32000D0393

2000/393/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 1999, σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία σχεδιάζει να χορηγήσει η Γερμανία υπέρ της CBW Chemie GmbH, Bitterfeld-Wolfen [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 3272] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 150 της 23/06/2000 σ. 0038 - 0049


Απόφαση της Επιτροπής

της 20ής Ιουλίου 1999

σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία σχεδιάζει να χορηγήσει η Γερμανία υπέρ της CBW Chemie GmbH, Bitterfeld-Wolfen

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 3272]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2000/393/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα(1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

21 Μαρτίου 1997 Η Γερμανία γνωστοποίησε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, την ιδιωτικοποίηση της εταιρείας CBW Chemie GmbH Bitterfeld-Wolfen (CBW). Η υπόθεση καταχωρίστηκε στις 25 Μαρτίου 1997 ως κρατική ενίσχυση με αριθμό Ν 238/97.

18 Απριλίου 1997 Η Επιτροπή ζήτησε από τη Γερμανία να της υποβάλει πρόσθετες πληροφορίες (αριθ. D/51861).

23 Μαΐου 1997 Η Γερμανία υπέβαλε πρόσθετες πληροφορίες (επιστολή καταχωρισθείσα ως εισερχόμενη στις 27 Μαΐου 1997 με αριθ. Α/34120.

18 Αυγούστου 1997 Η Επιτροπή γνωστοποίησε στη Γερμανία με την επιστολή SG(97) D/7102 την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία επί της υπόθεσης. Η απόφαση δημοσιεύθηκε επίσης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2 Σεπτεμβρίου 1997 Απάντηση της Γερμανίας (επιστολή καταχωρισθείσα ως εισερχόμενη στις 2 Σεπτεμβρίου 1997 με αριθ. Α/37005).

12 Σεπτεμβρίου 1997 Η Επιτροπή απέστειλε άλλη μία επιστολή στη Γερμανία (αριθ. D/54167).

29 Σεπτεμβρίου 1997 Απάντηση της Γερμανίας (επιστολή καταχωρισθείσα ως εισερχόμενη στις 30 Σεπτεμβρίου 1997 με αριθ. Α/37729).

5 Ιανουαρίου 1998 Υποβολή παρατηρήσεων από την ενδιαφερόμενη εταιρεία Fischer & Limberger (καταχωρίστηκαν στα εισερχόμενα στις 12 Ιανουαρίου 1998 με αριθ. Α/30208).

16 Ιανουαρίου 1998 Υποβολή παρατηρήσεων από την ενδιαφερόμενη εταιρεία Fischer & Limberger, διά των εκπροσώπων της Schön, Nolte, Finkelnburg & Clemm (καταχωρίστηκαν στα εισερχόμενα στις 16 Ιανουαρίου 1998 με αριθ. Α/30379).

11 Φεβρουαρίου 1998 Η Επιτροπή διαβίβασε στη Γερμανία τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν (αριθ. D/50622).

23 Φεβρουαρίου 1998 Επιστολή της Fischer & Lemberger προς την Επιτροπή (καταχωρισθείσα ως εισερχόμενη στις 23 Φεβρουαρίου 1998 με αριθ. Α/31489).

11 Μαρτίου 1998 Επιστολή της CBW προς την Επιτροπή (καταχωρισθείσα ως εισερχόμενη στις 11 Μαρτίου 1998 με αριθ. Α/32032).

24 Απριλίου 98 Επιστολή της Fischer & Lemberger προς την Επιτροπή (καταχωρισθείσα ως εισερχόμενη στις 27 Απριλίου 1998 με αριθ. Α/33271).

5 Ιουνίου 1998 Επιστολή της Fischer & Lemberger προς την Επιτροπή (καταχωρισθείσα ως εισερχόμενη στις 8 Ιουνίου 1998 με αριθ. Α/34297).

11 Ιουνίου 1998 Επιστολή της Fischer & Lemberger προς την Επιτροπή (καταχωρισθείσα ως εισερχόμενη στις 11 Ιουνίου 1998 με αριθ. Α/34439).

15 Ιουνίου 1998 Η Επιτροπή υπέβαλε στη Γερμανία ορισμένα ερωτήματα (αριθ. D/52467).

27 Ιουλίου 1998 Απάντηση της Γερμανίας (επιστολή καταχωρισθείσα ως εισερχόμενη στις 28 Ιουλίου 1998 με αριθ. Α/35874).

12 Νοεμβρίου 1998 Συζητήσεις μεταξύ εκπροσώπων της Επιτροπής και της Γερμανίας στο Βερολίνο.

8 Δεκεμβρίου 1998 Η Γερμανία υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες (καταχωρίστηκαν στα εισερχόμενα στις 4 Ιανουαρίου 1999 με αριθ. Α/30043).

2 Φεβρουαρίου 1999 Επιστολή του κ. Thieme προς τον κ. Van Miert, Μέλος της Επιτροπής (καταχωρισθείσα ως εισερχόμενη στις 8 Φεβρουαρίου 1999 με αριθ. Α/000542), προς την οποία απάντησε ο κ. Van Miert με επιστολή της 24ης Φεβρουαρίου 1999 (αριθ. D/508350386).

II. ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

1. Οι λόγοι κίνησης της επίσημης διαδικασίας

Μετά την εξέταση της κοινοποίησης και των πρόσθετων πληροφοριών που υπέβαλε η Γερμανία, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ για τους ακόλουθους λόγους:

α) αμφιβολίες ως προς τη βιωσιμότητα της εταιρείας: τα στοιχεία που περιείχε η κοινοποίηση προκάλεσαν αμφιβολίες όσον αφορά την ικανότητα της εταιρείας να εξακολουθήσει να λειτουργεί, καθότι δεν αναμένονταν θετικά αποτελέσματα πριν από το 2005·

β) ανεπαρκής συνεισφορά του επενδυτή: η αρχική πρόταση προέβλεπε την ανάληψη του 3,5 % του κόστους της αναδιάρθρωσης από τον επενδυτή, ποσοστό που κρίθηκε ανεπαρκές ŽG

γ) στέβλωση του ανταγωνισμού: οι ελλιπείς πληροφορίες που υπέβαλαν οι γερμανικές αρχές προκάλεσαν αμφιβολίες σχετικά με πιθανή πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στη σχετική αγορά.

