32000R1227

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1227/2000 της Επιτροπής, της 31ης Μαΐου 2000, περί καθορισμού λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 του Συμβουλίου για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς και ιδίως σχετικά με το δυναμικό παραγωγής

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 143 της 16/06/2000 σ. 0001 - 0021


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1227/2000 της Επιτροπής

της 31ης Μαΐου 2000

περί καθορισμού λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 του Συμβουλίου για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς και ιδίως σχετικά με το δυναμικό παραγωγής

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς(1), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 2, το άρθρο 10, το άρθρο 15, το άρθρο 23 και το άρθρο 80 στοιχείο α),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 ο οποίος αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 822/87 του Συμβουλίου(2), όπως τροποποιήθηκε τελευτεία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1677/1999(3), από την 1η Αυγούστου 2000, περιλαμβάνει στον τίτλο II διατάξεις περί του δυναμικού παραγωγής. Είναι τώρα ενδεδειγμένο να συμπληρωθεί το θεσπιζόμενο με τις διατάξεις αυτές πλαίσιο με κανόνες εφαρμογής και με την κατάργηση των προγενέστερων κανονισμών στο θέμα αυτό. Συγκεκριμένα, του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2314/72 της Επιτροπής(4), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2462/93(5), του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 940/81(6), του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3800/81(7), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2548/1999(8), του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2729/88(9), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2182/97(10), του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2741/89(11) και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3302/90(12).

(2) Παρέχεται η άδεια στα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, να θεσπίζουν περισσότερο περιοριστικές εθνικές διατάξεις σε θέματα νέων φυτεύσεων ή αναφυτεύσεων αμπέλου ή επανεμβολιασμού, απ' ό,τι προβλέπεται στον τίτλο II του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος περιλαμβάνει την επιβολή τέτοιων κανόνων σχετικά με το έδαφος, τη μεταφορά και τη χρήση των δικαιωμάτων φύτευσης.

(3) Το άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να χορηγούν άδειες για τις εκτάσεις που προβλέπονται στα στοιχεία α) και β) της εν λόγω διάταξης για την παραγωγή οίνου προς διάθεση στην αγορά. Είναι αναγκαίο να καθοριστούν λεπτομερείς κανόνες που αφορούν τις αιτήσεις και την πραγματική ημερομηνία της διευθέτησης, ειδικότερα δε να προβλεφθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της διευθέτησης σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, ειδικότερα για την περίπτωση χορήγησης αδείας από την ημερομηνία της αιτήσεως, ενώ, παράλληλα, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι οι παραγωγοί δεν επωφελούνται από αβάσιμες αιτήσεις. Είναι επίσης αναγκαίο τα δικαιώματα φύτευσης που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία διευθέτησης να ισχύουν κατά την ημερομηνία της αιτήσεως.

(4) Το άρθρο 2 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 προβλέπει την υποχρεωτική εκρίζωση των αγροτεμαχίων που παραβαίνουν τους περιορισμούς φύτευσης. Αμπελοοϊνικά προϊόντα που παράγονται από αμπέλους σε αυτές τις περιοχές πριν λάβει χώρα η εκρίζωση, δεν θα έπρεπε να ανατρέπουν την ισορροπία της αγοράς και για το λόγο αυτό πρέπει να διατίθενται μόνο για απόσταξη.

(5) Το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 προβλέπει τη χορήγηση δικαιωμάτων νέας φύτευσης στο πλαίσιο μέτρων αναδασμού ή μέτρων απαλλοτρίωσης για λόγους κοινής ωφελείας. Τα δικαιώματα νέας φύτευσης δεν πρέπει να υπερβαίνουν όσα είναι απαραίτητα για τη φύτευση έκτασης ισοδύναμης με 105 % της έκτασης που απώλεσε ο παραγωγός στο πλαίσιο αυτών των μέτρων ώστε να μην καταστρατηγείται η απαγόρευση φύτευσης που προβλέπεται από το άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999.

(6) Το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 προβλέπεi επίσης τη χορήγηση δικαιωμάτων νέας φύτευσης για αμπελουργικούς πειραματισμούς. Οι εκτάσεις που προορίζονται για ανάλογες χορηγήσεις δικαιωμάτων νέας φύτευσης πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για τους καθοριζόμενους σκοπούς και τα αμπελοοινικά προϊόντα που παράγονται από αμπέλους των περιοχών αυτών και κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας της πειραματικής περιόδου πρέπει να τους απαγορεύεται η διατάραξη της ισορροπίας της αγοράς. Για το λόγο αυτό, αμπελοοινικά προϊόντα που παράγονται από αμπέλους των περιοχών αυτών κατά τη διάρκεια της πειραματικής περιόδου δεν πρέπει να διατίθενται στην αγορά με την επιφύλαξη της κατανάλωσής τους στο πλαίσιο δοκιμών. Μετά το πέρας της πειραματικής περιόδου, πρέπει είτε οι σχετικές εκτάσεις να εκριζώνονται είτε να χρησιμοποιούνται δικαιώματα φύτευσης ώστε να τους επιτρέπεται η κανονική παραγωγή. Πρέπει να επιτρέπεται η εξακολούθηση υπαρχόντων αμπελουργικών πειραματισμών, οι οποίοι υπόκεινται στις υπάρχουσες ρυθμίσεις.

(7) Το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 προβλέπει επίσης τη χορήγηση δικαιωμάτων νέας φύτευσης στην περίπτωση μητρικών φυτειών εμβολιοληψίας. Οι εκτάσεις που φυτεύτηκαν συνεπεία τέτοιων χορηγήσεων δικαιωμάτων νέας φύτευσης πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για συγκεκριμένους σκοπούς, δεν πρέπει δε να επιτρέπεται, στα αμπελοοινικά προϊόντα που παράγονται από αμπέλους των περιοχών αυτών και κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας της περιόδου παραγωγής στις μητρικές φυτείες εμβολιοληψίας, να διαταράσσουν την ισορροπία της αγοράς. Για το λόγο αυτό, κατά τη διάρκεια της περιόδου παραγωγής, δεν πρέπει να γίνεται συγκομιδή των σταφυλιών από τις περιοχές αυτές ή, αν πραγματοποιηθεί συγκομιδή, πρέπει να καταστρέφεται. Μετά το πέρας της περιόδου παραγωγής, πρέπει είτε οι σχετικές εκτάσεις να εκριζώνονται είτε τα δικαιώματα φύτευσης να χρησιμοποιούνται, ώστε να τους επιτρέπεται η κανονική παραγωγή. Πρέπει να επιτρέπεται η εξακολούθηση των υπαρχουσών μητρικών φυτειών εμβολιοληψίας, οι οποίες υπόκεινται στις υπάρχουσες ρυθμίσεις.

(8) Το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 προβλέπει επίσης τη χορήγηση δικαιωμάτων νέας φύτευσης για εκτάσεις των οποίων τα αμπελοοινικά προϊόντα προορίζονται αποκλειστικά για την οκογενειακή κατανάλωση του αμπελοκαλλιεργητή. Εντούτοις, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπερβολικό διοικητικό βάρος το οποίο θα επιβαλλόταν λόγω του μεγάλου αριθμού αναλόγων περιπτώσεων στα κράτη μέλη. Για το λόγο αυτό, πρέπει να παρέχεται η άδεια στα κράτη μέλη να επιτρέπουν την ύπαρξη ανάλογων εκτάσεων ακόμα και αν δεν έχουν χορηγηθεί γι' αυτές δικαιώματα φύτευσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές εκτάσεις είναι μικρές και ότι ο αμπελοκαλλιεργητής δεν ενέχεται σε εμπορική δραστηριότητα παραγωγής οίνου. Οι σχετικές εκτάσεις και οι παραγωγοί πρέπει να υπόκεινται σε κατάλληλο έλεγχο και κυρώσεις, περιλαμβανομένης της εκρίζωσης αναλόγων εκτάσεων σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων.

(9) Το άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 προβλέπει τη χορήγηση δικαιωμάτων νέας φύτευσης για την παραγωγή οίνων v.q.p.r.d. ή επιτραπέζιων οίνων που περιγράφονται με γεωγραφική ένδειξη. Ανάλογες χορηγήσεις μπορούν να γίνονται μόνον εφόσον έχει αναγνωριστεί ότι η παραγωγή των εν λόγω οίνων είναι κατά πολύ μικρότερη της ζήτησης. Τέτοια αναγνώριση πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και στοιχεία.

(10) Προκειμένου να διασφαλιστεί η ισοτιμία και η ακρίβεια των αντικειμενικών στοιχείων στην Κοινότητα, πρέπει να ζητείται να συμπεριλαμβάνεται απογραφή του δυναμικού παραγωγής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, ή αντίστοιχη πληροφορία.

(11) Προκειμένου να εμποδιστεί η διατάραξη της ισορροπίας της αγοράς, δεν πρέπει να χορηγούνται δικαιώματα αναφύτευσης σε εκτάσεις που έχουν εκριζωθεί υποχρεωτικά κατά παρέκκλιση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999. Προς τον ίδιο σκοπό, δεν πρέπει να χορηγούνται δικαιώματα αναφύτευσης σε εκριζωμένες εκτάσεις για τις οποίες έχουν χορηγηθεί δικαιώματα φύτευσης για διαφορετικούς σκοπούς από την εμπορική παραγωγή οίνου.

