32000R1010

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1010/2000 του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2000, σχετικά με περαιτέρω καταβολές συναλλαγματικών διαθεσίμων κατόπιν αιτήματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 115 της 16/05/2000 σ. 0002 - 0003


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1010/2000 του Συμβουλίου

της 8ης Μαΐου 2000

σχετικά με περαιτέρω καταβολές συναλλαγματικών διαθεσίμων κατόπιν αιτήματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

το πρωτόκολλο για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής καλούμενο "καταστατικό"), και ιδίως το άρθρο 30.4,

τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)(1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(2),

τη γνώμη της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία η οποία ορίζεται στο άρθρο 107 παράγραφος 6 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (εφεξής καλούμενη "συνθήκη") και στο άρθρο 42 του καταστατικού και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 122 παράγραφος 5 της συνθήκης και στην παράγραφο 7 του πρωτοκόλλου για ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Το άρθρο 30.1 του καταστατικού επιβάλλει στις εθνικές κεντρικές τράπεζες των συμμετεχόντων κρατών μελών να μεταβιβάζουν στην ΕΚΤ συναλλαγματικά διαθέσιμα, άλλα εκτός από νομίσματα των κρατών μελών, ευρώ, αποθεματικές θέσεις του ΔΝΤ και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα, μέχρι ποσού ισοδυνάμου προς 50 δισεκατομμύρια ευρώ.

(2) Το άρθρο 30.4 του καταστατικού προβλέπει ότι, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει το Συμβούλιο, η ΕΚΤ μπορεί να ζητήσει να της καταβληθούν συναλλαγματικά διαθέσιμα πέραν του ορίου που τίθεται στο άρθρο 30.1 του καταστατικού.

(3) Το άρθρο 123 παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 107 παράγραφος 6 της συνθήκης, ορίζει ότι, αμέσως μετά την 1η Ιουλίου 1998, το Συμβούλιο θεσπίζει τη διάταξη που αναφέρεται στο άρθρο 30.4 του καταστατικού.

(4) Ο παρών κανονισμός καθορίζει ένα όριο όσον αφορά την περαιτέρω καταβολή συναλλαγματικών διαθεσίμων, κατόπιν αιτήματος, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ να αποφασίσει κάποια στιγμή στο μέλλον για το αρκιβές ποσό των συναλλαγματικών διαθεσίμων που θα ζητήσει για την ανασύσταση των εξαντληθέντων συναλλαγματικών διαθεσίμων, χωρίς να αυξηθούν τα αποθεματικά της ΕΚΤ πέραν ενός μέγιστου ποσού ισοδύναμου προς 50 δισεκατομμύρια ευρώ που έχει καθοριστεί για την αρχική μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες στην ΕΚΤ.

(5) Η ανασύσταση των αποθεματικών συναλλαγματικών διαθεσίμων δεν συνεπάγεται αύξηση του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της ΕΚΤ.

(6) Το άρθρο 30.4 του καταστατικού ορίζει ότι η περαιτέρω καταβολή συναλλαγματικών διαθεσίμων κατόπιν αιτήματος πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 30.2 του καταστατικού. Το άρθρο 30.2, σε συνδυασμό με το άρθρο 43.6 του καταστατικού και την παράγραφο 10 στοιχείο β) του πρωτοκόλλου για ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, προβλέπει ότι οι εισφορές κάθε εθνικής κεντρικής τράπεζας ορίζονται κατ' αναλογία με το μερίδιο συμμετοχής της στο κεφάλαιο της ΕΚΤ στο οποίο έχουν εγγραφεί οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των συμμετεχόντων κρατών μελών.

(7) Το άρθρο 10.3, σε συνδυασμό με το άρθρο 43.4 του καταστατικού, ορίζει ότι για κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 30 του καταστατικού οι ψήφοι στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ σταθμίζονται σύμφωνα με την κατανομή του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της ΕΚΤ μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών των συμμετεχόντων κρατών μελών.

(8) Το άρθρο 30.4 του καταστατικού, σε συνδυασμό με τα άρθρα 43.4 και 43.6 του καταστατικού καθώς και την παράγραφο 8 του πρωτοκόλλου για ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας και την παράγραφο 2 του πρωτοκόλλου σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία, δεν δημιουργεί δικαιώματα ούτε συνεπάγεται υποχρεώσεις για τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη.

