31996D0178

96/178/ΕΚΑΧ: Απόφαση της Επιτροπής της 18ης Οκτωβρίου 1995 σχετικά με κρατική ενίσχυση που χορήγησε το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας στη χαλυβουργική επιχείρηση ΕΚΑΧ NEUE MAXHUTTE STAHLWERKE GMBH, SULZBACH- ROSENBERG (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 053 της 02/03/1996 σ. 0041 - 0049


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 18ης Οκτωβρίου 1995 σχετικά με κρατική ενίσχυση που χορήγησε το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας στη χαλυβουργική επιχείρηση ΕΚΑΧ Neue Maxhόtte Stahlwerke GmbH, Sulzbach-Rosenberg (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (96/178/ΕΚΑΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, και ιδίως το άρθρο 4 στοιχείο γ),

την απόφαση αριθ. 3855/91/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1991, που θεσπίζει κοινοτικούς κανόνες για τις ενισχύσεις στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα (1),

αφού έδωσε σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4, της εν λόγω απόφασης, στα λοιπά κράτη μέλη και τους ενδιαφερόμενους τρίτους τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους,

αφού έλαβε υπόψη της τις υποβληθείσες παρατηρήσεις,

Εκτιμώντας ότι:

Ι

Η Επιτροπή αποφάσισε στις 30 Νοεμβρίου 1994 να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 6, παράγραφος 4 της απόφασης αριθ. 3855/91/ΕΚΑΧ («κώδικας ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα») για σειρά δανείων συνολικού ύψους 49,895 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (26,53 εκατομμύρια Ecu) που χορήγησε Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας στην επιχείρηση Neue Maxhόtte Stahlwerke GmbH στο εξής «NMH») κατά το διάστημα μεταξύ Μαρτίου 1993 και Αυγούστου 1994. Με βάση τις πληροφορίες που παρείχε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση των εν λόγω δανείων στην επιχείρηση δεν πρέπει ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι συνιστά διάθεση κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου σύμφωνα με τις συνήθεις επενδυτικές πρακτικές της ελεύθερης οικονομίας και ως εκ τούτου η εν λόγω κρατική ενίσχυση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν συμβιβάζεται με τον κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα και τη συνθήκη ΕΚΑΧ.

Η Επιτροπή ενημέρωσε με επιστολή της στις 12 Δεκεμβρίου 1994 την ομοσπονδιακή κυβέρνηση σχετικά με την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία και την κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της και να της παράσχει οποιαδήποτε συμπληρωματική πληροφορία θεωρεί ότι σχετίζεται με την υπόθεση. Η απάντηση των γερμανικών αρχών στις 13 Ιανουαρίου 1995 περιείχε συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τα κίνητρα που οδήγησαν την κυβέρνηση της Βαυαρίας να χορηγήσει τα εν λόγω δάνεια, τους λόγους για τους οποίους οι υπόλοιποι εταίροι δεν συμμετείχαν πλήρως στη χρηματοδότηση της επιχείρησης καθώς και για τον τρόπο διάθεσης των πόρων των δανείων (για λεπτομερή περιγραφή της άποψης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης βλέπε τμήμα ΙΙΙ). Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παρέπεμψε επίσης στις παρατηρήσεις της της 15ης Ιουλίου 1994, της 14ης Σεπτεμβρίου 1994 και της 9ης Δεκεμβρίου 1994 αναφορικά με τη διαδικασία για τα προβλεπόμενα μέτρα χρηματοδότησης των επιχειρήσεων NMH και Lesh-Stahlwerke GmbH (στο εξής «LSW») στο πλαίσιο του σχεδίου ιδιωτικοποίησης της κυβέρνησης της Βαυαρίας και τόνισε ότι τα εν λόγω δάνεια θα πρέπει να εξεταστούν λαμβάνοντας ως βάση αποκλειστικά και μόνο το ανωτέρω σχέδιο. Η Επιτροπή αποφάσισε στις 4 Απριλίου 1995 (2) ότι το προβλεπόμενο ποσό ύψους 125,7 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (67,81 εκατομμύρια Ecu) για αντιστάθμιση των ζημιών και οι επενδυτικές ενισχύσεις ύψους 56 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (29,78 εκατομμύρια Ecu) υπέρ της επιχείρησης NMH καθώς και η προγραμματισμένη χορήγηση ποσού ύψους 20 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (10,63 εκατομμύρια Ecu) για αντιστάθμιση των ζημιών στην επιχείρηση LSW αντιπροσωπεύουν κρατικές ενισχύσεις που είναι ασυμβίβαστες με τον κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα και κατά συνέπεια η κυβέρνηση της Βαυαρίας οφείλει να μην χορηγήσει τις εν λόγω ενισχύσεις. Τα ανωτέρω μέτρα ελήφθησαν στο πλαίσιο της προβλεπόμενης ιδιωτικοποίησης των μεριδίων (45 % των εταιρικών μεριδίων της NMH και 19,734 της LSW) που κατέχει το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας και τα οποία προτίθεται να μεταβιβάσει στον όμιλο Aicher. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπέβαλε προσφυγή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ζήτησε ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής, Υπόθεση C-158/95 (3). Η NMH υπέβαλε προσφυγή στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ζήτησε επίσης ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής, Υπόθεση Τ-129/95 (4).

Με τη δημοσίευση της επιστολής στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (5), με την οποία η Επιτροπή ενημέρωσε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση σχετικά με την απόφασή της να κινήσει την εν λόγω διαδικασία εκλήθησαν τα λοιπά κράτη μέλη και οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την υπόθεση.

Επισημαίνεται επίσης ότι η Επιτροπή αποφάσισε στις 19 Ιουλίου 1995 να κινήσει μια δεύτερη διαδικασία λόγω των δανείων που χορήγησε το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας στην επιχείρηση NMH σε τέσσερις δόσεις στο διάστημα μεταξύ Ιουλίου 1994 και Μαρτίου 1995 και τα οποία ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 24,1125 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (12,82 εκατομμύρια Ecu) (6). Τα εν λόγω δάνεια, για τα οποία η Επιτροπή δεν είχε λάβει γνώση κατά την έναρξη της παρούσας διαδικασίας, ενδέχεται να αποτελούν παράνομη κρατική ενίσχυση επειδή κανένας άλλος εταίρος δεν συμμετείχε στα μέτρα αυτά που στόχευαν στη χρηματοδότηση της επιχείρησης και συνεπώς είναι δυνατό να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το κράτος ενήργησε κατά τρόπο ο οποίος δεν συμβαδίζει με τη συνήθη πρακτική την οποία θα ακολουθούσε ένας ιδιώτης επενδυτής υπό συνθήκες ελεύθερης οικονομίας.

Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Επιτροπή έλαβε τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

- Η κυβέρνηση ενός κράτους μέλους υποστήριξε ότι θεωρεί ότι τα εν λόγω δάνεια αντιπροσωπεύουν κρατική ενίσχυση η οποία στρεβλώνει τον ενδοκοινοτικό ανταγωνισμό ζημιώνοντας κατ' αυτόν τρόπο τους ανταγωνιστές της εταιρείας NMH που δραστηριοποιούνται στην επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους. Η συμπεριφορά των ιδιωτών εταίρων και η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης αποτελούν σαφή ένδειξη του γεγονότος ότι τα δάνεια που χορήγησε το δημόσιο είναι ασυμβίβαστα με τη συνήθη επενδυτική πρακτική υπό καθετώς ελεύθερης οικονομίας και ως εκ τούτου αποτελούν κρατική ενίσχυση.

- Η κυβέρνηση άλλου κράτους μέλους υποστήριξε ότι τα δάνεια που χορηγήθηκαν προς την επιχείρηση NMH απέβησαν προς όφελος της Rohrwerke Neue Maxhόtte GmbH (στο εξής «RNM») η οποία ανήκει κατά 85 % στην εν λόγω επιχείρηση ενώ παράλληλα επισήμανε τις σημαντικές πλεονάζουσες παραγωγικές ικανότητες που χαρακτηρίζουν την ευρωπαϊκή βιομηχανία κατασκευής χαλυβδοσωλήνων.

- Σύμφωνα με την άποψη μιας ευρωπαϊκής ένωσης παραγωγών χάλυβα, κανείς ιδιώτης επενδυτής δεν θα ήταν δυνατό να χορηγήσει κεφάλαια σε μια επιχείρηση η οποία βρισκόταν σε οικονομική κατάσταση παρόμοια με εκείνη της NMH. Η εν λόγω ένωση θεώρησε ότι τα δάνεια αντιπροσωπεύουν κρατική ενίσχυση και κάλεσε την Επιτροπή να ζητήσει με απόφασή της από τις γερμανικές αρχές να απαιτήσουν την επιστροφή της ενίσχυσης.

