Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3283/94 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1994 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 349 της 31/12/1994 σ. 0001 - 0021
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 11 τόμος 34 σ. 0014
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 11 τόμος 34 σ. 0014
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 3283/94 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Δεκεμβρίου 1994 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 113, τους κανονισμούς περί κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, καθώς και τους κανονισμούς που έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρου 235 της συνθήκης και εφαρμόζονται για τα εμπορεύματα που προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων, και ιδίως τις διατάξεις των κανονισμών αυτών που επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή της αντικατάστασης όλων των προστατευτικών μέτρων στα σύνορα από τα μέτρα και μόνο που προβλέπονται στους εν λόγω κανονισμούς, την πρόταση της Επιτροπής, τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1), Εκτιμώντας: ότι, με τον κανονισμό (EK) αριθ. 2423/88 (2), το Συμβούλιο θέσπισε κοινό καθεστώς για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 7 ότι το εν λόγω καθεστώς θεσπίστηκε με βάση τις υφιστάμενες διεθνείς υποχρεώσεις, και ιδίως αυτές που απορρέουν από το άρθρο VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT), από τη συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της GATT (κώδικας αντιντάμπινγκ του 1979) και από τη συμφωνία περί της ερμηνείας και της εφαρμογής των άρθρων VI, XVI και XXIII της GATT (κώδικας για τις επιδοτήσεις και τους αντισταθμιστικούς δασμούς) 7 ότι οι πολυμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 1994 οδήγησαν στη σύναψη νέων συμφωνιών σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου VI της GATT και ότι, συνεπώς, είναι σκόπιμη η τροποποίηση των κοινοτικών κανόνων με γνώμονα τις νέες αυτές συμφωνίες 7 ότι, επιπλέον, θα ήταν προτιμότερο, λαμβανομένου υπόψη του διαφορετικού χαρακτήρα των νέων κανόνων για το ντάμπινγκ, αφενός, και για τις επιδοτήσεις, αφετέρου, να θεσπισθούν χωριστοί κοινοτικοί κανόνες για τους δύο αυτούς τομείς, με αποτέλεσμα οι νέοι κανόνες για την άμυνα κατά των επιδοτήσεων και τους αντισταθμιστικούς δασμούς να αποτελούν αντικείμενο χωριστού κανονισμού 7 ότι, κατά την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων, είναι απαραίτητο, προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τη συμφωνία της GATT, να ληφθεί υπόψη από την Κοινότητα η ερμηνεία που δίδουν στους κανόνες αυτούς οι σημαντικότεροι εμπορικοί της εταίροι 7 ότι η νέα συμφωνία για το ντάμπινγκ, και συγκεκριμένα η συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994) περιέχει νέους, λεπτομερείς κανόνες, οι οποίοι αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στον υπολογισμό του ντάμπινγκ, τις διαδικασίες κίνησης των σχετικών διαδικασιών και διεξαγωγής της έρευνας που ακολουθεί, συμπεριλαμβανομένης της διαπίστωσης και αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών, την επιβολή προσωρινών μέτρων, την επιβολή και είσπραξη δασμών αντιντάμπινγκ, τη διάρκεια ισχύος και την επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ, καθώς και τη διάθεση στο κοινό στοιχείων σχετικών με έρευνες αντιντάμπινγκ 7 ότι, εξαιτίας της έκτασης των αλλαγών και προκειμένου να διασφαλισθεί η επαρκής και διαφανής εφαρμογή των νέων κανόνων, είναι σκόπιμη η ενσωμάτωση κατά το δυνατόν του κειμένου των νέων συμφωνιών στην κοινοτική νομοθεσία 7 ότι είναι επιθυμητό να καθιερωθούν σαφείς και λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, και ειδικότερα να προβλεφθεί ότι αυτός επιβάλλεται σε όλες τις περιπτώσεις να βασίζεται σε αντιπροσωπευτικές πωλήσεις στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων στη χώρα εξαγωγής 7 ότι είναι σκόπιμο να προσδιορισθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες εγχώριες πωλήσεις είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι πραγματοποιούνται επί ζημία και να μη λαμβάνονται υπόψη, καθώς επίσης να προβλεφθεί για την περίπτωση αυτή η δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη οι υπόλοιπες πωλήσεις ή μια κατασκευασμένη αξία ή οι πωλήσεις προς κάποια τρίτη χώρα 7 ότι είναι επίσης επιθυμητό να προβλέπεται ο δέων καταλογισμός των δαπανών, ή η δέουσα κατανομή του κόστους, ακόμη και σε περιπτώσεις έναρξης λειτουργίας, για τις οποίες είναι επίσης σκόπιμο να θεσπισθούν κατευθυντήριες διατάξεις σχετικά με τον ορισμό της έναρξης λειτουργίας, καθώς και σχετικά με την έκταση και τη μέθοδο του καταλογισμού 7 ότι είναι επίσης αναγκαίο, όταν κατασκευάζεται η κανονική αξία, να επισημαίνεται η μέθοδος που πρόκειται να εφαρμοσθεί για τον προσδιορισμό των ποσών που αντιστοιχούν στα έξοδα πωλήσεως, στα γενικά και διοικητικά έξοδα και στο κέρδος και τα οποία πρόκειται να περιληφθούν στην κανονική αξία 7 ότι, όταν ο καθορισμός της κανονικής αξίας αφορά χώρες χωρίς οικονομία αγοράς, φαίνεται ορθότερο να καθιερωθούν διαδικαστικοί κανόνες για την επιλογή της κατάλληλης τρίτης χώρας με οικονομία αγοράς που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτόν, και παράλληλα να προβλέπεται ότι, όταν δεν είναι δυνατή η εξεύρεση κατάλληλης τρίτης χώρας, η κανονική αξία είναι δυνατό να καθορίζεται με κάποιον άλλον εύλογο τρόπο 7 ότι είναι σκόπιμο να καθοριστεί η τιμή εξαγωγής και να απαριθμηθούν οι προσαρμογές που πρέπει να γίνονται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κρίνεται ότι συντρέχει λόγος να ανασκευασθεί η τιμή αυτή με βάση την πρώτη τιμή στην ελεύθερη αγορά 7 ότι, για να εξασφαλισθεί η δίκαιη σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας, είναι χρήσιμο να γίνει απαρίθμηση των παραγόντων που ενδέχεται να επηρεάζουν τις τιμές και τη συγκρισιμότητα των τιμών, και να θεσπισθούν ειδικοί κανόνες σχετικά με τον χρόνο και τον τρόπο πραγματοποίησης των προσαρμογών, να επισημανθεί δε, ότι πρέπει να αποφεύγεται η επανάληψη προσαρμογών 7 ότι είναι ακόμη αναγκαίο να προβλέπεται η δυνατότητα διεξαγωγής συγκρίσεως με τη χρήση μέσων τιμών, αν και οι επιμέρους τιμές εξαγωγής είναι δυνατό να συγκρίνονται με μια μέση κανονική αξία, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι επιμέρους τιμές εξαγωγής ποικίλλουν ανάλογα με τον πελάτη, την περιφέρεια ή τη χρονική περίοδο 7 ότι είναι ευκταίο να καθιερωθούν σαφείς και λεπτομερείς κατευθυντήριες ρυθμίσεις σχετικά με τους παράγοντες που είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για τη διαπίστωση του κατά πόσον οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ έχουν προξενήσει σοβαρή ζημία ή υπάρχει ο κίνδυνος να προξενήσουν σοβαρή ζημία 7 ότι, όταν γίνεται προσπάθεια να αποδειχθεί ότι ο όγκος και το ύψος των τιμών των επίμαχων εισαγωγών ευθύνονται για τη ζημία που προξενείται σε έναν κλάδο παραγωγής της Κοινότητας, πρέπει να δίδεται προσοχή στην επίδραση άλλων παραγόντων, και ειδικότερα των συνθηκών που υφίστανται στην κοινοτική αγορά 7 ότι είναι χρήσιμο να προσδιορισθεί η έννοια του όρου «κοινοτικός κλάδος παραγωγής» και να προβλεφθεί ότι τα μέρη που συνδέονται με εξαγωγείς είναι δυνατό να εξαιρούνται από τον οικείο κλάδο παραγωγής, καθώς επίσης να προσδιορισθεί η έννοια του όρου «συνδεόμενος» 7 ότι είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα λήψης μέτρων αντιντάμπινγκ για λογαριασμό των παραγωγών μιας περιφέρειας της Κοινότητας και να θεσπιστούν κατευθυντήριες ρυθμίσεις σχετικά με τον ορισμό της «περιφέρειας» 7 ότι είναι απαραίτητο να καθοριστοί ποιοι δύνανται να υποβάλλουν καταγγελία αντιντάμπινγκ, ο απαιτούμενος βαθμός υποστήριξης της καταγγελίας από τον οικείο κοινοτικό κλάδο παραγωγής, καθώς και τα στοιχεία που κάθε καταγγελία πρέπει να περιέχει σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια 7 ότι είναι επίσης σκόπιμο να καθοριστούν οι διαδικασίες για την απόρριψη των καταγγελιών ή την κίνηση σχετικής διαδικασίας 7 ότι πρέπει να προβλεφθεί ο τρόπος με τον οποίον οι ενδιαφερόμενοι θα ενημερώνονται σχετικά με τα στοιχεία που χρειάζονται οι αρχές, θα τους παραχωρείται ευρεία δυνατότητα υποβολής κάθε συναφούς αποδεικτικού στοιχείου, καθώς και πλήρης δυνατότητα υπεράσπισης των συμφερόντων τους 7 ότι είναι επίσης επιθυμητό να καθιερωθούν ευκρινώς οι κανόνες και οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας, και ειδικότερα να ορίζεται ότι οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να αναγγέλλονται, να εκθέτουν τις απόψεις τους και να υποβάλλουν τα σχετικά στοιχεία εντός καθορισμένων προθεσμιών, διαφορετικά οι εν λόγω απόψεις και τα στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη 7 ότι ενδείκνυται επίσης να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένας ενδιαφερόμενος είναι δυνατό να αποκτήσει πρόσβαση σε στοιχεία υποβληθέντα από άλλους ενδιαφερόμενους και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του σχετικά 7 ότι, επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργάζονται με την Επιτροπή για τη συγκέντρωση των στοιχείων 7 ότι είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι προϋποθέσεις της επιβολής προσωρινών δασμών και να προβλέπεται ότι η επιβολή τους δεν επιτρέπεται πριν την πάροδο 60 ημερών από την κίνηση της σχετικής διαδικασίας, ούτε μετά την πάροδο εννέα μηνών από την κίνηση της σχετικής διαδικασίας 7 ότι, για διοικητικούς λόγους, είναι ομοίως απαραίτητο να προβλέπεται ότι δασμοί αυτής της μορφής είναι δυνατό να επιβάλλονται σε όλες τις περιπτώσεις από την Επιτροπή είτε απευθείας για διάστημα εννέα μηνών, είτε σε δύο στάδια διάρκειας έξι και τριών μηνών 7 ότι είναι αναγκαίο να προσδιορισθούν οι διαδικασίες αποδοχής αναλήψεων υποχρεώσεων, με τις οποίες να εξαλείφεται το ντάμπινγκ και η ζημία, αντί της επιβολής προσωρινών ή οριστικών δασμών 7 ότι είναι επίσης σκόπιμο να προβλεφθούν οι συνέπειες της παραβίασης ή της ανάκλησης μιας αναλήψεως