(12) Το άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 προβλέπει τη χορήγηση δικαιωμάτων αναφύτευσης σε παραγωγούς που έχουν προβεί σε εκρίζωση μιας έκτασης φυτευμένης με αμπέλους. Προκειμένου να αποφεύγεται η υπερβολική χορήγηση δικαιωμάτων φύτευσης σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες κάθε παραγωγού, η χορήγηση τέτοιων δικαιωμάτων πρέπει να γίνεται μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητος ώστε να επιτραπεί η φύτευση ολόκληρης της περιοχής, λαμβανομένων υπόψη των οποιωνδήποτε δικαιωμάτων φύτευσης διαθέτει ήδη ο εν λόγω παραγωγός. Η χορήγηση τέτοιων δικαιωμάτων αναφύτευσης στο πλαίσιο μιας τέτοιας ενέργειας πρέπει να συνοδεύεται από τη σύσταση εγγύησης, που εξασφαλίζει την υλοποίηση της σχετικής ενέργειας. Κατά τη διάρκεια της περιόδου συνύπαρξης της νεοφυτευθείσας έκτασης και της προς εκρίζωση έκτασης, πρέπει να επιτρέπεται η παραγωγή οίνου με σκοπό τη διάθεση στο εμπόριο μόνο σε μια από αυτές τις εκτάσεις, προκειμένου να αποφεύγεται η διατάραξη της ισορροπίας της αγοράς.

(13) Το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 προβλέπει τη δημιουργία εθνικών ή και περιφερειακών αποθεματικών προκειμένου να βελτιωθεί η διαχείριση του δυναμικού παραγωγής. Προκειμένου να αποφευχθεί η διατάραξη της ισορροπίας της αγοράς, η μεταβίβαση των δικαιωμάτων μέσω ενός συστήματος αποθεματικών δεν πρέπει να οδηγεί σε καθολική αύξηση του δυναμικού παραγωγής στην επικράτεια των κρατών μελών, όπως προβλέπεται ήδη από το άρθρο 4 παράγραφος 4 του ίδιου κανονισμού για την περίπτωση μεταβίβασης των δικαιωμάτων μεταξύ εκμεταλλεύσεων. Σε τέτοιες περιπτώσεις επιτρέπεται στα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 7, να εφαρμόζουν συντελεστή μείωσης ως προς τις μεταβιβάσεις δικαιωμάτων.

(14) Το άρθρο 5 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να μην εφαρμόζουν το σύστημα των αποθεματικών εάν μπορούν να αποδείξουν ότι διαθέτουν στο έδαφός τους αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης των δικαιωμάτων φύτευσης. Υπό αυτή την έννοια, ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει την εφαρμογή του συστήματος των αποθεματικών σε τμήματα της επικράτειάς του και κάποιο άλλο αποτελεσματικό σύστημα σε άλλα τμήματα της επικράτειάς του. Τα κράτη μέλη, εάν επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν τη δυνατότητα του άρθρου 5 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, πρέπει να μπορούν να αποδείξουν την αναγκαιότητα παρεκκλίσεων από τις διατάξεις του κεφαλαίου I του τίτλου II του εν λόγω κανονισμού.

(15) Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει να προβεί σε παροχές από το κοινοτικό αποθεματικό δικαιωμάτων φύτευσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, κατόπιν αιτήσεως των κρατών μελών.

(16) Το κεφάλαιο II του τίτλου II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 προβλέπει τη χορήγηση πριμοδότησης σε αντάλλαγμα της οριστικής εγκατάλειψης της αμπελοκαλλιέργειας σε δεδομένη έκταση. Επιτρέπεται στα κράτη μέλη να αποφασίζουν για το αν κάποια έκταση και ποιά, στην επικράτειά τους, δικαιούται το ευεργέτημα της πριμοδότησης. Παρ' όλα αυτά, θα πρέπει να θεσπιστούν λεπτομερείς κανόνες σχετικά με την εφαρμογή, τα κατάλληλα ανώτατα επίπεδα πριμοδότησης και τις κατάλληλες χρονολογίες όπως αναφέρονται στο άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού.

(17) Για λόγους ελέγχου, η πληρωμή της πριμοδότησης πρέπει κανονικά να γίνεται μετά το πέρας της εκρίζωσης. Εντούτοις, η πληρωμή μπορεί να γίνεται πριν από την εκρίζωση, υπό την προϋπόθεση της σύστασης της εγγύησης για να εξασφαλιστεί ότι η εκρίζωση θα λάβει χώρα.

(18) Η εγκατάλειψη εκτάσεων αμπελοκαλλιέργειας από παραγωγούς, οι οποίο είναι μέλη ομάδων παραγωγών που επεξεργάζονται από κοινού σταφύλια που συλλέγονται από τα μέλη τους, μπορούν να μειώσουν τις ποσότητες των σταφυλιών που παραδίδονται, και συνεπώς να αυξήσουν τα έξοδα επεξεργασίας. Γι' αυτό σκόπιμο είναι να προβλέπεται ότι τέτοιου είδους αρνητικές επιδράσεις μπορούν να αντισταθμίζονται.

(19) Κατ' εφαρμογή του κεφαλαίου III του τίτλου II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης όταν αποφασίζουν για τον αναλυτικό σκοπό και για τα επίπεδα υποστήριξης, περιλαμβάνοντας κυρίως την πληρωμή ποσών ενοικιάσεως διαμερισμάτων, θέτοντας υψηλά επίπεδα στήριξης ανά εκτάριο και τροποποιώντας τη στήριξη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, εντός των περιορισμών που παρατίθενται στο κεφάλαιο III και των διατάξεων που εκδόθηκαν κατ' εφαρμογή του κεφαλαίου αυτού.

(20) Παρά ταύτα, πρέπει να θεσπιστούν κοινοί κανόνες. Προς το σκοπό αυτό πρέπει τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν κανόνες για το ελάχιστο μέγεθος του αγροτεμαχίου ώστε να εξασφαλιστεί ότι το σύστημα έχει γνήσιο αποτέλεσμα στο δυναμικό παραγωγής. Πρέπει επίσης να υιοθετηθούν μέτρα με χρονικά περιθώρια ως προς την εκτέλεσή τους και κατάλληλη επίβλεψη. Αυτοί οι κανόνες πρέπει επίσης να καλύπτουν τη χρήση των δικαιωμάτων αναφύτευσης που προκύπτει από τη βάσει σχεδίου προβλεπόμενη εκρίζωση, έτσι ώστε να αποφευχθεί η διατάραξη της ισορροπίας της αγοράς λόγω αυξήσεως των αποδόσεων, αλλά και να επιτραπεί η χορήγηση καταλλήλως υψηλότερων επιπέδων στήριξης λόγω της ύπαρξης υψηλότερων δαπανών.

(21) Δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να μη καταρτίζουν τα ίδια σχέδια αναδιάρθρωσης και μετατροπής. Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την έγκριση των σχεδίων, πρέπει στην περίπτωση αυτή να θεσπίζουν κανόνες για την υποβολή και έγκριση των σχεδίων και για το ελάχιστο περιεχόμενό τους.

(22) Το άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 προβλέπει ότι το σύστημα για την αναδιάρθρωση και τη μετατροπή των αμπελώνων δεν πρέπει να καλύπτει την κανονική ανανέωση των αμπελώνων που έχουν έρθει στο τέλος της φυσικής τους ζωής. Αυτή η φράση χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση.

(23) Για λόγους ελέγχου, η πληρωμή της στήριξης πρέπει κανονικά να γίνεται μετά την εκτέλεση συγκεκριμένου μέτρου. Εντούτοις, η πληρωμή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί πριν από την εκτέλεση ενός μέτρου, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχεται εγγύηση που εξασφαλίζει την πραγματοποίηση του μέτρου.

(24) Είναι απαραίτητο να θεσπιστούν λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τον οικονομικό σχεδιασμό και τη συμμετοχή στη χρηματοδότηση του συστήματος αναδιάρθρωσης και μετατροπής. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει τα κράτη μέλη να υποβάλλουν τακτικά στην Επιτροπή έκθεση για την κατάσταση χρηματοδότησης του συστήματος.

(25) Είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής δαπάνης των χρηματοδοτικών μέσων του συστήματος ειδικά για εκ των προτέρων πληρωμή και για την απαραίτητη προσαρμογή παροχών σύμφωνα με τις ανάγκες και την προηγούμενη δραστηριότητα.

(26) Οι γενικοί κανόνες που αφορούν την πειθαρχία ως προς τον προϋπολογισμό, και ειδικότερα εκείνοι που σχετίζονται με ατελείς ή ανακριβείς δηλώσεις εκ μέρους των κρατών μελών, πρέπει να εφαρμόζονται συμπληρωματικά προς τους ειδικούς κανόνες που θεσπίζονται από τον κανονισμό.

(27) Οι λεπτομέρειες οικονομικής διαχείρισης του συστήματος πρέπει να βασίζονται στους κανόνες που εκδίδονται για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής(13).

(28) Είναι επιβεβλημένο, για την παρακολούθηση της εφαρμογής του τίτλου II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 και την κατάλληλη διαχείριση της αγοράς, η Επιτροπή να έχει στη διάθεσή της απαραίτητα δεδομένα σχετικά με το δυναμικό παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων φύτευσης, και λεπτομέρειες των μέτρων που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη κατ' εφαρμογή του παρόντος τίτλου. Για το λόγο αυτό, οι αναγκαίες βασικές πληροφορίες για αυτούς τους σκοπούς είναι απαραίτητο να αποστέλλονται στην Επιτροπή σε καθορισμένη μορφή. Άλλες απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τον έλεγχο της εφαρμογής του παρόντος τίτλου πρέπει να συγκεντρώνονται από τα κράτη μέλη για επιθεώρηση της κατάλληλης περιόδου.

