31998L0031

Οδηγία 98/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 με την οποία τροποποιείται η οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 204 της 21/07/1998 σ. 0013 - 0025


ΟΔΗΓΙΑ 98/31/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1998 με την οποία τροποποιείται η οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 57 παράγραφος 2 πρώτο και τρίτο εδάφιο,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος (3),

Ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β της συνθήκης (4),

Εκτιμώντας:

(1) ότι οι κίνδυνοι από τις συναλλαγές σε βασικά εμπορεύματα και σε παράγωγα μέσα βασικών εμπορευμάτων διέπονται σήμερα από τις διατάξεις της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων (5) 7 ότι η οδηγία 89/647/ΕΟΚ δεν λαμβάνει ωστόσο υπόψη με επαρκή ακρίβεια τους κινδύνους αγοράς που ενέχουν οι θέσεις αυτές 7 ότι είναι αναγκαίο να επεκταθεί η έννοια του «χαρτοφυλακίου συναλλαγών» στις θέσεις σε βασικά εμπορεύματα ή σε παράγωγα μέσα βασικών εμπορευμάτων, οι οποίες κατέχονται για συναλλακτικούς σκοπούς και υπόκεινται κυρίως σε κίνδυνο αγοράς 7 ότι τα ιδρύματα πρέπει να συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία όσον αφορά την κάλυψη των κινδύνων βασικού εμπορεύματος στο σύνολο των δραστηριοτήτων τους 7 ότι η διάπραξη σοβαρών απατών από ορισμένους συναλλασσομένους σε προθεσμιακές συμβάσεις βασικών εμπορευμάτων ανησυχεί όλο και περισσότερο την Κοινότητα και απειλεί την καλή εικόνα και ακεραιότητα των συναλλαγών σε προθεσμιακές συμβάσεις 7 ότι είναι επιθυμητό να εξετασθεί από την Επιτροπή ο καθορισμός κατάλληλου εποπτικού πλαισίου ώστε να αποτραπούν μελλοντικά οι σχετικές απάτες 7

(2) ότι η οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1993, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (6), καθορίζει μια τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τους κινδύνους αγοράς που αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα 7 ότι τα ιδρύματα έχουν αναπτύξει δικά τους συστήματα διαχείρισης κινδύνων (εσωτερικά μοντέλα), τα οποία αποσκοπούν σε μια ακριβέστερη, σε σχέση με την τυποποιημένη μέθοδο, μέτρηση των κινδύνων αγοράς που αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα 7 ότι πρέπει να ενθαρρύνεται η χρησιμοποίηση πιο αξιόπιστων μεθόδων μέτρησης των κινδύνων 7

(3) ότι η χρησιμοποίηση παρόμοιων εσωτερικών μοντέλων για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων προϋποθέτει αυστηρούς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου και πρέπει να υπόκειται στην αναγνώριση και την εποπτεία των αρμόδιων αρχών 7 ότι η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων του εσωτερικού μοντέλου υπολογισμού πρέπει να εξακριβώνεται τακτικά με μια διαδικασία δοκιμαστικών ελέγχων εκ των υστέρων 7

(4) ότι είναι σκόπιμο να μπορούν οι αρμόδιες αρχές να επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση των περιθωρίων εγγύησης για τις προθεσμιακές συμβάσεις και τις προαιρέσεις που είναι διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο καθώς και, επί προσωρινής βάσεως, για τα ανάλογα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα ως υποκατάστατα των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται για τα μέσα αυτά σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, με την προϋπόθεση ότι το αποτέλεσμα δεν θα είναι κεφαλαιακές απαιτήσεις χαμηλότερες από εκείνες που θα υπολογίζονταν με τις άλλες μεθόδους που προβλέπει η παρούσα οδηγία 7 ότι η αρχή αυτή δεν υποχρεώνει τα ιδρύματα που την εφαρμόζουν να ελέγχουν διαρκώς την ισοδυναμία μεταξύ των εν λόγω περιθωρίων εγγύησης και των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται με τις άλλες μεθόδους που προβλέπει η παρούσα οδηγία 7

(5) ότι οι κανόνες που έχουν θεσπισθεί σε ευρύτερο διεθνές πλαίσιο, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η εισαγωγή λεπτομερέστερων μεθόδων διαχείρισης των κινδύνων με εσωτερικά μοντέλα, μπορούν να οδηγήσουν σε μειώσεις κεφαλαιακών απαιτήσεων για τα πιστωτικά ιδρύματα τρίτων χωρών 7 ότι αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα βρίσκονται σε ανταγωνισμό με τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν συσταθεί στα κράτη μέλη 7 ότι για τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν συσταθεί στα κράτη μέλη μόνο μία τροποποίηση της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ μπορεί να παράσχει ανάλογα κίνητρα για την ανάπτυξη και τη χρησιμοποίηση εσωτερικών μοντέλων 7

(6) ότι, κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κινδύνους αγοράς, οι θέσεις σε χρυσό και σε παράγωγα μέσα χρυσού πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως οι θέσεις σε συνάλλαγμα 7

(7) ότι η έκδοση μη πλήρως διασφαλισμένων χρεωστικών τίτλων δεν εμποδίζει αυτόματα τους μετοχικούς τίτλους ενός εκδότη να συμπεριληφθούν σε χαρτοφυλάκιο που υπόκειται σε συντελεστή στάθμισης ειδικού κινδύνου 2 %, σύμφωνα με το σημείο 33 του παραρτήματος I της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ 7

(8) ότι η παρούσα οδηγία εναρμονίζεται με τα αποτελέσματα των εργασίων ενός διεθνούς φόρουμ τραπεζικής εποπτείας όσον αφορά το εποπτικό καθεστώς των κινδύνων αγοράς και των θέσεων σε βασικά εμπορεύματα και σε παράγωγα μέσα βασικών εμπορευμάτων 7

(9) ότι χρειάζεται ένα μεταβατικό κεφαλαιακό καθεστώς επί προαιρετικής βάσεως, όσον αφορά τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα που διενεργούν σημαντικές συναλλαγές σε βασικά εμπορεύματα, διαθέτουν διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο βασικών εμπορευμάτων και δεν μπορούν ακόμη να χρησιμοποιήσουν μοντέλα για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος, ώστε να εξασφαλισθεί η αρμονική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας 7

(10) ότι η έκδοση της παρούσα οδηγίας αποτελεί το πιο πρόσφορο μέσο για την επίτευξη των επιθυμητών στόχων και δεν υπερβαίνει τα απαραίτητα για το σκοπό αυτό,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 93/6/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1. Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α) στο σημείο 6, το στοιχείο α) καθώς και η εισαγωγική φράση και τα σημεία i) και ii) του στοιχείου β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) οι κατά κυριότητα κατεχόμενες θέσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα, σε βασικά εμπορεύματα και σε παράγωγα μέσα βασικών εμπορευμάτων, τις οποίες το ίδρυμα κατέχει με σκοπό την επαναπώληση ή/και τις οποίες έχει λάβει προκειμένου να επωφεληθεί βραχυπρόθεσμα από υπάρχουσες ή/και αναμενόμενες διαφορές μεταξύ των τιμών αγοράς και πώλησής τους ή από άλλες διακυμάνσεις τιμών ή επιτοκίων, καθώς και οι θέσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα, σε βασικά εμπορεύματα και σε παράγωγα μέσα βασικών εμπορευμάτων που προκύπτουν από ταυτόχρονες αγορές και πωλήσεις για ίδιο λογαριασμό (matched principal broking) ή οι θέσεις που έχει λάβει προκειμένου να καλύψει άλλα στοιχεία του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και

β) τα ανοίγματα που οφείλονται σε μη διακανονισθείσες συναλλαγές, ατελείς συναλλαγές και εξωχρηματιστηριακά (OTC) παράγωγα μέσα που αναφέρονται στα σημεία 1, 2 3 και 5 του παραρτήματος II, τα ανοίγματα που οφείλονται σε συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς ή δανειοδοσίας τίτλων και βασικών εμπορευμάτων που αφορούν τίτλους ή βασικά εμπορεύματα περιλαμβανόμενα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών κατά την έννοια του στοιχείου α), οι οποίες αναφέρονται στο σημείο 4 του παραρτήματος II, και, εφόσον υπάρχει η έγκριση των αρμόδιων αρχών, τα ανοίγματα που οφείλονται σε συμφωνίες αγοράς και επαναπώλησης και σε συναλλαγές δανειοληψίας τίτλων και βασικών εμπορευμάτων που περιγράφονται στο ίδιο σημείο 4, οι οποίες πληρούν είτε τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα σημεία i), ii), iii) και v) είτε τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα σημεία iv) και v), κατωτέρω:

i) τα ανοίγματα αποτιμώνται, σε ημερήσια βάση, με βάση την τρέχουσα τιμή της αγοράς, σύμφωνα με τις διαδικασίες του παραρτήματος II,

ii) η εγγύηση αναπροσαρμόζεται προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη σημαντικές μεταβολές της αξίας των τίτλων ή των βασικών εμπορευμάτων που αφορά η συγκεκριμένη συμφωνία ή συναλλαγή, σύμφωνα με κανόνα αποδεκτό από τις αρμόδιες αρχές» 7

β) τα σημεία 15 και 16 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«15. Πιστοποιητικό επιλογής (warrant): ο τίτλος που δίνει στον κάτοχό του το δικαίωμα να αγοράσει ένα υποκείμενο μέσο, σε καθορισμένη τιμή μέχρι ή στην ημερομηνία λήξης του πιστοποιητικού επιλογής. Ο διακανονισμός του μπορεί να γίνεται είτε με παράδοση του υποκείμενου μέσου είτε τοις μετρητοίς.

16. Χρηματοδότηση αποθεμάτων (stock financing): οι θέσεις στις οποίες το φυσικό απόθεμα έχει πωληθεί επί προθεσμία (forward) και το κόστος χρηματοδότησης έχει προκαθορισθεί για την περίοδο μέχρι την ημερομηνία της πώλησης επί προθεσμία» 7

γ) στο σημείο 17, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«17. Συμφωνία πώλησης και επαναγοράς και συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης: συμφωνία βάσει της οποίας ένα ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενός του μεταβιβάζει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα ή εγγυημένα δικαιώματα που αφορούν τίτλο κυριότητας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και όπου η εγγύηση αυτή έχει εκδοθεί από αναγνωρισμένο χρηματιστήριο που κατέχει τα δικαιώματα επί των τίτλων ή επί των βασικών εμπορευμάτων και η συμφωνία δεν επιτρέπει σε ένα ίδρυμα να μεταβιβάσει ή ενεχυριάσει ένα συγκεκριμένο τίτλο ή βασικό εμπόρευμα σε πλείονες του ενός αντισυμβαλλόμενους ταυτόχρονα, με την παράλληλη υποχρέωση για το μεταβιβάζοντα να τους επαναγοράσει (ή να επαναγοράσει υποκατάστατους τίτλους με τα αυτά χαρακτηριστικά) σε καθορισμένη τιμή και συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία, που ορίζεται ή πρόκειται να ορισθεί από τον μεταβιβάζοντα, συμφωνία η οποία για το ίδρυμα που πωλεί τους τίτλους ή τα βασικά εμπορεύματα είναι "συμφωνία πώλησης και επαναγοράς", για δε το ίδρυμα που τους αγοράζει "συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης"» 7

δ) το σημείο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«18. Δανειοδοσία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και δανειοληψία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων: συναλλαγή στην οποία ένα ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενός του μεταβιβάζει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα έναντι κατάλληλης ασφάλειας υπό την προϋπόθεση ότι ο δανειζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει αντίστοιχης αξίας τίτλους ή βασικά εμπορεύματα σε κάποια μελλοντική ημερομηνία ή όταν του το ζητήσει ο μεταβιβάζων, συναλλαγή η οποία είναι δανειοδοσία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων για το ίδρυμα που μεταβιβάζει τους τίτλους ή τα βασικά εμπορεύματα και δανειοληψία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων για το ίδρυμα προς το οποίο μεταβιβάζονται οι εν λόγω τίτλοι ή βασικά εμπορεύματα.

Μια δανειοληψία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων θεωρείται διεπαγγελματική όταν ο αντισυμβαλλόμενος υπάγεται στο συντονισμό τραπεζικής εποπτείας σε κοινοτικό επίπεδο ή ειναι πιστωτικό ίδρυμα της ζώνης Α κατά την έννοια της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ ή είναι αναγνωρισμένη επιχείρηση επενδύσεων τρίτης χώρας ή όταν η εν λόγω συναλλαγή συνάπτεται με αναγνωρισμένο γραφείο συμψηφισμού ή χρηματιστήριο.»

2. Στο άρθρο 4 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, τα σημεία i) και ii) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«i) των κεφαλαιακών απαιτήσεων, που υπολογίζονται σύμφωνα με τα παραρτήματα I, II και VI και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το παράρτημα VIII, βάσει του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους,

ii) των κεφαλαιακών απαιτήσεων, που υπολογίζονται σύμφωνα με τα παραρτήματα III και VII και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το παράρτημα VIII, βάσει του όλου κύκλου εργασιών τους».

3. Το άρθρο 5 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους, σύμφωνα με τα παραρτήματα I και II και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το παράρτημα VIII, παρακολουθούν και ελέγχουν τα μεγάλα τους ανοίγματα σύμφωνα με την οδηγία 92/121/ΕΟΚ, με την επιφύλαξη των τροποποιήσεων που προβλέπονται στο παράρτημα VI της παρούσας οδηγίας.»

4. Στο άρθρο 7, η παράγραφος 10 και η εισαγωγή της παραγράφου 11, αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«10. Όταν δεν ασκείται το οριζόμενο στις παραγράφους 7 και 9 δικαίωμα μη εφαρμογής, προς ενοποιημένο υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων στα παραρτήματα I και VIII και των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων έναντι των πελατών στο παράρτημα VI, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν το συμψηφισμό των θέσεων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ενός ιδρύματος με τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών άλλου ιδρύματος σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στα παραρτήματα I, VI και VIII.

Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν το συμψηφισμό θέσεων συναλλάγματος ενός ιδρύματος με θέσεις συναλλάγματος άλλου ιδρύματος, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο παράρτημα III ή/και στο παράρτημα VIII. Μπορούν επίσης να επιτρέπουν το συμψηφισμό θέσεων ενός ιδρύματος σε βασικά εμπορεύματα με τις θέσεις άλλου ιδρύματος σε βασικά προϊόντα, σύμφωνα με τους κανόνες των παραρτημάτων VII ή/και VIII.

11. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέψουν συμψηφισμό όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και συμψηφισμό θέσεων σε συνάλλαγμα και σε βασικά εμπορεύματα, αντιστοίχως, επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε τρίτες χώρες, εφόσον πληρούνται ταυτόχρονα οι ακόλουθες προϋποθέσεις:».

5. Το άρθρο 8 παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5. Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν στα ιδρύματα την υποχρέωση να τους αναφέρουν πάραυτα οποιαδήποτε περίπτωση όπου οι αντισυμβαλλόμενοί τους σε συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς και αγοράς και επαναπώλησης ή συναλλαγές δανειοληψίας τίτλων και βασικών εμπορευμάτων και δανειοδοσίας τίτλων και βασικών εμπορευμάτων περιέρχονται σε υπερημερία ως προς την εκτέλεση των υποχρεώσεών τους. Η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση για τις περιπτώσεις αυτές και τις επιπτώσεις τους στην αντιμετώπιση αυτών των συμφωνιών και συναλλαγών στην παρούσα οδηγία, το βραδύτερο τρία χρόνια μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 12. Η έκθεση αυτή περιγράφει, επίσης, τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα αυτά πληρούν τις προϋποθέσεις i) έως v) που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 6 στοιχείο β) και οι οποίες εφαρμόζονται σε αυτά, και δη την προϋπόθεση v). Επιπλέον, η έκθεση αναφέρει λεπτομερώς κάθε μεταβολή επελθούσα στο σχετικό ύψος της παραδοσιακής δανειοδοσίας των ιδρυμάτων και των δανειοδοτικών δραστηριοτήτων τους μέσω συμφωνιών αγοράς και επαναπώλησης και συμφωνιών δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων. Εάν η Επιτροπή συμπεράνει, βάσει αυτής της έκθεσης αλλά και βάσει άλλων στοιχείων, ότι απαιτούνται πρόσθετες διασφαλίσεις για την αποτροπή καταχρήσεων, υποβάλλει τις δέουσες προτάσεις.»

6. Παρεμβάλλεται νέο άρθρο:

«Άρθρο 11α

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα τους να χρησιμοποιούν τους ελάχιστους συντελεστές διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης (spread rate), μεταφοράς (carry rate) και μη αντιστοιχισμένης θέσης (outright rate) που καθορίζονται στον κατωτέρω πίνακα αντί εκείνων που αναφέρονται στις παραγράφους 13, 14, 17 και 18 του παραρτήματος VIII, εφόσον τα ιδρύματα, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών τους:

i) διενεργούν σημαντικές συναλλαγές σε βασικά εμπορεύματα,

ii) διαθέτουν διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο βασικών εμπορευμάτων,

iii) δεν είναι ακόμη σε θέση να χρησιμοποιήσουν εσωτερικά μοντέλα για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος σύμφωνα με το παράρτημα VIII.

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν το παρόν άρθρο.»

7. Τροποποιούνται τα παραρτήματα I, II, III και V και προστίθενται τα παραρτήματα VII και VIII σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο εντός 24 μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της. Πληροφορούν αμέσως της Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Λουξεμβούργο, 22 Ιουνίου 1998.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J.M. GIL-ROBLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. CUNNINGHAM

(1) ΕΕ C 240 της 6.8.1997, σ. 24.

(2) ΕΕ C 19 της 21.1.1998, σ. 9.

(3) Γνώμη που εδόθη στις 7 Οκτωβρίου 1997.

(4) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 1997 (ΕΕ C 14 της 19.1.1998), κοινή θέση του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 1998 (ΕΕ C 135 της 30.4.1998, σ. 7) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 30ής Απριλίου 1998 (ΕΕ C 152 της 18.5.1998). Απόφαση του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998.

(5) ΕΕ L 386 της 30.12.1989, σ. 14 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 98/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (βλέπε σελίδα 26 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(6) ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 1 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (βλέπε σελίδα 29 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1. Το παράρτημα I τροποποιείται ως εξής:

α) στο σημείο 4, το τελευταίο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε περίπτωση προθεσμιακής σύμβασης διαπραγματεύσιμης σε χρηματιστήριο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης (margins) που απαιτείται από το χρηματιστήριο εάν πιστεύουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με την εν λόγω σύμβαση και ότι είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για προθεσμιακή σύμβαση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέπουν, για τις συμβάσεως εξωχρηματιστηριακών παράγωγων μέσων του τύπου που αναφέρεται στο παρόν σημείο οι οποίες διακανονίζονται από αναγνωρισμένο συμψηφιστικό γραφείο, κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης που απαιτεί το συμψηφιστικό γραφείο, εφόσον κρίνουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με τη σύμβαση παράγωγων μέσων και είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για την εν λόγω σύμβαση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII» 7

β) στο σημείο 5, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν επίσης την κατάλληλη κάλυψη των άλλων κινδύνων, εκτός του κινδύνου που σχετίζεται με το συντελεστή δέλτα, στους οποίους υπόκεινται οι προαιρέσεις. Σε περίπτωση πωλούμενης προαίρεσης (written option) διαπραγματεύσιμης σε χρηματιστήριο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης που απαιτείται από το χρηματιστήριο εάν πιστεύουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με την προαίρεση αυτή και ότι είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για προαίρεση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέπουν, για τις εξωχρηματιστηριακές προαιρέσεις οι οποίες διακανονίζονται από αναγνωρισμένο συμψηφιστικό γραφείο, κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης που απαιτεί το συμψηφιστικό γραφείο, εφόσον κρίνουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με την εξωχρηματιστηριακή προαίρεση και είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για την εν λόγω προαίρεση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII. Επιπλέον, σε περίπτωση αγοραζόμενης προαίρεσης διαπραγματεύσιμης σε χρηματιστήριο ή εκτός χρηματιστηρίου, μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίση με εκείνην που καθορίζεται για το μέσο στο οποίο αφορά η προαίρεση, υπό τον περιορισμό ότι η κεφαλαιακή απαίτηση που προκύπτει κατ' αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει την αγοραία αξία της προαίρεσης. Σε περίπτωση πωλούμενης εξωχρηματιστηριακής προαίρεσης (written OTC option), η κεφαλαιακή απαίτηση ορίζεται σε συνάρτηση με το μέσο στο οποίο αφορά η προαίρεση» 7

γ) το σημείο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6. Για τα πιστοποιητικά επιλογής (warrants) που αφορούν χρεωστικούς και μετοχικούς τίτλους η μέθοδος αντιμετώπισης είναι ίδια με εκείνη που προβλέπεται για τις προαιρέσεις στο σημείο 5» 7

δ) το σημείο 33.i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«33.i) οι μετοχές δεν είναι μετοχές εκδοτών που έχουν εκδώσει διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους οι οποίοι τη δεδομένη στιγμή συνεπάγονται 8 % κεφαλαιακή απαίτηση στον πίνακα 1 του σημείου 14 ή συνεπάγονται χαμηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση για το λόγο μόνο ότι καλύπτονται από εγγύηση ή ασφάλεια».

2. Το παράρτημα II τροποποιείται ως εξής:

α) το σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Σε περίπτωση συναλλαγών στις οποίες χρεωστικοί τίτλοι, μετοχές και βασικά εμπορεύματα (εξαιρουμένων των συμφωνιών πώλησης και επαναγοράς ή αγοράς και επαναπώλησης και των δανειοδοσιών και δανειοληψιών τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων) δεν έχουν διακανονισθεί ακόμη μετά τις προβλεπόμενες ημερομηνίες παράδοσής τους, το ίδρυμα πρέπει να υπολογίζει τον κίνδυνο διαφοράς τιμών στον οποίο υπόκειται, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ της συμφωνηθείσας τιμής διακανονισμού των εν λόγω χρεωστικών τίτλων, μετοχών ή βασικών εμπορευμάτων και της τρέχουσας τιμής τους στην αγορά, εφόσον η διαφορά αυτή θα μπορούσε να του προκαλέσει ζημία. Το ίδρυμα πρέπει να πολλαπλασιάζει αυτή τη διαφορά με τον κατάλληλο συντελεστή της στήλης Α του πίνακα του σημείου 2 προκειμένου να υπολογίσει την κεφαλαιακή απαίτησή του» 7

β) τα σημεία 3.1 και 3.2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.1. Το ίδρυμα οφείλει να κατέχει κεφάλαια για να καλύπτει τον κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου εάν:

i) έχει καταβάλει το αντίτιμο τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων προτού του παραδοθούν οι εν λόγω τίτλοι ή βασικά εμπορεύματα, ή εάν έχει παραδώσει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα προτού λάβει το σχετικό αντίτιμο, και εάν

ii) στην περίπτωση διασυνοριακών συναλλαγών, έχουν παρέλθει μία ή περισσότερες ημέρες από τη στιγμή της εν λόγω πληρωμής ή παράδοσης.

3.2. Η κεφαλαιακή απαίτηση είναι το 8 % της αξίας των τίτλων ή των βασικών εμπορευμάτων ή των χρεωστούμενων χρηματικών ποσών επί το συντελεστή στάθμισης κινδύνου που ισχύει για το συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο» 7

γ) η επικεφαλίδα του σημείου 4.1 και η πρώτη παράγραφος του σημείου 4.1 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς, συμφωνίες αγοράς και επαναπώλησης, δανειοδοσίες και δανειοληψίες τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων

4.1. Στην περίπτωση των συμφωνιών πώλησης και επαναγοράς και των συμφωνιών δανειοδοσίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων που αφορούν τίτλους ή βασικά εμπορεύματα περιλαμβανόμενα στο χρηματοφυλάκιο συναλλαγών, το ίδρυμα υπολογίζει τη διαφορά μεταξύ της αγοραίας αξίας των τίτλων ή των βασικών εμπορευμάτων αφενός και του ποσού που έχει δανεισθεί ή της αγοραίας αξίας της ασφάλειας που έχει λάβει αφετέρου, εφόσον η διαφορά αυτή είναι θετική. Στην περίπτωση των συμφωνιών αγοράς και επαναπώλησης και των συμφωνιών δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, το ίδρυμα υπολογίζει τη διαφορά μεταξύ του ποσού που έχει δανείσει ή της αγοραίας αξίας της ασφάλειας που έχει καταθέσει αφενός και της αγοραίας αξίας των τίτλων ή των βασικών εμπορευμάτων που έχει λάβει αφετέρου, εφόσον η διαφορά αυτή είναι θετική».

3. Το παράρτημα III τροποποιείται ως εξής:

α) το σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Εάν το άθροισμα της συνολικής καθαρής θέσης του ιδρύματος σε συνάλλαγμα και της συνολικής καθαρής θέσης του σε χρυσό, υπολογιζόμενης με τη μέθοδο που ορίζεται στα επόμενα, υπερβαίνει το 2 % των συνολικών του ιδίων κεφαλαίων, το άθροισμα της συνολικής καθαρής θέσης του σε συνάλλαγμα και της συνολικής καθαρής θέσης του σε χρυσό πολλαπλασιάζεται επί 8 % για να υπολογιστεί το ίδιο κεφάλαιο που απαιτείται έναντι συναλλαγματικού κινδύνου.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να υπολογίζουν το απαιτούμενο ίδιο κεφάλαιο πολλαπλασιάζοντας επί 8 % το ποσό κατά το οποίο το άθροισμα της συνολικής καθαρής θέσης σε συνάλλαγμα και της συνολικής καθαρής θέσης σε χρυσό υπερβαίνει το 2 % των συνολικών ιδίων κεφαλαίων» 7

β) Τα σημεία 3.1 και 3.2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.1. Πρώτον, υπολογίζεται η καθαρή ανοικτή θέση του ιδρύματος σε κάθε νόμισμα (συμπεριλαμβανομένου του νομίσματος υποβολής στοιχείων) και σε χρυσό. Η θέση αυτή αντιστοιχεί στο άθροισμα των ακόλουθων (θετικών ή αρνητικών) στοιχείων:

- καθαρή τρέχουσα θέση (δηλαδή όλα τα στοιχεία ενεργητικού μείον όλα τα στοιχεία παθητικού, συμπεριλαμβανομένων των δεδουλευμένων τόκων, στο σχετικό νόμισμα ή, για το χρυσό, καθαρή τρέχουσα θέση σε χρυσό),

- καθαρή προθεσμιακή θέση (δηλαδή όλα τα εισπρακτέα ποσά μείον όλα τα πληρωτέα ποσά βάσει προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος και χρυσού, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιακών συμβάσεων συναλλάγματος και χρυσού και του κεφαλαίου των ανταλλαγών νομισμάτων που δεν έχει συνυπολογισθεί στην τρέχουσα θέση),

- αμετάκλητες εγγυήσεις (και παρεμφερή μέσα) που είναι βέβαιο ότι θα καταστούν απαιτητές και πιθανό ότι δεν θα ανακτηθούν,

- καθαρά μελλοντικά έσοδα/έξοδα μη ακόμη δεδουλευμένα αλλά ήδη πλήρως καλυμμένα (κατ' επιλογή του ιδρύματος που υποβάλλει τα στοιχεία και με προηγούμενη έγκριση των αρμόδιων αρχών, τα καθαρά μελλοντικά έσοδα/έξοδα που δεν έχουν καταχωρηθεί ακόμη λογιστικά αλλά έχουν καλυφθεί ήδη πλήρως μέσω προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος μπορούν να συμπεριλαμβάνονται σ' αυτόν τον υπολογισμό). Το ίδρυμα πρέπει να εφαρμόζει με συνέπεια τη μέθοδο που έχει επιλέξει,

- ποσό ισοδύναμο με το αποτέλεσμα του συμψηφισμού των συντελεστών δέλτα (net delta ή delta-based equivalent) για το σύνολο του χαρτοφυλακίου προαιρέσεων συναλλάγματος και χρυσού,

- η αγοραία αξία των άλλων (πλην συναλλάγματος και χρυσού) προαιρέσεων,

- οι τυχόν θέσεις που έχει αναλάβει σκοπίμως το ίδρυμα προκειμένου να καλυφθεί έναντι των δυσμενών συνεπειών των συναλλαγματικών διακυμάνσεων για το λόγο κεφαλαίου/υποχρεώσεών της, μπορούν να μη συνοπολογίζονται στον υπολογισμό της καθαρής ανοικτής θέσης ανά νόμισμα. Οι θέσεις αυτές δεν πρέπει να είναι διαρθρωτικής φύσης, να μη συνδέονται δηλαδή με τρέχουσες συναλλαγές, η δε εξαίρεσή τους από τον υπολογισμό καθώς και κάθε αλλαγή των συνθηκών εξαίρεσής τους προϋποθέτουν τη συναίνεση των αρμόδιων αρχών. Η ίδια μεταχείριση και με τους ίδιους όρους μπορεί να επιφυλάσσεται στις θέσεις που έχει ένα ίδρυμα, οι οποίες αφορούν στοιχεία ήδη εκπεσθέντα κατά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων.

3.2. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να επιτρέπουν σε ιδρύματα να χρησιμοποιούν την καθαρή τρέχουσα αξία κατά τον υπολογισμό της καθαρής ανοικτής θέσης σε κάθε νόμισμα και σε χρυσό» 7

γ) στο σημείο 4, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4. Δεύτερον, οι καθαρές θέσεις long και short σε κάθε νόμισμα, εκτός του νομίσματος υποβολής στοιχείων και η καθαρή θέση long ή short σε χρυσό μετατρέπονται στο νόμισμα υποβολής στοιχείων βάσει των τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών» 7

δ) το σημείο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7. Δεύτερον, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ιδρύματα να εφαρμόζουν άλλη μέθοδο από εκείνες που περιγράφονται στα σημεία 1 έως 6 για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που προκύπτουν από τη μέθοδο αυτή πρέπει να επαρκούν για να υπερκαλύπτεται το 2 % της καθαρής ανοικτής θέσης όπως μετράται σύμφωνα με το σημείο 4, και, βάσει μιας ανάλυσης των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών σε όλες τις κυλιόμενες περιόδους δέκα εργάσιμων ημερών κατά τα τελευταία τρία χρόνια, για να καλύπτεται η πιθανή ζημία κατά το 99 % ή περισσότερο του χρονικού διαστήματος.

Η εναλλακτική μέθοδος που περιγράφεται στο παρόν σημείο μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) ο τύπος υπολογισμού και οι συντελεστές συσχέτισης καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές με βάση την ανάλυσή τους για τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών,

ii) οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν τακτικά τους συντελεστές συσχέτισης υπό το φως των εξελίξεων στις αγορές συναλλάγματος.»

4. Τα παράρτημα V τροποποιείται ως εξής:

α) στο σημείο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατά παρέκκλιση του σημείου 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ιδρύματα που υποχρεούνται να τηρούν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις όσον αφορά τα ίδια κεφάλαιά τους, οι οποίες προβλέπονται στα παραρτήματα I, II, III, IV, VI, VII και VIII, να χρησιμοποιούν έναν εναλλακτικό ορισμό των ιδίων κεφαλαίων προκειμένου να τηρήσουν αυτές τις απαιτήσεις και μόνο» 7

β) το σημείο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4. Το ποσό των δανείων μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στο σημείο 2 στοιχείο γ) δεν πρέπει να υπερβαίνει το 150 % κατ' ανώτατο όριο των αρχικών ιδίων κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων που καθορίζονται στα παραρτήματα I, II, III, IV, VII και VIII και δεν πρέπει να προσεγγίζει αυτό το ανώτατο όριο παρά μόνο σε ειδικές περιστάσεις αποδεκτές από τις αρμόδιες αρχές» 7

γ) το σημείο 6 και το σημείο 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«6. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις επενδύσεων να υπερβαίνουν το ανώτατο όριο για το ποσό των δανείων μειωμένης εξασφάλισης του σημείου 4, εφόσον το κρίνουν ορθό από άποψη εποπτείας και υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο των δανείων μειωμένης εξασφάλισης και τα στοιχεία που αναφέρονται στο σημείο 5 δεν υπερβαίνει το 200 % των αρχικών ιδίων κεφαλαίων που απομένουν για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων που ορίζονται στα παραρτήματα I, II, III, IV, VII και VIII ή το 250 % του αυτού ποσού στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις επενδύσεων εκπίπτουν από το στοιχείο δ) που αναφέρεται στο σημείο 2 κατά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων.

7. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ένα πιστωτικό ίδρυμα να υπερβεί το ανώτατο όριο κεφαλαίου των δανείων μειωμένης εξασφάλισης του σημείου 4, εάν το κρίνουν ορθό από άποψη εποπτείας και υπό τον όρο ότι το σύνολο του κεφαλαίου των εν λόγω δανείων μειωμένης εξασφάλισης και το στοιχεία που αναφέρονται στο σημείο 5 δεν υπερβαίνουν το 250 % των αρχικών ιδίων κεφαλαίων που απομένουν για την τήρηση των απαιτήσεων που ορίζονται στα παραρτήματα I, II, III, VI, VII και VIII».

5. Προστίθενται τα ακόλουθα παραρτήματα:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΒΑΣΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΣ

1. Κάθε θέση σε βασικά εμπορεύματα ή σε παράγωγα μέσα βασικών εμπορευμάτων εκφράζεται σε τυποποιημένες μονάδες μέτρησης. Για κάθε βασικό εμπόρευμα, η τιμή για άμεση παράδοση (spot price) εκφράζεται στο νόμισμα υποβολής στοιχείων στις αρμόδιες αρχές.

2. Οι θέσεις σε χρυσό ή σε παράγωγα μέσα χρυσού θεωρούνται ότι ενέχουν κίνδυνο συναλλάγματος και αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το παράρτημα III ή το παράρτημα VIII, κατά περίπτωση, ως προς τον υπολογισμό του κινδύνου αγοράς.

3. Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, οι θέσεις που είναι αποκλειστικά χρηματοδοτήσεις φυσικών αποθεμάτων μπορούν να εξαιρούνται μόνο από τον υπολογισμό του κινδύνου βασικού εμπορεύματος.

4. Οι κίνδυνοι επιτοκίου και συναλλάγματος που δεν καλύπτονται από άλλες διατάξεις του παρόντος παραρτήματος περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του γενικού κινδύνου διαπραγματεύσιμων χρεωστικών τίτλων και στον υπολογισμό του κινδύνου συναλλάγματος.

5. Όταν η θέση short καθίσταται ληξιπρόθεσμη πριν από τη θέση long, τα ιδρύματα καλύπτονται επίσης έναντι του κινδύνου ανεπαρκούς ρευστότητας που ενδέχεται να υπάρχει σε ορισμένες αγορές.

6. Για τους σκοπούς του σημείου 19, το ποσό κατά το οποίο οι θέσεις long (short) υπερβαίνουν τις θέσεις short (long) του ιδρύματος στο ίδιο βασικό εμπόρευμα και σε πανομοιότυπες προθεσμιακές συμβάσεις (futures), προαιρέσεις (options) και πιστοποιητικά επιλογής (warrants) αντιπροσωπεύει την καθαρή θέση του ιδρύματος σε κάθε βασικό εμπόρευμα. Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την αντιμετώπιση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα σημεία 8, 9 και 10 των θέσεων σε παράγωγα μέσα ως θέσεων στο υποκείμενο μέσο.

7. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να θεωρήσουν τις ακόλουθες θέσεις ως θέσεις στο ίδιο βασικό εμπόρευμα:

- θέσεις σε διαφορετικές υποκατηγορίες βασικών εμπορευμάτων, οσάκις είναι αμοιβαίως δυνατή η παράδοση μιας υποκατηγορίας έναντι άλλης και

- θέσεις σε ομοειδή βασικά εμπορεύματα, εάν είναι στενά υποκατάστατα μεταξύ τους και εφόσον είναι δυνατόν να καταδειχθεί σαφώς ελάχιστη συσχέτιση ύψους 0,9 μεταξύ των διακυμάνσεων των τιμών στη διάρκεια ενός τουλάχιστον έτους.

Ειδικά μέσα

8. Οι προθεσμιακές συμβάσεις βασικών εμπορευμάτων και οι προθεσμιακές δεσμεύσεις αγοράς ή πώλησης μεμονωμένων βασικών εμπορευμάτων ενσωματώνονται στο σύστημα μέτρησης ως πλασματικά (notional) ποσά εκφρασμένα στην τυποποιημένη μονάδα μέτρησης και τους αποδίδεται προθεσμία λήξης με βάση την ημερομηνία λήξης. Σε περίπτωση προθεσμιακής σύμβασης διαπραγματεύσιμης σε χρηματιστήριο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης (margins) που επιβάλλει το χρηματιστήριο εάν έχουν πεισθεί ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου από την εν λόγω σύμβαση και ότι είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για προθεσμιακή σύμβαση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν πράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέπουν, για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παράγωγων μέσων (OTC) του τύπου που αναφέρεται στο παρόν σημείο οι οποίες διακανονίζονται από αναγνωρισμένο συμψηφιστικό γραφείο, κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης που απαιτεί το συμψηφιστικό γραφείο, εφόσον κρίνουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με τη σύμβαση παράγωγων μέσων και είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για την εν λόγω σύμβαση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII.

9. Οι συμβάσεις ανταλλαγής βασικών εμπορευμάτων με ένα σκέλος σε σταθερές τιμές και το άλλο σε τρέχουσες τιμές πρέπει να ενσωματώνονται στην προσέγγιση του πίνακα προθεσμιών λήξης ως σύνολο θέσεων ίσων προς το πλασματικό ποσό της σύμβασης, όπου κάθε πληρωμή για την εξυπηρέτηση της σύμβασης ανταλλαγής είναι μία θέση που αναγράφεται στο αντίστοιχο διάστημα ληκτότητας του πίνακα προθεσμιών λήξης του σημείου 13. Οι θέσεις θα είναι long εάν το ίδρυμα πληρώνει σταθερές τιμές και εισπράττει κυμαινόμενες τιμές και short εάν το ίδρυμα εισπράττει σταθερές τιμές και πληρώνει κυμαινόμενες τιμές.

Οι συμβάσεις ανταλλαγής βασικών εμπορευμάτων στις οποίες τα δύο σκέλη της συναλλαγής είναι σε διαφορετικά εμπορεύματα πρέπει να κατατάσσονται στα αντίστοιχα διαστήματα ληκτότητας σύμφωνα με την προσέγγιση του πίνακα προθεσμιών λήξης.

10. Οι προαιρέσεις σε βασικά εμπορεύματα ή σε παράγωγα μέσα βασικών εμπορευμάτων αντιμετωπίζονται ως θέσεις αξίας ίσης με το ποσό του υποκείμενου μέσου της προαίρεσης, πολλαπλασιασμένο επί το συντελεστή δέλτα για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος. Οι θέσεις που υπολογίζονται έτσι μπορούν να συμψηφίζονται με αντίθετες θέσεις στο ίδιο υποκείμενο εμπόρευμα ή στο ίδιο παράγωγο μέσο βασικού εμπορεύματος. Ο χρησιμοποιούμενος συντελεστής δέλτα είναι είτε εκείνος του σχετικού χρηματιστηρίου είτε εκείνος που υπολογίζεται από τις αρμόδιες αρχές είτε, εάν κανένας από αυτούς δεν είναι διαθέσιμος ή εάν πρόκειται για εξωχρηματιστηριακές προαιρέσεις (OTC options), εκείνος που υπολογίζεται από το ίδιο το ίδρυμα, εφόσον οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα του μοντέλου που χρησιμοποιεί το ίδρυμα.

Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να απαιτούν από τα ιδρύματα να υπολογίζουν τους συντελεστές δέλτα με τη μέθοδο που αυτές ορίζουν.

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν την κάλυψη των άλλων κινδύνων, εκτός του κινδύνου συντελεστή δέλτα, που σχετίζονται με προαιρέσεις βασικών εμπορευμάτων. Σε περίπτωση παραχωρούμενης προαίρεσης βασικού εμπορεύματος διαπραγματεύσιμης σε χρηματιστήριο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό της απαίτησης περιθωρίου που επιβάλλει το χρηματιστήριο εάν κρίνουν ότι το ποσό αυτό δίνει το ακριβές μέτρο του κινδύνου από την εν λόγω προαίρεση και ότι είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για προαίρεση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέπουν, για τις εξωχρηματιστηριακές προαιρέσεις οι οποίες διακανονίζονται από ανεγνωρισμένο συμψηφιστικό γραφείο, κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης που απαιτεί το συμψηφιστικό γραφείο, εφόσον κρίνουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με την προαίρεση και είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για την εν λόγω προαίρεση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII. Επιπλέον, σε περίπτωση αποκτώμενης προαίρεσης βασικού εμπορεύματος διαπραγματεύσιμης σε χρηματιστήριο ή εξωχρηματιστηριακής, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίδια με εκείνη που απαιτείται για το υποκείμενο βασικό εμπόρευμα, υπό τον περιορισμό ότι η απαίτηση που υπολογίζεται έτσι δεν υπερβαίνει την αγοραία αξία της προαίρεσης. Η κεφαλαιακή απαίτηση για παραχωρούμενη εξωχρηματιστηριακή προαίρεση καθορίζεται σε σχέση με το υποκείμενο βασικό εμπόρευμα.

11. Τα πιστοποιητικά επιλογής που αφορούν βασικά εμπορεύματα αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι προαιρέσεις βασικών εμπορευμάτων του σημείου 10.

12. Το ίδρυμα που μεταβιβάζει βασικά εμπορεύματα ή εγγυημένα δικαιώματα κυριότητας βασικών εμπορευμάτων σε συμφωνία πώλησης και επαναγοράς και το ίδρυμα που δανείζει βασικά εμπορεύματα σε συμφωνία δανειοδοσίας βασικών εμπορευμάτων περιλαμβάνει τα εμπορεύματα αυτά στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησής του βάσει του παρόντος παραρτήματος.

α) Προσέγγιση με βάση τον πίνακα προθεσμιών λήξης

13. Ακολουθώντας τον κατωτέρω πίνακα, το ίδρυμα χρησιμοποιεί διαφορετική προθεσμία λήξης για έκαστο βασικό προϊόν. Οι θέσεις που αντιστοιχούν σε κάθε βασικό προϊόν, αλλά και οι θεωρούμενες ως θέσεις σ' αυτό το προϊόν, κατά τα οριζόμενα στο σημείο 7, κατατάσσονται στο οικείο διάστημα λήξεως. Τα υλικά αποθέματα κατατάσσονται στο πρώτο διάστημα.

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

14. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν το συμψηφισμό των θέσεων που είναι ή θεωρούνται βάσει του σημείου 7, θέσεις στο ίδιο βασικό προϊόν και την κατάταξή τους στο οικείο διάστημα λήξεως επί εκκαθαρισμένης βάσεως, προκειμένου περί:

- θέσεων σε συμβάσεις λήγουσες την αυτή ημερομηνία και

- θέσεων σε συμβάσεις λήγουσες με διαφορά δεκαημέρου, εάν οι συμβάσεις αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αγορές έχουσες καθημερινά ημερομηνίες παραδόσεως.

15. Στη συνέχεια το ίδρυμα αθροίζει για κάθε διάστημα ληκτότητας τις θέσεις long αφενός, και τις θέσεις short, αφετέρου. Το ποσό των πρώτων (δεύτερων) που αντιστοιχίζεται έναντι των δεύτερων (πρώτων) σε κάθε διάστημα ληκτότητας είναι η αντιστοιχισμένη θέση στο διάστημα αυτό, ενώ η απομένουσα θέση long ή short είναι η μη αντιστοιχισμένη θέση στο ίδιο διάστημα ληκτότητας (unmatched position).

16. Το τμήμα της μη αντιστοιχισμένης θέσης long (short) σε δεδομένο διάστημα ληκτότητας που αντιστοιχίζεται έναντι της μη αντιστοιχισμένης θέσης short (long) στο επόμενο διάστημα ληκτότητας είναι η αντιστοιχισμένη θέση μεταξύ των δύο διαστημάτων ληκτότητας. Το μέρος της μη αντιστοιχισμένης θέσης long ή short που δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί με τον τρόπο αυτό είναι η μη αντιστοιχισμένη θέση.

17. Η κεφαλαιακή απαίτηση, την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για κάθε βασικό εμπόρευμα, υπολογίζεται με βάση το σχετικό πίνακα προθεσμιών λήξεως και ισούται με το άθροισμα των στοιχείων:

i) άθροισμα των αντιστοιχισμένων θέσεων long και short, πολλαπλασιασμένο με τον κατάλληλο συντελεστή διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης (spread rate) που αναφέρεται στη στήλη 2 του πίνακα του σημείου 13 για κάθε διάστημα προθεσμιών λήξης και επί την τιμή του βασικού εμπορεύματος για άμεση παράδοση (spot price),

ii) αντιστοιχισμένη θέση μεταξύ δύο διαστημάτων προθεσμιών λήξης για κάθε διάστημα προσθεσμιών λήξης στο οποίο μεταφέρεται μια μη αντιστοιχισμένη θέση, πολλαπλασιασμένη επί 0,6 % (συντελεστής μεταφοράς) (carry rate) και επί την τιμή του βασικού εμπορεύματος για άμεση παράδοση,

iii) απομένουσες μη αντιστοιχισμένες θέσεις, πολλαπλασιασμένες επί 15 % (συντελεστής μη αντιστοιχισμένης θέσης) (outright rate) και επί την τιμή του βασικού εμπορεύματος για άμεση παράδοση.

18. Η συνολική κεφαλαιακή απαίτηση την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος ισούται με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων για έκαστο βασικό εμπόρευμα, σύμφωνα με το σημείο 17.

β) Απλουστευμένη προσέγγιση

19. Η κεφαλαιακή απαίτηση την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για κάθε βασικό εμπόρευμα ισούται με το άθροισμα των ακόλουθων δύο στοιχείων:

i) 15 % της καθαρής θέσης, long ή short, πολλαπλασιασμένο επί την τιμή του εμπορεύματος για άμεση παράδοση (spot price),

ii) 3 % της μεικτής θέσης, long συν short, πολλαπλασιασμένο επί την τιμή του εμπορεύματος για άμεση παράδοση.

20. Η συνολική κεφαλαιακή απαίτηση την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος ισούται με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων για έκαστο βασικό εμπόρευμα, σύμφωνα με το σημείο 19.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ

1. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν παράρτημα, να επιτρέπουν στα ιδρύματα να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους για τον κίνδυνο θέσης, τον κίνδυνο συναλλάγματος ή/και τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος με δικά τους εσωτερικά μοντέλα διαχείρισης κινδύνων αντί, ή σε συνδυασμό με τα μοντέλα που περιγράφονται στα παραρτήματα I, III και VII. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται ρητή αναγνώριση των αρμόδιων αρχών για τη χρησιμοποίηση των μοντέλων αυτών, χάριν εποπτείας των κεφαλαίων.

2. Οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στην αναγνώριση αυτή μόνον εφόσον έχουν πεισθεί ότι το σύστημα διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος βασίζεται σε υγιείς αρχές, εφαρμόζεται με ακεραιότητα και πληροί ιδίως τα ακόλουθα ποιοτικά κριτήρια:

i) το εσωτερικό μοντέλο μέτρησης κινδύνων του ιδρύματος εντάσσεται στενά στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνων και αποτελεί τη βάση για τις εκθέσεις προς τη γενική διοίκηση του ιδρύματος σχετικά με το ύψος του τρέχοντος ανοίγματος του ιδρύματος,

ii) το ίδρυμα διαθέτει τμήμα ελέγχου κινδύνων, ανεξάρτητο από τα τμήματα διαπραγμάτευσης και απευθείας υπόλογο έναντι της γενικής διοίκησης. Το τμήμα αυτό ευθύνεται για το σχεδιασμό και τη λειτουργία του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος. Συντάσσει και αναλύει τις καθημερινές εκθέσεις για τα αποτελέσματα του μοντέλου μέτρησης κινδύνων και για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται ως προς τα όρια διαπραγμάτευσης,

iii) το διοικητικό συμβούλιο και η γενική διοίκηση του ιδρύματος συμμετέχουν ενεργώς στη διαδικασία ελέγχου των κινδύνων και οι καθημερινές εκθέσεις του τμήματος ελέγχου κινδύνων εξετάζονται σε διοικητικό επίπεδο που διαθέτει επαρκή εξουσία για να επιβάλλει μειώσεις τόσο στις θέσεις μεμονωμένων διαπραγματευτών όσο και στο ύψος του συνολικού ανοίγματος του ιδρύματος,

iv) το ίδρυμα διαθέτει επαρκές προσωπικό ικανό να χρησιμοποιεί πολύπλοκα μοντέλα στους τομείς της διαπραγμάτευσης, του ελέγχου κινδύνων, του εσωτερικού ελέγχου και της υποστήριξης και διαχείρισης συναλλαγών,

v) το ίδρυμα έχει θεσπίσει διαδικασίες για την παρακολούθηση και την εξασφάλιση της τήρησης των εσωτερικών πολιτικών και ελέγχων όσον αφορά τη συνολική λειτουργία που συστήματος μέτρησης κινδύνων.

vi) έχει αποδειχθεί ότι τα μοντέλα του ιδρύματος μπορούν να μετρούν τους κινδύνους με ικανοποιητική ακρίβεια,

vii) το ίδρυμα εφαρμόζει τακτικά αυστηρό πρόγραμμα προσομοίωσης καταστάσεων κρίσης (stress testing), τα αποτελέσματα του οποίου εξετάζονται από τη γενική διοίκηση και λαμβάνονται υπόψη στις πολιτικές και τα όρια που αυτή καθορίζει,

viii) το ίδρυμα διενεργεί, στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου, ανεξάρτητη ανάλυση του οικείου συστήματος μέτρησης κινδύνων. Η ανάλυση αυτή αφορά τόσο τις δραστηριότητες των τμημάτων διαπραγμάτευσης όσο και εκείνες της ανεξάρτητης μονάδας ελέγχου κινδύνων. Τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο, το ίδρυμα προβαίνει σε αναθεώρηση της συνολικής διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων. Η αναθεώριση λαμβάνει υποχρεωτικά υπόψη:

- την καταλληλότητα της τεκμηρίωσης σχετικά με το σύστημα και τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων, καθώς και την οργάνωση της μονάδας ελέγχου κινδύνων,

- την ενσωμάτωση των μετρήσεων κινδύνων αγοράς στην καθημερινή διαχείριση κινδύνων, καθώς και την ακεραιότητα του συστήματος πληροφόρησης της διοίκησης,

- τη διαδικασία που εφαρμόζει το ίδρυμα για την έγκριση των μοντέλων και συστημάτων υπολογισμού των κινδύνων σε τιμές αγοράς τα οποία χρησιμοποιούνται από τους διαπραγματευτές και από το προσωπικό του τμήματος υποστήριξης και διαχείρισης συναλλαγών,

- την έκταση των κινδύνων αγοράς που λαμβάνουν υπόψη τα μοντέλα και την πιστοποίηση κάθε σημαντικής μεταβολής στη διαδικασία μέτρησης κινδύνων,

- την ακρίβεια και την πληρότητα των δεδομένων για τις ανοικτές θέσεις, την ακρίβεια των υποθέσεων μεταβλητότητας και συσχέτισης, καθώς και την ακρίβεια των υπολογισμών αποτίμησης και ευαισθησίας,

- τις διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα για να ελέγχει τη συνοχή, την ενημέρωση και την αξιοπιστία των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στα εσωτερικά μοντέλα, περιλαμβανομένης της ανεξαρτησίας των πηγών των δεδομένων αυτών και

- τις διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα για να αξιολογεί τους εκ των υστέρων δοκιμαστικούς ελέγχους που διενεργούνται για να εξακριβωθεί η ακρίβεια των μοντέλων.

3. Το ίδρυμα παρακολουθεί την ακρίβεια και την απόδοση του μοντέλου, διά της εφαρμογής ενός προγράμματος δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου. Με τον έλεγχο αυτό, συγκρίνεται για κάθε εργάσιμη ημέρα, το μέτρο δυνητικής ζημίας το υπολογιζόμενο σύμφωνα με το μοντέλο του ιδρύματος για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου στο τέλος της ημέρας, προς την ημερήσια μεταβολή της αξίας του χαρτοφυλακίου μέχρι το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν την ικανότητα του ιδρύματος να προβαίνει σε δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο τόσο των πραγματικών όσο και των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου. Ο δοκιμαστικός εκ των υστέρων έλεγχος των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου γίνεται με βάση μια σύγκριση μεταξύ της αξίας του χαρτοφυλακίου κατά το πέρας της ημέρας, και της αξίας του κατά το πέρας της επομένης, υποτιθεμένου ότι οι θέσεις παραμένουν αμετάβλητες. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη βελτίωση του προγράμματος δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου εφόσον αυτό κρίνεται ανεπαρκές.

4. Για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου από διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς και μετοχικούς τίτλους, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίζουν τη χρήση του εσωτερικού μοντέλου ενός ιδρύματος, εφόσον το μοντέλο αυτό πληροί τους υπόλοιπους όρους του παρόντος παραρτήματος και επιπλέον:

- εξηγεί τη διαχρονική διακύμανση των τιμών του χαρτοφυλακίου,

- λαμβάνει υπόψη τη συγκέντρωση από άποψη μεγέθους και τις μεταβολές στη σύνθεση του χαρτοφυλακίου,

- αντέχει στις αντίξοες συνθήκες,

- επιβεβαιώνεται με δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο με τον οποίο εκτιμάται εάν έχει υπολογισθεί ακριβώς ο ειδικός κίνδυνος. Εάν οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν τη διενέργεια του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου βάσει σχετικών υποχαρτοφυλακίων, τα εν λόγω υποχαρτοφυλάκια πρέπει να επιλέγονται με συνέπεια.

5. Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικά μοντέλα μη ανεγνωρισμένα σύμφωνα με το σημείο 4 υπόκεινται σε χωριστή κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου, όπως περιγράφεται στο παράρτημα I.

6. Για τους σκοπούς του σημείου 10.ii), στο αποτέλεσμα του υπολογισμού που διενεργεί το ίδρυμα εφαρμόζεται πολλαπλασιαστικός συντελεστής 3 τουλάχιστον.

7. Ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής προσαυξάνεται κατά ένα συμπληρωματικό συντελεστή ύψους μηδέν (0) έως ένα (1), σύμφωνα με τον πίνακα, ανάλογα με τον αριθμό των υπερβάσεων κατά τις αμέσως προηγούμενες 250 εργάσιμες ημέρες. Τα σχετικά στοιχεία αντλούνται από τον εκ των υστέρων δοκιμαστικό έλεγχο του ιδρύματος. Οι αρμόδιες αρχές υποχρεώνουν τα ιδρύματα να υπολογίζουν τις υπερβάσεις χωρίς ανακολουθίες βάσει του εκ των υστέρων δοκιμαστικού ελέγχου επί πραγματικών ή υποθετικών αλλαγών της αξίας του χαρτοφυλακίου. Υπέρβαση είναι η εντός μιας ημέρας μεταβολή αξίας που υπερβαίνει το μέτρο ημερήσιας δυνητικής ζημίας το προκύπτον από το μοντέλο του ιδρύματος. Για τον καθορισμό του συμπληρωματικού συντελεστή, καταγράφεται ο συνολικός αριθμός των υπερβάσεων τουλάχιστον ανά τρίμηνο.

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, σε μεμονωμένες περιπτώσεις και εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να άρουν την υποχρέωση προσαύξησης του πολλαπλασιαστικού συντελεστή με το συμπληρωματικό συντελεστή του πίνακα, εάν το ίδρυμα αποδείξει ότι η αύξηση είναι αδικαιολόγητη και το μοντέλο είναι κατά βάση υγιές.

Εάν, λόγω πολυάριθμων υπερβάσεων, πιθανολογείται ότι το μοντέλο δεν είναι αρκετά ακριβές, οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν την αναγνώρισή του ή επιβάλλουν τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων προς άμεση βελτίωσή του.

Για να μπορούν οι αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν συνεχώς την καταλληλότητα του συμπληρωματικού συντελεστή, τα ιδρύματα τους κοινοποιούν πάραυτα και οπωσδήποτε εντός πέντε εργάσιμων ημερών τις υπερβάσεις οι οποίες διαπιστώνονται κατά την εφαρμογή του προγράμματος ημερήσιου δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου, και οι οποίες, σύμφωνα με τον πίνακα συνεπάγονται αύξηση του συμπληρωματικού συντελεστή.

8. Εάν το μοντέλο του ιδρύματος έχει αναγνωρισθεί από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το σημείο 4 για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη ειδικού κινδύνου, το ίδρυμα αυξάνει την κεφαλαιακή του απαίτηση που υπολογίζεται σύμφωνα με τα σημεία 6, 7 και 10 προσαυξάνοντας το ποσό που αντιστοιχεί:

i) είτε στην αναλογία ειδικού κινδύνου της δυνητικής ζημίας που πρέπει να υπολογίζεται χωριστά σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές εποπτείας είτε κατ' επιλογή του ιδρύματος,

ii) στη δυνητική ζημία των υποχαρτοφυλακίων χρεωστικών και μετοχικών τίτλων που ενέχουν ειδικό κίνδυνο.

Τα ιδρύματα που επιλέγουν τη λύση ii) προσδιορίζουν τη διάρθρωση του χαρτοφυλακίου εκ των προτέρων και δεν μεταβάλλουν τη διάρθρωση αυτή χωρίς τη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών.

9. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να άρουν την απαίτηση προσαύξησης που προβλέπεται στο σημείο 8, εάν το ίδρυμα αποδείξει ότι, σύμφωνα με τα ισχύοντα διεθνή πρότυπα, το μοντέλο που χρησιμοποιεί λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο γεγονότος και τον κίνδυνο υπερημερίας για τους διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς και μετοχικούς τίτλους του.

10. Κάθε ίδρυμα υπόκειται σε κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το υψηλότερο από τα ακόλουθα δύο ποσά:

i) δυνητική ζημία της προηγούμενης ημέρας, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τις παραμέτρους που ορίζονται στο παρόν παράρτημα,

ii) μέσος όρος των ημερήσιων δυνητικών ζημιών για καθεμία από τις εξήντα προηγούμενες εργάσιμες ημέρες, πολλαπλασιασμένος επί το συντελεστή του σημείου 6 και προσαρμοσμένος κατά το συντελεστή του σημείου 7.

11. Ο υπολογισμός της δυνητικής ζημίας πρέπει να πληροί τα ακόλουθα ελάχιστα πρότυπα:

i) τουλάχιστον καθημερινός υπολογισμός της δυνητικής ζημίας,

ii) μονοκατάληκτο (one-tailed) διάστημα εμπιστοσύνης, 99 εκατοστά (percentile),

iii) περίοδος διακράτησης ισοδύναμη με δέκα ημέρες,

iv) πραγματική περίοδος παρατήρησης τουλάχιστον ενός έτους, εκτός αν δικαιολογείται βραχύτερο διάστημα συνεπεία σημαντικής έξαρσης της αστάθειας των τιμών,

v) τριμηνιαία ενημέρωση των δεδομένων.

12. Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν επίσης ότι το μοντέλο λαμβάνει επακριβώς υπόψη όλους τους ουσιαστικούς κινδύνους τιμών από θέσεις σε προαιρέσεις και σε εξομοιούμενα με προαιρέσεις μέσα και ότι οι μη καλυπτόμενοι από το μοντέλο κίνδυνοι αυτού του είδους καλύπτονται με επαρκή ίδια κεφάλαια.

13. Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι το μοντέλο υπολογισμού κινδύνων λαμβάνει υπόψη επαρκή αριθμό παραγόντων κινδύνου, ανάλογα με το επίπεδο της δραστηριότητας του ιδρύματος στις αντίστοιχες αγορές. Οι ελάχιστες απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται είναι οι ακόλουθες:

i) καθόσον αφορά τον κίνδυνο επιτοκίου, το σύστημα μέτρησης κινδύνων περιλαμβάνει ένα σύνολο παραγόντων κινδύνου αντιστοιχούντων στον κίνδυνο επιτοκίου για κάθε ένα από τα νομίσματα στο οποία το ίδρυμα έχει εντός ή εκτός ισολογισμού θέσεις ευαίσθητες στα επιτόκια. Το ίδρυμα διαμορφώνει την καμπύλη αποδόσεως σύμφωνα με μία από τις γενικά αποδεκτές μεθόδους. Για τις θέσεις που ενέχουν ουσιαστικό κίνδυνο επιτοκίου στα κυριότερα νομίσματα και αγορές, η καμπύλη αποδόσεων διαιρείται σε τουλάχιστον έξι διαστήματα προθεσμιών λήξης, κατά τρόπο ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διακυμάνσεις μεταβλητότητας σε όλα τα σημεία της καμπύλης. Το σύστημα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο ατελώς συσχετισμένων κινήσεων μεταξύ διαφορετικών καμπυλών απόδοσης,

ii) για τον κίνδυνο συναλλάγματος το σύστημα μέτρησης κινδύνων ενσωματώνει παράγοντες κινδύνου για χρυσό και για κάθε μεμονωμένο νόμισμα στο οποίο είναι εκφρασμένες οι θέσεις του ιδρύματος,

iii) για τον κίνδυνο μετοχικών τίτλων το σύστημα μέτρησης κινδύνων χρησιμοποιεί χωριστό παράγοντα κινδύνου, τουλάχιστον για καθεμία από τις αγορές μετοχών στην οποία το ίδρυμα κατέχει ουσιαστικές θέσεις,

iv) για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος, το σύστημα μέτρησης κινδύνων χρησιμοποιεί χωριστό παράγοντα κινδύνου, τουλάχιστον για καθένα από τα βασικά εμπορεύματα στα οποία το ίδρυμα κατέχει ουσιαστικές θέσεις. Το σύστημα λαμβάνει επίσης υπόψη τον κίνδυνο ατελώς συσχετισμένων κινήσεων μεταξύ παρεμφερών αλλά όχι πανομοιότυπων βασικών εμπορευμάτων, καθώς και τον κίνδυνο που σχετίζεται με μεταβολές στις προθεσμιακές τιμές λόγω μη αντιστοιχισμένων προσθεσμιών λήξης. Λαμβάνει επίσης υπόψη τα χαρακτηριστικά της αγοράς, ιδίως τις ημερομηνίες παράδοσης και τα περιθώρια ελιγμού των διαπραγματευτών όσον αφορά το κλείσιμο θέσεων.

14. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εμπειρικές συσχετίσεις στο εσωτερικό και μεταξύ κατηγοριών κινδύνου, εάν έχουν πεισθεί ότι το σύστημα που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τη μέτρηση αυτών των συσχετίσεων είναι υγιές και εφαρμόζεται με ακεραιότητα.»