υποχρέωσης, καθώς και να προβλεφθεί ότι είναι δυνατή η επιβολή προσωρινών δασμών σε περιπτώσεις που υπάρχουν υπόνοιες για παραβίαση ή όταν απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τη συμπλήρωση των πορισμάτων 7 ότι κατά την αποδοχή μιας ανάληψης υποχρέωσης πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα, ώστε οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων και η επιβολή τους να μην οδηγούν σε συμπεριφορά αποβαίνουσα εις βάρος του ανταγωνισμού 7 ότι, προκειμένου να υπάρξει ευθυγράμμιση προς τις διατάξεις της συμφωνίας, είναι ανάγκη να προβλεφθεί η περάτωση των υποθέσεων, είτε λαμβάνονται μέτρα, είτε όχι, εντός δώδεκα μηνών υπό κανονικές συνθήκες, και πάντως όχι μετά την παρέλευση 18 μηνών από την έναρξη της έρευνας 7 ότι οι έρευνες και οι λοιπές διαδικασίες πρέπει να περατούνται όταν το ντάμπινγκ είναι ασήμαντης έκτασης ή όταν η ζημία είναι αμελητέα, και ότι είναι σκόπιμο να διευκρινισθούν οι όροι αυτοί 7 ότι, όταν πρόκειται να επιβληθούν μέτρα, είναι αναγκαίο να προβλέπεται η περάτωση των ερευνών και να ορίζεται ότι τα μέτρα πρέπει να αφορούν ποσό κατώτερο του περιθωρίου ντάμπινγκ, εφόσον το κατώτερο αυτό ποσό αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας, όπως επίσης να προσδιορίζεται η μέθοδος υπολογισμού του επιπέδου των μέτρων δασμού σε περιπτώσεις δειγματοληψίας 7 ότι είναι ανάγκη να προβλεφθεί η δυνατότητα αναδρομικής είσπραξης προσωρινών δασμών στις περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητο και να καθοριστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες είναι δυνατό να αποφασίζεται η με αναδρομική ισχύ επιβολή δασμών, προκειμένου να αποτραπεί η άρση της αποτελεσματικότητας των οριστικών μέτρων που σχεδιάζεται να εφαρμοσθούν 7 ότι είναι επίσης ανάγκη να προβλεφθεί ότι η με αναδρομική ισχύ επιβολή δασμών επιτρέπεται σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης αναλήψεων υποχρεώσεων 7 ότι είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι κάθε μέτρο παύει να ισχύει μετά την πάροδο πενταετίας, εκτός αν διαπιστωθεί, μετά από έρευνα που διενεργείται για την επανεξέταση του μέτρου, ότι είναι σκόπιμη η διατήρησή του σε ισχύ 7 ότι είναι ακόμη ανάγκη να προβλεφθεί ότι, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουν υποβληθεί επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη μεταβολή των συνθηκών, διενεργείται εκτάκτως επανεξέταση ή έρευνα, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον επιβάλλεται η επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ 7 ότι, επιπλέον, ενδείκνυται να προβλεφθεί ότι σε περίπτωση επανυπολογισμού του ντάμπινγκ, για τον οποίον απαιτείται η ανακατασκευή των τιμών εξαγωγής, οι δασμοί δεν αντιμετωπίζονται ως δαπάνη προκύψασα μεταξύ της εισαγωγής και της επαναπώλησης, υπό την προϋπόθεση ότι ο εκάστοτε δασμός αντανακλάται στις τιμές των προϊόντων που υπόκεινται σε μέτρα στην Κοινότητα 7 ότι είναι απαραίτητο να προβλεφθεί ρητώς η δυνατότητα επανεκτίμησης των τιμών εξαγωγής και των περιθωρίων ντάμπινγκ σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δασμός απορροφάται από τον εξαγωγέα μέσω συμψηφιστικού διακανονισμού, ενώ τα επιβληθέντα μέτρα δεν αντανακλώνται στις τιμές των προϊόντων που υπόκεινται στα μέτρα αυτά στην Κοινότητα 7 ότι η συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994 δεν περιλαμβάνει διατάξεις για το θέμα της καταστρατήγησης των μέτρων αντιντάμπινγκ, μολονότι σε χωριστή απόφαση υπουργών αναγνωρίζεται ότι οι καταστρατηγήσεις αποτελούν πρόβλημα, το οποίο παραπέμπεται προς επίλυση στην επιτροπή αντιντάμπινγκ της GATT 7 ότι, δεδομένης της μέχρι σήμερα αποτυχίας των πολυμερών διαπραγματεύσεων και εν αναμονή της έκβασης της παραπομπής του θέματος στην επιτροπή αντιντάμπινγκ της GATT, είναι ανάγκη να συμπεριληφθούν στην κοινοτική νομοθεσία νέες διατάξεις για την αντιμετώπιση ορισμένων πρακτικών, όπως είναι η απλή συναρμολόγηση στην Κοινότητα ή σε τρίτη χώρα, με τις οποίες αποσκοπείται πρωτίστως η καταστρατήγηση μέτρων αντιντάμπινγκ 7 ότι ενδείκνυται να επιτρέπεται η αναστολή μέτρων αντιντάμπινγκ σε περίπτωση πρόσκαιρης μεταβολής των συνθηκών στην αγορά, η οποία αίρει προσωρινά τη σκοπιμότητα της συνέχισης επιβολής των εκάστοτε μέτρων 7 ότι είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι οι εισαγωγές για τις οποίες διεξάγεται έρευνα είναι δυνατό να καταγράφονται κατά τη στιγμή που διενεργούνται ώστε να επιτρέπεται η μεταγενέστερη λήψη μέτρων εναντίον τους 7 ότι είναι δυνατό να αποφασίζεται η αναστολή του καθορισμού της δασμολογητέας αξίας σε σχέση με εισαγωγές για τις οποίες διεξάγεται έρευνα 7 ότι, για να διασφαλισθεί η προσήκουσα επιβολή των μέτρων, είναι απαραίτητο τα κράτη μέλη να παρακολουθούν και να υποβάλλουν στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με το εισαγωγικό εμπόριο προϊόντων που υπόκεινται σε έρευνα και σε μέτρα, καθώς και σχετικά με τα ποσά των δασμών που εισπράττονται κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού 7 ότι είναι ανάγκη να προβλεφθεί η διεξαγωγή διαβουλεύσεων στο πλαίσιο συμβουλευτικής επιτροπής σε τακτικά και προκαθορισμένα στάδια της έρευνας 7 ότι η επιτροπή απαρτίζεται από εκπροσώπους των κρατών μελών και έχει ως πρόεδρο εκπρόσωπο της Επιτροπής 7 ότι είναι σκόπιμο να καθιερωθεί η δυνατότητα πραγματοποίησης επισκέψεων, με σκοπό την επαλήθευση και τον έλεγχο στοιχείων που έχουν υποβληθεί για το θέμα του ντάμπινγκ και της ζημίας, αν και οι επισκέψεις αυτού του είδους θα πρέπει να προϋποθέτουν την παραλαβή προσηκουσών απαντήσεων στα αποσταλέντα ερωτηματολόγια 7 ότι έχει σημασία να προβλεφθεί η δυνατότητα δειγματοληψιών σε υποθέσεις με μεγάλο αριθμό συναλλασσομένων ή συναλλαγών, ούτως ώστε να είναι δυνατή η έγκαιρη ολοκλήρωση των ερευνών 7 ότι είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι, για τα μέρη που δεν συνεργάζονται κατά τρόπο ικανοποιητικό, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν άλλα στοιχεία προς εξαγωγή συμπερασμάτων και ότι τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκά για το οικείο μέρος από εκείνα που θα υπήρχαν αν αυτό είχε συνεργασθεί 7 ότι πρέπει να προβλεφθεί ο τρόπος μεταχείρισης των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, ούτως ώστε να μη διαρρέουν επιχειρηματικά μυστικά 7 ότι είναι σημαντικό να προβλεφθεί η προσήκουσα γνωστοποίηση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και των διαπιστώσεων που έχουν προκύψει σε μέρη που νομιμοποιούνται να λάβουν γνώση των εν λόγω στοιχείων, καθώς και η πραγματοποίηση της γνωστοποίησης αυτής εντός χρονικού διαστήματος που επιτρέπει στα μέρη να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους, λαμβανομένης συγχρόνως υπόψη της διαδικασίας λήψης αποφάσεων που ισχύει στην Κοινότητα 7 ότι θα ήταν φρόνιμο να καθιερωθεί ένα διοικητικό σύστημα που θα προβλέπει τη δυνατότητα προβολής επιχειρημάτων σχετικά με το κατά πόσον ένα μέτρο έγκειται στο συμφέρον της Κοινότητας, όπως επίσης να καθορισθούν, αφενός, οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να υποβάλλονται τα σχετικά στοιχεία και, αφετέρου, τα δικαιώματα ενημέρωσης των ενδιαφερομένων μερών 7 ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη να συνδεθεί η εφαρμογή των προθεσμιών με τη δημιουργία του αναγκαίου διοικητικού μηχανισμού στο πλαίσιο των υπηρεσιών της Επιτροπής 7 ότι, συνεπώς, το Συμβούλιο θα πρέπει να καθορίσει, με απόφαση εκδιδόμενη με ειδική πλειοψηφία όχι αργότερα από την 1η Απριλίου 1995, τον χρόνο έναρξης της εφαρμογής των εν λόγω προθεσμιών, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Αρχές 1. Δασμός αντιντάμπινγκ είναι δυνατό να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας προκαλεί ζημία. 2. Ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η τιμή εξαγωγής του στην Κοινότητα είναι χαμηλότερη, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από μια συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος, όπως έχει καθοριστεί για τη χώρα εξαγωγής. 3. Ως χώρα εξαγωγής θεωρείται κατά κανόνα η χώρα καταγωγής. Εντούτοις, χώρα εξαγωγής ενδέχεται να είναι κάποια ενδιάμεση χώρα, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, επί παραδείγματι, τα εκάστοτε προϊόντα απλώς διαμετακομίζονται μέσω της χώρας αυτής ή δεν παράγονται σε αυτήν ή δεν υφίσταται γι' αυτά κάποια συγκρίσιμη τιμή στην εν λόγω χώρα. 4. Για τους σκοπούς της εφαρμογής τους παρόντος κανονισμού, με τον όρο «ομοειδές προϊόν» νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξεταζόμενο προϊόν ή, ελλείψει τούτου, ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και όχι όμοιο από κάθε άποψη, έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν σημαντική ομοιότητα προς εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος. Άρθρο 2 Καθορισμός του ντάμπινγκ Α. ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΞΙΑ 1. Η κανονική αξία βασίζεται κατά κανόνα στις πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στη χώρα εξαγωγής. α) Στην περίπτωση που ο παραγωγός ή ο εξαγωγέας στη χώρα εξαγωγής ούτε παράγει, ούτε πωλεί το ομοειδές προϊόν, κανονική αξία είναι δυνατό να καθορίζεται με βάση τις τιμές που εφαρμόζουν άλλοι πωλητές ή παραγωγοί. β) Οι τιμές που εφαρμόζονται μεταξύ μερών που φαίνεται ότι συνδέονται μεταξύ τους ή ότι έχουν συνάψει μεταξύ τους συμψηφιστικό διακανονισμό είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι αντιστοιχούν σε συνήθεις εμπορικές πράξεις και να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι οι τιμές αυτές δεν επηρεάζονται από τη μεταξύ των μερών σχέση. 2. Οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος, για εχγώρια κατανάλωση, χρησιμοποιούνται υπό κανονικές συνθήκες για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο όγκος των εν λόγω πωλήσεων αντιπροσωπεύει ποσοστό 5 % τουλάχιστον του όγκου πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος προς την Κοινότητα. Εντούτοις, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί και μικρότερος όγκος πωλήσεων, όταν, επί παραδείγματι, οι εφαρμοζόμενες τιμές θεωρούνται αντιπροσωπευτικές της οικείας αγοράς. 