΗΠΑ σχετικά με τις τιμές, αναλύθηκαν οι πωλήσεις τους καθώς και οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Σε μια πρώτη φάση, οι τιμές πώλησης στους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες συγκρίθηκαν στην κοινοτική αγορά. Δεδομένου ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής πραγματοποιεί πωλήσεις μόνο σε βιομηχανικούς τελικούς χρήστες, και ότι αυτοί οι πελάτες καλύπτουν επίσης σημαντικό ποσοστό (πάνω από 50 %) των πωλήσεων των παραγωγών-εξαγωγέων των ΗΠΑ, θεωρήθηκε αντιπροσωπευτική μια σύγκριση σε αυτό το στάδιο εμπορίας. Για τον καθορισμό της πρακτικής ντάμπινγκ, η εν λόγω σύγκριση πραγματοποιήθηκε με βάση τα στοιχεία για τους δύο κύριους παραγωγούς-εξαγωγείς των ΗΠΑ.

(34) Δεδομένου ότι όλες οι εισαγωγές στην Κοινότητα από τις ΗΠΑ πραγματοποιήθηκαν μέσω συνδεόμενων εισαγωγέων, για την παραπάνω σύγκριση χρησιμοποιήθηκαν οι τιμές που εφαρμόστηκαν στους πρώτους ανεξάρτητους αγοραστές στην Κοινότητα, σε επίπεδο συνδεόμενου εισαγωγέα, ήτοι μετά την αφαίρεση του κόστους μεταφοράς στην Κοινότητα, των εκπτώσεων και μειώσεων. Από τη σύγκριση προέκυψε ότι κατά την ΠΕ, ο συνολικός μέσος όρος τιμής για τις εισαγωγές από τις ΗΠΑ και των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ήταν συγκρίσιμα.

(35) Σε μια δεύτερη φάση, πραγματοποιήθηκε ανάλυση των τιμών εισαγωγής εθανολαμινών καταγωγής ΗΠΑ, ήτοι των τιμών μεταξύ των παραγωγών-εξαγωγέων και των συνδεδεμένων εισαγωγέων, σε σύγκριση με τις ελάχιστες τιμές που καθορίζουν τους μεταβλητούς δασμούς. Από την ανάλυση αυτή προέκυψε ότι δεν εισπράχτηκαν σημαντικά ποσά δασμών αντιντάμπινγκ, δεδομένου ότι οι τιμές εισαγωγής ήταν σημαντικά υψηλότερες από τις ελάχιστες τιμές για το μεγαλύτερο διάστημα της ΠΕΖ.

(36) Σε μια τρίτη φάση, δεδομένης της σχέσεως μεταξύ των παραγωγών-εξαγωγέων και των εισαγωγέων, διερευνήθηκε για την ΠΕ κατά πόσον οι τιμές μεταπώλησης που εφήρμοσαν οι εν λόγω εισαγωγείς στους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες τους και οι αντίστοιχες πραγματικές τιμές εισαγωγής αντανακλούσαν τις δαπάνες που επιβάρυναν τους συνδεόμενους εισαγωγείς στο διάστημα μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης. Όλες οι δαπάνες που πράγματι μεσολάβησαν μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης, όπως η μεταφορά από τα κοινοτικά σύνορα, τα έξοδα διακίνησης, ασφάλισης, συσκευασίας, οι πιστώσεις, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και ένα περιθώριο κέρδους 5 % αφαιρέθηκαν συνεπώς από τις τιμές μεταπώλησης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την κατασκευή τιμών εισαγωγής ανεξάρτητα από την σχέση μεταξύ των παραγωγών-εξαγωγέων και των συνδεόμενων εισαγωγέων.

(37) Οι εν λόγω κατασκευασμένες τιμές εισαγωγής και για τους δύο παραγωγούς-εξαγωγείς όχι μόνο ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τις πραγματικές τιμές εισαγωγής που δήλωσαν οι συνδεόμενοι εισαγωγείς, αλλά και σημαντικά χαμηλότερες από τις εφαρμοζόμενες ελάχιστες τιμές για τους διάφορους τύπους εθανολαμινών. Αυτό το πόρισμα επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι συνδεόμενοι εισαγωγείς υπέστησαν σημαντικές χρηματοοικονομικές απώλειες κατά την ΠΕ. Πράγματι, το περιθώριο μεταξύ της τιμής αγοράς (πραγματικής τιμής αγοράς), και της τιμής μεταπώλησης στην κοινοτική αγορά δεν επαρκούσε για να καλύψει το κόστος μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η κατάσταση που διαπιστώθηκε για την ΠΕ διαπιστώθηκε επίσης και για την υπόλοιπη υπό εξέταση περίοδο, ήτοι για το διάστημα μεταξύ 1995 και 1997.

