31998R2533

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 318 της 27/11/1998 σ. 0008 - 0019


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 2533/98 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 23ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

το πρωτόκολλο αριθ. 3 για το καταστατικό του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας (εφεξής «καταστατικό»), και ιδίως το άρθρο 5.4,

τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής «ΕΚΤ») (1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2),

τη γνώμη της Επιτροπής (3),

Ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 106 παράγραφος 6 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και στο άρθρο 42 του καταστατικού,

Εκτιμώντας:

(1) ότι το άρθρο 5.1 του καταστατικού απαιτεί από την ΕΚΤ, με τη βοήθεια των εθνικών κεντρικών τραπεζών, να συλλέξει, είτε από τις αρμόδιες εθνικές αρχές είτε απευθείας από οικονομικούς παράγοντες, τις στατιστικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών (εφεξής «ΕΣΚΤ») 7 ότι, προκειμένου να διευκολύνουν την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων, που ορίζονται στο άρθρο 105 της συνθήκης, και ιδιαίτερα την άσκηση της νομισματικής πολιτικής, οι εν λόγω στατιστικές πληροφορίες χρησιμοποιούνται πρωτίστως για την παραγωγή ομαδοποιημένων στατιστικών πληροφοριών, για τις οποίες είναι αδιάφορη η ταυτότητα των μεμονωμένων οικονομικών παραγόντων, δύνανται, ωστόσο, να χρησιμοποιηθούν και σε επίπεδο μεμονωμένων οικονομικών παραγόντων 7 ότι το άρθρο 5.2 του καταστατικού απαιτεί από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες να εκτελούν, στο βαθμό που είναι δυνατόν, τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 5.1 του καταστατικού 7 ότι το άρθρο 5.4 του καταστατικού απαιτεί από το Συμβούλιο να ορίζει τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που είναι υποχρεωμένα να παρέχουν στοιχεία, το καθεστώς απορρήτου και τις κατάλληλες διατάξεις επιβολής κυρώσεων 7 ότι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να συνεργάζονται με άλλες αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών στατιστικών ινστιτούτων και των ρυθμιστών της αγοράς, για τους σκοπούς του άρθρου 5.1 του καταστατικού 7

(2) ότι, προκειμένου οι στατιστικές πληροφορίες να βοηθήσουν αποτελεσματικά στην εκτέλεση των καθηκόντων του ΕΣΚΤ, πρέπει να διαμορφωθούν ορισμοί και διαδικασίες για τη συλλογή τους κατά τρόπον ώστε η ΕΚΤ να έχει την ικανότητα και την ευελιξία να επωφεληθεί εγκαίρως από υψηλής ποιότητας στατιστικές που αντανακλούν τις μεταβαλλόμενες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες και λαμβάνουν υπόψη το φόρτο εργασίας που επιβάλλεται στις μονάδες παροχής στοιχείων 7 ότι, κατά τη διαδικασία αυτή, πρέπει να δίνεται προσοχή όχι μόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων του ΕΣΚΤ και στην ανεξαρτησία του, αλλά επίσης και στην κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση του φόρτου εργασίας που επιβάλεται στις μονάδες παροχής στοιχείων 7

(3) ότι, επομένως, είναι επιθυμητό να καθοριστεί ένας πληθυσμός αναφοράς παροχής στοιχείων με βάση τις κατηγορίες των σχετικών οικονομικών μονάδων και στατιστικών εφαρμογών στις οποίες θα περιορίζονται οι στατιστικές εξουσίες της ΕΚΤ, και από τις οποίες η ΕΚΤ θα καθορίσει τον πραγματικό πληθυσμό παροχής στοιχείων μέσω της κανονιστικής της εξουσίας 7

(4) ότι χρειάζεται ένας ομοιογενής πληθυσμός παροχής στοιχείων για την παραγωγή του «Ενοποιημένου ισολογισμού του τομέα των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» των συμμετεχόντων κρατών μελών, βασικός στόχος του οποίου είναι να παρέχει στην ΕΚΤ πλήρη στατιστική εικόνα των νομισματικών εξελίξεων στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, που θεωρούνται ως μία οικονομική επικράτεια 7 ότι η ΕΚΤ έχει καταρτίσει και διατηρεί «κατάλογο των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για στατιστικούς σκοπούς», βασισμένο σε κοινό ορισμό των εν λόγω ιδρυμάτων 7

(5) ότι ο εν λόγω κοινός ορισμός για στατιστικούς σκοπούς διευκρινίζει ότι τα νομισματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα περιλαμβάνουν πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στην κοινοτική νομοθεσία, και όλα τα άλλα εγκατεστημένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, των οποίων η δραστηριότητα συνίσταται στο να δέχονται καταθέσεις ή/και παραπλήσια υποκατάστατα καταθέσεων από θεσμικές μονάδες, που δεν αποτελούν νομισματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και, για δικό τους λογαριασμό (τουλάχιστον από οικονομική άποψη), να χορηγούν πιστώσεις ή/και να πραγματοποιούν επενδύσεις σε τίτλους 7

(6) ότι αυτές οι ταχυδρομικές υπηρεσίες απευθείας μεταφοράς χρηματικών ποσών που ίσως δεν πληρούν τον κοινό ορισμό για στατιστικούς σκοπούς των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει ενδεχομένως να υπόκεινται στις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων στην ΕΚΤ στον τομέα των χρηματικών και τραπεζικών στατιστικών και των στατιστικών των συστημάτων πληρωμών, διότι ενδέχεται να δέχονται, σε σημαντικό βαθμό, καταθέσεις ή/και παραπλήσια υποκατάστατα καταθέσεων και να αναλαμβάνουν δραστηριότητες συστημάτων πληρωμών 7

(7) ότι, στο ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών 1995 (4) (ΕΣΟΛ 1995), οι νομισματικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί περιλαμβάνουν, ωστόσο, τους υποτομείς «Κεντρική τράπεζα» και «Λοιποί νομισματικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί» και μπορεί να διευρυνθούν μόνο μέσω της ενσωμάτωσης κατηγοριών που περιλαμβάνουν ιδρύματα που υπάγονται στον υποτομέα «Λοιποί ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, εκτός από τις ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία» 7

(8) ότι οι στατιστικές σχετικά με το ισοζύγιο πληρωμών, τη διεθνή επενδυτική θέση, τους τίτλους, το ηλεκτρονικό χρήμα και τα συστήματα πληρωμών είναι απαραίτητες προκειμένου να μπορέσει το ΕΣΚΤ να εκπληρώσει τα καθήκοντά του κατά τρόπο ανεξάρτητο 7

(9) ότι η χρήση των όρων «νομικά και φυσικά πρόσωπα» στο άρθρο 5.4 του καταστατικού πρέπει να γίνεται με τρόπο σύμφωνο με τις πρακτικές των κρατών μελών στον τομέα των χρηματικών και τραπεζικών στατιστικών και των στατιστικών για το ισοζύγιο πληρωμών και, επομένως, οι όροι συμπεριλαμβάνουν και θεσμικές μονάδες που δεν αποτελούν ούτε νομικά ούτε φυσικά πρόσωπα βάσει των αντίστοιχων εθνικών τους νόμων, εμπίπτουν ωστόσο στο πεδίο των σχετικών υποτομέων του ΕΣΟΛ 1995 7 ότι, επομένως, μπορούν να επιβληθούν υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων σε θεσμικές μονάδες, όπως συμπράξεις, υποκαταστήματα, οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) και ταμεία που, σύμφωνα με την αντίστοιχη νομοθεσία τους, δεν απολαύουν καθεστώτος νομικού προσώπου ότι, στις περιπτώσεις αυτές, η υποχρέωση παροχής στατιστικών στοιχείων επιβάλλεται στα πρόσωπα εκείνα που, σύμφωνα με τους ισχύοντες εθνικούς νόμους, εκπροσωπούν νόμιμα τις ενδιαφερόμενες θεσμικές μονάδες 7