(9) Το άρθρο 49.1 του καταστατικού, σε συνδυασμό με την παράγραφο 10 στοιχείο β) του πρωτοκόλλου για ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, ορίζει ότι η κεντρική τράπεζα κράτους μέλους του οποίου καταργήθηκε η παρέκκλιση, ή η οποία τυγχάνει της αυτής μεταχείρισης με την κεντρική τράπεζα κράτους μέλους του οποίου καταργήθηκε η παρέκκλιση, μεταβιβάζει στην ΕΚΤ συναλλαγματικά διαθέσιμα σύμφωνα με το άρθρο 30.1 του καταστατικού. Το άρθρο 49.1 του καταστατικού αναφέρει ότι το μεταβιβαστέο ποσό ορίζεται ως το γινόμενο της αξίας σε ευρώ, υπολογιζόμενης σε τρέχουσες τιμές, των συναλλαγματικών διαθεσίμων που έχουν ήδη μεταβιβαστεί στην ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 30.1, επί τον λόγο του αριθμού των μεριδίων για τα οποία έχει εγγραφεί η εν λόγω εθνική κεντρική τράπεζα προς τον αριθμό των μεριδίων τα οποία έχουν ήδη καταβάλει οι άλλες εθνικές κεντρικές τράπεζες.

(10) Όλες οι αναφορές σε ποσά σε ευρώ στις προαναφερόμενες διατάξεις της συνθήκης, στον παρόντα κανονισμό και σε κάθε πρόσκληση ή αίτημα της ΕΚΤ για την καταβολή συναλλαγματικών διαθεσίμων νοούνται ως αναφορές σε ονομαστικά ποσά εκφρασμένα σε ευρώ κατά τη στιγμή της υποβολής του αιτήματος της ΕΚΤ για την καταβολή των συγκεκριμένων συναλλαγματικών διαθεσίμων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

- "συναλλαγματικά διαθέσιμα": τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα των συμμετεχόντων κρατών μελών τα οποία κατέχουν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες και τα οποία περιλαμβάνουν ή εκφράζονται σε νομίσματα, λογιστικές μονάδες ή χρυσό, εκτός από νομίσματα των κρατών μελών, ευρώ, αποθεματικές θέσεις του ΔΝΤ και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα,

- "εθνική κεντρική τράπεζα": η κεντρική τράπεζα συμμετέχοντος κράτους μέλους και

- "συμμετέχον κράτος μέλος": το κράτος μέλος το οποίο έχει υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα σύμφωνα με τη συνθήκη.

Άρθρο 2

Περαιτέρω αιτήματα προς καταβολή συναλλαγματικών διαθεσίμων

1. Η ΕΚΤ μπορεί να ζητήσει από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες να της καταβάλουν συναλλαγματικά διαθέσιμα πέραν του ορίου που τίθεται στο άρθρο 30.1 του καταστατικού, μέχρι ποσού ισοδυνάμου προς επιπλέον 50 δισεκατομμύρια ευρώ, εφόσον υπάρξει ανάγκη για ένα τέτοιο συναλλαγματικό διαθέσιμο.

2. Η κεντρική τράπεζα κράτους μέλους του οποίου καταργήθηκε η παρέκκλιση, ή η οποία τυγχάνει της αυτής μεταχείρισης με την κεντρική τράπεζα κράτους μέλους του οποίου καταργήθηκε η παρέκκλιση, μεταβιβάζει στην ΕΚΤ ποσό συναλλαγματικών διαθεσίμων το οποίο ορίζεται ως το γινόμενο της αξίας σε ευρώ, υπολογιζόμενης σε τρέχουσες τιμές, των συναλλαγματικών διαθεσίμων που έχουν ήδη μεταβιβαστεί στην ΕΚΤ σύμφωνα με την παράγραφο 1, επί τον λόγο του αριθμού των μεριδίων για τα οποία έχει εγγραφεί η εν λόγω εθνική κεντρική τράπεζα προς τον αριθμό των μεριδίων τα οποία έχουν ήδη καταβάλει οι άλλες εθνικές κεντρικές τράπεζες.

Άρθρο 3

Τελικές διατάξεις

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικό ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος, σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Βρυξέλλες, 8 Μαΐου 2000.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. Pina Moura

(1) ΕΕ C 269 της 23.9.1999, σ. 9.

(2) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 17 Μαρτίου 2000 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 8 Μαρτίου 2000 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).