2. Ο δικαιούχος της ενίσχυσης

Το 1990 η Chemiekombinat Bitterfeld-Wolfen με έδρα το Bitterfeld (Σαξονία-Άνχαλτ) μετατράπηκε σε εταιρεία με την επωνυμία Chemie AG. Όταν οι απόπειρες της Treuhandanstalt (THA) για την ιδιωτικοποίηση ολόκληρης της επιχείρησης απέτυχαν λόγω μη εύρεσης ενδιαφερόμενων αγοραστών, η Chemie AG χωρίστηκε σε διάφορα τμήματα. Από τη διαδικασία αυτή προήλθε η Chemie GmbH Bitterfeld-Wolfen (πρώην CBW), εταιρεία που δραστηριοποιείται στην παραγωγή διαφόρων βασικών χημικών προϊόντων για τη χρωματουργία και τη φαρμακοβιομηχανία.

Βάσει σύμβασης της 13ης Μαρτίου 1997, έξι τμήματα της CBW, που αργότερα έγινε γνωστή ως CBW Chemie GmbH, Bitterfeld-Wolfen (CBW), εξαγοράστηκαν από τον κ. Bräutigam και τον κ. Riemann (B& R) έναντι συνολικού ποσού 1,0 εκατομμυρίου γερμανικών μάρκων. Εκτός αυτού υπήρχε και ένα μεταβλητό στοιχείο της τιμής που καθορίστηκε βάσει των τάσεων των ετήσιων ταμειακών ροών. Η CBW καλύπτεται από τον ορισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ), καθότι απασχολεί 246 εργαζομένους και το 1997 πραγματοποίησε κύκλο εργασιών ύψους 74 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων.

3. Μέτρα χρηματοδότησης

BvS (διάδοχος του οργανισμού ιδιωτικοποιήσεων Treuhand)

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Ομόσπονδο κράτος Σαξονίας-Άνχαλτ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Επενδυτές

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Βάσει σύμβασης της 13ης Μαρτίου 1997, οι μετοχές της CBW πωλήθηκαν στην B& R με άμεσο τίμημα ύψους 1 εκατομμυρίου γερμανικών μάρκων. Η τιμή αγοράς περιλαμβάνει ένα πρόσθετο μεταβλητό στοιχείο που υπολογίζεται βάσει των αναμενόμενων ταμειακών ροών κατά την περίοδο 2000-2004 (μέχρι 50 % της ετήσιας ταμειακής ροής, πληρωτέο κάθε Σεμπτέμβριο του επόμενου έτους). Μετά την κίνηση της διαδικασίας, η Γερμανία γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι το στοιχείο αυτό του τμήματος ανέρχεται σήμερα στο σημαντικό ποσό των 20 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, καθότι η θέση της εταιρείας βελτιώθηκε σημαντικά(2). Επιπλέον, ο επενδυτής έχει αναλάβει τις υποχρεώσεις της CBW ύψους 8,857 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, ποσό που καθίσταται πληρωτέο στις 30 Ιουνίου 2005.

Βάσει της σύμβασης αγοράς, ο επενδυτής υποχρεούται επίσης να αυξήσει το κεφάλαιο της CBW κατά 1 εκατομμύριο γερμανικά μάρκα και να αναλάβει την κάλυψη αδρανών συμμετοχών στο κεφάλαιο ύψους 2 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων.

Ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένης της[...](3), χορήγησαν στην εταιρεία τα εξής: δύο δάνεια εγγυημένα από τον επενδυτή συνολικού ύψους 10 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, δάνειο για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών ύψους 2 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων στις 30 Ιουνίου 1998 με ετήσιο επιτόκιο 8,25 % και επενδυτικό δάνειο διετούς διάρκειας ύψους 8 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων με επιτόκιο 5,75 %. Αρχικά προβλεπόταν να καλυφθούν τα δάνεια αυτά κατά 80 % με εγγυήσεις του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ, αλλά, όπως πληροφορήθηκε η Επιτροπή από τη Γερμανία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, οι τράπεζες ήραν την απαίτησή τους για δημόσιες εγγυήσεις λόγω της βελτίωσης της κατάστασης της επιχείρησης.

III. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

Μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας, ένας άλλος όμιλος που είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για την αγορά της CBW -η Fischer & Limberger (F& L)- αμφισβήτησε το κατά πόσον η B& R είχε πράγματι υποβάλει την καλύτερη προσφορά.

IV. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις αυτές στη Γερμανία και έδωσε τη δυνατότητα στις γερμανικές αρχές να τις σχολιάσουν. Η Γερμανία απάντησε με επιστολή της 23ης Μαρτίου 1998, υποβάλλοντας πρόσθετες λεπτομέρειες σχετικά με την επιλογή του επενδυτή, τη διαδικασία του διαγωνισμού και τη σημερινή κατάσταση της επιχείρησης.

V. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

1. Ύπαρξη ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ

α) Ενίσχυση στο πλαίσιο ιδιωτικοποίησης επιχειρήσεων

Τα μέτρα ενίσχυσης δεν περιέχουν στοιχείο κρατικής ενίσχυσης, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις(4):

- πρέπει να υπάρξει δημόσια πρόκληση υποβολής προσφορών, ανοικτή σε όλους τους ενδιαφερόμενους, διαφανής και ανεξάρτητη από τα αποτελέσματα άλλων πράξεων,

- η επιχείρηση πρέπει να πωληθεί στον πλειοδότη και

- οι υποβάλλοντες προσφορά πρέπει να έχουν επαρκή χρόνο και στοιχεία για τη σωστή αξιολόγηση των περιουσιακών στοιχείων, βάσει της οποίας θα υποβληθεί η προσφορά.

Εφόσον δεν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, τα μέτρα πρέπει να κοινοποιούνται, ώστε η χορήγηση οποιωνδήποτε ποσών στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης να εξετάζεται βάσει της απαγόρευσης των ενισχύσεων που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

Σε επιστολή της 5ης Ιανουαρίου 1998, ο όμιλος F& L ισχυρίστηκε ότι έγιναν διακρίσεις εις βάρος του κατά τη διαδικασία διαγωνισμού. Συνεπώς, η Επιτροπή διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον η διαδικασία του διαγωνισμού υλοποιήθηκε σωστά.

i) Ακολουθία γεγονότων κατά τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης

Στα μέσα του 1995 η εταιρεία KPMG διεξήγαγε διεθνή πρόσκληση υποβολής προσφορών για την αγορά εννέα λειτουργικών τμημάτων της πρώην CBW. Μεταξύ των εταιρειών και των προσώπων που εκδήλωσαν ενδιαφέρον, υπήρχαν, εκτός από έξι προσφορές για την ιδιωτικοποίηση μεμονωμένων τμημάτων, τρεις ομάδες δυνητικών επενδυτών:

- ο κ. Bräutigam και ο κ. Riemann (B& R),

- ο όμιλος Fischer & Limberger (F& L),

- μία κοινοπραξία(5).

