Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων αποθεματικών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 318 της 27/11/1998 σ. 0001 - 0003
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 2531/98 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 23ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων αποθεματικών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: το πρωτόκολλο αριθ. 3 για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής «Καταστατικό»), και ιδίως το άρθρο 19.2, τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής «ΕΚΤ») (1), τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2), τη γνώμη της Επιτροπής (3), Ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 106 παράγραφος 6 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, (εφεξής «συνθήκη»), και στο άρθρο 42 του καταστατικού και υπό τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 43.1 του καταστατικού και στην παράγραφο 8 του πρωτοκόλλου αριθ. 11 για ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, Εκτιμώντας: (1) ότι το άρθρο 19.2 σε συνδυασμό με το άρθρο 43.1 του καταστατικού, την παράγραφο 8 του πρωτοκόλλου αριθ. 11 για ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας και την παράγραφο 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 12 σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία, δεν παρέχει κανένα δικαίωμα και δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση σε μη συμμετέχον κράτος μέλος 7 (2) ότι το άρθρο 19.2 του καταστατικού απαιτεί από το Συμβούλιο, μεταξύ άλλων, να ορίσει τη βάση για τα ελάχιστα υποχρεωτικά αποθεματικά και τις μέγιστες επιτρεπόμενες αναλογίες μεταξύ των αποθεματικών αυτών και της βάσης τους 7 (3) ότι το άρθρο 19.2 του καταστατικού απαιτεί επίσης από το Συμβούλιο να ορίσει τις κατάλληλες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με αυτή την υποχρέωση 7 ότι διά του παρόντος ορίζονται ειδικές κυρώσεις 7 ότι ο παρών κανονισμός αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (4) για τις αρχές και διαδικασίες που αφορούν την επιβολή των κυρώσεων και προβλέπει απλουστευμένη διαδικασία για τη επιβολή κυρώσεων στην περίπτωση συγκεκριμένων παραβάσεων 7 ότι, σε περίπτωση σύγκρουσης των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98 και των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, που παρέχει στην ΕΚΤ το δικαίωμα να επιβάλλει κυρώσεις, κατισχύει ο παρών κανονισμός 7 (4) ότι το άρθρο 19.1 του καταστατικού προβλέπει ότι το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ μπορεί να θεσπίζει κανόνες υπολογισμού και προσδιορισμού των ελάχιστων υποχρεωτικών αποθεματικών 7 (5) ότι το σύστημα για την επιβολή ελάχιστων αποθεματικών, προκειμένου να καταστεί αποτελεσματικό μέσο για την εκτέλεση των λειτουργιών της διαχείρισης της χρηματαγοράς και του νομισματικού ελέγχου, πρέπει να διαρθρωθεί κατά τρόπο ώστε η ΕΚΤ να έχει την ευχέρεια και την ευελιξία να επιβάλλει την υποχρέωση ελάχιστων αποθεματικών εντός του πλαισίου και σε συνάρτηση με τις μεταβαλλόμενες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες που ισχύουν στα συμμετέχοντα κράτη μέλη 7 ότι, ως προς το θέμα αυτό, η ΕΚΤ πρέπει να έχει την ευελιξία να ανταποκρίνεται στις νέες τεχνολογίες πληρωμών, όπως η ανάπτυξη ηλεκτρονικού χρήματος 7 ότι η ΕΚΤ μπορεί να επιβάλλει ελάχιστα αποθεματικά για υποχρεώσεις που απορρέουν από