(29) Με αυτό το σκεπτικό, είναι απαραίτητο να θεσπιστούν οι λεπτομέρειες ως προς τις πληροφορίες που θα περιλαμβάνει η απογραφή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999. Τα κράτη μέλη που δεν επιθυμούν να απολαύουν του ευεργετήματος της πρόσβασης στη ρύθμιση των παράνομων εκτάσεων φύτευσης, στην αύξηση των δικαιωμάτων φύτευσης και στη στήριξη για την αναδιάρθρωση και τη μεταφορά, δεν είναι υποχρεωμένα να προβούν σε απογραφή.

(30) Το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 προβλέπει ότι η ταξινόμηση των οινοποιήσιμων ποικιλιών αμπέλου πρέπει να ανατίθεται στα κράτη μέλη. Πρέπει επίσης να θεσπιστούν κοινοί κανόνες για τη μορφή της ταξινόμησης, τις περιληφθείσες πληροφορίες καθώς και την ανακοίνωση και δημοσίευση της ταξινόμησης. Το σύστημα ταξινόμησης, ως έχει, δεν πρέπει να οδηγήσει σε οποιαδήποτε αύξηση του δυναμικού παραγωγής.

(31) Καταρχήν, μόνο ποικιλίες που μπορούν να διοχετευθούν στην αγορά σε ένα τουλάχιστο κράτος μέλος, δυνάμει της οδηγίας 68/193/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Απριλίου 1968, περί εμπορίας υλικών αγενούς πολλαπλασιασμού της αμπέλου(14), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, πρέπει να περιλαμβάνονται στην ταξινόμηση. Εντούτοις, στο πλαίσιο της διατήρησης της γενετικής κληρονομιάς, άλλες ποικιλίες που φυτεύτηκαν πριν τεθεί σε ισχύ η παρούσα οδηγία είναι επιλέξιμες για ταξινόμηση.

(32) Σε κάθε περίπτωση που ο παραγωγός υποχρεούται να διαθέτει προϊόντα για απόσταξη λόγω της ύπαρξης συνδέσμου με κοινοτικούς κανόνες, δεν πρέπει να χορηγείται κοινοτική στήριξη για την απόσταξη ή το απόσταγμα.

(33) Οι πληρωμές που γίνονται βάσει του τίτλου II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 πρέπει να πραγματοποιούνται εξ ολοκλήρου στους δικαιούχους.

(34) Βάσει μεταβατικών μέτρων, δικαιώματα φύτευσης που καλύπτονταν από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 822/87 και που ίσχυαν μέχρι κάποια ημερομηνία μεταγενέστερη της 31ης Ιουλίου 2000, είναι απαραίτητο να εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι τη μεταγενέστερη αυτή ημερομηνία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν απωλέσθηκαν κατά τη μετάβαση στο σύστημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999. Για τους ίδιους λόγους, ανάλογα δικαιώματα, εάν δεν χρησιμοποιηθούν μέχρι αυτή τη μεταγενέστερη ημερομηνία, είναι αναγκαίο να μεταφέρονται στο κατάλληλο εθνικό ή περιφερειακό αποθεματικό κατά τον σχηματισμό του.

(35) Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης οίνων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Πεδίο εφαρμογής

Άρθρο 1

Με τον παρόντα κανονισμό θεσπίζονται λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κεφαλαίου I (φύτευση αμπέλων), του κεφαλαίου II (πριμοδοτήσεις εγκατάλειψης), του κεφαλαίου III (αναδιάρθρωση και μετατροπή) και μέρους του κεφαλαίου IV (πληροφορίες και γενικές διατάξεις) του τίτλου II (δυναμικό παραγωγής) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Φύτευση αμπέλων

Άρθρο 2

1. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν προθεσμία για την υποβολή αιτήσεων παρέκκλισης από τους παραγωγούς, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999.

2. Εφόσον ένας παραγωγός έχει καταθέσει αίτηση παρέκκλισης, το οικείο κράτος μέλος δύναται, ενώ εξετάζεται η αίτηση, να επιτρέπει τη διάθεση στην αγορά σταφυλιών προερχόμενων από τις υπόψη περιοχές, από την ημέρα υποβολής της αίτησης, προς χρήση για οινοπαραγωγή.

3. Εάν στη συνέχεια παραχωρηθεί παρέκκλιση, παράγει αποτελέσματα από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης.

4. Εάν στη συνέχεια απορριφθεί η αίτηση παρέκκλισης, τότε το κράτος μέλος:

α) έιτε επιβάλλει χρηματικό πρόστιμο ποσού ίσου προς το 30 % της εμπορικής αξίας των οίνων που παρήχθησαν από σταφύλια προερχόμενα από τις οικείες περιοχές από την ημέρα υποβολής της αίτησης έως την ημέρα της απόρριψής της·

β) είτε υποχρεώνει τον παραγωγό να αποστάξει ποσότητα παραχθέντος οίνου ισοδύναμη προς εκείνη που παρήχθη από σταφύλια προερχόμενα από τις σχετικές περιοχές μετά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και διατέθηκε στην αγορά στο διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της ημερομηνίας απόρριψής της. Η παραγόμενη αυτή ποσότητα δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για την παρασκευή προϊόντων με αποκτημένο αλκοολικό τίτλο κατ' όγκο, το πολύ, 80 %.

5. Τα κράτη μέλη καθορίζουν την περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 για να αποκτήσει ένας παραγωγός δικαιώματα αναφύτευσης μετά τη φύτευση της συγκεκριμένης έκτασης. Ωστόσο, η περίοδος αυτή δε μπορεί να παραταθεί σε καμία περίπτωση πέραν της 31ης Μαρτίου 2002. Ένα κράτος μέλος μπορεί να χορηγήσει παρέκκλιση μόνο σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, εφόσον τα σχετικά δικαιώματα αναφύτευσης ισχύουν κατά την ημερομηνία της υποβολής της αίτησης παρέκκλισης.

6. Τα κράτη μέλη τηρούν αρχεία των υποβαλλόμενων αιτήσεων παρέκκλισης του αποτελέσματος της εξέτασης της αίτησης και κάθε ενέργειας που ανελήφθη βάσει της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

7. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή, ως προς εκάστη αμπελουργική περίοδο, τη συνολική έκταση για την οποία υπεβλήθη αίτηση παρέκκλισης, τη συνολική έκταση για την οποία παραχωρήθηκε παρέκκλιση και τη συνολική έκταση για την οποία απερρίφθη η αίτηση παρέκκλισης. Η σχετική ανακοίνωση διενεργείται το αργότερο εντός τριών μηνών μετά το πέρας της υπόψη αμπελουργικής περιόδου.

8. Εφόσον εκριζώθηκαν άμπελοι σε μια έκταση βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, τα προϊόντα που παρήχθησαν από σταφύλια προερχόμενα από τις εν λόγω εκτάσεις μπορούν να διατεθούν στην αγορά μόνο προς απόσταξη. Κατά παρέκκλιση, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν αντί των ανωτέρω την απόσταξη οίνου ισοδύναμης αξίας. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέψουν την επιβολή αρμόζοντος διοικητικού προστίμου. Και στις δύο περιπτώσεις τα προϊόντα αυτά δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για την παρασκευή οινοπνεύματος με αποκτημένο αλκοολικό τίτλο κατ' όγκο το πολύ 80 %.

9. Τα κράτη μέλη τηρούν αρχεία για κάθε υπόθεση που χειρίζονται βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999.

Άρθρο 3

1. Όταν τα κράτη μέλη παραχωρούν δικαιώματα νέας φύτευσης ως προς εκτάσεις προοριζόμενες για νέες φυτεύσεις διενεργούμενες βάσει μέτρων αναδασμού ή μέτρων απαλλοτρίωσης για λόγους δημόσιου συμφέροντος, θεσπιζόμενων βάσει της εθνικής νομοθεσίας, πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα αυτά δεν χορηγούνται για έκταση, σε όρους καθαρής καλλιέργειας, μεγαλύτερη από το 105 % της έκτασης αμπελώνων η οποία αποτέλεσε αντικείμενο μέτρων αναδασμού ή μέτρων απαλλοτρίωσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τα κράτη μέλη καταχωρούν σε αρχεία κάθε περίπτωση χορήγησης δικαιωμάτων νέας φύτευσης για τους σκοπούς αυτούς.

2. Τα κράτη μέλη καταχωρούν κάθε περίπτωση παραχώρησης δικαιωμάτων νέας φύτευσης ως προς εκτάσεις προοριζόμενες για αμπελουργικούς πειραματισμούς. Τα δικαιώματα αυτά νέας φύτευσης ισχύουν μόνο κατά την περίοδο πειραματισμού.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, τα προϊόντα που παρήχθησαν από σταφύλια που προέρχονται από τις εκτάσεις αυτές μπορούν να διατεθούν στην αγορά.