Κατά την εκτίμηση στην οποία προέβησαν η KPMG και η διαχειριστική επιτροπή(6) σε συνεδρίαση της 22ας Αυγούστου 1995, μόνο η B& R και η F& L είχαν υποβάλει ρεαλιστικές προσφορές για όλα τα προς πώληση τμήματα. Η προσφορά της κοινοπραξίας απορρίφθηκε διότι απαιτούσε την καταβολή υπερβολικά υψηλού ποσού δημόσιων πόρων. Διάφορες προσφορές για την ξεχωριστή ιδιωτικοποίηση μεμονωμένων τμημάτων θεωρήθηκαν επίσης πάρα πολύ δαπανηρές.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Στο τέλος του 1995 η BvS αποφάσισε να ιδιωτικοποιήσει μόνο τις έξι από τις εννέα μονάδες, διότι από την εξέταση των προσφορών προέκυψε ότι η ιδιωτικοποίηση τριών μονάδων δεν θα ήταν επικερδής. Μετά το Μάρτιο του 1996, συζητήσεις σχετικά με την εξαγορά συνεχίστηκαν μόνο με την B& R και την F& L.

Τον Απρίλιο του 1996 η F& L κατήγγειλε για πρώτη φορά στην BvS ότι η B& R είχε ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα διότι ο κ. Bräutigam είχε εργαστεί στο παρελθόν ως σύμβουλος στο τμήμα χημικών της ΤΗΑ. Ως εκ τούτου, κατά την κατάρτιση του σχεδίου εξαγοράς της διαχείρισης το 1996 μπόρεσε να βασιστεί σε εκθέσεις εμπειρογνωμόνων που είχαν χρηματοδοτηθεί με πόρους της ΤΗΑ/BvS. Οι ισχυρισμοί αυτοί εξετάστηκαν σε συνεδρίαση της διαχειριστικής επιτροπής τον Ιουνίο του 1996, αλλά δεν κατέστη δυνατό να τεκμηριωθούν. Η διαχειριστική επιτροπή απέρριψε κάθε κατηγορία περί ανάρμοστης συμπεριφοράς της BvS, διότι η KPMG είχε θέσει στη διάθεση της F& L όλες τις σχετικές εκθέσεις και είχε απαντήσει σε όλα τα αιτήματά της για την παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών. Επιπλέον, η BvS είχε υποβάλει στην Επιτροπή την έκθεση της Εισαγγελίας της Halle βάσει της οποίας είχε διενεργηθεί έρευνα, κατόπιν κατηγοριών περί απάτης, βάσει του κεφαλαίου 263 του ποινικού κώδικα, από μέλη της ομάδας εργασίας στον τομέα των χημικών της BvS και της διαχειριστικής επιτροπής. Η έρευνα αυτή περατώθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1998 λόγω έλλειψης στοιχείων.

Κατά την άποψη της διαχειριστικής επιτροπής, όπως εκφράστηκε στη συνεδρίαση της 18ης Αυγούστου 1996, η B& R και η F& L είχαν υποβάλει παρεμφερείς προσφορές. Η προσφορά της B& R προέβλεπε κατά τι υψηλότερη συνεισφορά του δημοσίου (κατά 4 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα περίπου). Φαινόταν πιο συμφέρουσα από την άποψη της προσέγγισης που υιοθέτησε η Επιτροπή, αλλά εμπεριείχε και μεγαλύτερους κινδύνους μέχρι το 2000.

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1996 το διοικητικό συμβούλιο της BvS αποφάσισε, αφού εξέτασε αμφότερα τα σχέδια βάσει των στοιχείων του κατωτέρω πίνακα, να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις πρώτα με την B& R και κατόπιν με την F& L, εφόσον οι διαπραγματεύσεις με την πρώτη δεν είχαν ικανοποιητική έκβαση. Πριν από τη σύναψη σύμβασης ιδιωτικοποίησης με την B& R, το διοικητικό συμβούλιο ζήτησε επίσης ορισμένες πρόσθετες πληροφορίες.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας, η BvS απεφάνθη υπέρ του σχεδίου της B& R για τους ακόλουθους λόγους:

- Είχε σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το χρηματοδοτικό σχέδιο και, ειδικότερα, σχετικά με τη φερεγγυότητα της F& L. Παρά τα επανειλημμένα αιτήματά της -τελευταία μέσω επιστολής της 19ης Ιουλίου 1996- δεν έλαβε εμπεριστατωμένα στοιχεία σχετικά με χρηματοδοτική συνεισφορά του ομίλου. Δεδομένου ότι το συνδυασμένο ονομαστικό κεφάλαιο του ομίλου ανερχόταν σε 16,8 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα, δεν φαινόταν ρεαλιστικό ότι θα μπορούσε να προσφέρει χρηματοδότηση 20 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων. Επιπλέον, η BvS γνώριζε ότι η βιωσιμότητα έξι εταιρειών που είχε εξαγοράσει στο παρελθόν η F& L ήταν επισφαλής. [...]. Μολονότι σε αρκετές περιπτώσεις ο όμιλος δήλωσε ότι είναι διατεθειμένος να υποβάλει στοιχεία σχετικά με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των επί μέρους εταιρειών, η BvS δεν έλαβε ποτέ τα στοιχεία αυτά.

- Όσον αφορά τη δημόσια συνεισφορά, η BvS θεωρούσε αμφίβολη τη χρηματοδότηση της F& L από το ομόσπονδο κράτος της Σαξονίας-Άνχαλτ με ποσό ίσο με το 42 % των επενδυτικών εξόδων της. Σύμφωνα με στοιχεία που υπέβαλαν οι αρχές του ομόσπονδου κράτους, ο υπολογισμός αυτός φαινόταν μη ρεαλιστικός λόγω αβεβαιότητας ως προς τη δυνατότητα χαρακτηρισμού του ομίλου ως ΜΜΕ(7). Η F& L δεν μπόρεσε να διαλύσει αυτές τις αμφιβολίες. Αντίθετα, η B& R αποτελούσε αναμφίβολα ΜΜΕ και το σχέδιό της, που προϋπέθετε ενίσχυση ίση με το 33 % των επενδυτικών εξόδων, φαινόταν εφαρμόσιμο.