(38) Με βάση τα παραπάνω τρία στάδια της ανάλυσης, συνήχθη το συμπέρασμα ότι οι τιμές μεταπώλησης των παραγωγών-εξαγωγέων των ΗΠΑ στην κοινοτική αγορά ευθυγραμμίζονταν με αυτές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι το επίπεδο της πραγματικής τιμής εισαγωγής ήταν υψηλότερο από τις ελάχιστες τιμές. Εντούτοις, αυτές οι πραγματικές τιμές εισαγωγής δεν αντανακλούσαν, τουλάχιστον όχι πλήρως, τα ισχύοντα μέτρα αντιντάμπινγκ, εαν ληφθούν υπόψη οι δαπάνες που μεσολάβησαν μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης. Ως εκ τούτου, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι παραγωγοί-εξαγωγείς των ΗΠΑ και οι συνδεόμενοι εισαγωγείς απορρόφησαν τα μέτρα αντιντάμπινγκ, τουλάχιστον εν μέρει, εφαρμόζοντας τεχνητά υψηλές πραγματικές τιμές εισαγωγής που αποτελούν τιμές μεταβίβασης.

3. Κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

α) Παραγωγή, παραγωγική ικανότητα, χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

(39) Η παραγωγή αυξήθηκε κατά 38 % κατά την ΠΕΖ, ιδίως από το 1996 έως το 1997, μετά την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας από περίπου 117000 σε 139000 τόνους. Η αύξηση της παραγωγής, σε συνδυασμό με μετριότερη αύξηση της παραγωγικής ικανότητας, βελτίωσε τη γενική ικανότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής όσον αφορά τη χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού από 81,8 σε 91,1 % κατά την ΠΕΖ.

(40) Όπως αναφέρεται παραπάνω, η παραγωγική ικανότητα που διαπιστώθηκε στις εγκαταστάσεις ενός κοινοτικού παραγωγού το 1997 αντιπροσωπεύει περίπου το 95 % της κοινοτικής παραγωγής για χρήση στη δεσμευμένη αγορά και προορίστηκε αποκλειστικά για το σκοπό αυτό. Εντούτοις, η προαναφερθείσα αύξηση της παραγωγικής ικανότητας απορρέει από την εν λόγω επένδυση σε παραγωγή για τη δεσμευμένη αγορά, δεδομένου ότι αυτό μείωσε τη δεσμευμένη χρήση σε άλλη εγκατάσταση της ίδιας εταιρείας. Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του, ελευθέρωσε την παραγωγική ικανότητα για πωλήσεις στην ελεύθερη αγορά.

β) Όγκος των πωλήσεων

(41) Ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην κοινοτική αγορά αυξήθηκε κατά 27 % κατά την ΠΕΖ σε περίπου 96000 τόνους, λόγω της αύξησης των πωλήσεων DEA και ΤΕΑ (κατά 32 %και κατά 28 % αντίστοιχα) κατά την εν λόγω περίοδο.

γ) Μερίδιο αγοράς

(42) Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αύξησε το μερίδιο αγοράς συνολικά από 50 % σε 56 % κατά την περίοδο 1995-1997, κερδίζοντας 11 % για τις ΜΕΑ, 5 % για τις DEA και 3 % για τις ΤΕΑ. Στο διάστημα μεταξύ 1997 και της ΠΕ το συνολικό μερίδιο αγοράς για τις ΤΕΑ παρέμεινε σταθερό, για τις DEA αυξήθηκε περαιτέρω (από 61 % έως 63 %), αλλά μειώθηκε για τις ΜΕΑ (από 53 % σε 49 %).

δ) Αποθέματα

(43) Τα αποθέματα αυξήθηκαν κατά 10 % κατά την ΠΕΖ. Αυτή η αύξηση είναι χαμηλότερη από την αύξηση της παραγωγής κατά 38 %.

ε) Εξέλιξη της τιμής πώλησης και του κόστους παραγωγής

(44) Η συνολική τιμή πώλησης μειώθηκε κατά 17 % στο διάστημα μεταξύ 1995 και 1996. Ακολούθησαν αυξήσεις το 1997 και 1998 αντίστοιχα κατά 3 % και 9 % σε σύγκριση με τις τιμές του 1996. Σε αντίθεση προς τις ελάχιστες τιμές και την κατάσταση κατά το 1995, η DEA κατέστη το ακριβότερο προϊόν κατά την ΠΕΖ.

(45) Οι τιμές μεταπώλησης των εισαγωγών από τις ΗΠΑ στην Κοινότητα ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές πώλησης του κοινοτικού κλαδου παραγωγής κατά το 1995 και 1996. Η πίεση προς τα κατω κατά 17 % των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στο διάστημα από το 1995 έως το 1996 σημειώθηκε τη στιγμή που οι εισαγωγές ΜΕΑ από τις ΗΠΑ σχεδόν διπλασιάστηκαν και η τιμή μεταπώλησης των εισαγωγών ΜΕΑ από τις ΗΠΑ μειώθηκε κατά 14 % σε 605 Ecu ανά τόνο, πράγμα που μείωσε τη τιμή πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά 22 % σε 647 Ecu ανά τόνο.

(46) Εκτός από τις συνθήκες αγοράς, οι τιμές πώλησης επηρεάζονται ουσιαστικά από το κόστος των πρώτων υλών. Το συνολικό κόστος παραγωγής μειώθηκε κατά 7 % στο διάστημα μεταξύ 1995 και 1996 και, σε σύγκριση με το 1996, σημείωσε ελαφριά αύξηση κατά 1 έως 2 % το 1997 και κατά την ΠΕ. Καθόλη την περίοδο, το κόστος παραγωγής μειώθηκε κατά 6 % αλλά οι τιμές μειώθηκαν κατά 10 %. Οι DEA αποτελούν τη μόνη εξαίρεση στην προκειμένη περίπτωση, η μέση τιμή μειώθηκε μόνο κατά 1 % ενώ το κόστος παραγωγής μειώθηκε κατά 4 %.

