31999Q0531

Διοργανική Συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 136 της 31/05/1999 σ. 0015 - 0019


ΔΙΟΡΓΑΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ

της 25ης Μαΐου 1999

μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

παραπέμποντας στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με την ανεξαρτησία, το ρόλο και το καθεστώς της υπηρεσίας για το συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης (UCLAF)(1),

Παραπέμποντας στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1999, που υιοθετήθηκαν μετά από εμπεριστατωμένη συζήτηση με τους εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής,

Λαμβάνοντας υπό σημείωση την απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 1999, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης(2),

Εκτιμώντας:

(1) ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(3) και ο κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999(4) του Συμβουλίου σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, προβλέπουν ότι η Υπηρεσία κινεί και διεξάγει διοικητικές έρευνες εντός των θεσμικών οργάνων και οργανισμών που έχουν ιδρυθεί με τις συνθήκες ΕΚ ή Ευρατόμ ή δυνάμει αυτών·

(2) ότι η ευθύνη της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης, όπως εγκαθιδρύεται από την Επιτροπή, εκτείνεται, πέραν της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων, προκειμένου να συμπεριλάβει το σύνολο των δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με την ανάγκη διαφύλαξης των κοινοτικών συμφερόντων από παρατυπίες οι οποίες μπορούν να επισύρουν διοικητική ποινική δίωξη·

(3) ότι θα πρέπει να ενισχυθεί η εμβέλεια και η αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης της απάτης, αξιοποιώντας την κτηθείσα πείρα στον τομέα των διοικητικών ερευνών·

(4) ότι, κατά συνέπεια, θα πρέπει όλα τα θεσμικά όργανα, τα όργανα και οι οργανισμοί, στο πλαίσιο της διοικητικής αυτονομίας τους, να αναθέσουν στην Υπηρεσία την αποστολή να πραγματοποιεί στους κόλπους τους διοικητικές έρευνες με στόχο τον εντοπισμό σοβαρών περιπτώσεων που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων, και συνιστούν, ενδεχομένως, παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ορίζονται στα άρθρα 11, 12, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, 13, 14, 16 και 17, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (εφεξής: "κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης"), η οποία είναι επιζήμια για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων και μπορεί να επισύρει πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη ή βαρύ προσωπικό πταίσμα, όπως ορίζει το άρθρο 22 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ή παράλειψη των αναλόγων υποχρεώσεων των μελών, διευθυντικών στελεχών ή μελών του προσωπικού των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών των Κοινοτήτων που δεν υπόκεινται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης·

(5) ότι οι έρευνες αυτές θα πρέπει να πραγματοποιούνται, τηρουμένων πλήρως των οικείων διατάξεων των συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως του πρωτολόλλου περί προνομίων και ασυλιών, των σχετικών με την εφαρμογή τους κειμένων, καθώς και του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

(6) ότι οι έρευνες αυτές θα πρέπει να πραγματοποιούνται υπό ισοδύναμους όρους σε όλα τα θεσμικά όργανα, όργανα ή οργανισμούς των Κοινοτήτων, χωρίς η ανάθεση του καθήκοντος αυτού στην Υπηρεσία να θίγει τις κατ' ιδίαν αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων, οργάνων ή οργανισμών και να μειώνει καθ' οιονδήποτε τρόπο την έννομη προστασία των ενδιαφερομένων προσώπων·

(7) ότι, εν αναμονή της τροποποίησης του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, θα πρέπει να καθορισθούν οι λεπτομέρειες εφαρμογής βάσει των οποίων τα μέλη των θεσμικών οργάνων, και οργάνων, τα διευθυντικά στελέχη των οργανισμών καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών, θα συνεργάζονται για την καλή διεξαγωγή των εσωτερικών ερευνών,

Μετά από συνεννόηση για τη δημιουργία, προς το σκοπό αυτό, κοινού καθεστώτος,

Καλώντας τα λοιπά θεσμικά όργανα και οργανισμούς να προσχωρήσουν στην παρούσα συμφωνία,

ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ:

1. Να θεσπίσουν κοινό καθεστώς το οποίο θα περιλαμβάνει τα εκτελεστικά μέτρα που είναι απαραίτητα για τη διευκόλυνση της καλής διεξαγωγής των ερευνών που διεξάγονται στους κόλπους τους από την Υπηρεσία. Οι έρευνες αυτές έχουν ως στόχο:

- την καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

- τον εντοπισμό των σοβαρών περιπτώσεων που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων, και συνιστούν, ενδεχομένως, παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, η οποία μπορεί να επισύρει πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ή παράλειψη των αναλόγων υποχρεώσεων των μελών, των διευθυντικών στελεχών ή των μελών του προσωπικού που δεν υπόκεινται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

Οι έρευνες αυτές πραγματοποιούνται τηρουμένων πλήρως των οικείων διατάξεων των συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, των σχετικών με την εφαρμογή τους κειμένων καθώς και του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Οι έρευνες πραγματοποιούνται επίσης σύμφωνα με τους όρους και τις λεπτομέρειες που προβλέπονται από τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας.

2. Να θεσπίσουν το εν λόγω καθεστώς και να το καταστήσουν άμεσα εφαρμοστέο εκδίδοντας εσωτερική απόφαση σύμφωνα με το προσαρτώμενο στην παρούσα συμφωνία υπόδειγμα καθώς και να μην αποκλίνουν από το υπόδειγμα αυτό παρά μόνο εφόσον αυτό καθίσταται τεχνικά αναγκαίο λόγω των οικείων ιδιαιτέρων απαιτήσεων.

3. Να αναγνωρίσουν την ανάγκη διαβίβασης στην Υπηρεσία, για γνωμοδότηση, κάθε αίτησης για άρση της ετεροδικίας των υπαλλήλων ή του λοιπού προσωπικού που αφορά ενδεχόμενες περιπτώσεις απάτης ή δωροδοκίας ή κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα. Σε περίπτωση που η άρση της ασυλίας αφορά ένα από τα μέλη τους ενημερώνεται σχετικά η Υπηρεσία.

4. Να γνωστοποιήσουν στην Υπηρεσία τις διατάξεις που θέσπισαν για την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας.

Η παρούσα συμφωνία μπορεί να τροποποιηθεί μόνο μετά από τη ρητή συγκατάθεση των θεσμικών οργάνων που την υπογράφουν.

Τα άλλα θεσμικά όργανα, καθώς και τα όργανα και οι οργανισμοί που έχουν ιδρυθεί με τις συνθήκες ΕΚ και Ευρατόμ ή δυνάμει αυτών, καλούνται να προσχωρήσουν στην παρούσα συμφωνία, με δήλωση που θα απευθύνεται από κοινού, στους Προέδρους των υπογραφόντων θεσμικών οργάνων.

Η παρούσα συμφωνία αρχίζει να ισχύει από την 1η Ιουνίου 1999.

Βρυξέλλες, 25 Μαΐου 1999.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. M. GIL-ROBLES

Για το Συμβούλιοτης Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ο Πρόεδρος

H. EICHEL

Για την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Ο Πρόεδρος

J. SANTER

(1) ΕΕ C 328 της 26.10.1998, σ. 95.

(2) Βλέπε σελίδα 20 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(3) Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(4) Βλέπε σελίδα 8 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

"ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ"

ΑΠΟΦΑΣΗ [ΤΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ, ΟΡΓΑΝΟΥ ή ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ]

της

σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων

ΘΕΣΜΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ, ΟΡΓΑΝΟ ή ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ

Έχοντας υπόψη: [νομική βάση]

Εκτιμώντας:

(1) ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 1999(1) καθώς και ο κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 1999(2), σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, προβλέπουν ότι η Υπηρεσία κινεί και διεξάγει διοικητικές έρευνες εντός των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών, που έχουν ιδρυθεί με τις συνθήκες ΕΚ ή Ευρατόμ ή δυνάμει αυτών,