- Ένας άλλος λόγος που υπαγόρευσε την απόφαση της BvS ήταν η στρατηγική προσέγγιση του σχεδίου της B& R, που προέβλεπε την εισαγωγή της κατά παραγγελία παραγωγής προϊόντων και η συγκέντρωση στο "toll processing" ως μέσων διασφάλισης της μαρκοπρόθεσμης βιωσιμότητας της εταιρείας. Το σχέδιο αυτό θεωρήθηκε από την BvS πιο ενδιαφέρον και με καλύτερες προοπτικές σε σχέση με το σχέδιο της F& L, το οποίο προέβλεπε απλώς την αύξηση του κύκλου εργασιών βάσει των υφιστάμενων προϊόντων, τα περισσότερα από τα οποία πλησίαζαν στο τέλος του ωφέλιμου βίου τους. Η εξέταση της σχετικής αγοράς έδειξε επίσης ότι οι μεγάλες εταιρείες χημικών όπως η BASF και η Hoechst ολοένα και περισσότερο αναθέτουν σε τρίτους ένα μέρος των παραγωγικών δραστηριοτήτων τους και προμηθεύονται από άλλους παραγωγούς χημικά προϊόντα που δεν παράγουν πλέον οι ίδιες. Το σχέδιο της B& R συνεκτιμά την τάση αυτή, καθότι προβλέπει το μετασχηματισμό της CBW σε εταιρεία που θα παράγει χημικά προϊόντα κατά παραγγελία για τις μεγάλες αυτές εταιρείες. Τα προϊόντα αυτά θα είναι ανώτερης κατηγορίας, ώστε να επιτυγχάνεται καθαρή προστιθέμενη αξία(8). Αντίθετα, κεντρικό στοιχείο των σχεδίων της F& L ήταν η συνεργασία με εταίρους όπως οι [...]. Ωστόσο, από έρευνες προέκυψε ότι οι εταιρείες αυτές ενδιαφέρονταν να διατηρήσουν μόνο ορισμένους τομείς δραστηριότητας (π.χ. στην περίπτωση της [...], την παραγωγή camposan) ή ορισμένες μονάδες παραγωγής (π.χ. στην περίπτωση της [...], την πρότυπη μονάδα).

ii) Αξιολόγηση

Οι αμφιβολίες σχετικά με τη διαδικασία υποβολής προσφορών και την επιλογή επενδυτή δεν επιβεβαιώθηκαν κατά την εξέλιξη της επίσημης διαδικασίας. Η KPMG είχε αναλάβει τη διοργάνωση της πρόσκλησης υποβολής προσφορών. Η BvS επέλεξε τον επενδυτή βάσει ποσοτικών και ποιοτικών κριτηρίων.

Το σχέδιο της B& R απαιτούσε ελαφρώς υψηλότερη συνεισφορά του δημοσίου σε σχέση με το σχέδιο της F& L. Όπως καθίσταται σαφές από τον ανωτέρω πίνακα, η BvS και το ομόσπονδο κράτος θα έπρεπε να εισφέρουν συνολικά 81,3 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα για το σχέδιο της F& L, ενώ για το σχέδιο της B& R απαιτούντο δημόσια κεφάλαια ύψους 85,2 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, όπως προβλεπόταν αρχικά, τα οποία τελικά μειώθηκαν σε 83,9 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα όταν υπεγράφη η σύμβαση.

Ωστόσο, η BvS απεφάνθη υπέρ του σχεδίου της B& R διότι κρίθηκε πιο βιώσιμο λόγω της φερεγγυότητας του επενδυτή. Η F& L δεν μπόρεσε να διαλύσει τις αμφιβολίες της BvS σχετικά με την οικονομική της ευρωστία και την ένταξή της στην κατηγορία των ΜΜΕ. Καθότι η BvS προσπαθεί πάση θυσία να αποτρέψει την ανάγκη χορήγησης επιπλέον ενίσχυσης σε μια ιδιωτικοποιηθείσα επιχείρηση και "διαχείρισης συμβάσεων" μετά την ιδιωτικοποίηση, το κριτήριο της φερεγγυότητας του επενδυτή διαδραματίζει πάντα σημαντικό ρόλο στην επιλογή αγοραστών. Έχοντας υπόψη την πολύ μικρή διαφορά μεταξύ της δημόσιας συνεισφοράς που προέβλεπαν τα σχέδια της B& R και της F& L, η Επιτροπή μπορεί να δεχθεί τα επιχειρήματα της BvS. Επιπλέον, επιλέγοντας την B& R η BvS προτίμησε το πιο σύγχρονο σχέδιο, στο πλαίσιο του οποίου η CBW επρόκειτο να αρχίσει να παράγει κατά παραγγελία προϊόντα και να εισαγάγει την τεχνολογία "toll-processing". Συνεπώς η Επιτροπή δέχεται ότι, κατόπιν μιας ανοιχτής και διαφανούς διαδικασίας υποβολής προσφορών, ανεξάρτητης από το αποτέλεσμα άλλων πράξεων, η εταιρεία πωλήθηκε στον πλειοδότη. Κατά συνέπεια η ιδιωτικοποίηση πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες(9).

Ωστόσο, πρέπει να εξεταστεί εάν η εκκαθάριση θα ήταν λιγότερο δαπανηρή από την πώληση της εταιρείας. Όταν λειτουργούσε ακόμη η ΤΗΑ, η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι η εκκαθάριση μιας συγκεκριμένης εταιρείας πρέπει να εξετάζεται ως μια συμφέρουσα εναλλακτική λύση σε σχέση με την ιδιωτικοποίηση(10). Όταν το κόστος της εκκαθάρισης είναι χαμηλότερο από το κόστος που απορρέει από την πώληση μιας εταιρείας, η διαδικασία ιδιωτικοποίησης θεωρείται ότι περιέχει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το κόστος της εκκαθάρισης θα ήταν περίπου 54 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα. Η καθαρή τρέχουσα αξία είναι 46,303 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα.

Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να επαληθεύσει την εκτίμηση της Γερμανίας σχετικά με το κόστος της εκκαθάρισης. Λαμβανομένης υπόψη της κοινωνικής ευθύνης του κράτους (συνέχιση συμβατικών υποχρεώσεων), η εκτιμηθείσα αξία θα μπορούσε να είναι υψηλότερη υπό το αντίστοιχο κόστος λύσης μιας ιδιωτικής εταιρείας. Ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα χρειαζόταν να αναλάβει αυτή την επιβάρυνση, διότι θα προτιμούσε την αφερεγγυότητα από την εκκαθάριση. Ο λόγος αυτός είναι αρκετός για να θεωρηθεί ότι η διαδικασία ιδιωτικοποίησης περιλαμβάνει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης.

