32000R0978

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 978/2000 του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2000, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές συνθετικών ινών από πολυεστέρες καταγωγής Αυστραλίας, Ινδονησίας και Ταϊβάν και για την οριστική είσπραξη του επιβληθέντος προσωρινού δασμού

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 113 της 12/05/2000 σ. 0001 - 0024


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 978/2000 του Συμβουλίου

της 8ης Μαΐου 2000

για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές συνθετικών ινών από πολυεστέρες καταγωγής Αυστραλίας, Ινδονησίας και Ταϊβάν και για την οριστική είσπραξη του επιβληθέντος προσωρινού δασμού

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας(1), και ιδίως το άρθρο 15,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Α. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1. ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(1) Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 123/2000 της Επιτροπής(2) (εφεξής "ο κανονισμός προσωρινού δασμού") επιβλήθηκαν προσωρινοί αντισταθμιστικοί δασμοί στις εισαγωγές στην Κοινότητα μη συνεχών ινών από πολυεστέρες (εφεξής "ΣΙΠ") που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 5503 20 00, καταγωγής Αυστραλίας και Ταϊβάν και περατώθηκε η διαδικασία για το ίδιο προϊόν καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊλάνδης.

Ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά τις επιδοτήσεις, δεν επιβλήθηκαν προσωρινά αντισταθμιστικά μέτρα στις εισαγωγές ΣΙΠ καταγωγής Ινδονησίας. Ωστόσο, αποφασίστηκε η συνέχιση της έρευνας στις εισαγωγές από την εν λόγω χώρα κυρίως όσον αφορά τη μεταχείριση των μη συνεργαζόμενων εταιρειών και τον καθορισμό του εθνικού περιθωρίου επιδοτήσεων.

(2) Μετά το πέρας παράλληλης έρευνας αντιντάμπινγκ, επιβλήθηκαν προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ, στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 124/2000 της Επιτροπής(3), στις εισαγωγές ΣΙΠ στην Κοινότητα, καταγωγής Αυστραλίας, Ινδονησίας και Ταϊλάνδης.

2. ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(3) Μετά την επιβολή του προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού, ορισμένα μέρη υπέβαλαν γραπτώς τις παρατηρήσεις τους. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 (εφεξής "βασικός κανονισμός"), όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που το ζήτησαν έγιναν δεκτά σε ακρόαση.

(4) Η Επιτροπή εξακολούθησε να αναζητά και να επαληθεύει όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες για τα οριστικά της συμπεράσματα.

(5) Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων πρόκειται να προταθεί η επιβολή οριστικών αντισταθμιστικών δασμών στις εισαγωγές ΣΙΠ καταγωγής Αυστραλίας, Ταϊβάν και Ινδονησίας.

Στα ανωτέρω μέρη παραχωρήθηκε επίσης προθεσμία, εντός της οποίας μπορούσαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σε σχέση με την εν λόγω κοινολόγηση.

(6) Οι προφορικές και γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη εξετάσθηκαν και, όταν κρίθηκε σκόπιμο, ελήφθησαν υπόψη για τα οριστικά συμπεράσματα.

Β. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

(7) Το υπό εξέταση προϊόν είναι οι συνθετικές ίνες από πολυεστέρες, μη συνεχείς, που δεν είναι λαναρισμένες, χτενισμένες ή με άλλο τρόπο παρασκευασμένες για νηματοποίηση, που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 55032000. Συνήθως αναφέρεται ως μη συνεχείς ίνες από πολυεστέρες (ΣΙΠ).

(8) Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων σχετικά με τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 10 έως 12 του κανονισμού προσωρινού δασμού.

Γ. ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ

(9) Επιβεβαιώνονται οριστικά τα συμπεράσματα που διατυπώθηκαν στον κανονισμό προσωρινού δασμού όσον αφορά τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις για τους παραγωγούς-εξαγωγείς εκτός εάν συναχθεί ρητά διαφορετικό συμπέρασμα στον παρόντα κανονισμό.

I. ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(10) Μετά τη δημοσίευση του κανονισμού προσωρινού δασμού, η κυβέρνηση της Αυστραλίας, στις 17 Ιανουαρίου 2000, υπέβαλε γραπτώς τις παρατηρήσεις της για το έγγραφο κοινοποίησης που περιείχε λεπτομέρειες σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και με τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Οι παρατηρήσεις του μοναδικού συνεργαζόμενου εξαγωγέα παρελήφθησαν στις 14 Ιανουαρίου 2000. Η κυβέρνηση της Αυστραλίας ζήτησε ακρόαση από τις υπηρεσίες της Επιτροπής η οποία έγινε δεκτή στις 4 Φεβρουαρίου 2000.

2. ΘΕΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ

2.1. Γενικές παρατηρήσεις

(11) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας προέβαλε τον ισχυρισμό ότι τα έγγραφα κοινοποίησης δεν καθόριζαν "τις λεπτομέρειες σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα" όπως προβλέπεται στο άρθρο 30 του βασικού κανονισμού. Εφόσον η κυβέρνηση της Αυστραλίας δεν έλαβε τη μεθοδολογία υπολογισμού ή τη μέθοδο επιβολής προσωρινών μέτρων, τα έγγραφα κοινοποίησης θεωρήθηκαν ελλιπή. Ειδικότερα, δεν παρασχέθηκε μεθοδολογία όσον αφορά την έκτακτη επιχορήγηση για κεφαλαιουχικές δαπάνες ή πάγια στοιχεία ενεργητικού.

(12) Έναντι του ισχυρισμού αυτού, θεωρείται ότι το έγγραφο κοινοποίησης που απεστάλη στην κυβέρνηση της Αυστραλίας παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε σχετική αίτηση για κοινοποίηση, των προσωρινών συμπερασμάτων από την πλευρά της κυβέρνησης της Αυστραλίας, περιείχε λεπτομερή ανάλυση όσον αφορά τις επιδοτήσεις, τη ζημία, τη αιτιώδη συνάφεια και το συμφέρον της Κοινότητας. Ως εκ τούτου, το εν λόγω έγγραφο κοινοποίησης καθόριζε πράγματι τις λεπτομέρειες σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και με τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Η εξήγηση της μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του ύψους της επιδότησης περιλαμβάνετο στο έγγραφο κοινοποίησης όσον αφορά όλα τα προγράμματα επιδοτήσεων για τα οποία υπήρξε αντιστάθμιση της επιδότησης και, όσον αφορά τις έκτακτες επιδοτήσεις, η εξήγηση επαναλαμβάνετο στις αιτιολογικές σκέψεις 30 έως 32 του κανονισμού προσωρινού δασμού.

(13) Το άρθρο 30 του βασικού κανονισμού δεν θεωρείται ότι προβλέπει την παροχή σε μια κυβέρνηση των πραγματικών για συγκεκριμένη εταιρεία υπολογισμών του ύψους της επιδότησης, ιδίως υπό το πρίσμα του άρθρου 29 του βασικού κανονισμού, καθώς και των σχετικών κανόνων όσον αφορά το χειρισμό εμπιστευτικών πληροφοριών. Οι πληροφορίες αυτές παρασχέθηκαν στον συνεργαζόμενο εξαγωγέα με το έγγραφο κοινοποίησης των προσωρινών συμπερασμάτων. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού προσωρινού δασμού, τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους σχετικά με το περιεχόμενο του εν λόγω κανονισμού, καθώς και με το ύψος των αντισταθμιστικών δασμών.

2.2. Ατομικά καθεστώτα

2.2.1. Καθεστώς επιχορηγήσεων για την ανάπτυξη των εξαγωγικών αγορών (EMDG)

(14) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας ισχυρίστηκε ότι ο "έλεγχος δηλωτικού επιχορηγήσεων" που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος EMDG, το οποίο περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 14 έως 17 του κανονισμού προσωρινού δασμού, δεν εξαρτά την επιχορήγηση από προγραμματιζόμενο όφελος δεδομένου ότι πρόθεση του ελέγχου είναι να εξασφαλίσει ότι η επιχείρηση έχει προοπτικές επιτυχίας και ότι ο αιτών προβαίνει στον δέοντα οικονομικό και διοικητικό σχεδιασμό.

(15) Καθορίστηκε ότι στο πλαίσιο αυτού του ελέγχου, ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι έχει προγραμματίσει κέρδη από εξαγωγές των οποίων την ονομαστική αξία είναι δυνατόν να επιτύχει. Εφόσον η κυβέρνηση της Αυστραλίας δεν το αμφισβήτησε, καθορίστηκε ότι δεν θα χορηγηθούν επιδοτήσεις στο πλαίσιο του καθεστώτος EMDG εκτός εάν αναμένεται αύξηση των εσόδων από εξαγωγές. Ως εκ τούτου, η επιδότηση θεωρείται ότι εξαρτάται στην πράξη από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά που επαληθεύτηκαν κατά την έρευνα κατέδειξαν ότι η χορήγηση της επιδότησης αποτελεί πράγματι συνάρτηση των αναμενόμενων εσόδων από εξαγωγές κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, ανεξαρτήτως της "πρόθεσης" του ελέγχου.

(16) Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση της Αυστραλίας και ο παραγωγός-εξαγωγέας αρνήθηκαν να παράσχουν αντίγραφα των εγγράφων σχετικά με την επιδότηση που έλαβε η εταιρεία, προβάλλοντας τις απαιτήσεις "εμπιστευτικού χαρακτήρα". Επομένως, δεν μπορούσε να επαληθευτεί κατά πόσον η εταιρεία παρείχε στοιχεία όσο αφορά τον προγραμματισμό των εσόδων της από εξαγωγές στις αρμόδιες για την επιδότηση αρχές. Κατά την επίσκεψη επαλήθευσης, γνωστοποιήθηκε τόσο στην εταιρεία όσο και στην κυβέρνηση της Αυστραλίας ότι η άρνηση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει στη συναγωγή οριστικών συμπερασμάτων με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού. Επομένως, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε ότι ο "έλεγχος δηλωτικού επιχορηγήσεων" απαιτεί την παροχή πληροφοριών για τον προγραμματισμό κερδών από εξαγωγές, θεωρείται ότι η επιδότηση χορηγήθηκε με βάση παρόμοια αναμενόμενα έσοδα από εξαγωγές.

(17) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας ισχυρίστηκε ότι το καθεστώς EMDG δεν είναι συνυφασμένο με εξαγωγικές επιδόσεις δεδομένου ότι η επιδότηση υπολογίζεται ως επιστροφή ποσοστού των δαπανών για δραστηριότητες προώθησης που δεν συνδέονται με την πώληση του προϊόντος. Επιπροσθέτως, το καθεστώς δεν θεωρείται ατομικού χαρακτήρα δεδομένου ότι δεν περιορίζεται στους εξαγωγείς και η επιλεξιμότητα βασίζεται αυτομάτως σε αντικειμενικά κριτήρια.

(18) Εφόσον η επιλεξιμότητα για τη χορήγηση επιδότησης στο πλαίσιο του καθεστώτος είναι πράγματι συνδεδεμένη με τον προγραμματισμό κερδών από εξαγωγές, η επιδότηση θεωρείται ότι εξαρτάται στην πράξη από την επίτευξη εξαγωγικών επιδόσεων κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, ανεξαρτήτως του υπολογισμού του ύψους της επιδότησης. Παρόμοιες εξαγωγικές επιδοτήσεις θεωρούνται de jure ατομικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

(19) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας ισχυρίζεται ότι το καθεστώς EMDG δεν ευνοεί τα εγχώρια αγαθά έναντι των εισαγόμένων, διότι η νομοθεσία επιτρέπει την προώθηση αγαθών κατασκευασμένων στην Αυστραλία ή στο εξωτερικό.

(20) Έναντι του επιχειρήματος αυτού, αναφέρεται το τμήμα 24 του μέρους 4 του νόμου περί EMDG σύμφωνα με το οποίο "τα αγαθά που κατασκευάζονται στην Αυστραλία είναι επιλέξιμα αγαθά εφόσον πληρούν τον κανόνα περιεκτικότητας προϊόντων Αυστραλίας κατά 50 %" και "τα αγαθά που κατασκευάζονται στην αλλοδαπή είναι επιλέξιμα εφόσον πληρούν τον κανόνα περιεκτικότητας προϊόντων Αυστραλίας κατά 75 %". Σύμφωνα με τα υποτμήματα 3 και 4 του προαναφερθέντος τμήματος, είναι δυνατή η παρέκκλιση από τους εν λόγω κανόνες περιεκτικότητας προϊόντων Αυστραλίας σε συνάρτηση με τον καθορισμό από την εμπορική επιτροπή της Αυστραλίας (Austrade) κατά πόσον "οι εισροές Αυστραλίας στα εν λόγω αγαθά είναι [...] επαρκείς για να εξασφαλίσουν ότι η Αυστραλία θα αποκομίσει σημαντικό καθαρό όφελος από τις εξαγωγές τους". Το γεγονός αυτό αποτελεί σαφή ένδειξη ότι, είτε τα αγαθά κατασκευάζονται στην Αυστραλία είτε όχι, πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις περιεκτικότητας προϊόντων Αυστραλίας, και ως εκ τούτου, η επιδότηση θα εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση εγχώριων κατά προτίμηση και όχι εισαγόμενων προϊόντων, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, ο καθορισμός από την Austrade κατά πόσον οι εισροές καταγωγής Αυστραλίας είναι επαρκείς για να εξασφαλίσουν ότι θα προκύψει καθαρό όφελος από τις εξαγωγές τους, θα καθιστούσε το καθεστώς αυτό συνδεδεμένο στην πράξη με τον προγραμματισμό κερδών από εξαγωγές κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού.

(21) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας και ο παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκαν ότι δεν ελήφθησαν περαιτέρω πληρωμές διότι η εταιρεία δεν είναι πλέον επιλέξιμη για περαιτέρω επιδοτήσεις. Επιπλέον, ο παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι εφόσον η επιδότηση που ελήφθη κατά την περίοδο έρευνας είχε σχέση με δαπάνες που είχαν προκύψει πριν από την έναρξη της περιόδου έρευνας, δεν θα πρέπει να αντισταθμιστεί.

(22) Θεωρείται ότι αν και η εταιρεία δεν έλαβε επιδοτήσεις μετά την εν λόγω επιχορήγηση λόγω του γεγονότος ότι δεν πληρούσε τα κριτήρια επιλεξιμότητας μετά τη συγκεκριμένη ημερομηνία υπερβαίνοντας το όριο εισοδήματος, η εταιρεία δεν θεωρείτο μόνιμα μη επιλέξιμη για την επιχορήγηση. Το κατά πόσον τα εισοδήματα της εταιρείας θα φθάσουν ένα επίπεδο κατώτερο του αντίστοιχου επιπέδου που ορίζεται στο πλαίσιο του καθεστώτος EMDG, καθορίζεται από καθαρά εμπορικές εξελίξεις. Αυτό δεν δικαιολογεί παρέκκλιση από τη γενική αρχή ότι το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων υπολογίζεται με βάση το όφελος που αποκομίζει ο δικαιούχος το οποίο διαπιστώθηκε κατά την περίοδο έρευνας όπως καθορίζεται στο άρθρο 5 του βασικού κανονισμού.

(23) Κατά γενικό κανόνα, η απόδοση επιδότησης στην περίοδο έρευνας καθορίζεται από το χρονικό σημείο αποκόμισης του οφέλους από την εταιρεία. Στην περίπτωση αυτή, δεδομένου ότι η επιδότηση καταβλήθηκε στην εταιρεία κατά την περίοδο έρευνας, η εταιρεία αποκόμισε όφελος μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία.

(24) Επομένως, απορρίπτονται οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης της Αυστραλίας και του παραγωγού-εξαγωγέα όσον αφορά το καθεστώς EMDG και επιβεβαιώνονται τα προσωρινά συμπεράσματα.

(25) Ο συνεργαζόμενος παραγωγός-εξαγωγέας επωφελήθηκε από το καθεστώς αυτό κατά την περίοδο έρευνας και έλαβε επιδοτήσεις 0,03 %.

2.2.2. Καθεστώς εισαγωγικών πιστώσεων (ICS)

(26) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας και ο παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίζονται ότι οι ΣΙΠ δεν είναι επιλέξιμο προϊόν στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού, το οποίο περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 33 έως 35 του κανονισμού προσωρινού δασμού, και η εταιρεία δεν έχει λάβει πληρωμές ή οφέλη σε σχέση με τις ΣΙΠ. Τα οφέλη στο πλαίσιο του ICS συνδέονται με άλλα προϊόντα και διατέθηκαν στα εν λόγω προϊόντα. Δεν διαπιστώθηκαν επιδοτήσεις μεταξύ των διαφόρων προϊόντων. Η Επιτροπή κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι τα ποσά που προήλθαν από την πώληση των εισαγωγικών πιστώσεων ήταν προς όφελος όλων των προϊόντων εξαγωγής εφόσον η χρήση ρευστών διαθεσίμων δεν ήταν συνδεδεμένη με ένα συγκεκριμένο προϊόν. Επίσης, είναι εσφαλμένη η διαπίστωση ότι οι εξαγωγές ΣΙΠ ωφελήθηκαν από την πώληση των εισαγωγικών πιστώσεων δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος ΣΙΠ διατίθεται για εξαγωγή. Το γεγονός αυτό δεν αποδεικνύεται από τα πραγματικά περιστατικά, ειδικότερα υπό το πρίσμα των σημαντικών εγχώριων πωλήσεων της εταιρείας.