Μετά την περίοδο αυτή:

α) είτε ο παραγωγός χρησιμοποιεί δικαιώματα νέας φύτευσης χορηγούμενα βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, δικαιώματα αναφύτευσης ή δικαιώματα φύτευσης χορηγούμενα από αποθεματικό ώστε να δοθεί η δυνατότητα να παραχθεί από την έκταση οίνος ο οποίος πρόκειται να διατεθεί στην αγορά·

β) είτε οι φυτευόμενες στις εν λόγω εκτάσεις άμπελοι εκριζώνονται. Οι δαπάνες για την εκρίζωση αυτή βαρύνουν τον σχετικό παραγωγό. Έως ότου εκριζωθούν οι άμπελοι από την υπόψη έκταση, τα προϊόντα που παράγονται από σταφύλια προερχόμενα από τις εν λόγω εκτάσεις μπορούν να κυκλοφορήσουν στο εμπόριο μόνο για σκοπούς απόσταξης. Δεν επιτρέπεται τα προϊόντα αυτά να χρησιμοποιούνται για την παρασκευή οινοπνεύματος με αποκτημένο αλκοολικό τίτλο κατ' όγκο το πολύ 80 %.

3. Τα δικαιώματα νέας φύτευσης, και τυχόν όροι για τη χρήση των δικαιωμάτων αυτών ή τις εκτάσεις στις οποίες διενεργείται φύτευση κατ' εφαρμογή των δικαιωμάτων, τα οποία χορηγούνται πριν από την 1η Αυγούστου 2000 για αμπελουργικούς πειραματισμούς, εξακολουθούν να ισχύουν κατά την πειραματική περίοδο. Οι κανόνες του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 εφαρμόζονται στις εκτάσεις αυτές μετά το πέρας της πειραματικής περιόδου.

4. Τα κράτη μέλη καταχωρούν κάθε περίπτωση κατά την οποία χορηγούν δικαιώματα νέας φύτευσης ως προς εκτάσεις προοριζόμενες για φυτώρια μοσχευμάτων. Τα εν λόγω δικαιώματα νέας φύτευσης ισχύουν μόνο κατά την περίοδο παραγωγής των φυτωρίων μοσχευμάτων.

Στη διάρκεια της περιόδου παραγωγής είτε δε συγκομίζονται σταφύλια από τους εν λόγω αμπελώνες είτε, σε περίπτωση που συγκομίζονται, καταστρέφονται.

Μετά την περίοδο αυτή:

α) είτε ο παραγωγός χρησιμοποιεί δικαιώματα νέας φύτευσης χορηγούμενα βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, δικαιώματα αναφύτευσης ή δικαιώματα φύτευσης χορηγούμενα από αποθεματικό ώστε να δοθεί η δυνατότητα να παραχθεί από την έκταση οίνος ο οποίος πρόκειται να διατεθεί στην αγορά·

β) είτε οι φυτευόμενες στις εν λόγω εκτάσεις άμπελοι εκριζώνονται. Οι δαπάνες για την εκρίζωση αυτή βαρύνουν τον σχετικό παραγωγό. Έως ότου εκριζωθούν οι άμπελοι από την υπόψη έκταση, τα προϊόντα που παράγονται από σταφύλια προερχόμενα από τις εν λόγω εκτάσεις μπορούν να κυκλοφορήσουν στο εμπόριο μόνο για σκοπούς απόσταξης. Δεν επιτρέπεται τα προϊόντα αυτά να χρησιμοποιούνται για την παρασκευή οινοπνεύματος με αποκτημένο αλκοολικό τίτλο κατ' όγκο το πολύ 80 %.

5. Τα δικαιώματα νέας φύτευσης, και τυχόν όροι για τη χρήση των δικαιωμάτων αυτών ή τις εκτάσεις στις οποίες διενεργείται φύτευση κατ' εφαρμογή των δικαιωμάτων, τα οποία χορηγούνται πριν από την 1η Αυγούστου 2000 ως προς εκτάσεις που προορίζονται για φυτώρια μοσχευμάτων, εξακολουθούν να ισχύουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραγωγής των φυτωρίων μοσχευμάτων. Οι κανόνες του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 4 εφαρμόζονται στις εκτάσεις αυτές μετά το πέρας της πειραματικής περιόδου.

6. Τα κράτη μέλη καταχωρούν κάθε περίπτωση κατά την οποία χορηγούν δικαιώματα νέας φύτευσης για εκτάσεις των οποίων τα αμπελοοινικά προϊόντα προορίζονται αποκλειστικά για την κατανάλωση της οικογένειας του αμπελοκαλλιεργητή.

7. Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 6, προκειμένου να αποφευχθούν υπέρμετρες γραφειοκρατικές διατυπώσεις, ένα κράτος μέλος δύναται, αντί για τα ανωτέρω, να προβλέψει ότι οι εκτάσεις των οποίων τα αμπελοοινικά προϊόντα προορίζονται αποκλειστικά για την κατανάλωση της οικογένειας του αμπελοκαλλιεργητή δεν αποτελούν αντικείμενο της απαίτησης για εκρίζωση του άρθρου 2 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999. Τα κράτη μέλη επιτρέπεται ωστόσο να προβούν στην ανωτέρω ενέργεια μόνο υπό τον όρο ότι:

α) η έκταση οποιουδήποτε καλλιεργητή δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που καθορίζεται από το οικείο κράτος μέλος, και

β) ο οικείος αμπελοκαλλιεργητής δεν ασχολείται με την παραγωγή οίνου προς εμπορία.

8. Απαγορεύεται η εμπορία αμπελοοινικών προϊόντων προερχόμενων από τις εκτάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 6 και 7. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το κατάλληλο σύστημα για την παρακολούθηση της απαγόρευσης αυτής. Εφόσον διαπιστωθεί παράβαση της ανωτέρω απαγόρευσης, πλέον των τυχόν χρηματικών προστίμων που επιβάλει το κράτος μέλος, εκριζώνονται οι άμπελοι από την οικεία έκταση και οι δαπάνες βαρύνουν τον οικείο αμπελοκαλλιεργητή. Έως ότου εκριζωθούν οι αμπελώνες αυτοί, προϊόντα που παράγονται από σταφύλια προερχόμενα από τις εν λόγω εκτάσεις μπορούν να τίθενται σε κυκλοφορία μόνο για σκοπούς απόσταξης. Τα προϊόντα αυτά δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται στην παρασκευή οινοπνεύματος με αποκτημένο αλκοολικό τίτλο κατ' όγκο το πολύ 80 %. Τα κράτη μέλη καταχωρούν όλες τις περιπτώσεις που χειρίζονται βάσει της παρούσας παραγράφου.

9. Τα κράτη μέλη δύνανται να χορηγούν δικαιώματα νέας φύτευσης μόνο για εκτάσεις που προορίζονται για την παραγωγή οίνων ποιότητας v.q.p.r.d. ή επιτραπέζιων οίνων που περιγράφονται με γεωγραφική ένδειξη, εφόσον έχουν διενεργήσει εκτίμηση με την οποία αναγνωρίζεται ότι η υπόψη οινοπαραγωγή υπολείπεται κατά πολύ της ζήτησης. Τα κράτη μέλη βασίζουν τις εκτιμήσεις αυτές σε αντικειμενικά κριτήρια και στοιχεία. Τα αντικειμενικά αυτά κριτήρια περιλαμβάνουν απογραφή του παραγωγικού δυναμικού για την υπόψη περιφέρεια ή ισοδύναμες πληροφορίες. Τα κράτη μέλη τηρούν αρχεία με όλες τις εν λόγω εκτιμήσεις και τα αντικειμενικά κριτήρια και στοιχεία. Εφόσον ένα κράτος μέλος έχει αναγνωρίσει ότι η παραγωγή τέτοιων οίνων υπολείπεται κατά πολύ της ζήτησης, καταχωρεί κάθε περίπτωση κατά την οποία χορηγούνται δικαιώματα νέας φύτευσης για τέτοιου είδους οινοπαραγωγή.

10. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή, ως προς εκάστη αμπελουργική περίοδο:

α) τις συνολικές εκτάσεις για τις οποίες χορηγήθηκαν δικαιώματα νέας φύτευσης βάσει των παραγράφων 1, 2 και 4·

β) τη συνολική έκταση για την οποία χορηγήθηκαν δικαιώματα νέας φύτευσης βάσει της παραγράφου 6. Ωστόσο, εφόσον ένα κράτος μέλος κάνει χρήση της παρέκκλισης της παραγράφου 7, αντί για τα ανωτέρω γνωστοποιεί εκτίμηση της συνολικής οικείας έκτασης, με βάση τα αποτελέσματα της διενεργούμενης παρακολούθησης των πληρωμών·

γ) τη συνολική έκταση για την οποία έχουν χορηγηθεί δικαιώματα νέας φύτευσης βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 για κάθε σχετικό οίνο, και τις λεπτομέρειες της διενεργούμενης εκτίμησης, συμπεριλαμβανομένων των χρησιμοποιούμενων αντικειμενικών κριτηρίων και στοιχείων και

δ) κατά πόσον οι παραγωγοί έχουν καταβάλει χρήματα για τη χορήγηση δικαιωμάτων νέας φύτευσης.

Η σχετική ανακοίνωση διενεργείται το αργότερο εντός τριών μηνών μετά το πέρας της υπόψη αμπελουργικής περιόδου.

