31995R2494

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2494/95 του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 1995 για τη θέσπιση εναρμονισμένων δεικτών τιμών καταναλωτή

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 257 της 27/10/1995 σ. 0001 - 0004


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 2494/95 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 23ης Οκτωβρίου 1995 για τη θέσπιση εναρμονισμένων δεικτών τιμών καταναλωτή

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 213,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ινστιτούτου (3),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (4),

Εκτιμώντας:

ότι το άρθρο 109 Ι παράγραφος 1 της συνθήκης δεσμεύει την Επιτροπή και το ΕΝΙ να υποβάλουν έκθεση στο Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο που σημειώνουν τα κράτη μέλη όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για την υλοποίηση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης με στόχο τη μεγαλύτερη σταθερότητα των τιμών 7 ότι το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης που προβλέπονται στο άρθρο 109 Ι ορίζει ότι ο βαθμός διαρκούς σταθερότητας των τιμών τον οποίο έχουν επιτύχει τα κράτη μέλη κρίνεται από τον πληθωρισμό, για τον υπολογισμό του οποίου χρησιμοποιείται ο δείκτης τιμών καταναλωτή με συγκρίσιμη βάση, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές μεταξύ των εθνικών ορισμών 7 ότι για τους υφιστάμενους δείκτες τιμών καταναλωτή δεν χρησιμοποιείται άμεσα συγκρίσιμη βάση 7 ότι η Κοινότητα, και ιδίως οι φορολογικές και νομισματικές υπηρεσίες της θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους δείκτες τιμών καταναλωτή ανά τακτικά και σύντομα χρονικά διαστήματα, ώστε να συγκρίνουν τα ποσοστά πληθωρισμού σε μαρκοοικονομικά και διεθνή πλαίσια, καθώς και ότι οι δείκτες αυτοί διαφέρουν από τους δείκτες που χρησιμοποιούνται για εθνικούς και μικροοικονομικούς σκοπούς 7 ότι, όπως γίνεται δεκτό, ο πληθωρισμός είναι ένα φαινόμενο που εκδηλώνεται σε όλες τις μορφές εμπορικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένης και της αγοράς επενδυτικών αγαθών, των δημοσίων συμβάσεων, του κόστους εργασίας και της καταναλωτικής δαπάνης 7 ότι, για να γίνει κατανοητή η πληθωριστή διαδικασία σε εθνικό επίπεδο και μεταξύ των κρατών μελών και της Κοινότητας, χρειάζεται μια σειρά στατιστικών, σημαντικό στοιχείο των οποίων αποτελούν οι δείκτες τιμών καταναλωτή 7 ότι, αντί των παραπλήσιων δεικτών τιμών καταναλωτή που καταρτίζουν ή πρόκειται να καταρτίσουν τα κράτη μέλη, ή παράλληλα με αυτούς, είναι δυνατόν να καταρτιστούν συγκρίσιμοι δείκτες τιμών καταναλωτή 7 ότι η κατάρτιση συγκρίσιμων δεικτών τιμών καταναλωτή συνεπάγεται δαπάνες κατανεμόμενες μεταξύ Κοινότητας και κρατών μελών 7 ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η θέσπιση κοινών στατιστικών κανόνων για τους δείκτες τιμών καταναλωτή μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μόνον σε κοινοτικό επίπεδο και ότι η συλλογή στοιχείων και η κατάρτιση συγκρίσιμων δεικτών τιμών καταναλωτή θα γίνεται στα κράτη μέλη υπό την εποπτεία των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών 7 ότι, ενόψει της ολοκλήρωσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, θα πρέπει να υπάρχει ένας δείκτης τιμών καταναλωτή για το σύνολο της Κοινότητας 7 ότι η Επιτροπή Στατιστικού Προγράμματος (ΕΣΠ) που θεσπίστηκε με την απόφαση 89/382/ΕΟΚ/Ευρατόμ του Συμβουλίου (5) διατύπωσε ευνοϊκή γνώμη για το σχέδιο κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στόχος