- Μια εθνική ένωση παραγωγών χάλυβα επισήμανε το γεγονός ότι σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων στην Κοινότητα, η συμπεριφορά ενός συνήθους ιδιώτη επενδυτή αποτελεί ουσιαστική ένδειξη για το κατά πόσον η συμμετοχή του κράτους σε επιχειρήσεις με μεικτό ιδιοκτησιακό καθεστώς, όπως η NMH, μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβαδίζει με την συνήθη πρακτική που εφαρμόζεται υπό καθεστώς ελεύθερης οικονομίας. Κατά την άποψη της εν λόγω ένωσης η συμμετοχή του ομίλου Aicher στη χορήγηση των δανείων εμφανίζει ορισμένα ασυνήθη χαρακτηριστικά, επειδή κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης, ο όμιλος αυτός βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας για την απόκτηση της NMH. Η οριστική συμφωνία που έγινε γνωστή τον Μάρτιο του 1994 προέβλεπε τη χορήγηση στην NMH οικονομικής βοήθειας ευρείας έκτασης από το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας. Σύμφωνα με την άποψη της ένωσης παραγωγών χάλυβα ο όμιλος Aicher είχε σημαντικό κίνητρο για να συμμετάσχει άμεσα στη χορήγηση του τρίτου δανείου, το οποίο διαφέρει από το κίνητρο που θα είχε ένας συνήθης επενδυτής επειδή ακριβώς το εν λόγω δάνειο ίσχυε υπό τον όρο της εκποίησης των επιχειρήσεων NMH και LSW από την κυβέρνηση της Βαυαρίας. Η λογική αυτή συμμετοχή, από οικονομικής πλευράς, του ομίλου Aicher δεν αποτελεί κατά την άποψη της ένωσης κατάλληλη ένδειξη για την εξαγωγή συμπεράσματος σχετικά με τη συνήθη συμπεριφορά ενός επενδυτή.

- Κατά την άποψη μεγάλης χαλυβουργίας ένας επιμελής πιστωτής θα έδινε ιδιαίτερη σημασία στην εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου από τα κέρδη ή τις ταμειακές ροές των χαλυβουργικών επιχειρήσεων καθόλη τη διάρκεια του συγκυριακού κύκλου, επειδή ακριβώς είναι σε όλους γνωστό το γεγονός ότι τα οικονομικά αποτελέσματα των εν λόγω επιχειρήσεων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την φάση του οικονομικού κύκλου. Η προσθήκη, στη σύμβαση του δανείου, όρου σύμφωνα με τον οποίο θα προβλεπόταν η εξόφληση του δανείου μόνο στην περίπτωση που η NMH εμφανίσει κέρδη δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι συμβαδίζει με τη συνήθη επενδυτική πρακτική υπό καθεστώς ελεύθερης οικονομίας. Η εν λόγω χαλυβουργία κάλεσε την Επιτροπή να υποχρεώσει με την απόφασή της το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας να αποδώσει την επιστροφή της ενίσχυσης, αν από τις έρευνες προκύψει ότι τα δάνεια χορηγήθηκαν στην πραγματικότητα αποκλειστικά και μόνο για να επιστρέψουν στην εταιρεία NMH να συνεχίσει τις μη αποδοτικές εμπορικές της δραστηριότητες.

- Μια άλλη ευρωπαϊκή χαλυβουργική βιομηχανία υπογράμμισε ότι τα κρατικά δάνεια που χορηγήθηκαν στην NMH στρεβλώνουν ήδη τον ανταγωνισμό στους τομείς στους οποίους η NMH ανταγωνίζεται την εν λόγω χαλυβουργική βιομηχανία.

- Μια εθνική ένωση βιομηχανιών κατασκευής χαλυβδοσωλήνων υποστήριξε την αρχική άποψη της Επιτροπής κατά την οποία τα δάνεια του Ομόσπονδου Κράτους της Βαυαρίας στην NMH αποτελούν κρατικές ενισχύσεις που είναι ενδεχομένως ασυμβίβαστες με τη συνθήκη ΕΚΑΧ και τον κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα. Η εν λόγω ένωση κάλεσε την Επιτροπή να επιβάλει με την απόφασή της στο Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας να ανακτήσει την ενίσχυση ακόμα και αν αυτό είχε ως αποτέλεσμα, όπως ακριβώς ισχύει και για κάθε ιδιωτική επιχείρηση που δεν υπολογίζει στην υποστήριξη του κράτους, να τεθεί η επιχείρηση υπό εκκαθάριση.

- Ένα δικηγορικό γραφείο που ενεργεί εξ ονόματος μιας βιομηχανίας κατασκευής χαλυβδοσωλήνων ανταγωνίστριας της RNM, η οποία είναι θυγατρική της NMH, ανέλυσε τα χρηματοδοτικά μέτρα που έλαβε το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας με βάση τις πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω μέτρα αντιπροσωπεύουν κρατική ενίσχυση που είναι ασυμβίβαστη με τον κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα. Οι δικηγόροι επισήμαναν το γεγονός ότι η ενίσχυση επέφερε έμμεσο όφελος στην RNM με αποτέλεσμα η εν λόγω εταιρεία που είναι άμεσος ανταγωνιστής της επιχείρησης την οποία εκπροσωπεί το δικηγορικό γραφείο να επιχορηγηθεί κατά τρόπο αθέμιτο.

- Μια άλλη βιομηχανία κατασκευής χαλυβδοσωλήνων επεσήμανε επίσης το γεγονός ότι η ανταγωνίστριά της εταιρεία RNM επωφελήθηκε από τη χρηματοδοτική υποστήριξη προς την NMH και υπογράμμισε ότι η NMH θα είχε την υποχρέωση καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων των δανείων μόνο σε περίπτωση που είχε εμφανίσει κέρδος στο προηγούμενο έτος. Λόγω όμως του γεγονότος ότι η επιχείρηση αυτή δεν παρουσίασε κέρδη σε καμία χρονική περίοδο από την ίδρυσή της, δεν ήταν δυνατόν το κράτος να αναμένει την αποπληρωμή των δανείων από την εν λόγω επιχείρηση και κατά συνέπεια τα δάνεια αυτά θα πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν ενίσχυση ασυμβίβαστη με τη λειτουργία της κοινής αγοράς.

Με επιστολή της 22ας Αυγούστου 1995, οι παρατηρήσεις αυτές διαβιβάστηκαν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση ενώ παράλληλα ζητήθηκε από την κυβέρνηση αυτή να λάβει θέση. Οι γερμανικές αρχές απάντησαν στις 18 Σεπτεμβρίου 1995 με επιστολή τους στην οποία υποστήριζαν την άποψη ότι τα δάνεια θα πρέπει να εξετασθούν λαμβάνοντας υπόψη αποκλειστικά και μόνο το σχέδιο ιδιωτικοποίησης της κυβέρνησης της Βαυαρίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση τα δάνεια χορηγήθηκαν με σκοπό να εξασφαλισθεί η λειτουργία της επιχείρησης μέχρι να γίνει τελείως δυνατή η εφαρμογή του σχεδίου ιδιωτικοποίησης. Λόγω του γεγονότος ότι η Επιτροπή αποφάσισε τον Απρίλιο του 1995 ότι η αναγκαία για την ιδιωτικοποίηση κρατική χρηματοδοτική υποστήριξη αποτελούσε παράνομη κρατική ενίσχυση, το σχέδιο ιδιωτικοποίησης θα ήταν δυνατό να εφαρμοστεί μόνο σε περίπτωση που το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ακυρώσει την παραπάνω απόφαση, όπως αναμένει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ζήτησε από την Επιτροπή, σε περίπτωση που η τελευταία αποφασίσει οριστικά ότι τα παραπάνω δάνεια αποτελούν κρατική ενίσχυση, να αναβάλει την εφαρμογή της απόφασης περί επιστροφής των δανείων μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί οριστικά επί της υπόθεσης αυτής, προκειμένου να μη διακυβευθεί η ενδεχόμενη εκποίηση των μεριδίων που κατέχει το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας στη NMH και την LSW μετά την αναμενόμενη ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής.

ΙΙ

Σύμφωνα με τις διαβιβασθείσες πληροφορίες, τα λεπτομερή περιστατικά έχουν ως ακολούθως:

Στις 16 Απριλίου 1987 τέθηκε σε κίνηση η διαδικασία πτώχευσης για τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας Eisenwerk - Gesellschaft Maximilianshόtte mbH («Maxhόtte»). Ο σύνδικος πτώχευσης αποφάσισε ότι η επιχείρηση έπρεπε να συνεχίσει τη λειτουργία της ενώ παράλληλα αποφάσισε να καταρτίσει ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης. Στα μέσα του 1990, δύο νεοϊδρυθείσες εταιρείες ανέλαβαν να συνεχίσουν τις δραστηριότητες της εταιρείας Maxhόtte που βρισκόταν υπό καθεστώς πτώχευσης. Η Neue Maxhόtte Stahlwerke GmbH (NMH) ανέλαβε την κατασκευή των προϊόντων της πρώην εταιρείας Maxhόtte που καλύπτονταν από το πεδίο εφαρμογής της ΕΚΑΧ, ενώ η Rohrwerke Neue Maxhόtte GmbH (RNM) ανέλαβε την κατασκευή σωλήνων. Η NMH συμμετέχει κατά 85 % στο μετοχικό κεφάλαιο της RNM ενώ το υπόλοιπο 15 % ανήκει στην Kόhnlein, Νυρεμβέργη η οποία αποτελεί και την κύρια εμπορική εκπρόσωπο της εταιρείας για τη διάθεση των κατασκευαζόμενων χαλυβδοσωλήνων.