(10) ότι οι στατιστικές εκθέσεις για τον ισολογισμό των ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 19.1 του καταστατικού μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό του ποσού των ελάχιστων αποθεματικών που μπορεί να είναι υποχρεωμένα να διατηρούν 7

(11) ότι είναι καθήκον του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ να προβεί σε σαφή διάκριση μεταξύ των καθηκόντων της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών σχετικά με τη συλλογή και επαλήθευση των στατιστικών πληροφοριών και την επιβολή τους, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή που τίθεται στο άρθρο 5.2 του καταστατικού και να προσδιορίσει τα καθήκοντα που θα αναλάβουν οι εθνικές αρχές στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, με σκοπό τη συλλογή στατιστικών στοιχείων σταθερά υψηλής ποιότητας 7

(12) ότι, κατά τα πρώτα χρόνια της ζώνης του ενιαίου νομίσματος, η σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας ενδέχεται να επιβάλλει υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων στην ΕΚΤ που να εκπληρούνται μέσω μεταβατικών διαδικασιών λόγω των υφιστάμενων περιορισμών στα συστήματα συλλογής 7 ότι αυτό μπορεί κυρίως να συνεπάγεται ότι, στην περίπτωση του χρηματοπιστωτικού λογαριασμού του ισοζυγίου πληρωμών, ενδέχεται, κατά τα πρώτα χρόνια της ζώνης του ενιαίου νομίσματος, η συγκέντρωση των δεδομένων σχετικά με τις διασυνοριακές θέσεις ή συναλλαγές των συμμετεχόντων κρατών μελών που θεωρούνται ως μία οικονομική επικράτεια να γίνεται με χρήση όλων των θέσεων ή συναλλαγών μεταξύ των κατοίκων ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους και των κατοίκων άλλων χωρών 7

(13) ότι τα όρια και οι προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες η ΕΚΤ δύναται να επιβάλλει κυρώσεις σε επιχειρήσεις, εξαιτίας της μη συμμόρφωσής τους με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στους κανονισμούς και τις αποφάσεις της ΕΚΤ, έχουν καθοριστεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (5), σύμφωνα με το άρθρο 34.3 του καταστατικού 7 ότι, σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού και των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που επιτρέπει στην ΕΚΤ να επιβάλλει κυρώσεις, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα υπερισχύσουν 7 ότι οι κυρώσεις για μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που τέθηκαν στον παρόντα κανονισμό δεν θίγουν τη δυνατότητα του ΕΣΚΤ να θεσπίζει κατάλληλες διατάξεις επιβολής κυρώσεων στις σχέσεις του με τους αντισυμβαλλομένους, συμπεριλαμβανομένου και του μερικού ή ολικού αποκλεισμού μιας μονάδας παροχής στοιχείων από πράξεις νομισματικής πολιτικής σε περίπτωση σοβαρής παράβασης των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων 7

(14) ότι οι κανονισμοί που εξέδωσε η ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 34.1 του καταστατικού δεν παρέχουν οποιοδήποτε δικαίωμα ούτε επιβάλλουν οποιαδήποτε υποχρέωση στα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη 7

(15) ότι η Δανία, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 12 σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία, γνωστοποίησε, στο πλαίσιο της απόφασης του Εδιμβούργου της 12ης Δεκεμβρίου 1992, ότι δεν θα συμμετάσχει στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης 7 ότι, επομένως, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του εν λόγω πρωτοκόλλου, όλα τα άρθρα και οι διατάξεις της συνθήκης και του καταστατικού που αφορούν παρεκκλίσεις ισχύουν έναντι της Δανίας 7

(16) ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του πρωτοκόλλου αριθ. 11 σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, το άρθρο 34 του καταστατικού δεν ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο, εκτός εάν συμμετάσχει στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης 7

(17) ότι, ενώ είναι παραδεκτό ότι οι στατιστικές πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων στην ΕΚΤ δεν είναι οι ίδιες για τα συμμετέχοντα και για τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη, το άρθρο 5 του καταστατικού ισχύει τόσο για τα συμμετέχοντα όσο και για τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη 7 ότι αυτό, μαζί με το άρθρο 5 της συνθήκης, συνεπάγεται την υποχρέωση εκπόνησης και εφαρμογής, σε εθνικό επίπεδο, όλων των μέτρων που τα κράτη μέλη θεωρούν κατάλληλα προκειμένου να συλλέξουν τις στατιστικές πληροφορίες που χρειάζονται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων στην ΕΚΤ και να πραγματοποιήσουν εγκαίρως τις προετοιμασίες στον τομέα της στατιστικής προκειμένου να καταστούν συμμετέχοντα κράτη μέλη 7

(18) ότι οι εμπιστευτικές στατιστικές πληροφορίες που η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες πρέπει να λαμβάνουν για την εκτέλεση των καθηκόντων του ΕΣΚΤ πρέπει να προστατεύονται κατά τρόπον ώστε να κερδίσουν και να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη των μονάδων παροχής στοιχείων 7 ότι, μόλις εκδοθεί ο παρών κανονισμός, δεν θα υπάρχει πλέον λόγος επίκλησης των διατάξεων σχετικά με το καθεστώς απορρήτου που εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών στατιστικών πληροφοριών σχετικά με τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ, με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (6) 7

(19) ότι το άρθρο 38.1 του καταστατικού ορίζει ότι, τα μέλη των διοικητικών οργάνων και του προσωπικού της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών υποχρεούνται, ακόμη και όταν θα έχουν παύσει να ασκούν τα καθήκοντά τους, να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες οι οποίες, λόγω της φύσης τους, καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου και το άρθρο 38.2 του καταστατικού ορίζει ότι, τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε στοιχεία που καλύπτονται από κοινοτική νομοθεσία, η οποία επιβάλλει υποχρέωση απορρήτου, υπόκεινται στην εν λόγω νομοθεσία 7

(20) ότι για οποιαδήποτε παράβαση, διαπραχθείσα είτε εκ προθέσεως είτε από αμέλεια, των κανόνων που δεσμεύουν τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ, τα μέλη υπόκεινται σε πειθαρχικές κυρώσεις και, αν κριθεί κατάλληλο, σε δικαστικές ποινές για την παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου, με την επιφύλαξη των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 12 και 18 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 7

(21) ότι η ενδεχόμενη χρήση στατιστικών πληροφοριών για την εκτέλεση των καθηκόντων που πρέπει να πραγματοποιούνται μέσω του ΕΣΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 105 της συνθήκης, ενώ περιορίζει τον συνολικό φόρτο εργασίας, σχετικά με την παροχή στατιστικών στοιχείων, συνεπάγεται ότι το καθεστώς απορρήτου που ορίζεται στον παρόντα κανονισμό πρέπει να διαφέρει σε κάποιο βαθμό από τις γενικές κοινοτικές και διεθνείς αρχές που διέπουν το στατιστικό απόρρητο, και συγκεκριμένα από τις διατάξεις που αφορούν το στατιστικό απόρρητο στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1997, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές (7) 7 ότι, με την επιφύλαξη του παρόντος σημείου, η ΕΚΤ θα λάβει υπόψη της τις αρχές που διέπουν τις κοινοτικές στατιστικές, όπως καθορίζονται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 7

(22) ότι το καθεστώς απορρήτου που ορίζεται στον παρόντα κανονισμό ισχύει μόνο για τις εμπιστευτικές στατιστικές πληροφορίες που διαβιβάζονται στην ΕΚΤ για την εκτέλεση των καθηκόντων του ΕΣΚΤ, και δεν επηρεάζει ειδικές εθνικές ή κοινοτικές διατάξεις σχετικά με τη διαβίβαση άλλης φύσεως πληροφοριών στην ΕΚΤ 7 ότι πρέπει να τηρούνται οι κανόνες σχετικά με το στατιστικό απόρρητο που εφαρμόζουν τα εθνικά στατιστικά ινστιτούτα και η Επιτροπή για τις στατιστικές πληροφορίες που συλλέγουν για λογαριασμό τους 7

