31999D0396

1999/396/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ: Απόφαση της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 1999, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 802]

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 149 της 16/06/1999 σ. 0057 - 0059


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 2ας Ιουνίου 1999

σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 802]

(1999/396/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 218,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, και ιδίως το άρθρο 16,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 131,

Εκτιμώντας:

(1) ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(1), καθώς και ο κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου(2), σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (εφεξής "η υπηρεσία"), προβλέπουν ότι η υπηρεσία κινεί και διεξάγει διοικητικές έρευνες εντός των θεσμικών οργάνων (institutions), οργάνων και οργανισμών, που έχουν ιδρυθεί με τις συνθήκες ΕΚ ή Ευρατόμ ή δυνάμει αυτών·

(2) ότι η ευθύνη της υπηρεσίας, όπως εγκαθιδρύεται από την Επιτροπή, εκτείνεται, πέραν της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων, στο σύνολο των δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με τη διαφύλαξη των κοινοτικών συμφερόντων από παρατυπίες οι οποίες μπορούν να επισύρουν διοικητική ή ποινική δίωξη·

(3) ότι πρέπει να ενισχυθεί η εμβέλεια και η αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης της απάτης, αξιοποιώντας την κτηθείσα πείρα στον τομέα των διοικητικών ερευνών·

(4) ότι, κατά συνέπεια, θα πρέπει η Επιτροπή, στο πλαίσιο της διοικητικής αυτονομίας της, να αναθέσει στην υπηρεσία την αποστολή να πραγματοποιεί στους κόλπους της διοικητικές έρευνες με στόχο τον εντοπισμό σοβαρών περιπτώσεων που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων και συνιστούν, ενδεχομένως, παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ορίζονται στο άρθρο 11, και στο άρθρο 12, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, στα άρθρα 13, 14, και 16 και στο άρθρο 17 πρώτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής: "κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης"), η οποία είναι επιζήμια για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων, και μπορεί να επισύρει πειθαρχική και, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ή βαρύ προσωπικό πταίσμα, όπως ορίζει το άρθρο 22 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ή παράλειψη των αναλόγων υποχρεώσεων των μελών της Επιτροπής ή των μελών του προσωπικού της που δεν υπόκεινται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης·

(5) ότι οι έρευνες αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται τηρουμένων πλήρως των οικείων διατάξεων των συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, των σχετικών για την εφαρμογή τους κειμένων, καθώς και του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

(6) ότι οι έρευνες αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται υπό ισοδύναμους όρους σε όλα τα θεσμικά όργανα, όργανα ή οργανισμούς των Κοινοτήτων, χωρίς η ανάθεση του καθήκοντος αυτού στην Υπηρεσία να θίγει τις κατ' ιδίαν αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων, οργάνων ή οργανισμών και να μειώνει καθ' οιονδήποτε τρόπο την έννομη προστασία των ενδιαφερομένων προσώπων·

(7) ότι, εν αναμονή της τροποποίησης του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, θα πρέπει να καθορισθούν οι πρακτικοί τρόποι εφαρμογής βάσει των οποίων τα μέλη της Επιτροπής καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της θα συνεργάζονται για την καλή διεξαγωγή των εσωτερικών ερευνών·

(8) ότι θα πρέπει να καταργηθούν η απόφαση της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 1998, σχετικά με τις έρευνες που διεξάγει η Task Force "Συντονισμός για την καταπολέμηση της απάτης", καθώς και οι σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής της 9ης Δεκεμβρίου 1998,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Υποχρέωση συνεργασίας με την υπηρεσία

Ο γενικός γραμματέας, οι υπηρεσίες καθώς και κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής, οφείλουν να συνεργάζονται πλήρως με τους υπαλλήλους της υπηρεσίας και να τους παρέχουν κάθε αναγκαία για τις έρευνες βοήθεια. Προς το σκοπό αυτό, παρέχουν στους υπαλλήλους της υπηρεσίας όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και εξηγήσεις.

Με την επιφύλαξη των οικείων διατάξεων των συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, καθώς και των σχετικών με την εφαρμογή τους κειμένων, τα μέλη συνεργάζονται πλήρως με την υπηρεσία.