Οι αρχικοί εταίροι της NMH ήσαν το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας (45 %), η Thyssen Edelstahlwerke AG (5,5 %), η Thyssen Stahl AG (5,5 %, η Lech - Stahlwerke GmbH (11 %), η Klupp Stahl AG (11 %), η Klφckner Stahl GmbH (11 %) και η Mannesmann Rφhrenwerke AG (11 %). Το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας απέκτησε το 1988 μερίδιο ύψους 19,734 % στην LSW ώστε να καταστήσει δυνατή τη συμμετοχή της τελευταίας στο εταιρικό κεφάλαιο της NMH. Η Επιτροπή, στην απόφασή της στις 26 Ιουλίου 1988 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κρατική συμμετοχή στο κεφάλαιο των δύο επιχειρήσεων δεν εμπεριείχε στοιχεία κρατικής ενίσχυσης (7).

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ενημέρωσε τον Αύγουστο του 1992 την Επιτροπή σχετικά με την πρόθεση της κυβέρνησης της Βαυαρίας να χορηγήσει στην NMH δάνειο ύψους 10 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (5,3 εκατομμύρια Ecu). Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω δάνειο δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση επειδή όλοι οι ιδιώτες εταίροι ήταν διατεθειμένοι να χορηγήσουν δάνεια με τους ιδίους όρους και σε ποσοστά αντίστοιχα προς τα μερίδιά τους. Το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας ενήργησε κατ' αυτόν τον τρόπο όπως ακριβώς ενήργησαν και οι ιδιώτες εταίροι της επιχείρησης. Η γερμανική κυβέρνηση (8) ενημερώθηκε για το περιεχόμενο και την αιτιολόγηση της απόφασης αυτής, με επιστολή της 2ας Φεβρουαρίου 1993.

Με συμφωνίες που συνάφθηκαν στις 7 Δεκεμβρίου 1992 και στις 3 Μαρτίου 1993, η Klφckner Stahl GmbH μεταβίβασε στην Annahόtte Max Aicher GmbH & Co. KG (στο εξής «Annahόtte», Hammerau, αντί του ποσού του 1,00 γερμανικού μάρκου (0,53 Ecu) τις μετοχές που κατείχε στο κεφάλαιο της NMH. Στις 14 Ιουνίου 1993 οι εταιρείες Klupp Stahl AG, Thyssen Stahl AG και Thyssen Edelstahlwerke AG μεταβίβασαν στην LSW, αντί του ποσού των 200 000 γερμανικών μάρκων, τις μετοχές που κατείχαν στο κεφάλαιο της NMH. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ενημέρωσε με επιστολή της, στις 9 Δεκεμβρίου 1994, την Επιτροπή ότι η μεταβίβαση των μετοχών δεν υπόκειτο στην έγκριση των πιστωτών της εταιρείας. Με επιστολή της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, οι γερμανικές αρχές ανακοίνωσαν στην Επιτροπή ότι η μεταβίβαση των μετοχών των τεσσάρων προαναφερθέντων εταίρων στις δύο επιχειρήσεις που ανήκουν στον όμιλο Aicher άρχισε να ισχύει επίσημα στις 21 Μαρτίου 1994 οπότε και η κυβέρνηση της Βαυαρίας έδωσε τη συγκατάθεσή της, η οποία ήταν αναγκαία βάση του καταστατικού της εταιρείας.

Η κατανομή των μεριδίων την περίοδο εκείνη ήταν η εξής:

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

Η LSW και η Annahόtte ελέγχονται από τον επιχειρηματία Aicher.

Η NMH παράγει ετησίως περίπου 299 χιλιάδες τόνους ακατέργαστου χάλυβα (παραγωγικής ικανότητας 444 χιλιάδων τόνων ετησίως), 81 χιλιάδες τόνους ημιτελών προϊόντων και περίπου 85 χιλιάδες τόνους ελαφρών και βαρέων μορφοχάλυβων (παραγωγική ικανότητα 258 χιλιάδες τόνοι ετησίως). Η θυγατρική εταιρεία RNM παράγει σωλήνες με ετήσιο ρυθμό 70 χιλιάδων τόνων (παραγωγική ικανότητα 136 χιλιάδες τόνοι ετησίως). Η NMH απασχολεί επί του παρόντος 1 040 άτομα ενώ η RNM απασχολεί 560. Η επιχείρηση δεν έχει εμφανίσει κέρδη από την ίδρυσή της, στα μέσα του 1990. Οι συσσωρευμένες ζημίες μέχρι το τέλος του 1994 ανέρχονταν σε 156,4 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα (83,19 εκατομμύρια Ecu). Το 1993 οι ζημίες ανήλθαν στο ποσό των 88 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (46,8 εκατομμύρια Ecu) ενώ ο κύκλος εργασιών ανήλθε στα 216 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα (114,9 εκατομμύρια Ecu). Οι ζημίες οφείλονταν κατά 25 % στη σύμβαση μεταφοράς των αποτελεσμάτων που σύναψε η εταιρεία με την RNM. Το 1994 η NMH είχε κύκλο εργασιών συνολικού ύψους 284 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (151 εκατομμύρια Ecu) και παρουσίασε ζημίες ύψους 44 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (23,4 εκατομμύρια Ecu) περίπου οι οποίες οφείλονταν κατά το ένα τρίτο στη σύμβαση μεταφοράς αποτελεσμάτων που σύναψε η εταιρεία με την RNM.

Από το Μάρτιο του 1992, οπότε και οι Thyssen, Krupp και Klφckner ανακοίνωσαν στους λοιπούς εταίρους την απόφασή τους να μεταβιβάσουν τα μερίδιά τους, η κυβέρνηση της Βαυαρίας κατέβαλε προσπάθειες για την κατάρτιση βιώσιμου σχεδίου ιδιωτικοποίησης και αναδιάρθρωσης της επιχείρησης. Ο βαυαρός επιχειρηματίας Max Aicher, ο οποίος διαθέτει μετοχές στην NMH μέσω της εταιρείας LSW πρότεινε την αναδιάρθρωση της επιχείρησης με βάση την παραδοσιακή τεχνολογία της υψικαμίνου, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό τη συνένωση των βαυαρικών χαλυβουργικών επιχειρήσεων NMH, Annahόtte και LSW. Υπολογίζεται ότι το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας θα δαπανήσει 200 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα (106,4 εκατομμύρια Ecu) για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού. Η εταιρεία εμπορίας σωλήνων Manfred Kόhnlein με έδρα τη Νυρεμβέργη, η οποία συμμετέχει κατά 15 % στην RNM, πρότεινε ένα πρόγραμμα που αποκαλείται MARS και το οποίο συνίσταται στην εφαρμογή από όμιλο δεκατεσσάρων επιχειρήσεων μιας νέας τεχνολογίας ανακύκλωσης των αμαξωμάτων των οχημάτων η οποία αναπτύχθηκε από την Voest Alpine AG και την Mercedes Benz AG. Υπολογίσθηκε ότι οι δαπάνες του Ομόσπονδου Κράτους της Βαυαρίας για την υλοποίηση του προγράμματος θα ανέρχονταν στα 280 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα (148,9 εκατομμύρια Ecu). Η γερμανική εταιρεία WASTE Management GmbH, η οποία ανήκει στην εταιρεία των ΗΠΑ WMX Technologies Inc που ειδικεύεται στις τεχνολογίες ανακύκλωσης, εκπόνησε το 1993 μελέτη σκοπιμότητας του εν λόγω προγράμματος για την ανακύκλωση των αυτοκινήτων και κατέληξε στις αρχές του 1994 στο συμπέρασμα ότι το σχέδιο αυτό δεν ήταν οικονομικά βιώσιμο. Η κυβέρνηση της Βαυαρίας αποφάσισε τελικά το Μάρτιο του 1994 να υιοθετήσει την πρόταση της εταιρείας Aicher. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κοινοποίησε το Μάιο του 1994 στην Επιτροπή τα χρηματοδοτικά μέτρα που προτίθετο να λάβει το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας στο πλαίσιο της εφαρμογής του σχεδίου του επιχειρηματία Aicher.