3. Όταν δεν υπάρχουν πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων ή όταν αυτές δεν είναι επαρκείς ή όταν οι πωλήσεις αυτές δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ορθής σύγκρισης εξαιτίας των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος υπολογίζεται με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα κέρδη ή με βάση τις τιμές εξαγωγής, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, προς μια κατάλληλη τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές αυτές είναι αντιπροσωπευτικές. 4. Οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής ή οι εξαγωγικές πωλήσεις προς μια τρίτη χώρα, σε τιμές χαμηλότερες από το (πάγιο και μεταβλητό) κόστος παραγωγής ανά μονάδα, προσαυξημένο κατά τα έξοδα πώλησης και τα γενικά και διοικητικά έξοδα, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι δεν πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων εξαιτίας της τιμής τους και να μη ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της κανονικής αξίας μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι οι πωλήσεις αυτές έχουν πραγματοποιηθεί επί παρατεταμένο χρονικό διάστημα και σε σημαντικές ποσότητες και ότι οι τιμές τους δεν επιτρέπουν την ολοσχερή κάλυψη του κόστους μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. α) Στην περίπτωση τιμών που υπολείπονται του κόστους κατά το χρόνο της πώλησης, αλλά είναι υψηλότερες από το μέσο σταθμισμένο κόστος κατά την περίοδο έρευνας, γίνεται δεκτό ότι οι τιμές αυτές επιτρέπουν την κάλυψη του κόστους μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. β) Ως παρατεταμένο θεωρείται κατά κανόνα χρονικό διάστημα ενός έτους, ενώ σε καμία περίπτωση δεν αρκεί χρονικό διάστημα βραχύτερο του εξαμήνου 7 επίσης, για να γίνει δεκτό ότι πωλήσεις σε τιμές κάτω του κόστους ανά μονάδα έχουν πραγματοποιηθεί σε σημαντικές ποσότητες εντός του χρονικού διαστήματος για το οποίο γίνεται λόγος παραπάνω, πρέπει να αποδεικνύεται ότι η μέση σταθμισμένη τιμή πώλησης είναι κατώτερη του μέσου σταθμισμένου κόστους ανά μονάδα ή ότι ο όγκος των πωλήσεων σε τιμές κάτω του κόστους ανά μονάδα αντιπροσωπεύει ποσοστό 20 % τουλάχιστον των πωλήσεων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της κανονικής αξίας. 5. Για τους σκοπούς της εφαρμογής των παραγράφων 1 έως 7, το κόστος υπολογίζεται υπό κανονικές συνθήκες με βάση τα στοιχεία που τηρεί το μέρος σε σχέση με το οποίο διεξάγεται η εκάστοτε έρευνα, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά ανταποκρίνονται στις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές της λογιστικής που ισχύουν στην οικεία χώρα και, επιπλέον, ότι αποδεικνύεται πως τα στοιχεία αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό τις δαπάνες οι οποίες ανακύπτουν κατά την παραγωγή και πώληση του υπό εξέταση προϊόντος. α) Τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομισθεί σε σχέση με το θέμα της ορθής κατανομής του κόστους λαμβάνονται υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται πως η εκάστοτε κατανομή του κόστους ανταποκρίνεται σε πάγια πρακτική. Εφόσον δεν υπάρχει καταλληλότερη μέθοδος, προκρίνεται η κατανομή του κόστους με βάση τον κύκλο εργασιών. Το κόστος αναπροσαρμόζεται καταλλήλως, προκειμένου να ληφθούν υπόψη μη επαναλαμβανόμενα στοιχεία του κόστους που ευνοούν τη μελλοντική ή/και την τρέχουσα παραγωγή, εκτός αν αυτά αντικατοπτρίζονται ήδη στην κατανομή του κόστους βάσει της παρούσας παραγράφου. β) Σε περίπτωση που το κόστος που αντιστοιχεί σε τμήμα της περιόδου κάλυψης του κόστους επηρεάζεται από τη χρήση νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων, οι οποίες προϋποθέτουν σημαντικές πρόσθετες επενδύσεις και χαμηλά ποσοστά χρησιμοποίησης ικανότητας, ως αποτέλεσμα πράξεων κατά την έναρξη λειτουργίας της εκάστοτε επιχείρησης, επιχειρούμενων σε χρονικό σημείο της περιόδου έρευνας ή κατά τη διάρκεια ενός τμήματος αυτής, ως μέσο κόστος του σταδίου έναρξης λειτουργίας θεωρείται εκείνο που ισχύει, βάσει των προαναφερθέντων κανόνων κατανομής, κατά τη λήξη του εν λόγω σταδίου 7 το μέσο αυτό κόστος, στην τιμή που έχει προκύψει γι' αυτό συνυπολογίζεται, για την οικεία χρονική περίοδο, στο μέσο σταθμισμένο κόστος για το οποίο γίνεται λόγος στην παράγραφο 4 στοιχείο α). Η διάρκεια του σταδίου έναρξης λειτουργίας καθορίζεται με βάση τα δεδομένα που ισχύουν για τον εκάστοτε παραγωγό ή εξαγωγέα, αλλά δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει ένα ενδεδειγμένο αρχικό τμήμα της περιόδου κάλυψης του κόστους. Για τους σκοπούς της αναπροσαρμογής του κόστους που ισχύει κατά την περίοδο έρευνας, λαμβάνονται υπόψη τυχόν στοιχεία που αφορούν το στάδιο έναρξης λειτουργίας πέραν της ως άνω καθοριζόμενης περιόδου, κατά το μέτρο που τα στοιχεία αυτά έχουν υποβληθεί πριν από την πραγματοποίηση επιτόπιων ερευνών και εντός τριών μηνών από την έναρξη της έρευνας. 6. Για τους σκοπούς της εφαρμογής των παραγράφων 1 έως 7, τα ποσά που αντιστοιχούν στα έξοδα πώλησης, στα γενικά και διοικητικά έξοδα και στα κέρδη υπολογίζονται με βάση πραγματικά στοιχεία για την παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, του ομοειδούς προϊόντος, που έχει πραγματοποιήσει ο εξαγωγέας ή ο παραγωγός τον οποίον αφορά η έρευνα. Όταν τα παραπάνω ποσά δεν είναι δυνατό να υπολογισθούν με τον συγκεκριμένο τρόπο, επιτρέπεται ο υπολογισμός τους με βάση: i) τον σταθμισμένο μέσο όρο των πραγματικών ποσών που έχουν καθορισθεί για άλλους εξαγωγείς ή παραγωγούς τους οποίους αφορά η έρευνα, όσον αφορά την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος ή συγκεκριμένους τύπους αυτού στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής, ii) τα πραγματικά ποσά που ισχύουν για την παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, της ίδιας γενικής κατηγορίας προϊόντων, προκειμένου περί του εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγού στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής, iii) οποιαδήποτε άλλη εύλογη μέθοδο, υπό την προϋπόθεση ότι το προκύπτον βάσει αυτής ποσό κέρδους δεν υπερβαίνει το κέρδος που πραγματοποιούν υπό κανονικές συνθήκες άλλοι εξαγωγείς ή παραγωγοί σε σχέση με τις πωλήσεις προϊόντων της ιδίας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής. 7. Στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς και, ιδιαίτερα, από χώρες για τις οποίες εφαρμόζεται ο κανονισμός (EK) αριθ. 519/94 του Συμβουλίου της 7ης Μαρτίου 1994 για το κοινό καθεστώς εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες και την κατάργηση των κανονισμών (EOK) αριθ. 1765/82, (EOK) αριθ. 1766/82 και (EOK) αριθ. 3420/83 (1), η κανονική αξία καθορίζεται με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε μια τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς ή με βάση την τιμή που μια τέτοια τρίτη χώρα εφαρμόζει έναντι άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Κοινότητας ή, όταν τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι εφικτό, με βάση οποιοδήποτε άλλο εύλογο δεδομένο, όπως είναι η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα, η οποία έχει αναπροσαρμοσθεί, εφόσον χρειάζεται, καταλλήλως, για να συμπεριλαμβάνει εύλογο περιθώριο κέρδους. α) Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, επιλέγεται μια ενδεδειγμένη τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς, κατά τρόπον μη στερούμενο λογικής, αφού ληφθούν δεόντως υπόψη όλα τα αξιόπιστα στοιχεία που έχουν προσκομισθεί κα0τά το χρόνο της επιλογής. Επίσης, επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη τυχόν προθεσμίες, ενώ όταν ενδείκνυται, επιλέγεται μια τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς, η οποία υποβάλλεται στην ίδια έρευνα. β) Τα μέρη τα οποία αφορά η έρευνα ενημερώνονται λίγο χρόνο μετά την κίνηση της διαδικασίας σχετικά με την τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς που σχεδιάζεται να επιλεγεί, και τους παραχωρείται χρονικό διάστημα δέκα ημερών για να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους. Β. ΤΙΜΗ ΕΞΑΓΩΓΗΣ 8. Ως τιμή εξαγωγής θεωρείται η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊοντος κατά την πώλησή του από της χώρα εξαγωγής στην Κοινότητα. 9. Όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία εισήχθη, με οποιαδήποτε εύλογη βάση. α) Στις παραπάνω περιπτώσεις, για τον καθορισμό μιας αξιόπιστης τιμής εξαγωγής στο επίπεδο των συνόρων της Κοινότητας, πραγματοποιούνται προσαρμογές, ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλα τα έξοδα που έχουν ανακύψει μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης, συμπεριλαμβανομένων των δασμών και των φόρων, καθώς και τα πραγματοποιούμενα κέρδη. β) Οι δαπάνες για τις οποίες πραγματοποιείται προσαρμογή συμπεριλαμβάνουν εκείνες που επιβαρύνουν κανονικά τον εισαγωγέα, αλλά έχουν καταβληθεί από οποιονδήποτε τρίτο, είτε στο εσωτερικό της Κοινότητας, είτε εκτός αυτής, ο οποίος εμφανίζεται να συνδέεται ή να έχει συνάψει συμψηφιστικό διακανονισμό με τον εισαγωγέα ή τον εξαγωγέα 7 οι εν λόγω δαπάνες αφορούν μεταξύ άλλων: τη συνήθη μεταφορά, την ασφάλιση, τις εργασίες διεκπεραίωσης και φόρτωσης, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα 7 τους δασμούς, τους τυχόν δασμούς αντιντάμπινγκ και τους λοιπούς φόρους που είναι πληρωτέοι στη χώρα εισαγωγής εξαιτίας της εισαγωγής ή της πώλησης των εκάστοτε εμπορευμάτων και ένα εύλογο περιθώριο για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και το κέρδος. Γ. ΣΥΓΚΡΙΣΗ 10. Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται δίκαιη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, λαμβάνονται δε δεόντως υπόψη άλλες διαφορές. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής που διαμορφώνεται δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις σύγκρισης, πραγματοποιούνται προσαρμογές για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων που αποδεδειγμένα επηρεάζουν τις τιμές και, κατ' επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών. Πρέπει να αποφεύγεται οιαδήποτε επανάληψη προσαρμογής που έχει ήδη γίνει, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εκπτώσεις επί της τιμής και επιστροφές, για τις ποσότητες και για το στάδιο εμπορίας. Όταν πληρούνται οι προκαθορισμένες προϋποθέσεις, είναι δυνατό να πραγματοποιούνται προσαρμογές, όσον αφορά τους ακόλουθους παράγοντες: α) Φυσικά χαρακτηριστικά Πραγματοποιείται προσαρμογή για να ληφθούν υπόψη διαφορές των φυσικών χαρακτηριστικών του οικείου προϊόντος. Το ύψος της προσαρμογής αντιστοιχεί σε εύλογη εκτίμηση της αγοραίας αξίας της διαφοράς. β) Επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή και έμμεσοι φόροι Η κανονική αξία προσαρμόζεται κατά ποσό που αντιστοιχεί στις τυχόν επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή ή στους έμμεσους φόρους στους οποίους υπόκειται το ομοειδές προϊόν, καθώς και τα φυσικώς ενσωματωμένα σε αυτό υλικά, όταν το προϊόν προορίζεται για κατανάλωση στη χώρα εξαγωγής και όταν οι εν λόγω επιβαρύνσεις και φόροι δεν εισπράττονται ούτε επιστρέφονται για το εξαγόμενο στην Κοινότητα προϊόν. γ) Εκπτώσεις επί της τιμής, επιστροφές και ποσότητες Πραγματοποιείται προσαρμογή για να ληφθούν υπόψη διαφορές όσον αφορά τις εκπτώσεις επί της τιμής και τις επιστροφές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που παρέχονται με βάση διαφορές στις ποσότητες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι εκπεφρασμένες με τον δέοντα τρόπο σε αριθμούς και συνδέονται άμεσα με τις υπό εξέταση πωλήσεις. Επίσης είναι δυνατό να πραγματοποιείται προσαρμογή για να ληφθούν υπόψη εκπτώσεις επί της τιμής και επιστροφές επί προθεσμία, εφόσον η σχετική απαίτηση στηρίζεται σε πάγια πρακτική κατά τις περιόδους που προηγήθηκαν, συμπεριλαμβανομένης της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να γεννηθεί το δικαίωμα στην εκάστοτε έκπτωση ή επιστροφή. δ) Στάδιο εμπορίας Παρέχεται η δυνατότητα πραγματοποίησης προσαρμογής, για να ληφθούν υπόψη διαφορές των σταδίων εμπορίας, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αποδεικνύεται, προκειμένου περί του κυκλώματος διανομής και στις δύο αγορές, ότι η τιμή εξαγωγής, συμπεριλαμβανομένης κάποιας κατασκευασμένης τιμής εξαγωγής, αντιστοιχεί σε διαφορετικό στάδιο εμπορίας εν συγκρίσει με την κανονική αξία και ότι η διαφορά αυτή έχει επηρεάσει τη συγκρισιμότητα των τιμών, πράγμα το οποίο αποδεικνύεται από τις σταθερές και σαφείς διαφορές όσον αφορά την ιδιότητα του πωλητή και τις τιμές που αυτός εφαρμόζει στα διάφορα στάδια εμπορίας στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής. Το ύψος της προσαρμογής υπολογίζεται με βάση την αγοραία αξία της διαφοράς. ε) Έξοδα μεταφοράς, ασφάλισης, διεκπεραίωσης, φόρτωσης και παρεπόμενα έξοδα Πραγματοποιείται προσαρμογή προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορές όσον αφορά της άμεσες δαπάνες για τη μεταφορά του εκάστοτε προϊόντος από τις εγκαταστάσεις του εξαγωγέα σε έναν ανεξάρτητο αγοραστή, εφόσον τα εν λόγω έξοδα συμπεριλαμβάνονται στις εφαρμοζόμενες τιμές. Στις δαπάνες αυτές περιλαμβάνονται τα έξοδα μεταφοράς, ασφάλισης, διεκπεραίωσης, φόρτωσης, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα. στ) Συσκευασία Πραγματοποιείται προσαρμογή προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορές των αντίστοιχων, άμεσων δαπανών συσκευασίας του εκάστοτε προϊόντος. ζ) Πίστωση Πραγματοποιείται προσαρμογή προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορές στο κόστος των πιστώσεων που έχουν ενδεχομένως χορηγηθεί για τις υπό εξέταση πωλήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι ο συγκεκριμένος παράγοντας λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των εφαρμοζόμενων τιμών. η) Έξοδα μετά την πώληση Πραγματοποιείται προσαρμογή προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορές των άμεσων δαπανών για την παροχή εγγυήσεων, ασφαλειών, τεχνικής βοήθειας και υπηρεσιών, σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος ή/και η σύμβαση πώλησης. θ) Προμήθειες Πραγματοποιείται προσαρμογή προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορές στις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις. ι) Μετατροπές νομισμάτων Όταν για τη σύγκριση της τιμής απαιτείται μετατροπή νομισμάτων, η μετατροπή αυτή διενεργείται με τη χρήση της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την ημερομηνία πώλησης, υπό τον όρο ότι, όταν μια πώληση συναλλάγματος σε προθεσμιακές αγορές συνδέεται άμεσα με την υπό εξέταση εξαγωγική πώληση, λαμβάνεται υπόψη η συναλλαγματική ισοτιμία της προθεσμιακής πώλησης. Κατά κανόνα, ως ημερομηνία πώλησης λαμβάνεται η ημερομηνία του τιμολογίου, αλλά είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία της συμβάσεως, της εντολής αγοράς ή της επιβεβαίωσης εντολής, αν οι τελευταίες αυτές ημερομηνίες κρίνονται καταλληλότερες για τον καθορισμό των ουσιωδών όρων της πώλησης. Δεν λαμβάνονται υπόψη τυχόν διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ενώ στους εξαγωγείς παραχωρούνται 60 ημέρες, προκειμένου να προσαρμοσθούν σε σταθερές αυξομειώσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Δ. ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ 11. Με την επιφύλαξη των συναφών διατάξεων που διέπουν το θέμα της δίκαιης σύγκρισης, η ύπαρξη περιθωρίων ντάμπινγκ κατά την περίοδο έρευνας προσδιορίζεται κατά κανόνα με βάση τη σύγκριση μιας μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας με τον σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών όλων των συναλλαγών με αντικείμενο εξαγωγές στην Κοινότητα ή με βάση τη σύγκριση επιμέρους κανονικών αξιών και επιμέρους τιμών εξαγωγής στην Κοινότητα για κάθε συναλλαγή ξεχωριστά. Παρόλα αυτά, όταν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας έχει ληφθεί ως βάση ο σταθμισμένος μέσος όρος, η κανονική αυτή αξία είναι δυνατό να συγκρίνεται με τις τιμές όλων των επιμέρους συναλλαγών με αντικείμενο εξαγωγές στην Κοινότητα, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται συστηματικά τιμές εξαγωγής οι οποίες διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με τον αγοραστή, την περιοχή ή τη χρονική περίοδο, ενώ η εφαρμογή των μεθόδων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν θα οδηγούσε στη διαπίστωση των εφαρμοζόμενων πρακτικών ντάμπινγκ σε όλη τους την έκταση. Η παρούσα παράγραφος δεν αποκλείει τη χρήση δειγματοληψιών κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17. 12. Ως περιθώριο ντάμπινγκ λογίζεται το ποσό κατά το οποίο η κανονική αξία υπερβαίνει την τιμή εξαγωγής. Όταν τα περιθώρια ντάμπινγκ ποικίλλουν, είναι δυνατό να καθορίζεται ένα μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ. Άρθρο 3 Προσδιορισμός της ζημίας 1. Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, και εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος «ζημία» σημαίνει τη σοβαρή ζημία που προκαλείται στον οικείο κοινοτικό κλάδο παραγωγής, τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας στον οικείο κοινοτικό κλάδο παραγωγής ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας ενός τέτοιου κλάδου παραγωγής 7 η ερμηνεία του όρου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2. Ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση α) τόσο του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Κοινότητας, όσο και β) των επακόλουθων συνεπειών των εισαγωγών αυτών για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. 3. Προκειμένου περί του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση των εισαγωγών αυτών, είτε σε απόλυτα μεγέθη, είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Κοινότητα. Προκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή τη σε σημαντικό βαθμό παρακώλυση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι από αυτούς από κοινού δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων. 4. Όταν διεξάγονται ταυτοχρόνως έρευνες αντιντάμπινγκ σε σχέση με τις εισαγωγές δεδομένου προϊόντος από περισσότερες της μίας χώρες, οι συνέπειες των εισαγωγών αυτών αξιολογούνται σωρευτικώς μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι α) το περιθώριο ντάμπινγκ που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα ξεχωριστά είναι αρκετά υψηλό, ώστε να μη θεωρείται ασήμαντο κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 3 και ότι ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα ξεχωριστά δεν είναι αμελητέος, καθώς και ότι β) η σωρευτική αξιολόγηση των συνεπειών των επίμαχων εισαγωγών είναι η ενδεδειγμένη, λαμβανομένων υπόψη των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, όπως επίσης των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς κοινοτικού προϊόντος. 5. Η εξέταση των συνεπειών των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για τον οικείο κλάδο παραγωγής της Κοινότητας περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση του κλάδου παραγωγής 7 σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται: το γεγονός ότι ένας κλάδος παραγωγής εξακολουθεί να διέρχεται φάση ανάκτησης των δυνάμεών του μετά τις συνέπειες που υπέστη από παλαιότερες πρακτικές ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων 7 το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ 7 η πραγματική ή ενδεχόμενη μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης ικανότητας 7 παράγοντες επηρεάζοντες τις κοινοτικές τιμές 7 οι πραγματικές ή ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις. Η παραπάνω απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική, και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων. 6. Πρέπει να αποδεικνύεται, με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που έχουν υποβληθεί σε σχέση με την παράγραφο 2, ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται ότι ο όγκος ή/και το επίπεδο των τιμών, όπως αυτά έχουν καθοριστεί βάσει της παραγράφου 3, ευθύνονται για τις συνέπειες επί του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές. 7. Άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι προξενούν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, εξετάζονται ομοίως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η προκαλούμενη από τους εν λόγω άλλους παράγοντες ζημία δεν αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 6. Στους παράγοντες που είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη εν προκειμένω περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο όγκος και οι τιμές εισαγωγών πωλούμενων σε τιμές που δεν απορρέουν από πρακτικές ντάμπινγκ, η τυχόν συρρίκνωση της ζήτησης ή μεταβολές των δεδομένων κατανάλωσης, τυχόν περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν ξένοι και κοινοτικοί παραγωγοί και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. 