(47) Θα πρέπει να τονιστεί επίσης ότι η παραγωγή εθανολαμινών για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής είναι σημαντικά δεδομένου ότι επιτρέπει τη χρησιμοποίηση οξειδίου αιθυλενίου δικής της παραγωγής στα μεταγενέστερα στάδια παραγωγής, εξασφαλίζοντας έτσι οικονομίες κλίμακας για την μεταγενέστερη παραγωγική διαδικασία, και επιτρέπει επίσης τη χρησιμοποίηση εθανολαμινών ως ενδιάμεσο προϊόν για άλλα προϊόντα (δεσμευμένη αγορά). Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι οι τιμές πώλησης του οξειδίου αιθυλενίου διογκώθηκαν υπερβολικά προκαλώντας πίεση προς τα κάτω στην παραγωγή εθανολαμινών. Εντούτοις διαπιστώθηκε ότι οι ενδεχόμενες εταιρείες οργανώνουν την εκμετάλλευση της παραγωγής οξειδίου του αιθυλενίου και εθανολαμινών σε ξεχωριστά κέντρα κερδοφορίας, πράγμα που καθιστά απίθανο το ενδεχόμενο επιδότησης, και πραγματοποιήθηκαν έλεγχοι για να διαπιστωθεί κατα πόσον η τιμή μεταβίβασης στην οποία οι εν λόγω πρώτες ύλες ενσωματώθηκαν στο κόστος παραγωγής εθανολαμινών αντανακλούσε την τρέχουσα τιμή. Σε όλες τις περιπτώσεις διαπιστώθηκε ότι οι τιμές μεταβίβασης που χρησιμοποιήθηκαν αντανακλούσαν τις τιμές πώλησης οξειδίου του αιθυλενίου που δήλωσαν οι ανεξάρτητοι πελάτες που αγόρασαν παρόμοιες ποσότητες.

στ) Αποδοτικότητα

(48) Η αποδοτικότητα επηρεαστηκε από τις τιμές πώλησης και το κόστος παραγωγής. Το κέρδος μειώθηκε από 3,94 % το 1995 σε ζημιογόνο επίπεδο - 8,64 % το 1996 και - 8,49 % το 1997. Η ανάκαμψη της τιμής κατά την ΠΕ δεν ήταν αρκετή για να δημιουργήσει κέρδος και η αποδοτικότητα παρέμεινε αρνητική σε - 1,37 %.

ζ) Επενδύσεις

(49) Οι επενδύσεις σε εθανολαμίνες για την ελεύθερη αγορά παρέμειναν σχετικά σταθερές στο διάστημα μεταξύ 1995 και 1998 σε περίπου 4 εκατομμύρια Ecu ετησίως, με εξαίρεση το 1996, όπου ο αριθμός διπλασιάστηκε. Κατά το εν λόγω έτος, σημειώθηκαν σημαντικές μεταβολές σε μια εγκατάσταση παραγωγής όταν την παραγωγή ενός συγκροτήματος για τη δεσμευμένη αγορά ανέλαβε άλλη εγκατάσταση παραγωγής που ανήκει στον ίδιο κοινοτικό παραγωγό.

η) Απασχόληση

(50) Η παραγωγή εθανολαμινών δεν αποτελεί διαδικασία εντάσεως εργασίας. Συνολικά, η απασχόληση ανήλθε κατά 23 % και έφτασε τα 166 άτομα το 1998.

4. Ο όγκος των εισαγωγών και οι τιμές άλλων τρίτων χωρών

(51) Με βάση τις πληροφορίες της Eurostat, οι τιμές εξαγωγής από τη Βουλγαρία είναι χαμηλότερες από τις σημερινές τιμές εισαγωγής των ΗΠΑ από την ίδια πηγή. Όπως αναφέρεται παραπάνω, θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι οι τιμές που αναφέρει η Eurostat για τις εισαγωγές από τις ΗΠΑ δεν θεωρούνται αξιόπιστες. Ένας βούλγαρος παραγωγός, η εταιρεία Burgas, από το 1996 είχε σταθερό μερίδιο της κοινοτικής αγοράς 3 %. Με βάση τις πληροφορίες της Eurostat, περίπου 70 % των εξαγωγών της αφορούν ΜΕΑ - πράγμα που αντιπροσωπεύει μερίδιο αγοράς 6 % σε αυτό το τμήμα της αγοράς κατά την ΠΕ (σε σύγκριση με 49 % για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και 32 % για τους παραγωγούς-εξαγωγείς των ΗΠΑ).

(52) Το μερίδιο αγοράς όλων των άλλων χωρών μειώθηκε σε 2 % για όλους τους τύπους εθανολαμινών και 6 % για τις ΜΕΑ. Εντούτοις, αυτές οι εισαγωγές προέρχονται από διάφορες πηγές, εκ των οποίων καμία δεν κατέχει σημαντικό μερίδιο αγοράς.