Άρθρο 4

1. Στις περιπτώσεις όπου έχουν εκριζωθεί άμπελοι από εκτάσεις κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 7 ή του άρθρου 19 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 ή του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο β), του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο β) ή του άρθρου 3 παράγραφος 8 του παρόντος κανονισμού, δεν χορηγούνται δικαιώματα αναφύτευσης. Επίσης, δεν χορηγούνται δικαιώματα αναφύτευσης στην περίπτωση εκρίζωσης:

α) έκτασης αμπελώνων για την εφαρμογή μέτρων αναδασμού ή μέτρων απαλλοτρίωσης για λόγους δημόσιου συμφέροντος, εφόσον χορηγήθηκαν δικαιώματα νέας φύτευσης για τις εκτάσεις αυτές βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 1·

β) εκτάσεων προοριζόμενων για αμπελουργικούς πειραματισμούς κατά την πειραματική περίοδο·

γ) εκτάσεων προοριζόμενων για φυτώρια μοσχευμάτων κατά την περίοδο παραγωγής των φυτωρίων μοσχευμάτων, ή

δ) εκτάσεων που προορίζονται αποκλειστικά για την κατανάλωση της οικογένειας του αμπελοκαλλιεργητή.

2. Ένα κράτος μέλος δύναται να χορηγεί δικαιώματα αναφύτευσης μόνο σε παραγωγούς που αναλαμβάνουν να εκριζώσουν αμπέλους σε φυτεμένη έκταση πριν από το τέλος της τρίτης αμπελουργικής περιόδου μετά το οποίο φυτεύτηκε η έκταση, εφόσον ο παραγωγός αυτός μπορεί να αποδείξει ότι δεν διαθέτει αρκετά ή καθόλου δικαιώματα φύτευσης τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να φυτευτεί η οικεία έκταση με αμπέλους. Ένα κράτος μέλος δεν χορηγεί περισσότερα δικαιώματα σε έναν παραγωγό από αυτά που είναι αναγκαία για να καταστεί δυνατή η φύτευση όλης της σχετικής έκτασης με αμπελώνες, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα που ήδη διαθέτει. Ο παραγωγός καθορίζει τη συγκεκριμένη έκταση αμπελώνων προς εκρίζωση.

3. Όταν αναλαμβάνει τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 2, ο παραγωγός συνιστά εγγύηση. Η υποχρέωση εκρίζωσης των αμπέλων στην υπόψη έκταση συνιστά την κυριότερη απαίτηση κατά την έννοια του άρθρου 20 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2220/85 της Επιτροπής(15). Το ύψος της εγγύησης καθορίζεται από το οικείο κράτος μέλος με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Το ποσό της εγγύησης αντιστοιχεί σε επίπεδο που να αναλογεί και να είναι επαρκές για να αποτρέπει τους παραγωγούς να αθετήσουν τις ανειλημμένες υποχρεώσεις τους.

4. Έως ότου υλοποιηθεί η ανάληψη υποχρέωσης για εκρίζωση, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε για οποιαδήποτε συγκεκριμένη αμπελουργική περίοδο, να μην υπάρχει ταυτόχρονα παραγωγή οίνου προς εμπορία από την έκταση που πρόκειται να εκριζωθεί και από τους νεοσυσταθέντες αμπελώνες, εξασφαλίζοντας ότι:

α) είτε τα προϊόντα που παρασκευάζονται από σταφύλια προερχόμενα από νεοσυσταθέντες αμπελώνες επιτρέπεται να κυκλοφορούν στην αγορά μόνο για σκοπούς απόσταξης. Τα προϊόντα αυτά δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στην παρασκευή οινοπνεύματος με αποκτημένο αλκοολικό τίτλο κατ' όγκο το πολύ 80 %·

β) είτε τα προϊόντα που προέρχονται από έκταση που πρόκειται να εκριζωθεί επιτρέπεται να κυκλοφορούν στην αγορά μόνο για σκοπούς απόσταξης. Τα προϊόντα αυτά δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στην παρασκευή οινοπνεύματος με αποκτημένο αλκοολικό τίτλο κατ' όγκο το πολύ 80 %.

5. Εάν η ανάληψη υποχρέωσης εκρίζωσης δεν υλοποιηθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η συγκεκριμένη έκταση στην οποία δεν εκριζώθηκαν οι άμπελοι υφίσταται μεταχείριση ως φυτευθείσα κατά παράβαση του περιορισμού φύτευσης που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999.

6. Τα κράτη μέλη παρακολουθούν τη φύτευση και εκρίζωση αμπέλων στις σχετικές εκτάσεις.

7. Τα κράτη μέλη καταχωρούν κάθε περίπτωση κατά την οποία έγινε εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

8. Τα κράτη μέλη καταχωρούν τις πάσης φύσεως μεταβιβάσεις δικαιωμάτων αναφύτευσης μεταξύ εκμεταλλεύσεων.

9. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή εάν προτίθενται να κάνουν χρήση της δυνατότητας παράτασης της περιόδου για τη χρήση δικαιωμάτων αναφύτευσης, από πέντε αμπελουργικές περιόδους μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία διενεργήθηκε η εκρίζωση, σε οκτώ το πολύ αμπελουργικές περιόδους.

Άρθρο 5

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η μεταβίβαση δικαιωμάτων μέσω εθνικών αποθεματικών ή και περιφερειακών αποθεματικών δεν έχει ως αποτέλεσμα τη συνολική αύξηση του δυναμικού παραγωγής στο έδαφός τους.

2. Κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 τα κράτη μέλη μπορούν:

α) να χρησιμοποιήσουν το συντελεστή μείωσης που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 και

β) να εφαρμόσουν ισοδύναμο συντελεστή μείωσης για άλλες μεταβιβάσεις δικαιωμάτων μέσω εθνικών αποθεματικών ή και περιφερειακών αποθεματικών.

3. Σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να εφαρμόσουν ισοδύναμο συντελεστή μείωσης σε μεταβιβάσεις δικαιωμάτων μεταξύ εκμεταλλεύσεων.

4. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τη δημιουργία εθνικού αποθεματικού ή και περιφερειακών αποθεματικών δικαιωμάτων φύτευσης ή, ανάλογα με την περίπτωση, την απόφασή τους να μην εφαρμόσουν το σύστημα αποθεματικών.

5. Στην περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος επιλέξει να μην εφαρμόσει το σύστημα αποθεματικών, κοινοποιεί στην Επιτροπή στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη αποτελεσματικού συστήματος διαχείρισης δικαιωμάτων φύτευσης στο σύνολο του εδάφους του, κυρίως στοιχεία που αποδεικνύουν την ανάγκη ενδεχόμενων παρεκκλίσεων από τις σχετικές διατάξεις του κεφαλαίου I του τίτλου II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999.

6. Τα κράτη μέλη καταχωρούν όλες τις περιπτώσεις χορήγησης δικαιωμάτων φύτευσης από τα αποθεματικά, όλες τις περιπτώσεις μεταβίβασης δικαιωμάτων φύτευσης από ένα αποθεματικό σε άλλο και όλες τις περιπτώσεις χορήγησης δικαιωμάτων φύτευσης σε αποθεματικά. Κάθε πληρωμή που πραγματοποιείται ως αντιστάθμισμα για τη χορήγηση δικαιωμάτων σε αποθεματικό ή για τη χορήγηση δικαιωμάτων από αποθεματικό πρέπει επίσης να καταχωρείται.

Άρθρο 6

1. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά τη χορήγηση νεοσύστατων δικαιωμάτων φύτευσης σε ένα ή περισσότερα αποθεματικά, λαμβάνοντας υπόψη τα νεοσύστατα δικαιώματα φύτευσης που ενδεχομένως έχουν ήδη χορηγηθεί βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να τους χορηγήσει τα νεοσύστατα δικαιώματα φύτευσης του κοινοτικού αποθεματικού. Η Επιτροπή μπορεί να πραγματοποιήσει τη χορήγηση αυτή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 75 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Πριμοδοτήσεις εγκατάλειψης

Άρθρο 7

Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις τυχόν εκτάσεις που έχουν ορίσει, για τις οποίες μπορεί να χορηγηθεί πριμοδότηση για την οριστική εγκατάλειψη της αμπελοκαλλιέργειας, και τυχόν όρους από τους οποίους εξαρτάται ο καθορισμός των εκτάσεων αυτών.

Άρθρο 8

1. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τη διαδικασία υποβολής των αιτήσεων, η οποία προβλέπει κυρίως:

α) την προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων και τις πληροφορίες που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση·

β) την εξακρίβωση, στη συνέχεια, της ύπαρξης των εν λόγω αμπέλων, της υπό εξέταση έκτασης και της μέσης απόδοσής της ή της ικανότητας παραγωγής της·

γ) την κοινοποίηση, στη συνέχεια, της πριμοδότησης που είναι δυνατόν να χορηγηθεί στον υπό εξέταση παραγωγό·

δ) τη δυνατότητα επανεξέτασης της κοινοποιηθείσας πριμοδότησης εάν ο υπό εξέταση παραγωγός υποβάλλει το σχετικό αίτημα, δεόντως αιτιολογημένο, και την κοινοποίηση του αποτελέσματος της εν λόγω επανεξέτασης·

ε) την επαλήθευση ότι η εκρίζωση έλαβε χώρα.

2. Η πριμοδότηση καταβάλλεται αφού πρώτα επαληθευτεί ότι έχει γίνει η εκρίζωση. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την προκαταβολή της πριμοδότησης στον παραγωγό, πριν αυτός εκπληρώσει την υποχρέωση όσον αφορά την εκρίζωση, με την προϋπόθεση ότι ο παραγωγός καταθέτει εγγύηση ίση με 120 % του ποσού της πριμοδότησης. Για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2220/85, η υποχρέωση συνίσταται στην υποχρέωση εκρίζωσης της οικείας έκτασης. Στην περίπτωση αυτή, η εκρίζωση πραγματοποιείται πριν από το πέρας της αμπελουργικής περιόδου που ακολουθεί εκείνη στη διάρκεια της οποίας καταβλήθηκε η πριμοδότηση.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι, για τους παραγωγούς που είναι μέλη ομάδας παραγωγών όπως ορίζεται στο άρθρο 39 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, η πριμοδότηση μειώνεται έως και κατά 15 %. Στην περίπτωση αυτή, τα ποσά που αντιστοιχούν στη μείωση αυτή καταβάλλονται στην εν λόγω ομάδα παραγωγών.