8. Η επίδραση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αξιολογείται σε συνάρτηση με την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία τα οποία επιτρέπουν τον χωριστό προσδιορισμό της εν λόγω παραγωγής βάσει ορισμένων κριτηρίων, όπως είναι η μέθοδος παραγωγής, οι πωλήσεις των παραγωγών και τα κέρδη. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατός ο χωριστός προσδιορισμός της εν λόγω παραγωγής, οι συνέπειες των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αξιολογούνται μέσω της εξέτασης της παραγωγής της πλέον περιορισμένης ομάδας ή φάσματος προϊόντων, που περιλαμβάνει το ομοειδές προϊόν και σε σχέση με την οποία ομάδα ή φάσμα προϊόντων είναι δυνατό να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα στοιχεία. 9. Για να διαπιστωθεί κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι απλώς τυχόν ισχυρισμοί, εικασίες ή μεμακρυσμένες πιθανότητες. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων, που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία είναι πιθανή η πρόκληση ζημίας από το ντάμπινγκ, πρέπει να είναι δυνατό να προβλεφθεί με βεβαιότητα και να είναι επικείμενη. α) Όταν εξετάζεται κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι παράγοντες: i) τυχόν αύξηση σε σημαντικό ποσοστό των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στην αγορά της Κοινότητας, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα σημαντικής αύξησης των εισαγωγών, ii) η ύπαρξη επαρκούς, ελεύθερα διαθέσιμης ικανότητας ή η επικείμενη σημαντική αύξηση της ικανότητας του εξαγωγέα, από την οποία προκύπτει ως πιθανή σημαντική αύξηση των εξαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ προς την Κοινότητα, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές, iii) το κατά πόσον τα εισαγόμενα προϊόντα εισέρχονται σε τιμές που θα είχαν ως αποτέλεσμα τη σε σημαντικό βαθμό συμπίεση ή παρεμπόδιση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση, και οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης για επιπλέον εισαγωγές και iv) τα αποθέματα του υπό διερεύνηση προϊόντος. β) Κανένας από τους παράγοντες που απαριθμούνται παραπάνω δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθεί βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά όλοι οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη σωρευτικά πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η πραγματοποίηση περαιτέρω εξαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ και ότι είναι πιθανή η πρόκληση σοβαρής ζημίας σε περίπτωση που δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα. Άρθρο 4 Καθορισμός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής 1. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ο όρος «κοινοτικός κλάδος παραγωγής» θεωρείται ότι περιλαμβάνει το σύνολο των κοινοτικών παραγωγών ομοειδών προϊόντων ή εκείνους εξ αυτών των οποίων αθροιστικά η παραγωγή των υπό εξέταση προϊόντων αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής κοινοτικής παραγωγής των εν λόγω προϊόντων, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 4, με τις ακόλουθες εξαιρέσεις: i) όταν κάποιοι παραγωγοί συνδέονται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που υποτίθεται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, ο όρος «κοινοτικός κλάδος παραγωγής» είναι δυνατό να θεωρείται ότι περιλαμβάνει μόνο τους υπόλοιπους παραγωγούς, ii) σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το έδαφος της Κοινότητας είναι δυνατό, σε ό,τι αφορά την υπό εξέταση παραγωγή, να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερες ανταγωνιστικές αγορές, και οι παραγωγοί κάθε επιμέρους αγοράς είναι δύνατο να θεωρηθούν ως ξεχωριστός κλάδος παραγωγής, εφόσον α) οι παραγωγοί κάθε επιμέρους αγοράς πωλούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των ποσοτήτων του υπό εξέταση προϊόντος που παράγουν στη συγκεκριμένη αγορά, και β) η ζήτηση στη συγκεκριμένη αγορά δεν καλύπτεται σε αξιόλογο ποσοστό από παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικό σημείο της Κοινότητας. Όταν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι προκαλείται ζημία ακόμη και αν μεγάλο μέρος του συνολικού κλάδου παραγωγής της Κοινότητας δεν υφίσταται ζημία, υπό την προϋπόθεση ότι παρατηρείται συγκέντρωση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ σε μια τόσο απομονωμένη αγορά και επιπροσθέτως ότι οι επίμαχες εισαγωγές προξενούν ζημία στους παραγωγούς του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου της παραγωγής στη συγκεκριμένη αγορά. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, γίνεται δεκτό ότι ένας παραγωγός συνδέεται με κάποιον εξαγωγέα ή εισαγωγέα μόνον εφόσον α) ο ένας από αυτούς ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τον άλλον 7 ή β) και οι δύο ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από κάποιον τρίτο 7 ή γ) από κοινού ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα κάποιον τρίτο, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν λόγοι για να πιστεύει ή να υποψιάζεται κανείς ότι η επίδραση της σχέσης είναι τέτοια, ώστε ο εκάστοτε παραγωγός να συμπεριφέρεται διαφορετικά εν συγκρίσει με τους μη συνδεόμενους παραγωγούς. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, γίνεται δεκτό ότι μια οντότητα ελέγχει κάποια άλλη, όταν η πρώτη έχει τη δυνατότητα, είτε νομικώς, είτε λειτουργικώς, να θέτει περιορισμούς στη δεύτερη ή να κατευθύνει τις ενέργειές της. 3. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει ορισθεί ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής περιλαμβάνει τους παραγωγούς συγκεκριμένης περιοχής, παρέχεται στους οικείους εξαγωγείς η ευκαιρία να προτείνουν την ανάληψη εκ μέρους τους υποχρεώσεων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 8, αναφορικά με την εν λόγω περιοχή. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά την εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος των μέτρων συνεκτιμάται ιδίως το συμφέρον της περιοχής. Αν δεν υποβληθεί αμελλητί πρόταση για την ανάληψη υποχρέωσης ή αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφοι 9 και 10, είναι δυνατή η επιβολή προσωρινού ή οριστικού δασμού για το σύνολο της Κοινότητας. Στις περιπτώσεις αυτές, οι δασμοί ενδέχεται, εφόσον είναι πρακτικώς εφικτό, να αφορούν μόνο συγκεκριμένα προϊόντα ή εξαγωγείς. 4. Για το παρόν άρθρο εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 8. Άρθρο 5 Έναρξη της διαδικασίας 1. Με την επιφύλαξη όσων προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 6, η έναρξη έρευνας για να διαπιστωθούν η ύπαρξη, η έκταση και οι συνέπειες των τυχόν καταγγελλόμενων πρακτικών ντάμπινγκ προϋποθέτει γραπτή καταγγελία εκ μέρους κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, καθώς και κάθε ένωσης χωρίς νομική προσωπικότητα, που ενεργεί επ' ονόματι του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. α) Η καταγγελία είναι δυνατό να υποβάλλεται προς την Επιτροπή ή προς ένα κράτος μέλος, το οποίο τη διαβιβάζει στην Επιτροπή. Η Επιτροπή αποστέλλει στα κράτη μέλη αντίγραφο κάθε καταγγελίας την οποία λαμβάνει. Η καταγγελία τεκμαίρεται ότι έχει υποβληθεί την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την παράδοσή της στην Επιτροπή υπό μορφή συστημένης επιστολής ή την πράξη με την οποία η Επιτροπή πιστοποιεί ότι έλαβε την καταγγελία. β) Όταν, χωρίς να έχει υποβληθεί κάποια καταγγελία, ένα κράτος μέλος έχει στην κατοχή του επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία που αυτό προκαλεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, τα κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή. 2. Κάθε καταγγελία που υποβάλλεται βάσει της παραγράφου 1 πρέπει να περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που υποτίθεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της υποτιθέμενης ζημίας. Η καταγγελία περιέχει τα στοιχεία που μπορεί ευλόγως να συγκεντρώσει ο καταγγέλλων σχετικά με τα ακόλουθα θέματα: i) την ταυτότητα του καταγγέλλοντος και στοιχεία για τον όγκο και την αξία της κοινοτικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος από τον καταγγέλλοντα. Όταν υποβάλλεται γραπτή καταγγελία επ' ονόματι του κλάδου παραγωγής της Κοινότητας, η καταγγελία πρέπει να προσδιορίζει τον κλάδο παραγωγής επ'ονόματι του οποίου υποβάλλεται η καταγγελία, με την απαρίθμηση όλων των γνωστών κοινοτικών παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος (ή των ενώσεων που έχουν συστήσει οι κοινοτικοί παραγωγοί του ομοειδούς προϊόντος) 7 επίσης πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να περιέχει στοιχεία για τον όγκο και την αξία του τμήματος της κοινοτικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος το οποίο αντιπροσωπεύουν οι συγκεκριμένοι παραγωγοί, ii) πλήρη περιγραφή του προϊόντος που υποτίθεται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, το όνομα της εμπλεκόμενης χώρας ή των χωρών καταγωγής ή εξαγωγής, την ταυτότητα όλων των γνωστών εξαγωγέων ή αλλοδαπών παραγωγών, καθώς και κατάλογο των προσώπων που είναι γνωστό ότι εισάγουν το συγκεκριμένο προϊόν, iii) στοιχεία για τις τιμές στις οποίες πωλείται το εκάστοτε προϊόν, όταν προορίζεται για κατανάλωση στις εγχώριες αγορές της χώρας ή των χωρών καταγωγής ή εξαγωγής (ή, κατά περίπτωση, στοιχεία για τις τιμές στις οποίες το εκάστοτε προϊόν πωλείται από τη χώρα ή τις χώρες καταγωγής ή εξαγωγής προς κάποια τρίτη χώρα ή τρίτες χώρες, ή για την κατασκευασμένη αξία του εν λόγω προϊόντος) 7 επίσης, στοιχεία για τις τιμές εξαγωγής ή, κατά περίπτωση, για τις τιμές στις οποίες το προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά προς έναν ανεξάρτητο αγοραστή στην Κοινότητα, iv) στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη του όγκου των εισαγωγών που υποτίθεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, σχετικά με την επίδραση των εν λόγω εισαγωγών επί των τιμών του ομοειδούς προϊόντος στην αγορά της Κοινότητας και σχετικά με τις επακόλουθες συνέπειες των εισαγωγών για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, όπως αυτές προκύπτουν με βάση τους συναφείς παράγοντες και δείκτες που έχουν σημασία για την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, όπως εκείνοι που απαριθμούνται στο άρθρο 3 παράγραφοι 3 και 5. 