5. Συμπέρασμα για την κατάσταση της κοινοτικής αγοράς

(53) Ο όγκος παραγωγής και η παραγωγική ικανότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δείχνουν θετική τάση. Ο όγκος των πωλήσεων αυξήθηκε, ιδίως για τις DEA και τις ΤΕΑ. Το μερίδιο αγοράς αυξήθηκε συνολικά αλλά σημείωσε πτώση για τις ΜΕΑ, σε σύγκριση με το 1997. Παρόλο που ήταν καλύτερη από αυτή του 1996 και του 1997, η αποδοτικότητα παρέμεινε ανεπαρκής το 1998 λόγω της συνεχούς πίεσης στις τιμές πώλησης. Πράγματι, η αρχική μείωση των τιμών πώλησης από το 1995 έως το 1996 δεν έχει ακόμη αντισταθμιστεί και εξακολουθεί να υπάρχει πίεση στις τιμές από τις εν λόγω εισαγωγές.

(54) Η συνέχιση της πίεσης προς τα κάτω στις τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και η επακόλουθη αρνητική αποδοτικότητα σχετίζονται άμεσα με την τακτική των παραγωγών-εξαγωγέων των ΗΠΑ σχετικά με τις τιμές, και ιδίως με την απορρόφηση των ισχυόντων μέτρων και την επακόλουθη συμπίεση των τιμών.

ΣΤ. ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΖΗΜΙΑΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1. Ανάλυση της ζήτησης εθανολαμινών

(55) Λόγω της συνδυασμένης παραγωγικής διαδικασίας, η αυξημένη κατανάλωση DEA και ΤΕΑ στην Κοινότητα έχει ως αποτέλεσμα σημαντική προμήθεια ΜΕΑ. Η πίεση των τιμών προς τα πάνω ήταν ιδιαίτερα έντονη για τις DEA, και επιδεινώθηκε από την προοδευτική απόσυρση των παραγωγών-εξαγωγέων των ΗΠΑ από την εν λόγω αγορά (που εκφράστηκε με την αντίστοιχη μείωση του μεριδίου αγοράς στις ΗΠΑ από 25 σε 13 % κατά την ΠΕΖ).

(56) Παράλληλα, η ικανότητα παραγωγής εθανολαμίνης σε παγκόσμιο επίπεδο αυξάνεται περαιτέρω με την προοπτική της συνεχιζόμενης αύξηση της ζήτησης DEA, και τα ποσοστά επένδυσης των σημαντικών παραγωγών τόσο στην Κοινότητα όσο και στις ΗΠΑ είναι παρόμοια. Η μεγάλη ζήτηση DEA οδήγησε σε αντίστοιχες προς τα άνω προσαρμογές των τιμών σ' αυτό το τμήμα της αγοράς, ενώ η κατανάλωση DEA - και συνεπώς οι τιμές - κατα την προηγούμενη έρευνα ήταν χαμηλές. Η επίπτωση στις τιμές πώλησης (και συνεπώς στην αποδοτικότητα) της αυξημένης παραγωγικής ικανότητας και της αυξημένης ζήτησης DEA παραμένει ασαφής, αλλά, συγκεκριμένα, η (παγκοσμίως) πλεονασματική παραγωγή ΜΕΑ, κινδυνεύει να συμπιέσει τις συνθήκες της αγοράς.

2. Ανάλυση της κατάστασης των παραγωγών-εξαγωγέων των ΗΠΑ

(57) Η παγκόσμια αύξηση της παραγωγικής ικανότητας κινδυνεύει να δημιουργήσει πλεονασματική παραγωγή, ιδίως ΜΕΑ, ενώ η κοινοτική αγορα, με επίπεδο τιμών υψηλότερο από αυτό άλλων τρίτων χωρών, είναι θελκτική για τους παραγωγούς-εξαγωγείς των ΗΠΑ. Η παραγωγική ικανότητα των ΗΠΑ αυξήθηκε κατά περισσότερο από ένα τρίτο στην περίοδο 1995-1998. Από το 1997 έως την ΠΕ, η καθιερωμένη παραγωγική ικανότητα αυξήθηκε κατά 19,9 %, σε 524000 τόνους για τους τρεις παραγωγούς των ΗΠΑ, Union Carbide, Huntsman και Dow Chemical και, παρόλο που η παραγωγή αυξήθηκε κατά 9 %, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας μειώθηκε από 90,4 % σε 83 %. Η νέα καθιερωμένη παραγωγική ικανότητα προσανατολίζεται γενικά προς τις DEA, πράγμα που δημιουργεί πλεονασματική παραγωγή ΜΕΑ.

(58) Επιπλέον, από την έρευνα προέκυψε ότι οι παραγωγοί των ΗΠΑ εξήγαγαν σημαντικές ποσότητες του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα κατα την εξεταζόμενη περίοδο, πράγμα που δείχνει ότι η κοινοτική αγορά είναι σημαντικός τρόπος διοχέτευσης της παραγωγής τους. Από το 1997 μέχρι την ΠΕ οι αντίστοιχες εξαγωγές των ΗΠΑ στην Κοινότητα αυξήθηκαν κατά 12,4 %, ενώ οι εγχώριες πωλήσεις αυξήθηκαν μόνο κατά 4,9 % και οι εξαγωγές σε άλλες τρίτες χώρες μειώθηκαν κατά 2,7 %. Κατά την ΠΕ, οι εγχώριες πωλήσεις των ΗΠΑ αντιπροσώπευαν 67,1 % των συνολικών πωλήσεων από τους τρεις παραγωγούς των ΗΠΑ που αναφέρονται παραπάνω, οι εξαγωγές στην Κοινότητα 13,6 % και οι εξαγωγές σε τρίτες χώρες 19,3 %.