Άρθρο 2

Υποχρέωση ενημέρωσης

Κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής που λαμβάνει γνώση στοιχείων βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη ενδεχομένων περιπτώσεων απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων ή σοβαρών περιστατικών που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων και μπορούν να συνιστούν παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, η οποία μπορεί να επισύρει πειθαρχική και, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ή παράλειψη αναλόγων υποχρεώσεων των μελών της Επιτροπής ή μελών του προσωπικού αυτής τα οποία δεν υπόκεινται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, ενημερώνει αμελλητί τον προϊστάμενο της υπηρεσίας του ή τον γενικό διευθυντή του ή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, τον γενικό γραμματέα της Επιτροπής ή απευθείας την υπηρεσία.

Ο γενικός γραμματέας, οι γενικοί διευθυντές και οι προϊστάμενοι υπηρεσιών της Επιτροπής διαβιβάζουν αμελλητί στην υπηρεσία όλα τα στοιχεία που έχουν περιέλθει εις γνώση τους και βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη των παρατυπιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Επιτροπής δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση να υφίστανται άδικη ή διακριτική εις βάρος τους μεταχείριση εξαιτίας γνωστοποίησης όπως αναφέρεται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο.

Τα μέλη που λαμβάνουν γνώση των γεγονότων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ενημερώνουν τον πρόεδρο της Επιτροπής ή, εφόσον το κρίνουν σκόπιμο, απευθείας την υπηρεσία.

Άρθρο 3

Συνδρομή του Γραφείου Ασφαλείας

Μετά από αίτημα του διευθυντή της υπηρεσίας, το Γραφείο Ασφάλειας της Επιτροπής παρέχει υλική συνδρομή στους υπαλλήλους της υπηρεσίας κατά την εκτέλεση των ερευνών.

Άρθρο 4

Ενημέρωση του ενδιαφερομένου

Στην περίπτωση που αποκαλύπτεται το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής μέλους, υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται ταχέως, εφόσον από την ενημέρωση αυτή δεν υπάρχει κίνδυνος να θιγεί η έρευνα. Δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξαχθούν κατά τη λήξη της έρευνας συμπεράσματα που θα αφορούν ονομαστικά μέλος, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής χωρίς να έχει δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν.

Στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της έρευνας η αυστηρή τήρηση του απορρήτου και απαιτείται η προσφυγή σε μέσα έρευνας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, η υποχρέωση να δοθεί στο μέλος, τον υπάλληλο ή το μέλος του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής η δυνατότητα να εκφρασθεί, μπορεί να αναβληθεί σε συμφωνία με τον πρόεδρο ή τον γενικό γραμματέα, της Επιτροπής, αντιστοίχως.

Άρθρο 5

Ενημέρωση σχετικά με τη θέση της έρευνας στο αρχείο χωρίς να δοθεί συνέχεια

Εάν κατά τη λήξη εσωτερικής έρευνας δεν προκύψει επιβαρυντικό στοιχείο για το εγκαλούμενο μέλος, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής, η εσωτερική έρευνα που τον αφορά τίθεται στο αρχείο χωρίς να δοθεί συνέχεια με απόφαση του διευθυντή της υπηρεσίας, οποίος ενημερώνει σχετικά γραπτώς τον ενδιαφερόμενο.

Άρθρο 6

Άρση ασυλίας

Κάθε αίτηση εθνικής αστυνομικής ή δικαστικής αρχής που αφορά την άρση της ετεροδικίας υπαλλήλου ή μέλους του προσωπικού της Επιτροπής, σχετικά με ενδεχόμενες περιπτώσεις απάτης, δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, διαβιβάζεται για γνωμοδότηση στον διευθυντή της υπηρεσίας. Εφόσον η αίτηση άρσης της ασυλίας αφορά μέλος της Επιτροπής ενημερώνεται η υπηρεσία.

Άρθρο 7

Κατάργηση

Καταργούνται η απόφαση της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 1998 σχετικά με τις έρευνες που διεξάγει η Task Force "συντονισμός για την καταπολέμηση της απάτης" και οι σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής της 9ης Δεκεμβρίου 1998.

Άρθρο 8

Έναρξη εφαρμογής

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από την 1η Ιουνίου 1999.

Βρυξέλλες, 2 Ιουνίου 1999.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jacques SANTER

(1) ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(2) ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8.