(27) Θεωρείται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα επιδοτήσεων. Τα οφέλη στο πλαίσιο του ICS δεν περιορίζονται σε ένα συγκεκριμένο προϊόν. Η εταιρεία λαμβάνει πιστώσεις τις οποίες μπορεί να μετατρέψει σε ρευστά διαθέσιμα χωρίς όρους. Δεν απαιτείται η χρησιμοποίηση των ρευστών διαθεσίμων προς όφελος μόνο της εξαγωγής, της πώλησης ή της παραγωγής του προϊόντος για το οποίο υπολογίστηκε το ποσό της πίστωσης. Επομένως, εφόσον τα οφέλη της επιδότησης δεν είναι συνδεδεμένα με ένα συγκεκριμένο προϊόν που δεν αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, θεωρείται ότι είναι προς όφελος όλων των εξαγωγικών πωλήσεων, περιλαμβανομένων των εξαγωγικών πωλήσεων ΣΙΠ. Επιπλέον, η δήλωση ότι οι εισαγωγικές πιστώσεις "διατέθηκαν για τα [λοιπά] προϊόντα" δεν είναι τεκμηριωμένη. Πράγματι, επαληθεύτηκε ότι όλες οι εισαγωγικές πιστώσεις που έλαβε η εταιρεία κατά την περίοδο έρευνας μετατράπηκαν σε ρευστά διαθέσιμα. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ουδέποτε συνήγαγε το συμπέρασμα ότι εφόσον εξάγεται το μεγαλύτερο μέρος ΣΙΠ, η επιδότηση ήταν προς όφελος των εξαγωγών. Το ζήτημα του κατά πόσον το μεγαλύτερο μέρος ΣΙΠ διατίθεται για εξαγωγή δεν σχετίζεται με το αν όλες οι εξαγωγές, περιλαμβανομένων των εξαγωγών ΣΙΠ, ωφελήθηκαν από τις πληρωμές στο πλαίσιο του ICS.

(28) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας ισχυρίστηκε ακόμη ότι εφόσον η ισχύς του ICS θα λήξει στις 30 Ιουνίου 2000, η συνέχιση της επιδότησης στον υπολογισμό του αντισταθμιστικού δασμού δεν αιτιολογείται υπό το πρίσμα του άρθρου 19 παράγραφος 4 της συμφωνίας ΠΟΕ για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα.

(29) Το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων υπολογίζεται με βάση το όφελος που αποκομίζει ο δικαιούχος το οποίο διαπιστώθηκε κατά την περίοδο έρευνας για επιδοτήσεις. Δεδομένου ότι τα οφέλη στο πλαίσιο του ICS αποκομίστηκαν κατά την περίοδο έρευνας, ελήφθησαν υπόψη κατά τον υπολογισμό του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων. Οι πληροφορίες σχετικά με πιθανές αλλαγές όσον αφορά τα προγράμματα επιδότησης που είναι δυνατόν να προκύψουν μετά την περίοδο έρευνας δεν λαμβάνονται κανονικά υπόψη στις έρευνες για επιδοτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 11 του βασικού κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 19 του βασικού κανονισμού προβλέπει το δικαίωμα να ζητηθεί ενδιάμεση επανεξέταση κατά την οποία η Επιτροπή είναι δυνατόν να εξετάσει, μεταξύ άλλων, εάν υπήρξε σημαντική μεταβολή των περιστάσεων που συνδέονται με την επιδότηση. Επομένως, ο ισχυρισμός της κυβέρνησης της Αυστραλίας απορρίπτεται.

Υπολογισμός του ύψους της επιδότησης

(30) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας προέβαλε τον ισχυρισμό ότι το ύψος της επιδότησης δεν υπολογίστηκε δεόντως εφόσον η διαπίστωση ότι μόνο οι εξαγωγές αποτελούν αντικείμενο επιδότησης είναι εσφαλμένη. Επομένως, ο ορθός συντελεστής θα πρέπει να είναι το σύνολο των πωλήσεων και όχι οι εξαγωγικές πωλήσεις.

(31) Έναντι του επιχειρήματος αυτού, γίνεται αναφορά στους λόγους απόρριψης ανάλογου ισχυρισμού σχετικά με τον συντελεστή για τις έκτακτες επιχορηγήσεις για τις κεφαλαιουχικές δαπάνες/πάγια στοιχεία ενεργητικού όπως καθορίζεται στη συνέχεια όσον αφορά την παροχή κινήτρων για ένα πρόγραμμα διεθνούς ανταγωνιστικότητας και το πρόγραμμα προσέλκυσης επενδύσεων. Εφόσον, όπως αποδεικνύεται ανωτέρω, η επιδότηση αφορά τις εξαγωγές, θεωρείται ότι είναι προς όφελος των εξαγωγικών πωλήσεων. Ως εκ τούτου, η επιδότηση πρέπει να υπολογιστεί με κατανομή του ποσού στις εξαγωγικές πωλήσεις.

(32) Ο συνεργαζόμενος παραγωγός-εξαγωγέας επωφελήθηκε από το καθεστώς αυτό κατά την περίοδο έρευνας και έλαβε επιδοτήσεις ύψους 3,48 %.

2.2.3. Πρόγραμμα προσέλκυσης επενδύσεων (ΙΑΡ) και παροχή κινήτρων για ένα πρόγραμμα διεθνούς ανταγωνιστικότητας (IICP)

(33) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρξε έλλειψη συνεργασίας κατά την έρευνα. Αν και δεν ήταν δυνατόν να συναφθούν οι συμβάσεις επιδότησης όσον αφορά τα προγράμματα IICP και ΙΑΡ, που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 24 έως 27 και 38 έως 41 του κανονισμού προσωρινού δασμού, παρασχέθηκαν στις υπηρεσίες της Επιτροπής οι σχετικές πληροφορίες καθώς και επεξήγηση όσον αφορά την πρόθεση, τις παραμέτρους και τη λειτουργία των προγραμμάτων. Επιπλέον, το άρθρο 28 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι οι πληροφορίες δεν πρέπει να μην ληφθούν υπόψη υπό την προϋπόθεση ότι, μεταξύ άλλων, το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέλος, οι λόγοι απόρριψης αυτών των αποδεικτικών στοιχείων δεν γνωστοποιήθηκαν ούτε αναπτύχθηκαν κατά τη δημοσίευση των σχετικών συμπερασμάτων όπως προβλέπει το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού.

(34) Κατά την επίσκεψη επαλήθευσης γνωστοποιήθηκε επανειλημμένως στην κυβέρνηση της Αυστραλίας και στον παραγωγό-εξαγωγέα η διάταξη του άρθρου 28 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού σύμφωνα με την οποία η άρνηση παροχής πρόσβασης στη σύμβαση επιδότησης και τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα θα μπορούσε να οδηγήσει στη συναγωγή συμπερασμάτων με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία όσον αφορά τις επιδοτήσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο των προγραμμάτων IICP και ΙΑΡ. Η κυβέρνηση της Αυστραλίας και ο συνεργαζόμενος παραγωγός-εξαγωγέας ουδέποτε γνωστοποίησαν πλήρως στις υπηρεσίες της Επιτροπής τις πραγματικές συνθήκες των εν λόγω επιδοτήσεων, ούτε προφορικά. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι οι πληροφορίες που παρείχαν η κυβέρνηση της Αυστραλίας και ο παραγωγός-εξαγωγέας όσον αφορά την πρόθεση, τις παραμέτρους και τη λειτουργία των δύο προγραμμάτων, καθώς και τις συνθήκες και τα ποσά των υπό εξέταση επιδοτήσεων, ελήφθησαν υπόψη στο βαθμό που ήταν επαληθεύσιμες σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Οι λόγοι απόρριψης των μη επαληθεύσιμων ισχυρισμών της κυβέρνησης της Αυστραλίας ότι ούτε οι επιδοτήσεις στο πλαίσιο του ΙΙCΡ ούτε στο πλαίσιο του ΙΑΡ εξαρτώνται από τις εξαγωγικές επιδόσεις παρατίθενται σαφώς στο έγγραφο κοινοποίησης των προσωρινών συμπερασμάτων και στις αιτιολογικές σκέψεις 28, 29, 40 και 42 του κανονισμού προσωρινού δασμού.

(35) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας υποστήριξε επιπλέον ότι οι πληροφορίες που παρέχονται από την κυβέρνηση της Βικτώρια σε σχέση με την κατάβολή της επιδότησης στο πλαίσιο του ΙΑΡ δεν έχουν ληφθεί υπόψη, και ότι οι ισχυρισμοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σύμφωνα με τους οποίους η επιδότηση της κυβέρνησης της Βικτώρια εξαρτάται από τις εξαγωγές και ότι οι εξαγωγές είναι ένας από τους στόχους του νόμου του 1981 για την οικονομική ανάπτυξη, δεν είναι ορθοί και δεν αποδεικνύονται από τα πραγματικά στοιχεία.

(36) Τα συμπεράσματα σχετικά με τις συνθήκες της πραγματικής επιδότησης στο πλαίσιο του ΙΑΡ έπρεπε να συναχθούν με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία σύμφωνα με την ανωτέρω εξήγηση. Τα στοιχεία αυτά περιελάμβαναν το τμήμα 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του νόμου του 1981 για την οικονομική ανάπτυξη κατά τον οποίο, οι αρμοδιότητες του Υπουργείου Οικονομικής Ανάπτυξης είναι να διευκολύνει, να ενθαρρύνει, να προωθεί και να πραγματοποιηθεί, μεταξύ άλλων, "την ανάπτυξη της εξαγωγικής ικανότητας της βιομηχανίας σε όλη την πολιτεία", και την έκθεση των γραφείων ορκωτού λογιστή της Βικτώρια που αναφέρεται από τον καταγγέλλοντα, που περιέχει αναφορά στην αναμενόμενη αύξηση των εξαγωγών του συνεργαζόμενου παραγωγού-εξαγωγέα.

(37) Η σχετική πρόβλεψη για την υπό εξέταση επιδότηση, ήτοι, το τμήμα 13 παράγραφος 3 του νόμου του 1981 για την οικονομική ανάπτυξη που εκθέτει τους στόχους του ΙΑΡ δεν αναφέρει συγκεκριμένα την ανάπτυξη της εξαγωγικής ικανότητας, αλλά μάλλον γενικότερες συνθήκες όπως "η ισορροπημένη οικονομική ανάπτυξη της πολιτείας". Εντούτοις, η δήλωση του βιομηχανικού κλάδου της Βικτώρια "Η επιχειρηματική δραστηριότητα στη Βικτώρια" που έγινε από τον Υπουργό Βιομηχανίας και Απασχόλησης την 1η Σεπτεμβρίου 1993 περιέγραψε το ΙΑΡ δηλώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι "τα προγράμματα που καταρτίζονται για βοήθεια πρέπει να παρέχουν σημαντικά καθαρά οικονομικά οφέλη στη Βικτώρια, ιδιαίτερα από την άποψη των εξαγωγών" και "οι επενδύσεις πρέπει να προσανατολίζονται σε εμπορικούς, βασικούς βιομηχανικούς τομείς, αποδίδοντας προτεραιότητα σε ανταγωνίστριες εταιρείες εξαγωγών ή εισαγωγών".

(38) Επομένως, θεωρείται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται από την κυβέρνηση της Αυστραλίας σχετικά με το ΙΑΡ και το IICP πρέπει να απορριφθούν και επιβεβαιώνεται ότι αυτές οι επιδοτήσεις εξαρτώνται από τις εξαγωγικές επιδόσεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού.

Υπολογισμός του ύψους της επιδότησης

(39) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας υποστήριξε ότι, όσον αφορά τις επιδοτήσεις στο πλαίσιο του IICP και του ΙΑΡ, ο συντελεστής για την κατανομή του ύψους της επιδότησης πρέπει να είναι οι συνολικές πωλήσεις και όχι μόνο οι εξαγωγικές πωλήσεις δεδομένου ότι οι επιδοτήσεις ήταν συνδεδεμένες με την απόκτηση πάγιων στοιχείων ενεργητικού και επομένως ωφέλησαν το σύνολο των πράξεων.

(40) Αποτελεί συνήθη πρακτική οι επιδοτήσεις που εξαρτώνται από τις εξαγωγικές επιδόσεις να κατανέμονται στις εξαγωγικές πωλήσεις ανεξαρτήτως αν διατίθενται ή όχι για την αγορά πάγιων στοιχείων ενεργητικού. Αποτελεί λογική υπόθεση ότι τα οφέλη στο πλαίσιο των προγραμμάτων επιδότησης που προορίζονται να ωφελήσουν τις εξαγωγές, συνδέονται επίσης με τις εξαγωγές και ότι πρέπει επομένως να υπολογιστούν βάσει των εξαγωγικών πωλήσεων. Η προσέγγιση αυτή συμφωνεί επίσης με τις κατευθύνσεις της Κοινότητας για τον υπολογισμό του ύψους της επιδότησης στις έρευνες αντισταθμιστικού δασμού.

(41) Ο συνεργαζόμενος παραγωγός-εξαγωγέας ωφελήθηκε από το IICP και το ΙΑΡ κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας και έλαβε επιδότηση 1,92 % και 0,64 %, αντίστοιχα.

3. ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΙΜΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

(42) Το ποσό των αντισταθμίσιμων εξαγωγικών επιδοτήσεων, εκφραζόμενο κατ' αξίαν, για τον εξαγωγέα που αποτέλεσε αντικείμενο της έρευνας, σύμφωνα με τις διατάξεις του βασικού κανονισμού, καθορίζεται ως εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(43) Δεδομένου ότι ο παραγωγός-εξαγωγέας που αποτέλεσε αντικείμενο της έρευνας αντιπροσώπευε ουσιαστικά όλες τις εισαγωγές στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Αυστραλίας, το μέσο σταθμισμένο εθνικό περιθώριο επιδότησης είναι ανώτερο του ελάχιστου περιθωρίου 1 % που εφαρμόζεται στις επιδοτήσεις.

II. ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(44) Μετά τη λεπτομερή κοινοποίηση των συμπερασμάτων και τη δημοσίευση του κανονισμού προσωρινού δασμού, δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις ή σχόλια εντός της ισχύουσας προθεσμίας.

(45) Σύμφωνα με την πάγια πρακτική και την πολιτική σχετικά με τις χώρες που υπάγονται στο παράρτημα VII της συμφωνίας του ΠΟΕ για τις επιδοτήσεις, θεωρείται ότι δεν παρέχεται όφελος από επιδοτήσεις κάτω του 0,3 %. Ο κανόνας αυτός ισχύει μόνο για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς στους οποίους χορηγείται ατομική μεταχείριση.

2. ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ

(46) Για να καταστεί δυνατή η επιλογή δείγματος από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 27 του βασικού κανονισμού, οι παραγωγοί-εξαγωγείς κλήθηκαν να αναγγελθούν εντός 15 ημερών από την έναρξη της διαδικασίας και να παράσχουν βασικές πληροφορίες για τις εξαγωγές και τις εγχώριες πωλήσεις τους, τις συγκεκριμένες δραστηριότητές τους όσον αφορά την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος, καθώς και τις ονομασίες και τις δραστηριότητες όλων των συνδεδεμένων εταιρειών στον τομέα ΣΙΠ. Οι ινδονησιακές αρχές και η ινδονησιακή ένωση παραγωγών-εξαγωγέων ενημερώθηκαν επίσης εν προκειμένω από την Επιτροπή.

α) Προεπιλογή των συνεργαζόμενων εταιρειών

(47) Επτά εταιρείες στην Ινδονησία αναγγέλθηκαν και παρείχαν τα στοιχεία που τους ζητήθηκαν εντός της προθεσμίας. Οι εταιρείες αυτές θεωρήθηκαν αρχικά ως συνεργαζόμενες και ελήφθησαν υπόψη για την επιλογή του δείγματος.

Οι εταιρείες οι οποίες αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας αντιπροσωπεύουν ουσιαστικά το σύνολο των εισαγωγών στην Κοινότητα του προϊόντος καταγωγής Ινδονησίας.

(48) Οι συνεργαζόμενες εταιρείες οι οποίες δεν ελήφθησαν τελικά υπόψη στη δειγματοληψία, ενημερώθηκαν ότι οιοσδήποτε αντισταθμιστικός δασμός επί των εξαγωγών τους θα υπολογιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

(49) Οι εταιρείες που, ενδεχομένως, δεν αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας, θεωρήθηκαν ως μη συνεργαζόμενες εταιρείες.

β) Επιλογή του δείγματος

(50) Αρχικά, τρεις εταιρείες της Ινδονησίας επιλέχθηκαν για να αποτελέσουν το δείγμα κατόπιν διαβουλεύσεων με την ινδονησιακή ένωση παραγωγών-εξαγωγέων. Η ινδονησιακή ένωση παραγωγών-εξαγωγέων πρότεινε την αντικατάσταση δύο αρχικά επιλεγμένων εταιρειών από δύο άλλες που, εντούτοις, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικότερες από εκείνες που επιλέχτηκαν αρχικά. Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν αναλόγως.

(51) Και οι τρεις εταιρείες που επιλέχθηκαν αρχικά για τη δειγματοληψία έλαβαν ερωτηματολόγια για συμπλήρωση. Στη συνέχεια, μία από αυτές τις εταιρείες παρείχε ελλιπείς απαντήσεις, οι οποίες ήταν επιπλέον σε αντίφαση με τις βασικές πληροφορίες που είχε παράσχει σε προηγούμενο στάδιο για τη δειγματοληψία. Μια δεύτερη εταιρεία δεν παρείχε πλήρεις και σημαντικές απαντήσεις και παρέλειψε να ενημερώσει κατάλληλα τις υπηρεσίες της Επιτροπής για τη σχέση της με μια άλλη ινδονησιακή εταιρεία. Πρέπει να σημειωθεί ότι και οι δύο εταιρείες είχαν λάβει επανειλημμένως αιτήσεις στις οποίες προσδιορίζετο η ακριβής φύση των απαιτούμενων πληροφοριών και τους είχε παρασχεθεί εκτεταμένη προθεσμία για να υποβάλουν τις πληροφορίες αυτές. Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές εταιρείες ενημερώθηκαν λεπτομερώς για τους λόγους για τους οποίους δεν θεωρούντο πλέον ότι συνεργάζονται στην έρευνα καθώς και ότι το αποτέλεσμα της έρευνας μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκό για αυτές από ό,τι εάν είχαν συνεργαστεί.

