32000R0173

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 173/2000 του Συμβουλίου, της 24ης Ιανουαρίου 2000, για την περάτωση των διαδικασιών αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου μεγάλου μεγέθους καταγωγής Ιαπωνίας, Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 022 της 27/01/2000 σ. 0001 - 0015


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 173/2000 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 24ης Ιανουαρίου 2000

για την περάτωση των διαδικασιών αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου μεγάλου μεγέθους καταγωγής Ιαπωνίας, Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας(1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 5,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας ότι:

Α. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1. Υπάρχοντα μέτρα

(1) Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3482/92(2), το Συμβούλιο επέβαλε οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου μεγάλου μεγέθους (εφεξής "ΗΠΑΜ") καταγωγής Ιαπωνίας. Τα μέτρα αυτά είχαν τη μορφή δασμών κατ' αξία, που κυμαίνονταν μεταξύ 4,2 % και 75 %.

(2) Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1384/94(3), το Συμβούλιο επέβαλε οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ΗΠΑΜ καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν. Αυτά τα μέτρα είχαν τη μορφή δασμών κατ' αξία που κυμαίνονταν μεταξύ 10,7 % και 75,8 %.

2. Λόγοι για την επανεξέταση

Ιαπωνία

(3) Μετά τη δημοσίευση ανακοίνωσης για την επικείμενη λήξη ισχύος(4) των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές, καταγωγής Ιαπωνίας, η Federation for Appropriate Remedial Anti-Dumping (FARAD) υπέβαλε αίτηση για επανεξέταση των μέτρων εξ ονόματος της Nederlandse Philipsbedrijven BV (Κάτω Χώρες), που τώρα ονομάζεται BC Components International BV, και της BHC Aerovox Ltd (Ηνωμένο Βασίλειο), δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 (εφεξής "ο βασικός κανονισμός").

(4) Εν συνεχεία, η Επιτροπή αποφάσισε με δική της πρωτοβουλία να κινήσει ενδιάμεση διαδικασία επανεξέτασης των ιδίων μέτρων αντιντάμπινγκ δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, για να εξετάσει τις επιπτώσεις που θα έχουν στο ντάμπινγκ και τη ζημία οι μεταβαλλόμενες συνθήκες σε σχέση με τις τεχνικές εξελίξεις του προϊόντος καθώς και των συνθηκών της αγοράς.

(5) Συνεπώς, η Επιτροπή ανήγγειλε στις 3 Δεκεμβρίου 1997 με ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(5) την έναρξη διαδικασίας επανεξέτασης των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ΗΠΑΜ καταγωγής Ιαπωνίας (εφεξής "επανεξέταση για την Ιαπωνία").

Δημοκρατία της Κορέας και Ταϊβάν

(6) Μετά την έναρξη της επανεξέτασης για την Ιαπωνία και την έναρξη νέας έρευνας όσον αφορά τις εισαγωγές ΗΠΑΜ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και Ταϊλάνδης(6), η Επιτροπή αποφάσισε επίσης με δική της πρωτοβουλία να κινήσει έρευνα επανεξέτασης των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν, δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

(7) Αυτή η επανεξέταση κινήθηκε με το επιχείρημα ότι, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, είχε αυξηθεί η διείσδυση στην αγορά της Κοινότητας του εν λόγω προϊόντος καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν, παρά τα μέτρα αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί. Επιπλέον, λόγω του διεθνώς αλληλεξαρτημένου χαρακτήρα της αγοράς αυτού του προϊόντος και της αλληλεξάρτησης των εταιρειών σ' αυτόν τον τομέα, θεωρήθηκε ότι αυτή η επανεξέταση, μαζί με την προαναφερόμενη επανεξέταση για την Ιαπωνία και τη νέα διαδικασία όσον αφορά την Ταϊλάνδη και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, θα επέτρεπαν στην Επιτροπή να διαμορφώσει καλύτερη σφαιρική άποψη για τις επιπτώσεις που θα έχουν στην κοινοτική βιομηχανία οι εισαγωγές καταγωγής των κυριότερων χωρών εξαγωγής.

(8) Η έρευνα επανεξέτασης (εφεξής "επανεξέταση για την Κορέα και την Ταϊβάν") κινήθηκε τον Απρίλιο του 1998 με τη δημοσίευση ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(7).

3. Έρευνες

(9) Η Επιτροπή ενημέρωσε επισήμως τους παραγωγούς-εξαγωγείς και τους εισαγωγείς που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται καθώς και τις ενώσεις τους, τους αντιπροσώπους των χωρών εξαγωγής, τους κοινοτικούς παραγωγούς που ζήτησαν την επανεξέταση για την Ιαπωνία, καθώς και τους γνωστούς χρήστες, σχετικά με την έναρξη των διαδικασιών επανεξέτασης. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους γραπτώς και να ζητήσουν ακρόαση εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στις προαναφερόμενες ανακοινώσεις.

(10) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς στις εν λόγω χώρες, καθώς και ένας κοινοτικός παραγωγός, μαζί με αριθμό χρηστών και εισαγωγέων στην Κοινότητα γνωστοποίησαν γραπτώς τις απόψεις τους. Όλα τα μέρη τα οποία το ζήτησαν εντός των προαναφερόμενων προθεσμιών και απέδειξαν ότι είχαν ιδιαίτερους λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση, είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν τις απόψεις τους.

(11) Η Επιτροπή έστειλε ερωτηματολόγια στα μέρη που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται και σε όλες τις άλλες εταιρείες που εμφανίστηκαν εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στις προαναφερόμενες ανακοινώσεις. Απαντήσεις παραλήφθηκαν από έναν κοινοτικό παραγωγό, τρείς παραγωγούς-εξαγωγείς στην Ταϊβάν, τέσσερις παραγωγούς-εξαγωγείς στην Ιαπωνία, καθώς και από τους συνδεδεμένους εισαγωγείς τους στην Κοινότητα. Η Επιτροπή έλαβε επίσης απάντηση από έναν μη συνδεδεμένο εισαγωγέα στην Κοινότητα, η οποία θεωρήθηκε σημαντική και πλήρης.

(12) Πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις επαλήθευσης όσον αφορά τις έρευνες επανεξέτασης στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

Κοινοτικός παραγωγός

- Nederlandse Philipsbedrijven BV (Zwolle, Κάτω Χώρες) και η συνδεδεμένη εταιρεία του, Österreichische Philips Industrie, GmbH (Klagenfurt, Αυστρία).

Την 1η Ιανουαρίου 1999, αυτές οι δύο εταιρείες πωλήθηκαν σε μία κοινοπραξία επενδυτών μετοχικού κεφαλαίου και αποτέλεσαν μαζί με αριθμό άλλων οντοτήτων της Philips νέα εταιρεία που ονομάζεται BC Components BV. Αυτή η επιχείρηση ανέλαβε από τον όμιλο Philips όλες τις δραστηριότητες κατασκευής και πωλήσεων ΗΠΑΜ. Συνεπώς, αυτές οι δύο εταιρείες θα καλούνται εφεξής από κοινού "BC components".

Παραγωγοί-εξαγωγείς στις εν λόγω χώρες

- Nippon Chemi-con (Tokyo, Ιαπωνία),

- Nichicon Corporation (Kyoto, Ιαπωνία),

- Rubycon Corporation (Ina, Ιαπωνία),

- Hitachi AIC Inc (Tokyo, Ιαπωνία),

- Teapo Electronic Corp. (Taipei, Ταϊβάν),

- Lelon Electronics Corp. (Taichung, Ταϊβάν),

- Kaimei Electronic Corp. (Taipei, Ταϊβάν).

Μη συνδεδεμένος εισαγωγέας στην Κοινότητα

- Beck Elektronik Bauelemente GmbH (Nürnberg, Γερμανία).

Συνδεδεμένοι εισαγωγείς στην Κοινότητα

- Nichicon UK (Europe) Ltd (Camberley, Ηνωμένο Βασίλειο),

- Rubycon Corporation UK branch (South Ruislip, Ηνωμένο Βασίλειο),

- HPC Distribution (Krefeld, Γερμανία),

- Europe Chemi-con (Nürnberg, Γερμανία).

(13) Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες για να συνάγει τα συμπεράσματά της στις δύο έρευνες επανεξέτασης.

(14) Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με τα ουσιαστικά πραγματικά περιστατικά και τις παρατηρήσεις στα οποία στηρίχτηκαν τα συμπεράσματα γι' αυτές τις δύο επανεξετάσεις. Καθορίστηκε περίοδος εντός της οποίας όλα τα μέρη υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους. Οι παρατηρήσεις αυτές λήφθηκαν υπόψη και, όταν κρίθηκε κατάλληλο, τροποποιήθηκαν ανάλογα τα συμπεράσματα.

(15) Η επανεξέταση για την Ιαπωνία δεν περατώθηκε εντός της κανονικής περιόδου δώδεκα μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, λόγω του γεγονότος ότι, επειδή είχε τροποποιηθεί ο ορισμός του προϊόντος, ήταν αναγκαίο να γίνει πλήρης έρευνα για το ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια. Η διάρκεια της επανεξέτασης για την Κορέα και την Ταϊβάν προσαρμόστηκε με εκείνη της επανεξέτασης για την Ιαπωνία.

(16) Η έρευνα για το ντάμπινγκ στην επανεξέταση για την Ιαπωνία κάλυψε την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 1996 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1997 (εφεξής η "περίοδος της έρευνας"). Η έρευνα για το ντάμπινγκ στην επανεξέταση για την Κορέα και την Ταϊβάν κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1997 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1997.

Η εξέταση της ζημίας για τις δύο έρευνες κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1993 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1997, για να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη δύο διαφορετικών περιόδων έρευνας για το ντάμπινγκ.

Β. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1. Υπό εξέταση προϊόν

(17) Το υπό εξέταση προϊόν είναι ορισμένοι ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές αλουμινίου μεγάλου μεγέθους, με γινόμενο ΧΤ (χωρητικότητα πολλαπλασιασμένη με την κλίμακα τάσης) μεταξύ 8000 και 550000 μC (micro-coulombs), με τάση 160 V ή περισσότερο, που υπάγονται προς το παρόν στον κωδικό ΣΟex 8532 22 00. Όπως εξηγείται κατωτέρω, ο όρος "μεγάλου μεγέθους" δεν πρέπει να χρησιμοποιείται πλέον για την περιγραφή αυτών των προϊόντων. Ωστόσο, για πρακτικούς λόγους, αναφέρονται ως "ΗΠΑΜ", όπως έγινε και κατά την αρχική έρευνα όσον αφορά την Ιαπωνία, τη Δημοκρατία της Κορέας και την Ταϊβάν.

(18) Οι πυκνωτές είνeιι ηλεκτρονικά στοιχεία που μπορούν να αποθηκεύουν και εν συνεχεία να ελευθερώνουν ηλεκτρική ενέργεια. Αυτά τα στοιχεία χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικά κυκλώματα σχεδόν όλων των τύπων ηλεκτρονικού εξοπλισμού, που κατασκευάζεται για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τις τηλεπικοινωνίες, διάφορα όργανα για το βιομηχανικό και στρατιωτικό εξοπλισμό, τα αυτοκίνητα και άλλα καταναλωτικά αγαθά. Οι τύποι πυκνωτών που καλύπτονται από αυτές τις διαδικασίες (δηλαδή ΗΠΑΜ) χρησιμοποιούνται ιδίως σε διαρκή καταναλωτικά αγαθά ηλεκτρονικής όπως τηλεοράσεις, μαγνητοσκόπια εγγραφής με κασέτα, προσωπικούς υπολογιστές.

(19) Οι ΗΠΑΜ παράγονται με πολλούς διαφορετικούς τύπους που εξαρτώνται μεταξύ άλλων από την ισχύ τους, την τάση ρεύματος, τη μέγιστη θερμοκρασία λειτουργίας, το σχεδιασμό και τις διαστάσεις του. Παρ' όλες τις διαφορές αυτές, αυτοί οι τύποι πυκνωτών έχουν παρόμοια φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και χρήσεις. Επομένως θεωρείται ότι αποτελούν μία και μόνη κατηγορία προϊόντος.

2. Αναπροσαρμογή της κάλυψης του προϊόντος στην επανεξέταση για την Ιαπωνία

(20) Ο ορισμός του προϊόντος στην αρχική έρευνα όσον αφορά την Ιαπωνία, όπως καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3482/92, είχε περιοριστεί σε ορισμένους πυκνωτές μεγάλου μεγέθους, ηλεκτρολυτικών, αλουμινίου, με γινόμενο ΧΤ (χωρητικότητα πολλαπλασιασμένη με την κλίμακα τάσης) μεταξύ 18000 και 310000 μC (micro-coulombs), τάσης 160 V ή περισσότερο και διαμέτρου 19 χιλιοστών του μέτρου ή περισσότερο και μήκους 20 χιλιοστών του μέτρου ή περισσότερο.