4. Η πριμοδότηση χορηγείται μόνο για εκτάσεις από ένα έως 2,5 στρέμματα όταν η υπό εξέταση έκταση αποτελεί το σύνολο της αμπελουργικής έκτασης της εκμετάλλευσης. Στην περίπτωση αυτή, το ανώτατο ποσό πριμοδότησης ανά εκτάριο δεν υπερβαίνει τα 4300 ευρώ.

5. Όσον αφορά τις εκτάσεις που υπερβαίνουν τα 25 εκτάρια, το ανώτατο ποσό πριμοδότησης ανά εκτάριο δεν υπερβαίνει:

α) τα 1450 ευρώ, όταν η μέση απόδοση ανά εκτάριο δεν υπερβαίνει τα 20 εκατόλιτρα·

β) τα 3400 ευρώ όταν η μέση απόδοση κυμαίνεται από 20 έως 30 εκατόλιτρα·

γ) τα 4200 ευρώ, όταν η μέση απόδοση ανά εκτάριο κυμαίνεται από 30 έως 40 εκατόλιτρα·

δ) τα 4600 ευρώ όταν η μέση απόδοση ανά εκτάριο κυμαίνεται από 40 έως 50 εκατόλιτρα·

ε) τα 6300 ευρώ όταν η μέση απόδοση ανά εκτάριο κυμαίνεται από 50 έως 90 εκατόλιτρα·

στ) τα 8600 ευρώ όταν η μέση απόδοση ανά εκτάριο κυμαίνεται από 50 έως 90 εκατόλιτρα·

ζ) τα 11100 ευρώ όταν η μέση απόδοση ανά εκτάριο κυμαίνεται από 130 έως 160 εκατόλιτρα και

η) τα 12300 ευρώ όταν η μέση απόδοση ανά εκτάριο υπερβαίνει τα 160 εκατόλιτρα.

6. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν τη χορήγηση πριμοδότησης ως προς εκτάσεις επιφάνειας τουλάχιστον ενός στρέμματος και το πολύ 2,5 στρεμμάτων, εφόσον η οικεία έκταση δεν αποτελεί το σύνολο του αμπελώνα της εκμετάλλευσης. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζονται τα ανώτατα επίπεδα πριμοδότησης της παραγράφου 5.

Άρθρο 9

Κάθε περίοδος που αναφέρεται στα στοιχεία α), γ) και δ) του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 είναι ίση με δέκα αμπελουργικές περιόδους που ακολουθούν μετά το πέρας της υπό κρίση αμπελουργικής περιόδου.

Άρθρο 10

1. Τα κράτη μέλη καταγράφουν τα στοιχεία κάθε αίτησης καθώς και το αποτέλεσμα.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, μετά τη λήξη κάθε αμπελουργικής περιόδου:

α) τη συνολική έκταση που αποτέλεσε το αντικείμενο εκρίζωσης ως αντάλλαγμα πριμοδότησης στο πλαίσιο του τίτλου II κεφάλαιο II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 και

β) τις εκτιμήσεις για την επόμενη αμπελουργική περίοδο.

Η σχετική ανακοίνωση διενεργείται το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών μετά το πέρας της υπο κρίση αμπελουργικής περιόδου.

Άρθρο 11

Στην περίπτωση που τα κράτη μέλη χορηγούν εθνικές ενισχύσεις για την επίτευξη στόχων παρόμοιων με τους στόχους του τίτλου II κεφάλαιο II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999:

α) καταγράφουν τα στοιχεία κάθε αίτησης και το αποτέλεσμά της·

β) γνωστοποιούν στην Επιτροπή, ως προς εκάστη αμπελουργική περίοδο, τη συνολική επιφάνεια που αποτέλεσε το αντικείμενο εκρίζωσης ως αντιστάθμισμα εθνικής ενίσχυσης και το συνολικό ποσό της καταβληθείσας ενίσχυσης. Η σχετική ανακοίνωση διενεργείται το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών μετά το πέρας της υπόψη αμπελουργικής περιόδου και

γ) διασφαλίζουν ότι στην ανακοίνωση που γίνεται βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού διευκρινίζεται το ποσοστό της υπό εξέταση έκτασης που αποτέλεσε το αντικείμενο εκρίζωσης ως αντιστάθμισμα για τη χορήγηση εθνικών ενισχύσεων εκτός από την πριμοδότηση βάσει του τίτλου II κεφάλαιο II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, και το συνολικό ποσό της εθνικής ενίσχυσης που καταβλήθηκε στο πλαίσιο αυτό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Αναδιάρθρωση και μετατροπή

Άρθρο 12

Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, ως κανονική ανανέωση των αμπελώνων οι οποίοι προσεγγίζουν στο τέλος της φυσικής τους ζωής, νοείται η αναφύτευση του ιδίου τμήματος γης με την ίδια ποικιλία βάσει του ιδίου συστήματος αμπελοκαλλιέργειας.

Άρθρο 13

Τα κράτη μέλη αποφασίζουν:

α) τις ελάχιστες διαστάσεις που πρέπει να έχει μια έκταση για να μπορεί να τύχει στήριξης για αναδιάρθρωση και μετατροπή και τις ελάχιστες διαστάσεις της έκτασης που προκύπτει από αναδιάρθρωση και μετατροπή·

β) τους ορισμούς των μέτρων που προβλέπονται στα σχέδια, χρονικά όρια για την εκτέλεσή τους που δεν υπερβαίνουν τα πέντε έτη, απαίτηση δήλωσης, σε όλα τα σχέδια και για έκαστο οικονομικό έτος, των προς εκτέλεση μέτρων κατά το αντίστοιχο έτος, και την επιφάνεια που αφορά έκαστο μέτρο, και τέλος τις διαδικασίες για την παρακολούθηση της εκτέλεσης αυτής·

γ) τους κανόνες που περιορίζουν τη χρήση, κατά την υλοποίηση ενός σχεδίου, των δικαιωμάτων αναφύτευσης που απορρέουν από την εκρίζωση που προβλέπεται στο σχέδιο, εφόσον η εφαρμογή του θα οδηγούσε σε ενδεχόμενη αύξηση της απόδοσης της καλυπτόμενης από αυτό έκτασης. Οι κανόνες αποβλέπουν στο να διασφαλίζεται η επίτευξη του στόχου του συστήματος, και ιδίως η αποφυγή αύξησης του δυναμικού παραγωγής στο οικείο κράτος μέλος και

δ) τους κανόνες που διέπουν το λεπτομερές πλαίσιο και τα επίπεδα της χορηγούμενης στήριξης. Βάσει των διατάξεων του τίτλου II κεφάλαιο III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 και του παρόντος κεφαλαίου, οι κανόνες αυτοί μπορεί ιδίως να προβλέπουν την καταβολή κατ' αποκοπή ποσών, ανώτατα επίπεδα στήριξης ανά εκτάριο και μεταβαλλόμενη στήριξη με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Οι κανόνες αυτοί προβλέπουν συγκεκριμένα τη χορήγηση καταλλήλως υψηλότερων επιπέδων στήριξης στις περιπτώσεις όπου κατά την υλοποίηση του σχεδίου χρησιμοποιούνται δικαιώματα αναφύτευσης τα οποία προκύπτουν από την προβλεπόμενη στο σχέδιο εκρίζωση αμπελώνων.

Άρθρο 14

Όταν ένα κράτος μέλος επιλέγει να μην καταρτίσει το ίδιο σχέδια αναδιάρθρωσης και μετατροπής, καθορίζει:

α) τα νομικά ή φυσικά πρόσωπα που μπορούν να υποβάλλουν προτάσεις σχεδίων·

β) το περιεχόμενο των προτάσεων σχεδίων όπου περιγράφονται αναλυτικά τα προτεινόμενα μέτρα και προτείνονται προθεσμίες για την εκτέλεσή τους·

γ) την ελάχιστη έκταση που πρέπει να καλύπτουν τα σχέδια αναδιάρθρωσης και μετατροπής, και οποιαδήποτε παρέκκλιση από την απαίτηση αυτή δεόντως αιτιολογημένη και βασιζόμενη σε αντικειμενικά κριτήρια και

δ) τη διαδικασία για την υποβολή και έγκριση των σχεδίων η οποία προβλέπει κυρίως τις προθεσμίες για την υποβολή των προτάσεων σχεδίων και τα αντικειμενικά κριτήρια για την ιεράρχησή τους.

Άρθρο 15

1. Η ενίσχυση καταβάλλεται μετά την εξακρίβωση της εκτέλεσης συγκεκριμένου μέτρου.

2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν στήριξη στους παραγωγούς πριν από την εκτέλεση συγκεκριμένου μέτρου, υπό τον όρο ότι:

α) έχει ξεκινήσει η εκτέλεση του συγκεκριμένου μέτρου·

β) ο παραγωγός έχει καταθέσει εγγύηση, το ύψος της οποίας αντιστοιχεί σε 120 % του ποσού της στήριξης. Για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2220/85, η υποχρέωση αφορά την εκτέλεση του εν λόγω μέτρου εντός δύο ετών από την πληρωμή της προκαταβολής και

γ) σε περίπτωση που ο οικείος παραγωγός έχει προηγουμένως εισπράξει προκαταβολή στήριξης σχετικά με άλλο μέτρο, ότι αυτό το άλλο μέτρο έχει εκτελεστεί.