Η Γερμανία τήρησε την υποχρέωση που υπέχει βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ γνωστοποιώντας στην Επιτροπή τα χρηματοδοτικά μέτρα που έλαβε υπέρ της CBW.

β) Επιμέρους μέτρα ενίσχυσης

Δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι τα μέτρα υπέρ της εταιρείας που δραστηριοποιείται στη σχετική αγορά προκαλούν στρέβλωση των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών.

Το µέτρο που έλαβε το ομόσπονδο κράτος της Σαξονίας-Άνχαλτ βάσει του κοινού καθεστώτος ομοσπονδιακής κυβέρνησης/ομόσπονδων κρατών για τη βελτίωση της περιφερειακής οικονομικής διάρθρωσης αποτελεί ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Ωστόσο, υλοποιήθηκε με βάση και σύμφωνα με ένα καθεστώς ενισχύσεων που έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και έχει λάβει την έγκρισή της.

Το µέτρο που έλαβε η BvS, το οποίο πρέπει να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και μπορεί να αποτιμηθεί σε 66,34 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα, πρέπει να εξεταστεί όσον αφορά την πιθανή εφαρμογή του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ και του κοινοτικού πλαισίου κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων(11). Το ποσό των 1,28 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων που χορηγήθηκε για τη διάθεση χημικών καταλοίπων από την περίοδο πριν από την 1η Ιουλίου 1990 ("επιβάρυνση" που απέμεινε από την εποχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας) δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση. Στο πλαίσιο των ρυθμίσεων του 1991 σχετικά με την Treuhand(12) η Επιτροπή έχει ήδη αποφανθεί ότι η χορήγηση κεφαλαίων για την κάλυψη του κόστους ρύθμισης παρόμοιων επιβαρύνσεων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, διότι ούτε η εταιρεία ούτε ο επενδυτής μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι γι' αυτά, καθότι είναι αποκλειστική ευθύνη του προηγούμενου πολιτικού καθεστώτος.

2. Παρέκκλιση βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ

Η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει εάν η εν λόγω ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3.

Το άρθρο 87 παράγραφος 2 δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω λόγω της φύσης των υπό εξέταση μέτρων. Επιπλέον, η Γερμανία δεν υποστήριξε ότι πληρούνται οι όροι για την εν λόγω παρέκκλιση.

Συνεπώς, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει εάν μπορεί να εφαρμοστεί η παρέκκλιση βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ). Βάσει της διάταξης αυτής, οι ενισχύσεις για την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Επιπλέον, η CBW βρίσκεται σε περιοχή όπου επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση και το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό.

Ωστόσο, βασικός στόχος της ενίσχυσης εν προκειμένω δεν είναι η προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης, αλλά η διάσωση μιας επιχείρησης. Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ως ad hoc ενίσχυση που προορίζεται να συμβάλει στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας μιας προβληματικής επιχείρησης, η οποία ασκεί δραστηριότητες σε έναν οικονομικό τομέα στον οποίο επικρατούν δυσμενείς συνθήκες. Η ενίσχυση αυτή μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του κοινοτικού πλαισίου κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων.

α) Αποκατάσταση της βιωσιμότητας

i) Παραδοχή της χειρότερης εκδοχής

Κατά την κατάρτιση του προγράμματος αναδιάρθρωσης, οι επενδυτές βασίστηκαν σε εξαιρετικά επιφυλακτικές εκτιμήσεις.

Η χειρότερη εκδοχή καλύπτει δύο πτυχές: η B& R εκτίμησε ορισμένα στοιχεία κόστους σε πολύ υψηλό επίπεδο. Για παράδειγμα, το σχέδιό της προβλέπει πολύ υψηλή απόσβεση εντός περιόδου δύο μόλις ετών. Ωστόσο, οι περίοδοι απόσβεσης που εφαρμόζονται συνήθως στις επιχειρηματικές δραστηριότητες βασίζονται στην πραγματική ωφέλιμη διάρκεια ζωής μιας μονάδας, που, στην περίπτωση της βιομηχανίας χημικών, είναι δεκαπέντε έτη. Τα έξοδα προσωπικού επίσης εκτιμήθηκαν σε υψηλό επίπεδο και από τους δύο επενδυτές. Ακόμη και αν αυξηθεί ο αριθμός των εργαζομένων, όπως προβλέπεται, η εκτιμώμενη αύξηση των εξόδων προσωπικού φαίνεται υπερβολική.

Επιπλέον, το σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν περιλαμβάνει ορισμένες πτυχές σχετικά με τη στρατηγική προσέγγιση της εταιρείας που προβλέπεται στο αρχικό σχέδιο της B& R. Κεντρικό στοιχείο του σχεδίου αυτού ήταν η συγχώνευση των έξι τμημάτων σε έναν οικονομικό φορέα, με αποτέλεσμα οι προκύπτουσες συνέπειες συνέργιας να επιτρέπουν τη δραστική μείωση των εξόδων. Ταυτόχρονα, η έναρξη της παραγωγής κατά παραγγελία προϊόντων και η χρησιμοποίηση της τεχνολογίας "toll-processing" από την CBW προβλεπόταν ότι θα οδηγήσει σε καλύτερη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας και σε βελτίωση της παραγωγικότητας. Ωστόσο, το επιχειρηματικό σχέδιο της B& R δεν λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα συνέργιας που προκύπτουν από τη συγχώνευση ή την εισαγωγή της παραγωγής κατά παραγγελία προϊόντων και της τεχνολογίας "toll processing", διότι το 1996 ο επενδυτής δεν ήταν σε θέση να προβλέψει πότε θα απέφεραν τα αποτελέσματά τους τα μέτρα αναδιάρθρωσης.

ii) Πιθανότητα υλοποίησης της χειρότερης εκδοχής

Μολοντούτο, η KPMG και η διαχειριστική επιτροπή θεώρησαν ότι το σχέδιο έχει προοπτικές επιτυχίας. Βάσει των πληροφοριών που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η Επιτροπή μπορεί να στηρίξει τα επιχειρήματα της BvS.