Στόχος του κανονισμού είναι η θέση των απαραίτητων στατιστικών βάσεων για τον υπολογισμό δεικτών τιμών καταναλωτή συγκρίσιμων σε κοινοτικό επίπεδο.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ): ο συγκρίσιμος δείκτης τιμών καταναλωτή που καταρτίζει κάθε κράτος μέλος 7 β) ευρωπαϊκός δείκτης τιμών καταναλωτή (ΕυρΔΤΚ): ο δείκτης τιμών καταναλωτή που καταρτίζει η Επιτροπή (Eurostat) για την Κοινότητα βάσει των ΕνΔΤΚ των κρατών μελών 7 γ) δείκτης τιμών καταναλωτή της Νομισματικής Ένωσης (ΔΤΚΝΕ): ο δείκτης τιμών καταναλωτή που καταρτίζει η Επιτροπή (Eurostat) στα πλαίσια της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης βάσει των ΕνΔΤΚ των κρατών μελών που δεν έτυχαν παρέκκλισης δυνάμει του άρθρου 109Κ της συνθήκης, επί όσο διάστημα ισχύουν τέτοιες παρεκκλίσεις.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

Ο ΕνΔΤΚ βασίζεται στις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών που δέιατίθενται προς αγορά στο οικονομικό έδαφος του κράτους μέλους με σκοπό την άμεση ικανοποίηση της καταναλωτικής ζήτησης. Τα ζητήματα τα σχετικά με τη στάθμιση θα καθοριστούν από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 14.

Άρθρο 4

Όροι συγκρισιμότητας

Οι ΕνΔΤΚ θεωρούνται συγκρίσιμοι όταν αντικατοπτρίζουν μόνον τις διαφορές ανάμεσα στις διακυμάνσεις των τιμών ή στις εθνικές καταναλωτικές συνήθειες.

Οι ΕνΔΤΚ οι οποίοι διαφέρουν εξαιτίας των αποκκλίσεων μεταξύ των εννοιών, μεθόδων ή πρακτικών που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον ορισμό και την κατάρτισή τους δεν θεωρούνται συγκρίσιμοι.

Η Επιτροπή (Eurostat), θεσπίζει με τη διαδικασία του άρθρου 14 τις διατάξεις που θα επιτρέψουν την εξασφάλιση συγκρίσιμων ΕνΔΤΚ.

Άρθρο 5

Χρονοδιάγραμμα και παρεκκλίσεις

1. Τα μέτρα τα αναγκαία για την κατάρτιση συγκρίσιμων δεικτών τιμών καταναλωτή κλιμακώνονται ως εξής:

α) Στάδιο Ι:

Μέχρι το Μάρτιο του 1996 το αργότερο, η Επιτροπή (Eurostat) θα καταρτίσει, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, για τους σκοπούς της έκθεσης που προβλέπεται από το άρθρο 109 Ι της συνθήκης («κριτήρια σύγκλισης») μια προσωρινή σειρά δεικτών τιμών καταναλωτή για κάθε κράτος μέλος. Οι δείκτες αυτοί θα βασίζονται εξ ολοκλήρου σε δεδομένα που αποτελούν τη βάση των υφισταμένων εθνικών δεικτών τιμών καταναλωτή, τα οποία και προσαρμόζονται ως εξής:

i) εξαιρείται η ιδιοκατοίκηση 7 ii) εξαιρείται η υγεία και η παιδεία 7 iii) εξαιρούνται ορισμένα άλλα στοιχεία που δεν καλύπτονται ή των οποίων η επεξεργασία γίνεται κατά τρόπο διαφορετικό από αρκετά κράτη μέλη.

β) Στάδιο ΙΙ:

Ο ΕνΔΤΚ θα αρχίσει να εφαρμόζεται από τον δείκτη Ιανουαρίου 1997. Η κοινή περίοδος αναφοράς του δείκτη είναι το 1996. Οι εκτιμήσεις για τις διακυμάνσεις τιμών κατά τη δωδεκάμηνη περίοδο που λήγει τον Ιανουάριο του 1997, καθώς και για τους επόμενους μήνες θα καταρτιστούν με βάση τους δείκτες του 1996.