(23) ότι, για τους σκοπούς του άρθρου 5.1 του καταστατικού, η ΕΚΤ υποχρεούται να συνεργάζεται στον τομέα της στατιστικής με τα κοινοτικά όργανα ή οργανισμούς, με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς 7 ότι η ΕΚΤ και η Επιτροπή θα προβούν σε κατάλληλες μορφές συνεργασίας στον τομέα της στατιστικής προκειμένου να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά, προσπαθώντας να ελαχιστοποιήσουν τον φόρτο εργασίας των μονάδων παροχής στοιχείων 7

(24) ότι το ΕΣΚΤ και η ΕΚΤ επιφορτίσθηκαν με το καθήκον να καταρτίσουν τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων προκειμένου για τη ζώνη του ευρώ, προκειμένου να μπορέσουν να λειτουργήσουν πλήρως κατά το τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (εφεξής «τρίτο στάδιο») 7 ότι η έγκαιρη προετοιμασία στον τομέα της στατιστικής είναι αναγκαία προκειμένου να μπορέσει το ΕΣΚΤ να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του κατά το τρίτο στάδιο 7 ότι ένα βασικό στοιχείο της προετοιμασίας είναι η έκδοση, πριν από το τρίτο στάδιο, στατιστικών κανονισμών της ΕΚΤ 7 ότι είναι επιθυμητό να ενημερωθούν οι φορείς της αγοράς κατά τη διάρκεια του 1998 σχετικά με τις λεπτομερείς διατάξεις τις οποίες η ΕΚΤ κρίνει ενδεχομένως αναγκαίο να θεσπίσει για την εφαρμογή των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων 7 ότι είναι, ως εκ τούτου, αναγκαίο να δοθεί στην ΕΚΤ, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, κανονιστική εξουσία 7

(25) ότι οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά μόνον εάν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη στο σύνολό τους έχουν θεσπίσει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι εθνικές αρχές τους διαθέτουν τις εξουσίες να συνεργαστούν πλήρως με την ΕΚΤ και να τη συνδράμουν στη διαδικασία επαλήθευσης και υποχρεωτικής συλλογής στατιστικών πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 5 της συνθήκης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

1. «υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων στην ΕΚΤ», οι στατιστικές πληροφορίες που οι μονάδες παροχής στοιχείων υποχρεούνται να παρέχουν και οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του ΕΣΚΤ 7

2. «μονάδες παροχής στοιχείων», τα νομικά και φυσικά πρόσωπα και οι θεσμικές μονάδες που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, τα οποία υπόκεινται στις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων στην ΕΚΤ 7

3. «συμμετέχον κράτος μέλος», το κράτος μέλος που έχει υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα σύμφωνα με τη συνθήκη 7

4. «κάτοικος» και «έχων κατοικία», οποιοσδήποτε έχει ένα επίκεντρο οικονομικού ενδιαφέροντος στην οικονομική επικράτεια μιας χώρας, όπως περιγράφεται στο παράρτημα Α 7 στο πλαίσιο αυτό, με τους όρους «διασυνοριακές θέσεις» και «διασυνοριακές συναλλαγές» νοούνται αντίστοιχα οι θέσεις και οι συναλλαγές στα στοιχεία ενεργητικού ή/και παθητικού των κατοίκων των συμμετεχόντων κρατών μελών οι οποίοι θεωρούνται ως μία οικονομική επικράτεια έναντι των κατοίκων των μη συμμετεχόντων κρατών μελών ή/και των κατοίκων τρίτων χωρών 7

5. «διεθνής επενδυτική θέση», ο ισολογισμός του αποθέματος των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού και παθητικού 7

6. «ηλεκτρονικό χρήμα», μια ηλεκτρονική αποθήκη νομισματικής αξίας σε κάποια τεχνική συσκευή, συμπεριλαμβανομένων των προπληρωμένων καρτών, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρέως για τη διενέργεια πληρωμών σε θεσμικές μονάδες εκτός από τον εκδότη χωρίς απαραίτητα την ανάμειξη τραπεζικών λογαριασμών κατά τη συναλλαγή, αλλά η οποία λειτουργεί ως ένας προπληρωμένος τίτλος στον κομιστή.

Άρθρο 2

Πληθυσμός αναφοράς παροχής στοιχείων

1. Για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων στην ΕΚΤ, η ΕΚΤ, με τη βοήθεια των εθνικών κεντρικών τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 5.2 του καταστατικού, έχει το δικαίωμα να συλλέγει στατιστικές πληροφορίες εντός των ορίων του πληθυσμού αναφοράς παροχής στοιχείων αναφορικά με οτιδήποτε είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση των καθηκόντων του ΕΣΚΤ.

2. Ο πληθυσμός αναφοράς παροχής στοιχείων περιλαμβάνει τις ακόλουθες μονάδες παροχής στοιχείων:

α) νομικά και φυσικά πρόσωπα που υπάγονται στους υποτομείς «Κεντρική τράπεζα», «Λοιποί νομισματικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί» και «Λοιποί ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, εκτός από τις ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία», όπως περιγράφονται στο παράρτημα Β, και οι οποίοι έχουν έδρα σε ένα κράτος μέλος, στο βαθμό που απαιτείται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων στην ΕΚΤ στον τομέα των χρηματικών και τραπεζικών στατιστικών και των στατιστικών των συστημάτων πληρωμών 7

β) ταχυδρομικές υπηρεσίες απευθείας μεταφοράς χρηματικών ποσών, στο βαθμό που απαιτείται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων στην ΕΚΤ στον τομέα των χρηματικών και τραπεζικών στατιστικών και των στατιστικών των συστημάτων πληρωμών 7

γ) νομικά και φυσικά πρόσωπα που έχουν κατοικία σε ένα κράτος μέλος, στο βαθμό που κατέχουν διασυνοριακές θέσεις ή εκτελούν διασυνοριακές συναλλαγές και οι στατιστικές πληροφορίες αναφορικά με τις εν λόγω θέσεις ή συναλλαγές είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων στον τομέα της στατιστικής για το ισοζύγιο πληρωμών ή τη διεθνή επενδυτική θέση 7

δ) νομικά και φυσικά πρόσωπα που έχουν κατοικία σε ένα κράτος μέλος, στο βαθμό που οι στατιστικές πληροφορίες που παρέχουν σχετικά με τους τίτλους ή το ηλεκτρονικό χρήμα είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων στην ΕΚΤ.

3. Μια θεσμική μονάδα που θα μπορούσε διαφορετικά να καλύπτεται από τον ορισμό της παραγράφου 2, αλλά η οποία σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία της χώρας στην οποία κατοικεί δεν αποτελεί ούτε νομικό πρόσωπο ούτε σύνολο φυσικών προσώπων, ενώ μπορεί να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αποτελεί μονάδα παροχής στοιχείων. H υποχρέωση παροχής στατιστικών στοιχείων μιας τέτοιας θεσμικής μονάδας εκπληρώνεται από τα πρόσωπα που την εκπροσωπούν νόμιμα.

Όταν ένα νομικό πρόσωπο, ένα σύνολο φυσικών προσώπων ή μια θεσμική μονάδα όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, έχει υποκατάστημα εγκατεστημένο σε άλλη χώρα, το υποκατάστημα αποτελεί ανεξάρτητη μονάδα παροχής στοιχείων, ανεξάρτητα από το που είναι εγκατεστημένο το κεντρικό κατάστημα, στο βαθμό που το υποκατάστημα πληρεί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2, με εξαίρεση την ανάγκη να διαθέτει χωριστή νομική προσωπικότητα. Όσα υποκαταστήματα είναι εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος μέλος θεωρούνται ως ενιαίο υποκατάστημα όταν υπάγονται στον ίδιο υποτομέα της οικονομίας. Η υποχρέωση ενός υποκαταστήματος να παρέχει στατιστικά στοιχεία εκπληρώνεται από τα πρόσωπα που το εκπροσωπούν νόμιμα.