Ωστόσο, στην ανακοίνωση έναρξης της διαδικασίας επανεξέτασης για την Ιαπωνία, υπογραμμίστηκε ότι αυτός ο αρχικός ορισμός έπρεπε να προσαρμοστεί για να καλύπτει όλους τους ΗΠΑΜ, δηλαδή το ίδιο φάσμα προϊόντων όπως και με την προηγούμενη διαδικασία όσον αφορά τη Δημοκρατία της Κορέας και την Ταϊβάν. Αυτό θεωρήθηκε αναγκαίο λόγω των μεταβαλλόμενων συνθηκών που συνδέονταν με τις νέες τεχνικές εξελίξεις και τις εξελίξεις της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος.

(21) Η επανεξέταση επιβεβαίωσε αυτές τις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Καταρχήν, διαπιστώθηκε ότι η τεχνολογική εξέλιξη οδήγησε στην ανάπτυξη ΗΠΑΜ με συνεχώς μεγαλύτερη ισχύ και ως εκ τούτου γινόμενο ΧΤ, σε συνεχώς μικρότερα μεγέθη. Δεύτερον, η βελτίωση της ηλεκτρικής κατανάλωσης ορισμένων σταθμών έχει δημιουργήσει νέα ζήτηση ΗΠΑΜ με μικρότερο γινόμενο ΧΤ (δηλαδή μικρότερη χωρητικότητα για συγκεκριμένη κλίμακα τάσης). Τρίτον, διαπιστώθηκε ότι για ένα συγκεκριμένο γινόμενο ΧΤ, προσφέρονταν ΗΠΑΜ διαφορετικών μεγεθών στην αγορά της Κοινότητας.

Λόγω αυτών των εξελίξεων, διαπιστώθηκε ότι όλο το φάσμα των εισαγομένων ΗΠΑΜ καταγωγής Ιαπωνίας, δεν συμφωνούσε με τον αρχικό ορισμό του προϊόντος όσον αφορά αυτή τη χώρα. Επομένως αυτοί οι πυκνωτές εξαιρέθηκαν από τα μέτρα αντιντάμπινγκ, παρόλο που ήταν παρόμοιοι σε όλα τα βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και όλες τις χρήσεις με εκείνα που κάλυπτε αυτός ο ορισμός (και ως εκ τούτου τα μέτρα αντιντάμπινγκ). Επιπλέον, επειδή μπορούσαν να προσφερθούν πολλά μεγέθη για το προϊόν με το ίδιο γινόμενο ΧΤ, και επειδή το γινόμενο ΧΤ καθορίζει κυρίως τους τύπους των εφαρμογών για τις οποίες χρησιμοποιούνται οι ΗΠΑΜ, θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχαν πλέον λόγοι για να διαφοροποιούνται οι ΗΠΑΜ ανάλογα με το μέγεθός τους. Ο όρος "μεγάλου μεγέθους" δεν πρέπει να χρησιμοποιείται πλέον για τον προσδιορισμό αυτών των προϊόντων.

(22) Για όλους αυτούς τους λόγους, επιβεβαιώθηκε ότι ο ορισμός του προϊόντος στη διαδικασία επανεξέτασης για την Ιαπωνία πρέπει να προσαρμοστεί για να καλύπτει όλους τους ΗΠΑΜ όπως ορίζονται ανωτέρω, δηλαδή ορισμένοι ηλεκτρικοί πυκνωτές μεγάλου μεγέθους, μη στερεοί, ηλεκτρολυτικοί αργιλίου, με γινόμενο ΧΤ (χωρητικότητα πολλαπλασιασμένη με την κλίμακα τάσης) μεταξύ 8000 και 550000 μC (micro-coulombs), τάσης 160 V ή περισσότερο.

3. Ομοειδές προϊόν

(23) Ορισμένοι ιάπωνες παραγωγοί-εξαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι, λόγω των διαφορών μεγέθους, διάρκειας ζωής ή σχεδιασμού, τα εξαγόμενα προϊόντα και τα προϊόντα που παράγονται στην Κοινότητα δεν ήταν "ομοειδή προϊόντα".

(24) Ωστόσο, καθορίστηκε ότι, παρ' όλες τις διαφορές τους που είναι ελάχιστες, οι ΗΠΑΜ που πωλούνται στην εγχώρια αγορά των εν λόγω χωρών, οι πυκνωτές που εξάγονται από αυτές τις χώρες στην Κοινότητα και εκείνοι που παράγονται και πωλούνται στην Κοινότητα από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, χρησιμοποιούν την ίδια βασική τεχνολογία και παράγονται σύμφωνα με τα παγκοσμίως ισχύοντα βιομηχανικά πρότυπα. Επομένως, όλα αυτά τα προϊόντα έχουν τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά. Έχουν επίσης τους ίδιους τύπους εφαρμογών και εκτελούν τους ίδιους τύπους λειτουργιών. Επομένως, όλα αυτά τα προϊόντα είναι εναλλάξιμα και σε άμεσο ανταγωνισμό μεταξύ τους, εξεταζόμενα ανά τύπο χωριστά.

(25) Συνεπώς, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός και συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑΜ που πωλούνται στην εγχώρια αγορά των εν λόγω χωρών, οι πυκνωτές που εξάγονται από αυτές τις χώρες στην Κοινότητα και οι πυκνωτές που παράγονται και πωλούνται στην Κοινότητα από την κοινοτική βιομηχανία πρέπει να θεωρηθούν ομοειδή προϊόντα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

Γ. ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1. Ιαπωνία

(26) Επειδή έχουν μεταβληθεί σημαντικά οι συνθήκες όσον αφορά το ντάμπινγκ, λόγω της αναπροσαρμογής του ορισμού του προϊόντος, η Επιτροπή διεξήγαγε πλήρη έρευνα η οποία κατέληξε στον υπολογισμό νέου περιθωρίου του ντάμπινγκ για την περίοδο της έρευνας.

(27) Τέσσερις εταιρείες απάντησαν στο ερωτηματολόγιο που απεστάλη στους παραγωγούς-εξαγωγείς.

Κανονική αξία

(28) Όσον αφορά τον καθορισμό της κανονικής αξίας, η Επιτροπή καθόρισε καταρχήν, για κάθε παραγωγό-εξαγωγέα, αν ήταν αντιπροσωπευτικές οι συνολικές εγχώριες πωλήσεις του ΗΠΑΜ σε σύγκριση με τις συνολικές εξαγωγικές πωλήσεις του προς την Κοινότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, οι εγχώριες πωλήσεις θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικές όταν ο συνολικός όγκος των εγχωρίων πωλήσεων κάθε εταιρείας παραγωγής ήταν τουλάχιστον ίσος προς το 5 % του συνολικού όγκου εξαγωγικών πωλήσεών του προς την Κοινότητα.

Εν συνεχεία, προσδιορίστηκαν οι τύποι των ΗΠΑΜ που πωλήθηκαν στην εγχώρια αγορά από τις εταιρείες που είχαν πραγματοποιήσει αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις, και οι οποίοι ήταν παρόμοιοι ή μπορούσαν να συγκριθούν άμεσα με τους τύπους του προϊόντος που πωλήθηκε προς εξαγωγή στην Κοινότητα.

(29) Για καθέναν από τους τύπους που πώλησαν οι παραγωγοί-εξαγωγείς στις εγχώριες αγορές τους και που διαπιστώθηκε ότι ήταν άμεσα συγκρίσιμοι με τους τύπους που πωλήθηκαν προς εξαγωγή στην Κοινότητα, καθορίστηκε αν οι εγχώριες πωλήσεις ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτικές βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Οι εγχώριες πωλήσεις ενός συγκεκριμένου τύπου θεωρήθηκαν επαρκώς αντιπροσωπευτικές όταν ο συνολικός όγκος των εγχωρίων πωλήσεων ΗΠΑΜ αυτού του τύπου κατά την περίοδο της έρευνας αντιστοιχούσε στο 5 % ή περισσότερο του συνολικού όγκου πωλήσεων ΗΠΑΜ συγκρίσιμου τύπου που εξήχθη προς την Κοινότητα.

(30) Εξετάστηκε επίσης κατά πόσον οι εγχώριες πωλήσεις κάθε τύπου μπορούσαν να θεωρηθούν ότι είχαν πραγματοποιηθεί κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, καθορίζοντας την αναλογία των αποδοτικών πωλήσεων του εν λόγω τύπου προς ανεξάρτητους πελάτες. Στις περιπτώσεις που ο όγκος των ΗΠΑΜ που πωλήθηκαν σε καθαρές τιμές πωλήσεων ίσες με/ή μεγαλύτερες από το υπολογισθέν κόστος παραγωγής, αντιστοιχούσε στο 80 % ή περισσότερο του συνολικού όγκου πωλήσεων, η κανονική αξία υπολογίστηκε με βάση την πραγματική εγχώρια τιμή, η οποία καθορίστηκε ως ο σταθμισμένος μέσος όρος των τιμών όλων των εγχωρίων πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο της έρευνας, ανεξάρτητα από το αν αυτές οι πωλήσεις ήταν αποδοτικές ή όχι. Στις περιπτώσεις που ο όγκος των αποδοτικών πωλήσεων ΗΠΑΜ αντιστοιχούσε σε λιγότερο του 80 % αλλά σε 10 % ή περισσότερο του συνολικού όγκου των πωλήσεων, η κανονική αξία υπολογίστηκε με βάση την πραγματική εγχώρια τιμή που καθορίστηκε ως ο σταθμισμένος μέσος όρος μόνον των αποδοτικών πωλήσεων.

(31) Στην περίπτωση που τηρήθηκαν οι απαιτήσεις που περιγράφονται ανωτέρω, η κανονική αξία στηρίχθηκε για κάθε τύπο στις τιμές που καταβλήθηκαν ή έπρεπε να καταβληθούν, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

(32) Όταν ο όγκος των αποδοτικών πωλήσεων οποιουδήποτε τύπου ΗΠΑΜ αντιστοιχούσε σε λιγότερο του 10 % του συνολικού όγκου των πωλήσεων, θεωρήθηκε ότι αυτός ο συγκεκριμένος τύπος είχε πωληθεί σε ανεπαρκείς ποσότητες οπότε και η εγχώρια τιμή δεν μπορούσε να αποτελεί την κατάλληλη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

(33) Στο πλαίσιο αυτής της μεθόδου, ήταν πιθανόν, για το 60 % περίπου των τύπων που πωλήθηκαν προς εξαγωγή στην Κοινότητα, να καθοριστεί η κανονική αξία με βάση την εγχώρια τιμή συγκρίσιμων τύπων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Όταν δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οι εγχώριες τιμές συγκεκριμένου τύπου που πώλησε παραγωγός-εξαγωγέας, χρησιμοποιήθηκε κατά προτίμηση η κατασκευασμένη κανονική αξία έναντι των εγχωρίων τιμών άλλων παρομοίων τύπων ή των εγχωρίων τιμών άλλων παραγωγών-εξαγωγέων, λόγω του αριθμού των διαφόρων τύπων και της ποικιλίας των παραγόντων που τους επηρεάζουν. Το να χρησιμοποιηθούν οι εγχώριες τιμές άλλων τύπων θα σήμαινε σ' αυτήν την περίπτωση ότι έπρεπε να γίνουν πολλές προσαρμογές, εκ των οποίων οι περισσότερες θα έπρεπε να στηρίζονται σε απλές εκτιμήσεις. Θεωρήθηκε επομένως ότι η κατασκευασμένη αξία αποτελούσε καταλληλότερη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

(34) Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία κατασκευάστηκε αφού προστέθηκαν στο κόστος κατασκευής των εξαγομένων τύπων, προσαρμοσμένο όπου ήταν αναγκαίο, ένα εύλογο ποσοστό για να ληφθούν υπόψη τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα έξοδα πωλήσεων ("ΓΔΕΠ") και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή εξέτασε αν τα ΓΔΕΠ και το κέρδος που επιτεύχθηκε για καθέναν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς στην εγχώρια αγορά, αποτελούσαν αξιόπιστη βάση. Οι πραγματικές εγχώριες δαπάνες ΓΔΕΠ θεωρήθηκαν αξιόπιστες όταν ο όγκος των εγχωρίων πωλήσεων της εν λόγω εταιρείας μπορούσε να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικός.

(35) Το εγχώριο περιθώριο κέρδους καθορίστηκε με βάση τις εγχώριες πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις.