- Για να εκτιμηθεί η πιθανότητα επιτυχίας του σχεδίου αναδιάρθρωσης πρέπει πρώτα να αναφερθεί ότι οι υποθέσεις που έγιναν βασίζονται στην ετήσια ταμειακή ροή. Για να θεωρηθεί βιώσιμη η επιχείρηση βάσει του πλαισίου κανόνων, η ταμειακή ροή πρέπει κανονικά να επαρκεί για την κάλυψη του κόστους όχι μόνο των τρεχουσών δραστηριοτήτων, αλλά και της συντήρησης και των νέων επενδύσεων.

Ωστόσο, για να χαρακτηριστεί βιώσιμη η CBW, η ταμειακή ροή της δεν χρειάζεται να καλύψει το κόστος συντήρησης και νέων επενδύσεων, ακριβώς διότι το κόστος συντήρησης περιλαμβάνεται ήδη στον προγραμματισμό της εταιρείας: για το σκοπό αυτόν προβλέπεται ποσό 4 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων ετησίως. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1997 και 1999 για την εκτεταμένη αναδιοργάνωση της εταιρείας, δεν θα χρειαστούν νέες επενδύσεις μέχρι να σταθεροποιηθεί περαιτέρω η CBW.

Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση η ταμειακή ροή δεν χρειάζεται να καλύπτει το κόστος συντήρησης και πραγματοποίησης νέων επενδύσεων. Η ταμειακή ροή της CBW αναμένεται να είναι θετική από το 1999 και στο εξής(13).Τούτο σημαίνει ότι τα λειτουργικά έξοδα θα καλύπτονται και η εταιρεία θα είναι σε θέση να αυτοχρηματοδοτείται.

- Στο σχέδιο αναδιάρθρωσης που υπέβαλε ο επενδυτής μια σειρά στοιχείων κόστους έχουν αποτιμηθεί σε πολύ υψηλό επίπεδο. Για παράδειγμα, η απόσβεση είναι ιδιαίτερα υψηλή, διότι ο χρόνος απόσβεσης έχει υπολογιστεί σε δέκα μόλις χρόνια. Ωστόσο, για να διαπιστωθεί εάν το σχέδιο είναι βιώσιμο, ο χρόνος απόσβεσης πρέπει να αντιστοιχεί στην πραγματική ωφέλιμη διάρκεια ζωής των εγκαταστάσεων. Υποθέτοντας ότι, από το 1997 έως το 1999, επενδύθηκαν συνολικά 83,3 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα στις εγκαταστάσεις και ότι δεν θα χρειαστούν επενδύσεις αντικατάστασης μέχρι το 2005 ή και αργότερα, το κόστος απόσβεσης είναι στην πραγματικότητα χαμηλότερο (60 %) από ό,τι προβλέπεται στο σχέδιο. Βάσει των ανωτέρω, η εταιρεία αναμένεται να έχει θετικά αποτελέσματα ήδη από το 2001.

- Ορισμένα στοιχεία του αρχικού σχεδίου της B& R δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη στο ίδιο το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, η BvS έλαβε υπόψη, κατά την εκτίμηση της βιωσιμότητας του σχεδίου, τα αποτελέσματα συνέργιας και την εισαγωγή της παραγωγής προϊόντων κατά παραγγελία και της τεχνολογίας "toll processing", παράγοντες που αναμένεται να οδηγήσουν σε χαμηλότερο κόστος και υψηλότερη παραγωγικότητα.

iii) Η σημερινή κατάσταση της εταιρείας

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Όπως προκύπτει από τον πίνακα, η οικονομική κατάσταση της CBW έχει βελτιωθεί σημαντικά. Ο κύκλος εργασιών της το 1997 ήταν πολύ υψηλότερος από τον προβλεπόμενο. Συγκεκριμένα παρουσιάζει αύξηση κατά 30 % σε σχέση με τη χειρότερη εκδοχή στην οποία βασίστηκε η κοινοποίηση.

Τα στοιχεία που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας είναι ρεαλιστικά για τους ακόλουθους λόγους:

- Η βελτίωση της κατάστασης της εταιρείας οφείλεται στα αρχικά μέτρα αναδιάρθρωσης που εφαρμόστηκαν το 1997 και το 1998 και τα οποία αφορούν τη στρατηγική μάρκετινγκ της εταιρείας, τη συγχώνευση των ερευνητικών μονάδων σε ένα κέντρο ανάλυσης, την εισαγωγή του προτύπου ISO 9001 και τη χρησιμοποίηση συστημάτων πληροφορικής.

- Σύμφωνα με τις γερμανικές αρχές, η CBW απέκτησε καλή φήμη μεταξύ των μεγαλύτερων εταιρειών της βιομηχανίας χημικών (στρατηγικής σημασίας πελάτες είναι οι εταιρείες [...]). Μόνο χάρη στη νεοαποκτηθείσα αυτή φήμη η εταιρεία δέχεται σταθερές και δυνητικές παραγγελίες για τα επόμενα τρία έτη και πλέον. Η συγχώνευση έξι τμημάτων σε μία μονάδα και η εισαγωγή της παραγωγής κατά παραγγελία προϊόντων είχαν ιδιαίτερη επιτυχία.

- Οι ευνοϊκές τάσεις στην παγκόσμια αγορά συνέβαλαν αναμφισβήτητα στην πρόοδο που σημειώθηκε το 1997 συνεπεία της αναδιάρθρωσης.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες δημιουργούν ευοίωνες προοπτικές για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της εταιρείας και επιβεβαιώνουν τα επιχειρήματα της BvS, τα οποία αντιμετωπίστηκαν με σκεπτικισμό κατά την κίνηση της διαδικασίας το 1997. Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η CBW επιβεβαιώνει την αρχική εκτίμηση της BvS σχετικά με την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της εταιρείας.

β) Αποφυγή της αδικαιολόγητης στρέβλωσης του ανταγωνισμού

Οι αμφιβολίες που εκφράστηκαν κατά την κίνηση της διαδικασίας σχετικά με την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στη σχετική αγορά δεν επιβεβαιώθηκαν από τρίτους. Η Επιτροπή δεν διαθέτει πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της αγοράς όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα οποιουδήποτε από τα προϊόντα της CBW, εξαιρουμένης της ανιλίνης 310. Φαίνεται ότι υπάρχουν ορισμένα προβλήματα σχετικά με το προϊόν αυτό(14). Ωστόσο, καθότι η CBW είναι ΜΜΕ εγκατεστημένη σε περιφέρεια επιλέξιμη για ενίσχυση βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή δεν είναι ιδιαίτερα αυστηρή όσον αφορά την υποχρέωση μείωσης της παραγωγικής ικανότητας. Εκτός αυτού, οι τάσεις της αγοράς χημικών προϊόντων είναι πολύ θετικές, ιδιαίτερα όσον αφορά τα προϊόντα για τη φαρμακοβιομηχανία. Κατά τα λοιπά η ανιλίνη αντιπροσωπεύει μόλις το 10 % της συνολικής παραγωγής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν απαιτείται μείωση της παραγωγικής ικανότητας στην προκειμένη περίπτωση.