Άρθρο 3

Όροι για τον καθορισμό των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων

Για τον καθορισμό και την ανάθεση των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων, η ΕΚΤ προσδιορίζει τον πραγματικό πληθυσμό παροχής στοιχείων εντός των ορίων του πληθυσμού αναφοράς παροχής στοιχείων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2. Με την επιφύλαξη της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων, η ΕΚΤ:

α) περιορίζει στο ελάχιστο τον φόρτο εργασίας για την παροχή στατιστικών στοιχείων, μεταξύ των άλλων μέσω της όσο το δυνατόν συχνότερης χρήσης υφιστάμενων στατιστικών 7

β) λαμβάνει υπόψη κοινοτικά και διεθνή στατιστικά πρότυπα 7

γ) μπορεί, ολικώς ή εν μέρει, να εξαιρέσει συγκεκριμένες κατηγορίες μονάδων παροχής στοιχείων από τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων που θέτει.

Άρθρο 4

Υποχρεώσεις των κρατών μελών

Τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν μόνα τους την οργάνωση στον τομέα της στατιστικής και συνεργάζονται πλήρως με το ΕΣΚΤ προκειμένου να διασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 5 του καταστατικού.

Άρθρο 5

Κανονιστική εξουσία της ΕΚΤ

1. Η ΕΚΤ μπορεί να εκδίδει κανονισμούς για τον καθορισμό και την επιβολή των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων που θέτει στον πραγματικό πληθυσμό παροχής στοιχείων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

2. Προκειμένου να εγγυηθούν τη συνοχή που είναι απαραίτητη για την παραγωγή στατιστικών που πληρούν τις αντίστοιχες απαιτήσεις τους για παροχή πληροφοριών, η ΕΚΤ ζητά τη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με τα σχέδια κανονισμών στις περιπτώσεις που υπάρχει σχέση με τις στατιστικές απαιτήσεις της Επιτροπής. Η επιτροπή στατιστικής επί θεμάτων νομισματικών, χρηματοπιστωτικών και ισοζυγίου πληρωμών συμμετέχει, στα όρια των αρμοδιοτήτων της, στη διαδικασία συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και της ΕΚΤ.

Άρθρο 6

Δικαίωμα επαλήθευσης και υποχρεωτική συλλογή στατιστικών πληροφοριών

1. Αν μια μονάδα παροχής στοιχείων, εγκατεστημένη σε ένα συμμετέχον κράτος μέλος, είναι ύποπτη για παράβαση, όπως ορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων στην ΕΚΤ, η ΕΚΤ και, σύμφωνα με το άρθρο 5.2 του καταστατικού, η εθνική κεντρική τράπεζα του ενδιαφερόμενου συμμετέχοντος κράτους μέλους, έχουν το δικαίωμα να επαληθεύσουν την ακρίβεια και την ποιότητα των στατιστικών πληροφοριών και να προβούν στην υποχρεωτική συλλογή τους. Ωστόσο, στην περίπτωση που οι σχετικές στατιστικές πληροφορίες είναι απαραίτητες προκειμένου να καταδειχτεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για τα ελάχιστα αποθεματικά, η επαλήθευση θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, της σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων αποθεματικών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (8). Το δικαίωμα επαλήθευσης των στατιστικών πληροφοριών ή εκτέλεσης της υποχρεωτικής συλλογής τους, περιλαμβάνει το δικαίωμα:

α) απαίτησης για υποβολή εγγράφων 7

β) εξέτασης των βιβλίων και των μητρώων των μονάδων παροχής στοιχείων 7

γ) λήψης αντιγράφων ή αποσπασμάτων από τα εν λόγω βιβλία και μητρώα και

δ) λήψης γραπτών ή προφορικών εξηγήσεων.

2. Η ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα ειδοποιεί εγγράφως την μονάδα παροχής στοιχείων για την απόφασή τη να προβεί σε επαλήθευση των στατιστικών πληροφοριών ή σε υποχρεωτική συλλογή τους, προσδιορίζοντας τη χρονική προθεσμία που παραχωρείται για τη συμμόρφωση με την αίτηση επαλήθευσης, τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης και το δικαίωμα ελέγχου. Η ΕΚΤ και η ενδιαφερόμενη εθνική κεντρική τράπεζα αλληλοενημερώνονται σχετικά με τις εν λόγω αιτήσεις επαλήθευσης.

3. Για την επαλήθευση και την υποχρεωτική συλλογή στατιστικών πληροφοριών, ακολουθούνται διαδικασίες σε εθνικό επίπεδο. Τα έξοδα της διαδικασίας τα αναλαμβάνει η ενδιαφερόμενη μονάδα παροχής στοιχείων, εάν αποδειχθεί ότι η μονάδα παροχής στοιχείων έχει παραβεί τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων.

4. Η ΕΚΤ μπορεί να εκδίδει κανονισμούς εξειδικεύοντας τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες μπορεί να ασκηθεί το δικαίωμα επαλήθευσης ή εκτέλεσης της υποχρεωτικής συλλογής στατιστικών πληροφοριών.

5. Εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους, οι εθνικές αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών παρέχουν την απαραίτητη βοήθεια στην ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες κατά την άσκηση των εξουσιών που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

6. Όταν μια μονάδα παροχής στοιχείων αντιτίθεται ή παρεμποδίζει τη διαδικασία επαλήθευσης ή την υποχρεωτική συλλογή των απαιτούμενων στατιστικών πληροφοριών, το συμμετέχον κράτος μέλος, στο οποίο βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της μονάδας παροχής στοιχείων παρέχει την απαραίτητη βοήθεια, εξασφαλίζοντας μεταξύ των άλλων στην ΕΚΤ και στην εθνική κεντρική τράπεζα την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της μονάδας παροχής στοιχείων, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η άσκηση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 7

Επιβολή κυρώσεων

1. Η ΕΚΤ έχει την εξουσία να επιβάλλει τις κυρώσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο στις μονάδες παροχής στοιχείων που έχουν την υποχρέωση να υποβάλλουν στατιστικά στοιχεία, είναι κάτοικοι ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους και δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό ή από τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της ΕΚΤ που καθορίζουν και επιβάλλουν τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων στην ΕΚΤ.

2. Η υποχρέωση διαβίβασης ορισμένων στατιστικών πληροφοριών στην ΕΚΤ ή στις εθνικές κεντρικές τράπεζες, θεωρείται ότι έχει παραβιαστεί εάν:

α) δεν έχει ληφθεί καμία στατιστική πληροφορία από την ΕΚΤ ή από την εθνική κεντρική τράπεζα, έως της καθορισμένης ημερομηνίας, ή

β) η στατιστική πληροφορία είναι λανθασμένη, ελλιπής, ή κατά κάποιο τρόπο δεν πληροί την υποχρέωση.

3. Η υποχρέωση να επιτρέπεται στην ΕΚΤ και στις εθνικές κεντρικές τράπεζες να προβαίνουν σε επαλήθευση της ακρίβειας και της ποιότητας των στατιστικών πληροφοριών που έχουν παράσχει οι μονάδες παροχής στοιχείων στην ΕΚΤ ή στην εθνική κεντρική τράπεζα, θεωρείται ότι έχει παραβιαστεί κάθε φορά που η μονάδα παροχής στοιχείων παρεμποδίζει την εν λόγω δραστηριότητα. Η εν λόγω παρεμπόδιση περιλαμβάνει, χωρίς να περιορίζεται μόνο σ' αυτά, την αφαίρεση εγγράφων και την αποτροπή της ΕΚΤ ή της εθνικής κεντρικής τράπεζας από τη φυσική πρόσβαση, η οποία είναι απαραίτητη γι' αυτές, προκειμένου να εκτελέσουν το καθήκον τους επαλήθευσης ή υποχρεωτικής συλλογής των στοιχείων.