3. Η Επιτροπή εξετάζει, όσο το δυνατόν καλύτερα, την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην καταγγελία, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας. 4. Η έναρξη έρευνας βάσει της παραγράφου 1 επιτρέπεται μόνον εφόσον έχει διαπιστωθεί, μετά από εξέταση του βαθμού στήριξης της καταγγελίας ή αντίθεσης προς αυτήν που έχουν εκφράσει οι κοινοτικοί παραγωγοί του ομοειδούς προϊόντος, ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Γίνεται δεκτό ότι η αίτηση έχει υποβληθεί «εκ μέρους ή για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής», αν υποστηρίζεται από κοινοτικούς παραγωγούς των οποίων η αθροιστική παραγωγή αντιπροσωπεύει ποσοστό άνω του 50 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που πραγματοποιεί εκείνο το τμήμα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής το οποίο είτε εκφράζει την υποστήριξή του προς την καταγγελία, είτε αντιτίθεται σε αυτήν. Εντούτοις, η έναρξη έρευνας δεν είναι δυνατή, όταν οι κοινοτικοί παραγωγοί που υποστηρίζουν ρητώς την καταγγελία αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο του 25 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που πραγματοποιεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. 5. Οι αρχές αποφεύγουν, εκτός αν έχει ληφθεί απόφαση για την έναρξη έρευνας, να δίδουν οποιαδήποτε δημοσιότητα στην καταγγελία για την έναρξη έρευνας. Εντούτοις, μετά την παραλαβή μιας δεόντως τεκμηριωμένης καταγγελίας και πριν γίνουν οι αναγκαίες ενέργειες για την έναρξη έρευνας, πρέπει να ενημερώνεται σχετικά η κυβέρνηση της οικείας χώρας εξαγωγής. 6. Αν, σε ειδικές περιπτώσεις, αποφασίζεται η έναρξη έρευνας χωρίς να έχει ληφθεί γραπτή καταγγελία εκ μέρους ή για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής με αίτημα την έναρξη τέτοιας έρευνας, η απόφαση αυτή πρέπει να στηρίζεται στην ύπαρξη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2, τα οποία να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας. 7. Τα αποδεικτικά στοιχεία τα σχετικά τόσο με το ντάμπινγκ, όσο και με τη ζημία αξιολογούνται ταυτοχρόνως στο πλαίσιο της απόφασης περί ενάρξεως ή μη έρευνας. Η καταγγελία είναι απορριπτέα όταν δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ ή τη ζημία, τα οποία να δικαιολογούν την περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης. Εν προκειμένω, οι επίμαχες εισαγωγές θεωρούνται κατά κανόνα αμελητέες, αν ο όγκος των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από συγκεκριμένη χώρα αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του 3 % των εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα, εκτός αν υπάρχει ένας αριθμός χωρών, καθεμιά από τις οποίες αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του 3 % των εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα, αλλά που όλες μαζί αντιπροσωπεύουν ποσοστό ανώτερο του 7 % των εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα. 8. Μια καταγγελία είναι δυνατό να ανακαλείται πριν από την έναρξη σχετικής έρευνας, οπότε λογίζεται ως μη υποβληθείσα. 9. Σε περίπτωση κατά την οποία, μετά από διαβουλεύσεις, καθίσταται προφανές ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία δικαιολογούν την έναρξη της σχετικής διαδικασίας, η Επιτροπή κινεί τη σχετική διαδικασία εντός 45 ημερών από την υποβολή της καταγγελίας και δημοσιεύει προς τούτο ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Όταν τα υποβληθέντα αποδεικτικά στοιχεία κρίνονται ανεπαρκή, το γεγονός αυτό γνωστοποιείται μετά από διαβουλεύσεις, στον καταγγέλλοντα εντός ενός μηνός από την ημερομηνία κατά την οποία η καταγγελία υπεβλήθη στην Επιτροπή. 10. Στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αναγγέλλεται η έναρξη έρευνας, κατονομάζονται το προϊόν και οι χώρες που πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο της έρευνας, παρουσιάζονται σε περιληπτική μορφή τα υποβληθέντα στοιχεία και ορίζεται ότι όλα τα συναφή στοιχεία πρέπει να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή 7 επίσης καθορίζονται οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να αναγγελθούν οι ενδιαφερόμενοι, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να υποβάλουν τυχόν στοιχεία, προκειμένουν οι εν λόγω απόψεις και τα στοιχεία να ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα 7 ακόμη καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να ζητήσουν να γίνουν δεκτοί σε ακρόαση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5. 11. Η Επιτροπή ενημερώνει τους εξαγωγείς και τους εισαγωγείς που γνωρίζει ότι ενδιαφέρονται, καθώς και τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας 7 επίσης, χωρίς να παραβλέπεται η ανάγκη προστασίας στοιχείων εμπιστευτικού χαρακτήρα, παρέχει το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας που της έχει υποβληθεί βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 1 στους γνωστούς εξαγωγείς και στις αρχές της χώρας εξαγωγής, και ακόμη το θέτει, εφόσον της ζητηθεί, στη διάθεση κάθε άλλου ενδιαφερόμενου για την υπόθεση. Όταν ο αριθμός των εμπλεκομένων εξαγωγέων είναι ιδιαίτερα μεγάλος, το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας πρέπει, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα παραπάνω, να παρέχεται μόνο στις αρχές της χώρας εξαγωγής ή στην οικεία εμπορική ένωση. 12. Η διεξαγωγή έρευνας αντιντάμπινγκ δεν εμποδίζει την εξέλιξη των διαδικασιών εκτελωνισμού. Άρθρο 6 Η έρευνα Α. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 1. Μετά την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή, ενεργώντας σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, αρχίζει έρευνα σε επίπεδο Κοινότητας. Η έρευνα αυτή αφορά τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, και διεξάγεται και για τα δύο ταυτοχρόνως. Προκειμένου να εξαχθούν αντιπροσωπευτικά συμπεράσματα, επιλέγεται μια περίοδος έρευνας η οποία, στην περίπτωση του ντάμπινγκ, υπό κανονικές συνθήκες καλύπτει διάστημα όχι βραχύτερο των έξι μηνών αμέσως πριν από την έναρξη της διαδικασίας. Κατά κανόνα, τυχόν στοιχεία που αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας δεν λαμβάνονται υπόψη. 2. Στα μέρη που λαμβάνουν τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιούνται σε έρευνα αντιντάμπινγκ τάσσεται προθεσμία 30 ημερών τουλάχιστον για να απαντήσουν. Για τους εξαγωγείς η προθεσμία άρχεται από την ημερομηνία παραλαβής του ερωτηματολογίου, το οποίο εν προκειμένω τεκμαίρεται ότι λαμβάνεται μία εβδομάδα μετά την ημερομηνία αποστολής του στον εξαγωγέα ή διαβίβασής του στον ενδεδειγμένο διπλωματικό εκπρόσωπο της χώρας εξαγωγής. Είναι δυνατό να επιτραπεί παράταση της ανωτέρω τριακονθήμερης προθεσμίας, αφού ληφθούν δεόντως υπόψη οι προθεσμίες που ισχύουν για την έρευνα και εφόσον η πλευρά που ζητεί την παράταση αποδεικνύει ύπαρξη ειδικών περιστάσεων που να τη δικαιολογούν. 3. Η Επιτροπή δύναται να ζητεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία, και τα κράτη μέλη προβαίνουν σε κάθε πρόσφορη ενέργεια για την ικανοποίηση των αιτήσεων αυτών. Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή τα ζητούμενα πληροφοριακά στοιχεία, μαζί με τα πορίσματα όλων των επιθεωρήσεων, ελέγχων και ερευνών που έχουν διενεργήσει. Όταν τα εν λόγω στοιχεία παρουσιάζουν γενικό ενδιαφέρον ή όταν η διαβίβασή τους έχει ζητηθεί από ένα κράτος μέλος, η Επιτροπή τα διαβιβάζει στα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν είναι εμπιστευτικά 7 στην αντίθετη περίπτωση διαβιβάζεται μη εμπιστευτική περίληψή τους. 4. Η Επιτροπή δύναται να ζητεί από τα κράτη μέλη να διενεργούν όλους τους αναγκαίους ελέγχους και επιθεωρήσεις ιδιαίτερα προκειμένου περί των εισαγωγέων, των εμπόρων και των κοινοτικών παραγωγών, καθώς και να διεξάγουν έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι οικείες επιχειρήσεις παρέχουν τη συγκατάθεσή τους και ότι η κυβέρνηση της οικείας χώρας έχει ενημερωθεί επισήμως σχετικά και δεν προβάλλει αντίρρηση. Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε κάθε πρόσφορη ενέργεια για την ικανοποίηση των σχετικών αιτήσεων της Επιτροπής. Μετά από αίτηση της Επιτροπής ή ενός κράτους μέλους, είναι δυνατό να επιτρέπεται σε υπαλλήλους της Επιτροπής να επικουρούν τους υπαλλήλους των κρατών μελών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. 5. Οι ενδιαφερόμενοι, οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10, είναι δυνατόν να γίνονται δεκτοί σε ακρόαση, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβάλει γραπτή αίτηση ακρόασης εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην ανακοίνωση που έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και αποδεικνύουν ότι είναι πράγματι ενδιαφερόμενοι, ότι ενδέχεται να θιγούν από την έκβαση της διαδικασίας και ότι η ακρόασή τους επιβάλλεται ένεκα ειδικών λόγων. 