(2) ότι η ευθύνη της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης, όπως εγκαθιδρύεται από την Επιτροπή, εκτείνεται πέραν της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων, προκειμένου να συμπεριλάβει το σύνολο των δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με την ανάγκη διαφύλαξης των κοινοτικών συμφερόντων από παρατυπίες οι οποίες μπορούν να επισύρουν διοικητική ή ποινική δίωξη·

(3) ότι θα πρέπει να ενισχυθεί η εμβέλεια και η αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης της απάτης, αξιοποιώντας την κτηθείσα πείρα στον τομέα των διοικητικών ερευνών·

(4) ότι, κατά συνέπεια, θα πρέπει όλα τα θεσμικά όργανα, τα όργανα και οι οργανισμοί, στο πλαίσιο της διοικητικής αυτονομίας τους, να αναθέσουν στην Υπηρεσία την αποστολή να πραγματοποιεί στους κόλπους τους διοικητικές έρευνες με στόχο τον εντοπισμό σοβαρών περιπτώσεων που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων, και συνιστούν, ενδεχομένως, παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ορίζονται στα άρθρα 11, 12, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, 13, 14, 16 και 17, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (εφεξής: "κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης"), η οποία είναι επιζήμια για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων, και μπορεί να επισύρει πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ή βαρύ προσωπικό πταίσμα, όπως ορίζει το άρθρο 22 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ή παράλειψη των αναλόγων υποχρεώσεων των μελών, διευθυντικών στελεχών ή μελών του προσωπικού των θεσμικών οργάνων, των οργάνων και οργανισμών των Κοινοτήτων που δεν υπόκεινται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης·

(5) ότι οι έρευνες αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται τηρουμένων πλήρως των οικείων διατάξεων των συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, των σχετικών με την εφαρμογή τους κειμένων, καθώς και του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

(6) ότι οι έρευνες αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται υπό ισοδυνάμους όρους σε όλα τα θεσμικά όργανα, όργανα ή οργανισμούς των Κοινοτήτων, χωρίς η ανάθεση του καθήκοντος αυτού στην Υπηρεσία να θίγει τις κατ' ιδίαν αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων, οργάνων ή οργανισμών και να μειώνει καθ' οιονδήποτε τρόπο την έννομη προστασία των ενδιαφερομένων προσώπων·

(7) ότι εν αναμονή της τροποποίησης του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, θα πρέπει να καθοριστούν οι πρακτικοί τρόποι εφαρμογής βάσει των οποίων τα μέλη των θεσμικών οργάνων και των οργάνων και τα διευθυντικά στελέχη των οργανισμών καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών, θα συνεργάζονται για την καλή διεξαγωγή των εσωτερικών ερευνών,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Υποχρέωση συνεργασίας με την Υπηρεσία

Ο Γενικός Γραμματέας, οι υπηρεσίες καθώς και κάθε διευθυντικό στέλεχος, υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού του [θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού], οφείλουν να συνεργάζονται πλήρως με τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας και να τους παρέχουν κάθε αναγκαία για τις έρευνες βοήθεια. Προς το σκοπό αυτό, παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και εξηγήσεις.

Με την επιφύλαξη των οικείων διατάξεων των συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, καθώς και των σχετικών με την εφαρμογή τους κειμένων, τα μέλη συνεργάζονται πλήρως με την Υπηρεσία.

Άρθρο 2

Υποχρέωση ενημέρωσης

Κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού του [θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού] που λαμβάνει γνώση στοιχείων βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη ενδεχομένων περιπτώσεων απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων ή σοβαρών περιστατικών που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων, και συνιστούν, ενδεχομένως, παρέλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, η οποία μπορεί να επισύρει πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ή παράλειψη των αναλόγων υποχρεώσεων των μελών, των διευθυντικών στελεχών ή των μελών του προσωπικού τα οποία δεν υπόκεινται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, ενημερώνει αμελλητί τον προϊστάμενο της υπηρεσίας του ή τον Γενικό Διευθυντή του ή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, τον Γενικό Γραμματέα ή απευθείας την Υπηρεσία.