2. Η Επιτροπή (Eurostat) μπορεί, ενδεχομένως, μετά από αίτημα κράτους μέλους και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα, να επιτρέψει για μια περίοδο ενός έτους κατ' ανώτατο όριο παρεκκλίσεις από τις διατάξεις της παραγράφου 1, εφόσον το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να επιφέρει σημαντικές προσαρμογές στο στατιστικό του σύστημα προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει ο παρών κανονισμός.

3. Τα εκτελεστικά του παρόντος κανονισμού μέτρα, αναγκαία για την εξασφάλιση της συγκρισιμότητας των ΕνΔΤΚ και για τη διατήρηση και ενίσχυση της αξιοπιστίας και της καταλληλότητάς τους, θα εγκριθούν με τη διαδικασία του άρθρου 14, μετά από διαβουλεύσεις με το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο.

Άρθρο 6

Βασικές πληροφορίες

Βασικές πληροφορίες είναι οι τιμές και οι σταθμίσεις των αγαθών και υπηρεσιών που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εξασφαλιστεί η συγκρισιμότητα των δεικτών σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 4.

Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από έρευνες στατιστικών μονάδων όπως αυτές ορίζονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 696/93 του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1993 για τις στατιστικές μονάδες παρατήρησης και ανάλυσης του παραγωγικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (1) ή από άλλες πηγές, εφόσον εξασφαλίζεται η τήρηση των όρων συγκρισιμότητας των δεικτών σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 7

Πηγές

Οι στατιστικές υπηρεσίες που καλούνται από τα κράτη μέλη να συνεργαστούν για τη συλλογή ή την ανακοίνωση στοιχείων σχετικά με τις τιμές είναι υποχρεωμένες να επιτρέπουν τον έλεγχο των τιμών που πράγματι ισχύουν και να παρέχουν ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες τη στιγμή που θα τους ζητηθούν.

Άρθρο 8

Συχνότητα

1. Ο ΕνΔΤΚ, και ο ΕυρΔΤΚ και ο ΔΤΚΝΕ καταρτίζονται κάθε μήνα.

2. Οι πίνακες τιμών καταρτίζονται κάθε μήνα. Η Επιτροπή (Eurostat) μπορεί να επιτρέψει παρεκκλίσεις από τη μηνιαία κατάρτιση υπό τον όρο ότι δεν δημιουργούνται προβλήματα για την κατάρτιση ΕνΔΤΚ που ανταποκρίνονται στους όρους συγκρισιμότητας του άρθρου 4. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει την συχνότερη κατάρτιση πινάκων τιμών.

3. Οι σταθμίσεις του ΕνΔΤΚ αναπροσαρμόζονται τακτικά ώστε να ανταποκρίνονται στους όρους συγκρισιμότητας του άρθρου 4. Για το σκοπό αυτό δεν απαιτούνται έρευνες στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς συχνότερα από μία φορά κάθε πέντε χρόνια, εκτός για τα κράτη μέλη για τα οποία κρίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 14 ότι οι μεταβολές των καταναλωτικών συνηθειών είναι τέτοιες ώστε να επιβάλλονται τακτικότερες έρευνες.

Άρθρο 9

Παραγωγή αποτελεσμάτων

Τα κράτη μέλη επεξεργάζονται τα δεδομένα που συγκεντρώνονται και καταρτίζουν τον ΕνΔΤΚ, με βάση ένα δείκτη τύπου Laspeyres, ώστε να καλύπτονται οι κατηγορίες της διεθνούς ταξινόμησης COICOP (Classification of Individual Consumption by Purpose) (1) οι οποίες θα προσαρμόζονται με τη διαδικασία του άρθρου 14 για την κατάρτιση συγκρίσιμων ΕνΔΤΚ. Με την ίδια διαδικασία καθορίζονται οι μέθοδοι, διαδικασίες και τύποι που εξασφαλίζουν την τήρηση των όρων συγκρισιμότητας.

Άρθρο 10

Διαβίβαση των αποτελεσμάτων

Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat) τους ΕνΔΤΚ εντός προθεσμίας το πολύ τριάντα ημερών από το τέλος του μήνα στον οποίο αναφέρεται ο δείκτης.

Άρθρο 11

Δημοσίευση

Ο ΕνΔΤΚ, ο ΕυρΔΤΚ και ο ΔΤΚΝΕ καθώς και οι δείκτες οι σχετικοί με ένα υποσύνολο των κατηγοριών του άρθρου 9 που επιλέγονται με τη διαδικασία του άρθρου 14, δημοσιεύονται από την Επιτροπή (Eurostat) εντός προθεσμίας το πολύ πέντε εργάσιμων ημερών από το τέλος της περιόδου που ορίζει το άρθρο 10.

Άρθρο 12

Συγκρισιμότητα των δεδομένων

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν τις πληροφορίες στην Επιτροπή (Eurostat), κατόπιν αιτήματός της, συμπεριλαμβανομένων και των συλλεγομένων σύμφωνα με το άρθρο 6, με όσες λεπτομέρειες χρειάζεται για να εκτιμηθεί αν τηρούνται οι όροι συγκρισιμότητας του άρθρου 4 και η ποιότητα των ΕνΔΤΚ.

Άρθρο 13

Χρηματοδότηση

Τα εκτελεστικά μέτρα του παρόντος κανονισμού λαμβάνονται αφού ληφθεί κατά το δυνατόν υπόψη η σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας και υπό τον όρο ότι δεν απαιτούν σημαντικούς πρόσθετους πόρους σε ένα κράτος μέλος, εκτός αν η Επιτροπή (Eurostat) αναλάβει τα δύο τρίτα των πρόσθετων δαπανών μέχρι το τέλος του δεύτερου έτους της εφαρμογής των μέτρων.

Άρθρο 14

Διαδικασία

1. Την Επιτροπή επικουρεί η επιτροπή του στατιστικού προγράμματος, κατωτέρω καλουμένη «η επιτροπή».

2. Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Η επιτροπή εκφέρει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας που καθορίζεται από τον πρόεδρο ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148, παράγραφος 2 της συνθήκης για την έγκριση των αποφάσεων που καλείται να λάβει το Συμβούλιο μετά από πρόταση της Επιτροπής. Κατά τη ψηφοφορία στα πλαίσια της επιτροπής του στατιστικού προγράμματος οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών σταθμίζονται σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν λαμβάνει μέρος στη ψηφοφορία.

Η Επιτροπή θεσπίζει τα εν λόγω μέτρα εφόσον είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

Όταν τα μέτρα δεν συμφωνούν με τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο πρόταση για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Εάν, εντός τριών μηνών από την υποβολή της πρότασης, το Συμβούλιο δεν έχει αποφανθεί, η Επιτροπή λαμβάνει τα προτεινόμενα μέτρα.

Άρθρο 15

Αναθεώρηση

Ύστερα από διαβούλευση με την επιτροπή, η Επιτροπή (Eurostat) υποβάλλει, εντός δύο ετών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος κανονισμού και εν συνεχεία εντός μιας νέας προθεσμίας δύο ετών, έκθεση σχετικά με τους ΕνΔΤΚ που έχουν καταρτιστεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η οποία αφορά ειδικά την αξιοπιστία και την τήρηση των όρων συγκρισιμότητας.

Στα πλαίσια αυτών των εκθέσεων, η Επιτροπή θα διατυπώσει τη θέση της για τη διεξαγωγή της διαδικασίας του άρθρου 14 και θα υποβάλλει ενδεχομένως τις δέουσες τροποποιήσεις.

Άρθρο 16

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ είκοσι ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 23 Οκτωβρίου 1995.

Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος P. SOLBES MIRA