Το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας και η Max Aicher GmbH & Co KG σύναψαν στις 27 Ιανουαρίου 1995 σύμβαση με την οποία η Βαυαρία παραχωρεί στην Max Aicher GmbH & Co KG το μερίδιό της στην NMH (45 % του μετοχικού κεφαλαίου αντί του ποσού των 3,00 γερμανικών μάρκων (1,59 Ecu) ενώ παράλληλα ανέλαβε την υποχρέωση να καλύψει το 80,357 % των συσσωρευμένων ζημιών που εμφάνιζε η εταιρεία μέχρι το τέλος του 1994. Όπως προέκυψε στη συνέχεια, το συνολικό ποσό των ζημιών ανήλθε στα 156,4 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα (83,19 εκατομμύρια Ecu) από τα οποία τα 125,7 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα (67,81 εκατομμύρια Ecu) έπρεπε να καταβληθούν βάσει της σύμβασης από το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας. Τα εταιρικά δάνεια που χορήγησε το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας θα μπορούσαν να συμψηφισθούν βάσει της σύμβασης με το προβλεπόμενο αυτό ποσό καταβολής αμέσως μετά την έναρξη της ισχύος της σύμβασης. Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν επίσης να διαθέσει το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας ένα ποσό μέχρι 56 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα (29,78 εκατομμύρια Ecu) για ορισμένες επενδύσεις. Το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας και ο κ. Aicher συμφώνησαν, με μια δεύτερη σύμβαση που συνήψαν στις 27 Ιανουαρίου 1995, ότι το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας θα διαθέσει το μερίδιό του, που αντιστοιχεί στο 19,734 % του κεφαλαίου της LSW, στον κ. Aicher αντί του ποσού του 1,00 γερμανικού μάρκου (0,53 Ecu) ενώ παράλληλα η σύμβαση προβλέπει ότι το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας θα καταβάλει στην LSW αντισταθμιστική εισφορά ύψους 20 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (10,63 εκατομμύρια Ecu).

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κοινοποίησε στην Επιτροπή τα χρηματοδοτικά σχέδια που περιγράφηκαν παραπάνω. Η Επιτροπή αποφάσισε στις 4 Απριλίου 1995 ότι τα εν λόγω μέτρα αποτελούν κρατική ενίσχυση και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται καμία χρηματοδότηση στο πλαίσιο αυτό. Οι συμβάσεις δεν τέθηκαν σε ισχύ επειδή η εφαρμογή τους υπόκειτο στη συναίνεση της Επιτροπής.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας χορήγησε στην Neue Maxhόtte Stahlwerke GmbH τα ακόλουθα δάνεια:

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

Η διάρκεια του δανείου καθορίστηκε στα δέκα έτη και το επιτόκιο σε 7,5 % ετησίως, ενώ η εξόφληση του δανείου επρόκειτο να πραγματοποιηθεί με ετήσιες τοκοχρεωλυτικές δόσεις μόνο στην περίπτωση που η NMH σημείωνε κέρδη κατά το προηγούμενο έτος.

Τα τρία πρώτα δάνεια που αναφέρθηκαν ανωτέρω συνοδεύτηκαν επίσης από δάνεια που χορηγήθηκαν από άλλους εταίρους της NMH και της RNM με τους ίδιους όρους: συγκεκριμένα, παράλληλα με το πρώτο δάνειο χορηγήθηκε και δάνειο ύψους 176 000 γερμανικών μάρκων από την LSW που συμμετείχε στην περίοδο εκείνη κατά 11 % στο κεφάλαιο της NMH και ένα δάνειο ύψους 54 000 γερμανικών μάρκων από την επιχείρηση Kόhnlein η οποία συμμετέχει κατά 15 % στο κεφάλαιο της RNM. Το δεύτερο δάνειο συνοδεύτηκε από τη χορήγηση δανείου ύψους άνω των 1,5 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων από την LSW η οποία την περίοδο εκείνη κατείχε μεν επισήμως ακόμη ένα μερίδιο που αντιστοιχούσε στο 11 % του κεφαλαίου της NMH αλλά στις 14 Ιουνίου 1993 είχε συμφωνήσει με την Thyssen και την Krupp να αποκτήσει επιπλέον μερίδιο 22 %. Το δεύτερο δάνειο συνοδεύτηκε επίσης και από τη χορήγηση δανείου ύψους 270 000 γερμανικών μάρκων από την Kόhnlein. Το τρίτο δάνειο που χορήγησε το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας συνοδεύτηκε από τη χορήγηση δανείου ύψους 1,1 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων από την Annahόtte η οποία κατά την περίοδο αυτή δεν ήταν βέβαια ακόμη επίσημα εταίρος αλλά το Μάρτιο του 1993 σύναψε σύμβαση με την Klφckner Stahl GmbH (που ονομάζεται τώρα πλέον Stahlwerke Bremen GmbH) η οποία προέβλεπε την απόκτηση μεριδίου 11 % στην Annahόtte. Οι υπόλοιποι εταίροι της NMH δεν συμμετείχαν από το Φεβρουάριο του 1993 στη χρηματοδότηση της επιχείρησης μέσω της χορήγησης παρόμοιων εταιρικών δανείων. Τα υπόλοιπα επτά δάνεια του Ομόσπονδου Κράτους της Βαυαρίας χορηγήθηκαν χωρίς να συνοδευτούν από δάνεια των άλλων εταίρων της επιχείρησης.

III

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία καθώς και σχετικά με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα άλλα κράτη μέλη και οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υποστηρίζει την άποψη ότι τα υπό κρίση δάνεια πρέπει να εξεταστούν μόνο στο πλαίσιο του σχεδίου ιδιωτικοποίησης και αναδιάρθρωσης και συνεπώς να μη θεωρηθούν ότι αποτελούν κρατική ενίσχυση.

Σύμφωνα με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας αποφάσισε το 1992 να παραχωρήσει το μερίδιό του στην NMH και να αναζητήσει μια λύση από βιομηχανικής πλευράς ώστε να εξασφαλιστεί η μελλοντική λειτουργία της επιχείρησης. Η κυβέρνηση της Βαυαρίας διεξήγαγε δύσκολες διαπραγματεύσεις με αρκετούς υποψήφιους βιομηχανικούς εταίρους οι οποίες διήρκεσαν καθόλη τη διάρκεια του 1993 και επεκτάθησαν μέχρι και το Μάρτιο του 1994. Το Μάιο του 1994 ανακοινώθηκαν στην Επιτροπή τα μέτρα που προβλέπεται να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της χρηματοδότησης του σχεδίου Aicher. Η NMH, η οποία κατά την περίοδο αυτή εμφάνιζε ζημίες δεν θα ήταν δυνατό να επιβιώσει χωρίς τη χορήγηση ρευστών διαθέσιμων από τους εταίρους της. Το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας χορήγησε αυτά τα επίμαχα δάνεια για να εξασφαλίσει την προγραμματισμένη εκποίηση των μεριδίων του. Δεδομένου ότι το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας ήταν ο κύριος μέτοχος της NMH με συμμετοχή μερίδιο 45 %, η χρηματοδότηση της εν λόγω επιχείρησης αποτελεί ενέργεια που αντιστοιχεί στη συνήθη συμπεριφορά ενός φερέγγυου εταίρου ο οποίος ασκεί τις δραστηριότητές του υπό καθεστώς ελεύθερης οικονομίας. Το επιχείρημα αυτό ισχύει ακόμα και στην περίπτωση που οι υπόλοιποι εταίροι οι οποίοι κατέχουν από κοινού την πλειοψηφία δεν ήταν διατεθειμένοι να συμμετάσχουν στη χρηματοδότηση.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναφέρθηκε στις θέσεις τις οποίες υποστήριζε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για τα μέτρα που επρόκειτο να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της χρηματοδότησης του σχεδίου ιδιωτικοποίησης και αναδιάρθρωσης, στις οποίες παραθέτει παραδείγματα που ενισχύουν την άποψή της ότι ένας ιδιώτης επενδυτής θα είχε ενεργήσει κατά παρόμοιο τρόπο. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επισημαίνει ιδιαίτερα το παράδειγμα του ιδιωτικού ομίλου Schφrghuber στην υπόθεση Heilit & Woerner Bau AG (9).

Η συμπεριφορά των άλλων εταίρων της NMH στο διάστημα μεταξύ Μαρτίου 1993 και Αυγούστου 1994 δεν μπορεί σύμφωνα με την άποψη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να αποτελέσει γνώμονα για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη συνήθη συμπεριφορά των επενδυτών υπό καθεστώς ελεύθερης οικονομίας αγοράς.

Οι επιχειρήσεις Thyssen, Krupp και Klφckner αποφάσισαν το Μάρτιο του 1992 να μεταβιβάσουν τις μετοχές της NMH που κατείχαν ύστερα από τη χορήγηση ενός τελευταίου εταιρικού δανείου ύψους 1,1 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (0,58 εκατομμύρια Ecu). Μετά από την εν λόγω χορήγηση, οι προαναφερθέντες εταίροι θεώρησαν ότι δεν υποχρεούνται πλέον να συμμετάσχουν σε περαιτέρω χρηματοδότηση των ζημιογόνων δραστηριοτήτων της NMH.