4. Η ΕΚΤ μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις σε μια μονάδα παροχής στοιχείων, ως εξής:

α) στην περίπτωση παράβασης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), καταβολή χρηματικής ποινής που δεν υπερβαίνει τα 10 000 ευρώ ημερησίως, ενώ το συνολικό πρόστιμο δεν υπερβαίνει τα 100 000 ευρώ 7

β) στην περίπτωση παράβασης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β), πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα 200 000 ευρώ και

γ) στην περίπτωση παράβασης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3, πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα 200 000 ευρώ.

5. Οι κυρώσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 4 προστίθενται στην υποχρέωση της μονάδας παροχής στοιχείων να καλύψει τις δαπάνες της διαδικασίας επαλήθευσης και υποχρεωτικής συλλογής πληροφοριών, όπως ορίζει το άρθρο 6 παράγραφος 3.

6. Κατά την άσκηση των εξουσιών που προβλέπει το παρόν άρθρο, η ΕΚΤ ενεργεί σύμφωνα με τις αρχές και τις διαδικασίες που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98.

Άρθρο 8

Καθεστώς απορρήτου

1. Στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και για τους σκοπούς του καθεστώτος απορρήτου που διέπει τις στατιστικές πληροφορίες, οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του ΕΣΚΤ, η στατιστική πληροφορία θεωρείται εμπιστευτική όταν επιτρέπει την αναγνώριση της ταυτότητας των μονάδων παροχής στοιχείων ή οποιουδήποτε άλλου νομικού προσώπου, φυσικού προσώπου, θεσμικής μονάδας ή υποκαταστήματος, είτε άμεσα από το όνομά τους, τη διεύθυνσή τους ή από έναν επίσημο κωδικό ταυτότητας, είτε έμμεσα διά της επαγωγικής μεθόδου, αποκαλύπτοντας σε αυτή την περίπτωση πληροφορία προσωπικής φύσης. Προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσο μια μονάδα παροχής στοιχείων ή οποιοδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο, φυσικό πρόσωπο, θεσμική μονάδα ή υποκατάστημα μπορούν να αναγνωριστούν, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα μέσα που μπορούν εύλογα να χρησιμοποιηθούν από κάποιο τρίτο μέρος με σκοπό την αναγνώριση της ταυτότητας της εν λόγω μονάδας παροχής στοιχείων ή οποιουδήποτε άλλου νομικού προσώπου, φυσικού προσώπου, θεσμικής μονάδας ή υποκαταστήματος. Η στατιστική πληροφορία που προέρχεται από πηγές που τίθενται στη διάθεση του κοινού σύμφωνα με τον εθνικό νόμο δεν είναι εμπιστευτική.

2. Η διαβίβαση εμπιστευτικής στατιστικής πληροφορίας από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες στην ΕΚΤ πραγματοποιείται στο βαθμό και στο επίπεδο της λεπτομέρειας που απαιτείται για την εκπλήρωση των καθηκόντων που πραγματοποιούνται μέσω του ΕΣΚΤ, όπως περιγράφονται στο άρθρο 105 της συνθήκης.

3. Οι μονάδες παροχής στοιχείων ενημερώνονται σχετικά με τον τρόπο χρήσης της στατιστικής ή άλλης διοικητικής πληροφορίας που έχουν παράσχει. Οι μονάδες παροχής στοιχείων έχουν το δικαίωμα να ενημερώνονται για τη νομική βάση που χρησιμοποιήθηκε για τη διαβίβαση και τα προστατευτικά μέτρα που θεσπίστηκαν.

4. Η ΕΚΤ χρησιμοποιεί τη στατιστική πληροφορία που της έχει διαβιβαστεί αποκλειστικά και μόνο για την άσκηση των καθηκόντων του ΕΣΚΤ, εκτός εάν:

α) η μονάδα παροχής στοιχείων ή το νομικό πρόσωπο, το φυσικό πρόσωπο, η θεσμική μονάδα ή το υποκατάστημα των οποίων μπορεί να αναγνωριστεί η ταυτότητα, έχουν δώσει ρητώς τη συγκατάθεσή τους για τη χρήση της εν λόγω στατιστικής πληροφορίας για άλλους σκοπούς, ή

β) για την παραγωγή συγκεκριμένων κοινοτικών στατιστικών, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και της ΕΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97, ή

γ) για να επιτραπεί στους φορείς επιστημονικής έρευνας η πρόσβαση σε εμπιστευτικές στατιστικές πληροφορίες που δεν επιτρέπουν την άμεση αναγνώριση της ταυτότητας, με την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας και με την προηγούμενη ρητή συγκατάθεση της εθνικής αρχής που παρέχει την πληροφορία.

5. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούν τις εμπιστευτικές στατιστικές πληροφορίες που έχουν συλλέξει για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων της ΕΚΤ αποκλειστικά και μόνο για την άσκηση των καθηκόντων του ΕΣΚΤ, εκτός:

α) εάν μονάδα παροχής στοιχείων ή οποιοδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο, φυσικό πρόσωπο, θεσμική μονάδα ή υποκατάστημα του οποίου μπορεί να αναγνωριστεί η ταυτότητα έχει δώσει ρητώς τη συγκατάθεσή του για τη χρήση της εν λόγω στατιστικής πληροφορίας για άλλους σκοπούς, ή

β) εάν χρησιμοποιείται σε εθνικό επίπεδο για στατιστικούς σκοπούς κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των εθνικών στατιστικών αρχών και της εθνικής κεντρικής τράπεζας ή για την παραγωγή κοινοτικών στατιστικών, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97, ή

γ) εάν χρησιμοποιείται στον τομέα της προληπτικής εποπτείας ή για την εκτέλεση, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 4 του καταστατικού, λειτουργιών άλλων από εκείνες που καθορίζονται στο καταστατικό, ή

δ) εάν χρησιμοποιείται προκειμένου να επιτραπεί η πρόσβαση των οργανισμών επιστημονικής έρευνας σε εμπιστευτική στατιστική πληροφορία που δεν επιτρέπει την άμεση αναγνώριση της ταυτότητας.

6. Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει τις εμπιστευτικές στατιστικές πληροφορίες που έχουν συλλεχθεί για σκοπούς άλλους, ή όχι μόνο με σκοπό τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων της ΕΚΤ από το να χρησιμοποιηθούν για την εκπλήρωση των εν λόγω σκοπών.

7. Το παρόν άρθρο ισχύει μόνο για τη συλλογή και τη διαβίβαση εμπιστευτικών στατιστικών πληροφοριών με σκοπό την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων της ΕΚΤ 7 δεν επηρεάζει ειδικές εθνικές ή κοινοτικές διατάξεις που σχετίζονται με τη διαβίβαση πληροφοριών άλλου χαρακτήρα στην ΕΚΤ.

8. Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Στην περίπτωση δεδομένων που συλλέγονται από εθνικά στατιστικά ινστιτούτα και την Επιτροπή και τα οποία υποβάλλονται στην ΕΚΤ, ο παρών κανονισμός ισχύει, όσον αφορά το στατιστικό απόρρητο, υπό την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97.

9. Η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα κανονιστικά, διοικητικά, τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν την προστασία των εμπιστευτικών στατιστικών πληροφοριών. Η ΕΚΤ καθορίζει τους κοινούς κανόνες και τα ελάχιστα πρότυπα για την αποφυγή παράνομης αποκάλυψης και μη εξουσιοδοτημένης χρήσης των πληροφοριών. Τα μέτρα προστασίας ισχύουν για όλες τις εμπιστευτικές στατιστικές πληροφορίες, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1.

10. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των εμπιστευτικών στατιστικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων και των κατάλληλων μέτρων επιβολής κυρώσεων από τα κράτη μέλη σε περίπτωση παράβασης.

Άρθρο 9

Τελικές διατάξεις

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Το άρθρο 5, το άρθρο 6 παράγραφος 4 και το άρθρο 8 παράγραφος 9 εφαρμόζονται από την ημερομηνία της έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Τα λοιπά άρθρα εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 1999.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 23 Νοεμβρίου 1998.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

R. EDLINGER

(1) ΕΕ C 246 της 6. 8. 1998, σ. 12.

(2) ΕΕ C 328 της 26. 10. 1998.

(3) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1998 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4) ΕΕ L 310 της 30. 11. 1996, σ. 1.

(5) Βλέπε σελίδα 4 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(6) ΕΕ L 281 της 23. 11. 1995, σ. 31.

(7) ΕΕ L 52 της 22. 2. 1997, σ. 1.

(8) Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

2.04. Οι μονάδες, είτε θεσμικές είτε τοπικές μονάδες οικονομικής δραστηριότητας είτε ομοιογενούς παραγωγής, που αποτελούν την οικονομία μιας χώρας, και οι συναλλαγές των οποίων καταγράφονται στο ΕΣΟΛ, είναι αυτές που έχουν επίκεντρο του οικονομικού ενδιαφέροντός τους την οικονομική επικράτεια της χώρας αυτής. Οι μονάδες αυτές, γνωστές ως μονάδες μόνιμοι κάτοικοι, μπορούν να έχουν ή να μην έχουν την εθνικότητα της εν λόγω χώρας, να έχουν ή να μην έχουν νομική προσωπικότητα και να είναι ή να μην είναι παρούσες στην οικονομική επικράτεια της χώρας κατά το χρόνο που πραγματοποιούν μια συναλλαγή. Αφού ορίστηκαν, με τον τρόπο αυτό, τα όρια της οικονομικής επικράτειας με βάση τις μονάδες μονίμους κατοίκους, πρέπει να οριστούν και οι έννοιες των όρων οικονομική επικράτεια και επίκεντρο οικονομικού ενδιαφέροντος.

2.05. Ο όρος «οικονομική επικράτεια» σημαίνει:

α) τη γεωγραφική επικράτεια η οποία διοικείται από μια κυβέρνηση και μέσα στην οποία τα πρόσωπα, τα εμπορεύματα, οι υπηρεσίες και τα κεφάλαια κινούνται ελεύθερα 7

β) οποιεσδήποτε ελεύθερες ζώνες, περιλαμβανομένων των τελωνειακών αποθηκών και των εργοστασίων υπό τελωνειακό έλεγχο 7

γ) τον εθνικό εναέριο χώρο, τα χωρικά ύδατα και την υφαλοκρηπίδα που προεκτείνεται σε διεθνή ύδατα, όπου η χώρα έχει αποκλειστικά δικαιώματα (1) 7

δ) τους εδαφικούς θύλακες που βρίσκονται έξω από τη γεωγραφική επικράτεια, δηλαδή γεωγραφικές περιοχές που βρίσκονται στην αλλοδαπή και που χρησιμοποιούνται, σύμφωνα με διεθνείς συμβάσεις ή διακρατικές συμφωνίες, από κυβερνητικούς φορείς της χώρας (πρεσβείες, προξενεία, στρατιωτικές βάσεις, επιστημονικές βάσεις, κ.λπ.) 7

ε) τα κοιτάσματα πετρελαίου, φυσικού αερίου, κ.λπ. που βρίσκονται σε διεθνή ύδατα έξω από την υφαλοκρηπίδα της χώρας και την εκμετάλλευση των οποίων έχουν μονάδες μόνιμοι κάτοικοι της επικράτειας, όπως ορίστηκε στα προηγούμενα στοιχεία.

2.06. Η οικονομική επικράτεια δεν περιλαμβάνει τους εδαφικούς θύλακες που βρίσκονται μέσα στη γεωγραφική επικράτεια και οι οποίοι απολαύουν ετεροδικίας [δηλαδή τα τμήματα της γεωγραφικής επικράτειας της ίδιας της χώρας που χρησιμοποιούνται από κυβερνητικούς φορείς άλλων χωρών, από τα Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από διεθνείς οργανισμούς, σύμφωνα με διεθνείς συμβάσεις ή διακρατικές συμφωνίες (2)].

2.07. Ο όρος «επίκεντρο οικονομικού ενδιαφέροντος» υποδηλώνει το γεγονός ότι υπάρχει κάποιος τόπος μέσα στην οικονομική επικράτεια, στον οποίο ή από τον οποίο μια μονάδα πραγματοποιεί και προτίθεται να συνεχίσει να πραγματοποιεί οικονομικές δραστηριότητες και συναλλαγές σε σημαντική κλίμακα, είτε επί απεριόριστο χρόνο είτε για ένα ορισμένο αλλά, οπωσδήποτε, μεγάλο χρονικό διάστημα (τουλάχιστον ένα έτος). Αυτό σημαίνει ότι μια μονάδα που πραγματοποιεί τέτοιες συναλλαγές στην οικονομική επικράτεια περισσότερων της μίας χωρών, θεωρείται ότι έχει επίκεντρο οικονομικού ενδιαφέροντος σε καθεμία από αυτές. Η κυριότητα γης και κτιρίων μέσα στην οικονομική επικράτεια θεωρείται επαρκής για να θεωρηθεί ότι ο ιδιοκτήτης έχει επίκεντρο οικονομικού ενδιαφέροντος στη χώρα αυτή.

2.08. Με βάση αυτούς τους ορισμούς, οι μονάδες που θεωρούνται ως μόνιμοι κάτοικοι μιας χώρας μπορούν να υποδιαιρεθούν ως εξής:

α) μονάδες που ασχολούνται κατά κύριο λόγο με την παραγωγή, τη χρηματοδότηση, την ασφάλιση ή την αναδιανομή, όσον αφορά όλες τις συναλλαγές τους εκτός από αυτές που συνδέονται με την κυριότητα γης και κτιρίων 7

β) μονάδες που έχουν κατά κύριο λόγο σχέση με την κατανάλωση (3), όσον αφορά όλες τις συναλλαγές τους εκτός από αυτές που συνδέονται με την ιδιοκτησία γης και κτιρίων 7

γ) όλες οι μονάδες με την ιδιότητά τους ως ιδιοκτητών γης και κτιρίων, εκτός από τους ιδιοκτήτες θυλάκων που απολαύουν ετεροδικίας, οι οποίοι αποτελούν μέρος της οικονομικής επικράτειας άλλων χωρών ή είναι κράτη sui generis (βλέπε σημείο 2.06).

2.09. Στην περίπτωση των μονάδων που ασχολούνται κατά κύριο λόγο με την παραγωγή, τη χρηματοδότηση, την ασφάλιση ή την αναδιανομή, όσον αφορά όλες τις συναλλαγές τους εκτός από αυτές που συνδέονται με την κυριότητα γης και κτιρίων, μπορούμε να διακρίνουμε τις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

α) δραστηριότητα που διεξάγεται αποκλειστικά στην οικονομική επικράτεια της χώρας: οι μονάδες που διεξάγουν τέτοια δραστηριότητα είναι μονάδες μόνιμοι κάτοικοι της χώρας 7

β) δραστηριότητα που διεξάγεται για ένα έτος ή περισσότερο στις οικονομικές επικράτειες αρκετών χωρών: μόνον εκείνο το τμήμα της μονάδας που έχει ένα επίκεντρο οικονομικού ενδιαφέροντος στην οικονομική επικράτεια της χώρας θεωρείται μονάδα μόνιμος κάτοικος. Αυτή μπορεί να είναι:

1. είτε θεσμική μονάδα μόνιμος κάτοικος, οι δραστηριότητες της οποίας, που διεξάγονται στην αλλοδαπή για ένα έτος ή μεγαλύτερο διάστημα, εξαιρούνται ή αντιμετωπίζονται χωριστά (4), ή

2. είτε οιονεί μονάδα μόνιμος κάτοικος, όσον αφορά τη δραστηριότητα που διεξήχθη στη χώρα για διάστημα ενός έτους ή περισσότερο από μονάδα που είναι μόνιμος κάτοικος άλλης χώρας.