εκτός ισολογισμού στοιχεία, ιδίως αυτές οι οποίες είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία του ισολογισμού ή εκτός ισολογισμού είναι συγκρίσιμες με τις υποχρεώσεις που εμφανίζονται στον ισολογισμό, προκειμένου να περιοριστούν οι πιθανότητες καταστρατήγησης 7 (6) ότι η ΕΚΤ, προκειμένου να θεσπίσει τους λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή των ελάχιστων αποθεματικών, συμπεριλαμβανομένων των πραγματικών αναλογιών των αποθεματικών, των κάθε είδους απολαβών αποθεματικών, των ενδεχόμενων εξαιρέσεων από τη διατήρηση ελάχιστων αποθεματικών ή των τυχόν τροποποιήσεων αυτών των υποχρεώσεων, για συγκεκριμένη κατηγορία ή κατηγορίες ιδρυμάτων, υποχρεούται να ενεργεί τηρώντας τους στόχους του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών (εφεξής «ΕΣΚΤ»), όπως αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 105 παράγραφος 1 της συνθήκης και αντικατοπτρίζονται στο άρθρο 2 του καταστατικού 7 ότι αυτό υποδηλώνει, μεταξύ άλλων, την αρχή της αποφυγής πρόκλησης σοβαρών και ανεπιθύμητων φαινομένων επαναπροσδιορισμού των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων και αποδιαμεσολάβησης 7 ότι η επιβολή παρόμοιων ελάχιστων αποθεματικών μπορεί να αποτελεί στοιχείο της χάραξης και της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής της Κοινότητας, που αποτελούν ένα από τα βασικά καθήκοντα του ΕΣΚΤ, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 105 παράγραφος 2 πρώτη περίπτωση της συνθήκης και αντικατοπτρίζεται στο άρθρο 3.1 πρώτη περίπτωση του καταστατικού 7 (7) ότι οι κυρώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, δεν παραβλάπτουν τη δυνατότητα του ΕΣΚΤ να θεσπίζει τις κατάλληλες εκτελεστικές διατάξεις στο πλαίσιο των σχέσεών του με τα αντισυμβαλλόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένου του μερικού ή ολικού αποκλεισμού ενός ιδρύματος από πράξεις νομισματικής πολιτικής σε περίπτωση σοβαρής παράβασης των υποχρεώσεων για ελάχιστα αποθεματικά 7 (8) ότι το ΕΣΚΤ και η ΕΚΤ επιφορτίσθηκαν με την προετοιμασία των μέσων της νομισματικής πολιτικής προκειμένου αυτά να μπορέσουν να λειτουργήσουν πλήρως κατά το τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (εφεξής «τρίτο στάδιο») 7 ότι ένα βασικό στοιχείο της προετοιμασίας είναι η έκδοση, πριν από το τρίτο στάδιο, κανονισμών της ΕΚΤ που θα απαιτούν από τα ιδρύματα να διατηρούν ελάχιστα αποθεματικά από 1ης Ιανουρίου 1999 7 ότι είναι επιθυμητό να ενημερωθούν οι φορείς της αγοράς κατά τη διάρκεια του 1998 σχετικά με τις λεπτομερείς διατάξεις τις οποίες η ΕΚΤ μπορεί να κρίνει αναγκαίο να θεσπίσει, για την εφαρμογή του συστήματος ελάχιστων αποθεματικών 7 ότι είναι ως εκ τούτου αναγκαίο να δοθεί στην ΕΚΤ, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, κανονιστική εξουσία 7 (9) ότι οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού μπορούν να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά στο σύνολό τους μόνον εφόσον τα συμμετέχοντα κράτη μέλη λάβουν τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να εξασφαλίσουν ότι οι αρχές τους διαθέτουν την εξουσία για να συνεργαστούν πλήρως με την ΕΚΤ και να την συνδράμουν κατά τη συλλογή και επαλήθευση των στοιχείων που απαιτούνται από τον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με το άρθρο 5 της συνθήκης, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Ορισμοί Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως: 