Ο Γενικός Γραμματέας, οι Γενικοί Διευθυντές και οι προϊστάμενοι υπηρεσιών ή τα διευθύνοντα στελέχη του [θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού] διαβιβάζουν αμελλητί στην Υπηρεσία όλα τα στοιχεία που έχουν περιέλθει εις γνώση τους και βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη των παρατυπιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Τα διευθυντικά στελέχη, οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό του [θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού] δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση να υφίστανται άδικη ή διακριτική εις βάρος τους μεταχείριση εξαιτίας γνωστοποίησης όπως αναφέρεται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο.

Τα μέλη που λαμβάνουν γνώση των γεγονότων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ενημερώνουν τον Πρόεδρο του [θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού] ή, εφόσον κρίνουν σκόπιμο, απευθείας την Υπηρεσία.

Άρθρο 3

Συνδρομή του γραφείου ασφαλείας

Μετά από αίτημα του διευθυντή της Υπηρεσίας, το γραφείο ασφάλειας του [θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού], παρέχει υλική συνδρομή στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας κατά την εκτέλεση των ερευνών.

Άρθρο 4

Ενημέρωση του ενδιαφερομένου

Στην περίπτωση που αποκαλύπτεται το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής μέλους, διευθυντικού στελέχους, υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται ταχέως, εφόσον από την ενημέρωση αυτή δεν υπάρχει κίνδυνος να θιγεί η έρευνα. Δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξαχθούν κατά τη λήξη της έρευνας συμπεράσματα που θα αφορούν ονομαστικά μέλος, διευθυντικό στέλεχος, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού του [θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού] χωρίς να έχει δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν.

Στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της έρευνας η αυστηρή τήρηση του απορρήτου, και απατείται η προσφυγή σε μέσα έρευνας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, η υποχρέωση να δοθεί στο μέλος, το διευθυντικό στέλεχος, τον υπάλληλο ή το μέλος του λοιπού προσωπικού του [θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού], η δυνατότητα να εκφρασθεί, μπορεί να αναβληθεί σε συμφωνία με τον Πρόεδρο ή το Γενικό Γραμματέα, αντιστοίχως.

Άρθρο 5

Ενημέρωση σχετικά με τη θέση της έρευνας στο αρχείο χωρίς να δοθεί συνέχεια

Εάν, κατά τη λήξη εσωτερικής έρευνας, δεν προκύψει επιβαρυντικό στοιχείο για το εγκαλούμενο μέλος, διευθυντικό στέλεχος, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού του [θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού], η εσωτερική έρευνα που τον αφορά τίθεται στο αρχείο χωρίς να δοθεί συνέχεια με απόφαση του διευθυντή της Υπηρεσίας ο οποίος ενημερώνει σχετικά γραπτώς τον ενδιαφερόμενο.

Άρθρο 6

Άρση ασυλίας

Κάθε αίτηση εθνικής αστυνομικής ή δικαστικής αρχής που αφορά την άρση της ετεροδικίας διευθυντικού στελέχους, υπαλλήλου ή μέλους του προσωπικού του [θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού], σχετικά με ενδεχόμενες περιπτώσεις απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, διαβιβάζεται για γνωμοδότηση στο διευθυντή της Υπηρεσίας. Εφόσον η αίτηση άρσης της ασυλίας αφορά μέλος του [θεσμικού οργάνου, οργάνου ή οργανισμού], ενημερώνεται η Υπηρεσία.

Άρθρο 7

Έναρξη εφαρμογής

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από την 1η Ιουνίου 1999.

Για το [θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό]

(1) ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(2) ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8.