2.10. Στην περίπτωση των μονάδων που έχουν σχέση, κατά κύριο λόγο, με την κατανάλωση, εκτός από τις δραστηριότητες που διενεργούν με την ιδιότητά τους ως ιδιοκτητών γης και κτιρίων, τα νοικοκυριά που έχουν επίκεντρο οικονομικού ενδιαφέροντος στη χώρα θεωρούνται ως μονάδες μόνιμοι κάτοικοι, ακόμη και όταν μεταβαίνουν στο εξωτερικό για σύντομα διαστήματα (μικρότερα από ένα έτος). Συμπεριλαμβάνουν συγκεκριμένα τους ακόλουθους:

α) τους μεθοριακούς εργαζόμενους, δηλαδή τα άτομα που διασχίζουν τα σύνορα καθημερινά για να εργαστούν σε γειτονική χώρα 7

β) τους εποχιακά εργαζόμενους, δηλαδή τα άτομα που εγκαταλείπουν τη χώρα για αρκετούς μήνες, αλλά για διάστημα μικρότερο από ένα έτος, για να εργαστούν σε άλλη χώρα σε τομείς που χρειάζονται κατά περιόδους πρόσθετο εργατικό δυναμικό 7

γ) τους τουρίστες, τους ασθενείς, τους φοιτητές (5), τους επίσημους επισκέπτες, τους επιχειρηματίες, τους πωλητές, τους καλλιτέχνες και τα μέλη πληρωμάτων που ταξιδεύουν στο εξωτερικό 7

δ) το έκτακτο προσωπικό που προσλαμβάνεται επιτόπου για να εργαστεί στους εντός της γεωγραφικής επικράτειας εδαφικούς θύλακες ξένων κυβερνήσεων 7

ε) το προσωπικό των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το προσωπικό πολιτικών ή στρατιωτικών διεθνών οργανισμών που έχουν την έδρα τους σε εδαφικούς θύλακες μέσα στη γεωγραφική επικράτεια, οι οποίοι απολαύουν ετεροδικίας 7

στ) τους επίσημους, πολιτικούς ή στρατιωτικούς, αντιπροσώπους της κυβέρνησης της χώρας (συμπεριλαμβανομένων και των μελών των οικογενειών τους) που είναι εγκατεστημένοι σε εδαφικούς θύλακες έξω από τη γεωγραφική επικράτεια.

2.11. Όλες οι μονάδες με την ιδιότητά τους ως ιδιοκτητών γης ή/και κτιρίων, που αποτελούν τμήμα της οικονομικής επικράτειας, θεωρούνται ως μονάδες μόνιμοι κάτοικοι ή ως οιονεί μονάδες μόνιμοι κάτοικοι της χώρας στην οποία βρίσκονται η εν λόγω γη ή τα εν λόγω κτίρια.

(1) Τα αλιευτικά σκάφη, τα λοιπά πλοία, οι πλωτές εξέδρες και τα αεροσκάφη αντιμετωπίζονται στο ΕΣΟΛ ακριβώς όπως οποιοσδήποτε άλλος κινητός εξοπλισμός, είτε έχουν την κυριότητα ή/και την εκμετάλλευσή τους μονάδες μόνιμοι κάτοικοι της χώρας είτε έχουν την κυριότητά τους μονάδες μη μόνιμοι κάτοικοι και την εκμετάλλευσή τους μονάδες μόνιμοι κάτοικοι. Οι συναλλαγές που αφορούν την κυριότητα (ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου) και τη χρήση (ενοικίαση, ασφάλιση, κ.λπ.) αυτού του είδους εξοπλισμού αποδίδονται στην οικονομία της χώρας της οποίας είναι μόνιμος κάτοικος αυτός ο οποίος έχει την κυριότητα ή/και την εκμετάλλευση αντίστοιχα. Σε περιπτώσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, τεκμαίρεται μεταβολή της κυριότητας.

(2) Οι γεωγραφικές περιοχές που χρησιμοποιούνται από τα Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους διεθνείς οργανισμούς αποτελούν, επομένως, την επικράτεια κρατών sui generis. Το χαρακτηριστικό των κρατών αυτών είναι ότι οι μόνοι μόνιμοι κάτοικοι είναι τα ίδια τα Όργανα [βλέπε σημείο 2.10 στοιχείο ε)].

(3) Η κατανάλωση δεν είναι η μόνη δυνατή δραστηριότητα των νοικοκυριών. Τα νοικοκυριά μπορούν, ως επιχειρήσεις, να αναπτύξουν οποιοδήποτε είδος οικονομικής δραστηριότητας.

(4) Μια τέτοια δραστηριότητα δεν πρέπει να διαχωρίζεται από τις δραστηριότητες της θεσμικής μονάδας παραγωγής μόνον όταν διεξάγεται για χρονικό διάστημα μικρότερο από ένα έτος. Αυτό μπορεί επίσης να γίνει όταν η δραστηριότητα είναι αμελητέα, παρά το γεγονός ότι διεξάγεται για διάστημα ενός έτους ή περισσότερο και, σε όλες τις περιπτώσεις, όταν πρόκειται για την εγκατάσταση εξοπλισμού στην αλλοδαπή. Ωστόσο, μια μονάδα που είναι μόνιμος κάτοικος άλλης χώρας και η οποία αναπτύσσει κατασκευαστική δραστηριότητα στη χώρα για διάστημα μικρότερο του έτους, θεωρείται ότι έχει επίκεντρο οικονομικού ενδιαφέροντος στην οικονομική επικράτεια της χώρας, αν το αποτέλεσμα της κατασκευαστικής δραστηριότητας αποτελεί ακαθάριστη επένδυση πάγιου κεφαλαίου. Επομένως, μια τέτοια μονάδα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως οιονεί μονάδα μόνιμος κάτοικος.

(5) Οι φοιτητές θεωρούνται πάντοτε ως μόνιμοι κάτοικοι, ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος που φοιτούν στο εξωτερικό.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β

ΥΠΟΤΟΜΕΑΣ: ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (S.121)

2.45. Ορισμός: Ο υποτομέας «Κεντρική τράπεζα» (S.121) περιλαμβάνει όλες τις χρηματοδοτικές εταιρείες και οιονεί εταιρείες, η κύρια λειτουργία των οποίων είναι η έκδοση νομίσματος, η διατήρηση της εσωτερικής και εξωτερικής αξίας του νομίσματος και η τήρηση του συνόλου ή μέρους των διεθνών (συναλλαγματικών) αποθεμάτων της χώρας.

2.46. Οι ακόλουθοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κατατάσσονται στον υποτομέα S.121:

α) η εθνική κεντρική τράπεζα, ακόμη και αν αποτελεί μέρος ενός ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών 7

β) κεντρικές νομισματικές υπηρεσίες, κρατικής βασικά προέλευσης (π.χ., υπηρεσίες που διαχειρίζονται ξένο συνάλλαγμα ή εκδίδουν νόμισμα) οι οποίες τηρούν πλήρη σειρά λογαριασμών και έχουν αυτονομία λήψης αποφάσεων σε σχέση με την κεντρική διοίκηση. Ως επί το πλείστον, οι δραστηριότητες αυτές διενεργούνται είτε στα πλαίσια της κεντρικής διοίκησης είτε στα πλαίσια της κεντρικής τράπεζας. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν υπάρχει χωριστή θεσμική μονάδα.

2.47. Ο υποτομέας S.121 δεν περιλαμβάνει τους οργανισμούς και φορείς, εκτός από την κεντρική τράπεζα, οι οποίοι ρυθμίζουν ή εποπτεύουν χρηματοδοτικές εταιρείες ή κεφαλαιαγορές.