Για δύο από τις ιαπωνικές εταιρείες διαπιστώθηκε ότι οι πληροφορίες που χορηγήθηκαν όσον αφορά το κόστος παραγωγής ΗΠΑΜ που πωλήθηκαν στην εγχώρια αγορά, δεν αντανακλούσαν ακριβώς στο κόστος που προέκυψε κατά την περίοδο της έρευνας. Συνεπώς, ήταν αναγκαίο να χρησιμοποιηθούν εν μέρει τα διαθέσιμα πραγματικά περιστατικά για να διορθωθούν οι ανακριβείς πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Για το σκοπό αυτό, σε μία περίπτωση η Επιτροπή συγκέντρωσε και επαλήθευσε επιτόπου τις πληροφορίες που χρησιμοποίησε η εταιρεία στο δικό της σύστημα κόστους, και έκανε προσαρμογή για να ληφθεί υπόψη η συνεχής υποτίμηση του κόστους στην απάντηση στο ερωτηματολόγιο. Για την άλλη εταιρεία, ορισμένες από τις πληροφορίες που περιείχε η απάντηση στο ερωτηματολόγιο όσον αφορά το κόστος παραγωγής σε ένα εργοστάσιο, διαπιστώθηκε ότι αυτό δεν αφορούσε την περίοδο της έρευνας. Αποφασίστηκε επομένως να αποκλειστούν οι πωλήσεις των προϊόντων που πραγματοποιήθηκαν σ' αυτό το εργοστάσιο τόσο όσον αφορά τον καθορισμό της αποδοτικότητας όσο και του ντάμπινγκ, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

Για μία άλλη εταιρεία, διαπιστώθηκε ότι ήταν αβάσιμες οι πληροφορίες που περιείχε η απάντηση στο ερωτηματολόγιο όσον αφορά τις εγχώριες πωλήσεις, εφόσον δεν περιελάμβαναν τις πωλήσεις ορισμένων τύπων, αλλά πολλές άλλες πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν εγχωρίως σε εμπόρους και οι οποίες προορίζονταν εν συνεχεία για εξαγωγή και πώληση σε συνδεδεμένες εταιρείες για δική τους κατανάλωση. Αποφασίστηκε επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, να χρησιμοποιηθούν αυτά τα πραγματικά περιστατικά όπως ήταν διαθέσιμα, ώστε να διορθωθεί η μερική άρνηση συνεργασίας. Ως εκ τούτου, αποκλείσθηκαν οι συναλλαγές που προορίζονται για εκ νέου εξαγωγή και τις πωλήσεις σε συνδεδεμένες εταιρείες. Για τους τύπους που δεν αναφέρθηκαν και που πωλήθηκαν εγχωρίως, καθορίστηκε περιθώριο κέρδους με βάση τους εγχώριους τύπους με υψηλότερη αποδοτικότητα.

Τιμή εξαγωγής

(36) Στις περιπτώσεις που οι ΗΠΑΜ εξήχθησαν σε ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα, η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού, δηλαδή με βάση τις τιμές εξαγωγής που πράγματι καταβλήθηκαν ή έπρεπε να καταβληθούν.

(37) Στην περίπτωση που οι εξαγωγικές πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν σε συνδεδεμένο εισαγωγέα, η τιμή εξαγωγής κατασκευάστηκε δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, δηλαδή με βάση την τιμή με την οποία μεταπωλήθηκαν για πρώτη φορά τα εισαγόμενα προϊόντα σε ανεξάρτητο αγοραστή.

Σ' αυτές τις περιπτώσεις, έγιναν προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη το κόστος που προέκυψε μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης, και τα κέρδη, ώστε να καθοριστεί μία αξιόπιστη τιμή εξαγωγής στα σύνορα της Κοινότητας. Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες από συνεργαζόμενο μη συνδεδεμένο εισαγωγέα, αυτό το κέρδος καθορίστηκε σε περίπου 5 %. Αυτό θεωρήθηκε ως συντηρητική εκτίμηση για τον εν λόγω τομέα.

(38) Δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού, στις περιπτώσεις που κατασκευάστηκε η τιμή εξαγωγής, εξετάστηκε αν ο δασμός αντιντάμπινγκ που έπρεπε να εφαρμοστεί, αντανακλούσε δεόντως τις τιμές μεταπώλησης και τις τιμές πωλήσεων στην Κοινότητα, ώστε να αποφασιστεί αν το ποσό των δασμών που καταβλήθηκαν έπρεπε να αφαιρεθεί από την τιμή. Για το σκοπό αυτό, κλήθηκαν οι εταιρείες να υποβάλουν πλήρη αποδεικτικά στοιχεία.

(39) Δύο από τους ιάπωνες παραγωγούς-εξαγωγείς υπέβαλαν πλήρη αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ αντανακλούσε πλήρως τις τιμές μεταπώλησης που εφήρμοζαν, και τις τιμές πώλησης στην Κοινότητα. Συνεπώς, αποφασίστηκε να μην αφαιρεθεί το ποσό των δασμών που καταβάλλονται, από τις αντίστοιχες τιμές εξαγωγής, δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Οι υπόλοιπες εταιρείες δεν απέδειξαν ότι ο δασμός συμπεριλαμβανόταν στις τιμές μεταπώλησης και εν συνεχεία στις τιμές πώλησης, οπότε και η Επιτροπή αφαίρεσε το δασμό αντιντάμπινγκ από τις τιμές μεταπώλησης.

Σύγκριση

(40) Για να εξασφαλιστεί η ορθή σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, έγινε η δέουσα προσαρμογή για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τη δυνατότητα σύγκρισης των τιμών σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού.

Κατά συνέπεια, έγιναν προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές των εισαγωγικών επιβαρύνσεων, το κόστος μεταφοράς, ασφάλισης, υπηρεσιών χειρισμού, το κόστος συσκευασίας, πίστωσης, οι προμήθειες και οι εκπτώσεις, όπου αυτό ήταν αιτιολογημένο, και όταν το ενδιαφερόμενο μέρος μπορούσε να αποδείξει τις επιπτώσεις των διαφορών αυτών στις τιμές και στη δυνατότητα σύγκρισης των τιμών.

(41) Η αίτηση ενός παραγωγού-εξαγωγέα να γίνει προσαρμογή για το επίπεδο του εμπορίου, ώστε να ληφθεί υπόψη η, κατά τους ισχυρισμούς, διαφορά του κόστους δημοσιότητας, απορρίφθηκε επειδή δεν διαπιστώθηκε διαφορά μεταξύ του επιπέδου του εμπορίου των εγχωρίων και των εξαγωγικών πωλήσεων.

(42) Απορρίφθηκαν επίσης οι αιτήσεις δύο παραγωγών-εξαγωγέων για προσαρμογές ώστε να ληφθούν υπόψη οι μισθοί των πωλητών, εφόσον οι εταιρείες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν τις επιπτώσεις αυτών των διαφορών στη δυνατότητα σύγκρισης των τιμών.

Περιθώρια ντάμπινγκ

(43) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 του βασικού κανονισμού, η μέση σταθμισμένη κανονική αξία ανά τύπο συγκρίθηκε με την αντίστοιχη σταθμισμένη μέση τιμή εξαγωγής.

(44) Η σύγκριση όπως περιγράφεται ανωτέρω, δείχνει την ύπαρξη ντάμπινγκ όσον αφορά όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς που συνεργάστηκαν με την Επιτροπή. Τα περιθώρια του ντάμπινγκ, εκπεφρασμένα ως ποσοστό της τιμής εισαγωγής cif στα σύνορα της Κοινότητα, είναι τα ακόλουθα:

- Hitachi AIC Inc: 25,5 %,

- Rubycon Corporation: 5,4 %,

- Nichicon Corporation: 20,5 %,

- Nippon-Chemicon: 23,1 %.

(45) Για τις εταιρείες που δεν συνεργάστηκαν, καθορίστηκε υπόλοιπο περιθώριο ντάμπινγκ σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού, με βάση τα διαθέσιμα πραγματικά περιστατικά.

Λόγω του υψηλού επιπέδου συνεργασίας από τους ιάπωνες παραγωγούς-εξαγωγείς, αποφασίστηκε να καθοριστεί το υπόλοιπο περιθώριο του ντάμπινγκ στο επίπεδο του υψηλότερου περιθωρίου του ντάμπινγκ που καθορίστηκε για συνεργαζόμενη εταιρεία.

Εκπεφρασμένο ως ποσοστό της τιμής εισαγωγής cif στα σύνορα της Κοινότητας, το υπόλοιπο περιθώριο είναι 25,5 %.

2. Ταϊβάν

(46) Επειδή έχουν μεταβληθεί σημαντικά οι συνθήκες όσον αφορά το ντάμπινγκ, η Επιτροπή διεξήγαγε πλήρη έρευνα που οδήγησε στον υπολογισμό νέων περιθωρίων ντάμπινγκ.

Επίπεδο συνεργασίας

(47) Τρεις εταιρείες απάντησαν στο ερωτηματολόγιο που απεστάλη στους παραγωγούς-εξαγωγείς.

Όπως διαπιστώθηκε, μία από τις τρεις εταιρείες είχε εξάγει το εν λόγω προϊόν στην Κοινότητα. Επειδή αυτή η εταιρεία δεν είχε παράγει το προϊόν που πωλήθηκε στην Κοινότητα, δεν μπορούσε να γίνει ατομική εκτίμηση της κατάστασής της όσον αφορά το ντάμπινγκ.

Κανονική αξία

(48) Οι διαδικασίες και οι μέθοδοι που εφήρμοσε η Επιτροπή για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας των προϊόντων καταγωγής Ταϊβάν, ήταν οι ίδιες με εκείνες που είχαν χρησιμοποιηθεί για την Ιαπωνία και καθορίζονται ανωτέρω, εκτός από την περίπτωση που χρησιμοποιήθηκαν τα διαθέσιμα πραγματικά περιστατικά σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού.

(49) Για τους δύο παραγωγούς-εξαγωγείς στην Ταϊβάν, διαπιστώθηκε ότι οι πληροφορίες που περιείχε η απάντηση στο ερωτηματολόγιο όσον αφορά τις εγχώριες πωλήσεις, δεν ήταν αξιόπιστες, εφόσον δεν ανέφεραν σημαντικό αριθμό πωλήσεων ΗΠΑΜ που υπόκεινται στην έρευνα. Αποφασίστηκε επομένως και για τις δύο εταιρείες να στηριχθεί η κανονική αξία στα διαθέσιμα πραγματικά περιστατικά σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού. Για το σκοπό αυτό, αποφασίστηκε να ληφθεί υπόψη το ποσό του κέρδους που αποδίδεται στις εγχώριες πωλήσεις που δεν αναφέρθηκαν, εφαρμόζοντας τη μέθοδο που περιγράφεται ανωτέρω για την Ιαπωνία.

(50) Με βάση τη μέθοδο που αναφέρεται ανωτέρω, ήταν πιθανό για ορισμένο αριθμό τύπων ΗΠΑΜ που πωλήθηκαν προς εξαγωγή στην Κοινότητα, να καθορισθεί η κανονική αξία με βάση την εγχώρια τιμή συγκρίσιμων τύπων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού.

Για όλους τους άλλους τύπους ΗΠΑΜ που πωλήθηκαν προς εξαγωγή στην Κοινότητα, η κανονική αξία κατασκευάστηκε.

Τιμή εξαγωγής

(51) Οι διαδικασίες και οι μέθοδοι που εφαρμόστηκαν κατά τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής προϊόντων καταγωγής Ταϊβάν, ήταν οι ίδιες με εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν στη διαδικασία επανεξέτασης για την Ιαπωνία και που περιγράφονται ανωτέρω.

(52) Όλες οι πωλήσεις ΗΠΑΜ που πραγματοποιήθηκαν από τις εταιρείες της Ταϊβάν στην αγορά της Κοινότητας, έγιναν σε ανεξάρτητους εισαγωγείς στην Κοινότητα. Συνεπώς, η τιμή εισαγωγής καθορίστηκε με βάση τις τιμές που έχουν πράγματι πληρωθεί ή πρέπει να πληρωθούν.

Σύγκριση

(53) Για να εξασφαλιστεί η ορθή σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, έγινε η δέουσα προσαρμογή για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τη δυνατότητα σύγκρισης των τιμών σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού.

(54) Συνεπώς, έγιναν προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές των εξόδων μεταφοράς, των υπηρεσίες χειρισμού, τα παρεπόμενα έξοδα και τα έξοδα πίστωσης, όπου αυτό κρίθηκε δικαιολογημένο, δηλαδή όταν το ενδιαφερόμενο μέρος μπορούσε να αποδείξει τις επιπτώσεις που έχουν οι διαφορές αυτές στις τιμές και στη δυνατότητα σύγκρισης των τιμών.

Περιθώρια ντάμπινγκ

(55) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 του βασικού κανονισμού, η μέση σταθμισμένη κανονική αξία ανά τύπο συγκρίθηκε με την αντίστοιχη μέση σταθμισμένη τιμή εξαγωγής.

(56) Η σύγκριση, όπως περιγράφεται ανωτέρω, δείχνει την ύπαρξη ντάμπινγκ όσον αφορά όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς που συνεργάστηκαν με την Επιτροπή. Τα περιθώρια του ντάμπινγκ εκπεφρασμένα ως ποσοστό της τιμής εισαγωγής cif στα σύνορα της Κοινότητας είναι τα ακόλουθα:

- Teapo Electronic Corporation: 8,1 %,

- Kaimei Electronic Corp.: 13,8 %.

(57) Λόγω του υψηλού επιπέδου άρνησης συνεργασίας, το υπόλοιπο περιθώριο του ντάμπινγκ στηρίχθηκε στο προϊόν με το υψηλότερο ντάμπινγκ για την εταιρεία με το υψηλότερο περιθώριο του ντάμπινγκ, εκπεφρασμένο ως ποσοστό της τιμής εισαγωγής cif στα σύνορα της Κοινότητας. Θεωρήθηκε ότι αυτή ήταν η καταλληλότερη μέθοδος για να μην επιβραβευθεί η άρνηση συνεργασίας.