6. Στους εισαγωγείς, τους εξαγωγείς, τους εκπροσώπους της κυβέρνησης της χώρας εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες, οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10, παρέχονται, εφόσον το ζητήσουν, δυνατότητες να συναντήσουν εκείνες τις πλευρές οι οποίες έχουν συμφέροντα αντιτιθέμενα στα δικά τους, ούτως ώστε να είναι δυντή η ανάπτυξη των αντικρουόμενων απόψεων και η προβολή από κάθε πλευρά επιχειρημάτων προς αντίκρουση των ισχυρισμών της άλλης πλευράς. Κατά την παραχώρηση των ανωτέρω δυνατοτήτων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας του απορρήτου και διευκόλυνσης των ενδιαφερομένων. Κανένα μέρος δεν υποχρεούται να παρίσταται σε συγκεκριμένη συνάντηση, ενώ η μη συμμετοχή σε μία συνάντηση δεν έχει αρνητικές συνέπειες για τη θέση του απόντος μέρους. Τυχόν στοιχεία που παρέχονται προφορικώς βάσει της παρούσας παραγράφου λαμβάνονται υπόψη στο μέτρο που έχουν υποβληθεί εκ νέου και γραπτώς σε μεταγενέστερο στάδιο. 7. Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι χρήστες και οι οργανώσεις καταναλωτών, που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10, καθώς και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής δύνανται, κατόπιν γραπτής αιτήσεως, να ελέγχουν όλα τα στοιχεία που έχουν διατεθεί από οποιοδήποτε από τα μέρη που μετέχουν στην έρευνα, τα οποία είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για την παρουσίαση των απόψεών τους, δεν είναι εμπιστευτικά κατά την έννοια του άρθρου 19 και χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της έρευνας 7 το δικαίωμα αυτό δεν ισχύει για τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης που καταρτίζουν οι αρχές της Κοινότητας ή των κρατών μελών της. Τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με τα εν λόγων στοιχεία, και αυτές λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο που συνοδεύονται από επαρκή τεκμηρίωση. 8. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 18, ελέγχεται κατά το δυνατόν διεξοδικότερα η ακρίβεια των στοιχείων που παρέχουν οι ενδιαφερόμενοι και επί των οποίων στηρίζονται τα συμπεράσματα. 9. Εκτός από ειδικές περιπτώσεις, οι έρευνες ολοκληρώνονται εντός έτους, και σε καμία περίπτωση εντός χρονικού διαστήματος που υπερβαίνει τους 18 μήνες από την έναρξή τους. Άρθρο 7 Προσωρινά μέτρα 1. Η εφαρμογή προσωρινών μέτρων επιτρέπεται εφόσον έχει αρχίσει έρευνα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, έχει εκδοθεί δημόσια ανακοίνωση, έχει παρασχεθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη κατάλληλη δυνατότητα για να υποβάλουν τυχόν στοιχεία και να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10, έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα με το οποίο επιβεβαιώνεται η ύπαρξη ντάμπινγκ και η εξ αυτού πρόκληση ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και εφόσον το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει τη λήψη μέτρων για την αποτροπή της ζημίας. Δεν επιτρέπεται η επιβολή προσωρινών μέτρων πριν από την πάροδο 60 ημερών από την έναρξη της διαδικασίας, αλλά ούτε και μετά την παρέλευση εννέα μηνών από την έναρξη της διαδικασίας. 2. Το ύψος του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το προσωρινώς καθορισθέν περιθώριο ντάμπινγκ, και πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υψίσταται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. 3. Τα προσωρινά μέτρα έχουν τη μορφή εγγύησης, ενώ η θέση των σχετικών προϊόντων σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα προϋποθέτει την παροχή παρόμοιας εγγύησης. 4. Η Επιτροπή λαμβάνει προσωρινά μέτρα μετά από διαβουλεύσεις ή, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, αφού ενημερώσει τα κράτη μέλη. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, διεξάγονται διαβουλεύσεις το αργότερο δέκα ημέρες μετά την ημερομηνία ενημέρωσης των κρατών μελών σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει η Επιτροπή. 5. Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος ζητεί την άμεση λήψη μέτρων από την Επιτροπή και πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7 παράγραφος 1, η Επιτροπή αποφασίζει, εντός πέντε κατά μέγιστο εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αιτήσεως, κατά πόσον είναι σκόπιμη η επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ. 6. Η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη σχετικά με κάθε απόφαση που λαμβάνεται κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Το Συμβούλιο δύναται, με ειδική πλειοψηφία, να λάβει διαφορετική απόφαση. 7. Είναι δυνατή η επιβολή προσωρινών δασμών για εξάμηνη περίοδο, η οποία μπορεί να παραταθεί για ένα επιπλέον τρίμηνο 7 επίσης είναι δυνατή η επιβολή προσωρινών δασμών για εννεάμηνη περίοδο. Εντούτοις, η παράταση της εξάμηνης περιόδου ή η επιβολή προσωρινών δασμών για εννεάμηνη περίοδο επιτρέπεται μόνον εφόσον τη ζητούν εξαγωγείς που αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του σχετικού όγκου συναλλαγών ή εφόσον αυτοί έχουν ενημερωθεί σχετικά από την Επιτροπή και δεν προβάλλουν αντίρρηση. Άρθρο 8 Αναλήψεις υποχρεώσεων 1. Η έρευνα είναι δυνατόν να περατούται χωρίς την επιβολή προσωρινών ή οριστικών δασμών σε περίπτωση που υποβληθούν οικειοθελώς από οποιονδήποτε εξαγωγέα ικανοποιητικές αναλήψεις υποχρεώσεων με αντικείμενο την αναθεώρηση των τιμών που αυτός εφαρμόζει ή τη διακοπή των εξαγωγών προς την εκάστοτε περιοχή σε τιμές που απορρέουν από πρακτικές ντάμπινγκ και εφόσον η Επιτροπή, μετά από διαβουλεύσεις, πείθεται ότι με τον τρόπο αυτό πρόκειται να εξαλειφθούν οι ζημιογόνες συνέπειες του ντάμπινγκ. Οι αυξήσεις τιμών βάσει αναλήψεων υποχρεώσεων αυτού του είδους δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερες από αυτές που χρειάζονται για την άρση του περιθωρίου ντάμπινγκ, και μάλιστα θα πρέπει να υπολείπονται του περιθωρίου ντάμπινγκ, εφόσον οι αυξήσεις αυτής της κλίμακας θα ήταν αρκετές για την άρση της ζημίας που υφίσταται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. 2. Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να εισηγείται την ανάληψη υποχρεώσεων, αλλά κανείς εξαγωγέας δεν είναι δυνατό να υποχρεωθεί να αποδεχθεί μια ανάληψη υποχρέωσης. Το γεγονός ότι ένας εξαγωγέας δεν προτείνει την ανάληψη εκ μέρους του υποχρέωσης ή δεν ανταποκρίνεται σε σχετική πρόσκληση που του έχει απευθυνθεί, δεν προδικάζει με κανέναν τρόπο την αξιολόγηση των δεδομένων της υπόθεσης. Παρόλα αυτά, είναι δυνατό να εξάγεται το συμπέρασμα ότι η επέλευση του κινδύνου πρόκλησης ζημίας είναι πιθανότερη σε περίπτωση συνέχισης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Δεν επιτρέπεται να ζητείται ή να γίνεται αποδεκτή ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους εξαγωγέων, παρά μόνον εφόσον έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη ντάμπινγκ και την εξ αυτού πρόκληση ζημίας. Εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, η προσφορά αναλήψεων υποχρεώσεων δεν είναι δυνατή μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσεται στους ενδιαφερομένους προκειμένου να προβούν σε παραστάσεις, βάσει του άρθρου 20 παράγραφος 5. 3. Οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων είναι δυνατό να μη γίνονται δεκτές σε περίπτωση που κρίνεται ότι η αποδοχή τους παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, επί παραδείγματι αν ο αριθμός των πραγματικών ή δυνητικών εξαγωγέων είναι υπερβολικά μεγάλος ή για άλλους λόγους, συμπεριλαμβανομένων λόγων που ανάγονται στην ακολουθούμενη συνολική πολιτική. Ο ενδιαφερόμενος εξαγωγέας δύναται να πληροφορείται τους λόγους για τους οποίους σχεδιάζεται η υποβολή πρότασης για την απόρριψη της προσφοράς δεδομένης ανάληψης υποχρέωσης 7 επίσης ενδέχεται να του παραχωρείται η δυνατότητα να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις του σχετικά. Οι λόγοι της απόρριψης πρέπει να μνημονεύονται στην οριστική απόφαση. 4. Τα μέρη που προσφέρονται να αναλάβουν κάποια υποχρέωση οφείλουν να παρέχουν μη εμπιστευτική περιγραφή της ανάληψης υποχρέωσης, ώστε να είναι δυνατόν να την πληροφορούνται οι ενδιαφερόμενοι που μετέχουν στην έρευνα. 5. Όταν μια ανάληψη υποχρέωσης γίνεται, μετά από διαβουλεύσεις, αποδεκτή και δεν προβάλλονται σχετικές αντιρρήσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, η έρευνα περατούται. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή υποβάλλει πάραυτα στο Συμβούλιο έκθεση σχετική με τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων και μαζί πρόταση για την περάτωση της έρευνας. Η έρευνα λογίζεται περατωθείσα, αν εντός ενός μηνός το Συμβούλιο δεν λάβει αντίθετη απόφαση με ειδική πλειοψηφία. 6. Όταν γίνεται δεκτή μια ανάληψη υποχρέωσης, η έρευνα για το ντάμπινγκ και για τη ζημία πρέπει κανονικά να ολοκληρώνεται. Στην πρίπτωση αυτή, όταν διατυπώνεται αποφατικό συμπέρασμα για το ντάμπινγκ και τη ζημία, η ανάληψη υποχρέωσης παύει αυτοδικαίως να ισχύει, εκτός αν το συμπέρασμα αυτό οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην ύπαρξη της ανάληψης υποχρέωσης. Στις περιπτώσεις αυτές οι αρχές δύνανται να απαιτούν τη διατήρηση σε ισχύ της ανάληψης υποχρέωσης για εύλογο χρονικό διάστημα. Όταν το συμπέρασμα για το ντάμπινγκ και τη ζημία είναι καταφατικό, η ανάληψη υποχρέωσης παραμένει σε ισχύ με βάση το περιεχόμενό της και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. 7. Η Επιτροπή υποχρεούται να ζητεί από κάθε εξαγωγέα, από τον οποίον έχει γίνει δεκτή ανάληψη υποχρέωσης, να υποβάλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα στοιχεία σχετικά με την τήρηση της ανάληψης υποχρέωσης και να επιτρέπει την εξακρίβωση των συναφών στοιχείων. Τυχόν μη συμμόρφωση προς τις παραπάνω υποχρεώσεις εκλαμβάνεται ως παραβίαση της ανάληψης υποχρέωσης. 8. Όταν στο πλαίσιο διεξαγόμενης έρευνας γίνονται δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων εκ μέρους ορισμένων εξαγωγέων, αυτές, για τους σκοπούς του άρθρου 11, τεκμαίρεται ότι τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία περάτωσης της έρευνας ως προς την οικεία χώρα εξαγωγής. 