(52) Δεδομένου του βαθμού άρνησης συνεργασίας από εταιρείες που επιλέχτηκαν αρχικά στη δειγματοληψία, οι υπηρεσίες της Επιτροπής αποφάσισαν να επιλέξουν νέο δείγμα σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Για το σκοπό αυτό, δύο άλλες ινδονησιακές συνεργαζόμενες εταιρείες, που είχαν παράσχει πλήρεις και σημαντικές απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο, με σκοπό τη χορήγηση ατομικής εξέτασης, προστέθηκαν στη δειγματοληψία. Η ινδονησιακή ένωση παραγωγών-εξαγωγέων, οι ενδιαφερόμενες εταιρείες και οι ινδονησιακές αρχές ενημερώθηκαν ανάλογα και δεν προέβαλαν καμία αντίρρηση.

(53) Στις τρεις εταιρείες που αποτέλεσαν τελικά το δείγμα και που συνεργάστηκαν πλήρως στην έρευνα χορηγήθηκε χωριστό περιθώριο επιδότησης και ατομικός δασμός.

3. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΕΞΑΓΩΓΕΙΣ

Καθεστώτα BKPM

(54) Το συντονιστικό συμβούλιο επενδύσεων (Badan Koordinasi Penanaman Modal - BKPM) είναι κυβερνητικός οργανισμός που υπάγεται άμεσα στον πρόεδρο της Δημοκρατίας της Ινδονησίας. Η ιδιότητα του BKPM είναι να επικουρεί τον πρόεδρο στη χάραξη κυβερνητικών πολιτικών όσον αφορά τις επενδύσεις, και είναι αρμόδιο για τον σχεδιασμό και την προώθηση των επενδύσεων, καθώς επίσης και για την επεξεργασία εγκρίσεων και αδειών επενδύσεων και για την επίβλεψη της υλοποίησης επενδύσεων. Το BKPM διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στο συντονισμό των επενδυτικών δραστηριοτήτων με άλλους κυβερνητικούς οργανισμούς. Το BKPM συμμετέχει επίσης στην περιφερειακή ανάπτυξη καθώς και στη σύνταξη και στη διαχείριση του περιοριστικού καταλόγου επενδύσεων (Daftar Negative Investasi - DNI), ο οποίος περιέχει τους τομείς που είναι κλειστοί στις επενδύσεις καθώς επίσης και εκείνους που διέπονται από ρυθμίσεις.

(55) Το BKPM εγκρίνει τόσο τις ξένες (Penanaman Μοdal Asing - PMA) όσο και τις εγχώριες επενδύσεις (PMDN). Στις εταιρείες που εγκρίνονται από το BKPM ως εταιρείες PMA ή PMDN θα χορηγείται πλήρης ή μερική απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς και επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών, συγκεκριμένα, μηχανημάτων, εξοπλισμού, ανταλλακτικών και επικουρικού εξοπλισμού, καθώς και κατά την εισαγωγή πρώτων υλών με σκοπό δύο έτη πλήρους παραγωγής.

(56) Οι ξένες επενδύσεις (PMA) διέπονται πρωτίστως από τον νόμο αριθ. 1 του 1967 για τις επενδύσεις ξένου κεφαλαίου, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο αριθ. 11 του 1970.

(57) Οι εγχώριες επενδύσεις (PMDN) διέπονται από τον νόμο αριθ. 6/1968 για τις επενδύσεις εγχώριου κεφαλαίου, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο αριθ. 12/1971.

(58) Επιπλέον, οι εταιρείες PMA καθώς και άλλες εταιρείες υπόκεινται σε τομεακές πολιτικές που εφαρμόζονται από τις αντίστοιχες κυβερνητικές αρχές όπως εκείνες που ορίζονται στο νόμο αριθ. 5/1984 για τη βιομηχανία, το νόμο αριθ. 5/1967 για τη δασονομία, και το νόμο αριθ. 12/1992 για τη γεωργία.

(59) Η νομική βάση για τα μέσα πλήρους ή μερικής απαλλαγής από τους εισαγωγικούς δασμούς περιλαμβάνεται σε ορισμένα διατάγματα του Υπουργείου Οικονομικών (αριθ. 297/ΚΜΚ.01/1997, αριθ. 545/ΚΜΚ.01/1997, αριθ. 546/ΚΜΚ.01/1997 και αριθ. 252/ΚΜΚ.04/1998).

α) Επιλεξιμότητα

(60) Οι διευκολύνσεις αυτές θα χορηγηθούν στα επενδυτικά προγράμματα που εγκρίνονται από το BKPM, στα προγράμματα ΡΜΑ καθώς και PMDN, καθώς επίσης και στις υφιστάμενες εταιρείες PMA και PMDN που επεκτείνουν τα προγράμματά τους για την παραγωγή ομοειδών προϊόντων κατά άνω του 30 % της υφιστάμενης ικανότητας ή που διαφοροποιούν τα προϊόντα τους.

(61) Τα κριτήρια επιλεξιμότητας καθορίζονται από το BKPM και φαίνεται ότι προσαρμόζονται συχνά. Τα εν λόγω κριτήρια περιλαμβάνουν ορισμένους περιορισμούς για τις ξένες επενδύσεις, ειδικότερα, την υποχρέωση δημιουργίας κοινής επιχείρησης με ινδονησιακή εταιρεία για επενδύσεις σε ορισμένους τομείς.

(62) Οι επενδύσεις στους τομείς που αναφέρονται στον περιοριστικό κατάλογο επενδύσεων δεν είναι επιλέξιμες και περιλαμβάνουν ορισμένες βιομηχανίες χημικών προϊόντων, όπως οι βιομηχανίες κυκλαμινικών ενώσεων και σακχαρίνης. Οι επενδύσεις σε δώδεκα άλλους τομείς είναι επιλέξιμες μόνο εάν πληρούν ορισμένα επιπλέον κριτήρια. Οι τομείς αυτοί απαριθμούνται στο "Τεχνικό εγχειρίδιο - Πραγματοποίηση επενδύσεων κεφαλαίου 1998" που δημοσιεύει το BKPM και περιέχει, μεταξύ άλλων, τη βιομηχανία ιωδιούχου άλατος, αιθυλικής αλκοόλης και λιπασμάτων.

(63) Όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισης του προγράμματος, υποστηρίχτηκε ότι οι εταιρείες υπόκεινται στις τομεακές/βιομηχανικές πολιτικές που εφαρμόζουν τα αντίστοιχα Υπουργεία.

β) Πρακτική εφαρμογή

(64) Σε πρώτο στάδιο, οι αιτήσεις υποβάλλονται στο BKPM όσου θα αξιολογηθεί η καταλληλότητά τους σε διάφορες πτυχές όπως οι τομεακές πολιτικές, η τεχνολογία, η αγορά και η χρηματοδότηση. Σε περίπτωση έγκρισης, το BKPM στηρίζει επίσης τις εταιρείες στην απόκτηση άλλων απαραίτητων αδειών, π.χ., αδειών οικοδομής, τίτλων εγγείου ιδιοκτησίας και αδειών εργασίας.

(65) Οι ίδιες οι διευκολύνσεις εισαγωγικών δασμών χορηγούνται σε μεταγενέστερο στάδιο. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να υποβληθεί ένας καλούμενος γενικός κατάλογος, στον οποίο κατονομάζονται τα κεφαλαιουχικά αγαθά και οι πρώτες ύλες προς εισαγωγή, μέσω του ΡΤ. SUCOFINDO, οργανισμού τεχνικής επιθεώρησης, ο οποίος αξιολογεί τον κατάλογο και στη συνέχεια τον προωθεί στο BKPM μετά την έγκριση. Το BKPM στη συνέχεια εκδίδει επιστολή έγκρισης και άδεια εισαγωγής.

γ) Συμπέρασμα για τον αντισταθμίσιμο χαρακτήρα

(66) Τα καθεστώτα BKPM αποτελούν επιδότηση δεδομένου ότι η χρηματοοικονομική συνεισφορά από την κυβέρνηση της Ινδονησίας υπό μορφή μη καταβολής δασμών παρέχει άμεσο όφελος στο δικαιούχο.

(67) Τα καθεστώτα δεν χαρακτηρίζονται ως καθεστώτα επιστροφών σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων Ι έως ΙΙΙ του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι τα κεφαλαιουχικά αγαθά δεν χρησιμοποιούνται στη διαδικασία παραγωγής, και δεν υφίσταται υποχρέωση εξαγωγής του τελικού προϊόντος που περιέχει τις πρώτες ύλες.

(68) Τα καθεστώτα BKPM δεν εξαρτώνται νομικά από τις εξαγωγικές επιδόσεις ή τη χρησιμοποίηση εγχώριων κατά προτίμηση και όχι εισαγόμενων αγαθών.

(69) Αν και τα καθεστώτα αυτά εμφανίζονται να ισχύουν για ευρύ φάσμα επενδύσεων, περιορίζουν ρητά την πρόσβαση στην επιδότηση σε ορισμένες επιχειρήσεις που δεν αναπτύσσουν δραστηριότητες σε ορισμένους τομείς. Επιπλέον, ο αριθμός και η ποιότητα των περιορισμών που ισχύουν σε ορισμένους τομείς, ειδικότερα, όσων περιορίζουν την επιλεξιμότητα είτε ορισμένου τύπου επιχειρήσεων, είτε γεωγραφικής περιοχής, ή αποκλείουν εντελώς ορισμένους τομείς, δεν συμφωνούν με τους όρους του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού, που ορίζει ότι η αρχή που παρέχει την επιδότηση θέτει αντικειμενικά κριτήρια ουδέτερου χαρακτήρα, που δεν ευνοούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις σε βάρος άλλων, είναι οικονομικής φύσεως και εφαρμόζονται οριζοντίως. Ως εκ τούτου, τα προγράμματα αυτά θεωρούνται ότι έχουν ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι περιορίζουν ρητά την πρόσβαση ορισμένων επιχειρήσεων στην επιδότηση.

(70) Ακόμα κι αν δεν υπήρξε διά νόμου ατομικός χαρακτήρας δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, το σύστημα θα ήταν εκ των πραγμάτων ατομικού χαρακτήρα δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η επιλεξιμότητα είναι αυτόματη, αλλά μάλλον βασίζεται σε κατά περίπτωση απόφαση στην οποία ενέχονται ορισμένες κυβερνητικές αρχές που ακολουθούν τομεακές/βιομηχανικές πολιτικές που εφαρμόζονται από τα αντίστοιχα Υπουργεία. Δεν παρασχέθηκαν πληροφορίες για την πραγματική χρήση του προγράμματος επιδότησης και τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας από τις αρχές που παρέχουν την επιδότηση. Ως εκ τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα καθεστώτα BKPM, εναλλακτικά, θεωρούνται επίσης ατομικού χαρακτήρα δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού και επομένως υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής αντισταθμιστικών δασμών.

δ) Υπολογισμός του ύψους της επιδότησης

(71) Ο καθορισμός του οφέλους που αποκομίστηκε βασίστηκε στο ποσό των μη καταβληθέντων δασμών κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας όσον αφορά τις πρώτες ύλες και τα ανταλλακτικά, και κατά τη διάρκεια της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 1988 μέχρι το τέλος της περιόδου έρευνας για τα κεφαλαιουχικά αγαθά, για τα οποία εφαρμόζεται η συνήθης περίοδος απόσβεσης 17 ετών στον συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής. Δεδομένου ότι τα καθεστώτα δεν εξαρτώνται από τις εξαγωγικές επιδόσεις, τα συνολικά οφέλη κατανεμήθηκαν στο σύνολο του κύκλου εργασιών. Το ποσό που προέκυψε προσαρμόστηκε κατά το μέσο εμπορικό επιτόκιο για τα τραπεζικά δάνεια κατά την περίοδο έρευνας, που καθορίστηκε στο 24,61 %.

(72) Δύο παραγωγοί-εξαγωγείς προσέφυγαν στα καθεστώτα αυτά, αλλά δεν αποκόμισαν όφελος στο πλαίσιο αυτών των καθεστώτων, σύμφωνα με την προαναφερθείσα πολιτική.

Καθεστώτα BAPEKSTA

(73) Το κέντρο διαχείρισης εισαγωγικών δασμών, απαλλαγών και επιστροφών (BAPEKSTA) μπορεί να χορηγήσει, κατόπιν αιτήσεως, απαλλαγή ή επιστροφή εισαγωγικού δασμού καθώς και τη μη επιβολή του φόρου προστιθέμενης αξίας (PPN) και του φόρου επί των πωλήσεων στα αγαθά πολυτελείας (PPnBM) κατά την εισαγωγή αγαθών για περαιτέρω τελειοποίηση προς εξαγωγή.

(74) Το καθεστώς απαλλαγών καλύπτει τους δασμούς στις εισαγωγές που θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον, ενώ το καθεστώς επιστροφών εφαρμόζεται στις εισαγόμενες εισροές που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί σε εξαχθέν προϊόν.

(75) Νομική βάση αποτελεί το διάταγμα του υπουργού Οικονομικών αριθ. 615/ΚΜΚ.01/1997 της 1ης Δεκεμβρίου 1997.

α) Επιλεξιμότητα

(76) Τα καθεστώτα BAPEKSTA χορηγούνται στους παραγωγούς-εξαγωγείς της Ινδονησίας κατόπιν αιτήσεως στο BAPEKSTA.

(77) Για να τύχει των διευκολύνσεων απαλλαγής, η εταιρεία πρέπει να επανεξάγει το 100 % των εισαγόμενων υλών υπό μορφή τελικών προϊόντων, εντός περιόδου δώδεκα μηνών αρχής γενομένης από την ημερομηνία εισαγωγής, εκτός εάν η περίοδος παραγωγής είναι μεγαλύτερη από δώδεκα μήνες. Στη περίπτωση αυτή, μπορεί να χορηγηθεί εξαίρεση. Μια εταιρεία πρέπει επίσης να καταθέσει εγγύηση υπό μορφή τραπεζικής εγγύησης που να καλύπτει το ποσό της απαλλαγής από το δασμό και τον PPN και PPnBM που πρέπει να καταβληθεί κανονικά.

(78) Για να τύχει των διευκολύνσεως επιστροφής, η εταιρεία πρέπει να έχει ήδη προβεί στην εξαγωγή των τελικών προϊόντων. Η εισαγωγή πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα μηνών πριν από την αποστολή των εξαχθέντων αγαθών.

(79) Και για τις δύο διευκολύνσεις, οι εξαγωγές μπορούν επίσης να πραγματοποιηθούν σε ελεγχόμενες ζώνες εντός της Ινδονησίας.

β) Πρακτική εφαρμογή

(80) Για να τύχουν της δυνατότητας απαλλαγής, οι εταιρείες πρέπει να υποβάλουν έντυπο που να περιέχει την αναμενόμενη εξαγωγική επίδοση στο μέλλον, τις προβλεπόμενες ανάγκες αγαθών εισαγωγής, και εκτίμηση κανονικά καταβλητέων δασμών και φόρων. Στη συνέχεια, είναι υποχρεωμένες να υποβάλουν έκθεση στο BAPEKSTA όσον αφορά τις εξαγωγές κάθε έξι μήνες.

(81) Το BAPEKSTA δύναται αργότερα να προβεί σε επαλήθευση με έλεγχο των εκθέσεων της ενδιαφερόμενης εταιρείας.

(82) Για να τύχει της δυνατότητας επιστροφής, η εταιρεία πρέπει να υποβάλει έντυπο στο οποίο να εμφανίζεται η σχέση μεταξύ των αγαθών εισαγωγής, για τα οποία έχουν καταβληθεί οι δασμοί και οι φόροι, και των εξαχθέντων αγαθών, συνοδευόμενο από έγγραφα εισαγωγής και εξαγωγής.

(83) Το BAPEKSTA έχει το δικαίωμα να επαληθεύσει τα έγγραφα αυτά με τη διεξαγωγή ελέγχων στις εγκαταστάσεις της ενδιαφερόμενης εταιρείας.

γ) Συμπέρασμα για τον αντισταθμίσιμο χαρακτήρα

(84) Η κυβέρνηση της Ινδονησίας υποστήριξε ότι τα καθεστώτα BAPEKSTA είναι κανονικά καθεστώτα επιστροφής δασμού σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις. Οι εταιρείες για τις οποίες διαπιστώθηκε ότι κάνουν κακή χρήση αυτών των καθεστώτων και λαμβάνουν υπερβολικά ποσά απαλλαγών ή επιστροφών, υπόκεινται σε κυρώσεις. Επίσης, υποστηρίχθηκε ότι τα συστήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών ήταν κατάλληλα να συγκρίνουν τις συναλλαγές εισαγωγής και εξαγωγής και να επιβεβαιώσουν ποιες εισροές καταναλώνονται στην παραγωγή των εξαχθέντων προϊόντων και σε ποια ποσά.

(85) Εντούτοις, η κυβέρνηση της Ινδονησίας δεν μπορούσε να παράσχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την ύπαρξη αποτελεσματικού συστήματος ελέγχου.