Εκπεφρασμένο ως ποσοστό της τιμής εισαγωγής cif στα σύνορα της Κοινότητας το υπόλοιπο περιθώριο είναι 39,7 %.

3. Δημοκρατία της Κορέας

(58) Καμία εταιρεία δεν απάντησε στο ερωτηματολόγιο που απεστάλη τους παραγωγούς-εξαγωγείς. Λόγω της άρνησης συνεργασίας, το περιθώριο του ντάμπινγκ καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού με βάση τα διαθέσιμα πραγματικά περιστατικά. Ως προς αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ήταν λίγες οι διαθέσιμες πληροφορίες. Σε ό,τι αφορά τις τιμές εξαγωγής από τη Δημοκρατία της Κορέας, υπήρχαν διαθέσιμες στατιστικές πληροφορίες μόνο για ευρύτερο φάσμα προϊόντος. Επιπλέον, επειδή αυτό το προϊόν πωλείται απλώς από τους εγχώριους παραγωγούς-εξαγωγείς απευθείας σε βιομηχανικούς χρήστες και όχι μέσω εμπόρων, δεν ήταν δυνατό να συγκεντρωθούν αξιόπιστες πληροφορίες για τις τιμές στην εγχώρια αγορά της Κορέας. Επομένως, αποφασίστηκε να ληφθεί το υψηλότερο περιθώριο του ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε για ένα μοντέλο που πωλήθηκε σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες σε μία από τις άλλες εν λόγω χώρες, δηλαδή την Ιαπωνία.

(59) Κατά συνέπεια, το υπόλοιπο περιθώριο του ντάμπινγκ για τη Δημοκρατία της Κορέας, εκπεφρασμένο ως ποσοστό της τιμής εισαγωγής cif στα σύνορα της Κοινότητας, καθορίστηκε σε 76,2 %.

Δ. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

1. Σύνθεση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(60) Οι δύο διαδικασίες επανεξέτασης καλύπτουν το ίδιο προϊόν και στηρίζονται σε στοιχεία τα οποία αφορούν ευρέως τις ίδιες χρονικές περιόδους. Επομένως, θεωρήθηκε σκόπιμο να εξετασθούν παράλληλα. Συνεπώς, οι ίδιοι παραγωγοί στην Κοινότητα αποτελούν την κοινοτική παραγωγή και τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και στις δύο επανεξετάσεις.

(61) Τέσσερις μεγάλοι παραγωγοί ΗΠΑΜ, δηλαδή οι εταιρείες BC Components, BHC Aerovox Ltd (Ηνωμένο Βασίλειο), Vishay Roederstein GmbH (Γερμανία) και Siemens-Matsushita Components GmbH & Co. KG (Γερμανία), καθώς και ορισμένοι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί, ήταν εγκατεστημένοι στην Κοινότητα.

Τρεις παραγωγοί υποστήριξαν την αίτηση για επανεξέταση όσον αφορά την Ιαπωνία: BC Components, BHC Aerovox Ltd και Vishay Roederstein GmbH. Ωστόσο, οι δύο τελευταίοι παραγωγοί δεν συνεργάστηκαν με την Επιτροπή και, επομένως, δεν θεωρήθηκαν μέρος του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(62) Όπως αναφέρεται ανωτέρω, η εταιρεία BC Components είναι μία νέα εταιρεία που ιδρύθηκε μετά το τέλος της περιόδου της έρευνας. Ανέλαβε κυρίως τις δραστηριότητες της εταιρείας Philips Components BV για την κατασκευή και τις πωλήσεις ΗΠΑΜ. Αυτή η ανάληψη δραστηριοτήτων έγινε για λόγους ικανοποιητικής λειτουργίας, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την κατασκευή και τις πωλήσεις ΗΠΑΜ στην Κοινότητα. Επιπλέον, η εταιρεία BC Components BV, υποστήριξε και τις δύο διαδικασίες επανεξέτασης.

(63) Η εταιρεία Siemens-Matsushita Components GmbH & Co. KG (εφεξής "SiemensMatsushita") και οι άλλοι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί δεν συμπεριλαμβάνονταν στους παραγωγούς που ζήτησαν την επανεξέταση για την Ιαπωνία. Επιπλέον, αυτές οι εταιρείες δεν εμφανίστηκαν μετά τη δημοσίευση των ανακοινώσεων για την έναρξη της επανεξέτασης. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, αυτοί οι παραγωγοί δεν μπορούσαν να θεωρηθούν μέρος του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(64) Ένας ιάπωνας παραγωγός-εξαγωγέας αμφισβήτησε το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ήρθε σε επαφή με τη Siemens-Matsushita καθώς και το ότι αυτή η εταιρεία αποκλείστηκε από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Αυτοί οι ισχυρισμοί δεν έγιναν αποδεκτοί επειδή, όπως αναφέρεται ανωτέρω, μετά τη δημοσίευση των προαναφερομένων ανακοινώσεων, η Siemens-Matsushita δεν εμφανίστηκε ως ενδιαφερόμενο μέρος και δεν θέλησε να συνεργαστεί. Επίσης, δεν αμφισβήτησε τον αποκλεισμό της από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

Επιπλέον, οι διαθέσιμες πληροφορίες έδειξαν ότι η εταιρεία Siemens-Matsushita είναι μία κοινή επιχείρηση που ανήκει εξίσου στη Siemens AG (Γερμανία) και στην Matsushita Electric Industrial Ltd Group (Ιαπωνία), που είναι ένας μη συνεργαζόμενος ιάπωνας παραγωγός-εξαγωγέας. Η Siemens AG κατέχει τον έλεγχο της εταιρικής διαχείρισης και διαθέτει την αποφασιστική ψήφο σε περίπτωση ισοψηφίας. Αναφέρθηκε ότι η Siemens-Matsushita δεν εισήγαγε ΗΠΑΜ καταγωγής εν λόγω χωρών και ότι πώλησε τη δική της παραγωγή ΗΠΑΜ στην αγορά της Κοινότητας με το δικό της εμπορικό σήμα. Ωστόσο, κατέχοντας το 50 % του μετοχικού κεφαλαίου, η Matsushita Electric Industrial Ltd Group είναι σαφώς σε θέση να ασκεί έλεγχο ή να περιορίζει τη Siemens-Matsushita. Οι διαθέσιμες πληροφορίες έδειξαν επίσης ότι η Siemens-Matsushita επωφελήθηκε από την τεχνολογία των δύο μετόχων της. Αυτές οι δύο εταιρείες είναι επομένως συνδεδεμένες κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού.

(65) Τα σημαντικά μετοχικά μερίδια της Matsushita Electric Industrial Ltd στη Siemens-Matsushita και η προαναφερθείσα κοινή τεχνογνωσία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Siemens-Matsushita βρίσκεται σε ουσιαστικά διαφορετική θέση σε σύγκριση με την εταιρεία BC Components. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείι α) του βασικού κανονισμού, θεωρήθηκε σκόπιμο να αποκλειστεί η Siemens-Matsushita από τον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(66) Πρέπει τέλος να υπογραμμιστεί ότι η Siemens-Matsushita είχε ήδη αποκλειστεί από τον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στις αρχικές έρευνες όσον αφορά τις εισαγωγές από την Ιαπωνία και τις εισαγωγές από την Δημοκρατία της Κορέας και την Ταϊβάν. Αυτή η προσέγγιση δεν αμφισβητήθηκε σε καμία από αυτές τις δύο έρευνες.

(67) Αριθμός ιαπώνων παραγωγών-εξαγωγέων ισχυρίστηκαν ότι η BC Components έπρεπε να αποκλειστεί από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής επειδή, μέχρι το τέλος της περιόδου της έρευνας, οι εταιρείες που ήταν συνδεδεμένες με αυτήν εκείνη την εποχή, ειδικότερα η Philips Consumer Electronics BV, εισήγαγαν σημαντικές ποσότητες ΗΠΑΜ από την Ιαπωνία.

(68) Η Επιτροπή εξέτασε αν το γεγονός ότι η Philips Consumer Electronics BV εισήγαγε ΗΠΑΜ από την Ιαπωνία, ήταν επαρκής λόγος για να αποκλειστεί από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής η εταιρεία BC Components, που εκείνη την εποχή ήταν ο μοναδικός κατασκευαστής ΗΠΑΜ στο εσωτερικό του ομίλου Philips.

Διαπιστώθηκε ότι σχεδόν όλες οι εισαγωγές που πραγματοποίησε η Philips Group δεν προορίζονταν για περαιτέρω μεταπώληση, αλλά ενσωματώνονταν από την Philips Consumer Electronics BV στη δική της παραγωγή ηλεκτρονικών προϊόντων. Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι η πλειοψηφία αυτών των εισαγωγών (πάνω από το 85 %) ήταν "ακτινωτά" προϊόντα που είτε δεν παράγονταν ακόμα από την BC Components είτεβρισκόταν ακόμα σε φάση έναρξης της παραγωγής. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Philips Consumer Electronics BV δεν είχε άλλη επιλογή από το να προμηθεύεται από παραγωγούς-εξαγωγείς στις εν λόγω χώρες.

Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι υπόλοιπες εισαγωγές που πραγματοποίησε η Philips Consumer Electronics BV ήταν προϊόντα άμεσα ανταγωνιστικά με την παραγωγή της εταιρείας BC Components και αντιπροσώπευαν ασήμαντο τμήμα των συνολικών εισαγωγών στην Κοινότητα. Αναφέρθηκε επίσης ότι η Philips Consumer Electronics BV, παρά τις ανωτέρω εισαγωγές, ήταν ο μεγαλύτερος παραδοσιακός πελάτης της BC Components, εφόσον αντιπροσώπευε το 40 % περίπου των συνολικών πωλήσεών της κατά την περίοδο της έρευνας. Η επιλογή της Philips Consumer Electronics BV να προμηθεύεται εν μέρει από παραγωγούς-εξαγωγείς της εν λόγω χώρας, ήταν δυνατή με τη διάρθρωση του ομίλου Philips σε διαφορετικά κέντρα κέρδους που ήταν όλα ανεξάρτητα και ελεύθερα να επιλέγουν τους προμηθευτές τους, ιδίως όταν ήταν αναγκαίο να συμπληρώνουν το φάσμα των προϊόντων τους που πρόσφεραν στο εσωτερικό του ομίλου Philips (όπως είναι στην περίπτωση των "ακτινωτών" ΗΠΑΜ).

(69) Για τους ανωτέρω λόγους, οι εισαγωγές που πραγματοποίησε η Philips Consumer Electronics BV θεωρήθηκαν κανονική εμπορική συμπεριφορά μέχρις ότου αποκατασταθούν οι θεμιτοί όροι ανταγωνισμού στην κοινοτική αγορά.

(70) Η BC Components αντιπροσώπευε ένα μεγάλο τμήμα (41 %) της συνολικής εκτιμώμενης παραγωγής της Κοινότητας.

(71) Με βάση το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, η εκτιμώμενη παραγωγή της Siemens-Matsushita δεν λήφθηκε υπόψη στον καθορισμό της συνολικής κοινοτικής παραγωγής, για λόγους εκτίμησης του αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ένας συνεργαζόμενος ιάπωνας παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι, αν είχε ληφθεί υπόψη η εκτιμώμενη παραγωγή της Siemens-Matsushita, η εταιρεία BC Components δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκώς αντιπροσωπευτική της συνολικής κοινοτικής παραγωγής.

Ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι ακόμα και αν η παραγωγή της Siemens-Matsushita, όπως είχε καθοριστεί με βάση τις πληροφορίες που υπέβαλαν τα συνεργαζόμενα μέρη, είχε συμπεριληφθεί στον καθορισμό της συνολικής κοινοτικής παραγωγής, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θα αντιπροσώπευε ακόμα ένα σημαντικό τμήμα αυτής της παραγωγής, δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

(72) Επομένως επιβεβαιώνεται ότι η BC Components αποτελούσε τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και στις δύο επανεξετάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

Ε. ΖΗΜΙΑ

1. Κατανάλωση στην Κοινότητα

(73) Η κατανάλωση υπολογίστηκε ως το σύνολο των επαληθευμένων πωλήσεων που πραγματοποίησε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, της εκτίμησης των πωλήσεων που πραγματοποίησαν οι άλλοι παραγωγοί που είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα και της εκτίμησης του όγκου των εισαγωγών στην Κοινότητα.

(74) Εξετάζοντας τον όγκο των εισαγωγών, λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι ο κωδικός ΣΟ στον οποίο υπάγονται οι ΗΠΑΜ, περιλαμβάνει άλλους τύπους πυκνωτών που δεν καλύπτονται από την παρούσα επανεξέταση. Επομένως, δεν μπορούσαν να συγκεντρωθούν ακριβή στοιχεία όσον αφορά τις συνολικές εισαγωγές ΗΠΑΜ, από τα στοιχεία της Eurostat. Συνεπώς, ο όγκος των εισαγωγών στην Κοινότητα στηρίχθηκε σε εκτίμηση που παρείχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Αυτή η εκτίμηση προσαρμόστηκε, για τις εν λόγω χώρες, ώστε να ληφθούν υπόψη οι επαληθευμένες πληροφορίες που υπέβαλαν οι εν λόγω συνεργαζόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς. Αυτή η προσέγγιση ήταν σύμφωνη με την προσέγγιση που είχε χρησιμοποιηθεί στις αρχικές έρευνες.