3. Σε περίπτωση που όλα τα μέτρα σε μια εκμετάλλευση, όπως προβλέπεται στο σχέδιο, δεν έχουν εκτελεστεί εντός των καθορισμένων προθεσμιών κατ' εφαρμογή του άρθρου 13 στοιχείο β), ο παραγωγός επιστρέφει το σύνολο της χορηγηθείσας στήριξης βάσει του σχεδίου σχετικά με την υπόψη εκμετάλλευση.

Ωστόσο, εφόσον έχει εκτελεστεί πάνω από το 80 % των μέτρων αυτών εντός των προθεσμιών, τότε η επιστροφή είναι ίση με το διπλάσιο της συμπληρωματικής στήριξης η οποία έπρεπε να έχει χορηγηθεί για την ολοκλήρωση όλων των μέτρων του σχεδίου.

Άρθρο 16

1. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή, μέχρι τις 30 Ιουνίου εκάστου έτους, σχετικά με το σύστημα αναδιάρθρωσης και μετατροπής:

α) την κατάσταση των δαπανών που όντως πραγματοποιήθηκαν κατά το τρέχον οικονομικό έτος·

β) τυχόν αιτήσεις για την μετέπειτα χρηματοδότηση δαπανών κατά το τρέχον οικονομικό έτος πέραν των διατεθέντων κονδυλίων κατ' εφαρμογή του άρθρου 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, όπως και τη σχετική συνολική έκταση σε κάθε περίπτωση και

γ) τις αναθεωρημένες προβλέψεις δαπανών, όπως και τις σχετικές συνολικές εκτάσεις, για τα επόμενα οικονομικά έτη μέχρι το τέλος της προβλεπόμενης περιόδου, για την εφαρμογή των σχεδίων αναδιάρθρωσης και μετατροπής, εντός των κονδυλίων που διατίθενται σε κάθε κράτος μέλος.

2. Με την επιφύλαξη των γενικών κανόνων περί δημοσιονομικής πειθαρχίας, όταν οι πληροφορίες τις οποίες οφείλουν να διαβιβάσουν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 1 είναι ελλιπείς ή δεν έχει τηρηθεί η προθεσμία, η Επιτροπή προβαίνει σε μείωση των προκαταβολών κατά την ανάληψη των γεωργικών δαπανών σε προσωρινή και κατ' αποκοπή βάση.

Άρθρο 17

1. Για κάθε κράτος μέλος, οι δαπάνες που όντως πραγματοποιήθηκαν και δηλώνονται στο πλαίσιο ενός οικονομικού έτους χρηματοδοτούνται μέχρι το ύψος των ποσών που κοινοποιούνται στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο α), υπό τον όρο ότι τα ανωτέρω ποσά δεν υπερβαίνουν συνολικώς το κονδύλιο που έχει διατεθεί στο κράτος μέλος κατ' εφαρμογή του άρθρου 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999.

2. Οι αιτήσεις που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 16 στοιχείο β) γίνονται δεκτές κατ' αναλογία, με τη χρήση του διαθέσιμου ποσού μετά από αφαίρεση του αθροίσματος, για όλα τα κράτη μέλη, των ποσών που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 16 στοιχείο α), από το συνολικό κονδύλιο που διατέθηκε στα κράτη μέλη κατ' εφαρμογή του άρθρου 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999. Η Επιτροπή κοινοποιεί στα κράτη μέλη, το συντομότερο δυνατό μετά τις 30 Ιουνίου, το βαθμό στον οποίο μπορούν να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις.

3. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2, στις περιπτώσεις που η συνολική έκταση που κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο α) είναι μικρότερη από τον αριθμό εκταρίων που εμφαίνονται στο διατιθέμενο κονδύλιο, κατά το οικονομικό έτος, στο κράτος μέλος, κατ' εφαρμογή του άρθρου 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, η δηλούμενη δαπάνη για το υπόψη οικονομικό έτος χρηματοδοτείται μόνον έως ένα οριακό ποσό που υπολογίζεται αφαιρώντας το όριο της παραγράφου 1 κατ' αναλογία προς το κοινοποιηθέν έλλειμμα συνολικής έκτασης.

4. Στην περίπτωση που οι πραγματικές δαπάνες ενός κράτους μέλους, για δεδομένο οικονομικό έτος, είναι κατώτερες του 75 % των ποσών που προβλέπονται στην παράγραφο 1, οι προς αναγνώριση δαπάνες, στο πλαίσιο του επόμενου οικονομικού έτους και της αντίστοιχης συνολικής επιφάνειας, μειώνονται κατά το ένα τρίτο της διαπιστωθείσας διαφοράς μεταξύ του ορίου αυτού και των πραγματικών δαπανών που διαπιστώθηκαν στη διάρκεια του εν λόγω οικονομικού έτους.

5. Η μείωση αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη για τη διαπίστωση των δαπανών για το οικονομικό έτος που έπεται εκείνου κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η μείωση.

6. Τα ποσά που επιστρέφονται από παραγωγούς κατ' εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφος 3 αφαιρούνται από τις προς χρηματοδότηση δαπάνες.

7. Οι αναφορές σε δεδομένο οικονομικό έτος γίνονται ως προς τις πληρωμές που πραγματοποιούνται όντως από τα κράτη μέλη στο διάστημα μεταξύ της 16ης Οκτωβρίου του εν λόγω έτους και της 15ης Οκτωβρίου του επόμενου έτους.

Άρθρο 18

1. Τα κράτη μέλη καταχωρούν τα αναλυτικά στοιχεία όλων των σχεδίων, αναξάρτητα από το εάν εγκρίνονται ή όχι, και όλων των μέτρων που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της εφαρμογής των σχεδίων αυτών.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, ως προς εκάστη αμπελουργική περίοδο, με ανάλυση για κάθε σχέδιο, την έκταση που αρχικώς υπήχθη στο σχέδιο και τη μέση απόδοσή της, καθώς και την έκταση που προκύπτει από την αναδιάρθρωση και μετατροπή και την κατ' εκτίμηση μέση απόδοσή της. Η σχετική ανακοίνωση διενεργείται το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών μετά το πέρας της υπόψη αμπελουργικής περιόδου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Πληροφορίες και γενικές διατάξεις

Άρθρο 19

1. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή εάν αποφάσισαν να καταρτίσουν τον κατάλογο απογραφής του δυναμικού παραγωγής σε εθνική ή περιφερειακή βάση.

2. Όταν ένα κράτος μέλος επιλέγει την κατάρτιση του καταλόγου απογραφής σε περιφερειακή βάση και δημιουργεί περιφερειακά αποθεματικά βάσει του κεφαλαίου I του τίτλου II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, οι περιφέρειες που χρησιμοποιούνται και για τους δύο σκοπούς είναι οι ίδιες.

3. Οι πληροφορίες τις οποίες περιέχει ο κατάλογος απογραφής:

α) σε περίπτωση που οι εκτάσεις που είναι φυτευμένες με αμπέλους έχουν ταξινομηθεί ως ποικιλίες για οινοπαραγωγή, αναλύονται ανά κατηγορία οίνου (οίνου ποιότητας v.q.p.r.d. και επιτραπέζιοι), συμπεριλαμβανομένης της έκτασης που είναι κατάλληλη για την παραγωγή οίνων περιγραφόμενων βάσει γεωγραφικής ένδειξης. Αναφέρεται επίσης το αναλογικό ποσοστό της συνολικής έκτασης που είναι φυτευμένη με συγκεκριμένη ποικιλία αμπέλου, όταν το ποσοστό αυτό είναι σημαντικό·

β) στην περίπτωση αποθέματος υφιστάμενων δικαιωμάτων φύτευσης, οι πληροφορίες αναλύονται κατά τρόπο που να φαίνονται:

i) η εκτίμηση της ποσότητας, σε εκτάρια, νέων δικαιωμάτων φύτευσης που έχουν διατεθεί στους παραγωγούς αλλά δεν έχουν ακόμη χρησιμοποιηθεί,

ii) η εκτίμηση της ποσότητας, σε εκτάρια, δικαιωμάτων αναφύτευσης που έχουν στην κατοχή τους οι παραγωγοί αλλά δεν τα έχουν ακόμη χρησιμοποιήσει,

iii) η ποσότητα, σε εκτάρια, νεοσύστατων δικαιωμάτων φύτευσης που δεν έχουν ακόμη διατεθεί σε ένα ή περισσότερα αποθεματικά ή βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999,

iv) η ποσότητα, σε εκτάρια, δικαιωμάτων φύτευσης που υπάρχουν στο αποθεματικό ή τα αποθεματικά και,

γ) στην περίπτωση καταλόγου απογραφής που έχει καταρτισθεί σε εθνική βάση, οι πληροφορίες κατανέμονται σε κατάλληλη περιφερειακή βάση.

4. Ο κατάλογος απογραφής αναφέρει επίσης την πηγή ή τις πηγές των πληροφοριών που περιέχονται σ' αυτόν.

