Οδηγία 95/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1995 για την τροποποίηση των οδηγιών 77/780/ΕΟΚ και 89/646/ΕΟΚ στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 92/49/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζημιών, των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζωής, της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ στον τομέα των επιχειρήσεων επενδύσεων και της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ στον τομέα των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), με σκοπό την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 168 της 18/07/1995 σ. 0007 - 0013
ΟΔΗΓΙΑ 95/26/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 για την τροποποίηση των οδηγιών 77/780/ΕΟΚ και 89/646/ΕΟΚ στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 92/49/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζημιών, των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζωής, της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ στον τομέα των επιχειρήσεων επενδύσεων και της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ στον τομέα των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), με σκοπό την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 57 παράγραφος 2 πρώτη και τρίτη φράση, την πρόταση της Επιτροπής (1), τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2), Αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β της συνθήκης (3), σχετικά με το κοινό σχέδιο που ενέκρινε στις 11 Μαΐου 1995 η επιτροπή συνδιαλλαγής, Εκτιμώντας: (1) ότι ορισμένα γεγονότα έδειξαν πως είναι ενδεδειγμένη η τροποποίηση ορισμένων σημείων των οδηγιών του Συμβουλίου που προσδιορίζουν το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου μπορούν να ασκούν τις δραστηριότητές τους τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις επενδύσεων σε κινητές αξίες, και οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), συγκεκριμένα δε των οδηγιών 77/780/ΕΟΚ (4) και 89/646/ΕΟΚ, των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ (5) και 92/49/ΕΟΚ, των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ (6) και 92/96/ΕΟΚ και των οδηγιών 93/22/ΕΟΚ (7) και 85/611/ΕΟΚ (8), με σκοπό να ενισχυθεί το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας 7 ότι είναι ευκταία η θέσπιση παρεμφερών μέτρων στο σύνολο του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών 7 (2) ότι οι οδηγίες αυτές καθορίζουν, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να χορηγήσουν άδεια λειτουργίας, για την ανάληψη δραστηριότητας 7 (3) ότι οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να χορηγούν ούτε να διατηρούν σε ισχύ άδεια λειτουργίας χρηματοπιστωτικής επιχείρησης, εάν οι στενοί δεσμοί που τη συνδέουν με άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα είναι ικανοί να παρεμποδίσουν την ορθή άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων 7 ότι οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις στις οποίες έχει ήδη χορηγηθεί άδεια λειτουργίας οφείλουν επίσης να παρέχουν ικανοποίηση στις αρμόδιες αρχές ως προς αυτό 7 (4) ότι ο παρεχόμενος από την παρούσα οδηγία ορισμός των «στενών δεσμών» αποτελείται από ελάχιστα κριτήρια και ότι αυτό δεν κωλύει τα κράτη μέλη να τον εφαρμόζουν και για περιπτώσεις μη προβλεπόμενες στον παρόντα ορισμό 7 (5) ότι μόνον η απόκτηση σημαντικού ποσοστού του κεφαλαίου μιας εταιρείας δεν αποτελεί συμμετοχή η οποία λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εάν η απόκτηση αυτή γίνεται μόνον ως προσωρινή επένδυση η οποία δεν επιτρέπει την άσκηση επιρροής επί της δομής και της οικονομικής πολιτικής της επιχείρησης 7 (6) ότι στην ορθή εκπλήρωση της αποστολής των ελεγκτικών αρχών στον τομέα της εποπτείας περιλαμβάνεται η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση που θα πρέπει να ασκείται επί χρηματοπιστωτικής επιχείρησης όταν αυτό το είδος εποπτείας προβλέπεται από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου 7 ότι, σε αυτή την περίπτωση, οι αρχές από τις οποίες ζητείται η άδεια λειτουργίας πρέπει να μπορούν να εξακριβώνουν τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση της χρηματοπιστωτικής αυτής επιχείρησης 7 (7) ότι οι αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης και του ελέγχου τον οποίο ασκεί το κράτος μέλος καταγωγής, απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να μη χορηγούν ή να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας, εάν στοιχεία, όπως το περιεχόμενο του προγράμματος δραστηριοτήτων, ο τόπος άσκησης των δραστηριοτήτων ή οι πράγματι ασκούμενες δραστηριότητες δείχνουν σαφώς ότι η χρηματοπιστωτική επιχείρηση προτίμησε να υπαχθεί στο νομικό σύστημα ενός κράτους μέλους για να αποφύγει την υπαγωγή της σε αυστηρότερους κανόνες ισχύοντες σε άλλο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου προτίθεται να ασκήσει ή ασκεί το μεγαλύτερο τμήμα των δραστηριοτήτων της 7 ότι μια χρηματοπιστωτική επιχείρηση η οποία είναι νομικό πρόσωπο πρέπει να έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική της έδρα 7 ότι μια χρηματοπιστωτική επιχείρηση η οποία δεν είναι νομικό πρόσωπο πρέπει να έχει κεντρική διοίκηση στο κράτος μέλος στο οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας 7 ότι, εξάλλου, τα κράτη μέλη πρέπει να απαιτούν από τη χρηματοπιστωτική επιχείρηση να έχει την κεντρική της διοίκηση οπωσδήποτε στο κράτος μέλος καταγωγής της και όντως να ασκεί εκεί δραστηριότητα 7 (8) ότι θα πρέπει να προβλεφθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των αρχών ή οργανισμών που, ως εκ των καθηκόντων τους, συμβάλλουν στην ενίσχυση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος 7 ότι, για να διαφυάσσεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των πληροφοριών που διαβιβάζονται, ο κατάλογος των αποδεκτών τους πρέπει να παραμένει αυστηρά περιοριστικός 7 (9) ότι ορισμένες πράξεις, όπως π.χ. οι απάτες και τα εγκλήματα των προσώπων που είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, ακόμη και όταν δεν αφορούν χρηματοπιστωτικές αλλά άλλου είδους επιχειρήσεις, είναι ικανές να επηρεάσουν τη σταθερότητα και το αδιάβλητο του χρηματοπιστωτικού συστήματος 7 (10) ότι είναι αναγκαίο να θεσπιστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών 7 (11) ότι, οσάκις προβλέπεται ότι οι πληροφορίες δεν μεταδίδονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών, οι αρχές αυτές μπορούν, κατά περίπτωση, να εξαρτήσουν τη συγκατάθεσή τους από την τήρηση συγκεκριμένων όρων 7 (12) ότι θα πρέπει επίσης να επιτραπεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ, αφενός, των αρμόδιων αρχών και, αφετέρου, των κεντρικών τραπεζών και άλλων οργανισμών με ανάλογη αποστολή, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, κατά περίπτωση δε, και άλλων δημοσίων αρχών επιφορτισμένων με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών 7 (13) ότι θα πρέπει να εισαχθεί στην οδηγία 85/611/ΕΟΚ το ίδιο καθεστώς επαγγελματικού απορρήτου για τις αρχές τις επιφορτισμένες με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και με την εποπτεία των ΟΣΕΚΑ και των επιχειρήσεων που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους, αλλά και οι ίδιες δυνατότητες ανταλλαγής πληροφοριών με τις προβλεπόμενες για τις αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων 7 (14) ότι η παρούσα οδηγία συντονίζει, κατά τα οριζόμενα στην οδηγία 93/22/ΕΟΚ, το σύνολο των διατάξεων που διέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών για όλον το χρηματοπιστωτικό τομέα 7 (15) ότι, για την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων καθώς και για την προστασία των πελατών των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι ο ελεγκτής οφείλει να ενημερώνει ταχέως τις αρμόδιες αρχές όταν, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, λάβει γνώση, κατά την εκπλήρωση της αποστολής του, ορισμένων γενονότων, τα οποία είναι ικανά να επηρεάσουν σοβαρά τη χρηματοπιστωτική κατάσταση ή τη διοικητική και λογιστική οργάνωση της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης 7 (16) ότι, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου στόχου, είναι ευκταίο τα κράτη μέλη να προβλέψουν ότι η υποχρέωση αυτή ισχύει σε κάθε περίπτωση, οσάκις τα γεγονότα αυτά διαπιστώνονται από έναν ελεγκτή κατά την εκπλήρωση της αποστολής του σε μια επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με μια χρηματοπιστωτική επιχείρηση 7 (17) ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στους ελεγκτές να ανακοινώνουν, ενδεχομένως, στις αρμόδιες αρχές, σχετικά με μια χρηματοπιστωτική επιχείρηση, ορισμένα γεγονότα ή αποφάσεις που διαπίστωσαν κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους σε μια μη χρηματοπιστωτική επιχείρηση δεν μεταβάλλει από μόνη της το χαρακτήρα της αποστολής τους σ' αυτήν την επιχείρηση, ούτε τον τρόπο με τον οποίο οφείλουν να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους έναντι της επιχείρησης αυτής 7 (18) ότι η θέσπιση της παρούσας οδηγίας αποτελεί το καταλληλότερο μέσο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων, και ιδίως της ενίσχυσης των εξουσιών των αρμόδιων αρχών 7 ότι η παρούσα οδηγία περιορίζεται στο ελάχιστο απαιτούμενο για την επίτευξη αυτών των στόχων και δεν υπερβαίνει τα προς τούτο αναγκαία, ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: Άρθρο 1 Οσάκις οι λέξεις «χρηματοπιστωτική επιχείρηση» χρησιμοποιούνται στην παρούσα οδηγία, αντικαθίστανται από: - «πιστωτικό ίδρυμα», όταν η παρούσα οδηγία τροποποιεί τις οδηγίες 77/780/ΕΟΚ και 89/646/ΕΟΚ, - «ασφαλιστική επιχείρηση», όταν η παρούσα οδηγία τροποποιεί τις οδηγίες 73/239/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ, - «επιχείρηση επενδύσεων», όταν η παρούσα οδηγία τροποποιεί την οδηγία 93/22/ΕΟΚ, - «οργανισμός συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) ή μια επιχείρηση που συμβάλλει στη δραστηριότητά του», όταν η παρούσα οδηγία τροποποιεί την οδηγία 85/611/ΕΟΚ. Άρθρο 2 1. Προστίθεται ο ακόλουθος ορισμός: - στο άρθρο 1 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ, ως πέμπτη περίπτωση, - στο άρθρο 1 της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ, ως στοιχείο ιβ), - στο άρθρο 1 της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ, ως στοιχείο ιγ), - στο άρθρο 1 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ, ως σημείο 15: «"στενοί δεσμοί": η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μέσω: α) συμμετοχής, δηλαδή της άμεσης ή δι'ενός δεσμού ελέγχου, κατοχής του 20 % ή άνω των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης ή β) δεσμού ελέγχου, δηλαδή μέσω του δεσμού που υπάρχει μεταξύ μιας μητρικής επιχείρησης και μιας θυγατρικής, σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρουν οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (*) ή μέσω μιας σχέσης της ίδιας φύσεως, μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης 7 κάθε θυγατρική επιχείρηση μιας άλλης θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται και αυτή ως θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των εν λόγω επιχειρήσεων. Θεωρείται επίσης ότι δημιουργεί στενούς δεσμούς μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων φυσικών ή νομικών, μια κατάσταση κατά την οποία τα πρόσωπα αυτά συνδέονται σταθερά με το αυτό πρόσωπο διά δεσμού ελέγχου. (*) ΕΕ αριθ. L 193 της 18. 7. 1983, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 90/605/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 317 της 16. 11. 1990, σ. 60).» 2. Προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια: - στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ, - στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ, - στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, - στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ: «Επιπλέον, όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την άδεια λειτουργίας μόνον όταν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την ορθή άσκηση της αποστολής τους στον τομέα της εποπτείας. Οι αρμόδιες αρχές αρνούνται επίσης την άδεια εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα φυσικά ή νομικά, με τα οποία η επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς, ή δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή τους, παρεμποδίζουν την ορθή εκπλήρωση της αποστολής τους στον τομέα της εποπτείας. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να τους παρέχουν τις πληροφορίες που ζητούν ώστε να μπορούν οι αρχές αυτές να βεβαιώνονται ότι τηρούνται πάντοτε οι όροι που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο.» Άρθρο 3 1. Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος στο άρθρο 8 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ και στο άρθρο 8 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ: «1α. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να έχουν την κεντρική τους διοίκηση στο ίδιο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική τους έδρα.» 2. Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος στο άρθρο 3 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ: «2α. Τα κράτη μέλη απαιτούν: - από τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι νομικά πρόσωπα και έχουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, καταστατική έδρα, να βρίσκεται η κεντρική τους διοίκηση στο ίδιο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική τους έδρα, - από τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα, να ευρίσκεται η κεντρική τους διοίκηση στο κράτος μέλος που χορήγησε την άδεια λειτουργίας τους, και μέσα στο οποίο όντως λειτουργούν.» Άρθρο 4 1. Στο άρθρο 16 της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ και στο άρθρο 15 της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος: «5α. Παρά τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 4, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και: - των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των οργάνων τα οποία συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες ή - των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με το νομικό έλεγχο των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή - των ανεξάρτητων αναλογιστών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν δυνάμει του νόμου έλεγχο επ' αυτών καθώς και των οργάνων που είναι επιφορτισμένα με την εποπτεία των αναλογιστών αυτών. Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της δυνατότητος που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο απαιτούν τη συνδρομή των ακόλουθων τουλάχιστον προϋποθέσεων: - οι πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής εποπτείας ή του καθήκοντος ελέγχου που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, - οι πληροφορίες που λαμβάνονται σ' αυτό το πλαίσιο υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, - όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν μεταδίδονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που κοινολόγησαν τις εν λόγω πληροφορίες, και, στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών, προσώπων ή οργάνων τα οποία μπορούν να δέχονται τις πληροφορίες δυνάμει της παρούσας παραγράφου.» 2. Στο άρθρο 12 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ και στο άρθρο 25 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος: «5α. Παρά τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 4, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και: - των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των οργάνων τα οποία συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες ή - των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με το νομικό έλεγχο των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, απαιτούν τη συνδρομή των ακόλουθων τουλάχιστον προϋποθέσεων: - οι πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής εποπτείας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, - οι πληροφορίες που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, - όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν μεταδίδονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που κοινολόγησαν τις εν λόγω πληροφορίες, και, εάν συντρέχει η περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών που μπορούν να δέχονται τις πληροφορίες δυνάμει της παρούσας παραγράφου.» 3. Στο άρθρο 12 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ, στο άρθρο 16 της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ, στο άρθρο 25 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ και στο άρθρο 15 της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος: «5β. Παρά τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 4, τα κράτη μέλη, προς επίρρωση της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των αρχών ή οργάνων που είκαι εκ του νόμου αρμόδια για τον εντοπισμό των παραβάσεων του δικαίου των εταιρειών και για τη διερεύνηση των παραβάσεων αυτών. Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, απαιτούν τη συνδρομή των ακόλουθων τουλάχιστον προϋποθέσεων: - οι πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, - οι πληροφορίες που λαμβάνονται σ'αυτό το πλαίσιο υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, - όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να κοινολογηθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που κοινολόγησαν αυτές τις πληροφορίες, και, στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους. Εάν, σ' ένα κράτος μέλος, οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο προβαίνουν στον εντοπισμό ή τη διερεύνηση παραβάσεων χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο, λόγω ειδικών προσόντων, προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, η βάσει του πρώτου εδαφίου δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών μπορεί να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο δεύτερο εδάφιο. Για την εφαρμογή της τελευταίας περίπτωσης του δευτέρου εδαφίου, οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές, οι οποίες κοινολόγησαν τις πληροφορίες, την ταυτότητα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων στα οποία θα διαβιβασθούν οι εν λόγω πληροφορίες. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών ή των οργάνων που μπορούν να δέχονται τις πληροφορίες δυνάμει της παρούσας παραγράφου. Πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2000, η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.» 4. Στο άρθρο 12 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ και στο άρθρο 25 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν: - στις κεντρικές τράπεζες και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, - ενδεχομένως, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμής, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους ούτε εμποδίζουν τις εν λόγω αρχές ή οργανισμούς να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που αυτές χρειάζονται για τους σκοπούς της παραγράφου 4. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται σ' αυτό το πλαίσιο υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στο παρόν άρθρο.» 5. Στο άρθρο 16 της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ και στο άρθρο 15 της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος: «5γ. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν: - στις κεντρικές τράπεζες και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, - ενδεχομένως, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμής, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους, και να επιτρέπουν στις εν λόγω αρχές ή οργανισμούς να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που αυτές χρειάζονται για τους σκοπούς της παραγράφου 4. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται σ' αυτό το πλαίσιο υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στο παρόν άρθρο.» 6. Στο άρθρο 12 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 8: «8. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να ανακοινώνουν τις πληροφορίες, που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4, σε συμψηφιστικό επιμελητήριο ή άλλο παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο να παρέχει υπηρεσίες συμψηφισμού ή διακανονισμού συμβάσεων σε αγορά του κράτους μέλους τους, εάν θεωρούν ότι η ανακοίνωση αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των οργανισμών αυτών, σε σχέση με παραβάσεις, έστω και δυνητικές, παρεμβαινόντων στην αγορά αυτή. Οι πληροφορίες οι λαμβανόμενες στο πλαίσιο αυτό υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Εντούτοις, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι βάσει της παραγράφου 2 λαμβανόμενες πληροφορίες να μην μπορούν να κοινολογηθούν, στην περίπτωση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών οι οποίες κοινολόγησαν τις πληροφορίες.» 7. Στο άρθρο 50 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, οι παράγραφοι 2, 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητες για λογαριασμό των αρμόδιων καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές λογαριασμών ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Το απόρρητο αυτό συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες τα πρόσωπα αυτά δέχονται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν μπορούν να κοινολογηθούν σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή αρχή παρά μόνον υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, μη επιτρέπουσα τον προσδιορισμό της ταυτότητας μεμονωμένων ΟΣΕΚΑ ή εταιρειών διαχείρισης ή θεματοφυλάκων, (που εφεξής καλούνται "επιχειρήσεις που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους", με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο. Εάν όμως ένας ΟΣΕΚΑ ή μια επιχείρηση που συμβάλλει στη δραστηριότητά του κηρυχθεί σε πτώχευση ή διαταχθεί η αναγκαστική εκκαθάριση τους με δικαστική απόφαση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους που συμμετέχουν στις προσπάθειες διάσωσής του μπορούν να κοινολογηθούν στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου. 3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών να ανταλλάσσουν πληροφορίες βάσει της παρούσας οδηγίας και των άλλων οδηγιών που ισχύουν για τους ΟΣΕΚΑ ή τις επιχειρήσεις που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους. Οι πληροφορίες, αυτές υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στην παράγραφο 2. 4. Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών συμφωνίες συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μόνον εφόσον οι γνωστοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται από εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. 5. Οι αρμόδιες αρχές οι οποίες λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες, δυνάμει των παραγράφων 2 ή 3, μπορούν να τις χρησιμοποιούν μόνον κατά την άσκηση των καθηκόντων τους: - προκειμένου να εξακριβώσουν εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη δραστηριότητας εκ μέρους των ΟΣΕΚΑ ή των επιχειρήσεων που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους, και να διευκολύνουν τον έλεγχο των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, ιδίως όσον αφορά τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, ή - για να επιβάλουν κυρώσεις ή - στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά απόφασης αρμόδιας αρχής ή - στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί, βάσει του άρθρου 51 παράγραφος 2. 6. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 5 δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή πληροφοριών: α) στο εσωτερικό κράτους μέλους, στο οποίο υπάρχουν πλείονες αρμόδιες αρχές ή β) τόσο στο εσωτερικό κράτους μέλους όσο και μεταξύ κρατών μελών, μεταξύ των αρμόδιων αρχών και: - των αρχών που έχουν δημόσια εξουσία για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, καθώς και των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών, - των οργάνων που συμμετέχουν στην εκκαθάριση, την πτώχευση και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες των ΟΣΕΚΑ και των επιχειρήσεων που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους, - των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με το νομικό έλεγχο των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, για την εκπλήρωση της αποστολής τους στον τομέα της εποπτείας. Δεν εμποδίζουν επίσης τη διαβίβαση, στους οργανισμούς τους επιφορτισμένους με τη διαχείριση συστημάτων αποζημίωσης, των αναγκαίων για την εκτέλεση των καθηκόντων τους πληροφοριών. Οι πληροφορίες αυτές υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στην παράγραφο 2. 7. Παρά τις διατάξεις των παραγράφων 2 έως 5, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, μεταξύ των αρμοδίων αρχών και: - των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των οργάνων τα οποία συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες ή - των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με το νομικό έλεγχο των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της διάταξης του πρώτου εδαφίου απαιτούν τη συνδρομή των ακόλουθων τουλάχιστον προϋποθέσεων: - οι πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, - οι λαμβανόμενες στο πλαίσιο αυτό πληροφορίες υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο, που αναφέρεται στην παράγραφο 2, - όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να κοινολογηθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που κοινολόγησαν τις εν λόγω πληροφορίες και, στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εν λόγω αρμόδιες αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών οι οποίες μπορούν να δέχονται τις πληροφορίες δυνάμει της παρούσας παραγράφου. 8. Παρά τις διατάξεις των παραγράφων 2 έως 5, τα κράτη μέλη, προς επίρρωση της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των αρχών ή οργάνων που είναι εκ του νόμου αρμόδια για τον εντοπισμό και τη διερεύνηση των παραβάσεων του δικαίου των εταιρειών. Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της δυνατότητας του πρώτου εδαφίου, απαιτούν τη συνδρομή των ακόλουθων τουλάχιστον προϋποθέσεων: - οι πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, - οι λαμβανόμενες στο πλαίσιο αυτό πληροφορίες υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στην παράγραφο 2, - όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να κοινολογηθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που κοινολόγησαν αυτές τις πληροφορίες και, στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εν λόγω αρμόδιες αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους. Εάν, σ'ένα κράτος μέλος, οι αρχές ή τα όγρανα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο προβαίνουν στον εντοπισμό ή τη διερεύνηση παραβάσεων χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο, λόγω ειδικών προσόντων, προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, η βάσει του πρώτου εδαφίου δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών μπορεί να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο δεύτερο εδάφιο. Για την εφαρμογή της τελευταίας περίπτωσης του δεύτερου εδαφίου, οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές, οι οποίες κοινολόγησαν τις πληροφορίες, την ταυτότητα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων στα οποία θα διαβιβασθούν οι εν λόγω πληροφορίες. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών ή των οργάνων που μπορούν να δέχονται τις πληροφορίες βάσει της παρούσας παραγράφου. Πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2000, η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου. 9. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζουν μια αρμόδια αρχή να διαβιβάζει στις κεντρικές τράπεζες και σε άλλους οργανισμούς με ανάλογη αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους, ούτε εμποδίζουν τις εν λόγω αρχές ή οργανισμούς να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που αυτές χρειάζονται για τους σκοπούς της παραγράφου 5. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στο παρόν άρθρο. 10. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να ανακοινώνουν τις πληροφορίες, που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 5, σε συμψηφιστικό επιμελητήριο ή άλλο παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο να παρέχει υπηρεσίες συμψηφισμού ή διακανονισμού συμβάσεων σε αγορά του κράτους μέλους τους, εάν θεωρούν την ανακοίνωση αυτή αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των οργανισμών αυτών, σε σχέση με παραβάσεις, έστω και δυνητικές, παρεμβαινόντων στην αγορά αυτή. Οι πληροφορίες οι λαμβανομένες στο πλαίσιο αυτό, υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Εντούτοις, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι βάσει της παραγράφου 3 λαμβανόμενες πληροφορίες να μην μπορούν να κοινολογηθούν, στην περίπτωση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχόν οι οποίες κοινολόγησαν τις εν λόγω πληροφορίες. 11. Επιπλέον, παρά τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 5, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν, δυνάμει νομοθετικών διατάξεων, την ανακοίνωση ορισμένων πληροφοριών σε άλλες υπηρεσίες της κεντρικής διοίκησής τους που είναι υπεύθυνες για τη νομοθεσία περί εποπτείας των ΟΣΕΚΑ και των επιχειρήσεων που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, των επιχειρήσεων επενδύσεων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και στους επιθεωρητές που είναι εντεταλμένοι από τις εν λόγω υπηρεσίες. Ωστόσο, η παροχή αυτών των πληροφοριών επιτρέπεται μόνον εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για λόγους προληπτικού ελέγχου. Εντούτοις, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 3 και 6 δεν μπορούν ουδέποτε να αποτελέσουν αντικείμενο των ανακοινώσεων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που ανακοίνωσαν αυτές τις πληροφορίες.» Άρθρο 5 Εισάγονται οι ακόλουθες διατάξεις: - στην οδηγία 77/780/ΕΟΚ άρθρο 12α, - στην οδηγία 92/49/ΕΟΚ άρθρο 16α, - στην οδηγία 92/96/ΕΟΚ άρθρο 15α, - στην οδηγία 93/22/ΕΟΚ άρθρο 25α, - στην οδηγία 85/611/ΕΟΚ άρθρο 50α, οι οποίες έχουν ως εξής: «1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν τουλάχιστον ότι: α) κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ (*), το οποίο ασκεί σε μια χρηματοπιστωτική επιχείρηση την αποστολή που περιγράφεται στο άρθρο 51 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ (**), στο άρθρο 37 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή στο άρθρο 31 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ ή κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στις αρμόδιες αρχές κάθε απόφαση ή γεγονός που αφορά την επιχείρηση αυτή, των οποίων έλαβε γνώση κατά την άσκηση της αποστολής αυτής, και η οποία ή το οποίο είναι δυνατόν: - ν'αποτελέσει ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων οι οποίες θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν, ειδικά, την άσκηση της δραστηριότητας των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, - να θίξουν τη συνέχεια της εκμετάλλευσης της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης ή - να οδηγήσουν σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων 7 β) η ίδια υποχρέωση ισχύει για το αυτό πρόσωπο όσον αφορά τα γεγονότα και τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση στα πλαίσια μιας αποστολής όπως αναφέρεται στο στοχείο α), η οποία εκπληρούται σε μια επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με τη χρηματοπιστωτική επιχείρηση στην οποία το πρόσωπο αυτό εκπληρώνει την προαναφερόμενη αποστολή. 2. Η καλή τη πίστει κοινολόγηση στις αρμόδιες αρχές, γεγονότων ή αποφάσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, από πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ, δεν αποτελεί παράβαση τυχόν περιορισμού κοινολόγησης πληροφοριών που επιβάλλεται συμβατικώς ή από νομοθετική, καινονιστική ή διοικητική διάταξη και δεν συνεπάγεται κανενός είδους ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά. (*) ΕΕ αριθ. L 126 της 12. 5. 1984, σ. 20. (**) ΕΕ αριθ. L 222 της 14. 8. 1978, σ. 11. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 90/605/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 317 της 16. 11. 1990, σ. 60).» Άρθρο 6 1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία, το αργότερο στις 18 Ιουλίου 1996. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομέρειες της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη. 2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 7 Η παραούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, 29 Ιουνίου 1995. Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Ο Πρόεδρος K. HΔNSCH Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος M. BARNIER (1) ΕΕ αριθ. C 229 της 25. 8. 1993, σ. 10. (2) ΕΕ αριθ. C 52 της 19. 2. 1994, σ. 15. (3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Μαρτίου 1994 (ΕΕ αριθ. C 91 της 28. 3. 1994, σ. 61). Κοινή θέση του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 1994 (ΕΕ αριθ. C 213 της 3. 8. 1994, σ. 29). Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 1994 (ΕΕ αριθ. C 323 της 21. 11. 1994, σ. 56). (4) ΕΕ αριθ. L 322 της 17. 12. 1977, σ. 30. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 89/646/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 386 της 30. 12. 1989, σ. 1). (5) ΕΕ αριθ. L 228 της 16. 8. 1973, σ. 3. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 92/49/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 228 της 11. 8. 1992, σ. 1). (6) ΕΕ αριθ. L 63 της 13. 3. 1979, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 92/96/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 360 της 9. 12. 1992, σ. 1). (7) ΕΕ αριθ. L 141 της 11. 6. 1993, σ. 27. (8) ΕΕ αριθ. L 375 της 31. 12. 1985, σ. 3. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 88/220/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 100 της 19. 4. 1988, σ. 31).