1. «συμμετέχον κράτος μέλος», ένα κράτος μέλος το οποίο έχει υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα σύμφωνα με τη συνθήκη 7 2. «εθνική κεντρική τράπεζά», η κεντρική τράπεζα του συμμετέχοντος κράτους μέλους 7 3. «ίδρυμα», οποιοσδήποτε φορέας συμμετέχοντος κράτους μέλους από τον οποίο η ΕΚΤ μπορεί να απαιτεί τη διατήρηση ελάχιστων αποθεματικών, σύμφωνα με το άρθρο 19.1 του καταστατικού 7 4. «αναλογία αποθεματικών», το ποσοστό της βάσης των ελάχιστων αποθεματικών, όπως αυτό μπορεί να οριστεί από την ΕΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19.1 του καταστατικού 7 5. «κυρώσεις» τα πρόστιμα, οι περιοδικές χρηματικές ποινές, τα επιτόκια ποινής και οι μη τοκοφόροι καταθέσεις. Άρθρο 2 Δικαίωμα εξαίρεσης ιδρυμάτων Η ΕΚΤ μπορεί, χωρίς διακριτική μεταχείριση, να εξαιρεί ιδρύματα από τα ελάχιστα αποθεματικά, σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζει η ίδια. Άρθρο 3 Βάση για τα ελάχιστα αποθεματικά 1. Η βάση για τα ελάχιστα αποθεματικά, τη διατήρηση των οποίων μπορεί να απαιτήσει η ΕΚΤ από τα ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 19.1 του καταστατικού, περιλαμβάνει, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3: i) υποχρεώσεις του ιδρύματος που απορρέουν από την αποδοχή κεφαλαίων, καθώς και ii) υποχρεώσεις που απορρέουν από εκτός ισολογισμού στοιχεία, αλλά αποκλείει iii) πλήρως ή μερικώς, τις υποχρεώσεις έναντι οποιουδήποτε άλλου ιδρύματος σύμφωνα με τους όρους που θα καθορίσει η ΕΚΤ και iv) τις υποχρεώσεις έναντι της ΕΚΤ ή μιας εθνικής κεντρικής τράπεζας. 2. Όσον αφορά τις υποχρεώσεις υπό τη μορφή διαπραγματεύσιμων χρεωγράφων, η ΕΚΤ μπορεί να ορίσει, εναλλακτικά προς τη διάταξη της παραγράφου 1 σημείο iii), ότι οι υποχρεώσεις ενός ιδρύματος έναντι άλλου εκπίπτουν πλήρως ή μερικώς από τη βάση για τα ελάχιστα αποθεματικά του ιδρύματος προς το οποίο οφείλονται. 3. Η ΕΚΤ μπορεί, χωρίς διακριτική μεταχείριση, να επιτρέψει την εξαίρεση συγκεκριμένων στοιχείων του ενεργητικού από τις κατηγορίες υποχρεώσεων που συμπεριλαμβάνονται στη βάση των ελάχιστων αποθεματικών. Άρθρο 4 Αναλογίες των αποθεματικών 1. Οι αναλογίες των αποθεματικών, που μπορεί να καθορίσει η ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 19.1 του καταστατικού, δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 10 % των σχετικών υποχρεώσεων που συμπεριλαμβάνονται στη βάση για τα ελάχιστα αποθεματικά, μπορούν ωστόσο να είναι 0 %. 2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η ΕΚΤ μπορεί, χωρίς διακριτική μεταχείριση, να καθορίσει διαφορετικές αναλογίες αποθεματικών για συγκεκριμένες κατηγορίες υποχρεώσεων που συμπεριλαμβάνονται στη βάση για τα ελάχιστα αποθεματικά. Άρθρο 5 Κανονιστική εξουσία Για τους σκοπούς των άρθρων 2, 3 και 4, η ΕΚΤ εκδίδει, οσάκις ενδείκνυνται, κανονισμούς ή αποφάσεις. Άρθρο 6 Δικαίωμα συλλογής και επαλήθευσης πληροφοριών 1. Η ΕΚΤ έχει το δικαίωμα να συλλέγει από τα ιδρύματα τις πληροφορίες εκείνες που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των ελάχιστων αποθεματικών. Οι πληροφορίες αυτές είναι εμπιστευτικές. 2. Η ΕΚΤ έχει το δικαίωμα να επαληθεύει την ακρίβεια και την ποιότητα των πληροφοριών που παρέχουν τα ιδρύματα προκειμένου να αποδείξουν ότι συμμορφώνονται με την υποχρέωση των ελάχιστων αποθεματικών. Η ΕΚΤ κοινοποιεί στο ίδρυμα την απόφασή της να επαληθεύσει στοιχεία ή να προβεί στην υποχρεωτική συλλογή τους. 3. Το δικαίωμα επαλήθευσης στοιχείων περιλαμβάνει το δικαίωμα: α) να απαιτεί την υποβολή εγγράφων 7 β) να εξετάζει τα βιβλία και τα μητρώα των ιδρυμάτων 7 γ) τα λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα αυτών των βιβλίων και μητρώων και δ) να λαμβάνει γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις. Όταν ένα ίδρυμα παρακωλύει τη συλλογή ή/και την επαλήθευση των πληροφοριών, το συμμετέχον κράτος μέλος, στο οποίο ευρίσκονται οι σχετικές εγκαταστάσεις, παρέχει την αναγκαία συνδρομή, συμπεριλαμβανομένης της εξασφάλισης της πρόσβασης στα γραφεία του ιδρύματος, προκειμένου να ασκηθούν τα προαναφερθέντα δικαιώματα. 4. Η ΕΚΤ μπορεί να αναθέτει στις εθνικές κεντρικές τράπεζες την άσκηση των δικαιωμάτων στα οποία αναφέρονται οι παράγραφοι 1 έως 3. Σύμφωνα με το άρθρο 34.1 πρώτη περίπτωση του καταστατικού, η ΕΚΤ έχει το δικαίωμα να καθορίζει περαιτέρω με κανονισμό τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να ασκείται το δικαίωμα της επαλήθευσης. Άρθρο 7 Κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης 1. Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν εκπληρώνει καθόλου ή εν μέρει την υποχρέωση ελάχιστων αποθεματικών βάσει του παρόντος κανονισμού και των συναφών κανονισμών ή αποφάσεων της ΕΚΤ, η ΕΚΤ μπορεί να επιβάλλει μία από τις ακόλουθες κυρώσεις: α) καταβολή τόκου με επιτόκιο έως 5 ποσοστιαίες μονάδες άνω του επιτοκίου οριακής χρηματοδότησης του ΕΣΚΤ ή το διπλάσιο του επιτοκίου οριακής χρηματοδότησης του ΕΣΚΤ, εφαρμοζόμενο και στις δύο περιπτώσεις επί του ποσού των ελάχιστων αποθεματικών το οποίο το ίδρυμα δεν διατήρησε 7 β) την υποχρέωση το ενδιαφερόμενο ίδρυμα να ανοίξει μη τοκοφόρο κατάθεση στην ΕΚΤ ή στην εθνική κεντρική τράπεζα έως και το τριπλάσιο του ποσού των ελάχιστων αποθεματικών το οποίο το ίδρυμα δεν διατήρησε. Η προθεσμία λήξης της κατάθεσης δεν υπερβαίνει την περίοδο κατά την οποία το ίδρυμα παραλείπει να διατηρήσει τα ελάχιστα αποθεματικά. 2. Στις περιπτώσεις που επιβάλλεται κύρωση σύμφωνα με την παράγραφο 1, ισχύουν οι αρχές και οι διαδικασίες που θεσπίζονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98. Ωστόσο, το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 3 παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 του εν λόγω κανονισμού δεν εφαρμόζονται και οι περίοδοι που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 6, 7 και 8 του ίδιου κανονισμού μειώνονται στις δεκαπέντε ημέρες. 3. Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό ή τους συναφείς κανονισμούς ή αποφάσεις της ΕΚΤ, εκτός των υποχρεώσεων που ορίζονται στην παράγραφο 1, οι σχετικές κυρώσεις, τα όρια και οι όροι που συνδέονται με αυτή την επιβολή κυρώσεων καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98. Άρθρο 8 Τελικές διατάξεις Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το άρθρο 5 εφαρμόζεται από την ημερομηνία της έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Τα λοιπά άρθρα εφαρμόζονται από 1ης Ιανουαρίου 1999. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 23 Νοεμβρίου 1998. Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος R. EDLINGER (1) ΕΕ C 246 της 6. 8. 1998, σ. 6. (2) ΕΕ C 328 της 26. 10. 1998. (3) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1998 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). (4) Βλέπε σελίδα 4 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.