γ) Αναλογικότητα της ενίσχυσης

Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στην υπό εξέταση υπόθεση έλαβε χώρα εξαγορά της επιχείρησης από τα διευθυντικά της στελέχη, η αρχικά προβλεπόμενη οικονομική συνεισφορά του επενδυτή (περίπου 3,5 %) ήταν ανεπαρκής. Ωστόσο, η Γερμανία πληροφόρησε την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ότι, λόγω της προόδου της επιχείρησης, τα (ιδιωτικά) χρηματοπιστωτικά ιδρύματα απέσυραν την απαίτησή τους για κρατικές εγγυήσεις επί δανείων του ομόσπονδου κράτους συνολικού ύψους άνω των 10 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων. Κατόπιν τούτου, η συνεισφορά του επενδυτή αυξήθηκε σε 22,857 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα(15). Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 19 % περίπου της συνολικής χρηματοδότησης και θεωρείται επαρκές, καθότι στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης πραγματοποιήθηκε εξαγορά της επιχείρησης από τα διευθυντικά της στελέχη. Στα ανωτέρω πρέπει επίσης να προστεθεί το μεταβλητό στοιχείο της τιμής αγοράς που εκτιμάται, βάσει της σημαντικής βελτίωσης της κατάστασης της εταιρείας, σε 20 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα περίπου(16).

Έχοντας υπόψη τη βελτίωση της κατάστασης της επιχείρησης, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει εάν η ένταση της ενίσχυσης περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατό που απαιτείται για να καταστεί δυνατή η αναδιάρθρωση. Η ενίσχυση που χορήγησε η BvS περιλαμβάνει την καταβολή ενός ποσού για την αντιστάθμιση της αρνητικής ταμειακής ροής που προβλεπόταν αρχικά για το 1997 και το 1998 (9 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα). Ωστόσο, η Γερμανία γνωστοποίησε στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ότι η ταμειακή ροή του 1997 διαμορφώθηκε εν τέλει σε [...], ενώ αναμένεται ότι θα ανέλθει σε παραπλήσια επίπεδα και το 1998(17). Δεδομένης της σημαντικής βελτίωσης της ταμειακής ροής, η Επιτροπή εκτιμά ότι η προταθείσα αντιστάθμιση της ταμειακής ροής υπερβαίνει το ελάχιστο που απαιτείται για να καταστεί δυνατή η αναδιάρθρωση. Για το λόγο αυτόν πρέπει να θεωρηθεί ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το ποσό των 28,8 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων που χορήγησε το ομόσπονδο κράτος της Σαξονίας-Άνχαλτ βάσει του κοινού καθεστώτος ομοσπονδιακής κυβέρνησης/ομόσπονδων κρατών για τη βελτίωση της περιφερειακής οικονομικής διάρθρωσης αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Ωστόσο, χορηγήθηκε στο σύνολό του με βάση και σύμφωνα με καθεστώτα ενίσχυσης που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή και έλαβαν την έγκρισή της.

Τα μέτρα της BvS που πρέπει να θεωρηθούν ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και τα οποία ανέρχονται σε 66,34 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα εξετάστηκαν με βάση το κοινοτικό πλαίσιο κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν έχει εφαρμογή το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ). Το ποσό των 1,28 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων που χορηγήθηκε για τη διάθεση χημικών καταλοίπων από την περίοδο πριν από την 1η Ιουλίου 1990 δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση(18).

Οι αμφιβολίες σχετικά με την επιλογή του επενδυτή δεν επιβεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Η εταιρεία KPMG ήταν υπεύθυνη για την πρόσκληση υποβολής προσφορών. Το σχέδιο διάσωσης που υπέβαλε η B& R προέβλεπε ελαφρώς υψηλότερη δημόσια συνεισφορά από το σχέδιο της F& L, αλλά η BvS προτίμησε το σχέδιο της B& R διότι το θεώρησε πιο βιώσιμο λόγω της φερεγγυότητας του επενδυτή. Ο όμιλος F& L δεν μπόρεσε να διαλύσει τις αμφιβολίες της BvS όσον αφορά την προβλεπόμενη χρηματοδότηση του σχεδίου του. Το κριτήριο της φερεγγυότητας αποτελούσε ανέκαθεν παράγοντα καίριας σημασίας για την επιλογή ενός συγκεκριμένου αγοραστή από την BvS. Λόγω της αμελητέας διαφοράς μεταξύ του ύψους της ενίσχυσης που προϋπέθεταν τα σχέδια της B& R και της F& L, η Επιτροπή δέχεται τους λόγους που προέβαλε η BvS ως κίνητρα της απόφασής της. Επιπλέον, επιλέγοντας την B& R, η BvS προτίμησε το πιο σύγχρονο σχέδιο, διότι προβλέπει την εισαγωγή της παραγωγής κατά παραγγελία προϊόντων ("toll-processing").

Οι σοβαρές αμφιβολίες που εκφράστηκαν κατά την κίνηση της διαδικασίας σχετικά με τη δυνατότητα αποκατάστασης της βιωσιμότητας της εταιρείας διαλύθηκαν από τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Τα βασικά στοιχεία του σχεδίου αναδιάρθρωσης θεωρήθηκαν βιώσιμα από την BvS, παρά τις υπερβολικά επιφυλακτικές υποθέσεις στις οποίες βασίστηκε. Η Επιτροπή στηρίζει την εκτίμηση αυτή. Καθότι αναμένονται θετικά αποτελέσματα όσον αφορά την ταμειακή ροή από το 1999 και εξής, με αποτέλεσμα να καλύπτονται τα λειτουργικά έξοδα της εταιρείας, η εταιρεία θα πρέπει κατ' αρχήν να είναι σε θέση να αυτοχρηματοδοτείται. Οι προσδοκίες της BvS σχετικά με την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της CBW επαληθεύονται από την παρούσα κατάσταση της εταιρείας κατόπιν της θετικής ταμειακής ροής που επετεύχθη το 1997.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο επενδυτής ανέλαβε το 19,1 % του συνολικού κόστους της αναδιάρθρωσης. Στο κόστος που βαρύνει τον επενδυτή πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί το μεταβλητό στοιχείο της τιμής αγοράς. Συνεπώς, καθότι στην προκειμένη περίπτωση έλαβε χώρα εξαγορά της επιχείρησης από τα διευθυντικά της στελέχη, η συνεισφορά του επενδυτή θεωρείται επαρκής.