(59) Από την έρευνα προέκυψε επίσης ότι οι εγχώριες τιμές των ΗΠΑ βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο απ' ότι οι τιμές πώλησης στην κοινοτική αγορά. Το υψηλότερο επίπεδο τιμών στις ΗΠΑ μπορεί να αποδοθεί στην υψηλή κατανάλωση DEA στην αγορά των ΗΠΑ.

(60) Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Νότια Κορέα επέβαλε μέτρα κατά των εισαγωγών εθανολαμινών από τις ΗΠΑ. Δεδομένου ότι δεν θεωρείται ότι οι εν λόγω ποσότητες, ακόμη και αν πωληθούν για άλλες χρήσεις, είναι τέτοιες που διαταράσσουν την κοινοτική αγορά, το γεγονός ότι επιβλήθηκαν μέτρα αντιντάμπινγκ δείχνει ότι οι παραγωγοί-εξαγωγείς των ΗΠΑ σκοπεύουν να διεξάγουν εξαγωγές σε τιμές ντάμπινγκ.

(61) Οι τιμές τόσο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής όσο και των παραγωγών-εξαγωγέων κατά την ΠΕΖ υπερέβησαν σταθερά τα μεταβλητά μέτρα αντιντάμπινγκ που βασίζονται στην ελάχιστη τιμή. Αποδείχτηκε ότι οι πραγματικές τιμές εισαγωγής δεν αντανακλούν τις τιμές μεταπώλησης των συνδεόμενων εισαγωγέων και ότι οι τιμές εισαγωγής που αντανακλούν τις δαπάνες που μεσολάβησαν μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης ήταν συστηματικά κατώτερες από τις ελάχιστες τιμές, πράγμα που δείχνει ότι οι παραγωγοί-εξαγωγείς των ΗΠΑ εν μέρει εξουδετέρωσαν τα επιβληθέντα μέτρα αντιντάμπινγκ. Παράλληλα, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν συνήλθε από την δυσχερή κατάσταση στην οποία βρέθηκε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μια μη ικανοποιητική κατάσταση όσον αφορά το κέρδος κατα την ΠΕ.

(62) Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι, όπως στην προηγούμενη περίοδο έρευνας ( 1991/92) πριν την επιβολή μέτρων, οι παραγωγοί των ΗΠΑ εξήγαγαν σημαντικές ποσότητες στην κοινοτική αγορά. Από 48000 τόνους κατά την προηγούμενη ΠΕ, αυτοί μειώθηκαν σε 44000 τόνους στην αρχή της ΠΕΖ, και τέλος αυξήθηκαν σε 51000 τόνους. Αντιπροσωπεύουν 40 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής κατά την ΠΕ.

(63) Διαπιστώθηκε ότι παράλληλα με την αυξανόμενη ζήτηση DEA στις ΗΠΑ που πίεσε προς τα άνω τις τιμές πώλησης των ΗΠΑ όσον αφορά τις DEA και τις εθανολαμίνες γενικά, παρατηρήθηκε μια μικρότερη μεταβολή της τιμής στην κοινοτική αγορα. Αυτή η τάση της κατανάλωσης σημαίνει επίσης ότι οι ΜΕΑ παράγονται σε ολοένα αυξανόμενες ποσότητες, με κίνδυνο, λόγω της έλλειψης ανάλογης ζήτησης, να πωληθεί σε ολοένα χαμηλότερες τιμές. Η επίπτωση στην τιμή των ΤΕΑ αναμένεται να είναι μικρότερη, δεδομένου ότι προβλέπονται μικρότερα πλεονάσματα παραγωγής.

(64) Ένας παραγωγός-εξαγωγέας των ΗΠΑ ισχυρίστηκε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχει και ο ίδιος πλεόνασμα παραγωγικής ικανότητας ΜΕΑ που δημιουργεί συμπίεση των τιμών προς τα κάτω. Ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει αυτόν τον ισχυρισμό. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι ένας παραγωγός των ΗΠΑ ισχυρίστηκε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής πραγματοποίησε πωλήσεις σε τιμές χαμηλότερες από αυτές των κοινοτικών παραγωγών για τις DEA το 1998. Από την έρευνα προέκυψε ωστόσο ότι η κοινοτική εταιρεία που αναφέρθηκε δεν πραγματοποίησε πωλήσεις DEA στον εν λόγω πελάτη.