Κατά την άποψη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, οι εταίροι Kόhnlein και Aicher διέκοψαν τη συμμετοχή τους στη χρηματοδότηση της NMH τον Αύγουστο και Δεκέμβριο του 1993 αντίστοιχα επειδή υπήρχε αβεβαιότητα σχετικά με την υλοποίηση των σχεδίων τους για τη μελλοντική λειτουργία της επιχείρησης ενώ αντίθετα η Mannesmann ενδιαφερόταν μόνο για την RNM και δεν προτίθετο να συμμετάσχει στη χρηματοδότηση της NMH.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θεωρεί ως εκ τούτου ότι η χορήγηση από το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας, η οποία αποτελεί και τον κύριο μετοχικό εταίρο της NMH αποτελεί ενέργεια που αντιστοιχεί στη συνήθη πρακτική ενός ιδιώτη επενδυτή ο οποίος διαθέτει επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους ώστε να καταστήσει δυνατή τη συνέχιση της λειτουργίας της εν λόγω επιχείρησης.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δίνει επίσης σημασία στο γεγονός ότι κατά την αξιολόγηση των δανειοδοτήσεων πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η NMH κατέχει ασήμαντο μερίδιο στην ευρωπαϊκή αγορά χάλυβα, το οποίο σύμφωνα με τα στοιχεία της ανέρχεται στο 0,2 %.

IV

Η Neue Maxhόtte Stahlwerke GmbH είναι μια επιχείρηση που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 80 της συνθήκης ΕΚΑΧ επειδή παράγει προϊόντα τα οποία περιλαμβάνονται στον πίνακα του παραρτήματος Ι της συνθήκης ΕΚΑΧ και εμπίπτουν κατ' αυτόν τον τρόπο στις διατάξεις της συνθήκης ΕΚΑΧ και του κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα.

Βάσει του άρθρου 4, στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚΑΧ θεωρείται κρατική ενίσχυση οποιαδήποτε μεταφορά δημόσιων πόρων σε κρατικές ή ιδιωτικές χαλυβουργικές επιχειρήσεις, με τη μορφή συμμετοχής, χορήγησης κεφαλαίων ή με εφαρμογή παρόμοιων χρηματοδοτικών μέτρων, εφόσον η μεταφορά κεφαλαίων δεν αντιπροσωπεύει πραγματική χορήγηση επιχειρηματικού κεφαλαίου σύμφωνα με τις συνήθεις επενδυτικές πρακτικές υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς, κατά τις οποίες η τοποθέτηση κεφαλαίου πραγματοποιείται με την προοπτική μελλοντικής απόδοσης ή άλλου είδους εισοδημάτων (10).

Τα δάνεια που χορήγησε το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας στη NMH και τα οποία ανέρχονται συνολικά σε 49,895 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα (26,53 εκατομμύρια Ecu) αποτελούν μεταφορά δημόσιων πόρων προς χαλυβουργική επιχείρηση. Πρέπει λοιπόν να εξεταστεί κατά πόσον η εν λόγω μεταφορά πόρων μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί εισφορά κεφαλαίου επιχειρηματικού κινδύνου κατά τρόπο ο οποίος αντιστοιχεί στις συνήθεις επενδυτικές πρακτικές υπό καθεστώς ελεύθερης οικονομίας και οι οποίες εφαρμόζονται με την προοπτική μελλοντικής απόδοσης ή άλλου είδους εισοδημάτων.

Η Επιτροπή, κατά τη διαδικασία λήψης απόφασης για το κατά πόσο συγκεκριμένη χορήγηση δημοσίων πόρων αντιστοιχεί στις συνήθεις επενδυτικές πρακτικές, χρησιμοποιεί πάντοτε ως σημεία αναφοράς τη συμπεριφορά ιδιωτών επενδυτών οι οποίοι ευρίσκονται στην ίδια ακριβώς θέση με το κράτος. Οι ιδιώτες εταίροι της εν λόγω επιχείρησης θα ελάμβαναν υπόψη τους την ιδιαίτερη οικονομική κατάσταση της επιχείρησης για να διαπιστώσουν κατά πόσο μια επένδυση είναι συμφέρουσα από οικονομική άποψη. Ένας ιδιώτης εταίρος δεν θα ήταν πρόθυμος να χορηγήσει χρηματοδοτικούς πόρους σε μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει δυσχέρειες στη λειτουργία της εάν οι υπόλοιποι εταίροι δεν ήσαν επίσης διατεθειμένοι να συνεισφέρουν κατά ποσοστό αντίστοιχο με το εταιρικό τους μερίδιο.

Σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, εταιρικά δάνεια που χορηγούνται ή των οποίων η εξόφληση δεν απαιτείται όταν η οικονομική κατάσταση της εταιρείας οδηγεί σε πτώχευση ή έχει φθάσει σε σημείο που να απαιτεί τη διάθεση πρόσθετων κεφαλαίων από τους εταίρους, θεωρεί σε περίπτωση πτώχευσης ότι αποτελούν μέρος των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας, («Δάνεια που αντικαθιστούν τα ίδια κεφάλαια» βάσει των παραγράφων 32α και 32β του νόμου περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης που στο εξής θα αποκαλείται ΝΕΠΕ). Σύμφωνα λοιπόν με τις διατάξεις της νομοθεσίας τα δάνεια που χορηγούνται από τους εταίρους μιας επιχείρησης με σκοπό να αποφευχθεί η έλλειψη ρευστότητας και η επικείμενη πτώχευση της εταιρείας εξομοιώνονται με εισφορές ιδίων κεφαλαίων από τους εταίρους. Το άρθρο 26 παράγραφος 2 του ΝΕΠΕ βασίζεται στη θεμελιώδη αρχή ότι οι εταίροι είναι διατεθειμένοι να συνεισφέρουν πρόσθετα κεφάλαια στην επιχείρηση μόνον εφόσον και οι υπόλοιποι εταίροι διατίθενται να συνεισφέρουν νέα κεφάλαια κατ' αναλογία του ποσοστού που αντιστοιχεί στο εταιρικό μερίδιό τους. Οι εταίροι δεν είναι κατ' αρχήν υποχρεωμένοι να συνεισφέρουν πρόσθετα κεφάλαια πέραν του εταιρικού τους μεριδίου στα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης (παρ. 707 του αστικού κώδικα) ακόμη και στην περίπτωση που η άρνησή τους αυτή μπορεί να καταστήσει την εταιρεία αφερέγγυο.

Στο διάστημα Μαρτίου 1993 - Αυγούστου 1994, το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας, το οποίο κατέχει το 45 % των μετοχών μεριδίων της NMH, διέθεσε το 94,15 % του συνολικού ποσού των ρευστών διαθέσιμων που διέθεσαν οι εταίροι της επιχείρησης, ώστε να γίνει κατ' αυτόν τον τρόπο δυνατή η συνέχιση της λειτουργίας της εν λόγω ζημιογόνου επιχείρησης. Μόνο στο διάστημα Μαρτίου 1993 - Δεκεμβρίου 1993 χορηγήθηκαν δάνεια από άλλο εταίρο (LSW), από έναν εταίρο της RNM που είναι η θυγατρική της NMH (Kόhnlein) και από την επιχείρηση Annahόtte. Τα δάνεια αυτά χορηγήθηκαν με τους ιδίους όρους με εκείνους των δανείων του Ομόσπονδου Κράτους της Βαυαρίας. Ο επιχειρηματίας Kόhnlein, ο οποίος κατέχει το 15 % των μετοχών της RNM συμμετείχε κατά 5,7 % και 3,3 % στο συνολικό ποσό των δανείων που χορηγήθηκαν στο τέλος Μαρτίου και Αυγούστου 1993 αντίστοιχα. Οι LSW και Annahόtte, που ανήκουν στον όμιλο Aicher, συμμετείχαν συνολικά κατά 18,5 % και κατά 18,4 % στα δάνεια του Μαρτίου και του Αυγούστου 1993 αντίστοιχα καθώς και κατά 19,6 % στο δάνειο που χορηγήθηκε το Δεκέμβριο του 1993. Την εποχή εκείνη η LSW κατείχε επισήμως μόνο το 11 % των μετοχών της επιχείρησης ενώ η Annahόtte δεν κατείχε επισήμως καμία μετοχή επειδή η κυβέρνηση του κρατιδίου της Βαυαρίας ενέκρινε τη μεταβίβαση των μεριδίων της Klφckner, Thyssen και Krupp σε μεταγενέστερη ημερομηνία και συγκεκριμένα στις 21 Μαρτίου 1994.