(86) Το παράρτημα ΙΙ μέρος ΙΙ σημείο 5 και το παράρτημα ΙΙΙ μέρος ΙΙ σημείο 3 του βασικού κανονισμού προβλέπουν ότι, όταν καθορίζεται ότι η κυβέρνηση της χώρας εξαγωγής δεν διαθέτει τέτοιο σύστημα, η χώρα εξαγωγής οφείλει κατά κανόνα να προβαίνει σε συμπληρωματική εξέταση με βάση τους πραγματικούς χρησιμοποιηθέντες συντελεστές παραγωγής ή τις πράγματι διενεργηθείσες συναλλαγές, αντίστοιχα, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει καταβληθεί ποσό μεγαλύτερο του κανονικού. Η κυβέρνηση της Ινδονησίας δεν πραγματοποίησε αυτή την εξέταση. Επομένως, η Επιτροπή δεν εξέτασε αν ήταν πράγματι μεγαλύτερο του κανονικού το επιστραφέν ποσό των εισαγωγικών επιβαρύνσεων επί των εισαχθέντων κεφαλαιουχικών αγαθών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του εξαχθέντος προϊόντος.

(87) Τα καθεστώτα BAPEKSTA αποτελούν επιδότηση δεδομένου ότι η χρηματοοικονομική συνεισφορά από την κυβέρνηση της Ινδονησίας υπό μορφή απαλλαγής από δασμούς ή επιστροφών παρέχει άμεσο όφελος στον δικαιούχο. Πρόκειται για επιδότηση που εξαρτάται de jure από τις εξαγωγικές επιδόσεις [είναι εξαγωγική επιδότηση σύμφωνα με τις διατάξεις του στοιχείου θ) του παραρτήματος Ι του βασικού κανονισμού] και γι' αυτό θεωρείται ως ατομικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού.

δ) Υπολογισμός του ύψους της επιδότησης

(88) Το όφελος για τους εξαγωγείς υπολογίζεται με βάση το ύψος της απαλλαγής από το δασμό που χορηγείται κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, που κατανέμεται στο συνολικό κύκλο εργασιών των εξαγωγών κατά την περίοδο έρευνας. Το ποσό αυτό προσαρμόστηκε στη συνέχεια με την προσθήκη του ημίσεως του 24,61 %, του μέσου επιτοκίου για τα δάνεια εμπορικών τραπεζών κατά την περίοδο έρευνας.

(89) Η PT Indorama Synthetics TbK επωφελήθηκε αυτών των καθεστώτων, και αποκόμισε όφελος 1,4 %.

4. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥΣ-ΕΞΑΓΩΓΕΙΣ

(90) Διαπιστώθηκε ότι οι συνεργαζόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν ωφελήθηκαν από αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις στο πλαίσιο των ακόλουθων προγραμμάτων:

- διευκόλυνση φόρου εισοδήματος δυνάμει του κυβερνητικού κανονισμού αριθ. 45, της 8ης Ιουλίου 1996, και του προεδρικού διατάγματος αριθ. 7, της 14ης Ιανουαρίου 1999,

- ελεγχόμενες ζώνες στο πλαίσιο του κυβερνητικού κανονισμού αριθ. 33/1996, της 4ης Ιουνίου 1996, και αποφάσεις του υπουργού Οικονομικών της Δημοκρατίας της Ινδονησίας (αριθ. 291/ΚΜΚ.05/1997, αριθ. 547/ΚΜΚ.01/1997 και αριθ. 292/ΚΜΚ.01/1998).

5. ΠΟΣΟ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΙΜΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

(91) Η Επιτροπή περιόρισε την εξέτασή της με εφαρμογή της δειγματοληψίας σύμφωνα με το άρθρο 27 του βασικού κανονισμού. Αποφασίστηκε, δυνάμει του άρθρου 27 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, ότι υπήρξε άρνηση συνεργασίας από δύο εταιρείες που επιλέχθησαν στη δειγματοληψία η οποία ήταν πιθανό να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την έκβαση της έρευνας, και έτσι έπρεπε να επιλεγεί νέο δείγμα. Το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς που περιλαμβάνονται στο δείγμα καθορίζεται ως εξής.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(92) Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, οιοσδήποτε αντισταθμιστικός δασμός ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές που προέρχονται από εξαγωγείς ή παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 27 αλλά δεν συμπεριελήφθησαν στην εξέταση, δεν υπερβαίνει τον σταθμισμένο μέσο όρο του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που έχει προκύψει για τις επιχειρήσεις του δείγματος. Επομένως, το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς που περιλαμβάνονται στο δείγμα καθορίζεται ως εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(93) Το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του βασικού κανονισμού, εκφραζόμενο κατ' αξίαν, για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς κυμαίνεται μεταξύ 0 % και 1,0 % και είναι επομένως κατώτερο του ελάχιστου ορίου επιδότησης για την Ινδονησία, δηλαδή κάτω του 3 %.

(94) Οι δύο εταιρείες που αποκλείστηκαν από τη δειγματοληψία, συγκεκριμένα, η PT. Global Fiberindo και η ΡΤ. Polysindo Eka Perkasa, αντιπροσώπευαν σημαντικό μερίδιο (άνω του 30 %) των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα. Επομένως, συνάγονται οριστικά συμπεράσματα όσον αφορά τις δύο αυτές εταιρείες και οποιαδήποτε άλλη εταιρεία που δεν συνεργάστηκε στην παρούσα διαδικασία, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού.

(95) Στη βάση αυτή, η έρευνα απέδειξε την ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που χορηγούνται στους μη συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς. θεωρείται ότι η έλλειψη συνεργασίας είναι το αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης και του αποκομισθέντος οφέλους εκ μέρους των παραγωγών από τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις σε επίπεδο ανώτερο του ελάχιστου επιπέδου που ισχύει για την Ινδονησία. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 του βασικού κανονισμού και με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στην καταγγελία και τα συμπεράσματα της έρευνας, και για να αποφευχθεί η επιβράβευση της άρνησης συνεργασίας, το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων για τις δύο αυτές εταιρείες καθορίζεται ως εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(96) Το μέσο σταθμισμένο εθνικό περιθώριο επιδότησης για όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας (συμπεριλαμβανομένων των δύο μη συνεργαζόμενων εταιρειών), οι οποίοι αντιπροσωπεύουν ουσιαστικά το σύνολο των εξαγωγών στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ινδονησίας είναι ανώτερο του ελάχιστο περιθωρίου του 3 % που εφαρμόζεται για τη συγκεκριμένη χώρα.

III. ΤΑΪΒΑΝ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(97) Μετά τη δημοσίευση του κανονισμού προσωρινού δασμού, η κυβέρνηση της Ταϊβάν, με επιστολή της στις 17 και 19 Ιανουαρίου 2000, υπέβαλε τις παρατηρήσεις της για το έγγραφο κοινοποίησης που περιείχε λεπτομέρειες σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και με τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Οι παραγωγοίεξαγωγείς απέστειλαν πολλές γραπτές παρατηρήσεις και όλοι ζήτησαν ακρόαση η οποία τους χορηγήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2000.

2. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

2.1. Ατομικός χαρακτήρας των σχετικών καθεστώτων

(98) Οι παραγωγοί-εξαγωγείς υπέβαλαν μερικά γενικά σχόλια σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας του ατομικού χαρακτήρα. Ο καθορισμός εάν μια επιδότηση που ερευνάται είναι ατομικού χαρακτήρα βασίζεται στις διατάξεις του βασικού κανονισμού, ειδικότερα του άρθρου 3. Οι παρατηρήσεις των παραγωγών-εξαγωγέων ελήφθησαν υπόψη κατά τον καθορισμό του βαθμού στον οποίο κάθε καθεστώς που εξετάζεται συνεπάγεται επιδοτήσεις ατομικού χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού, οι οποίες είναι αντισταθμίσιμες. Κατά συνέπεια, ο τρόπος καθορισμού του ατομικού χαρακτήρα για τα ατομικά καθεστώτα επεξηγείται στο τμήμα που αναφέρεται σε κάθε καθεστώς κατά περίπτωση, και στα συμπεράσματα που περιλαμβάνονται στον προσωρινό κανονισμό.

2.2. Υπολογισμός του ισχύοντος εμπορικού επιτοκίου

(99) Είχε αποφασιστεί προσωρινά να εφαρμοστεί γενικό επιτόκιο 9,03 % για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας. Το επιτόκιο αυτό καθορίστηκε με βάση τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν κατά την έρευνα οι οποίες θεωρήθηκαν κατάλληλες για το σκοπό αυτό. Η κυβέρνηση της Ταϊβάν και οι παραγωγοί-εξαγωγείς αμφισβήτησαν την αξιοπιστία του εν λόγω επιτοκίου.

(100) Ενόψει του ισχυρισμού αυτού, οι υπηρεσίες της Επιτροπής υπολόγισαν εκ νέου το γενικά εφαρμοζόμενο επιτόκιο. Το σχετικό επιτόκιο αναφοράς καθορίζεται στο 8,52 % και προέκυψε με συνυπολογισμό των μηνιαίων εμπορικών επιτοκίων που εφήρμοσαν κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας 37 εγχώριες τράπεζες της Ταϊβάν. Τα εν λόγω επιτόκια είναι διαθέσιμα στο κοινό και αποτελούν μέρος των μηνιαίων οικονομικών στατιστικών στοιχείων που δημοσιεύει το τμήμα οικονομικών ερευνών της κεντρικής τράπεζας της Δημοκρατίας της Κίνας.

(101) Επίσης υποστηρίχθηκε ότι για τα προσωρινά συμπεράσματα θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί το επιτόκιο που χρησιμοποιείται για συγκρίσιμα δάνεια και ότι, οπωσδήποτε, το επιτόκιο που εφαρμόζει η Επιτροπή δεν είναι ανάλογο του επιτοκίου το οποίο οι εταιρείες μπορούν να επιτύχουν στην αγορά και ότι χορηγήθηκαν πράγματι εμπορικά δάνεια στις εταιρείες κατά την περίοδο έρευνας. Συγκρίσιμο θεωρείται ένα δάνειο ανάλογου ποσού, στόχου και ανάλογης περιόδου αποπληρωμής. Δεν προσδιορίστηκε συγκρίσιμο δάνειο για τους ενδιαφερόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς. Επομένως, επιβεβαιώνεται η μέθοδος υπολογισμού του επιτοκίου αναφοράς όπως εξηγείται ανωτέρω.

2.3. Εφαρμογή του επιτοκίου στον υπολογισμό του ύψους της επιδότησης

(102) Οι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι η Επιτροπή προβαίνει εσφαλμένα στην προσθήκη επιτοκίου, στο επίπεδο του μέσου εμπορικού επιτοκίου στην Ταϊβάν κατά την περίοδο έρευνας, στα προγράμματα τα οποία αποδείχθηκαν επιδοτήσεις.

(103) Οι νομικές βάσεις για την προσθήκη επιτοκίου στην ονομαστική αξία της επιδότησης είναι τα άρθρα 5, 6 και 7 του βασικού κανονισμού, που περιέχουν διατάξεις για τον υπολογισμό του ύψους της επιδότησης, όπως καθορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τον υπολογισμό του ύψους της επιδότησης στις έρευνες αντισταθμιστικού δασμού.

(104) Σύμφωνα με το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού, ο υπολογισμός του οφέλους θα απεικονίζει το ύψος της επιδότησης που διαπιστώθηκε κατά τη περίοδο έρευνας και όχι απλά τη ονομαστική αξία του ποσού τη στιγμή που μεταφέρεται στο δικαιούχο ή δεν εισπράττεται από την κυβέρνηση. Η προσέγγιση αυτή προβλέπεται συγκεκριμένα στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τον υπολογισμό του ύψους της επιδότησης στις έρευνες αντισταθμιστικού δασμού, όσου αναφέρεται ότι η ονομαστική αξία του ύψους της επιδότησης πρέπει να μετατραπεί στην αντίστοιχη αξία της περιόδου έρευνας, με την εφαρμογή του κανονικού εμπορικού επιτοκίου.

(105) Επίσης, υποστηρίχθηκε ότι η μεθοδολογία αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στα υποτιθέμενα ποσά επιδότησης επί των πιστώσεων φόρου, δεδομένου ότι οι πιστώσεις φόρου, τις οποίες έχουν ζητήσει οι εταιρείες, χρησιμοποιούνται μόνο στις ετήσιες φορολογικές δηλώσεις που υποβάλλονται μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους. Οι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστηρίζουν επομένως ότι δεν αποκομίζουν κανένα όφελος μέχρι αυτήν την ημερομηνία.

(106) Έναντι του επιχειρήματος αυτού, θεωρείται ότι αφού το όφελος συνίσταται σε μείωση του άμεσου φόρου που είναι πληρωτέος έκαστο έτος, και το ίδιο το όφελος θα προκύπτει ετησίως. Επομένως, το στοιχείο το τόκου προστίθεται για να απεικονιστεί το όφελος χωρίς να χρειάζεται δανεισμός ποσού ισοδύναμου με την εξοικονόμηση φόρων στην ελεύθερη αγορά.

2.4. Εκτίμηση των επιδοτήσεων σε σχέση με το υπό εξέταση προϊόν

(107) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν και οι εταιρείες εξαγωγής ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να συνδέσει τα υποτιθέμενα καθεστώτα επιδοτήσεων με το υπό εξέταση προϊόν για τον υπολογισμό οιουδήποτε συντελεστή επιδότησης κατανέμοντας δεόντως τα οφέλη τα οποία μπορούν να συνδεθούν με τις συγκεκριμένες διαδικασίες παραγωγής του προϊόντος στο βαθμό που συνδέονται άμεσα με το υπό εξέταση προϊόν.

(108) Οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής αναφέρουν ρητά ότι εάν το όφελος μιας επιδότησης περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο προϊόν, ο συντελεστής για την κατανομή του τιιμος της επιδότησης πρέπει να απεικονίζει μόνο τις πωλήσεις (ή τις εξαγωγικές πωλήσεις) του εν λόγω προϊόντος. Αν αυτό δεν συμβαίνει, πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι συνολικές πωλήσεις (ή οι εξαγωγικές πωλήσεις) του δικαιούχου.

(109) Η Επιτροπή, για τους υπολογισμούς της, ακολούθησε την προσέγγιση αυτή, όπως ανέφεραν ορθά οι παραγωγοί-εξαγωγείς, για την απαλλαγή από τον εισαγωγικό δασμό επί των πρώτων υλών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα οφέλη προσδιορίστηκαν μόνο για το τμήμα ινών και συνεπώς χρησιμοποιήθηκε ο αντίστοιχος συντελεστής πωλήσεων. Για όλα τα λοιπά καθεστώτα που περιγράφηκαν, διαπιστώθηκε ότι τα οφέλη δεν περιορίστηκαν σε ένα συγκεκριμένο προϊόν και, επομένως, ως συντελεστής χρησιμοποιήθηκε το σύνολο των πωλήσεων.

3. ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ

3.1. Πιστώσεις φόρου για την αγορά εξοπλισμού αυτοματοποίησης και ελέγχου της ρύπανσης

(110) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν και οι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι αυτό το καθεστώς, το οποίο περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 49 έως 58 του κανονισμού προσωρινού δασμού, εκτιμήθηκε εσφαλμένα από την Επιτροπή από την άποψη του ατομικού χαρακτήρα της επιδότησης. Ειδικότερα, υποστηρίχθηκε ότι η υποτιθέμενη επιδότηση έκπτωσης φόρου για τον εξοπλισμό αυτοματοποίησης και ελέγχου της ρύπανσης δεν εξαρτάται από τη χρήση εγχώριων και όχι εισαγόμενων αγαθών και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ατομικού χαρακτήρα κατά τους όρους του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού.

(111) Αν και το πρόγραμμα προβλέπει έκπτωση φόρου για τον εισαγόμενο καθώς και για εγχώριο εξοπλισμό, η επιδότηση διπλασιάζεται για την αγορά εγχώριου εξοπλισμού. Οι δύο αυτοί συντελεστές έκπτωσης φόρου θεωρούνται χωριστά προγράμματα όσον αφορά τον εγχώριο εξοπλισμό και τον εισαγόμένο εξοπλισμό αντίστοιχα. Ελλείψει της έκπτωσης φόρου του 20 % για τον εγχώριο εξοπλισμό, οι εταιρείες δεν θα είχαν λάβει έκπτωση φόρου. Ο συντελεστής έκπτωσης 10 % δεν μπορεί να θεωρηθεί συνήθης φορολογικός συντελεστής, διότι παρέχεται μόνο στον εισαγόμενο εξοπλισμό. Δεδομένου ότι ο συντελεστής έκπτωσης 20 % παρέχεται μόνο για τον εγχώριο εξοπλισμό, εξαρτάται από τη χρήση εγχώριων αντί εισαγόμενων αγαθών. Αυτή η έκπτωση φόρου αποτελεί επομένως επιδότηση υποκατάστασης των εισαγωγών ατομικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού.

(112) Επιπλέον, η έκπτωση φόρου 10 % παρέχεται μόνο για τα εισαγόμενα μηχανήματα και περιορίζεται επομένως στις εταιρείες που αγοράζουν εισαγόμενα μηχανήματα. Ο περιορισμός αυτός δεν θεωρείται ουδέτερου χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού δεδομένου ότι ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις σε βάρος άλλων. Επιπροσθέτως, τα κριτήρια δεν είναι οικονομικής φύσης και δεν εφαρμόζονται οριζοντίως. Ως εκ τούτου, η επιδότηση έχει ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α ) του βασικού κανονισμού.