3. Συμπέρασμα για την πιθανότητα συνέχισης της ζημιογόνου πρακτικής ντάμπινγκ

(65) Από την έρευνα προέκυψε ότι, παρά τα ισχύοντα μέτρα αντιντάμπινγκ και την αυξημένη παραγωγή, παραγωγική ικανότητα, κατανάλωση και όγκο πωλήσεων, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής εξακολουθεί να βρίσκεται σε ευάλωτη κατάσταση, ιδίως όσον αφορά τις τιμές πώλησης και την αποδοτικότητα. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μπόρεσε να συμπληρώσει το κενό που αφησε η εν μέρει απόσυρση των παραγωγών-εξαγωγέων των ΗΠΑ από την κοινοτική αγορά DEA. Εντούτοις, λόγω της μερικής απορρόφησης των ισχυόντων μέτρων από τους παραγωγούς-εξαγωγείς των ΗΠΑ, της πλεονασματικής παραγωγής ΜΕΑ και της προκύπτουσας αύξησης των εισαγωγών ΜΕΑ της ΕΕ από τις ΗΠΑ σε τιμές ντάμπινγκ, οι τιμές όλων των εθανολαμινών παρέμειναν τόσο χαμηλές ώστε δεν ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ακόμη και με τα μέτρα αντιντάμπινγκ.

(66) Η έρευνα έδειξε ότι οι εν λόγω εισαγωγές εξακολουθούν να πραγματοποιούνται σε τιμές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπιυγκ σε σημαντικό βαθμό. Διαπιστώθηκε ότι οι εγχώριες τιμές των ΗΠΑ αυξήθηκαν μετά την προηγούμενη έρευνα, αυ και σε μικρότερη έκταση απ' ότι οι τιμές των εξαγωγών των ΗΠΑ προς την Κοινότητα. Αυτό οδήγησε σε μικρότερα περιθώρια ντάμπινγκ από αυτά της αρχικής έρευνας, μεταξύ αλλων λόγω της εξουδετέρωσης των μέτρων. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι οι εξαγωγικές ποσότητες είναι σημαντικές, δεδομένου ότι ισοδυναμούν με το 40 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής κατά την ΠΕ.

(67) Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να συνέλθει από την δυσχερή κατάσταση που αντιμετώπισε μετά την προηγούμενη έρευνα· οι τιμές των εισαγωγών από τις ΗΠΑ ήταν χαμηλότερες από τις ελάχιστες τιμές, (δεδομένων των πραγματικών δαπανών που μεσολάβησαν μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης), και συνεπώς εξουδετέρωσαν εν μέρει τα ισχύοντα μέτρα αντιντάμπινγκ και παρεμπόδισαν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να βελτιώσει την κατάστασή του η αύξηση της παραγωγικής ικανότητας στις ΗΠΑ είναι πιθανόν να συμπιέσει τις συνθήκες αγοράς στην Κοινότητα, ιδίως λόγω της υπερβολικής παραγωγής ΜΕΑ η κοινοτική αγορά, σε σύγκριση με άλλες αγορές, παραμένει θελκτική για τους παραγωγούς-εξαγωγείς των ΗΠΑ, που εξακολουθούν να εξάγουν σημαντικές ποσότητες στην Κοινότητα σε τιμές ντάμπινγκ - και συνεπώς συνάγεται το συμπέρασμα ότι υπάρχει πιθανότητα συνέχισης της ζημιογόνου πρακτικής νταμπινγκ.

Ζ. ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

1. Εισαγωγή

(68) Κατά την προηγούμενη έρευνα, η λήψη μέτρων θεωρήθηκε ότι δεν ήταν αντίθετη προς το συμφέρον της Κοινότητας. Η παρούσα έρευνα αποτελεί επανεξέταση και αναλύει μια κατάσταση κατά την οποία είχαν ήδη θεσπιστεί μέτρα αντιντάμπινγκ· σκοπός της είναι συνεπώς η εκτίμηση των τυχόν αδικαιολόγητων αρνητικών επιπτώσεων των μέτρων στα ενδιαφερόμενα μέρη. Ως εκ τούτου, εξετάστηκε κατά πόσον, παρά τα συμπεράσματα σχετικά με τις πιθανότητες συνέχισης της επιζήμιας πρακτικής ντάμπινγκ, υπήρχαν επιτακτικοί λόγοι για να συμπεράνουμε ότι η διατήρηση των μέτρων είναι αντίθετη προς το κοινοτικό συμφέρον. Για το σκοπό αυτό, και σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, λήφθηκε υπόψη η επίπτωση όλων των ενεχομένων μερών στις διαδικασίες διατήρησης των ισχυόντων μέτρων, επιβολής εναλλακτικών μέτρων ή κατάργησης των μέτρων.

2. Συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(69) Τα ισχύοντα μέτρα δεν είχαν ως αποτέλεσμα να επιτευχθεί επίπεδο τιμής στην κοινοτική αγορά που θα επέτρεπε στους κοινοτικούς παραγωγούς να επανακτήσουν αποδοτικότητα. Η έρευνα έδειξε ότι τα μέτρα δεν κατέστησαν ποτέ πλήρως αποτελεσματικά - παρόλο που οι πραγματικές τιμές εισαγωγής υπερέβησαν τις ελάχιστες καθορισθείσες τιμές, αυτές οι τελευταίες δεν εκφραστηκαν στις τιμές μεταπώλησης των συνδεόμενων εισαγωγέων. Η προοπτική για την κατασταση της κοινοτικής αγοράς δεν είναι ευνοϊκή, δεδομένης της σαφούς πιθανότητας εισροής ΜΕΑ που παράγονται σε νέες εγκαταστάσεις παραγωγής και της συνεχούς συμπίεσης των τιμών, οι οποίες το 1999 σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν κατώτερες από τις κατώτερες καθορισθείσες τιμές.