Την εποχή που η επιχείρηση Kόhnlein και ο όμιλος Aicher χορήγησαν τα δάνεια, διαπραγματεύονταν την απόκτηση της πλειοψηφίας των μετοχών της NMH. Και οι δύο επιχειρήσεις υπέβαλαν σχέδια τα οποία προέβλεπαν μεταξύ άλλων την ανάληψη από το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας της υποχρέωσης για κάλυψη των ζημιών που είχε υποστεί η NMH, μέσω της χορήγησης χρηματοδοτικών ενισχύσεων που θα κυμαίνονται μεταξύ 200 και 280 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων. Το κοινοποιηθέν στην Επιτροπή σχέδιο του ομίλου Aicher προέβλεπε την παροχή αντισταθμίσεων για τις ζημίες της NMH οι οποίες θα ανέρχονταν στο 80 % του συνόλου των ζημιών που είχε υποστεί η εν λόγω επιχείρηση από την ίδρυσή της. Το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας θα έπρεπε βάσει του σχεδίου να παραιτηθεί πλήρως από κάθε απαίτηση που θα προέρχονταν από τη χορήγηση των εταιρικών δανείων και να χορηγήσει επιπρόσθετα κεφάλαια με τα οποία θα γινόταν μεταξύ άλλων, δυνατή η εξόφληση των δανείων άλλων εταίρων. Η κυβέρνηση της Βαυαρίας κατέστησε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων σαφές ότι δεν θα ζητούσε την εξόφληση των εταιρικών δανείων ώστε να εξασφαλισθεί κατ' αυτόν τον τρόπο η επιβίωση της επιχείρησης. Με βάση τα ανωτέρω οι Kόhnlein και Aicher θα είχαν βάσιμους λόγους να συμμετάσχουν στη χορήγηση των πρώτων τριών δανείων που χορηγήθηκαν στο διάστημα Μαρτίου - Αυγούστου και Δεκεμβρίου 1993 αντίστοιχα. Οι δύο ανωτέρω επιχειρηματίες ήλπιζαν ότι θα αποκτούσαν την πλειοψηφία των μεριδίων της NMH ύστερα από την ουσιαστική εξόφληση των δανείων από το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας που θα γινόταν κατά την πώληση των μεριδίων της.

Ο όμιλος Aicher επωμίσθηκε περίπου το 20 % όλων των δανείων που χορηγήθηκαν το Μάρτιο, τον Αύγουστο και το Δεκέμβριο του 1993 μέσω της LSW και της Annahόtte. Η απόφαση για τη συγχρηματοδότηση της ΝΜΗ μέσω της LSW και της Annahόtte δεν βασίστηκε στο ποσοστό των μεριδίων που κατείχε εκείνη τη στιγμή ή αποσκοπούσε να αποκτήσει μελλοντικά η LSW αλλά αντικατόπτριζε την προσδοκία του ομίλου Aicher ότι οι συσσωρευμένες πριν από την ιδιωτικοποίηση υποχρεώσεις της ΝΜΗ θα καλύπτονταν κατά 80 % από το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας γεγονός το οποίο οδήγησε, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, στον υπολογισμό της αναμενόμενης κάλυψης των ζημιών κατά την κατάρτιση του σχεδίου ιδιωτικοποίησης και αναδιάρθρωσης. Το ποσοστό αυτό χρησιμοποιήθηκε για να ερμηνεύσει την προταθείσα παροχή για αντιστάθμιση των ζημιών της ΝΜΗ την οποία απέρριψε η Επιτροπή με απόφασή της στις 4 Απριλίου 1995. Την περίοδο του Μαρτίου 1993 και του Αυγούστου 1993, οπότε και χορηγήθηκε η πρώτη σειρά των δύο δανείων, η LSW κατείχε επισήμως μόνο το 11 % της ΝΜΗ. Την εποχή που χορηγήθηκε το δεύτερο δάνειο, η LSW είχε ήδη συμφωνήσει με την Krupp και την Thyssen για την απόκτηση ενός επιπλέον μεριδίου 22 %. Η μόνη δέσμευση της Annahόtte, η οποία κατά την εποχή της χορήγησης του τρίτου δανείου το Δεκέμβριο του 1993 δεν κατείχε κανένα μερίδιο της ΝΜΗ και δεν είχε καμία σχέση με την εταιρεία αυτή, ήταν η συμφωνία με την Klφckner για την απόκτηση του 11 % των μετοχών. Τα βασικά κίνητρα που καθόρισαν τη συμπεριφορά του ομίλου Aicher ήταν λοιπόν κυρίως η προσδοκία υλοποίησης του σχεδίου για την απόκτηση της πλειοψηφίας των μετοχών της ΝΜΗ και η επιθυμία να φανεί κατά τις διαπραγματεύσεις με το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας, η ετοιμότητά του για διάθεση κεφαλαίων στην ΝΜΗ σε ποσοστό ανάλογο με εκείνο που θα διέθετε το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας για την κάλυψη των ζημιών της επιχείρησης. Στις αρχές του 1994, ο όμιλος Aicher έπαψε να συμμετέχει στη χρηματοδότηση της ΝΜΗ, λίγο πριν από την τελική απόφαση της κυβέρνησης της Βαυαρίας για το σχέδιο Aicher, ούτε όμως ανέκτησε τις χρηματοδοτικές του εισφορές αφότου αποφασίσθηκε ότι θα είναι ο μελλοντικός πλειοψηφικός εταίρος της επιχείρησης, καθότι ανέμενε ότι η Βαυαρία θα ήταν διατεθειμένη να διασφαλίσει τη λειτουργία της ΝΜΗ μέχρι να εγκρίνει η Επιτροπή τη χορήγηση επιπρόσθετων δημόσιων πόρων από την κυβέρνηση της Βαυαρίας.

Ο επιχειρηματίας Kόhnlein διέκοψε τη συγχρηματοδότηση της NMH όταν κατέστη οριστικά σαφές ότι το σχέδιό του δεν επρόκειτο να εφαρμοστεί.

Από τα ανωτέρω εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι ενέργειες του επιχειρηματία Kόhnlein και των επιχειρήσεων που ανήκουν στον όμιλο Aicher δεν είχαν ως αρχικό κίνητρο τη συμμετοχή στην εταιρεία NMH αλλά την απόκτηση της πλειοψηφίας των μετοχών με επιδότηση μέσω διαπραγματεύσεων με το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας. Η συμπεριφορά αυτή των επιχειρηματιών δεν είναι συνεπώς δυνατόν να αποτελέσει γνώμονα για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη συνήθη συμπεριφορά ενός ιδιώτη επενδυτή υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς, τα οποία θα ληφθούν υπόψη για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του δημοσίου κατά τη χρηματοδότηση της NMH μεταξύ Μαρτίου και Δεκεμβρίου 1993.

Οι πρώην ιδιώτες μέτοχοι της NMH (Krupp, Klφckner και Thyssen) αποφάσισαν το Μάρτιο του 1992 να διακόψουν τη συμμετοχή τους στην NMH, να μη διαθέτουν περαιτέρω πόρους και να πωλήσουν τα μερίδιά τους. Οι ανωτέρω δεν επιθυμούσαν να διαθέσουν περισσότερα κεφάλαια από όσα είχαν ήδη συμφωνήσει. Οι ενέργειες αυτές αποτελούσαν δείγμα της συνήθους συμπεριφοράς των επιχειρηματιών οι οποίοι επιθυμούσαν να αποσυρθούν από μια ζημιογόνο επιχείρηση με όσο το δυνατόν μικρότερες οικονομικές απώλειες.

Η εταιρεία Mannesmann Rφhrenwerke AG η οποία συμμετέχει ακόμα στο εταιρικό κεφάλαιο της NMH δεν προτίθετο να χρηματοδοτήσει την αναδιάρθρωση της επιχείρησης. Το κίνητρο για τη διατήρηση της ηγετικής της θέσης στη βιομηχανία RNM αποτελεί ενδεχόμενα μια εξήγηση για το γεγονός ότι ενήργησε κατά διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι οι Krupp, Thyssen και Klφckner αλλά δεν αποδεικνύει ότι η συμπεριφορά του δημοσίου αντιστοιχεί στη συμπεριφορά ενός επενδυτή υπό καθεστώς ελεύθερης οικονομίας. Εάν τα εταιρικά δάνεια που χορηγήθηκαν στην NMH είχαν νόημα από οικονομική άποψη και ήταν αποδοτικά τότε θα είχε συμμετάσχει σε αυτά και η ιδιωτική επιχείρηση Mannesmann.

Οι υπόλοιποι εταίροι της NMH που ήταν ιδιωτικές χαλυβουργικές επιχειρήσεις δεν συμμετείχαν από το Μάρτιο του 1992 και μετέπειτα στη χρηματοδότηση της ζημιογόνου επιχείρησης. Μόνο ο επιχειρηματίας Kόhnlein και ο όμιλος Aicher οι οποίοι συναγωνίζονταν για την απόκτηση της πλειοψηφίας των μετοχών της NMH μέσω επιδότησης, χορήγησαν στο διάστημα Μαρτίου 1993 - Αυγούστου 1994 μικρότερα ποσά υπό τη μορφή δανείων.