(75) Βάσει των ανωτέρω, η κατανάλωση αυξήθηκε μεταξύ του 1993 και του 1995, από 78,8 εκατομμύρια μονάδες σε 91 εκατομμύρια μονάδες, μετά μειώθηκε ελαφρά σε 87,9 εκατομμύρια μονάδες στην περίοδο της έρευνας, αλλά αυξήθηκε και πάλι σε 90,8 εκατομμύρια μονάδες το 1997. Γενικά, η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 12 % την υπό εξέταση περίοδο.

2. Εισαγωγές στην αγορά της Κοινότητας από τις εν λόγω χώρες

Σώρευση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ

(76) Λόγω της αναπροσαρμογής του ορισμού του προϊόντος κατά την επανεξέταση για την Ιαπωνία, θεωρήθηκε σκόπιμο να γίνει μια πλήρης ανάλυση της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας όσον αφορά τις εισαγωγές καταγωγής αυτής της χώρας. Επιπλέον, εφόσον η επανεξέταση για την Κορέα και την Ταϊβάν γίνεται ταυτόχρονα με την επανεξέταση για την Ιαπωνία, εξετάστηκε κατά πόσον οι επιπτώσεις των εισαγωγών καταγωγής και των τριών χωρών, μπορούσαν να αξιολογηθούν σωρευτικά.

(77) Όπως αναφέρεται ανωτέρω, τα περιθώρια του ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν όσον αφορά αυτές τις τρεις χώρες, ήταν πάνω από το ελάχιστο επίπεδο και ο όγκος των εισαγωγών καταγωγής αυτών των χωρών ήταν σημαντικός κατά την περίοδο της έρευνας.

(78) Όσον αφορά τις συνθήκες του ανταγωνισμού, αναφέρθηκε ότι τα εισαγόμενα προϊόντα και από όλες τις εν λόγω χώρες και τα προϊόντα που παράγονται στην Κοινότητα, ήταν ομοειδή ως προς τα βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και τις χρήσεις τους και ότι είχαν πωληθεί μέσω συγκρίσιμων κυκλωμάτων πωλήσεων. Τα εισαγόμενα προϊόντα και τα προϊόντα που παράγονται στην Κοινότητα ήταν επομένως ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι μέσες τιμές αυτών των εισαγομένων προϊόντων, ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και επομένως ασκούσαν στα προϊόντα που παράγονταν στην Κοινότητα, παρόμοια πίεση ανταγωνισμού. Επιπλέον, οι μέσες τιμές των εισαγωγών που υπόκεινται στα μέτρα αντιντάμπινγκ, καταγωγής αυτών των χωρών, παρουσίασαν επίσης παρόμοια τάση αύξησης κατά την υπό εξέταση περίοδο, όπως και οι μέσες τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(79) Συνάγεται επομένως το συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από αυτές τις εν λόγω χώρες, πρέπει να εξεταστούν σωρευτικά.

Όγκος και μερίδιο αγοράς των συνολικών εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ

(80) Ο όγκος όλων των εισαγωγών ΗΠΑΜ που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, στην Κοινότητα, καταγωγής Ιαπωνίας, Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν, αυξήθηκε κατά 11 % την υπό εξέταση περίοδο, δηλαδή από 33,3 εκατομμύρια μονάδες το 1993 σε 37,1 εκατομμύρια μονάδες την περίοδο της έρευνας. Στο τέλος του 1997, οι συνολικές εισαγωγές έφθασαν στο υψηλότερο σημείο τους, σε 38,9 εκατομμύρια μονάδες. Το συνολικό μερίδιο αγοράς αυτών των εισαγωγών μειώθηκε από 42,5 % το 1993 σε 36,6 % το 1995 και εν συνεχεία αυξήθηκε και πάλι σε 42,2 % κατά την περίοδο της έρευνας. Στα τέλη του 1997, αυτό το μερίδιο αγοράς ήταν 42,8 %. Γενικά, το μερίδιο αγοράς των συνολικών εισαγωγών παρέμεινε σταθερό.

Τιμές των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ

(81) Η έρευνα έδειξε ότι οι μέσες τιμές πωλήσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις εν λόγω χώρες, ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(82) Για λόγους καθορισμού των περιθωρίων κατά τα οποία οι τιμές ήταν χαμηλότερες από τις κοινοτικές, έγινε σύγκριση, για κάθε τύπο χωριστά, μεταξύ των τιμών που επιβάλλουν οι εν λόγω παραγωγοί-εξαγωγείς σε μη συνδεδεμένους εισαγωγείς τους στην Κοινότητα, ή, όπου είναι εφικτό, των τιμών που εφαρμόζουν οι συνδεδεμένοι εισαγωγείς των παραγωγών-εξαγωγέων στους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα, αφενός, και των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε ανεξάρτητους αγοραστές, αφετέρου. Λόγω της άρνησης συνεργασίας από τα ενδιαφερόμενα μέρη της Δημοκρατίας της Κορέας, τα επίπεδα των χαμηλότερων τιμών καθορίστηκαν με την εφαρμογή της ιδίας μεθόδου με εκείνη που εφαρμόστηκε για τον καθορισμό των περιθωρίων του ντάμπινγκ όσον αφορά αυτή τη χώρα, δηλαδή το υψηλότερο επίπεδο χαμηλότερων τιμών από τις κοινοτικές που διαπιστώθηκε για τους συνεργαζόμενους ιάπωνες παραγωγούς-εξαγωγείς. Επειδή δεν υπήρχαν αξιόπιστες πληροφορίες από την Eurostat (βλέπε κατωτέρω), αυτό θεωρήθηκε ως η πιο αξιόπιστη πληροφορία.

(83) Οι εισαγόμενοι ΗΠΑΜ και τα προϊόντα που παράγονται στην Κοινότητα συγκρίθηκαν για κάθε τύπο χωριστά. Οι τύποι προσδιορίστηκαν με βάση τα ακόλουθα κριτήρια τα οποία βασικά επηρέασαν τις τιμές πωλήσεων και την αγοραστική απόφαση των πελατών ισχύς, τάση ρεύματος, θερμοκρασία λειτουργίας, τύπος τερματικού και μέγεθος. Όταν, με βάση αυτά τα κριτήρια, δεν διαπιστώθηκαν παρόμοιοι τύποι εξαγομένων προϊόντων και προϊόντων που παράγονται στην Κοινότητα, χρησιμοποιήθηκαν τύποι που μοιάζουν μεταξύ τους. Με αυτόν τον τρόπο, καλύφθηκε το 40 % με 70 % των εξαγωγών των παραγωγών-εξαγωγέων.

(84) Η σύγκριση των τιμών έγινε με μια επιλογή συναλλαγών που αντιστοιχούσαν σε περίπου 95 % όλων των συναλλαγών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Οι τιμές πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής προσαρμόστηκαν, όταν ήταν αναγκαίο, σε επίπεδο εκ του εργοστασίου. Για τη σύγκριση των τιμών πωλήσεων των εξαγωγικών συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν απευθείας σε μη συνδεδεμένους πελάτες, έγιναν επίσης προσαρμογές των τιμών πωλήσεων των παραγωγών-εξαγωγέων (cif στα σύνορα της Κοινότητας) για να ληφθεί υπόψη ο τελωνειακός δασμός που καταβλήθηκε (συμπεριλαμβανομένων των δασμών αντιντάμπινγκ ενδεχομένως) και έγινε προσαρμογή όσον αφορά το κόστος μετά την εισαγωγή και το κέρδος. Όλες οι τιμές συγκρίθηκαν, κατά μέσο όρο, αφού αφαιρέθηκαν όλες οι εκπτώσεις και οι μειώσεις των τιμών, σε συγκρίσιμο επίπεδο εμπορίου.

(85) Ως αποτέλεσμα αυτής της σύγκρισης, διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα σημαντικά μέσα σταθμισμένα περιθώρια τιμών χαμηλότερων από τις κοινοτικές, εκπεφρασμένα ως ποσοστό των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής:

- Ιαπωνία: μεταξύ 0 % και 68,6 %, κατά μέσο όρο 32,2 %,

- Ταϊβάν: μεταξύ 0 % και 60,0 %, κατά μέσο όρο 30,6 %,

- Δημοκρατία της Κορέας: 68,6 %.

3. Κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

Όγκος πωλήσεων και μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(86) Ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας αυξήθηκε μεταξύ του 1993 και του 1995 από δείκτη 100 σε δείκτη 121, και εν συνεχεία μειώθηκε σε δείκτη 95 κατά την περίοδο της έρευνας, δηλαδή παρατηρείται γενική μείωση 5 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Στα τέλη του 1997, αυτές οι πωλήσεις αυξήθηκαν σε δείκτη 97, δείχνοντας μείωση 3 % σε σύγκριση με το 1993.

(87) Το μερίδιο αγοράς που κατείχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, μειώθηκε από δείκτη 100 το 1993 σε δείκτη 85 την περίοδο της έρευνας, δηλαδή μείωση 15 %. Αυτό το μερίδιο αγοράς παρέμεινε στάσιμο σε δείκτη 84 στα τέλη του 1997.

Παραγωγή, παραγωγικό δυναμικό και χρησιμοποίηση του δυναμικού

(88) Η παραγωγή του κοινοτικού κλάδου αυξήθηκε μεταξύ του 1993 και 1995 από έναν δείκτη 100 σε δείκτη 123, εν συνεχεία μειώθηκε σε δείκτη 98 την περίοδο της έρευνας, και αυξήθηκε σε δείκτη 100 στα τέλη του 1997. Παρόλο που η παραγωγή μειώθηκε μόνον ελαφρά κατά την υπό εξέταση περίοδο, μειώθηκε κατά περίπου 20 % προς το τέλος της περιόδου, δηλαδή μεταξύ του 1995 και της περιόδου της έρευνας.

(89) Το παραγωγικό δυναμικό αυξήθηκε κατά 25 % μεταξύ του 1993 και του 1995, παρέμεινε σταθερό καθ' όλη τη διάρκεια του 1996 αλλά εν συeέχεία αυξήθηκε κατά περαιτέρω 16 % την περίοδο της έρευνας και παρέμεινε στάσιμο στα τέλη του 1997. Η αύξηση του παραγωγικού δυναμικού μεταξύ του 1993 και 1995 ήταν σύμφωνη με την εξέλιξη της κατανάλωσης στην αγορά της Κοινότητας κατά τη χρονική περίοδο. Η αύξηση του παραγωγικού δυναμικού την περίοδο της έρευνας οφειλόταν εν μέρει στην ανάπτυξη ενός νέου φάσματος λεγόμενων "ακτινωτών" ΗΠΑΜ.

(90) Με βάση τις εξελίξεις της παραγωγής και του παραγωγικού δυναμικού, η χρησιμοποίηση του δυναμικού αυξήθηκε μεταξύ του 1993 και του 1994, από έναν δείκτη 100 σε δείκτη 109, αλλά μειώθηκε εν συνeχεία σε δείκτη 70 την περίοδο της έρευνας και σε δείκτη 71 στα τέλη του 1997.

Αποθέματα

(91) Η εξέλιξη των αποθεμάτων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν είχε σταθερή τάση. Αυτά τα αποθέματα αυξήθηκαν μεταξύ του 1993 και του 1995 από δείκτη 100 σε δείκτη 168, εν συνεχεία μειώθηκαν το 1996 σε δείκτη 93 και αυξήθηκαν και πάλι την περίοδο της έρευνας, σε δείκτη 252. Ο αριθμός ημερών πωλήσεων που αντιπροσώπευαν τα αποθέματα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, σχεδόν τριπλασιάστηκε κατά την υπό εξέταση περίοδο, από 13 ημέρες το 1993 σε 37 ημέρες την περίοδο της έρευνας. Ωστόσο, τα αποθέματα μειώθηκαν και πάλι στα τέλη του 1997 σε δείκτη 113.

Εξέλιξη των τιμών πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(92) Οι μέσες τιμές πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε μη συνδεδεμένα μέρη αυξήθηκαν μεταξύ του 1993 και της περιόδου της έρευνας κατά 16 %. Ωστόσο, αυτές οι τιμές μειώθηκαν μεταξύ του 1995 και της περιόδου της έρευνας κατά περίπου 8 %. Κατά την ίδια περίοδο, οι μέσες τιμές των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, καταγωγής Ταϊβάν και Δημοκρατίας της Κορέας, αυξήθηκαν επίσης αντιστοίχως 28 % και 23 %. Οι μέσες τιμές των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, καταγωγής Ιαπωνίας, παρέμειναν γενικά σταθερές μεταξύ του 1993 και της περιόδου της έρευνας. Ωστόσο, ενώ οι τιμές των προϊόντων που υπόκεινται σε μέτρα αντιντάμπινγκ αυξήθηκαν σημαντικά, οι τιμές των προϊόντων που δεν υπόκεινται σε αυτά τα μέτρα μειώθηκαν απότομα κατά περίπου 40 %.