Υπολογισμός του ύψους της επιδότησης

(113) Όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, οι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι ποσοστό 15 % της έκπτωσης φόρου 20 % για την αγορά των εγχωρίως παραγόμενων αγαθών δεν δύναται να είναι αντισταθμίσιμο, επειδή η εν λόγω έκπτωση θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί ανεξαρτήτως της καταγωγής των αγαθών. Ο ισχυρισμός αυτός δεν θεωρείται τεκμηριωμένος. Το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων αποτελείται από το πλήρες ποσό της έκπτωσης φόρου, δεδομένου ότι ο φορολογικός συντελεστής 20 % για τον εγχώριο εξοπλισμό δεν μπορεί να θεωρηθεί παρέκκλιση από τον συνήθη συντελεστή έκπτωσης 10 %. Όπως εξηγείται ανωτέρω, οι δύο συντελεστές έκπτωσης φόρου θεωρούνται χωριστά προγράμματα όσον αφορά τον εγχώριο εξοπλισμό και τον εισαγόμενο εξοπλισμό αντίστοιχα. Ελλείψει της έκπτωσης φόρου 20 % για τον εγχώριο εξοπλισμό, οι εταιρείες δεν θα είχαν λάβει έκπτωση φόρου. Ο συντελεστής έκπτωσης 10 % ισχύει μόνο για τα εισαγόμενα μηχανήματα· δεν πρόκειται για γενικό συντελεστή έκπτωσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ύψος της επιδότησης ισούται προς το σύνολο των διαφυγόντων εσόδων της κυβέρνησης της Ταϊβάν.

(114) Το όφελος για τους παραγωγούς-εξαγωγείς υπολογίζεται όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού προσωρινού δασμού, με διόρθωση ωστόσο του μέσου εμπορικού επιτοκίου που προστέθηκε στο ποσό των μη καταβληθέντων φόρων κατά την περίοδο έρευνας όπως εξηγείται ανωτέρω.

(115) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν προέβαλε τον ισχυρισμό ότι, εφόσον η επιδότηση συνδέεται με την αγορά πάγιων στοιχείων ενεργητικού, θα πρέπει να υπολογιστεί με κατανομή της επιδότησης στην κανονική περίοδο απόσβεσης των στοιχείων ενεργητικού στον συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής.

(116) Θεωρείται ότι τα οφέλη υπό μορφή μειώσεων των άμεσων φόρων γενικά δεν συνδέονται με την αγορά πάγιων στοιχείων ενεργητικού. Τα οφέλη σε σχέση με τους άμεσους φόρους συνδέονται μάλλον με τη μείωση της σχετικής φορολογικής οφειλής παρά με την αγορά πάγιων στοιχείων ενεργητικού δεδομένου ότι η φορολογική οφειλή υφίσταται κανονικά ανεξαρτήτως της αγοράς πάγιων στοιχείων ενεργητικού. Η προσέγγιση αυτή είναι επίσης σύμφωνη με της κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τον υπολογισμό του ύψους της επιδότησης στις έρευνες αντισταθμιστικού δασμού όπως ορίζεται ειδικότερα στον πίνακα 2 που επισυνάπτεται στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές. Επομένως, τα οφέλη στο πλαίσιο του καθεστώτος υπολογίστηκαν με βάση την εξοικονόμηση φόρου εισοδήματος κατά την περίοδο έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

(117) Δύο εταιρείες επωφελήθηκαν από το καθεστώς αυτό κατά την περίοδο έρευνας και έλαβαν επιδοτήσεις ύψους 0,42 % και 0,40 %, αντίστοιχα.

3.2. Πιστώσεις φόρου για επενδύσεις σε σημαντικές επιχειρήσεις

(118) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν προέβαλε τον ισχυρισμό ότι το καθεστώς αυτό δεν αποτελεί επιδότηση, καθώς δεν υφίσταται χρηματοδοτική συνεισφορά προς τις εταιρείες στις οποίες πραγματοποιούνται επενδύσεις. Οι πιστώσεις φόρου παρέχονται μόνο σε επενδύοντες μετόχους και όχι σε εταιρείες που εκδίδουν τους μετοχικούς τίτλους.

(119) Θεωρείται ότι υπάρχει οικονομική συνεισφορά από τη κυβέρνηση της Ταϊβάν στις εταιρείες που ζητούν την πίστωση φόρου, δηλαδή τις εταιρείες που πραγματοποιούν επενδύσεις σε σημαντικές επιχειρήσεις. Η οικονομική αυτή συνεισφορά υπό μορφή διαφυγόντων κρατικών εσόδων συνεπάγεται όφελος για τους επενδύοντες μετόχους υπό μορφή μείωσης της φορολογικής οφειλής. Το όφελος της εταιρείας που πραγματοποιεί επενδύσεις είναι που αντισταθμίζεται και όχι τα οφέλη των εταιρειών στις οποίες πραγματοποιούνται οι επενδύσεις.

(120) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν και οι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι αυτό το καθεστώς, που περιγράφηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 59 έως 66 του κανονισμού προσωρινού δασμού, αφορά πίστωση φόρου η οποία παρέχεται γενικά και επομένως δεν είναι ατομικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πραγματοποιεί επενδύσεις σε ορισμένες επιχειρήσεις έχει δικαίωμα συμμετοχής στο πρόγραμμα αυτό. Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι η επιλεξιμότητα του καθεστώτος δεν περιορίζεται σε ορισμένες επιχειρήσεις, ότι είναι αντικειμενική, παρέχεται αυτομάτως και είναι ουδέτερου χαρακτήρα και ότι μια εταιρεία δεν αποκομίζει όφελος από την πίστωση φόρου ως αποτέλεσμα της παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος.

(121) Όσον αφορά τους εν λόγω ισχυρισμούς, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η πρόσβαση σε αυτό το πρόγραμμα περιορίζεται ρητώς στις εταιρείες, οι οποίες επενδύουν σε ορισμένες επιχειρήσεις, εφόσον επιλέξιμες για την παραχώρηση πίστωσης φόρου δεν είναι όλες οι επενδύσεις σε ματοχικό κεφάλαιο. Επιλέξιμες για πίστωση φόρου είναι μόνον επενδύσεις σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, όπως π.χ. σε σημαντικές τεχνολογικά ή επενδυτικά επιχειρήσεις.

(122) Επιπλέον, αν και η Επιτροπή συμφωνεί ότι ο καθορισμός των επιλέξιμων επιχειρήσεων είναι σαφής και αντικειμενικός, η επιλεξιμότητα δεν είναι ουδέτερου χαρακτήρα, όπως ορίζει το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι περιορίζει τον αριθμό επενδύσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε πίστωση φόρου, με βάση τη δραστηριότητα των ενδιαφερόμενων εταιριών. Εάν η επενδύουσα επιχείρηση επιθυμεί να λάβει την επιδότηση, η ελευθερία επιλογής της περιορίζεται σε ορισμένους τομείς. Το άρθρο 2 των κριτηρίων για τον καθορισμό των κυριότερων τεχνολογικών επιχειρήσεων σε σχέση με τον κατασκευαστικό κλάδο και τον κλάδο των τεχνικών υπηρεσιών περιορίζει τις πιστώσεις φόρου σε ένδεκα συγκεκριμένες μορφές επενδύσεων. Συνεπώς, η πρόσβαση σε αυτό το πρόγραμμα εξαρτάται από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε ορισμένες επιχειρήσεις και δεν παρέχεται γενικώς. Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί των παραγωγών-εξαγωγέων πρέπει από την άποψη αυτή να απορριφθούν.

(123) Επίσης, υποστηρίζεται ότι μια εταιρεία δεν αποκομίζει όφελος από την πίστωση φόρου ως αποτέλεσμα της παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος. Τα οφέλη στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού δεν περιορίζονται στην παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος. Δεν απαιτείται η χρησιμοποίηση της πίστωσης προς όφελος μόνον της εξαγωγής, της πώλησης ή της παραγωγής άλλου προϊόντος. Η εταιρεία λαμβάνει πίστωση φόρου προς όφελος της παραγωγής και των εξαγωγών ΣΙΠ. Επομένως, εφόσον τα οφέλη της επιδότησης δεν συνδέονται με ένα συγκεκριμένο προϊόν που δεν αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, θεωρείται ότι είναι προς όφελος όλων των πωλήσεων, περιλαμβανομένων των πωλήσεων ΣΙΠ. Ως εκ τούτου, ο ανωτέρω ισχυρισμός των παραγωγών-εξαγωγέων πρέπει να απορριφθεί.

(124) Εν κατακλείδι, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα ότι το καθεστώς αυτό θεωρείται ατομικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, και συνεπάγεται αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις.

Υπολογισμός του ύψους της επιδότησης

(125) Το όφελος για τον μοναδικό ενδιαφερόμενο παραγωγό-εξαγωγέα υπολογίζεται όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού προσωρινού δασμού, με διόρθωση του μέσου εμπορικού επιτοκίου από 9,03 % σε 8,52 % όπως εξηγείται ανωτέρω το οποίο προστέθηκε στο ποσό των μη καταβληθέντων φόρων κατά την περίοδο έρευνας.

(126) Η εν λόγω επιχείρηση αποκόμισε όφελος 0,71 %.

3.3. Πιστώσεις φόρου για έρευνα και ανάπτυξη και για την κατάρτιση του προσωπικού

(127) Όπως καθορίζεται ήδη στον κανονισμό προσωρινού δασμού (αιτιολογικές σκέψεις 67 έως 72), οι εν λόγω πιστώσεις φόρου δεν θεωρούνται ατομικού χαρακτήρα. Τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν απέστειλαν γραπτές παρατηρήσεις που να αμφισβητούν το στιμπέρασμα αυτό. Ως εκ τούτου, το καθεστώς αυτό δεν θεωρείται ατομικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού, και επομένως δεν είναι αντισταθμίσιμο.

3.4. Πιστώσεις φόρου για επενδύσεις σε περιοχές με ελάχιστους φυσικούς πόρους

(128) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν υπέβαλε αίτημα υπαγωγής στις πράσινες κατηγορίες δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, για το καθεστώς αυτό υποστηρίζοντας ότι πληροί τα κριτήρια για μη αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις προς μειονεκτούσες περιφέρειες. Εντούτοις, το αίτημα αυτό δεν τεκμηριώθηκε με επαληθεύσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Δεδομένου ότι δεν κατέστη δυνατόν να καθοριστεί ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της διάταξης αυτής, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

(129) Επίσης, η κυβέρνηση της Ταϊβάν προέβαλε τον ισχυρισμό ότι οι εταιρείες εξαγωγής δεν έλαβαν οφέλη που συνδέονται με τις ΣΙΠ. Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με την ανωτέρω απάντηση στο τμήμα "Εκτίμηση των επιδοτήσεων σε σχέση με το υπό εξέταση προϊόν".

Υπολογισμός του ύψους της επιδότησης

(130) Μια επιχείρηση επωφελήθηκε του καθεστώτος αυτού και έλαβε όφελος 0,01 %.

3.5. Πιστώσεις φόρου για την καθιέρωση διεθνών σημάτων

(131) Όπως περιγράφηκε στην αιτιολογική σκέψη 81 του κανονισμού προσωρινού δασμού, ένας παραγωγός-εξαγωγέας προσέφυγε στο καθεστώς αυτό αλλά δεν αποκόμισε κανένα όφελος. Καμία παρατήρηση δεν υποβλήθηκε από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

3.6. Δάνεια με προτιμησιακά επιτόκια: κίνητρα για την αυτοματοποίηση, κίνητρα κατά της ρύπανσης και κίνητρα για τη διατήρηση της ενέργειας

(132) Τα καθεστώτα αυτά, τα οποία περιγράφηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 82 έως 91 του κανονισμού προσωρινού δασμού, βασίζονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 του νόμου για τη βελτίωση των βιομηχανιών.

(133) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν και οι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι τα δάνεια αυτά παρέχονται σε όλες σχεδόν τις εταιρείες της Ταϊβάν και επομένως δεν είναι ατομικού χαρακτήρα ούτε αντισταθμίσιμα. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι η επιλεξιμότητα δεν περιορίζεται σε ορισμένες επιχειρήσεις, ότι η επιλεξιμότητα για το πρόγραμμα είναι αντικειμενική και ότι, ακόμα και αν η επιλεξιμότητα δεν είναι αντικειμενική, αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι το πρόγραμμα έχει ατομικό χαρακτήρα.

(134) Όσον αφορά τους ισχυρισμούς αυτούς, είναι γεγονός ότι οι διατάξεις του άρθρου 21 παράγραφος 1 του προαναφερθέντος νόμου περιορίζουν ρητά τα οφέλη σε ορισμένες επιχειρήσεις που συμμορφώνονται με ορισμένα κριτήρια ή όρους. Τα εν λόγω κριτήρια και όροι, όπως οι επενδύσεις σε συγκεκριμένο εξοπλισμό υπό συγκεκριμένους όρους που καθορίζονται από το εκτελεστικό Yuan του ταμείου ανάπτυξης, δεν θεωρούνται αντικειμενικά κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού. Οι διατάξεις του άρθρου 21 παράγραφος 1 του νόμου για τη βελτίωση των βιομηχανιών δεν μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικές δεδομένου ότι τα κριτήρια δεν είναι ουδέτερα ή οικονομικής φύσης και δεν έχουν οριζόντια εφαρμογή διότι είναι γνωστό εκ των προτέρων ότι ορισμένες επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες να ωφελούνται από τα δάνεια αυτά μόνο λόγω του επιχειρηματικού τομέα στον οποίο δρουν. Επομένως, τα οφέλη του εν λόγω καθεστώτος θα είναι αναπόφευκτα περισσότερο συνδεδεμένα με ορισμένους τομείς από ό,τι με άλλους.

(135) Μια βασική αρχή του ατομικού χαρακτήρα είναι ότι μια επιδότηση που στρεβλώνει την κατανομή των πόρων σε μια οικονομία, ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις έναντι άλλων, πρέπει να υπόκειται σε αντισταθμιστικά μέτρα εάν προκαλεί ζημία. Όταν η επιλεξιμότητα για επιδότηση περιορίζεται σε μια οικονομία, με βάση μη-ουδέτερα κριτήρια, θεωρείται ότι προκύπτει παρόμοια στρέβλωση στην κατανομή των πόρων. Η αρχή αυτή αποτελεί τη βάση του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι μια επιδότηση έχει ατομικό χαρακτήρα όταν η αρχή που παρέχει την επιδότηση ή η νομοθεσία στην οποία βασίζεται η εν λόγω αρχή, περιορίζει ρητώς την πρόσβαση στην επιδότηση σε ορισμένες επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια, απορρίπτονται οι ανωτέρω ισχυρισμοί.

(136) Υποστηρίχθηκε ότι, ακόμα και αν η επιλεξιμότητα δεν είναι αντικειμενική, δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι το πρόγραμμα είναι ατομικού χαρακτήρα. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει επίσης να απορριφθεί διότι δεν έχει συναχθεί αυτομάτως συμπέρασμα για τον ατομικό χαρακτήρα. Το καθεστώς αυτό θεωρείται ατομικού χαρακτήρα διότι περιορίζεται σε ορισμένες επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, όπως εξηγείται ανωτέρω. Η Επιτροπή, επομένως, επιβεβαιώνει τα προσωρινά συμπεράσματά της όπως περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 87 του κανονισμού προσωρινού δασμού.

(137) Επίσης, υποστηρίχθηκε ότι, όσον αφορά τα δάνεια με προτιμησιακό επιτόκιο, η αντισταθμίσιμη επιδότηση θα αντιπροσώπευε μόνο τη διαφορά επιτοκίου μεταξύ της κυβερνητικής και της εμπορικής πρακτικής.

(138) Ωστόσο, οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τον υπολογισμό του ύψους της επιδότησης στις έρευνες αντισταθμιστικού δασμού διευκρινίζουν ότι, στην περίπτωση κρατικών δανείων, η επιδότηση αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που καταβάλλεται στο κρατικό δάνειο και του κανονικά καταβλητέου επιτοκίου σε συγκρίσιμο εμπορικό δάνειο κατά την περίοδο έρευνας.

(139) Επίσης, η κυβέρνηση της Ταϊβάν υποστήριξε ότι μόνο δύο εταιρείες είχαν ωφεληθεί στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος για την ανάπτυξη ΣΙΠ. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με την ανωτέρω απάντηση στο τμήμα "Εκτίμηση των επιδοτήσεων σε σχέση με το υπό εξέταση προϊόν".

Υπολογισμός του ύψους της επιδότησης

(140) Οι παραγωγοί-εξαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι το επιτόκιο που χρησιμοποιήθηκε για τη συναγωγή των προσωρινών συμπερασμάτων έπρεπε να είναι εκείνο που χρησιμοποιείται για συγκρίσιμα δάνεια και ότι, οπωσδήποτε, το επιτόκιο που εφαρμόζει η Επιτροπή δεν είναι ανάλογο του επιτοκίου το οποίο οι εταιρείες μπορούν να επιτύχουν στην αγορά και ότι χορηγήθηκαν πράγματι εμπορικά δάνεια στις εταιρείες κατά την περίοδο έρευνας.

(141) Συγκρίσιμο θεωρείται ένα δάνειο ανάλογου ποσού, στόχου και ανάλογης περιόδου αποπληρωμής. Όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 89 του προσωρινού κανονισμού, κανένα τέτοιο συγκρίσιμο δάνειο δεν προσδιορίστηκε για τους ενδιαφερόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς. Επομένως, η Επιτροπή επιβεβαιώνει την εφαρμογή του επιτοκίου αναφοράς όπως υπολογίζεται για την Ταϊβάν και εξηγείται ανωτέρω.

(142) Επιπλέον, ένας παραγωγός-εξαγωγέας αρχικά ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή περιέλαβε στους υπολογισμούς της τα οφέλη τα οποία κατά τους ισχυρισμούς προέκυψαν ακόμη και όταν η ενδιαφερόμενη εταιρεία δεν κατέβαλε τόκο καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου έρευνας δεδομένου ότι το δάνειο χορηγήθηκε σε δόσεις κατά την περίοδο έρευνας. Σε επόμενες επιστολές, ο ίδιος παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε, αντίθετα, ότι είχαν καταβληθεί τόκοι κατά την περίοδο έρευνας.

(143) Η εταιρεία αναφέρεται συγκεκριμένα σε τρία δάνεια για τα οποία οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν ως απάντηση στο ερωτηματολόγιο, και επαληθεύτηκαν κατά την επίσκεψη επιτόπου, υπό την έννοια ότι δεν είχαν καταβληθεί τόκοι για τα εν λόγω δάνεια κατά την περίοδο έρευνας, δεν αμφισβητήθηκαν πριν από τις πρώτες παρατηρήσεις της εν λόγω εταιρείας σε απάντηση στην κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων.

(144) Τα δάνεια αυτά αναφέρθηκαν ως δάνεια χωρίς καταβολή τόκων από την εταιρεία κατά την περίοδο έρευνας, τα κύρια ποσά των οποίων χορηγήθηκαν σε εφάπαξ επιχορηγήσεις. Η Επιτροπή υπολόγισε τα υποτιθέμενα ποσά επιδότησης όπως εξηγείται στον προσωρινό κανονισμό.

(145) Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η εταιρεία υποστήριξε ότι για τα εν λόγω δάνεια καταβλήθηκαν ορισμένοι τόκοι κατά την περίοδο έρευνας και ότι το κύριο ποσό του δανείου τους χορηγήθηκε σε σειρά επιχορηγήσεων.

(146) Διαπιστώνεται ότι οι πληροφορίες που παρέχονται στο πλαίσιο αυτό αντιφάσκουν με τις ρητές δηλώσεις της εταιρείας στην απάντησή της στο ερωτηματολόγιο και κατά την επίσκεψη επαλήθευσης. Επιπλέον, οι νέοι ισχυρισμοί δεν αντιστοιχούν σε προηγούμενα ελεγμένα στοιχεία. Επίσης, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έχουν τεκμηριωθεί επαρκώς από αντικειμενικά ή/και επαληθεύσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, η Επιτροπή επιβεβαιώνει την αρχική της μεθοδολογία υπολογισμού όσον αφορά τα εν λόγω δάνεια.

(147) Επίσης, υποστηρίχθηκε ότι στον υπολογισμό του ύψους του ποσού επιδότησης, η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι δεν έγινε εξόφληση του αρχικού κεφαλαίου κατά την περίοδο έρευνας λόγω διετούς περιόδου χάριτος. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αλλάζει τον υπολογισμό του οφέλους από την Επιτροπή, με βάση τη διαφορά μεταξύ του ποσού του καταβληθέντος και του κανονικά καταβλητέου επιτοκίου. Η Επιτροπή επομένως επιβεβαιώνει την αρχική μεθοδολογία της υπολογισμού όσον αφορά αυτά τα δάνεια.

(148) Τα οφέλη των παραγωγών-εξαγωγέων υπολογίζονται όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 90 του κανονισμού προσωρινού δασμού.

(149) Τα οφέλη που αποκόμισαν οι τέσσερις αυτές εταιρείες κυμαίνονται από 0,04 έως 0,31 %.

3.7. Απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς: αγορές νέου εξοπλισμού και εξοπλισμού για την καταπολέμηση της ρύπανσης

(150) Οι νομικές βάσεις για το υποτιθέμενο καθεστώς αντισταθμίσιμης επιδότησης είναι οι ακόλουθες: οι συμπληρωματικές σημειώσεις 3 και 9 του κεφαλαίου 84, οι συμπληρωματικές σημειώσεις 4 και 5 του κεφαλαίου 85 και οι συμπληρωματικές σημειώσεις 1 και 2 του κεφαλαίου 90 του δασμολογίου και της ταξινόμησης των εισαγωγών και εξαγωγών της Δημοκρατίας της Κίνας (εφεξής "τελωνειακός κώδικας").

(151) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν προέβαλε τον ισχυρισμό ότι το πρόγραμμα αυτό δεν πληροί κανέναν από τους ορισμούς της επιδότησης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του βασικού κανονισμού, ειδικότερα επειδή δεν υπάρχει άμεση μεταφορά κεφαλαίων, δεν παρέχονται αγαθά ή υπηρεσίες και δεν παρέχεται στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι το καθεστώς αυτό συνεπάγεται χρηματοδοτική συνεισφορά από την κυβέρνηση της Ταϊβάν υπό μορφή παραίτησης από εισαγωγικούς δασμούς, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού και, ως εκ τούτου, παρέχεται όφελος.

(152) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν και οι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι αυτό το καθεστώς, που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 92 έως 99 του κανονισμού προσωρινού δασμού, εκτιμήθηκε εσφαλμένα από την Επιτροπή όσον αφορά τον ατομικό χαρακτήρα της επιδότησης και κατά συνέπεια τον αντισταθμιστικό χαρακτήρα της υποτιθέμενης επιδότησης.

(153) Ειδικότερα, υποστηρίχθηκε ότι η πρόσβαση σε αυτό το καθεστώς απαλλαγής από εισαγωγικούς δασμούς παρέχεται σε όλες τις εταιρείες της Ταϊβάν που επιθυμούν να προβούν στην αγορά εξοπλισμού που δεν παράγεται στη χώρα και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ατομικού χαρακτήρα δεδομένου ότι ο αριθμός των εταιρειών που επιθυμούν να ωφεληθούν από την εν λόγω απαλλαγή δεν είναι περιορισμένος και ότι αυτή παρέχεται με βάση αντικειμενικά και ουδέτερα κριτήρια.

(154) Θεωρείται ότι το κριτήριο αυτό δεν είναι αντικειμενικό κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού. Αυτό το άρθρο ορίζει ότι τα αντικειμενικά κριτήρια ή οι προϋποθέσεις πρέπει να έχουν ουδέτερο χαρακτήρα, να είναι οικονομικής φύσεως και να εφαρμόζονται οριζοντίως. Θεωρείται ότι οι διατάξεις των προαναφερόμενων συμπληρωματικών σημειώσεων του τελωνειακού κώδικα δεν είναι οικονομικής φύσεως και δεν εφαρμόζονται οριζοντίως δεδομένου ότι η χρήση του καθεστώτος αυτού περιορίζεται μόνο σε ορισμένες επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις που μπορούν να ωφεληθούν από το καθεστώς αυτό πρέπει να είναι: κεφαλαιουχικές εταιρείες και ειδικευμένοι κατασκευαστές ή βιομηχανίες τεχνικών υπηρεσιών που θα χρησιμοποιήσουν αυτό το καθεστώς να εισαγάγουν τα μηχανήματα, τον εξοπλισμό και τα όργανα για την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, της ρύπανσης των υδάτων, της ηχορύπανσης ή των κραδασμών, ή για τον έλεγχο του περιβάλλοντος ή τη διάθεση των αποβλήτων, την έρευνα και τον πειραματισμό ή για την εξέταση και ανάλυση στο πλαίσιο των διακρίσεων των ειδικών κεφαλαίων του τελωνειακού κώδικα. Επιπλέον, πρέπει επίσης να τονιστεί ότι ο ειδικευμένος εξοπλισμός, μετά την ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων, μπορεί να απαλλαγεί από τον εισαγωγικό δασμό μόνο εάν οι αρχές της Ταϊβάν επαληθεύσουν ότι δεν έχει ακόμη κατασκευαστεί στην Ταϊβάν. Επομένως, το καθεστώς αυτό θα ωφελήσει μόνο τις εταιρείες οι οποίες δρουν σε βιομηχανίες των οποίων τα μηχανήματα δεν κατασκευάζονται στην Ταϊβάν.

(155) Οι ανωτέρω ισχυρισμοί απορρίπτονται και επιβεβαιώνονται τα προσωρινά συμπεράσματα, όπως περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 97 του κανονισμού προσωρινού δασμού.

Υπολογισμός του ύψους της επιδότησης

(156) Τα οφέλη των παραγωγών-εξαγωγέων υπολογίζονται όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 98 του κανονισμού προσωρινού δασμού.

(157) Τα οφέλη που αποκόμισαν οι τέσσερις ενδιαφερόμενες εταιρείες εξαγωγής κυμαίνονται μεταξύ 0,12 και 0,20 %.

3.8. Απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς: εισαγωγές πρώτων υλών

(158) Η νομική βάση για το υποτιθέμενο αυτό καθεστώς αντισταθμίσιμης επιδότησης, που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 100 έως 106 του κανονισμού προσωρινού δασμού, είναι η συμπληρωματική σημείωση 6 του κεφαλαίου 29 του δασμολογίου και της ταξινόμησης των εισαγωγών και εξαγωγών της Δημοκρατίας της Κίνας (εφεξής "τελωνειακός κώδικας").

(159) Οι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι το καθεστώς αυτό δεν έπρεπε να περιληφθεί στην έρευνα, δεδομένου ότι δεν υπήρξε καμία αναφορά στο καθεστώς αυτό στην καταγγελία και διότι η Επιτροπή δεν ζήτησε πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα αυτό μέχρι τις επισκέψεις επαλήθευσης.

(160) Τόσο η καταγγελία όσο και η ανακοίνωση έναρξης αναφέρθηκαν στις "απαλλαγές από εισαγωγικούς δασμούς" ως υποτιθέμενα προγράμματα επιδότησης που ωφελούν το υπό εξέταση προϊόν. Επομένως, θεωρείται ότι η καταγγελία περιείχε επαρκή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία για την έναρξη έρευνας και ότι τόσο η ανακοίνωση έναρξης όσο και τα ερωτηματολόγια και τα σχετικά έγγραφα που εστάλησαν από την Επιτροπή ζητούσαν με αρκετή σαφήνεια πληροφορίες σχετικά με την απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς, καθώς και με τις πρώτες ύλες. Επιπλέον, κατά την υποβολή καταγγελίας, δεν είναι δυνατό να ζητείται από τους καταγγέλλοντες να γνωρίζουν με κάθε λεπτομέρεια τα υποτιθέμενα προγράμματα επιδοτήσεων σε τρίτη χώρα. Πράγματι, το άρθρο 10 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού διευκρινίζει ότι η καταγγελία περιέχει τέτοιες πληροφορίες εφόσον αυτές είναι ευλόγως διαθέσιμες στον καταγγέλλοντα. Επίσης, ο καταγγέλλων προέβαλε ισχυρισμούς σχετικά με την απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς για αγορές νέου εξοπλισμού και εξοπλισμού καταπολέμησης της ρύπανσης. Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των επιδοτήσεων και, ειδικότερα, το γεγονός ότι οι απαλλαγές από εισαγωγικούς δασμούς για τον εξοπλισμό αυτό και τις πρώτες ύλες παρασχέθηκαν στο ίδιο πλαίσιο των "συμπληρωματικών σημειώσεων" του τελωνειακού κώδικα, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή έχει δικαίωμα να τις ερευνήσει και να συστήσει αντισταθμιστική δράση εφόσον κρίνεται απαραίτητο.

(161) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν προέβαλε τον ισχυρισμό ότι το πρόγραμμα αυτό δεν πληροί κανέναν από τους ορισμούς της επιδότησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του βασικού κανονισμού, ειδικότερα επειδή δεν υπάρχει άμεση μεταφορά κεφαλαίων, δεν παρέχονται αγαθά ή υπηρεσίες και δεν παρέχεται στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι το καθεστώς αυτό συνεπάγεται χρηματοδοτική συνεισφορά από την κυβέρνηση της Ταϊβάν υπό μορφή παραίτησης από εισαγωγικούς δασμούς, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού και, ως εκ τούτου, παρέχεται όφελος.

(162) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν και οι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι το καθεστώς αυτό εκτιμήθηκε εσφαλμένα από την Επιτροπή όσον αφορά τον ατομικό χαρακτήρα και, συνεπώς, τον αντισταθμίσιμο χαρακτήρα της επιδότησης.

(163) Υποστηρίχθηκε ότι παρόμοιες απαλλαγές από εισαγωγικούς δασμούς στην πραγματικότητα δεν περιορίζονται σε ορισμένες επιχειρήσεις, διότι τα κριτήρια για τη χορήγηση παρόμοιων απαλλαγών είναι αντικειμενικά και ουδέτερα.

(164) Το καθεστώς αυτό περιορίζεται ρητά σε δεδομένους κατασκευαστές, οι οποίοι υπόκεινται στους κανόνες διαχείρισης εργοστασίων, για την εισαγωγή συγκεκριμένων πρώτων υλών, σε αυτήν την περίπτωση χημικών, που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την κατασκευή πλαστικών, τεχνητής ίνας, καουτσούκ και ενδιάμεσων πετροχημικών προϊόντων, με χημική αντίδραση, και υπό την προϋπόθεση ότι, επιπλέον, η Ταϊβάν δεν παράγει ακόμη ή δεν προμηθεύεται επαρκώς παρόμοια χημικά προϊόντα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το καθεστώς αυτό περιορίζεται ρητά σε ορισμένες επιχειρήσεις που συμμορφώνονται με τους όρους που περιλαμβάνονται στις διατάξεις της ειδικής συμπληρωματικής σημείωσης του τελωνειακού κώδικα. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν θεωρείται ότι έχουν ουδέτερο χαρακτήρα ή ότι είναι οικονομικής φύσεως ή εφαρμόζονται οριζοντίως.

(165) Οι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν επίσης ότι το καθεστώς αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί επιχορήγηση διότι δεν συνεπάγεται παροχή οφέλους καθ' υπέρβαση των επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών, για εισαγωγές που ενσωματώνονται πλήρως στο υπό εξέταση προϊόν. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με το παράρτημα Ι του βασικού κανονισμού, παρόμοια απαλλαγή δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί αντισταθμίσιμη επιδότηση όταν εξαρτάται από τις εξαγωγές, υποστηρίζεται ότι παρόμοια απαλλαγή, που δεν εξαρτάται από τις εξαγωγικές επιδόσεις, πρέπει κατά μείζονα λόγο να θεωρηθεί ως μη-αντισταθμίσιμη επιδότηση.

(166) Το παράρτημα Ι του βασικού κανονισμού περιέχει επεξηγηματικό κατάλογο εξαγωγικών επιδοτήσεων, περιλαμβανομένου του στοιχείου θ) που αναφέρεται στα καθεστώτα επιστροφής δασμών στα οποία πιθανότατα αναφέρεται το επιχείρημα. Εντούτοις, στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος, δεν υπάρχει διαγραφή ή επιστροφή εισαγωγικών επιβαρύνσεων δεδομένου ότι δεν υποστηρίχθηκε ότι απαιτείται χρησιμοποίηση των εισαγόμενων αγαθών ως εισροών για την παραγωγή του τελικού εξαγόμενου προϊόντος. Επομένως, κρίνεται ότι το παράρτημα Ι, ως επεξηγηματικός κατάλογος εξαγωγικών επιδοτήσεων, δεν εφαρμόζεται στο ζήτημα εάν το πρόγραμμα αυτό αποτελεί επιδότηση, δεδομένου ότι το καθεστώς αυτό δεν θεωρείται εξαγωγική επιδότηση. Το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού ορίζει ρητά ότι μόνο οι απαλλαγές που χορηγούνται σύμφωνα με τα παραρτήματα Ι έως ΙΙΙ δεν θεωρούνται επιδοτήσεις. Επομένως, εφαρμόζεται ο κανονικός ορισμός της επιδότησης που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 του βασικού κανονισμού. Το καθεστώς αυτό αποτελεί επιδότηση δεδομένου ότι υπάρχει χρηματοδοτική συνεισφορά από την κυβέρνηση της Ταϊβάν υπό μορφή παραίτησης από την είσπραξη εισαγωγικών δασμών, η οποία παρέχει όφελος στον δικαιούχο με το να μην είναι υποχρεωμένος να καταβάλει τους άλλως οφειλόμενους εισαγωγικούς δασμούς.

(167) Η Επιτροπή, επομένως, επιβεβαιώνει τα προσωρινά συμπεράσματά της όπως περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 104 του κανονισμού προσωρινού δασμού.

Υπολογισμός του ύψους της επιδότησης

(168) Τα οφέλη των παραγωγών-εξαγωγέων υπολογίζονται όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 105 του κανονισμού προσωρινού δασμού.

(169) Τα οφέλη που αποκόμισαν οι τέσσερις ενδιαφερόμενες εταιρείες εξαγωγής κυμαίνονται μεταξύ 0,16 % και 0,51 %.

3.9. Συγχρηματοδοτήσεις και κεφάλαια συνδρομής

(170) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν υπέβαλε αίτημα υπαγωγής στις πράσινες κατηγορίες δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, για το καθεστώς αυτό υποστηρίζοντας ότι πληροί τα κριτήρια για μη αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις όσον αφορά τις ερευνητικές δραστηριότητες. Εντούτοις, το αίτημα αυτό δεν τεκμηριώθηκε με επαληθεύσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Δεδομένου ότι δεν κατέστη δυνατόν να καθοριστεί ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της διάταξης αυτής, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

(171) Επίσης, η κυβέρνηση της Ταϊβάν ισχυρίστηκε ότι το πρόγραμμα αυτό δεν σχετίζεται με την παραγωγή ΣΙΠ. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με την ανωτέρω απάντηση στο τμήμα "Εκτίμηση των επιδοτήσεων σε σχέση με το υπό εξέταση προϊόν".

Υπολογισμός του ύψους της επιδότησης

(172) Δύο εταιρείες προσέφυγαν στο καθεστώς αυτό. Μία εταιρεία δεν αποκόμισε οφέλη, ενώ η άλλη έλαβε όφελος 0,01 %.

4. ΠΟΣΟ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΙΜΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

(173) Τα ακόλουθα ποσοστά εγχώριας επιδότησης καθορίστηκαν για τις συνεργαζόμενες εταιρείες:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(174) Το μέσο σταθμισμένο εθνικό περιθώριο επιδότησης για όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας οι οποίοι αντιπροσωπεύουν ουσιαστικά το σύνολο των εξαγωγών στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ταϊβάν είναι ανώτερο του ισχύοντος ελάχιστου περιθωρίου 1 %.

Δ. ΖΗΜΙΑ

1. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

(175) Δεδομένου ότι δεν ελήφθησαν παρατηρήσεις σχετικά με τον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα της αιτιολογικής σκέψης 133 του κανονισμού προσωρινού δασμού.

2. ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

(176) Δεδομένου ότι δεν ελήφθησαν παρατηρήσεις σχετικά με την κοινοτική κατανάλωση, επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 134 του κανονισμού προσωρινού δασμού.

3. ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΣΙΠ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ

α) Σωρευτικός υπολογισμός των εισαγωγών

(177) Για το προσωρινό στάδιο θεωρήθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι που να δικαιολογούν τη σώρευση των εισαγωγών από την Αυστραλία και την Ταϊβάν και την εξαίρεση από την ανάλυση των εισαγωγών από τη Δημοκρατία της Κορέας, την Ταϊλάνδη και την Ινδονησία.

(178) Δεδομένου ότι, στο παρόν στάδιο της έρευνας διαπιστώθηκε η ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων άνω του ελάχιστου ορίου όσον αφορά την Ινδονησία, έπρεπε να εξεταστεί εάν, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, οι εισαγωγές ΣΙΠ καταγωγής Ινδονησίας πρέπει να αξιολογηθούν σωρευτικά με τις εισαγωγές από την Αυστραλία και την Ταϊβάν.

(179) Τα αποτελέσματα της επακόλουθης εξέτασης κατέδειξαν ότι:

α) τα εθνικά περιθώρια επιδότησης όσον αφορά την Αυστραλία, την Ταϊβάν και την Ινδονησία ήταν ανώτερα του ελάχιστου επιπέδου·

β) ο όγκος των εισαγωγών από τις χώρες αυτές δεν ήταν αμελητέος σε σύγκριση με την κοινοτική κατανάλωση·

γ) η ανάλυση των όρων ανταγωνισμού στην κοινοτική αγορά μεταξύ των εισαγόμενων ΣΙΠ και του κοινοτικού προϊόντος και των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων ΣΙΠ κατέδειξε ότι:

- οι ΣΙΠ που εισάγονται από όλες τις χώρες εξαγωγής και οι ΣΙΠ που παράγονται στην Κοινότητα είναι ομοειδή προϊόντα,

- οι ΣΙΠ που εισάγονται από όλες τις χώρες εξαγωγής πωλήθηκαν μέσω παρόμοιων δικτύων πώλησης στους ίδιους πελάτες,

- οι ΣΙΠ που εισάγονται από όλες τις χώρες πωλήθηκαν σε παρόμοιες τιμές.

Διαπιστώθηκε ότι οι τιμές πωλήσεως των εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες ήταν χαμηλότερες εκείνων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(180) Με βάση τις ανωτέρω εκτιμήσεις, συνήχθη το συμπέρασμα ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι για τη σώρευση των εισαγωγών από την Αυστραλία, την Ταϊβάν και την Ινδονησία.

β) Όγκος των πωλήσεων και μερίδιο αγοράς

(181) Με τη σώρευση της Ινδονησίας, μεταξύ του 1996 και της περιόδου έρευνας, η εξέλιξη των εισαγωγών ΣΙΠ από τις ενδιαφερόμενες χώρες εμφανίζεται ως εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(182) Σύμφωνα με τον ανωτέρω πίνακα, ο όγκος των εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες αυξήθηκε σημαντικά, ιδιαίτερα μεταξύ των ετών 1997 και 1998, όσπου σχεδόν διπλαστάστηκε. Η ελαφρά πτώση μεταξύ του 1998 και της περιόδου έρευνας οφείλεται σε χαμηλό επίπεδο εισαγωγών κατά το πρώτο τρίμηνο του 1999 σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 1998.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(183) Τα ανωτέρω στοιχεία περιλαμβάνουν τις εισαγωγές από την Ινδονησία. Η τάση επιβεβαιώνει την αύξηση των εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες στην κοινοτική αγορά, τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και από την άποψη του μεριδίου αγοράς.

γ) Εξέλιξη της μέσης τιμής εισαγωγής

(184)

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Ο ανωτέρω πίνακας παρουσιάζει σημαντική μείωση της μέσης τιμής εισαγωγής, ιδιαίτερα μεταξύ των ετών 1997 και 1998 (- 12 %). Οι τιμές εισαγωγής μειώθηκαν περαιτέρω κατά 6 % μεταξύ του 1998 και της περιόδου έρευνας. Η αρνητική αυτή εξέλιξη συμπίπτει με το κύμα των εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες κατά το χρονικό διάστημα από το 1997 μέχρι την περίοδο έρευνας.

δ) Τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές

(185) Υπενθυμίζεται ότι η πώληση σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές καθορίστηκε προσωρινά με βάση σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής (cif στα κοινοτικά σύνορα, μετά την καταβολή των δασμών) και των τιμών που χρεώνει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής (εκ του εργοστασίου). Οι τιμές πωλήσεων που εξετάστηκαν για ομοειδή με τις ΣΙΠ προϊόντα ήταν οι τιμές για ανεξάρτητους πελάτες μετά την αφαίρεση των εκπτώσεων και των επιστροφών. Όπου κρίθηκε απαραίτητο, οι τιμές εξαγωγής προσαρμόστηκαν για να αντικατοπτρίσουν το ίδιο στάδιο εμπορίας με τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(186) Τα αποτελέσματα της σύγκρισης (σε μέση σταθμισμένη βάση) κατέδειξαν ότι τα περιθώρια πώλησης σε χαμηλότερες τιμές, εκφρασμένα ως ποσοστό των μέσων τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ήταν κατά μέσον όρο 21 % για την Αυστραλία και 6,1 % για την Ταϊβάν. Δεδομένου ότι δεν ελήφθησαν παρατηρήσεις σχετικά τους υπολογισμούς πώλησης σε χαμηλότερες τιμές, επιβεβαιώνονται τα περιθώρια μειωμένων τιμών.

(187) Η ίδια μεθοδολογία εφαρμόστηκε όσον αφορά την Ινδονησία. Με βάση τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς και τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία για τους μη συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς της Ινδονησίας, το αποτέλεσμα της σύγκρισης εμφάνισε μέσο σταθμισμένο περιθώριο μειωμένων τιμών 33,9 % για τη χώρα αυτή.

4. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

α) Παραγωγή, παραγωγική ικανότητα και χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

(188) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας αμφισβήτησε τη μέθοδο της Επιτροπής για την εκτίμηση της παραγωγικής ικανότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής όσον αφορά το υπό εξέταση προϊόν. Κατά την άποψή της, η μείωση της παραγωγικής ικανότητας κατά 7 % για τις ΣΙΠ καθορίστηκε όσον αφορά την ικανότητα που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή άλλων προϊόντων και ως εκ τούτου ήταν εσφαλμένη. Η κυβέρνηση της Αυστραλίας θεώρησε ότι η παραγωγική ικανότητα για τις ΣΙΠ θα έπρεπε να εκτιμηθεί αποκλειστικά βάσει της πραγματικής παραγωγής ΣΙΠ που καλύπτεται από την έρευνα.

(189) Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση της Αυστραλίας θεώρησε ότι η μείωση της παραγωγικής ικανότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν ήταν συμβατή με το συμπέρασμα σχετικά με τη σημαντική ζημία: κατ' αρχήν, διότι η μείωση αυτή δεν επέτρεψε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να συμμετάσχει στη σημαντική ανάπτυξη της αγοράς (+ 27 %) κατά την περίοδο που εξετάζεται και δεύτερον, διότι η μείωση της ικανότητας υποκινήθηκε από το γεγονός ότι άλλα προϊόντα ήταν πιο επικερδή από τις ΣΙΠ.

(190) Όσον αφορά την εκτίμηση της παραγωγικής ικανότητας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το υπό εξέταση προϊόν παράγεται στις ίδιες γραμμές παραγωγής με άλλα προϊόντα της ίδιας οικογένειας. Είναι επομένως αδύνατο να προσδιοριστεί η πραγματική ικανότητα που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για ένα προϊόν σε σύγκριση με όλα τα προϊόντα που παράγονται σε μια και την αυτή γραμμή παραγωγής. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η εκτίμηση της παραγωγικής ικανότητας για τις ΣΙΠ βασίστηκε σε αναλογία με σύγκριση της τρέχουσας παραγωγής ΣΙΠ με τη συνολική πραγματική παραγωγή όλων των προϊόντων που παράγονται στις ίδιες γραμμές παραγωγής. Συνεπώς, αντίθετα με τον ισχυρισμό της κυβέρνησης της Αυστραλίας, η εκτίμηση της παραγωγικής ικανότητας για τις ΣΙΠ λαμβάνει υπόψη την πραγματική παραγωγή ΣΙΠ.

(191) Προκύπτει επίσης ότι η μείωση της παραγωγικής ικανότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν καθορίστηκε από το συνυπολογισμό άλλων προϊόντων. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από τα επακόλουθα συμπεράσματα της έρευνας, τα οποία επιβεβαιώνουν ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μετέτρεψε διάφορες γραμμές παραγωγής που χρησιμοποιούντο στο παρελθόν για την παραγωγή ΣΙΠ, σε γραμμές παραγωγής άλλων τύπων ινών που δεν καλύπτονται από την παρούσα έρευνα. Η έρευνα έδειξε επίσης ότι διάφορες εγκαταστάσεις παραγωγής ΣΙΠ έπαυσαν οριστικά τη λειτουργία τους κατά την περίοδο που εξετάζεται.

(192) Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η μετάβαση από την παραγωγή ΣΙΠ στην παραγωγή άλλων προϊόντων υποκινήθηκε κυρίως από τις μακρόχρονες ζημίες που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής από την παραγωγή και τις πωλήσεις ΣΙΠ που αντιμετωπίζουν συνεχή αθέμιτο συναγωνισμό από εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και επιδοτήσεων από τρίτες χώρες. Η μείωση της ικανότητας, που πράγματι δεν επέτρεψε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να συμμετάσχει στην ανάπτυξη της αγοράς, είναι επομένως ιδιαίτερα σημαντική για τον προσδιορισμό της ζημίας αλλά ειδικότερα, για την ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, που αναλύονται στη συνέχεια.

(193) Στη βάση αυτή, οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης της Αυστραλίας θεωρούνται αβάσιμοι. Ως εκ τούτου, επιβεβαιώνονται τα παρεχόμενα στοιχεία, η μέθοδος που περιγράφεται για την εκτίμηση της παραγωγικής ικανότητας για τις ΣΙΠ και τα συμπεράσματα που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 141 και 142 του κανονισμού προσωρινού δασμού.

β) Αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(194) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας τόνισε ότι η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής βελτιώθηκε σημαντικά κατά την περίοδο που εξετάζεται, ειδικότερα, από απώλειες περίπου - 4 % σε κέρδη άνω του 6 %. Επίσης, υποστηρίχθηκε ότι, αν και αναφέρθηκε στον κανονισμό προσωρινού δασμού ότι το επίπεδο αποδοτικότητας ήταν ακόμα ανεπαρκές, δεν παρασχέθηκαν στοιχεία σχετικά με το επίπεδο αποδοτικότητας του κλάδου πριν από την εμφάνιση των επιδοτούμενων εισαγωγών. Συνεπώς, η κυβέρνηση της Αυστραλίας προέβαλε τον ισχυρισμό ότι δεν μπορούσε να εκτιμηθεί δεόντως εάν η ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ήταν σημαντική.

(195) Ο ανωτέρω ισχυρισμός υποδεικνύει ορθώς ότι η βελτίωση της αποδοτικότητας κατά την περίοδο που εξετάζεται δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν υπέστη σημαντική ζημία. Επιπλέον, η εκτίμηση του εάν η ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ήταν σημαντική δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στην αποδοτικότητα ούτε στη σύγκριση της αποδοτικότητας μεταξύ του 1996 και της περιόδου έρευνας.

Πράγματι, οι διατάξεις του βασικού κανονισμού απαριθμούν διάφορους παράγοντες μεταξύ των οποίων ο όγκος των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές στην κοινοτική αγορά για τα ομοειδή προϊόντα και διευκρινίζει ότι κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε πλείονες εξ αυτών ομού, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για τη συναγωγή αρνητικού συμπεράσματος ως προς τη ζημία.

(196) Όπως υποδεικνύεται κατωτέρω στα συμπεράσματα σχετικά με την οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, το συμπέρασμα της σημαντικής ζημίας αιτιολογείται όχι μόνο από την ανεπαρκή αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αλλά και με βάση τις αρνητικές εξελίξεις των περισσότερων οικονομικών δεικτών του εν λόγω κλάδου: μερίδιο αγοράς, παραγωγική ικανότητα, όγκος πωλήσεων, τιμές πωλήσεων, αποθέματα, επενδύσεις, απασχόληση και σημαντικά μειωμένες τιμές από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων από τις ενδιαφερόμενες χώρες.

(197) Όσον αφορά στην αποδοτικότητα, η παρούσα έρευνα έδειξε ότι η βελτίωσή της ήταν κυρίως το αποτέλεσμα τόσο της διαδικασίας αναδιάρθρωσης που αναλήφθηκε από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής όσο και της επακόλουθης μείωσης των πωλήσεων, των γενικών και διοικητικών δαπανών και της μείωσης των τιμών αγοράς πρώτων υλών. Το κόστος παραγωγής μειώθηκε ταχύτερα από τη μείωση των τιμών πωλήσεως, συμβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στην ανάκαμψη του κοινοτικού κλάδου από το 1998 και εξής. Εντούτοις, υπογραμμίστηκε ότι αυτή η βελτίωση της αποδοτικότητας μπορεί να είναι απλώς προσωρινή και κάθε αντίξοος παράγοντας όπως η δυσμενής ανάπτυξη των τιμών πρώτων υλών θα μπορούσε να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην τρέχουσα κατάσταση.

(198) Με την επιφύλαξη των ανωτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή υπέδειξε στην αιτιολογική σκέψη 179 του κανονισμού προσωρινού δασμού ότι πρέπει να προστεθεί περιθώριο 10 % στο συνολικό κόστος παραγωγής για να προκύψει η μη ζημιογόνος τιμή του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Συνεπώς, θεωρείται ότι το περιθώριο αυτό αντιπροσωπεύει το ελάχιστο αναμενόμενο κέρδος του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ελλείψει των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων από τις ενδιαφερόμενες χώρες.

(199) Με βάση τα ανωτέρω, δεδομένου ότι δεν ελήφθησαν περαιτέρω παρατηρήσεις όσον αφορά την αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα ότι η αποδοτικότητα κατά την περίοδο έρευνας είναι ανεπαρκής.

γ) Μερίδιο αγοράς

(200) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν υποστήριξε ότι μια από τις συνέπειες της αναδιάρθρωσης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ήταν ο αποκλεισμός ορισμένων μη αποδοτικών κοινοτικών παραγωγών ΣΙΠ στην κοινοτική αγορά. Προέβαλε επίσης τον ισχυρισμό ότι οι υπόλοιποι παραγωγοί κατ' αυτόν τον τρόπο όχι μόνο έγιναν ανταγωνιστικότεροι λόγω του διεθνή ανταγωνισμού αλλά δεν υπέστησαν απώλεια μεριδίου αγοράς που να θεωρείται σημαντική.

(201) Όσον αφορά τον ισχυρισμό αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι η ανάπτυξη του μεριδίου αγοράς κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου αξιολογήθηκε συστηματικά με βάση τις ίδιες εταιρείες που αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στην παρούσα περίπτωση. Επομένως, αντίθετα προς τον ισχυρισμό της κυβέρνησης της Ταϊβάν, η απώλεια του μεριδίου αγοράς (- 17 %) που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής από το 1996 μέχρι την περίοδο έρευνας, βασίζεται αποκλειστικά σε στοιχεία σχετικά με τις εταιρείες που αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Η υπόθεση ότι το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής περιλαμβάνει στοιχεία εταιρειών που έκλεισαν ή αποσύρθηκαν από την αγορά είναι επομένως αβάσιμη.

δ) Συμπέρασμα

(202) Υπό το πρίσμα των ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη ότι η σώρευση των εισαγωγών από την Ινδονησία δεν αιτιολογεί τη μεταβολή των προσωρινών συμπερασμάτων και το συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την περίοδο έρευνας, επιβεβαιώνεται το περιεχόμενο των αιτιολογικών σκέψεων 151 και 152 του κανονισμού προσωρινού δασμού σχετικά με το συμπέρασμα για την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

Ε. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

1. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

(203) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας και η κυβέρνηση της Ταϊβάν δήλωσαν ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής οφείλεται στις περιορισμένες ποσότητες που εισήχθησαν από την Ταϊβάν και την Αυστραλία.

(204) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας προέβαλε τον ισχυρισμό ότι το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από την Αυστραλία ήταν υπερβολικά περιορισμένο (2 % της κατανάλωσης) για να έχει οιαδήποτε επίδραση επί των τιμών της κοινοτικής αγοράς. Αντ' αυτού, έπρεπε να ακολουθήσουν τις τάσεις τιμών που επιβλήθηκαν από τους σημαντικούς φορείς στην κοινοτική αγορά. Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση της Αυστραλίας υποστήριξε ότι η, ενδεχόμενη, ζημία προκλήθηκε από τον μεγάλο όγκο εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες.

(205) Ομοίως, η κυβέρνηση της Ταϊβάν προέβαλε τον ισχυρισμό ότι το μερίδιο αγοράς της τάξεως του 6 % που κατέχουν οι εξαγωγές της Ταϊβάν, σε συνδυασμό με το επίπεδο μειωμένων τιμών που καθορίστηκε για τις εισαγωγές αυτές, δεν ήταν αντικειμενικά δυνατόν να επηρεάσει την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής που κατέχει μερίδιο αγοράς στην Κοινότητα άνω του 50 %.