Από τα ανωτέρω εξάγεται το συμπέρασμα ότι το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας σε καμία περίπτωση δεν ήταν δυνατό να αναμένει την αποπληρωμή του δανείου συνολικού ύψους 49,895 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (26,53 εκατομμύρια Ecu). Εάν είχε κηρύξει πτώχευση η NMH τότε τα δάνεια θα εξομοιώνταν με ίδια κεφάλαια με αποτέλεσμα το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας να ελάμβανε τις εξοφλητικές δόσεις μόνο αφού είχαν ικανοποιηθεί όλοι οι υπόλοιποι πιστωτές της, πράγμα το οποίο ήταν απίθανο. Πέραν τούτου, το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας είχε πάντα τη διάθεση να παραιτηθεί από τις απαιτήσεις για εξόφληση των δανείων αυτών ώστε να καταστεί δυνατή η πώληση των μεριδίων της στην NMH και να διατηρηθούν κατ' αυτόν τον τρόπο οι θέσεις εργασίας στην περιοχή του Oberphalz η οποία εμφανίζει διαρθρωτικές αδυναμίες.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει την άποψη ότι τα δάνεια που χορήγησε το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας στην NMH στόχευαν στη δημιουργία συνθηκών που θα επέτρεπαν την ανάπτυξη και την εφαρμογή σχεδίου ιδιωτικοποίησης και αναδιάρθρωσης το οποίο θα καθιστούσε δυνατή την εξασφάλιση μιας αυτόνομης και οικονομικά βιώσιμης μελλοντικής πορείας της επιχείρησης. Η εν λόγω χρηματοδότηση θεωρήθηκε ότι αποτελεί παράδειγμα συνήθους συμπεριφοράς ενός φερέγγυου εταίρου ο οποίος επιθυμεί να εξασφαλίσει, υπό συνθήκες ελεύθερης οικονομίας, την πλήρη μεταβίβαση της επιχείρησης στον ιδιωτικό τομέα, αναλαμβάνοντας παράλληλα τις ευθύνες του τόσο από επιχειρηματική όσο και από κοινωνική άποψη.

Η Επιτροπή κατά την εξέταση των ανωτέρω πτυχών, έλαβε υπόψη τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-303/88, που αναφέρθηκε προηγουμένως, και C-305/89 (11). Το Δικαστήριο επεσήμανε μεταξύ άλλων στις αποφάσεις αυτές ότι οι εισφορές επενδυτικών κεφαλαίων από το δημόσιο, κατά τις οποίες δεν υφίσταται καμία προοπτική - ούτε καν μακροπρόθεσμη - για την επίτευξη απόδοσης, θα πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν κρατικές ενισχύσεις. Ακόμη και εάν ληφθούν υπόψη οι άλλες πτυχές της πιθανής συμπεριφοράς ιδιωτών επενδυτών οι οποίες αναφέρονται στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-303/88 και C-305/89, η εισφορά κεφαλαίων από το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας δεν συμβαδίζει με τη συνήθη συμπεριφορά ενός ιδιώτη επενδυτή. Η εν λόγω εισφορά κεφαλαίων δεν συνοδευόταν από καμία προοπτική για οποιουδήποτε είδους εμμέσου ή ακόμη και μη υλικού οικονομικού πλεονεκτήματος. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες χορηγήθηκαν τα κεφάλαια αυτά καταδεικνύουν σαφώς ότι δεν υπήρξε ποτέ καμία προοπτική, βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη για επίτευξη κερδών από τις χρηματοδοτήσεις του Ομόσπονδου Κράτους της Βαυαρίας. Τα δάνεια στόχευαν στην κάλυψη των λειτουργικών ζημιών ώστε να μην περιέλθει η εταιρεία σε κατάσταση αφερεγγυότητας και αναγκασθεί να κηρύξει πτώχευση κατά την προετοιμασία της ιδιωτικοποίησης μέσω επιδοτήσεων. Η απαίτηση για επιστροφή των χρηματοδοτικών συνεισφορών που χορηγήθηκαν στο διάστημα Μαρτίου 1993 - Αυγούστου 1994 και ήταν αναγκαίες για τη διασφάλιση της λειτουργίας της επιχείρησης NMH δεν θεωρήθηκε ότι ήταν δυνατή αλλά ούτε και εκδηλώθηκε παρόμοια πρόθεση.

Στο πλαίσιο εφαρμογής της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή αξιολογεί τις χρηματοδοτικές εισφορές, που αποσκοπούν στη διατήρηση της λειτουργίας των επιχειρήσεων κατά την εκπόνηση και διαπραγμάτευση ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης, με βάση τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στη διάσωση και την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες στη λειτουργία τους (12). Οι ανωτέρω κατευθυντήριες γραμμές δεν εφαρμόζονται όμως στις επιχειρήσεις οι οποίες εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 80 της συνθήκης ΕΚΑΧ επειδή, σύμφωνα με τον κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, οι ενισχύσεις που αποσκοπούν στη διάσωση και την αναδιάρθρωση των εν λόγω επιχειρήσεων θεωρούνται ότι είναι ασυμβίβαστες με τη λειτουργία της κοινής αγοράς.

Η συμπεριφορά του Ομόσπονδου Κράτους της Βαυαρίας κατά τη χορήγηση των αμφισβητούμενων δανείων δεν συμβαδίζει με τη συνήθη συμπεριφορά ενός ιδιώτη επενδυτή υπό καθεστώς ελεύθερης οικονομίας. Τα παραδείγματα που παρέθεσε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν αποδεικνύουν το αντίθετο. Η Επιτροπή, με την απόφασή της στις 4 Απριλίου 1995 απέδειξε ότι τα εν λόγω παραδείγματα είναι ακατάλληλα για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία του επιχειρήματος ότι ένας ιδιώτης επενδυτής ακόμη και χωρίς την ύπαρξη ανάλογων προοπτικών για οικονομικά πλεονεκτήματα θα προτίθετο να διαθέσει κεφάλαια για την επιχείρηση αυτή. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάνθηκε κατά παρόμοιο τρόπο στην προαναφερθείσα υπόθεση C-303/88: «Όταν οι εισφορές κεφαλαίου πραγματοποιούνται από τον δημόσιο επενδυτή χωρίς να υπάρχει προοπτική αποδοτικότητας ούτε μακροχρονίως, τότε πρέπει να θεωρηθούν ως ενισχύσεις [. . . .]».

Ακόμη και το παράδειγμα του ιδιωτικού βαυαρικού ομίλου Schφrghuber ο οποίος μεταβίβασε τις μετοχές του στην εταιρεία Heilit & Woerner Bau AG ύστερα από την καταβολή αντισταθμίσεων για τις ζημίες, δεν τεκμηριώνει την άποψη ότι οι ιδιώτες επενδυτές θα διατίθεντο να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της λειτουργίας μιας ζημιογόνου επιχείρησης αποκλειστικά και μόνο για να ανταποκριθούν σε υποτιθέμενες δεσμεύσεις περί προστασίας των συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου υπό καθεστώς ελεύθερης οικονομίας. Δεν παύει να ισχύει βέβαια το γεγονός ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις όπως ακριβώς και οι ιδιώτες διαθέτουν κατά διαστήματα πόρους για φιλανθρωπικούς ή άλλους σκοπούς υπέρ του κοινωνικού συνόλου αλλά οι ενέργειες αυτές διαφέρουν ριζικά από τον τρόπο δράσης ενός ιδιώτη επενδυτή ο οποίος έχει ως σκοπό το οικονομικό όφελος και ως εκ τούτου δεν αποτελούν γνώμονα για τη σύγκριση της συμπεριφοράς του δημοσίου με την συμπεριφορά ενός επενδυτή υπό καθεστώς ελεύθερης οικονομίας.

Η συμπεριφορά του Ομόσπονδου Κράτους της Βαυαρίας στην προκειμένη περίπτωση ενδέχεται να οφείλεται στην επιθυμία της κυβέρνησης του ομόσπονδου κράτους να αποφύγει κοινωνικά προβλήματα σε μια περιοχή με διαρθρωτικές αδυναμίες, να μη θεωρηθεί εκ μέρους των πολιτών ως υπεύθυνη για την πτώχευση της εταιρείας και να βοηθήσει μια επιχείρηση η οποία έχει περιέλθει σε δυσχερή θέση να αποκαταστήσει την οικονομική της βιωσιμότητα. Παρόμοια κίνητρα αποτελούν σύνηθες φαινόμενο κατά τη χορήγηση ενισχύσεων, αλλά δεν αποδεικνύουν βέβαια ότι κάθε χρηματοδοτική υποστήριξη που πηγάζει από παρόμοια βούληση δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 4, στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚΑΧ και του άρθρου 1 του κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, θα πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τα εταιρικά δάνεια συνολικού ύψους 49,895 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (26,53 εκατομμύρια Ecu) που χορήγησε το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας στην NMH στο διάστημα Μαρτίου 1993 - Αυγούστου 1994 αποτελούν κρατική ενίσχυση. Το στοιχείο της ενίσχυσης που αποτελούν τα δάνεια αυτά δεν συνίσταται στην προνομιακή μεταχείριση ως προς το ύψος του επιτοκίου, αλλά στην χορήγηση του ιδίου του δανείου.

Τα δάνεια θα πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν ίδια κεφάλαια επειδή το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας θα ελάμβανε ως δανειοδότης τις ετήσιες εξοφλητικές δόσεις του κεφαλαίου που είχε χορηγήσει μόνο στην περίπτωση που η εν λόγω επιχείρηση θα είχε σημειώσει κέρδη στο προηγούμενο έτος. Αυτή είναι η συνήθης συνέπεια της χρηματοδότησης υπό μορφή ιδίων κεφαλαίων. Το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας χορήγησε τα δάνεια χωρίς να υφίσταται καμία σοβαρή προοπτική για εξόφληση του χορηγηθέντος δανείου υπό μορφή ιδίων κεφαλαίων. Κατά συνέπεια, η χορήγηση του εν λόγω δανείου θα πρέπει να θεωρηθεί ως εισφορά ιδίων κεφαλαίων από τους εταίρους σε μια ΕΠΕ που αντιμετωπίζει δυσχέρειες στη λειτουργία της.

Βάσει του άρθρου 4, στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚΑΧ, απαγορεύεται η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε χαλυβουργικές επιχειρήσεις. Ο κώδικας ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα που εκδόθηκε ομόφωνα από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 95 της συνθήκης ΕΚΑΧ προβλέπει ότι ορισμένα είδη ενισχύσεων είναι δυνατό να θεωρηθούν ότι είναι συμβιβάσιμα με τη λειτουργία της κοινής αγοράς. Στα εν λόγω είδη περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ενισχύσεις για έρευνα και ανάπτυξη (άρθρο 2), για την προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 3), για το κλείσιμο των εγκαταστάσεων (άρθρο 4) καθώς επίσης οι ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει καθεστώτων χορήγησης περιφερειακών επενδυτικών ενισχύσεων σε ορισμένες περιοχές της Κοινότητας (άρθρο 5). Οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην NMH δεν εμπίπτουν σε καμία από τις ανωτέρω κατηγορίες. Βάσει των διατάξεων του κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, οι ενισχύσεις που στοχεύουν στη διάσωση και την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων θεωρούνται ότι είναι ασυμβίβαστες με τη λειτουργία της κοινής αγοράς.

V

Η Επιτροπή συμπεραίνει βάσει των ανωτέρω ότι οι εισφορές ύψους 49,895 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (26,53 εκατομμύρια Ecu) που χορήγησε το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας υπό μορφή δανείων στη χαλυβουργική βιομηχανία ΕΚΑΧ Neue Maxhόtte Stahlwerke GmbH στο διάστημα Μαρτίου 1993 - Αυγούστου 1994 αποτελούν κρατική ενίσχυση η οποία είναι ασυμβίβαστη με τη συνθήκη ΕΚΑΧ και τον κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα.

Κάθε κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε παράνομα πρέπει, κατά κανόνα, να επιστρέφεται από την επιχείρηση που την καρπώθηκε. Η επιστροφή θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις και τη διαδικασία που προβλέπει η γερμανική νομοθεσία συμπεριλαμβανομένων των τόκων το ύψος των οποίων υπολογίζεται από την ημερομηνία καταβολής της με βάση το ισχύον επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται κατά την αξιολόγηση των σχεδίων περιφερειακών ενισχύσεων.

Το επιχείρημα σχετικά με το μικρό μερίδιο που κατέχει η NMH στην ευρωπαϊκή αγορά χαλυβουργικών προϊόντων δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί για την αποφυγή της επιστροφής ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας. Οποιαδήποτε κρατική ενίσχυση σε χαλυβουργικές βιομηχανίες ΕΚΑΧ η οποία δεν εγκρίνεται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη συνθήκη ΕΚΑΧ και τον κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα είναι παράνομη ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν θα μπορέσει λόγω του μεγέθους της δικαιούχου επιχείρησης να προκαλέσει σημαντική στρέβλωση του ανταγωνισμού.

Δεν υφίσταται καμία νομική βάση δυνάμει της οποίας να είναι δυνατή η αναστολή της αξίωσης περί επιστροφής των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας και χωρίς προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής σχετικά με το συμβιβάσιμο των εν λόγω ενισχύσεων με τη λειτουργία της κοινής αγοράς. Η συνθήκη ΕΚΑΧ και ο κώδικας ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα ισχύουν χωρίς διάκριση για όλες τις ευρωπαϊκές χαλυβουργικές βιομηχανίες ΕΚΑΧ. Καμία επιχείριση δεν θα πρέπει να εκμεταλλεύεται προς όφελός της τη διάθεση του κράτους να της χορηγήσει δημόσιους πόρους κατά παράβαση των υποχρεώσεών του βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2 του κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα.

Δεν υφίσταται επίσης λόγος για αναστολή, στην προκειμένη περίπτωση, της αξίωσης περί επιστροφής των παρανόμως χορηγηθεισών ενισχύσεων μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου στις υποθέσεις C-158/95 και Τ-129/95. Οι προσφυγές κατά των αποφάσεων της Επιτροπής, στις οποίες ορίζεται ότι ορισμένα χρηματοδοτικά μέτρα υπέρ χαλυβουργικής βιομηχανίας αποτελούν κρατικές ενισχύσεις που ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να χορηγηθούν, δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία πρόκειται να επωφεληθεί από παρόμοια μέτρα απαγορεύεται να λάβει κρατικές ενισχύσεις οι οποίες θα της επιτρέψουν να συνεχίσει τη λειτουργία της μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης εκ μέρους των αρμοδίων δικαστηρίων. Το γεγονός ότι διίστανται οι απόψεις της Επιτροπής και ενός κράτους μέλους αναφορικά με το κατά πόσον τα σχεδιαζόμενα χρηματοδοτικά μέτρα αποτελούν κρατική ενίσχυση, δεν συνεπάγεται ότι η εν λόγω επιχείρηση δικαιούται να λαμβάνει λειτουργικές ενισχύσεις οι οποίες σε κάθε άλλη περίπτωση απαγορεύονται για επιχειρήσεις της συνθήκης ΕΚΑΧ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι πόροι ύψους 49,895 εκατ. DM τους οποίους χορήγησε το Ομόσπονδο Κράτος της Βαυαρίας στη χαλυβουργική βιομηχανία Neue Maxhόtte Stahlwerke GmbH, Sulzbach - Rosenberg σε δέκα δόσεις κατά το διάστημα Μαρτίου 1993 - Αυγούστου 1994 υπό μορφή δανείων, αποτελούν κρατική ενίσχυση η οποία είναι ασυμβίβαστη με τη λειτουργία της κοινής αγοράς και η χορήγησή τους είναι παράνομη βάσει των διατάξεων της συνθήκης ΕΚΑΧ και της απόφασης αριθ. 3855/91/ΕΚΑΧ.

Άρθρο 2

Η Γερμανία οφείλει να απαιτήσει την επιστροφή των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην εν λόγω επιχείρηση. Η επιστροφή των κεφαλαίων θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις και τη διαδικασία που προβλέπονται από τη γερμανική νομοθεσία ενώ στο επιστρεφόμενο ποσό πρέπει να συμπεριλαμβάνονται και οι τόκοι από την ημερομηνία καταβολής της ενίσχυσης οι οποίοι υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που προβλέπεται στο πλαίσιο της χορήγησης περιφερειακών ενισχύσεων.

Άρθρο 3

Η Γερμανία οφείλει να ανακοινώσει στην Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί προς την παρούσα απόφαση.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 18 Οκτωβρίου 1995.

Για την Επιτροπή

Karel VAN MIERT

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ αριθ. L 362 της 31. 12. 1991, σ. 57.

(2) Βλέπε Δελτίο 5-1995, σημείο 1.3.55.

(3) ΕΕ αριθ. C 208 της 12. 8. 1995, σ. 4.

(4) ΕΕ αριθ. C 229 της 2. 9. 1995, σ. 21.

(5) ΕΕ αριθ. C 173 της 8. 7. 1995, σ. 3.

(6) Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα, βλ. IP (95) 780.

(7) Βλέπε XVIII έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού (1989), αριθ. 198, σ. 163.

(8) Απόφαση της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1992, βλέπε Δελτίο 2-1992, σημείο 1.3.78.

(9) Για λεπτομερή περιγραφή της υπόθεσης αυτής βλέπε την απόφαση της Επιτροπής της 23ης Δεκεμβρίου 1992, Δελτίο 12-1992, σημείο 1.3.78.

(10) Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-40/85, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σελ. 2321, 2345, στην υπόθεση C-303/88, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σελ. Ι-1433, Ι-1476, απόφαση αριθ. 3855/91/ΕΚΑΧ της Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 1991, ΕΕ αριθ. L 362 της 31. 12. 1991, σ. 57, ΙΙ, παράγραφος 5, ανακοίνωση της Επιτροπής στα κράτη μέλη σχετικά με τις δημόσιες επιχειρήσεις, ΕΕ αριθ. C 307 της 13. 11. 1993, σ. 3, αριθ. 10 έως και 21.

(11) Βλέπε την υπόθεση Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι- 1603 («Alfa Romeo»).

(12) ΕΕ αριθ. C 368 της 31. 12. 1994, σ. 12.