(70) Σύμφωνα με τα παραπάνω, η συνέχιση των μέτρων για τον περιορισμό της προς τα κάτω συμπίεσης των τιμών εθανολαμίνης θα ήταν προς το συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

3. Συμφέρον των χρηστών

(71) Η Επιτροπή έλαβε τέσσερις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο από χρήστες εθανολαμινών, δύο από τις οποίες θεωρήθηκαν πλήρεις και συμπληρώθηκαν με επιτόπια έρευνα. Δεδομένου ότι αυτοί οι τέσσερις χρήστες αντιπροσωπεύουν 1,4 % της κοινοτικής κατανάλωσης κατά την ΠΕ, οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν δεν θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικές. Οι χρήστες ισχυρίστηκαν ότι θα πρέπει να αποφευχθεί οποιαδήποτε αύξηση του κόστους παραγωγής, δεδομένου ότι αυτό επηρεάζει την αποδοτικότητά τους.

(72) Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατα τη διάρκεια της έρευνας έδειξαν ότι η επίπτωση της τιμής πώλησης των εθανολαμινών στο κόστος παραγωγής του τελικού προϊόντος κατά την ΠΕ κυμαίνεται από 2,21 έως 18,82 % (ο τελευταίος αυτός αριθμός αφορά μια ακραία περίπτωση, για ένα προϊόν για το οποίο η εθανολαμίνη μπορεί να κάλλιστα να υποκατασταθεί από άλλο μη σχετικό χημικό προϊόν). Ο συνολικός σταθμισμένος μέσος όρος ανέρχεται σε 4,33 % του κόστους παραγωγής. Η μεγαλύτερη επίπτωση των προτεινόμενων μέτρων είναι κατά μέσο όρο ένα τοις εκατό και συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί περιορισμένη.

(73) Ένας ακόμη χρήστης του υπό εξέταση προϊόντος ισχυρίστηκε ότι σκόπευε να παράγει ένα χημικό ενδιάμεσο προϊόν, glyphosat, στην Κοινότητα χρησιμοποιώντας DEA. Η εν λόγω εταιρεία ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν σε θέση να υλοποιήσει αυτή την πρόθεσή της λόγω των τεχνητά υψηλών τιμών εισαγωγής (λόγω των μέτρων αντιντάμπινγκ) και λόγω της έλλειψης τοπικής (κοινοτικής) προμήθειας DEA. Θα πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η ελάχιστη τιμή στην οποία βασίζεται ο μεταβλητός δασμός ήταν πάντα χαμηλότερη από τις τιμές πώλησης που καθορίστηκαν για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη κατά την ΠΕ. Αυτό δείχνει ότι ο πρώτος ισχυρισμός του χρήστη δεν αντανακλά την πραγματικότητα. Η έρευνα έδειξε επίσης ότι δεν υπήρχε διαθέσιμη επαρκής ποσότητα DEA στις ΗΠΑ και ότι συνεπώς οι εξαγωγές στην Κοινότητα μειώθηκαν. Χρειάστηκε κάποιος χρόνος για να προσαρμοστούν οι κοινοτικοί παραγωγοί στην αύξηση της ζήτησης, αλλα η προμήθεια DEA ήταν τόσο μικρή που οι τιμές επηρεάστηκαν σημαντικά και ο δεύτερος ισχυρισμός της εταιρείας πρέπει νά θεωρηθεί αβάσιμος.

4. Συμπέρασμα για το συμφέρον της Κοινότητας

(74) Η διατήρηση των μέτρων θα ήταν προς το συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής διότι θα εξασφαλιζόταν ότι οι τιμές, ιδίως οι τιμές των ΜΕΑ, ανέρχονται σε μη ζημιογόνο επίπεδο. Οι χρήστες του προϊόντος που αναγγέλθηκαν δεν αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό της κοινοτικής κατανάλωσης ή/και δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς τους. Εν πάση περιπτώσει, η επίπτωση των μέτρων στο κόστος παραγωγής τους είναι περιορισμένη. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις, συνήχθη το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για τη μη συνέχιση των μέτρων, προκειμένου να εξασφαλιστούν ανταγωνιστικές συνθήκες θεμιτής τιμολόγησης και να αποφευχθεί η συνέχιση της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

Η. ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

(75) Δεδομένου ότι διαπιστώθηκε ότι οι παραγωγοί-εξαγωγείς των ΗΠΑ εξουδετέρωσαν τα μέτρα επί εκτεταμένο χρονικό διάστημα και ότι ο όγκος εισαγωγών παρέμεινε σημαντικός, συνήχθη το συμπέρασμα ότι η εν λόγω τάση είχε μόνιμο χαρακτήρα. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα πρέπει να αποφασιστεί σε ποια βάση θα ολοκληρωθεί η έρευνα που διεξήχθη σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 3 του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι τα ισχύοντα επί του παρόντος μέτρα δεν οδήγησαν σε πρόωρη θετική έπίπτωση στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, αποφασίστηκε ότι:

- τα μέτρα αντιντάμπινγκ θα πρέπει να ανανεωθούν,

- η μορφή τους θα πρέπει να αναθεωρηθεί,

- το επίπεδό τους θα πρέπει να προσαρμοστεί στο επίπεδο ντάμπινγκ και ζημίας που διαπιστώθηκε.