(206) Όσον αφορά τα επιχειρήματα που προέβαλαν η κυβέρνηση της Αυστραλίας και η κυβέρνηση της Ταϊβάν σχετικά με τα αντίστοιχα μερίδια αγοράς τους, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε, οι εισαγωγές από την Αυστραλία και την Ταϊβάν υπερέβαιναν σαφώς το ελάχιστο επίπεδο κατά την περίοδο έρευνας. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι πληρούντο όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη σώρευση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν λαμβάνονται υπόψη οι παρατηρήσεις σχετικά με τα ατομικά μερίδια αγοράς που κατέχουν μεμονωμένες χώρες.

(207) Επίσης, οι τιμές πώλησης των ΣΙΠ που εισάγοντο από τις χώρες αυτές στην κοινοτική αγορά ήσαν χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Συνεπώς, οι επιδοτούμενες ΣΙΠ που εισάγονται από την Αυστραλία και την Ταϊβάν, καθώς και οι επιδοτούμενες ΣΙΠ σε χαμηλές τιμές που εισάγονται από την Ινδονησία είχαν σημαντική αρνητική επίδραση στην οικονομική κατάσταση του ευάλωτου ακόμη κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι η αγορά ΣΙΠ είναι διαφανής, και ότι, επομένως, οι διαφορές των τιμών ή οι προσφορές σε χαμηλή τιμή μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα συμπίεση των τιμών.

(208) Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι η κυβέρνηση της Αυστραλίας και η κυβέρνηση της Ταϊβάν δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να αντικρούει το προσωρινό συμπέρασμα κατά το οποίο ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία εξαιτίας των εισαγωγών σε χαμηλές τιμές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων. Συνεπώς, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων, εάν εξεταστούν μεμονωμένα, προκάλεσαν σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

2. ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ

(209) Η κυβέρνηση της Αυστραλίας προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τις επιπτώσεις των διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας επί της τιμής εισαγωγής από την Αυστραλία, διευκρινίζοντας ότι κατά την περίοδο έρευνας, οι ΣΙΠ που εισήχθησαν από την Αυστραλία επωφελήθηκαν ευνοϊκής ανατίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας.

(210) Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι εισαγωγές από τη χώρα αυτή στην κοινοτική αγορά τιμολογήθηκαν σε δολάρια ΗΠΑ, σε γερμανικά μάρκα και σε λίρες στερλίνες και όχι σε δολάρια Αυστραλίας. Επομένως, η ισοτιμία του νομίσματος της Αυστραλίας δεν ελήφθη υπόψη για τα σχετικά συμπεράσματα.

(211) Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επισημανθεί ότι το νόμισμα της Αυστραλίας υποτιμήθηκε κατά τους πρώτους επτά μήνες της περιόδου έρευνας και στη συνέχεια ανατιμήθηκε στους επόμενους πέντε μήνες της περιόδου έρευνας, σε σχέση με το Ecu/ευρώ του πρώτου μήνα της περιόδου έρευνας. Συνεπώς, δεν υπήρξε συνεχής πτωτική τάση του νομίσματος της Αυστραλίας κατά την περίοδο έρευνας.

3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(212) Δεδομένου ότι δεν ελήφθησαν άλλα επιχειρήματα όσον αφορά την αιτία της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων, εξεταζόμενες μεμονωμένα, είχαν προκαλέσει ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 168 του κανονισμού προσωρινού δασμού.

ΣΤ. ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

1. ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

(213) Δεδομένου ότι δεν ελήφθησαν παρατηρήσεις σχετικά με τα ανωτέρω ζητήματα, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα για το συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 170 του κανονισμού προσωρινού δασμού.

2. ΕΠΙΠΤΩΣΗ ΣΤΟΥΣ ΧΡΗΣΤΕΣ

(214) Μετά τη δημοσίευση του προσωρινού κανονισμού, ορισμένοι χρήστες και εισαγωγείς υπέβαλαν γραπτώς τις παρατηρήσεις τους. Επιπλέον, μία ένωση χρηστών αντέδρασε στον κανονισμό προσωρινού δασμού και ζήτησε ακρόαση από την Επιτροπή η οποία έγινε δεκτή.

(215) Πρέπει να επισημανθεί ότι οι περισσότεροι από τους ανωτέρω χρήστες και τους εισαγωγείς είτε δεν αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας που καθορίστηκε στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, είτε δεν απάντησαν στο ερωτηματολόγιο που τους απεστάλη από την Επιτροπή. Συνεπώς, οι περισσότεροι από αυτούς δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ενδιαφερόμενα μέρη δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, και οι απόψεις τους δεν πρέπει κανονικά να ληφθούν υπόψη στο παρόν στάδιο της διαδικασίας.

(216) Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 171 του προσωρινού κανονισμού, δεδομένου ότι υπήρξε γενικά χαμηλό επίπεδο συνεργασίας κατά την έρευνα για το συμφέρον της Κοινότητας, η αξιολόγηση των επιπτώσεων των μέτρων στις δραστηριότητες των χρηστών και των εισαγωγέων καθορίστηκε σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία.

(217) Οι παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών εξετάστηκαν και συνήχθη το συμπέρασμα ότι κατά το κύριο επιχείρημά τους, η επιβολή αντισταθμιστικών δασμών θα έχει αρνητικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητά τους στα κατάντη προϊόντα και θα απειλούσε τελικά την επιβίωσή τους στην κοινοτική αγορά ΣΙΠ. Πράγματι, η επιβολή δασμών, ως πρώτο βήμα, θα προκαλούσε αυξήσεις των τιμών ΣΙΠ από τις ενδιαφερόμενες χώρες, αναγκάζοντας τους κοινοτικούς χρήστες ΣΙΠ να αυξήσουν με τη σειρά τους τις τιμές των κατάντη προϊόντων. Κατά την άποψή τους, η εξέλιξη αυτή θα αποτελούσε αιτία αύξησης των εισαγωγών κατάντη προϊόντων σε χαμηλές τιμές από άλλες τρίτες χώρες και από τις χώρες που αφορά η παρούσα έρευνα.

(218) Με βάση το περιεχόμενο των αιτιολογικών σκέψεων 171 και 172 του προσωρινού κανονισμού, η έρευνα έδειξε ότι ορισμένοι χρήστες μετατοπίστηκαν πλήρως από την αγορά ΣΙΠ από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στην αγορά ΣΙΠ αποκλειστικά από τις ενδιαφερόμενες χώρες. Θεωρείται επομένως ότι, εάν δεν ληφθούν μέτρα εξουδετέρωσης των ζημιογόνων επιπτώσεων που προκαλεί η παρουσία εισαγόμενων ΣΙΠ σε χαμηλές τιμές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων, η κατάσταση αυτή θα επεκταθεί και το σύνολο της αγοράς θα υποφέρει μακροπρόθεσμα: αρχικά, διότι ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί θα αποσυρθούν με αποτέλεσμα τη μείωση του ανταγωνισμού στην κοινοτική αγορά· δεύτερον, διότι θα ενθαρρυνθεί η αύξηση των εισαγωγών στην κοινοτική αγορά επιδοτούμενων ΣΙΠ σε χαμηλές τιμές με αποτέλεσμα οι χρήστες των εισαγωγών αυτών να βρίσκονται σε ευνοϊκότερη ανταγωνιστική θέση σε σύγκριση με εκείνους που εφοδιάζονται από άλλες πηγές. Συνεπώς, θεωρείται ότι είναι προς το συμφέρον όλων των φορέων της κοινοτικής αγοράς η ύπαρξη ουσιαστικού ανταγωνισμού και ως εκ τούτου, η επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων στις εισαγωγές ΣΙΠ που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων.

(219) Σε κάθε περίπτωση, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τη διάρθρωση του κόστους της βιομηχανίας χρηστών, το επίπεδο των προτεινόμενων μέτρων και το μερίδιο μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων και των άλλων πηγών προμήθειας, συνάγονται τα ακόλουθα:

- οι ΣΙΠ αντιπροσωπεύουν ενδεχομένως μεταξύ 25 % και 45 % του συνολικού κόστους των χρηστών για την παραγωγή κατάντη προϊόντων,

- ο μέσος αντισταθμιστικός δασμός είναι περίπου 3 % για τις ενδιαφερόμενες χώρες,

- το μερίδιο των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων είναι 12 % της συνολικής κατανάλωσης ΣΙΠ.

Η ενδεχόμενη επίπτωση των προτεινόμενων μέτρων είναι η αύξηση του κόστους παραγωγής των χρηστών κατά 0,1 έως 0,16 % κατ' ανώτατο όριο. Η πιθανή αυτή μέγιστη αύξηση θεωρείται αμελητέα σε σύγκριση με τις θετικές συνέπειες των προτεινόμενων μέτρων για την αποκατάσταση του ουσιαστικού ανταγωνισμού στην κοινοτική αγορά.

(220) Συνεπώς, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα της αιτιολογικής σκέψης 172 του κανονισμού προσωρινού δασμού ότι τα προτεινόμενα μέτρα θα έχουν περιορισμένες επιπτώσεις στην αποδοτικότητα και στη βιωσιμότητα των χρηστών στην αγορά.

3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(221) Τα νέα επιχειρήματα σχετικά με τον καθορισμό του συμφέροντος της Κοινότητας, δεν θεωρείται ότι θα ανατρέψουν το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι που να είναι αντίθετοι με την επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων. Επομένως επιβεβαιώνονται τα προσωρινά συμπεράσματα.

Ζ. ΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΔΑΣΜΟΙ

(222) Ενόψει των συναχθέντων συμπερασμάτων όσον αφορά τις επιδοτήσεις, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και το συμφέρον της Κοινότητας, θεωρείται ότι πρέπει να ληφθούν οριστικά αντισταθμιστικά μέτρα για να αποφευχθεί η περαιτέρω πρόκληση ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων από την Αυστραλία, την Ινδονησία και την Ταϊβάν.

1. ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

(223) Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 179 του κανονισμού προσωρινού δασμού, καθορίστηκε μη ζημιογόνο επίπεδο τιμών που θα κάλυπτε το κόστος παραγωγής του κοινοτικού κλάδου και εύλογο κέρδος το οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν δεν υπήρχαν εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων από τις ενδιαφερόμενες χώρες.

2. ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΟ ΔΑΣΜΟΥ

(224) Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, το ύψος του αντισταθμιστικού δασμού αντιστοιχεί στα περιθώρια επιδότησης, δεδομένου ότι τα περιθώρια ζημίας όπως διαπιστώθηκε είναι υψηλότερα για όλους τους εξαγωγείς στις ενδιαφερόμενες χώρες.

α) Αυστραλία

(225) Ως εκ τούτου καθορίστηκαν οι ακόλουθοι αντισταθμιστικοί δασμοί για το συνεργαζόμενο παραγωγό-εξαγωγέα της Αυστραλίας:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(226) Λαμβάνοντας υπόψη το υψηλό επίπεδο συνεργασίας, που κάλυψε ουσιαστικά όλες τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Αυστραλίας, θεωρήθηκε σκόπιμο να καθοριστεί ο εναπομένων δασμός στο ίδιο επίπεδο με το ανώτατο ποσοστό που είχε καθοριστεί για τη συνεργαζόμενη εταιρεία, ήτοι, 6,0 %.

β) Ινδονησία

(227) Λαμβάνοντας υπόψη το υψηλό επίπεδο άρνησης συνεργασίας στην Ινδονησία, που καθορίστηκε σε άνω του 30 %, θεωρήθηκε σκόπιμο να εφαρμοστεί μέθοδος για να αποφευχθεί η επιβράβευση της άρνησης συνεργασίας. Συνεπώς, ο δασμός για τις μη συνεργαζόμενες εταιρείες καθορίστηκε με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού, ήτοι, στο 10 %.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

γ) Ταϊβάν

(228) Υπενθυμίζεται ότι εφαρμόζονται ήδη μέτρα αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ΣΙΠ καταγωγής Ταϊβάν. Εντούτοις, οι επιδοτήσεις που διαπιστώθηκαν στην παρούσα έρευνα δεν αποτελούν εξαγωγικές επιδοτήσεις και επομένως δεν θεωρείται ότι επηρέασαν την τιμή εξαγωγής και το αντίστοιχο περιθώριο ντάμπινγκ. Συνεπώς, οι αντισταθμιστικοί δασμοί μπορούν να επιβληθούν σωρευτικά με τα ισχύοντα μέτρα αντιντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, καθορίστηκαν οι ακόλουθοι αντισταθμιστικοί δασμοί για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς της Ταϊβάν:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(229) Λαμβάνοντας υπόψη το υψηλό επίπεδο συνεργασίας, που καλύπτει ουσιαστικά όλες τις εισαγωγές στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ταϊβάν, θεωρήθηκε σκόπιμο να καθοριστεί ο εναπομένων δασμός στο ίδιο επίπεδο με το ανώτατο ποσοστό που είχε καθοριστεί για τις συνεργαζόμενες εταιρείες, ήτοι, 1,5 %.

(230) Οι μεμονωμένοι εταιρικοί συντελεστές αντισταθμιστικού δασμού που παρατίθενται στον παρόντα κανονισμό καθορίστηκαν με βάση τα συμπεράσματα της παρούσας έρευνας. Επομένως, αυτοί οι συντελεστές αντικατοπτρίζουν την κατάσταση που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της εν λόγω έρευνας όσον αφορά τις εν λόγω εταιρείες. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω δασμολογικοί συντελεστές (σε αντιδιαστολή προς τους δασμούς χώρας, που ισχύουν για "όλες τις άλλες εταιρείες") εφαρμόζονται αποκλειστικά στις εισαγωγές προϊόντων καταγωγής της ενδιαφερόμενης χώρας, τα οποία έχουν παραχθεί από τις συγκεκριμένες εταιρείες, άρα και από τις συγκεκριμένες νομικές οντότητες που αναφέρονται. Εισαγόμενα προϊόντα που παράγονται από κάθε άλλη εταιρεία, η οποία δεν αναφέρεται ρητώς στο εκτελεστικό μέρος του παρόντος κανονισμού με την επωνυμία και τη διεύθυνσή της, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που συνδέονται με εκείνες που αναφέρονται ρητώς, δεν μπορούν να τύχουν αυτών των συντελεστών και υπόκεινται στον δασμολογικό συντελεστή που ισχύει για "όλες τις άλλες εταιρείες".

(231) Κάθε αίτηση για την εφαρμογή των ως άνω μεμονωμένων εταιρικών συντελεστών αντισταθμιστικού δασμού (π.χ. λόγω αλλαγής επωνυμίας της οντότητας ή μετά τη συγκρότηση νέων οντοτήτων παραγωγής ή πωλήσεων) υποβάλλεται αμέσως στην Επιτροπή(4) μαζί με όλα τα σχετικά στοιχεία, ιδίως δε κάθε τροποποίηση των δραστηριοτήτων της εταιρείας που αφορούν την παραγωγή και τις εγχώριες και εξαγωγικές πωλήσεις η οποία προκύπτει, για παράδειγμα, από αυτή την αλλαγή επωνυμίας ή τη μεταβολή των οντοτήτων παραγωγής και πωλήσεων. Η Επιτροπή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο και κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, θα τροποποιήσει αντιστοίχως τον κανονισμό, ενημερώνοντας τον πίνακα των εταιρειών που τυγχάνουν μεμονωμένων δασμολογικών συντελεστών.

Η. ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΔΑΣΜΩΝ

(232) Ενόψει της έκτασης των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που διαπιστώθηκαν για τους εξαγωγείς-παραγωγούς και υπό το φως της σοβαρότητας της ζημίας που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, θεωρείται αναγκαίο τα ποσά που κατατέθηκαν ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 123/2000 να εισπραχθούν οριστικά μέχρι το ποσό των οριστικά επιβαλλόμενων δασμών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1. Επιβάλλεται οριστικός αντισταθμιστικός δασμός στις εισαγωγές συνθετικών μη συνεχών ινών από πολυεστέρες, που δεν είναι λαναρισμένες, χτενισμένες ή με άλλο τρόπο παρασκευασμένες για νηματοποίηση, οι οποίες υπάγονται στον κωδικό ΣΟ κωδικό 55032000, καταγωγής Αυστραλίας, Ινδονησίας και Ταϊβάν.

2. Ο δασμός που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από την καταβολή δασμού, για προϊόντα που παράγονται από τις αναφερόμενες εταιρείες καθορίζεται ως εξής για τα προϊόντα καταγωγής:

1. Αυστραλίας

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

2. Ινδονησίας

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

3. Ταϊβάν

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

3. Εκτός αν ορίζεται άλλως, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 2

1. Τα ποσά που κατεβλήθησαν ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές καταγωγής Αυστραλίας και Ταϊβάν δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 123/2000 εισπράττονται μέχρι του ύψους του οριστικού δασμού που επιβάλλεται από τον παρόντα κανονισμό. Τα ποσά που είχαν εισπραχθεί ως εγγύηση, πέραν του οριστικού ύψους του αντισταθμιστικού δασμού, αποδεσμεύονται.

2. Οι διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 ισχύουν επίσης για την οριστική είσπραξη των ποσών που κατεβλήθησαν ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινών αντισταθμιστικών δασμών.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 8 Μαΐου 2000.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. Pina Moura

(1) ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1.

(2) ΕΕ L 16 της 21.1.2000, σ. 3.

(3) ΕΕ L 16 της 21.1.2000, σ. 30.

(4) Ευρωπαϊκή Επιτροπή , Γενική Διεύθυνση Εμπορίου, Διεύθυνση Γ, DM 24 - 8/38 , Rue de la Loi/Wetstraat 200 , B - 1049 Bruxelles/Brussel.