(93) Η ανωτέρω εξέλιξη των μέσων τιμών πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, εξετάστηκε με βάση τη σημαντική αύξηση της κατανάλωσης κατά την υπό εξέταση περίοδο, τις αλλαγές της σύνθεσης του προϊόντος μεταξύ των ετών, τη μεγάλη ποικιλία διαφόρων τύπων ΗΠΑΜ και την αντίστοιχη ποικιλία των τιμών πωλήσεων, την εισαγωγή νέων προϊόντων στην αγορά της Κοινότητας, που τείνουν να έχουν υψηλότερες τιμές πωλήσεων από ό,τι τα παλαιότερα μοντέλα, καθώς και τις επιπτώσεις των προηγούμενων μέτρων αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί στην Ιαπωνία (1992) και στην Ταϊβάν και τη Νότια Κορέα (1994).

Αποδοτικότητα

(94) Τα οικονομικά αποτελέσματα του κοινοτικού λάδου παραγωγής, εκπεφρασμένα ως ποσοστό των καθαρών πωλήσεων, έδειξαν ζημία περίπου - 6 % το 1993. Αυτά τα αποτελέσματα βελτιώθηκαν εν συνεχεία και το 1995 ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σημείωσε κέρδη περίπου 6 %. Ωστόσο, μετά το 1995 η κατάσταση επιδεινώθηκε σοβαρά και διαπιστώθηκε ότι την περίοδο της έρευνας και στα τέλη του 1997, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής βρισκόταν σχεδόν στο νεκρό σημείο του κύκλου εργασιών.

(95) Πρέπει να αναφερθεί ότι η αύξηση της αποδοτικότητας μεταξύ του 1993 και του 1995 συνέπεσε με τη χρονική περίοδο που ακολούθησε αμέσως την επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ στην Ιαπωνία και στη Δημοκρατία της Κορέας και στην Ταϊβάν. Συνέπεσε επίσης με περίοδο μεγαλύτερης κατανάλωσης. Όλα αυτά είχαν θετικές επιπτώσεις στις πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, τόσο σε όγκο όσο και σε αξία, και στα επίπεδα της παραγωγής του. Αφετέρου, η μείωση της αποδοτικότητας μετά το 1995 έπρεπε να εξεταστεί με βάση τη μείωση των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και τη σχετική μείωση των μέσων τιμών πωλήσεων. Η μείωση των πωλήσεων κατέληξε σε σημαντική πτώση της παραγωγής και σε πτώση της χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού, πράγμα που είχε ως συνέπεια την αύξηση του ανά μονάδα κόστους λόγω του αυξημένου μεριδίου του σταθερού κόστους στο κόστος παραγωγής μονάδας.

Επενδύσεις, απασχόληση και παραγωγικότητα

(96) Οι ετήσιες επενδύσεις που πραγματοποίησε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αυξήθηκαν μεταξύ του 1993 και του 1996 από δείκτη 100 σε δείκτη 576. Οι επενδύσεις σταμάτησαν την περίοδο της έρευνας. Πρέπει να αναφερθεί ότι οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του 1993 και του 1995, επέτρεψα τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να αυξήσει το παραγωγικό δυναμικό του για νέους τύπους ΗΠΑΜ και να βελτιώσει τη συνολική αποδοτικότητά του.

(97) Η απασχόληση μειώθηκε κατά την υπό εξέταση περίοδο κατά 22 % ως συνέπεια της υψηλότερης αποτελεσματικότητας και της γενικής αναδιάρθρωσης που έγινε αναγκαία λόγω της επιδείνωσης των οικονομικών αποτελεσμάτων μετά το 1995. Μετά το τέλος του 1997, τα επίπεδα της απασχόλησης βρισκόταν περίπου στα ίδια σημεία με εκείνα του τέλους της περιόδου της έρευνας.

(98) Η παραγωγικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, υπολογιζόμενη σε παραγωγή ανά απασχολούμενο άτομο, αυξήθηκε μεταξύ του 1993 και του 1995 από δείκτη 100 σε δείκτη 128, λόγω ουσιαστικά της μείωσης της απασχόλησης και της αύξησης των επιπέδων παραγωγής. Η παραγωγικότητα μειώθηκε μετά το 1995 λόγω της ισχυρής μείωσης της παραγωγής, αλλά αυξήθηκε και πάλι την περίοδο της έρευνας ενόψει της συνεχούς μείωσης της απασχόλησης. Γενικά η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 26 % κατά την υπό εξέταση περίοδο.

Συμπέρασμα

(99) Μεταξύ του 1993 και του τέλους της περιόδου της έρευνας, σε μία εποχή αυξημένης ζήτησης στην αγορά της Κοινότητας (+ 12 %), ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σημείωσε πτώση του όγκου των πωλήσεων (- 5 %), του μεριδίου αγοράς (- 15 %), της παραγωγής (- 2 %), της χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού (- 30 %) και της απασχόλησης (- 22 %).

Επιπλέον, στα τέλη της περιόδου της έρευνας, η οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, παρά τη σύντομη βελτίωση που σημειώθηκε μεταξύ του 1993 και του 1995, δεν ήταν ακόμη ικανοποιητική, και ήταν εντελώς ανεπαρκής για να διατηρήσει τις επενδύσεις και την έρευνα και ανάπτυξη (την περίοδο της έρευνας διαπιστώθηκε νεκρό σημείο του κύκλου εργασιών).

(100) Οι αρνητικές εξελίξεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, εμφανίστηκαν καταρχήν μεταξύ του 1995 και της περιόδου της έρευνας όταν, εκτός από μία σημαντική απώλεια του όγκου των πωλήσεων, του μεριδίου αγοράς και της παραγωγικότητας, η αποδοτικότητα μειώθηκε από κέρδος περίπου 6 % επί του κύκλου εργασιών το 1995 σε νεκρό σημείο του κύκλου εργασιών κατά την περίοδο της έρευνας.

(101) Η ανάλυση της ζημίας μέχρι το τέλος του 1997, που διενεργήθηκε για να ληφθεί υπόψη η τελική ημερομηνία της περιόδου της έρευνας που αφορά την επανεξέταση για το ντάμπινγκ σχετικά με την Κορέα και την Ταϊβάν, επιβεβαίωσε τα ανωτέρω συμπεράσματα.

(102) Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, η Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σοβαρή ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

ΣΤ. ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

1. Επιπτώσεις των συνολικών εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, καταγωγής Ιαπωνίας, Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν

(103) Η μείωση του όγκου των πωλήσεων και του μεριδίου της αγοράς που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής κατά την υπό εξέταση περίοδο, συνέπεσε με σημαντική αύξηση των συνολικών εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Έτσι, ενώ μειώθηκαν οι πωλήσεις και το μερίδιο της αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά 5 % και 15 % αντιστοίχως, οι συνολικές εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, αυξήθηκαν κατά 11 % και διατήρησαν το μερίδιο που κατείχαν στην αγορά.

(104) Αυτή η εξέλιξη είναι ακόμα εντονότερη όταν εξετάζεται η περίοδος κατά την οποία ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη τη μεγαλύτερη ζημία, δηλαδή μεταξύ του 1995 και της περιόδου της έρευνας. Κατά την περίοδο αυτή, οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκαν κατά 22 %, ενώ ο όγκος των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αυξήθηκαν κατά 11 %. Το μερίδιο της αγοράς που κατείχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, μειώθηκε κατά 19 % ενώ το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών αυξήθηκε από 36 % σε 42,2 %, δηλαδή κατά 15 %. Σε ένα πλαίσιο μείωσης της κατανάλωσης, οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, όχι μόνο μειώθηκαν όπως θα αναμενόταν, αλλά αντίθετα αυξήθηκαν, αντλώντας όγκο πωλήσεων και μερίδιο αγοράς από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

Επιπλέον, διαπιστώθηκαν σημαντικά περιθώρια ντάμπινγκ και τιμών χαμηλότερων από τις κοινοτικές όσον αφορά όλες τις υπό εξέταση χώρες. Λόγω της ευαισθησίας της αγοράς ως προς τις τιμές και της σχετικής διαφάνειάς της, αυτές οι χαμηλότερες τιμές προκάλεσαν την πτώση των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Αυτή η πτώση, σε συνδυασμό με τη μείωση των τιμών πωλήσεων, προκάλεσαν πτώση της αποδοτικότητας. Τέλος, ως συνέπεια των κακών οικονομικών αποτελεσμάτων, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αναγκάστηκε να αναστείλει τα επενδυτικά σχέδια κατά την υπό εξέταση περίοδο.

(105) Η εξέλιξη των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, εμπόδισε επίσης τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να ανακάμψει πλήρως από την προηγούμενη ζημία που είχε υποστεί πριν από την επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές καταγωγής Ιαπωνίας, Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν.

2. Άλλοι παράγοντες

(106) Η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον η σοβαρή ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, έπρεπε να αποδοθεί σε παράγοντες άλλους εκτός από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, καταγωγής των υπό εξέταση χωρών.

Άλλες εισαγωγές

(107) Το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τρίτες χώρες που δεν αφορούν αυτές οι διαδικασίες επανεξέτασης, αυξήθηκαν κατά 5 % την υπό εξέταση περίοδο. Ειδικότερα, οι εισαγωγές καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και Ταϊλάνδης αυξήθηκαν σημαντικά την υπό εξέταση περίοδο. Επιπλέον, οι τιμές αυτών των εισαγωγών ήταν κατά μέσου όρο χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το γεγονός ότι οι εισαγωγές καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και Ταϊλάνδης συνέβαλαν στη ζημία που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(108) Ένας από τους ιάπωνες παραγωγούς-εξαγωγείς ισχυρίστηκε ότι οι εισαγωγές καταγωγής Βραζιλίας ήταν η κυριότερη πηγή της ζημίας που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Για να υποστηρίξει αυτόν τον ισχυρισμό, υπέβαλε στατιστικά στοιχεία με βάση τον κωδικό ΣΟ 8532 22 00, που έδειξαν ισχυρή αύξηση των εισαγωγών από τη Βραζιλία στην Κοινότητα την υπό εξέταση περίοδο.

(109) Ωστόσο, όπως αναφέρεται ανωτέρω, ο κωδικός ΣΟ συμπεριλαμβάνει όχι μόνον ΗΠΑΜ αλλά και πολλούς άλλους τύπους πυκνωτών. Δεν υποβλήθηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με το ότι τα στατιστικά στοιχεία αφορούσαν μόνον τους ΗΠΑΜ, ούτε υποβλήθηκαν στοιχεία ότι αυτές οι εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν σε ζημιογόνες τιμές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Τέλος, οι διαθέσιμες πληροφορίες όσον αφορά τις συνολικές εισαγωγές ΗΠΑΜ στην Κοινότητα δείχνουν ότι οι εισαγωγές από τη Βραζιλία ενδεχομένως ήταν χαμηλότερες από τα ελάχιστα επίπεδα. Επομένως ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

Εξέλιξη της κοινοτικής κατανάλωσης

(110) Ένας από τους ιάπωνες παραγωγούς-εξαγωγείς ισχυρίστηκε ότι η ζημία που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, οφειλόταν σε γενική πτώση του οικονομικού κόκλου της αγοράς ΗΠΑΜ μετά το 1995.

(111) Την υπό εξέταση περίοδο, η κατανάλωση στην Κοινότητα αυξήθηκε κατά 12 %. Παρά την αύξηση αυτή, οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκαν κατά 5 % και αυτή η βιομηχανία έχασε μερίδιο αγοράς (- 15 %). Μεταξύ του 1995 και της περιόδου της έρευνας, η κατανάλωση στην Κοινότητα μειώθηκε κατά 4 %, ενώ οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκαν κατά μεγαλύτερη αναλογία (- 25 %). Την ίδια εποχή, οι συνολικές εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, αυξήθηκαν κατά 11 %, παρά την πτώση της κατανάλωσης και, κατά συνέπεια, αυτές οι εισαγωγές κέρδισαν μερίδιο αγοράς (+ 15 %). Επομένως, η ζημία που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, δεν μπορούσε να αποδοθεί αποκλειστικά και μόνον στη μείωση της κατανάλωσης μεταξύ του 1995 και της περιόδου της έρευνας.

Απόδοση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(112) Ένας ιάπωνας παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι η ζημία που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, δεν οφειλόταν στις εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, αλλά ήταν αποτέλεσμα της σχετικής ανεπάρκειας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ειδικότερα, προβλήθηκαν τα εξής επιχειρήματα:

(113) Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι οι παραγωγοί-εξαγωγείς ήταν πιο αποτελεσματικοί ως προς το κόστος και πιο παραγωγικοί από ό,τι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής και ότι αυτό το πλεονέκτημα όσον αφορά το κόστος της παραγωγής επέτρεπε αυτούς τους παραγωγούς-εξαγωγείς να πωλούν ΗΠΑΜ σε χαμηλότερες τιμές.