ΥΠΟΤΟΜΕΑΣ: ΛΟΙΠΟΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ (S.122)

2.48. Ορισμός: Ο υποτομέας «Λοιποί νομισματικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί» (S.122) περιλαμβάνει όλες τις χρηματοδοτικές εταιρείες και οιονεί εταιρείες εκτός από εκείνες που κατατάσσονται στον υποτομέα «Κεντρική τράπεζα», που ασχολούνται κατά κύριο λόγο με τη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση, και των οποίων η δραστηριότητα συνίσταται στο να δέχονται καταθέσεις ή/και παραπλήσια υποκατάστατα καταθέσεων από θεσμικές μονάδες, εκτός από νομισματικές χρηματοδοτικές εταιρείες και, για δικό τους λογαριασμό, να χορηγούν δάνεια ή/και να πραγματοποιούν επενδύσεις σε χρεόγραφα.

2.49. Στους νομισματικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς (ΝΧΟ), περιλαμβάνονται ο υποτομέας της κεντρικής τράπεζας (S.121) και ο υποτομέας των λοιπών νομισματικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών (S.122). Συμπίπτουν με τους νομισματικούς οργανισμούς για στατιστικούς σκοπούς, όπως ορίζονται από το ΕΝΙ.

2.50. Οι ΝΧΟ δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν απλώς ως «τράπεζες», γιατί μπορεί να περιλαμβάνουν ορισμένες χρηματοδοτικές εταιρείες που ενδεχομένως δεν αυτοχαρακτηρίζονται «τράπεζες», και ορισμένες που σε κάποιες χώρες ίσως δεν επιτρέπεται να φέρουν τον τίτλο της τράπεζας, ενώ ορισμένες άλλες χρηματοδοτικές εταιρείες που αυτοχαρακτηρίζονται ως τράπεζες μπορεί να μην είναι ΝΧΟ στην πραγματικότητα. Γενικά, οι παρακάτω ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κατατάσσονται στον υποτομέα S.122:

α) εμπορικές τράπεζες, «γενικές» τράπεζες, τράπεζες «παντός σκοπού» 7

β) ταμιευτήρια [περιλαμβανομένων των διαχειριστικών ταμιευτηρίων (trustee savings banks), των ταμιευτηρίων και των αποταμιευτικών συνεταιρισμών] 7

γ) ταχυδρομικές τράπεζες και υπηρεσίες ταχυδρομικών επιταγών 7

δ) αγροτικές πιστωτικές τράπεζες, γεωργικές πιστωτικές τράπεζες 7

ε) συνεταιριστικές πιστωτικές τράπεζες, πιστωτικές ενώσεις 7

στ) εξειδικευμένες τράπεζες (π.χ. εμπορικές τράπεζες, εκδοτικά ιδρύματα, ιδιωτικές τράπεζες).

2.51. Οι ακόλουθοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί μπορούν επίσης να καταταχθούν στον υποτομέα S.122 εφόσον στα πλαίσια της λειτουργίας τους εισπράττουν εξοφλητέα κεφάλαια από το κοινό είτε με τη μορφή καταθέσεων είτε με άλλες μορφές, όπως η συνεχής έκδοση ομολόγων και άλλων συγκρίσιμων χρεογράφων. Σε αντίθετη περίπτωση, θα πρέπει να κατατάσσονται στον υποτομέα S.123:

α) εταιρείες που ασχολούνται με τη χορήγηση ενυπόθηκων δανείων (περιλαμβανομένων των κτηματικών εταιρειών (building societies), των κτηματικών τραπεζών και των ιδρυμάτων κτηματικής πίστης) 7

β) αμοιβαία κεφάλαια, επενδυτικά κεφάλαια και λοιπά συλλογικά επενδυτικά σχήματα 7

γ) δημοτικά πιστωτικά ιδρύματα.

2.52. Ο υποτομέας S.122 δεν περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α) εταιρείες holding οι οποίες ελέγχουν μόνο μια ομάδα που αποτελείται κατά κύριο λόγο από άλλους νομισματικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ενώ οι ίδιες δεν είναι λοιποί νομισματικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Αυτές οι εταιρείες κατατάσσονται στον υποτομέα S.123 7

β) μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που είναι αναγνωρισμένα ως ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα που εξυπηρετούν λοιπούς νομισματικούς χρηματοδοτικούς οργανισμούς, αλλά δεν ασχολούνται με χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση.

ΥΠΟΤΟΜΕΑΣ: ΛΟΙΠΟΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ, ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ (S.123)

2.53. Ορισμός: Ο υποτομέας «Λοιποί ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, εκτός από τις ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία» (S.123), περιλαμβάνει όλες τις χρηματοδοτικές εταιρείες και οιονεί εταιρείες οι οποίες έχουν ως κύρια δραστηριότητα τη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση, συνάπτοντας (αναλαμβάνοντας) υποχρεώσεις υπό μορφή διαφορετική από το νόμισμα, τις καταθέσεις ή/και τα παραπλήσια υποκατάστατα των καταθέσεων ή τα τεχνικά ασφαλιστικά αποθεματικά.

2.54. Ο υποτομέας S.123 περιλαμβάνει διάφορα είδη ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, και ιδιαιτέρως αυτούς οι οποίοι ασχολούνται κατά κύριο λόγο με τη μακροπόθεσμη χρηματοδότηση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτός ο κυρίως μακροπρόθεσμος χαρακτήρας αποτελεί τη βάση για τη διάκριση με τον υποτομέα των λοιπών νομισματικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Η διαχωριστική γραμμή με τον υποτομέα των ασφαλιστικών εταιρειών και των συταξιοδοτικών ταμείων μπορεί να καθοριστεί με βάση το γεγονός ότι δεν υπάρχουν τεχνικά ασφαλιστικά αποθεματικά (AF.6).

2.55. Συγκεκριμένα, μπορούν να καταταγούν στον υποτομέα S.123 οι παρακάτω χρηματοδοτικές εταιρείες και οιονεί εταιρείες, εκτός αν είναι ΝΧΟ:

α) εταιρείες που ασχολούνται με χρηματοδοτική μίσθωση 7

β) εταιρείες που ασχολούνται με πίστωση για αγορές με δόσεις και με χορήγηση προσωπικών ή εμπορικών δανείων 7

γ) εταιρείες που ασχολούνται με δραστηριότητες αγοράς απαιτήσεων (φάκτορινγκ) 7

δ) χρηματιστές που ενεργούν συναλλαγές επί χρεογράφων και παράγωγων μέσων (για ίδιο λογαριασμό) 7

ε) εξειδικευμένες χρηματοδοτικές εταιρείες, όπως εταιρείες επιχειρηματικού και αναπτυξιακού κεφαλαίου ή εταιρείες χρηματοδότησης εξαγωγών/εισαγωγών 7

στ) χρηματοδοτικές εταιρείες που δημιουργούνται ειδικά για να είναι κάτοχοι στοιχείων ενεργητικού που έχουν μετατραπεί σε χρεόγραφα 7

ζ) ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που δέχονται καταθέσεις ή/και παραπλήσια υποκατάστατα καταθέσεων μόνο υπό ΝΧΟ 7

η) εταιρείες holding που ελέγχουν και διευθύνουν μόνο μια ομάδα θυγατρικών που ασχολείται κατά κύριο λόγο με χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση ή/και επικουρικές χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, ενώ οι ίδιες δεν είναι χρηματοδοτικές εταιρείες.

2.56. Δεν περιλαμβάνονται στον υποτομέα S.123 τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα και τα οποία εξυπηρετούν άλλες χρηματοδοτικές εταιρείες εκτός από ασφαλιστικές επιχειρήσεις και συνταξιοδοτικά ταμεία, αλλά δεν ασχολούνται με χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση.