31997Y1209(01)

Ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 372 της 09/12/1997 σ. 0005 - 0013


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (97/C 372/03)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή εφαρμόζει την έννοια της σχετικής αγοράς, είτε πρόκειται για την αγορά του σχετικού προϊόντος είτε για τη γεωγραφική αγορά, στο πλαίσιο του ελέγχου της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού, και ιδίως του κανονισμού αριθ. 17 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89, των αντίστοιχων κανονισμών που έχουν θεσπιστεί σε τομείς όπως των μεταφορών, του άνθρακα και χάλυβα ή της γεωργίας, καθώς και των αντίστοιχων διατάξεων της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (1). Στο σύνολο της παρούσας ανακοίνωσης, οι παραπομπές στα άρθρα 85 και 86 της συνθήκης και στον έλεγχο των συγκεντρώσεων νοούνται ως παραπομπές και στις αντίστοιχες διατάξεις της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και της συνθήκης ΕΚΑΧ.

2. Με τον ορισμό της αγοράς προσδιορίζονται τα όρια εντός των οποίων ασκείται ο ανταγωνισμός μεταξύ επιχειρήσεων. Ο ορισμός αυτός επιτρέπει τον καθορισμό του πλαισίου εντός του οποίου η Επιτροπή εφαρμόζει την κοινοτική πολιτική ανταγωνισμού. Βασικός στόχος του είναι ο συστηματικός εντοπισμός των περιορισμών τους οποίους υφίσταται ο ανταγωνισμός στον οποίο υπόκεινται οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (2). Ο ορισμός μιας αγοράς, τόσο όσον αφορά τα προϊόντα όσο και τη γεωγραφική διάστασή της, έχει ως στόχο τον προσδιορισμό των πραγματικών ανταγωνιστών, οι οποίοι είναι σε θέση να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και να τις εμποδίσουν να ενεργούν ανεξάρτητα από τις πιέσεις που επιβάλλει ο πραγματικός ανταγωνισμός. Από την άποψη αυτή, ο ορισμός της αγοράς καθιστά δυνατό, μεταξύ άλλων, να υπολογιστούν τα μερίδια αγοράς, τα οποία προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τη δύναμη στην αγορά για την αξιολόγηση μιας δεσπόζουσας θέσης ή για την εφαρμογή του άρθρου 85.

3. Από τα προαναφερθέντα στην παράγραφο 2 συνάγεται το συμπέρασμα ότι η έννοια της σχετικής αγοράς διαφέρει από τις άλλες έννοιες της αγοράς που χρησιμοποιούνται συχνά σε άλλα πλαίσια. Για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν συχνά τον όρο «αγορά» προκειμένου να προσδιορίσουν την περιοχή στην οποία πωλούν τα προϊόντα τους, ή, γενικότερα, τη βιομηχανία ή τον τομέα στον οποίο ανήκουν.

4. Ο ορισμός της σχετικής αγοράς, τόσο όσον αφορά τα προϊόντα όσο και τη γεωγραφική διάσταση, έχει συχνά καθοριστική σημασία για την εξέταση μιας υπόθεσης ανταγωνισμού. Καθιστώντας γνωστές τις διαδικασίες που ακολουθεί για τον προσδιορισμό της αγοράς και αναφέροντας τα κριτήρια και τα στοιχεία αξιολόγησης στα οποία στηρίζεται η απόφασή της, η Επιτροπή προσπαθεί να βελτιώσει τη διαφάνεια της πολιτικής της και της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στον τομέα της πολιτικής ανταγωνισμού.

5. Χάρη στη μεγαλύτερη αυτή διαφάνεια, οι επιχειρήσεις και οι σύμβουλοί τους θα είναι περισσότερο σε θέση να προβλέψουν κατά πόσο η Επιτροπή θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι συγκεκριμένη πράξη δημιουργεί προβλήματα από την άποψη του ανταγωνισμού και, συνεπώς, να το λάβουν υπόψη τους στο πλαίσιο της δικής τους εσωτερικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων όταν προτίθενται, για παράδειγμα, να προβούν σε εξαγορά, δημιουργία κοινής επιχείρησης ή στη σύναψη ορισμένων συμφωνιών. Η πρόθεση είναι, επίσης, οι επιχειρήσεις να είναι σε θέση να κατανοούν καλύτερα το είδος των πληροφοριών που η Επιτροπή θεωρεί χρήσιμες για τον καθορισμό της σχετικής αγοράς.

6. Η ερμηνεία που δίνει η Επιτροπή στην έννοια της σχετικής αγοράς δεν προδικάζει την ερμηνεία που μπορεί να δοθεί από το Δικαστήριο ή το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

II. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Ορισμός της αγοράς του σχετικού προϊόντος και της σχετικής γεωγραφικής αγοράς

7. Οι κανονισμοί που έχουν θεσπιστεί δυνάμει των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης, και ιδίως το τμήμα 6 του εντύπου Α/Β όσον αφορά τον κανονισμό αριθ. 17 και το τμήμα 6 του εντύπου CO όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων με κοινοτική διάσταση, περιλαμβάνουν τους ακόλουθους ορισμούς. Η αγορά του προϊόντος ορίζεται ως εξής:

«Η αγορά του σχετικού προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή και τις υπηρεσίες που είναι δυνατόν να εναλλάσσονται ή να υποκαθίστανται αμοιβαία από τον καταναλωτή, λόγω των χαρακτηριστικών, των τιμών και της χρήσης για την οποία προορίζονται».

8. Η σχετική γεωγραφική αγορά ορίζεται με τον ακόλουθο τρόπο:

«Η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει την περιοχή όπου οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις συμμετέχουν στην προμήθεια προϊόντων ή υπηρεσιών και οι όροι του ανταγωνισμού είναι επαρκώς ομοιογενείς και η οποία μπορεί να διακριθεί από γειτονικές κυρίως περιοχές, διότι στις εν λόγω περιοχές οι όροι του ανταγωνισμού διαφέρουν σημαντικά».

9. Η σχετική αγορά στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να εξετάζεται ένα συγκεκριμένο πρόβλημα όσον αφορά τον ανταγωνισμό προσδιορίζεται, συνεπώς, με τον συνδυασμό της αγοράς του σχετικού προϊόντος και της γεωγραφικής αγοράς. Η Επιτροπή ερμηνεύει τους ορισμούς που περιέχονται στα σημεία 7 και 8 (που αντικατοπτρίζουν τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου καθώς και τη δική της πρακτική κατά την έκδοση αποφάσεων) σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που δίνονται στην παρούσα ανακοίνωση.

Η έννοια της σχετικής αγοράς και οι στόχοι της κοινοτικής πολιτικής

10. Η έννοια της σχετικής αγοράς συνδέεται στενά με τους επιδιωκόμενους στόχους στο πλαίσιο της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων στην Κοινότητα, στόχος του ελέγχου των διαρθρωτικών μεταβολών που επηρεάζουν την προσφορά ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας είναι να εμποδίσει τη δημιουργία ή την ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα τον αισθητό περιορισμό του αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς. Βάσει των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, η δεσπόζουσα θέση αποτελεί τη δυνατότητα, για μια ή περισσότερες επιχειρήσεις, να ενεργούν, σε σημαντικό βαθμό, ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές, τους πελάτες και, σε τελική ανάλυση, τους καταναλωτές (3). Η κατάσταση αυτή δημιουργείται όταν μια επιχείρηση ή όμιλος επιχειρήσεων εξασφαλίζει σημαντικό τμήμα της προσφοράς σε συγκεκριμένη αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι και άλλοι παράγοντες που εξετάζονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης (όπως η ύπαρξη φραγμών στην είσοδο, η ικανότητα αντίδρασης των καταναλωτών, κ.λπ.) οδηγούν προς την ίδια κατεύθυνση.

11. Την ίδια προσέγγιση ακολουθεί η Επιτροπή για την εφαρμογή του άρθρου 86 της συνθήκης στις επιχειρήσεις που κατέχουν, μεμονωμένα ή από κοινού, δεσπόζουσα θέση. Δυνάμει του κανονισμού αριθ. 17, η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να διεξαγάγει έρευνα και να θέσει τέρμα στην κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, η εκτίμηση της οποίας προϋποθέτει επίσης τον ορισμό της σχετικής αγοράς. Ο ορισμός των αγορών ενδέχεται επίσης να είναι απαραίτητος για την εφαρμογή του άρθρου 85 της συνθήκης και συγκεκριμένα προκειμένου να προσδιοριστεί αν περιορίζεται αισθητά ο ανταγωνισμός ή για να επαληθευτεί ότι πληρούται ο όρος που προβλέπεται στο άρθρο 85 παράγραφος 3 στοιχείο β) για την απαλλαγή από την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 1.

12. Τα κριτήρια για τον ορισμό της σχετικής αγοράς εφαρμόζονται γενικά για την ανάλυση ορισμένων συμπεριφορών στην αγορά ή αλλαγών στη δομή της προσφοράς των προϊόντων. Η μεθοδολογία αυτή μπορεί ωστόσο να έχει διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με τη φύση του προβλήματος που δημιουργείται όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Για παράδειγμα, η έκταση της γεωγραφικής αγοράς μπορεί να είναι διαφορετική στο πλαίσιο της εξέτασης μιας πράξης συγκέντρωσης, στην οποία η ανάλυση αφορά τις συνέπειες μιας μελλοντικής πράξης, απ' ό,τι θα ήταν στο πλαίσιο της ανάλυσης μιας ενέργειας που έχει πραγματοποιηθεί στο παρελθόν. Η διαφορετική χρονική διάσταση κάθε περίπτωσης μπορεί να οδηγήσει στον ορισμό διαφορετικών γεωγραφικών αγορών για τα ίδια προϊόντα, ανάλογα με το αν η Επιτροπή εξετάζει μια μεταβολή στη δομή της προσφοράς (όπως στην περίπτωση μιας συγχώνευσης ή της δημιουργίας κοινής επιχείρησης με χαρακτήρα συνεργασίας) ή τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από ενέργειες που έχουν γίνει στο παρελθόν.

Βασικές αρχές για τον καθορισμό της αγοράς

Περιορισμοί λόγω του ανταγωνισμού

13. Τρεις είναι κυρίως οι περιορισμοί στους οποίους υπόκεινται οι επιχειρήσεις λόγω του ανταγωνισμού: δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης, δυνατότητα υποκατάστασης στο επίπεδο της προσφοράς και δυνητικός ανταγωνισμός. Από οικονομική άποψη, για τον καθορισμό της αγοράς του σχετικού προϊόντος, η υποκατάσταση από την πλευρά της ζήτησης αποτελεί το πλέον άμεσο και αποτελεσματικό μέσο ελέγχου των προμηθευτών ενός δεδομένου προϊόντος, ιδίως όσον αφορά τις αποφάσεις τους για τον καθορισμό των τιμών. Μια επιχείρηση ή ένας όμιλος επιχειρήσεων δεν μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τους υφιστάμενους όρους πώλησης, όπως οι τιμές, αν είναι εύκολο για τους πελάτες της να στραφούν σε άλλα προϊόντα υποκατάστασης ή σε προμηθευτές που είναι εγκατεστημένοι αλλού. Βασικά, ο καθορισμός της αγοράς συνίσταται στον εντοπισμό των πραγματικών εναλλακτικών πηγών προμήθειας για τους πελάτες των εν λόγω επιχειρήσεων, τόσο από την άποψη των προϊόντων ή των υπηρεσιών όσο και από την άποψη της γεωγραφικής θέσης των προμηθευτών.

14. Οι περιορισμοί που προκύπτουν όσον αφορά τη δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς, εκτός από αυτούς που περιγράφονται στα σημεία 20 έως 23 και από τον δυνητικό ανταγωνισμό είναι, κατά κανόνα, λιγότερο άμεσοι και απαιτούν την ανάλυση και άλλων παραγόντων. Ως εκ τούτου, οι περιορισμοί αυτοί λαμβάνονται υπόψη στο στάδιο αξιολόγησης της ανάλυσης από την άποψη του ανταγωνισμού.

Υποκατάσταση από την πλευρά της ζήτησης

15. Η εκτίμηση της υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης συνεπάγεται καθορισμό του φάσματος των προϊόντων που ο καταναλωτής θεωρεί ως υποκατάστατα. Ένας τρόπος πραγματοποίησης του καθορισμού αυτού μπορεί να θεωρηθεί ως ένα διανοητικό πείραμα, στο πλαίσιο του οποίου υποθέτουμε μια μικρή αλλά διαρκή διακύμανση των σχετικών τιμών και αξιολογούμε τις πιθανές αντιδράσεις των πελατών. Ο ορισμός της αγοράς γίνεται κυρίως βάσει των τιμών για πρακτικούς λόγους και, πιο συγκεκριμένα, βάσει της υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης την οποία ενδέχεται να επιφέρουν οι μικρές αλλά διαρκείς μεταβολές των σχετικών τιμών. Η μέθοδος αυτή εξασφαλίζει σαφείς ενδείξεις όσον αφορά τα στοιχεία που είναι χρήσιμα για τον ορισμό των αγορών.

16. Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει, αρχής γενομένης από το είδος των προϊόντων που οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις πωλούν και την περιοχή στην οποία πωλούν τα προϊόντα αυτά, να συμπεριληφθούν στον ορισμό της αγοράς ή να αποκλεισθούν και άλλα προϊόντα και περιοχές, ανάλογα με το αν ο ανταγωνισμός που ασκείται από τα άλλα αυτά προϊόντα και περιοχές επηρεάζει ή περιορίζει αισθητά τη στρατηγική των μερών όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών βραχυπρόθεσμα.

17. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι πελάτες των μερών θα στραφούν σε προϊόντα υποκατάστασης ή σε προμηθευτές που είναι εγκατεστημένοι αλλού, σε περίπτωση μικρής αλλά διαρκούς αύξησης (5 %-10 %), των σχετικών τιμών των προϊόντων στις υπό εξέταση περιοχές. Αν η υποκατάσταση καθιστά ανώφελη την αύξηση των τιμών, λόγω της μείωσης των πωλήσεων που αυτή συνεπάγεται, τα πρόσθετα προϊόντα υποκατάστασης και οι πρόσθετες περιοχές ενσωματώνονται στη σχετική αγορά μέχρις ότου το σύνολο προϊόντων και η γεωγραφική ζώνη είναι τέτοια που να καθιστούν αποδοτικές τις μικρές αλλά διαρκείς αυξήσεις των σχετικών τιμών. Ανάλογη είναι και η ανάλυση στις περιπτώσεις που αφορούν την συγκέντρωση της αγοραστικής δύναμης στις οποίες το σημείο εκκίνησης είναι ο προμηθευτής, και ο δοκιμαστικός έλεγχος των τιμών επιτρέπει τον προσδιορισμό των εναλλακτικών δικτύων διανομής ή σημείων πώλησης για τα προϊόντα του προμηθευτή. Κατά την εφαρμογή των αρχών αυτών, θα πρέπει να λαμβάνονται προσεκτικά υπόψη ορισμένες περιπτώσεις, όπως εκτίθεται στα σημεία 56 και 58.

18. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του δοκιμαστικού αυτού ελέγχου μπορεί να δοθεί με την εφαρμογή του σε μια πράξη συγκέντρωσης, για παράδειγμα, δύο επιχειρήσεων εμφιάλωσης αναψυκτικών. Ένα από τα ερωτήματα που τίθενται σε μια περίπτωση του είδους αυτού είναι κατά πόσο μη οινοπνευματώδη αναψυκτικά διαφορετικής γεύσης μπορούν να ανήκουν στην ίδια αγορά. Στην πράξη, το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι καταναλωτές του αναψυκτικού με γεύση Α είναι δυνατόν να στραφούν σε αναψυκτικά διαφορετικής γεύσης στην περίπτωση που η τιμή του αναψυκτικού γεύσης Α το οποίο συνήθως καταναλώνουν αυξάνεται διαρκώς κατά 5 % έως 10 %. Αν ο αριθμός των καταναλωτών που στρέφονται στο αναψυκτικό γεύσης Β, για παράδειγμα, είναι αρκετά μεγάλος ώστε να καταστήσει ανώφελη την αύξηση της τιμής του αναψυκτικού με γεύση Α, λαμβανομένης υπόψη της μείωσης των πωλήσεων του προϊόντος αυτού, η αγορά θα περιελάμβανε τουλάχιστον τα αναψυκτικά γεύσης Α και Β. Η ίδια διαδικασία θα πρέπει να επαναληφθεί για τα προϊόντα άλλων γεύσεων, μέχρις ότου βρεθεί ένα σύνολο προϊόντων για τα οποία η αύξηση της τιμής δεν θα επέφερε σημαντική υποκατάσταση από την πλευρά της ζήτησης.

19. Κατά γενικό κανόνα, και ειδικότερα όσον αφορά την εξέταση συγκεντρώσεων, η τιμή που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η επικρατούσα τιμή στην υπό εξέταση αγορά. Αυτό μπορεί να μην ισχύει στην περίπτωση που η επικρατούσα τιμή έχει καθοριστεί σε πλαίσιο μη επαρκούς ανταγωνισμού. Στις έρευνες που διεξάγει σχετικά με τις καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης, η Επιτροπή λαμβάνει επίσης υπόψη της το γεγονός ότι η επικρατούσα τιμή μπορεί να έχει ήδη αυξηθεί σημαντικά.

Υποκατάσταση από την πλευρά της προσφοράς

20. Η δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς μπορεί να λαμβάνεται επίσης υπόψη για τον καθορισμό των αγορών στις περιπτώσεις στις οποίες τα αποτελέσματα είναι ανάλογα με τα αποτελέσματα της υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και την αμεσότητα. Αυτό προϋποθέτει ότι οι προμηθευτές είναι σε θέση να μετατοπίζουν την παραγωγή τους στα σχετικά προϊόντα και να τα εμπορεύονται βραχυπρόθεσμα (4) χωρίς σημαντικό πρόσθετο κόστος και χωρίς να διατρέχουν σημαντικό επιπλέον κίνδυνο λόγω των μικρών αλλά διαρκών μεταβολών των σχετικών τιμών. Όταν οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται, η πρόσθετη παραγωγή που διατίθεται στην αγορά θα επηρεάσει την ανταγωνιστική συμπεριφορά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Οι επιπτώσεις αυτές ισοδυναμούν, λόγω της αμεσότητας και της αποτελεσματικότητάς τους με τα αποτελέσματα της υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης.

21. Αυτό συμβαίνει συχνά όταν οι επιχειρήσεις προσφέρουν μεγάλη ποιοτική ποικιλία για το ίδιο προϊόν. Ακόμη και αν για συγκεκριμένο τελικό καταναλωτή ή ομάδα καταναλωτών, δεν υπάρχει δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ των διαφόρων ποιοτήτων, οι διάφορες αυτές ποιότητες συγκεντρώνονται σε μια αγορά προϊόντων, υπό την προϋπόθεση ότι οι περισσότεροι προμηθευτές είναι σε θέση να παράγουν και να πωλούν τις διάφορες ποιότητες άμεσα και χωρίς να αυξάνεται σημαντικά το κόστος τους. Στις περιπτώσεις αυτές, η αγορά του σχετικού προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα που είναι δυνατόν να υποκαθίστανται αμοιβαία, τόσο από την άποψη της ζήτησης όσο και της προσφοράς, και οι πωλήσεις των προϊόντων αυτών κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου προστίθενται προκειμένου να υπολογιστεί η συνολική αξία ή ο συνολικός όγκος της αγοράς. Ο ίδιος συλλογισμός μπορεί να οδηγήσει στη συνάθροιση διαφόρων γεωγραφικών ζωνών.

22. Όσον αφορά τη δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς και τον ορισμό των αγορών του σχετικού προϊόντος στο πλαίσιο αυτό, ο τομέας του χαρτιού αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το χαρτί προσφέρεται συνήθως σε διάφορες ποιότητες, από το απλό χαρτί αλληλογραφίας μέχρι το χαρτί ανώτερης ποιότητας που χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, για την έκδοση βιβλίων τέχνης. Από την άποψη της ζήτησης, οι διάφορες ποιοτικές κατηγορίες χαρτιού δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για συγκεκριμένη χρήση. Για παράδειγμα, για ένα βιβλίο τέχνης ή μια έκδοση υψηλής ποιότητας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί χαρτί χαμηλής ποιότητας. Ωστόσο, οι χαρτοποιίες είναι σε θέση να παράγουν διάφορες ποιότητες χαρτιού και η παραγωγή μπορεί να προσαρμοστεί βραχυπρόθεσμα και με αμελητέο κόστος. Αν δεν υπάρχουν ιδιαίτερες δυσχέρειες στο στάδιο της διανομής, οι χαρτοβιομηχανίες μπορούν να ασκούν μεταξύ τους ανταγωνισμό όσον αφορά τις παραγγελίες χαρτιού διαφόρων ποιοτήτων, ιδίως αν οι παραγγελίες αυτές δίνονται αρκετό χρόνο πριν έτσι ώστε να μπορεί να τροποποιηθεί το πρόγραμμα παραγωγής. Στις περιπτώσεις αυτές, η Επιτροπή δεν ορίζει χωριστή αγορά για κάθε ποιότητα χαρτιού και κάθε μια από τις χρήσεις τους. Οι διάφορες ποιότητες χαρτιού περιλαμβάνονται στη σχετική αγορά και οι πωλήσεις τους προστίθενται προκειμένου να εκτιμηθεί το συνολικό μέγεθος της αγοράς τόσο ως προς την αξία όσο και ως προς τον όγκο.

23. Όταν η δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς προϋποθέτει σημαντική προσαρμογή των υφιστάμενων ενσώματων και άυλων στοιχείων του ενεργητικού, πρόσθετες επενδύσεις, στρατηγικές αποφάσεις ή καθυστερήσεις, δεν λαμβάνεται υπόψη για την οριοθέτηση της αγοράς. Παραδείγματα περιπτώσεων στις οποίες η δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς δεν οδήγησε την Επιτροπή να διευρύνει τον ορισμό της αγοράς προσφέρει ο τομέας των καταναλωτικών προϊόντων και πιο συγκεκριμένα ο τομέας των ποτών αναγνωρισμένου σήματος. Παρόλο που τα εργοστάσια εμφιάλωσης μπορούν, καταρχήν, να εμφιαλώνουν διαφορετικά ποτά, απαιτείται αρκετός χρόνος και δαπάνες (για τη διαφήμιση, τη δοκιμή των προϊόντων και τη διανομή τους) μέχρις ότου πωληθούν στην αγορά. Στις περιπτώσεις αυτές, οι επιπτώσεις της δυνατότητας υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς και άλλες μορφές δυνητικού ανταγωνισμού θα εξετάζονται σε μεταγενέστερο στάδιο.

Δυνητικός ανταγωνισμός

24. Η τρίτη πηγή περιορισμών, ο δυνητικός ανταγωνισμός, δεν λαμβάνεται υπόψη στον ορισμό των αγορών, εφόσον οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο δυνητικός ανταγωνισμός μπορεί να αποτελέσει πραγματικό περιορισμό εξαρτώνται από την ανάλυση ορισμένων παραγόντων και περιστάσεων που συνδέονται με τις συνθήκες εισόδου στην αγορά. Η ανάλυση αυτή, ανάλογα με την περίπτωση, διεξάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο, κατά κανόνα αφού προσδιοριστεί η θέση των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων στη σχετική αγορά και φανεί ότι δημιουργούνται προβλήματα από την άποψη του ανταγωνισμού.

III. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

Διαδικασία που ακολουθείται για τον ορισμό της σχετικής αγοράς

Προϊόντα

25. Υπάρχει μια σειρά στοιχείων που επιτρέπουν να προσδιοριστεί ο βαθμός στον οποίο είναι δυνατόν να επιτευχθεί υποκατάσταση. Σε συγκεκριμένη περίπτωση, ορισμένα στοιχεία έχουν καθοριστική σημασία, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των χαρακτηριστικών και των ιδιομορφιών του υπό εξέταση τομέα και προϊόντων ή υπηρεσιών. Σε άλλες περιπτώσεις, τα ίδια στοιχεία μπορεί να μην παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η απόφαση πρέπει να ληφθεί βάσει ορισμένων κριτηρίων και διαφόρων στοιχείων αξιολόγησης. Η Επιτροπή στηρίζεται σε εμπειρικά στοιχεία και χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα στοιχεία που μπορεί να είναι χρήσιμα για την εκτίμηση συγκεκριμένης περίπτωσης. Η Επιτροπή δεν χρησιμοποιεί αυστηρά μια σειρά πηγών πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων.

26. Η διαδικασία που ακολουθείται για τον ορισμό των σχετικών αγορών μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: βασιζόμενη στις πρώτες διαθέσιμες πληροφορίες ή σε πληροφορίες που της κοινοποιούν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, η Επιτροπή είναι συνήθως σε θέση να προσδιορίσει, σε γενικές γραμμές, τις πιθανές σχετικές αγορές εντός των οποίων θα πρέπει να εκτιμήσει, για παράδειγμα, μια συγκέντρωση ή ένα περιορισμό του ανταγωνισμού. Κατά κανόνα, και για πρακτικούς λόγους, όταν εξετάζει μεμονωμένες περιπτώσεις, πρέπει να αποφασίσει μεταξύ ενός μικρού αριθμού πιθανών σχετικών αγορών. Για παράδειγμα, το ερώτημα που τίθεται συχνά όσον αφορά τον ορισμό μιας αγοράς σχετικών προϊόντων είναι κατά πόσο ένα προϊόν Α και ένα προϊόν Β ανήκουν ή όχι ίδια αγορά σχετικού προϊόντος. Συχνά, αρκεί να συμπεριληφθεί το προϊόν Β στον ορισμό της αγοράς για να επιλυθεί κάθε πρόβλημα από την άποψη του ανταγωνισμού.

27. Στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί κατά πόσο η αγορά περιλαμβάνει επίσης άλλα προϊόντα και να οριοθετηθεί οριστικά η αγορά σχετικού προϊόντος. Αν, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους δυνατούς ορισμούς της αγοράς, η εν λόγω πράξη δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα από την άποψη του ανταγωνισμού, το θέμα του ορισμού της αγοράς μένει εκκρεμές, περιορίζοντας έτσι τον αριθμό των πληροφοριών που οφείλουν να παράσχουν οι επιχειρήσεις.

Γεωγραφική διάσταση

28. Η προσέγγιση που ακολουθεί η Επιτροπή για τον ορισμό της γεωγραφικής αγοράς μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: σχηματίζει μια πρώτη εικόνα όσον αφορά την έκταση της γεωγραφικής αγοράς, βασιζόμενη σε διάφορες ενδείξεις όσον αφορά την κατανομή των μεριδίων αγοράς που κατέχουν τα μέρη και οι ανταγωνιστές τους καθώς και σε μια προκαταρκτική ανάλυση του καθορισμού των τιμών και των διαφορών μεταξύ των τιμών σε εθνικό επίπεδο καθώς και στο επίπεδο της ΕΕ ή του ΕΟΧ. Η αρχική αυτή εικόνα χρησιμοποιείται κατά βάση ως υπόθεση εργασίας η οποία επιτρέπει στην Επιτροπή να επικεντρώσει τις έρευνές της προκειμένου να καταλήξει σε έναν ακριβή ορισμό της γεωγραφικής αγοράς.

29. Πρέπει να αναζητώνται οι λόγοι στους οποίους οφείλεται μια δεδομένη διαμόρφωση των τιμών και των μεριδίων αγοράς. Ορισμένες εταιρείες είναι δυνατόν να κατέχουν υψηλά μερίδια στις εγχώριες αγορές μόνο και μόνο επειδή έχουν ασκήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα δραστηριότητες σ' αυτές και, αντιστρόφως, η ομοιογενής παρουσία εταιρειών στο σύνολο του ΕΟΧ μπορεί να συμβιβάζεται με την ύπαρξη εθνικών ή περιφερειακών γεωγραφικών αγορών. Η αρχική υπόθεση εργασίας πρέπει, συνεπώς, να επαληθεύεται βάσει μιας ανάλυσης των χαρακτηριστικών της ζήτησης (σημασία των εθνικών ή τοπικών προτιμήσεων, αγοραστικές συνήθειες των πελατών, διαφοροποίηση των προϊόντων, εμπορικά σήματα, κ.λπ.), προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσο εταιρείες εγκατεστημένες σε άλλες περιοχές αποτελούν πράγματι εναλλακτική πηγή εφοδιασμού για τους καταναλωτές. Και στην περίπτωση αυτή, το κριτήριο που εφαρμόζεται είναι η υποκατάσταση στην οποία μπορεί να οδηγήσει η μεταβολή των σχετικών τιμών και το ερώτημα που τίθεται είναι και πάλι κατά πόσο οι πελάτες των μερών μπορούν να στραφούν σε εταιρείες που είναι εγκατεστημένες αλλού, βραχυπρόθεσμα και με αμελητέο κόστος.

30. Ανάλογα με την περίπτωση, εξετάζονται επίσης οι παράγοντες που συνδέονται με την προσφορά, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι εταιρείες που είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικές περιοχές δεν αντιμετωπίζουν εμπόδια στην περίπτωση που επιθυμούν να αναπτύξουν τις πωλήσεις τους, με ανταγωνιστικούς όρους, στο σύνολο της γεωγραφικής αγοράς. Η ανάλυση αυτή περιλαμβάνει εξέταση όλων των απαιτούμενων προϋποθέσεων για την εγκατάσταση στην περιοχή, με στόχο την πραγματοποίηση πωλήσεων στην περιοχή αυτή, των όρων πρόσβασης στα δίκτυα διανομής, του κόστους δημιουργίας δικτύου διανομής και της ύπαρξης ή απουσίας κανονιστικών φραγμών που συνδέονται με τις δημόσιες συμβάσεις, ρυθμίσεων όσον αφορά τις τιμές, ποσοστώσεων και δασμών που περιορίζουν το εμπόριο ή την παραγωγή, τεχνικών προτύπων, μονοπωλίων, της ελευθερίας εγκατάστασης, των απαιτήσεων για τη χορήγηση αδειών, των ρυθμίσεων σχετικά με τη συσκευασία, κ.λπ. Με λίγα λόγια, η Επιτροπή θα εντοπίζει τα ενδεχόμενα εμπόδια και φραγμούς που απομονώνουν τις εταιρείες που είναι εγκατεστημένες σε δεδομένη περιοχή από τις ανταγωνιστικές πιέσεις εταιρειών που είναι εγκατεστημένες εκτός της περιοχής αυτής, έτσι ώστε να προσδιορίζει με ακρίβεια το βαθμό διεισδυτικότητας των αγορών μεταξύ τους σε εθνικό, ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο.

31. Η διάρθρωση και η εξέλιξη των ροών των συναλλαγών προσφέρει χρήσιμα συμπληρωματικά στοιχεία όσον αφορά την οικονομική σημασία καθενός από τους προαναφερθέντες παράγοντες που συνδέονται με τη ζήτηση ή την προσφορά και το βαθμό στον οποίο μπορούν ή όχι να αποτελέσουν πραγματικά εμπόδια, οδηγώντας στη δημιουργία ξεχωριστών γεωγραφικών αγορών. Κατά την ανάλυση των ροών των συναλλαγών εξετάζεται συνήθως το θέμα του κόστους μεταφοράς και του βαθμού στον οποίο το κόστος αυτό μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στις συναλλαγές μεταξύ διαφορετικών περιοχών, λαμβανομένης υπόψη της θέσης των μονάδων παραγωγής, του κόστους παραγωγής και του ύψους των σχετικών τιμών.

Ολοκλήρωση των αγορών στην Κοινότητα

32. Τέλος, η Επιτροπή λαμβάνει επίσης υπόψη της, για τον ορισμό των γεωγραφικών αγορών, τη συνεχή διαδικασία ολοκλήρωσης της αγοράς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως την περίπτωση των συγκεντρώσεων και των επιχειρήσεων διαρθρωτικού χαρακτήρα. Είναι αδύνατον να αγνοηθούν, κατά την αξιολόγηση των επιπτώσεων μιας συγκέντρωσης ή μιας κοινής επιχείρησης διαρθρωτικού χαρακτήρα στον ανταγωνισμό, τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί και εφαρμοστεί στο πλαίσιο του προγράμματος για την εσωτερική αγορά προκειμένου να καταργηθούν τα εμπόδια στις συναλλαγές και να συνεχιστεί η ολοκλήρωση των αγορών της Κοινότητας. Στις περιπτώσεις τεχνητής απομόνωσης των εθνικών αγορών λόγω της ύπαρξης νομοθετικών φραγμών, οι οποίοι έχουν σήμερα καταργηθεί, θα πρέπει κατά κανόνα να εξετάζονται προσεκτικά όλα τα στοιχεία όσον αφορά τις τιμές, τα μερίδια αγοράς ή τη διάρθρωση των συναλλαγών κατά το παρελθόν. Ο ορισμός μιας γεωγραφικής αγοράς για τους σκοπούς της αξιολόγησης συγκεντρώσεων και κοινών επιχειρήσεων μπορεί, συνεπώς, να λαμβάνει υπόψη του τη διαδικασία ολοκλήρωσης των αγορών η οποία θα οδηγήσει, βραχυπρόθεσμα, σε επέκταση των σχετικών γεωγραφικών αγορών.

Η διαδικασία που ακολουθείται για τη συγκέντρωση στοιχείων

33. Όταν είναι απαραίτητος ο ακριβής ορισμός της αγοράς, η Επιτροπή έρχεται σε επαφή με τους κυριότερους πελάτες και τις κυριότερες επιχειρήσεις του τομέα προκειμένου να γνωρίσει τις απόψεις τους όσον αφορά τα όρια της αγοράς του σχετικού προϊόντος και της γεωγραφικής αγοράς και να συγκεντρώσει τα στοιχεία που της είναι απαραίτητα για να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να έρθει σε επαφή με τις ενδιαφερόμενες επαγγελματικές οργανώσεις και με τις εταιρείες που αναπτύσσουν δραστηριότητες σε αγορές σε προηγούμενο στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας ώστε να είναι σε θέση να οριοθετήσει, εφόσον χρειάζεται, τις χωριστές αγορές προϊόντων και τις γεωγραφικές αγορές για διαφορετικό επίπεδο παραγωγής ή διανομής των υπό κρίση προϊόντων/υπηρεσιών. Μπορεί επίσης να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

34. Αν είναι απαραίτητο, η Επιτροπή ζητά εγγράφως πληροφορίες από τους προαναφερθέντες παράγοντες της αγοράς. Τα ερωτήματα που τίθενται στο πλαίσιο αυτό αφορούν συνήθως τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδρούσαν οι επιχειρήσεις σε μια υποτιθέμενη αύξηση των τιμών καθώς και τις απόψεις τους όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς. Στο ερωτηματολόγιο αυτό ζητούνται επίσης στοιχεία τα οποία η Επιτροπή κρίνει απαραίτητα προκειμένου να καταλήξει σε συμπέρασμα όσον αφορά την έκταση της σχετικής αγοράς. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής μπορούν επίσης να επικοινωνήσουν με τους διευθυντές marketing ή άλλα στελέχη των επιχειρήσεων αυτών, προκειμένου να κατανοήσουν καλύτερα τη διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ των προμηθευτών και των πελατών καθώς και τα προβλήματα που τίθενται στο πλαίσιο του ορισμού της σχετικής αγοράς. Οι υπηρεσίες αυτές μπορούν επίσης, ανάλογα με την περίπτωση, να πραγματοποιήσουν επισκέψεις ή ελέγχους στις εγκαταστάσεις των μερών, στους πελάτες τους ή και στους ανταγωνιστές τους, προκειμένου να κατανοήσουν καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο παράγονται και πωλούνται τα υπό εξέταση προϊόντα.

35. Τα στοιχεία από τα οποία μπορεί να συναχθεί κάποιο συμπέρασμα όσον αφορά την αγορά του σχετικού προϊόντος μπορούν να ταξινομηθούν ως εξής.

Στοιχεία για τον ορισμό των αγορών από την άποψη του προϊόντος

36. Η ανάλυση των χαρακτηριστικών του προϊόντος και της χρήσης για την οποία προορίζεται επιτρέπει στην Επιτροπή, σε πρώτη φάση, να περιορίσει το πεδίο των ερευνών της σχετικά με την ενδεχόμενη ύπαρξη υποκατάστατων. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά του προϊόντος και η χρήση για την οποία προορίζεται δεν επαρκούν για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει δυνατότητα αμοιβαίας υποκατάστασης δύο προϊόντων από την πλευρά της ζήτησης. Η δυνατότητα εναλλαγής των προϊόντων από τον καταναλωτή ή οι ομοιότητες όσον αφορά τα χαρακτηριστικά τους δεν αποτελούν, καθαυτές, επαρκή κριτήρια, δεδομένου ότι η ευαισθησία των πελατών στις μεταβολές των σχετικών τιμών εξαρτάται και από άλλους παράγοντες. Για παράδειγμα, είναι δυνατόν να υπάρχουν διάφοροι περιορισμοί στην αγορά αρχικού εξοπλισμού για δομικά στοιχεία αυτοκινήτων και ανταλλακτικά, με αποτέλεσμα την ύπαρξη δύο διαφορετικών αγορών σχετικού προϊόντος. Αντίθετα, η ύπαρξη διαφορετικών χαρακτηριστικών δεν αποκλείει κάθε δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης, εφόσον αυτή εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τη σημασία που αποδίδουν οι πελάτες στις διαφορές αυτές.

37. Τα στοιχεία που η Επιτροπή θεωρεί χρήσιμα για την αξιολόγηση της δυνατότητας υποκατάστασης μεταξύ δύο προϊόντων από την πλευρά της ζήτησης μπορούν να ταξινομηθούν ως εξής:

38. Στοιχεία που αποδεικνύουν την υποκαστάσταση στο πρόσφατο περελθόν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να αντληθούν συμπεράσματα από πρόσφατα συμβάντα ή συγκρούσεις στην αγορά τα οποία προσφέρουν πραγματικά παραδείγματα υποκατάστασης μεταξύ δύο προϊόντων. Όταν είναι διαθέσιμες, οι πληροφορίες του είδους αυτού έχουν κατά κανόνα θεμελιώδη σημασία για τον ορισμό της αγοράς. Αν οι σχετικές τιμές έχουν ήδη μεταβληθεί στο παρελθόν (ενώ όλες οι υπόλοιπες παράμετροι παραμένουν αμετάβλητες), οι αντιδράσεις όσον αφορά τις ζητούμενες ποσότητες έχουν καθοριστική σημασία για την απόδειξη της ύπαρξης δυνατότητας υποκατάστασης. Η προώθηση, στο παρελθόν, ενός νέου προϊόντος μπορεί επίσης να προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες, όταν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με ακρίβεια τα προϊόντα οι πωλήσεις των οποίων μειώθηκαν εξαιτίας του νέου αυτού προϊόντος.

39. Για την οριοθέτηση των αγορών έχουν προβλεφθεί ορισμένοι ποσοτικοί δοκιμαστικοί έλεγχοι. Οι δοκιμαστικοί έλεγχοι γίνονται στο πλαίσιο διαφόρων οικονομετρικών και στατιστικών προσεγγίσεων: εκτίμηση της ελαστικότητας και της αλληλεπίδρασης των τιμών στη ζήτηση ενός προϊόντος (5), παραλληλισμοί της διαχρονικής κίνησης τιμών, ανάλυση των αιτιακών σχέσεων μεταξύ χρονολογικών σειρών τιμών και συσχέτιση επιπέδου τιμών ή/και της σύγκλισής τους. Προκειμένου να προσδιορίσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η υποκατάσταση στο παρελθόν και τα χαρακτηριστικά της, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τα διαθέσιμα ποσοτικά στοιχεία, τα οποία είναι δυνατόν να υποβληθούν σε αυστηρό και διεξοδικό έλεγχο.

40. Απόψεις των πελατών και των ανταγωνιστών. Στο πλαίσιο των ερευνών της, η Επιτροπή έρχεται συχνά σε επαφή με τους κυριότερους πελάτες και ανταγωνιστές των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, προκειμένου να γνωρίσει τις απόψεις τους όσον αφορά τα όρια της αγοράς του σχετικού προϊόντος και να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες οι οποίες της χρειάζονται προκειμένου να καταλήξει σε συμπέρασμα όσον αφορά την έκταση της αγοράς. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τις αιτιολογημένες απαντήσεις των εν λόγω πελατών και ανταγωνιστών, εφόσον υποστηρίζονται από πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία, όσον αφορά την αντίδρασή τους σε περίπτωση που οι σχετικές τιμές των υποψηφίων προϊόντων παρουσίαζαν μικρή αύξηση στην υποψήφια γεωγραφική περιοχή (για παράδειγμα της τάξης του 5 % έως 10 %).

41. Προτιμήσεις των καταναλωτών. Στην περίπτωση των καταναλωτικών αγαθών, είναι ίσως δύσκολο για την Επιτροπή να γνωρίζει άμεσα την άποψη των τελικών καταναλωτών όσον αφορά τα προϊόντα υποκατάστασης. Οι έρευνες μάρκετινγκ που έχουν διεξαχθεί στο παρελθόν για λογαριασμό των επιχειρήσεων οι οποίες και τις χρησιμοποιούν για τη λήψη των αποφάσεών τους όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών των προϊόντων τους ή/και των ενεργειών τους, στον τομέα του μάρκετινγκ μπορούν να προσφέρουν στην Επιτροπή χρήσιμες πληροφορίες για τον ορισμό της σχετικής αγοράς. Οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί μεταξύ των καταναλωτών σχετικά με τις καταναλωτικές τους συνήθειες, στοιχεία σχετικά με τις αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών, οι απόψεις των εμπόρων λιανικής πώλησης, καθώς και γενικότερα οι μελέτες για έρευνα της αγοράς τις οποίες κοινοποιούν τα μέρη και οι ανταγωνιστές τους χρησιμοποιούνται προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσο ένας σημαντικός από οικονομική άποψη αριθμός καταναλωτών θεωρεί ότι υπάρχει δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ δύο προϊόντων, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη σημασία των εμπορικών σημάτων για τα εν λόγω προϊόντα. Η Επιτροπή εξετάζει με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή τις έρευνες που έχουν διεξαχθεί μεταξύ των καταναλωτών από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ανταγωνιστές τους ειδικά για τους σκοπούς της διαδικασίας εξέτασης μιας πράξης συγκέντρωσης ή μιας πράξης συγκέντρωσης ή μιας διαδικασίας βάσει του κανονισμού αριθ. 17. Αντίθετα με τις προϋπάρχουσες μελέτες, οι έρευνες αυτές δεν έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο των συνήθων δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων.

42. Φραγμοί και δαπάνες που συνδέονται με τη μετατόπιση της ζήτησης σε δυνητικά υποκατάστατα. Η ύπαρξη ορισμένων φραγμών και δαπανών μπορεί να οδηγήσει την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι δύο προϊόντα μεταξύ των οποίων υπάρχει, εκ πρώτης όψεως, δυνατότητα υποκατάστασης από την άποψη της ζήτησης, δεν ανήκουν στην ίδια αγορά. Είναι αδύνατο να παρασχεθεί εξαντλητικός κατάλογος όλων των δυνατών φραγμών στην υποκατάσταση, καθώς και των δαπανών που συνεπάγεται η μετατόπιση της ζήτησης. Τα εμπόδια ή οι φραγμοί αυτοί μπορούν να οφείλονται σε διάφορους λόγους. Στο πλαίσιο των προηγούμενων αποφάσεών της, η Επιτροπή έχει αντιμετωπίσει διάφορα εμπόδια ρυθμιστικής φύσεως ή άλλες μορφές κρατικής παρέμβασης, περιορισμούς στις αγορές σε μεταγενέστερο στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας, ανάγκη πραγματοποίησης κεφαλαιουχικών επενδύσεων ή μείωση της τρέχουσας παραγωγής λόγω στροφής σε εναλλακτικές εισροές, τη γεωγραφική θέση των πελατών, ειδικές επενδύσεις στη διαδικασία παραγωγής, επενδύσεις για κατάρτιση και επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό, δαπάνες επανεξοπλισμού και άλλες επενδύσεις, αβεβαιότητα όσον αφορά την ποιότητα και τη φήμη άγνωστων προμηθευτών, και άλλα.

43. Διάφορες κατηγορίες πελατών και διακρίσεις ως προς τις τιμές. Η ύπαρξη διαφόρων ομάδων καταναλωτών μπορεί να οδηγήσει σε στενότερο ορισμό της αγοράς του σχετικού προϊόντος. Μια συγκεκριμένη ομάδα πελατών για το σχετικό προϊόν μπορεί να αποτελέσει από μόνη της μια μικρότερη, ξεχωριστή αγορά αν η ομάδα αυτή αποτελέσει αντικείμενο διακρίσεων όσον αφορά τις τιμές. Αυτό συμβαίνει συχνά όταν πληρούνται δύο προϋποθέσεις: α) είναι αδύνατον να προσδιοριστεί με σαφήνεια η ομάδα στην οποία ανήκει ένας μεμονωμένος πελάτης κατά τη στιγμή που πωλούνται σ' αυτόν τα σχετικά προϊόντα και β) η διενέργεια συναλλαγών μεταξύ πελατών ή διαιτησίας από τρίτους δεν είναι εφικτή.

Στοιχεία για τον ορισμό των αγορών - Γεωγραφική διάσταση

44. Τα στοιχεία που κρίνονται χρήσιμα από την Επιτροπή για τον ορισμό της γεωγραφικής αγοράς μπορούν να υπαχθούν στις ακόλουθες κατηγορίες:

45. Στοιχεία που αποδεικνύουν τη γεωγραφική μετατόπιση παραγγελιών στο παρελθόν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν, τη μεταβολή των τιμών μεταξύ διαφόρων περιοχών και τις συνεπαγόμενες αντιδράσεις των πελατών. Κατά κανόνα, οι ποσοτικοί δοκιμαστικοί έλεγχοι που χρησιμοποιούνται για τον ορισμό της αγοράς του σχετικού προϊόντος μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης για τον ορισμό της γεωγραφικής αγοράς, αλλά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η σύγκριση τιμών σε διεθνή κλίμακα μπορεί να είναι περισσότερο πολύπλοκη λόγω ορισμένων παραγόντων όπως οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, η φορολογία και η διαφοροποίηση των προϊόντων.

46. Βασικά χαρακτηρικά της ζήτησης. Η φύση της ζήτησης για το σχετικό προϊόν μπορεί να προσδιορίσει την έκταση της γεωγραφικής αγοράς. Παράγοντες όπως οι εθνικές προτιμήσεις ή η προτίμηση για εθνικά εμπορικά σήματα, η γλώσσα, ο πολιτισμός και ο τρόπος ζωής και η ανάγκη για τοπική παρουσία ασκούν σοβαρή επιρροή στο γεωγραφικό περιορισμό του ανταγωνισμού.

47. Απόψεις των πελατών και των ανταγωνιστών. Ανάλογα με την περίπτωση, η Επιτροπή έρχεται σε επαφή με τους κυριότερους πελάτες και ανταγωνιστές των μερών, στο πλαίσιο των ερευνών της, προκειμένου να συγκεντρώσει τις απόψεις τους όσον αφορά τα όρια της γεωγραφικής αγοράς, καθώς και τα περισσότερα από τα στοιχεία που της είναι απαραίτητα προκειμένου να προσδιορίσει την έκταση της αγοράς, εφόσον είναι καλά τεκμηριωμένα.

48. Τρέχουσα γεωγραφική διάρθρωση των πραγματοποιούμενων αγορών. Η εξέταση των συνηθειών των πελατών όσον αφορά τις αγορές που πραγματοποιούν στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου επιτρέπει να συγκεντρωθούν χρήσιμα στοιχεία όσον αφορά τη δυνατή έκταση της γεωγραφικής αγοράς. Όταν οι πελάτες πραγματοποιούν τις αγορές τους, με τους ίδιους όρους, από εταιρείες που είναι εγκατεστημένες σε οποιοδήποτε μέρος της Κοινότητας ή του ΕΟΧ ή όταν εφοδιάζονται μέσω διαδικασιών υποβολής προσφορών στις οποίες υποβάλλουν προσφορές εταιρείες από οποιοδήποτε μέρος της Κοινότητας ή του ΕΟΧ, η σχετική γεωγραφική αγορά θεωρείται κατά κανόνα ότι εκτείνεται στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

49. Ροές των συναλλαγών/χαρακτηριστικά των παραδόσεων. Όταν ο αριθμός των πελατών είναι τόσο μεγάλος ώστε δεν είναι δυνατόν να διαμορφωθεί μια σαφής εικόνα της γεωγραφικής διάρθρωσης των πραγματοποιούμενων αγορών βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι πελάτες αυτοί, είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται στοιχεία σχετικά με τις ροές των συναλλαγών, με την προϋπόθεση ότι υπάρχουν αναλυτικά στατιστικά στοιχεία όσον αφορά τις συναλλαγές των σχετικών προϊόντων. Οι ροές των συναλαγών και, πριν από οτιδήποτε άλλο, η ανάλυση των ροών αυτών προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για τον προσδιορισμό της έκτασης της γεωγραφικής αγοράς, αλλά δεν επαρκούν για να συναχθούν οριστικά συμπεράσματα σχετικά με το θέμα αυτό.

50. Εμπόδια και δαπάνες που συνδέονται με τη στροφή των πελατών σε επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλες περιοχές. Η απουσία διασυνοριακών αγορών ή ροών συναλλαγών, για παράδειγμα, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η αγορά είναι καθαρά εθνική. Πριν συναχθεί το συμπέρασμα ότι μια σχετική γεωγραφική αγορά είναι εθνική, πρέπει να εξεταστεί αν υπάρχουν φραγμοί που απομονώνουν την αγορά αυτή από το εξωτερικό. Το πλέον προφανές εμπόδιο το οποίο εμποδίζει ένα πελάτη να στραφεί σε επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλες περιοχές είναι το μεταφορικό κόστος μεταφοράς καθώς και οι περιορισμοί όσον αφορά την μεταφορά οι οποίοι απορρέουν από τη νομοθεσία μιας χώρας ή από τη φύση των σχετικών προϊόντων. Οι επιπτώσεις του κόστους μεταφοράς περιορίζουν κατά κανόνα την έκταση μιας γεωγραφικής αγοράς για τα ογκώδη προϊόντα μικρής αξίας. Ωστόσο, τα μειονεκτήματα από την άποψη της μεταφοράς μπορούν επίσης να αντισταθμιστούν από συγκριτικό πλεονέκτημα σε άλλους τομείς (εργατικό κόστος ή κόστος των πρώτων υλών). Η πρόσβαση στο δίκτυο διανομής σε μια δεδομένη περιοχή, τα εναπομένοντα εμπόδια λόγω των κανονιστικών ρυθμίσεων σε ορισμένους τομείς, οι ποσοστώσεις ή οι τελωνειακοί δασμοί μπορούν επίσης να αποτελέσουν φραγμούς οι οποίοι απομονώνουν μια γεωγραφική περιοχή από τις πιέσεις του ανταγωνισμού που ασκούν οι επιχειρήσεις οι οποίες είναι εγκατεστημένες εκτός της περιοχής αυτής. Το σημαντικό κόστος που συνδέεται με την αλλαγή προμηθευτών, όταν οι προμηθευτές αυτοί βρίσκονται σε άλλες χώρες, αποτελεί ένα πρόσθετο εμπόδιο.

51. Βάσει των στοιχείων που συγκεντρώνει, η Επιτροπή ορίζει τη γεωγραφική αγορά, η οποία μπορεί να είναι από τοπική έως και παγκόσμια και υπάρχουν παραδείγματα τόσο τοπικών όσο και παγκοσμίων αγορών στις αποφάσεις που έχει ήδη λάβει στο παρελθόν η Επιτροπή.

52. Στις προηγούμενες παραγράφους περιγράφονται οι διαφορετικοί παράγοντες που ενδεχομένως επηρεάζουν τον καθορισμό των αγορών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση είναι απαραίτητο να συγκεντρώνονται αποδεικτικά στοιχεία και να εξετάζεται κάθε ένας από τους παράγοντες αυτούς. Πολύ συχνά στην πράξη, τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώνονται σχετικά με ορισμένους από τους παράγοντες αυτούς είναι αρκετά για να συναχθεί κάποιο συμπέρασμα, όπως φαίνεται από την μέχρι στιγμής πρακτική της Επιτροπής για τη λήψη των αποφάσεών της.

IV. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΕΡΙΔΙΩΝ ΑΓΟΡΑΣ

53. Ο ορισμός της σχετικής αγοράς, τόσο όσον αφορά τα προϊόντα όσο και τη γεωγραφική διάστασή της, επιτρέπει να εντοπιστούν οι προμηθευτές και οι πελάτες/καταναλωτές που δραστηριοποιούνται στην αγορά αυτή. Βάσει του ορισμού αυτού, είναι δυνατόν να υπολογιστούν, για κάθε έναν από τους προμηθευτές, το συνολικό μέγεθος της αγοράς καθώς και το μερίδιο που κατέχει στην αγορά, βάσει του κύκλου εργασιών που πραγματοποιεί όσον αφορά τα σχετικά προϊόντα στη σχετική περιοχή. Στην πράξη, το συνολικό μέγεθος της αγοράς καθώς και το μερίδιο αγοράς που κατέχει κάθε προμηθευτής μπορούν να εξακριβωθούν από διάφορες πηγές πληροφοριών, όπως είναι οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων ή οι μελέτες που ανατίθενται σε γραφεία εμπειρογνωμόνων, συμβούλους βιομηχανιών ή και εμπορικούς συλλόγους. Όταν δεν υπάρχουν πληροφορίες του είδους αυτού, ή όταν οι διαθέσιμες εκτιμήσεις δεν είναι αξιόπιστες, η Επιτροπή ζητεί κατά κανόνα από κάθε προμηθευτή στη σχετική αγορά να της κοινοποιήσει τον κύκλο εργασιών του, έτσι ώστε να μπορέσει να υπολογίσει το συνολικό μέγεθος της αγοράς και τα μερίδια που κατέχει στην αγορά αυτή κάθε προμηθευτής.

54. Παρόλο που ο υπολογισμός των μεριδίων αγοράς γίνεται συνήθως βάσει των πωλήσεων, υπάρχουν εντούτοις και άλλες ενδείξεις οι οποίες, ανάλογα με τα εκάστοτε προϊόντα ή τομείς, μπορούν να προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες όπως είναι η παραγωγική ικανότητα, ο αριθμός των υποψηφίων στους διαγωνισμούς, οι μονάδες στόλου στις αεροπορικές μεταφορές, ή τα αποθέματα στην περίπτωση τομέων όπως η εξορυκτική βιομηχανία.

55. Κατά γενικό κανόνα, τόσο ο όγκος όσο και η αξία που αντιπροσωπεύουν οι πωλήσεις αποτελούν χρήσιμες πληροφορίες. Στην περίπτωση διαφοροποιημένων προϊόντων, θεωρείται ότι οι πωλήσεις σε αξία και το αντίστοιχο μερίδιο αγοράς αντικατοπτρίζουν καλύτερα τη σχετική θέση και δύναμη κάθε προμηθευτή.

V. ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

56. Υπάρχουν ορισμένοι τομείς στους οποίους η εφαρμογή των αρχών που εκτέθηκαν πιο πάνω απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Αυτό ισχύει ιδίως όταν εξετάζονται οι πρωτογενείς και δευτερογενείς αγορές, οπότε πρέπει να εξετάζεται βάσει του άρθρου 86 η συμπεριφορά των επιχειρήσεων σε δεδομένο χρονικό σημείο. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τον ορισμό των αγορών στις περιπτώσεις αυτές είναι η ίδια, δηλαδή πρέπει να αξιολογούνται οι αντιδράσεις των πελατών στις διακυμάνσεις των σχετικών τιμών, λαμβάνοντας όμως υπόψη τους περιορισμούς στην υποκατάσταση λόγω των συνθηκών που επικρατούν στις συνδεόμενες αγορές. Στις περιπτώσεις που έχει σημασία η συμβατότητα με το πρωτογενές προϊόν όπως, για παράδειγμα, όταν πρόκειται για ανταλλακτικά, ο ορισμός της αγοράς δευτερογενών προϊόντων μπορεί να γίνει στενότερος. Τα προβλήματα που συνδέονται με την εξεύρεση συμβατών δευτερογενών προϊόντων σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές και τη μεγάλη διάρκεια ζωής των πρωτογενών προϊόντων μπορούν να καταστήσουν συμφέρουσες τις αυξήσεις των σχετικών τιμών των δευτερογενών προϊόντων. Αν υπάρχει δυνατότητα σημαντικής υποκατάστασης μεταξύ των δευτερογενών προϊόντων ή αν τα χαρακτηριστικά των πρωτογενών προϊόντων καθιστούν εφικτή την ταχεία και άμεση αντίδραση των καταναλωτών στις αυξήσεις των σχετικών τιμών των δευτερογενών προϊόντων, ο ορισμός της αγοράς μπορεί να είναι διαφορετικός.

57. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αλυσιδωτή υποκατάσταση μπορεί να οδηγήσει στον ορισμό μιας σχετικής αγοράς στην οποία δεν υπάρχει δυνατότητα άμεσης υποκατάστασης μεταξύ των προϊόντων ή των περιοχών που βρίσκονται στην περιφέρεια της αγοράς αυτής. Για παράδειγμα, μπορούμε να αναφέρουμε τη γεωγραφική διάσταση μιας αγοράς προϊόντων με σημαντικό κόστος μεταφοράς. Στις περιπτώσεις αυτές, το υψηλό κόστος μεταφοράς έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζονται οι παραδόσεις από ένα συγκεκριμένο εργοστάσιο σε μια περιοχή γύρω από το εργοστάσιο αυτό. Καταρχήν, η περιοχή αυτή μπορεί να αποτελεί τη σχετική γεωγραφική αγορά. Ωστόσο, αν λόγω της κατανομής των εργοστασίων παρατηρείται σημαντική αλληλεπικάλυψη μεταξύ των περιοχών γύρω από τα διάφορα εργοστάσια, οι τιμές των προϊόντων αυτών είναι δυνατόν να επηρεάζονται από μια αλυσιδωτή υποκατάσταση, με αποτέλεσμα τον ορισμό μιας ευρύτερης γεωγραφικής αγοράς. Ο ίδιος συλλογισμός ισχύει στην περίπτωση που ένα προϊόν Β αποτελεί υποκατάστατο, από την πλευρά της ζήτησης, των προϊόντων Α και Γ. Ακόμη και αν δεν υπάρχει δυνατότητα άμεσης υποκατάστασης μεταξύ των δύο τελευταίων αυτών προϊόντων, από την πλευρά της ζήτησης, τα προϊόντα αυτά μπορούν να συγκαταλέγονται στην ίδια αγορά σχετικών προϊόντων, δεδομένου ότι η ύπαρξη του προϊόντος υποκατάστασης Β επηρεάζει τις τιμές τους.

58. Από πρακτική άποψη, η έννοια της αλυσιδωτής υποκατάστασης πρέπει να επιβεβαιώνεται από πραγματικά στοιχεία, για παράδειγμα σχετικά με την αλληλεπίδραση των τιμών στα όρια των αλυσίδων υποκατάστασης, προκειμένου να επεκταθεί, σε συγκεκριμένη περίπτωση, η σχετικά αγορά. Τα επίπεδα τιμών στα όρια των αλυσίδων πρέπει να είναι επίσης της ίδιας τάξης μεγέθους.

(1) Επίκεντρο της αξιολόγησης στις υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων είναι ο αποδέκτης της ενίσχυσης και η σχετική βιομηχανία ή ο σχετικός τομέας και όχι ο εντοπισμός των περιορισμών που συνεπάγεται ο ανταγωνισμός που ασκείται για τον αποδέκτη της ενίσχυσης. Όταν εξετάζεται η δύναμη στην αγορά και, συνεπώς, η σχετική αγορά σε μεμονωμένες περιπτώσεις, τα στοιχεία της παρούσας προσέγγισης μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για την αξιολόγηση περιπτώσεων κρατικών ενισχύσεων.

(2) Για τους σκοπούς της παρούσας ανακοίνωσης, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είναι, στην περίπτωση συγκέντρωσης, τα μέρη της συγκέντρωσης. Στο πλαίσιο του ελέγχου δυνάμει του άρθρου 86 της συνθήκης, εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είναι οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορά ο έλεγχος ή οι καταγγέλλουσες επιχειρήσεις. Για τον έλεγχο δυνάμει του άρθρου 85, εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είναι τα μέρη της συμφωνίας.

(3) Ορισμός που έδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Hoffmann-La Roche (ΔΕΚ, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, υπόθεση 85/76, Συλλογή 1979, σ. 461), και επιβεβαιώθηκε με μεταγενέστερες αποφάσεις.

(4) Για διάστημα που δεν προϋποθέτει σημαντική προσαρμογή των υφιστάμενων ενσωμάτων και άυλων στοιχείων του ενεργητικού (βλέπε σημείο 23).

(5) Ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή ενός προϊόντος Χ είναι η έκταση της μεταβλητότητας της ζήτησης του προϊόντος αυτού ανάλογα με τη διακύμανση της τιμής του. Σταυροειδής ελαστικότητα της ζήτησης μεταξύ δύο προϊόντων Χ και Υ είναι η μεταβολή της ζήτησης του προϊόντος Χ σε σχέση με τη μεταβολή της τιμής του προϊόντος Υ.