(76) Σημειωτέον ότι οι πραγματικές τιμές εισαγωγής χρησιμοποιούνται στις διαδικασίες αντιντάμπινγκ για τον προσδιορισμό τόσο του περιθωρίου ντάμπινγκ όσο και του περιθωρίου ζημίας. Η έρευνα έδειξε ότι οι πραγματικές τιμές εισαγωγής δεν αντανακλούν τις τιμές μεταπώλησης των συνδεδεμένων εισαγωγέων. Η χρησιμοποίηση αυτών των στοιχείων θα υποτιμούσε τα πραγματικά περιθώρια ντάμπινγκ και ζημίας για την ΠΕ. Ως εκ τούτου, συνήχθη το συμπέρασμα ότι τα περιθώρια ντάμπιυγκ και ζημίας που καθορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού πρέπει να βασίζονται στην κατασκευασμένη τιμή εισαγωγής.

(77) Για να υπολογιστεί το κατώφλι ζημίας, καθορίστηκε μη ζημιογόνος τιμή πώλησης για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, με περιθώριο κέρδους 8 %, σε σύγκριση με τις τιμές μεταπώληβης των συνδεδεμένων εισαγωγέων των ΗΠΑ. Η τυχόν διαφορά εκφράστηκε ως εκατοστιαίο ποσοστό της κατασκευασμένης τιμής εισαγωγής cif. Με βάση αυτή τη μεθοδολογία, το ποσοστό κατα το οποίο οι τιμές πώλησης είναι χαμηλότερες από τις τιμές στόχους των κοινοτικών παραγωγών, οι οποίες ήταν χαμηλότερες από τα αντίστοιχα περιθώρια ντάμπιυγκ, είναι 10,4 % για την Union Carbide Corporation, 13,9 % για την Dow Chemical Company και 20,5 % για την Huntsman Chemical Company. Κατά την προηγούμενη έρευνα, οι μεταβλητοί δασμοί βάσει της ελάχιστης τιμής βασίστηκαν στο συνολικό ποσοστό κατά το οποίο οι τιμές πώλησης ήταν χαμηλότερες από τις τιμές στόχους των κοινοτικών παραγωγών κατα 45,2 % για την Union Carbide, 53,5 % για την Dow Chemical και 39,5 % για την Huntsman.

(78) Οι συγκεκριμένοι πάγιοι δασμοί που βασίστηκαν στη διαφορά μεταξύ της μη επιζήμιας τιμής και των τιμών μεταπώλησης των συνδεόμενων εισαγωγέων των ΗΠΑ, ανέρχεται σε 59,25 ευρώ ανα τόνο για την Union Carbide Corporation, 69,40 ευρώ ανά τόνο για την Dow Chemical Company και 111,25 ευρώ ανα τόνο για την Huntsman Chemical Company. Αυτός ο τύπος μέτρων θεωρείται καταλληλος δεδομένου ότι οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ πραγματοποιούνται κυρίως μέσω συνδεόμενων εταιρειών πώλησης. Ο ειδικός υπολειπόμενος πάγιος δασμός καθορίζεται σε 111,25 ευρώ ανά τόνο.

(79) Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν για τα κυριότερα γεγονότα και παρατηρήσεις στα οποία βασίζεται η συνέχιση των μέτρων σε ανανεωμένο επίπεδο και υπό ανανεωμένη μορφή. Δόθηκε στα μέρη προθεσμία εντός της οποίας μπορούσαν να υποβάλουν σχόλια μετά την κοινολόγηση

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1. Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές εθανολαμινών που υπάγονται επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ ex29221100 (μονοεθανολαμίνη) (κωδικός Taric 2922110010), ex 2922 12 00 (διεθανολαμίνη) (κωδικός Taric 2922120010) και 2922 13 10 (τριεθανολαμίνη), καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

2. Ο οριστικός δασμός που επιβάλλεται στην τιμή "ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας", πριν τον εκτελωνισμό, για τα προϊόντα των ακολούθων εταιρειών είναι ο ακόλουθος:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

3. Με την επιφύλαξη τυχόν διαφορετικής ρυθμίσεως, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους δασμούς.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Ιουλίου 2000.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

F. Parly

(1) ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 905/98 (ΕΕ L 128 της 30.4.1998, σ. 18).

(2) ΕΕ L 28 της 2.2.1994, σ. 40.

(3) ΕΕ C 231 της 23.7.1998, σ. 3.

(4) ΕΕ C 27 της 2.2.1999, σ. 3.

(5) Βάσει της καταγγελίας και των πληροφοριών που υπέβαλε ο παραγωγός-εξαγωγέας των ΗΠΑ. Οι πωλήσεις αντιστοιχούν στο 10 % των συνολικών πωλήσεων του συνόλου των εθανολαμινών που παράγονται στην κοινοτική αγορά.