Ωστόσο, χωρίς να εξετάζεται αν οι εν λόγω παραγωγοί-εξαγωγείς διέθεταν πράγματι κάποιο πλεονέκτημα ως προς το κόστος, πρέπει να τονιστούν τα ακόλουθα. Οι αυξημένες εισαγωγές που πραγματοποίησαν οι χώρες που αφορά η παρούσα επανεξέταση, σε τιμές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, ακόμα και με την εφαρμογή των μέτρων αντιντάμπινγκ, εμπόδισαν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να χρησιμοποιήσει πλήρως το παραγωγικό δυναμικό του και επομένως υπέστη σοβαρή ζημία. Υπό αυτές τις συνθήκες, θεωρείται ότι, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε πλεονέκτημα κόστους, ακόμα και αν γίνουν δεκτά αυτά τα πλεονεκτήματα, θεωρείται ότι το ντάμπινγκ που έχουν ασκήσει αυτοί οι εξαγωγείς προκάλεσε ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(114) Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ήταν λιγότερο προηγμένος σε καινοτομία και μικρογράφηση του προϊόντος από ό,τι οι παραγωγοί-εξαγωγείς στις εν λόγω χώρες και ότι, κατά συνέπεια, το φάσμα προϊόντων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ήταν λιγότερο ελκυστικό για τους πελάτες.

Η Επιτροπή συνέκρινε τα φάσματα του προϊόντος που πρότειναν τα συνεργαζόμενα μέρη. Αυτή η σύγκριση έδειξε ότι, κατά την περίοδο της έρευνας, το φάσμα προϊόντος του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ήταν ευρέως συγκρίσιμο σε έκταση και σε χαρακτηριστικά με εκείνο των παραγωγών-εξαγωγέων. Αυτό το φάσμα συμπεριλάμβανε όλους τους μικρογραφημένους τύπους. Οι συγκρίσεις για κάθε τύπο χωριστά που πραγματοποιήθηκαν για να υπολογιστούν τα περιθώρια των χαμηλότερων τιμών από τις κοινοτικές, έδειξαν σαφώς μεγάλο βαθμό αλληλοεπικάλυψης μεταξύ του κοινοτικού προϊόντος και των εισαγομένων προϊόντων. Τέλος, διαπιστώθηκε επίσης ότι, όπως είναι η συνήθης πρακτική αυτού του βιομηχανικού κλάδου, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ήταν σε θέση να παράγει "ειδικούς τύπους" ή "τύπους κατά παραγγελία", σύμφωνα με τις ειδικές ανάγκες συγκεκριμένων πελατών. Επομένως, η έρευνα δεν προσδιόρισε σημαντικές διαφορές φάσματος του προϊόντος μεταξύ του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και των εν λόγω παραγωγών-εξαγωγέων, τέτοιες που να δικαιολογούν οποιαδήποτε διαφορά στις προτιμήσεις των τελικών πελατών.

(115) Τέλος, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής πωλούσε υπερεξειδικευμένους ΗΠΑΜ όσον αφορά τη διάρκεια ζωής. Αυτή η υπερεξειδίκευση κατέληγε σε σημαντικά υψηλότερες τιμές πωλήσεων από τις τιμές των εν λόγω παραγωγών-εξαγωγέων.

Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατασκεύαζε ΗΠΑΜ ανάλογα με τις προδιαγραφές που ζητούσαν οι πελάτες του. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι οι προδιαγραφές καταλόγου του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν στηρίζονταν πάντοτε στα ίδια κριτήρια με εκείνα των παραγωγών-εξαγωγέων, εφόσον υπήρχαν διαφορετικοί τρόποι διατύπωσης όσον αφορά τη διάρκεια ζωής των ΗΠΑΜ (παραδείγματος χάρη "συνολικός χρόνος ζωής υπό φορτίο", "δοκιμή διάρκειας ζωής", "αντοχή" κ.λπ.), ανάλογα με τα κριτήρια μέτρησης που χρησιμοποιήθηκαν. Ως προς αυτό, δεν υποβλήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία για το ότι η μεγάλη εξειδίκευση των προϊόντων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν μπορούσε να απορρέει μόνον από διαφορετικά κριτήρια που είχαν χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση της διάρκειας ζωής. Επομένως, το επιχείρημα δεν μπορεί να θεωρηθεί αιτιολογημένο και δεν γίνονται αποδεκτοί οι ισχυρισμοί αυτών των εξαγωγέων.

Ζημία που έχει προκληθεί από την αύξηση του παραγωγικού δυναμικού και των επενδύσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(116) Αναφέρθηκε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αύξησε το παραγωγικό δυναμικό του και τις επενδύσεις του μετά το 1995 όταν η αγορά είχε εισέλθει σε περίοδο ύφεσης. Ωστόσο, καθορίστηκε επίσης ότι οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά το 1995, και η συνεπακόλουθη αύξηση του παραγωγικού δυναμικού, συνδέονταν ουσιαστικά με την ανάπτυξη νέων υπερσύγχρονων "ακτινωτών" πυκνωτών. Αυτές οι επενδύσεις δεν αντιπροσώπευαν πάνω από το 1 % του κύκλου εργασιών. Οι οικονομικές επιπτώσεις τους (δηλαδή συμπληρωματική απόσβεση και πρόσθετοι τόκοι) ήταν σχεδόν ασήμαντες σε σύγκριση με το υπόλοιπο κόστος. Επιπλέον, καταγράφηκε μικρό κέρδος επί των πωλήσεων αυτών των νέων "ακτινωτών" προϊόντων, το οποίο ωστόσο δεν ήταν επαρκές για να αντισταθμίσει τις ζημίες που προέκυψαν για τους άλλους ΗΠΑΜ. Επίσης, οι πωλήσεις αυτών των νέων "ακτινωτών" προϊόντων μεταξύ του 1996 και της περιόδου της έρευνας απέτρεψαν ακόμη μεγαλύτερη μείωση των συνολικών πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

Επομένως, οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά το 1995 και η συνεπακόλουθη αύξηση του παραγωγικού δυναμικού δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για την ισχυρή μείωση της αποδοτικότητας που σημειώθηκε μετά την ημερομηνία αυτή, ειδικότερα όταν εξετάζεται παράλληλα η μείωση των τιμών πωλήσεων (- 8 %) που οφειλόταν στην ισχυρή καθοδική τάση που ασκήθηκε από αυτές τις εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

3. Συμπέρασμα

(117) Παρόλο που δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ότι οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες, ειδικότερα τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και την Ταϊλάνδη, και μια μικρή μείωση της κοινοτικής κατανάλωσης μπορούσαν να έχουν ορισμένες επιπτώσεις, οι συνολικές εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, καταγωγής Ιαπωνίας, Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν, εξεταζόμενες χωριστά, προκάλεσαν σοβαρή ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(118) Αυτό το συμπέρασμα συνάγεται ειδικότερα λόγω της μείωσης των πωλήσεων και της απώλειας του μεριδίου αγοράς που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, σε μία περίοδο αυξημένης ζήτησης στην αγορά της Κοινότητας, η οποία συνέπεσε με την αύξηση του όγκου των προαναφερόμενων εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, σε τιμές οι οποίες ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ο αθέμιτος ανταγωνισμός από τους ΗΠΑΜ καταγωγής των ανωτέρω χωρών, προκάλεσε επίσης τη μείωση της παραγωγής του κοινοτικού κλάδου και μεταξύ του 1995 και της περιόδου της έρευνας μία μικρή πτώση των τιμών. Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων κατέληξε σε σημαντική πτώση της αποδοτικότητας κατά την περίοδο αυτή.

Ζ. ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

(119) Εξετάστηκαν επίσης οι πιθανές επιπτώσεις της κατάργησης των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται σήμερα στην Ιαπωνία, τη Δημοκρατία της Κορέας και την Ταϊβάν. Δυνάμει των άρθρων 11 παράγραφος 2 και 3 του βασικού κανονισμού, δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στα ακόλουθα στοιχεία: αποτελεσματικότητα των υπαρχόντων μέτρων και ενδεχόμενο συνέχισης ή εκ νέου εμφάνισης του ντάμπινγκ και της ζημίας.

1. Αποτελεσματικότητα των υπαρχόντων μέτρων

(120) Όπως εξηγείται ανωτέρω, τα μέτρα που εφαρμόζονται σήμερα στην Ιαπωνία καλύπτουν μικρότερο φάσμα προϊόντων από ό,τι η έρευνα επανεξέτασης. Συνεπώς, η ανάλυση των επιπτώσεων των υπαρχόντων μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις ιαπωνικές εισαγωγές, μπορεί να γίνει μόνο γι' αυτό το μικρότερο φάσμα προϊόντων.

Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, αναφέρθηκε ότι ο όγκος των εισαγωγών καταγωγής Ιαπωνίας που υπόκεινται σε μέτρα αντιντάμπινγκ μειώθηκε την υπό εξέταση περίοδο κατά περίπου 40 % και ότι οι τιμές των εισαγωγών σημείωσαν σταθερή αύξηση την ίδια περίοδο. Ως το αποτέλεσμα αυτών των τάσεων, το μερίδιο αγοράς αυτών των εισαγωγών μειώθηκε από περίπου 18 % το 1993 σε περίπου 9 % την περίοδο της έρευνας.

Παρομοίως, η εξέταση της εξέλιξης του όγκου των εισαγωγών καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν, δείχνει μια σχετική πτώση την υπό εξέταση περίοδο, η οποία κατέληξε σε μείωση του μεριδίου αγοράς τους. Οι μέσες τιμές εισαγωγών αυξήθηκαν επίσης, παρόλο που παρέμειναν σε ζημιογόνα επίπεδα.

(121) Μπορεί να συναχθεί, επομένως, το συμπέρασμα ότι τα ισχύοντα μέτρα ήταν τουλάχιστον εν μέρει αποτελεσματικά στο ότι αποκατέστησαν τους θεμιτούς όρους του ανταγωνισμού στην αγορά της Κοινότητας.

(122) Ωστόσο, παρά την εφαρμογή των μέτρων αντιντάμπινγκ, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής συνέχισε να υφίσταται σοβαρή ζημία. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στην αύξηση του ποσού των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, καταγωγής Ιαπωνίας, οι οποίες δεν υπόκεινται σε μέτρα αντιντάμπινγκ και στις μεταβαλλόμενες συνθήκες όσον αφορά το ντάμπινγκ από τη Δημοκρατία της Κορέας και την Ταϊβάν. Πράγματι, το περιθώριο του ντάμπινγκ για τη Δημοκρατία της Κορέας αυξήθηκε από την αρχική έρευνα από 70,6 % σε 76,2 %. Το περιθώριο του ντάμπινγκ για το μοναδικό παραγωγό εξαγωγέα της Ταϊβάν που συνεργάστηκε και στις δύο έρευνες, την αρχική και τη διαδικασία επανεξέτασης όσον αφορά την Ταϊβάν (Kaimei Electronic Corp.), αυξήθηκε επίσης από 10,7 % σε 13,8 %.

2. Ενδεχόμενο συνέχισης ή εκ νέου εμφάνισης της ζημίας

(123) Διαπιστώθηκε πραγματική σοβαρή ζημία που προκλήθηκε από τις συνολικές εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ καταγωγής Ιαπωνίας, Ταϊβάν και Δημοκρατίας της Κορέας, παρά την ύπαρξη των μέτρων αντιντάμπινγκ. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει επαρκώς ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να συνεχιστεί η ζημία αν λήξει η ισχύς των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στην Ιαπωνία, τη Δημοκρατία της Κορέας και την Ταϊβάν.

Επιπλέον, όσον αφορά την Ιαπωνία οι διαθέσιμες πληροφορίες έδειξαν ότι οι συνεργαζόμενοι ιάπωνες παραγωγοί-εξαγωγείς διαθέτουν ακόμη σημαντικό παραγωγικό δυναμικό για να μπορέσουν να αυξήσουν την παραγωγή τους και τις εξαγωγές τους στην Κοινότητα αν λήξουν τα υπάρχοντα μέτρα.

(124) Η έρευνα επανεξέτασης τόνισε επίσης την ύπαρξη ισχυρών δεσμών μεταξύ ορισμένων ιαπώνων παραγωγών-εξαγωγέων και ορισμένων παραγωγών-εξαγωγέων που ήταν εγκατεστημένοι σε χώρες που δεν υπόκεινται σε μέτρα αντιντάμπινγκ, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Ταϊλάνδης. Θεωρήθηκε ότι, λόγω αυτής της σχέσης, οι εν λόγω ιάπωνες παραγωγοί-εξαγωγείς μπορούσαν να εφαρμόσουν μια σφαιρική στρατηγική ειδικότερα εφόσον πωλούν συνήθως τα προϊόντά τους στην Κοινότητα μέσω των ιδίων κυκλωμάτων πωλήσεων όπως και οι ΗΠΑ και οι παραγωγοί-εξαγωγείς της Ταϊλάνδης. Η ισχυρή αύξηση των εισαγωγών καταγωγής αυτών των δύο χωρών την υπό εξέταση περίοδο, ενίσχυσε το ενδεχόμενο να πραγματοποιηθούν νέες αυξημένες εισαγωγές καταγωγής Ιαπωνίας αν λήξουν τα μέτρα και, ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο να συνεχιστεί το ζημιογόνο ντάμπινγκ.