5. Με την ευκαιρία της κατάρτισης για πρώτη φορά του καταλόγου απογραφής, καταχωρούνται πληροφορίες όσον αφορά την κατάσταση που ισχύει σε ημερομηνία που επιλέγει το κράτος μέλος κατά την προηγούμενη αμπελουργική περίοδο. Περιέχονται επίσης πληροφορίες σχετικά με αμπελουργική περίοδο αναφοράς του παρελθόντος, την οποία επιλέγει το κράτος μέλος, οι οποίες:

α) καταρτίζονται, στο μέτρο του δυνατού, στην ίδια βάση όπως και οι πληροφορίες στον υπόλοιπο κατάλογο και

β) μπορεί να βασίζονται, εάν είναι ανάγκη, σε εκτιμήσεις.

6. Ο κατάλογος απογραφής ενημερώνεται έκτοτε κατ' έτος, ως προς την κατάσταση που επικρατεί κατά την ημερομηνία που έχει επιλεγεί.

Άρθρο 20

1. Στην ταξινόμηση των ποικιλιών αμπέλου για οινοπαραγωγή, τα κράτη μέλη ταξινομούν τις ποικιλίες με το όνομά τους, συνοδευόμενο από ενδεχόμενα συνώνυμα και το χρώμα των σταφυλιών.

2. Οι αποφάσεις σχετικά με την ταξινόμηση των ποικιλιών λαμβάνονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης της καλλιεργητικής προσαρμοστικότητας και των αναλυτικών και οργανοληπτικών χαρακτηριστικών των οίνων που παράγονται από τις υπό εξέταση ποικιλίες.

3. Τα ονόματα και τα συνώνυμα των ταξινομημένων ποικιλιών είναι σύμφωνα με τα ονόματα και τα συνώνυμα που έχουν καταρτίσει:

α) το διεθνές γραφείο οίνου (OIV)·

β) η ένωση για την προστασία φυτικών ποικιλιών (UPOV), ή/και

γ) ο διεθνής όργανισμός φυτικών γενετικών πόρων (IBPGR).

4. Για κάθε ποικιλία που περιλαμβάνεται στον κατάλογο ως ποικιλία για την παραγωγή οίνου, η ταξινόμηση αναφέρει επίσης τις ακόλουθες συγκεκριμένες εγκεκριμένες χρήσεις:

α) ποικιλία επιτραπέζιων σταφυλιών·

β) ποικιλία για την παραγωγή αποστάγματος οίνου·

γ) ποικιλία για την παραγωγή σταφυλιών που πρόκειται να αποξηρανθούν, και

δ) λοιπές.

5. Η ταξινόμηση διευκρινίζει επίσης ενδεχόμενες περιπτώσεις ύπαρξης ομωνύμων για τις ποικιλίες.

6. Μόνο οι ποικιλίες που μπορούν να διατεθούν στην αγορά τουλάχιστον ενός κράτους μέλους, δυνάμει της οδηγίας 68/193/ΕΟΚ μπορούν να περιλαμβάνονται στην ταξινόμηση κράτους μέλους.

7. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 6, ένα κράτος μέλος μπορεί επίσης να συμπεριλάβει στην ταξινόμησή του ποικιλίες αμπέλων που έχουν φυτευθεί πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 68/193/ΕΟΚ και οι οποίες ευρίσκονται ακόμη στο έδαφός του.

8. Εφόσον ένα κράτος μέλος, στο οποίο εφαρμόζεται το κεφάλαιο I του τίτλου II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, χαρακτηρίζει μια ποικιλία αμπέλου ως κατάλληλη για οινοπαραγωγή, η οποία δεν είχε προηγουμένως ταξινομηθεί έτσι στη σχετική διοικητική μονάδα, βάσει είτε της κοινοτικής είτε της εθνικής νομοθεσίας, οι εκτάσεις που έχουν ήδη φυτευθεί με την ανωτέρω ποικιλία δε μπορούν να χρησιμοποιούνται για την παραγωγή οίνου. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν ενδεδειγμένο σύστημα για την παρακολούθηση της απαγόρευσης αυτής. Κατά παρέκκλιση προς τα ανωτέρω, τα κράτη μέλη μπορεί να επιτρέπουν στον οικείο παραγωγό να χρησιμοποιεί νέα δικαιώματα φύτευσης χορηγούμενα βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, δικαιώματα αναφύτευσης ή δικαιώματα φύτευσης χορηγούμενα από αποθεματικό, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην υπόψη έκταση να παράγει οίνο. Τα κράτη μέλη καταχωρούν όλες τις σχετικές περιπτώσεις.

9. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν τις ταξινομήσεις τους στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια κάθε αμπελουργικής περιόδου, διευκρινίζοντας τις τροποποιήσεις που ενδεχομένως έχουν γίνει. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τυχόν χρήση της παρέκκλισης που αναφέρεται στην παράγραφο 7, μέχρι τις 31 Ιουλίου 2001, και κατά πόσο προτίθενται να εφαρμόσουν την παρέκκλιση της παραγράφου 8.

10. Η Επιτροπή παρέχει τις ταξινομήσεις με τη μορφή και στο μέσο που αυτή κρίνει κατάλληλο.

Άρθρο 21

1. Όταν, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 και του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα μέτρα που θεσπίζουν, υποβάλλουν επίσης συνοπτική περιγραφή των μέτρων αυτών.

2. Τα κράτη μέλη διατηρούν τις καταχωρηθείσες πληροφορίες κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού τουλάχιστον δέκα αμπελουργικές περιόδους μετά από εκείνη κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η καταχώριση.

3. Οι ανακοινώσεις βάσει του παρόντος κανονισμού πρέπει να γίνονται με τις μορφές που περιγράφονται στο παράρτημα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Μεταβατικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 22

Στις περιπτώσεις που απαιτείται, βάσει του τίτλου II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 ή του παρόντος κανονισμού, ο παραγωγός να στείλει κάποιο προϊόν στην απόσταξη, η απόσταξη και το απόσταγμα δεν απολαύουν ενίσχυσης χρηματοδοτούμενης από την Κοινότητα.

Άρθρο 23

Τα ποσά των πληρωμών βάσει του τίτλου II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 και του παρόντος κανονισμού καταβάλλονται εξ ολοκλήρου στους δικαιούχους.

Άρθρο 24

Οι κανονισμοί (ΕΟΚ) αριθ. 2314/72, (ΕΟΚ) αριθ. 940/81, (ΕΟΚ) αριθ. 3800/81, (ΕΟΚ) αριθ. 2729/88, (ΕΟΚ) αριθ. 2741/89 και (ΕΟΚ) αριθ. 3302/90 καταργούνται.

Άρθρο 25

1. Τα δικαιώματα φύτευσης που διέπονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 822/87 τα οποία, βάσει του κανονισμού αυτού, ισχύουν μέχρι κάποια ημερομηνία μεταγενέστερη της 31ης Ιουλίου 2000, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την τελευταία αυτή ημερομηνία.

2. Μετά την τελευταία ημερομηνία της παραγράφου 1, τα εν λόγω δικαιώματα απονέμονται αυτοδικαίως στο ενδεδειγμένο εθνικό ή περιφερειακό αποθεματικό. Εάν έως εκείνη την ημέρα δεν έχει ακόμη δημιουργηθεί το ενδεδειγμένο αποθεματικό, τα εν λόγω δικαιώματα παραμένουν σχολάζοντα έως ότου δημιουργηθεί το αποθεματικό. Ακολούθως, τα δικαιώματα αυτοδικαίως απονέμονται στο αποθεματικό.

Άρθρο 26

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εφαρμόζεται από την 1η Αυγούστου 2000.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 31 Μαΐου 2000.

Για την Επιτροπή

Franz Fischler

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ L 179 της 14.7.1999, σ. 1.

(2) ΕΕ L 84 της 27.3.1987, σ. 1.

(3) ΕΕ L 199 της 30.7.1999, σ. 8.

(4) ΕΕ L 248 της 1.11.1972, σ. 53.

(5) ΕΕ L 226 της 7.9.1993, σ. 1.

(6) ΕΕ L 96 της 8.4.1981, σ. 10.

(7) ΕΕ L 381 της 31.12.1981, σ. 1.

(8) ΕΕ L 308 της 3.12.1999, σ. 5.

(9) ΕΕ L 241 της 1.9.1988, σ. 106.

(10) ΕΕ L 299 της 4.11.1997, σ. 3.

(11) ΕΕ L 264 της 12.9.1989, σ. 5.

(12) ΕΕ L 317 της 16.11.1990, σ. 25.

(13) ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 103.

(14) ΕΕ L 93 της 17.4.1968, σ. 15.

(15) ΕΕ L 205 της 3.8.1985, σ. 5.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Μορφή με την οποία πρέπει να υποβάλλονται οι ανακοινώσεις προς εφαρμογή του παρόντος κανονισμού

>PIC FILE= "L_2000143EL.001302.EPS">

>PIC FILE= "L_2000143EL.001401.EPS">

>PIC FILE= "L_2000143EL.001402.EPS">

>PIC FILE= "L_2000143EL.001501.EPS">

>PIC FILE= "L_2000143EL.001502.EPS">

>PIC FILE= "L_2000143EL.001601.EPS">

>PIC FILE= "L_2000143EL.001602.EPS">

>PIC FILE= "L_2000143EL.001701.EPS">

>PIC FILE= "L_2000143EL.001702.EPS">

>PIC FILE= "L_2000143EL.001801.EPS">

>PIC FILE= "L_2000143EL.001802.EPS">

>PIC FILE= "L_2000143EL.001901.EPS">

>PIC FILE= "L_2000143EL.001902.EPS">

>PIC FILE= "L_2000143EL.002001.EPS">

>PIC FILE= "L_2000143EL.002002.EPS">

>PIC FILE= "L_2000143EL.002101.EPS">