Η παρούσα κατάσταση της εταιρείας είναι πολύ καλύτερη από ό,τι προβλεπόταν στο αρχικό σχέδιο. Έχοντας υπόψη τη θετική ακαθάριστη ταμειακή ροή για το 1997 [...] και το θετικό αποτέλεσμα του 1998, η Επιτροπή εκτιμά ότι η καταβολή 9 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων για την αντιστάθμιση της αρνητικής ταμειακής ροής υπερβαίνει το ελάχιστο δυνατό που απαιτείται για να καταστεί δυνατή η αναδιάρθρωση της εταιρείας και, συνεπώς, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1. Τα μέτρα χρηματοδότησης ύψους 1,28 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων που προτίθεται να λάβει η Γερμανία για τη ρύθμιση των επιβαρύνσεων της εταιρείας Chemie GmbH Bitterfeld-Wolfen (CBW), οι οποίες προέρχονται από την περίοδο προ της 1ης Ιουλίου 1990, δεν αποτελούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

2. Η κρατική ενίσχυση συνολικού ύψους 57,34 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων που προτίθεται να χορηγήσει η Γερμανία υπέρ της CBW υπό μορφή επενδυτικής επιχορήγησης ύψους 46,1 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων και ανάληψης του κόστους εργασιών κατεδάφισης και έργων υποδομής συνολικού ύψους 11,24 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

3. Η κρατική ενίσχυση ύψους 9 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων που προτίθεται να χορηγήσει η Γερμανία υπέρ της CBW υπό μορφή πληρωμής για την αντιστάθμιση αρνητικής ταμειακής ροής δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση αυτή δεν μπορεί να χορηγηθεί.

Άρθρο 2

Η Γερμανία ενημερώνει την Επιτροπή εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβε για την εφαρμογή της.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γερμανία.

Βρυξέλλες, 20 Ιουλίου 1999.

Για την Επιτροπή

Mario Monti

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ C 383 της 17.12.1997, σ. 4.

(2) Η πληροφορία αυτή δόθηκε από την BvS σε συνεδρίαση της 12ης Νοεμβρίου 1998.

(3) Επιχειρηματικό απόρρητο.

(4) Βλέπε 23η έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού (1993), σημεία 402 και ακόλουθα.

(5) Απαρτιζόταν από τέσσερις εταίρους: Buch Umwelttechnik GmbH, Manifattura Chemica Italiana, κ. H. Schmidt και μία ακόμη εταιρεία άγνωστων στοιχείων.

(6) Ανεξάρτητος φορέας που συστάθηκε από το αρμόδιο Υπουργείο για την αξιολόγηση των υποβαλλόμενων προτάσεων. Η BvS δεν δεσμεύεται από τις αποφάσεις της επιτροπής, αλλά κατά κανόνα τις ακολουθεί.

(7) Η ένταξη στην κατηγορία των ΜΜΕ είναι σημαντική, διότι σχετίζεται με ένα ανώτατο όριο πέραν του οποίου τα επενδυτικά έξοδα μπορούν να καλυφθούν από περιφερειακή ενίσχυση βάσει του κοινού καθεστώτος ομοσπονδιακής κυβέρνησης/ομόσπονδων κρατών για τη βελτίωση των περιφερειακών οικονομικών διαρθρώσεων.

(8) Σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης είναι η παγκόσμια επιτυχία εταιρειών που κατασκευάζουν αντίγραφα προϊόντων για τη φαρμακοβιομηχανία και τη γεωργία, δύο τομείς στους οποίους οι μεγαλύτεροι παραγωγοί τείνουν ολοένα και περισσότερο να προμηθεύονται από εξωτερικές πηγές τις δραστικές ουσίες τους.

(9) Βλέπε υποσημείωση 3.

(10) Αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με τις δραστηριότητες της ΤΗΑ στις υποθέσεις ΝΝ 108/91 [επιστολή της 26ης Σεπτεμβρίου 1991, SG (91) D/17825], E 15/92 [επιστολή της 8ης Δεκεμβρίου 1992, SG (92) D/17613] και Ν 768/94 [επιστολή της 1ης Νοεμβρίου 1995, SG (95) D/1062].

(11) ΕΕ C 368 της 23.12.1994, σ. 12.

(12) Βλέπε υπόθεση κρατικής ενίσχυσης ΝΝ 108/91 [επιστολή της 26ης Σεπτεμβρίου 1991, SG (91) D/17825].

(13) Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε αρνητική ταμειακή ροή για το 1997 και το 1998, η οποία επρόκειτο να αντισταθμιστεί από την καταβολή 9 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, όπως προαναφέρεται.

(14) Η CBW περιλαμβάνει έξι τμήματα: ανιλίνη, Azo-Ost, camposan, απόσταξη νιτρο-χλωρο-βενζολίου, φαρμακευτικά προϊόντα και πρότυπη μονάδα.

(15) Η συνεισφορά αυτή συνίσταται στο τίμημα της αγοράς, ύψους 1 εκατομμυρίου γερμανικών μάρκων, στην ανάληψη των υποχρεώσεων της δομής διαχωρισμού, ύψους 8,857 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, σε αύξηση κεφαλαίου ύψους 3 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων και στη χορήγηση επενδυτικού δανείου και δανείου για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών συνολικού ύψους 10 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων. Τα δάνεια περιλαμβάνονται στη συνεισφορά του επενδυτή διότι δεν καλύπτονται πλέον από εγγύηση του ομόσπονδου κράτους.

(16) Σύμφωνα με πληροφορίες που υπέβαλε η BvS κατά τις συνομιλίες της 12ης Νοεμβρίου 1998.

(17) Πρέπει να σημειωθεί ότι η σύμβαση ιδιωτικοποίησης προβλέπει την επιστροφή της αντιστάθμισης της ταμειακής ροής μέχρι του ποσού των 6,4 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, σε περίπτωση που δεν υπάρξει αρνητική ταμειακή ροή.

(18) Απόφαση της Επιτροπής σχετικά με τις δραστηριότητες της Treuhandanstalt στην υπόθεση ΝΝ 108/91 [επιστολή της 26 Σεπτεμβρίου 1991, SG (91) D/17825].