Η. ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

(125) Και στις δύο αρχικές έρευνες όσον αφορά την Ιαπωνία, τη Δημοκρατία της Κορέας και την Ταϊβάν, το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν επιτακτικοί λόγοι για να μην επιβληθούν μέτρα. Αυτό το συμπέρασμα συνήχθη ουσιαστικά λόγω του ελάχιστου μεριδίου που κατέχουν οι ΗΠΑΜ στο συνολικό κόστος των τελικών χρηστών (κάτω του 1 %).

Η Επιτροπή εξέτασε αν είχαν μεταβληθεί οι συνθήκες από την αρχική έρευνα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικό συμπέρασμα όσον αφορά τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Για, το σκοπό αυτό, ζητήθηκαν πληροφορίες από όλα τα ενδιαφερόμενα γνωστά μέρη, συμπεριλαμβανομένων των μερών των πρώτων βιομηχανικών σταδίων, των κοινοτικών παραγωγών, των εισαγωγέων/διανομέων και των χρηστών. Πρέπει να αναφερθεί ότι δεν λήφθηκαν απαντήσεις από τις βιομηχανίες των πρώτων σταδίων παραγωγής.

2. Ενδεχόμενες επιπτώσεις των μέτρων αντιντάμπινγκ στους χρήστες

(126) Προσδιορίστηκαν δύο κατηγορίες χρηστών:

- οι κατασκευαστές διατάξεων ηλεκτροδότησης. Αυτές οι διατάξεις ενσωματώνονται εν συνεχεία σε τελικά καταναλωτικά ηλεκτρονικά προϊόντα,

- οι κατασκευαστές τελικών ηλεκτρονικών προϊόντων.

(127) Όσον αφορά τους κατασκευαστές διατάξεων ηλεκτροδότησης, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, αυτή η βιομηχανία απασχολεί περίπου 12000 άτομα και αντιπροσωπεύει συνολικό κύκλο εργασιών περίπου 1,5 δισεκατομμ. ευρώ. Λήφθηκαν παρατηρήσεις από ορισμένες εταιρείες, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 9 % του συνολικού κύκλου εργασιών της βιομηχανίας και της απασχόλησης και των οποίων η κατανάλωση ΗΠΑΜ κατά την περίοδο της έρευνας αντιστοιχούσε σε περίπου 5 % της συνολικής κατανάλωσης στην Κοινότητα, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες. Αυτές οι εταιρείες ισχυρίστηκαν ότι οι υπάρχοντες δασμοί αντιντάμπινγκ οδηγούσαν σε σημαντική αύξηση του κόστους αγοράς. Μακροπρόθεσμα, αυτή η αύξηση του κόστους μπορούσε να αναγκάσει σημαντικό αριθμό εταιρειών να μεταφέρουν την παραγωγή τους εκτός της Κοινότητας με συνεπακόλουθη σημαντική απώλεια θέσεων απασχόλησης.

Ωστόσο, η εξέταση των πραγματικών περιστατικών έδειξε ότι το κόστος των ΗΠΑΜ αντιπροσωπεύει περίπου το 4 % του συνολικού κόστους μιας διάταξης ηλεκτροδότησης. Τα προτεινόμενα μέτρα θα καταλήξουν σε ελάχιστη αύξηση του κόστους (κάτω του 1 %). Διαπιστώθηκε επίσης ότι η μέση σταθμισμένη αποδοτικότητα των εταιρειών που υπέβαλαν τις παρατηρήσεις, εκπεφρασμένη ως ποσοστό των καθαρών πωλήσεων, ήταν πάνω από 18 % την περίοδο της έρευνας. Αυτή η αποδοτικότητα όχι μόνον επιτεύχθηκε παρά την εφαρμογή των μέτρων αντιντάμπινγκ, αλλά και αυξήθηκε μεταξύ του 1993 και της περιόδου της έρευνας.

(128) Όσον αφορά τους κατασκευαστές τελικών καταναλωτικών ηλεκτρονικών αγαθών, το κόστος των ΗΠΑΜ αντιστοιχεί ακόμα σε λιγότερο του 4 % του συνολικού κόστους παραγωγής (γενικά περίπου 1 %). Μπορεί να συναχθεί το ίδιο συμπέρασμα αν εφαρμοστούν μέτρα αντιντάμπινγκ στους ΗΠΑΜ που δεν καλύπτονται σήμερα από τέτοια μέτρα.

(129) Τέλος, δεν υποβλήθηκαν πληροφορίες στην Επιτροπή που μπορούσαν να αποδείξουν ότι οι χρήστες (κατασκευαστές διατάξεων ηλεκτροδότησης ή τελικών ηλεκτρονικών αγαθών) είχαν μεταφέρει τις εγκαταστάσεις παραγωγής τους εκτός της Κοινότητας ως το αποτέλεσμα των μέτρων που είχαν επιβληθεί στην Ιαπωνία, τη Δημοκρατία της Κορέας και την Ταϊβάν. Οποιοσδήποτε κίνδυνος μεταφοράς των εγκαταστάσεων παραγωγής που θα οφειλόταν στη συνέχισ και/ή στην τροποποίηση των μέτρων αντιντάμπινγκ, πρέπει να θεωρηθεί απίθανος.

3. Ενδεχόμενες επιπτώσεις στους εισαγωγείς και διανομείς

(130) Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η συνέχιση και/ή οι τροποποιήσεις των μέτρων αντιντάμπινγκ θα έχουν μόνον ελάχιστες επιπτώσεις στους εισαγωγείς και διανομείς ΗΠΑΜ στην Κοινότητα, δεδομένου ότι οι ΗΠΑΜ αντιπροσωπεύουν, σε μέση σταθμισμένη βάση, μια σχετικά μικρή αναλογία των συνολικών δραστηριοτήτων τους, όσον αφορά τον κύκλο εργασιών και τη συμβολή στο κέρδος.

4. Συμπέρασμα για τα συμφέροντα της Κοινότητας

(131) Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, δεν διαπιστώθηκαν νέες συνθήκες όσον αφορά τα συμφέροντα της Κοινότητας που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο που είχε συναχθεί στις αρχικές έρευνες για την Ιαπωνία, τη Δημοκρατία της Κορέας και την Ταϊβάν. Επιβεβαιώνεται επομένως ότι δεν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι που θα έδειχναν ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να ανανεωθούν τα μέτρα αντιντάμπινγκ που έχουν επιβληθεί στις εισαγωγές ΗΠΑΜ καταγωγής Ιαπωνίας, Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν.

Θ. ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

(132) Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω σ ή αιτιολογική σκέψη 6, κινήθηκε νέα διαδικασία όσον αφορά τους ΗΠΑΜ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και Ταϊλάνδης, το Νοέμβριο του 1997, δυνάμει του άρθρου 5 του βασικού κανονισμού. Η έρευνα της Επιτροπής καθόρισε οριστικά την ύπαρξη σημαντικού ντάμπινγκ και σοβαρής ζημίας που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Δεν διαπιστώθηκαν επιτακτικοί λόγοι που να δείχνουν ότι τα νέα οριστικά μέτρα θα ήταν αντίθετα προς τα συμφέροντα της Κοινότητας. Συνεπώς, η Επιτροπή πρότεινε στο Συμβούλιο την επιβολή οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ΗΠΑΜ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και Ταϊλάνδης. Ωστόσο, το Συμβούλιο δεν υιοθέτησε την πρόταση εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στο βασικό κανονισμό. Κατά συνέπεια, δεν επιβλήθηκαν οριστικά μέτρα στις εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και την Ταϊλάνδη και τα προσωρινά μέτρα που τέθηκαν σε ισχύ τον Αύγουστο 1998, έληξαν στις 28 Φεβρουαρίου 1999.

(133) Η νέα έρευνα όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και την Ταϊλάνδη και οι δύο παρούσες επανεξετάσεις διεξήχθησαν παράλληλα. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, συνάγονται βασικά τα ίδια συμπεράσματα στις τρέχουσες επανεξετάσεις όπως και στη νέα διαδικασία όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και την Ταϊλάνδη, για το ίδιο εν λόγω προϊόν. Αυτά τα συμπεράσματα απαιτούν καταρχήν την τροποποίηση των οριστικών μέτρων που έχουν επιβληθεί στις εισαγωγές από την Ιαπωνία, τη Δημοκρατία της Κορέας και την Ταϊβάν.

Ωστόσο, το άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ επιβάλλονται χωρίς να εισάγονται διακρίσεις στις εισαγωγές προϊόντος από όλες τις πηγές που διαπιστώθηκε ότι ασκούν ντάμπινγκ και προκαλούν ζημία.

(134) Επομένως συνάγεται το συμπέρασμα ότι, επειδή δεν εφαρμόστηκαν μέτρα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και στην Ταϊλάνδη, η επιβολή μέτρων στις εισαγωγές καταγωγής Ιαπωνίας, Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν ως το αποτέλεσμα της παρούσας έρευνας, θα εισήγαγε διακρίσεις έναντι αυτών των τελευταίων τριών χωρών.

(135) Εξετάζοντας τα ανωτέρω, για να εξασφαλιστεί μία συναφής προσέγγιση και για να τηρηθεί η αρχή της μη διάκρισης, όπως καθορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, είναι αναγκαίο να περατωθούν οι διαδικασίες όσον αφορά τις εισαγωγές ΗΠΑΜ καταγωγής Ιαπωνίας, Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν, χωρίς την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ.

(136) Ένας ιάπωνας παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι η διαδικασία όσον αφορά την Ιαπωνία έπρεπε να περατωθεί με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία έναρξης της παρούσας έρευνας, δηλαδή στις 3 Δεκεμβρίου 1997, με το επιχείρημα ότι, ενώ εκκρεμούσε η επανεξέταση για την Ιαπωνία, οι εισαγωγές καταγωγής αυτής της χώρας υπόκεινταν ακόμη σε μέτρα και επομένως εισάγονταν διακρίσεις έναντι αυτής της χώρας σε σύγκριση με τις εισαγωγές καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και Ταϊλάνδης για τις οποίες δεν εισπράχθηκαν δασμοί.

(137) Ωστόσο, όπως αναφέρεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 132, μεταξύ του Δεκεμβρίου 1997 και της 28ης Φεβρουαρίου 1999 οι εισαγωγές καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και Ταϊλάνδης υπόκεινταν σε έρευνα όπως και οι εισαγωγές καταγωγής Ιαπωνίας. Το ότι ίσχυαν μέτρα κατά της Ιαπωνίας και όχι κατά των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και της Ταϊλάνδης αυτήν την χρονική περίοδο, αντανακλά απλώς το γεγονός ότι η διαδικασία όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και την Ταϊλάνδη βρισκόταν σε διαφορετικό στάδιο, εφόσον επρόκειτο για αρχική έρευνα, ενώ τα μέτρα που ίσχυαν για την Ιαπωνία, ήταν εκείνα που είχαν επιβληθεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3482/92. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν εισήχθησαν διακρίσεις επειδή η κατάσταση κάθε διαδικασίας ήταν διαφορετική.

(138) Εν πάση περιπτώσει, γίνεται αποδεκτό το ότι, από τις 28 Φεβρουαρίου 1999 και μετέπειτα, λόγω των παρατηρήσεων που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 132 έως 135 ανωτέρω, οι εισαγωγές καταγωγής Ιαπωνίας πρέπει να τεθούν πάνω στην ίδια βάση με εκείνες καταγωγής ΗΠΑ και Ταϊλάνδης. Το ίδιο ισχύει για τη Δημοκρατία της Κορέας και την Ταϊβάν. Η έρευνα όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και την Ταϊλάνδη περατώθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1999, είτε με την επιβολή μέτρων είτε με την περάτωση της διαδικασίας. Η παρούσα έρευνα κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα με την έρευνα όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και την Ταϊλάνδη και έτσι πρέπει να ισχύσει η ίδια απόφαση στην παρούσα διαδικασία.

(139) Συνεπώς, οι διαδικασίες όσον αφορά τις εισαγωγές ΗΠΑΜ καταγωγής Ιαπωνίας, Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν, πρέπει να περατωθούν χωρίς την εκ νέου επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ, με αναδρομική ισχύ από τις 28 Φεβρουαρίου 1999,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Η διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου μεγάλου μεγέθους καταγωγής Ιαπωνίας περατώνεται.

Άρθρο 2

Η διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου μεγάλου μεγέθους καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν περατώνεται.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εφαρμόζεται από τις 28 Φεβρουαρίου 1999.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 24 Ιανουαρίου 2000.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. GAMA

(1) ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 905/98 (ΕΕ L 128 της 30.4.1998, σ. 18).

(2) ΕΕ L 353 της 3.12.1992, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2593/97 (ΕΕ L 351 της 23.12.1997, σ. 6).

(3) ΕΕ L 152 της 18.6.1994, σ. 1.

(4) ΕΕ C 168 της 3.6.1997, σ. 4.

(5) ΕΕ C 365 της 3.12.1997, σ. 5.

(6) ΕΕ C 363 της 29.11.1997, σ. 2.

(7) ΕΕ C 107 της 7.4.1998, σ. 4.