9. Σε περίπτωση παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης από οποιοδήποτε μέρος, επιβάλλεται οριστικός δασμός σύμφωνα με το άρθρο 9, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας η οποία οδήγησε στην ανάληψη υποχρέωσης, υπό την προϋπόθεση ότι η έρευνα αυτή ολοκληρώθηκε με τη διατύπωση τελικού συμπεράσματος για το ντάμπινγκ και τη ζημία και ότι έχει παρασχεθεί στον οικείο εξαγωγέα η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά, εκτός αν πρόκειται για ανάκληση μιας ανάληψης υποχρέωσης. 10. Επιτρέπεται η επιβολή, μετά από διαβουλεύσεις, προσωρινού δασμού δυνάμει του άρθρου 7 με βάση τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία, όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι δεδομένη η ανάληψη υποχρέωσης παραβιάζεται ή, σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης της ανάληψης υποχρέωσης, όταν δεν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα που οδήγησε στην ανάληψη υποχρέωσης. Άρθρο 9 Περάτωση χωρίς τη λήψη μέτρων 7 επιβολή οριστικών δασμών 1. Σε περίπτωση ανάκλησης της καταγγελίας, η διαδικασία είναι δυνατό να περατούται, εκτός αν κρίνεται ότι η περάτωσή της δεν είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας. 2. Όταν, μετά από διαβουλεύσεις, διαπιστώνεται ότι δεν είναι αναγκαία η λήψη προστατευτικών μέτρων και δεν προβάλλεται σχετική αντίρρηση στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, η έρευνα ή η διαδικασία περατούται. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή υποβάλλει πάραυτα στο Συμβούλιο έκθεση σχετική με τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων και μαζί πρόταση για την περάτωση της διαδικασίας. Η διαδικασία λογίζεται περατωθείσα, αν εντός ενός μηνός το Συμβούλιο δεν λάβει αντίθετη απόφαση με ειδική πλειοψηφία. 3. Όταν βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία η οποία έχει αρχίσει κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 παράγραφος 9, η ζημία θεωρείται κατά κανόνα αμελητέα, εφόσον διαπιστώνεται ότι οι επίμαχες εισαγωγές αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο αυτού που ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 7. Εξάλλου, κάθε διαδικασία αυτής της μορφής περατούται αμέσως, αν διαπιστώνεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ, εκπεφρασμένο ως ποσοστό της τιμής εξαγωγής, είναι κατώτερο του 2 %, αλλά γίνεται δεκτό ότι η περάτωση, όταν το περιθώριο για κάθε εξαγωγέα χωριστά είναι κατώτερο του 2 %, αφορά μόνο την έρευνα 7 κάθε επιμέρους εξαγωγέας δεν παύει να συμπεριλαμβάνεται στο αντικείμενο της όλης διαδικασίας, ενώ ως προς αυτόν είναι δυνατόν να διεξαχθεί και νέα έρευνα στο πλαίσιο τυχόν μεταγενέστερης εξέτασης, η οποία διενεργείται ως προς την οικεία χώρα κατ' εφαρμογή του άρθρου 11. 4. Όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ότι εξ αυτού προκαλείται ζημία, καθώς και ότι το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει τη λήψη μέτρων κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρο 21, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ. Σε περίπτωση που επιβάλλονται ήδη προσωρινοί δασμοί, υποβάλλεται στο Συμβούλιο πρόταση για τη λήψη οριστικών μέτρων το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη ισχύος των προσωρινών δασμών. Το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. 5. Ο δασμός αντιντάμπινγκ εισπράττεται στο ύψος που αναλογεί σε κάθε περίπτωση για όλες χωρίς διάκριση προελεύσεως εισαγωγές ενός προϊόντος που έχει διαπιστωθεί ότι πραγματοποιούνται με πρακτικές ντάμπινγκ και προξενούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές από εκείνες τις πηγές από τις οποίες έχουν γίνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων κατ' εφαμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Ο κανονισμός καθορίζει το δασμό που αντιστοιχεί σε κάθε προμηθευτή ή, αν αυτό είναι πρακτικώς ανέφικτο και στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 2 παράγραφος 7, την οικεία προμηθεύτρια χώρα. 6. Όταν η Επιτροπή έχει περιστείλει το αντικείμενο της εξέτασης κατ' εφαρμογή του άρθρου 17, οποιοσδήποτε δασμός αντιντάμπινγκ, ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές που προέρχονται από εξαγωγείς ή παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 17 αλλά δεν έχουν συμπεριληφθεί στην έρευνα, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που έχει καθοριστεί για τις επιχειρήσεις του δείγματος. Κατά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τυχόν περιθώρια που είτε είναι μηδενικά, είτε ασήμαντα, καθώς και τυχόν περιθώρια που έχουν καθοριστεί υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 18. Οι αρχές επιβάλλουν μεμονωμένους δασμούς ή κανονικές αξίες για τις εισαγωγές που προέρχονται από οποιονδήποτε εξαγωγέα ή παραγωγό στον οποίο επιφυλάσσεται ιδιαίτερη μεταχείριση, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17. Άρθρο 10 Αναδρομική ισχύς 1. Προσωρινά μέτρα και οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ εφαρμόζονται μόνον ως προς προϊόντα που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά το χρόνο θέσης σε ισχύ της απόφασης που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 και του άρθρου 9 παράγραφος 4, αντιστοίχως, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει ο παρών κανονισμός. 2. Όταν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός και από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ζημία, το Συμβούλιο αποφασίζει, ανεξάρτητα από το κατά πόσον πρέπει να επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ, σχετικά με το ποσοστό του προσωρινού δασμού που εισπράττεται οριστικώς. Εν προκειμένω, ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ούτε τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας, εκτός αν διαπιστώνεται ότι ο κίνδυνος αυτός θα εξελισσόταν, αν δεν λαμβάνονταν προσωρινά μέτρα, στην πρόκληση σοβαρής ζημίας. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, στις οποίες διαπιστώνεται η ύπαρξη του παραπάνω κινδύνου ή η καθυστέρηση, τα ποσά που έχουν ενδεχομένως εισπραχθεί προσωρινώς αποδεσμεύονται, ενώ η επιβολή οριστικών δασμών επιτρέπεται μόνον από την ημερομηνία διατύπωσης τελικού συμπεράσματος για τον κίνδυνο ή την αισθητή καθυστέρηση. 3. Αν ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ είναι υψηλότερος από τον προσωρινό δασμό, η διαφορά δεν εισπράττεται. Αν ο οριστικός δασμός είναι χαμηλότερος από τον προσωρινό δασμό, ο δασμός υπολογίζεται εκ νέου. Αν το τελικό συμπέρασμα είναι αποφατικό, ο προσωρινός δασμός δεν επικυρώνεται. 4. Επιτρέπεται η επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ ως προς προϊόντα που ετέθησαν σε κατανάλωση το πολύ 90 ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των προσωρινών μέτρων, αλλά όχι πριν από την έναρξη της έρευνας, υπό την προϋπόθεση ότι οι εισαγωγές καταγράφηκαν συμφώνως προς το άρθρο 14 παράγραφος 5, η Επιτροπή έχει προσφέρει στους ενδιαφερόμενους εισαγωγείς την ευκαιρία να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους και επιπλέον εφόσον: i) κατά το παρελθόν έχουν ασκηθεί πρακτικές ντάμπινγκ ως προς το συγκεκριμένο προϊόν επί μακρύ χρονικό διάστημα ή ο εισαγωγέας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη του ντάμπινγκ, και συγκεκριμένα την έκταση του ντάμπινγκ και την υποτιθέμενη ή αποδεδειγμένη ζημία και ii) επιπλέον του όγκου εισαγωγών που προκάλεσαν ζημία κατά την περίοδο έρευνας, έχει σημειωθεί περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών, η οποία, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου κατά τον οποίον πραγματοποιήθηκαν, του όγκου τους και των λοιπών περιστάσεων, είναι πιθανό να εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που πρόκειται να επιβληθεί. 5. Σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, είναι δυνατόν να επιβάλονται οριστικοί δασμοί δυνάμει του παρόντος κανονισμού ως προς προϊόντα που ετέθησαν σε κατανάλωση το πολύ ενενήντα ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος των προσωρινών μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι έχει εκδοθεί ανακοίνωση για την αναστολή του καθορισμού της δασμολογητέας αξίας συμφώνως προς το άρθρο 14 παράγραφος 5 και ότι κάθε τέτοια εκτίμηση με αναδρομικό αποτέλεσμα δεν επιτρέπεται να αφορά τις εισαγωγές προϊόντων που ετέθησαν σε κατανάλωση πριν από την παραβίαση ή την ανάκληση της ανάληψης υποχρέωσης. Άρθρο 11 Διάρκεια ισχύος, επανεξέταση και επιστροφές 1. Κάθε μέτρο αντιντάμπινγκ παραμένει σε ισχύ μόνο για όσο χρόνο και στην έκταση που χρειάζεται για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ. 2. Κάθε οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του ή από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξέτασης η οποία κάλυψε τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαρισμό των κοινοτικών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η επανεξέταση. α) Για να αρχίσει επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος δεδομένου μέτρου, πρέπει η σχετική αίτηση να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η άρση των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Η πιθανότητα αυτή μπορεί, παραδείγματος χάρη, να προκύπτει με βάση στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το ντάμπινγκ ή η ζημία συνεχίζεται ή ότι η εξάλειψη της ζημίας οφείλεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ύπαρξη των μέτρων ή ότι υπάρχουν ενδείξεις για την πιθανότητα περαιτέρω άσκησης ζημιογόνων πρακτικών ντάμπινγκ λόγω της κατάστασης των εξαγωγέων ή των συνθηκών που παρατηρούνται στην αγορά. β) Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών βάσει της παρούσας παραγράφου, παρέχεται στους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς, τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και τους κοινοτικούς παραγωγούς η δυνατότητα να προβάλουν περαιτέρω επιχειρήματα ή αντεπιχειρήματα ή να διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με τα θέματα που θίγονται στην αίτηση επανεξέτασης, ενώ για την εξαγωγή συμπερασμάτων λαμβάνονται καταλλήλως υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί σχετικά με το αν τυχόν άρση των μέτρων είναι ή όχι πιθανόν να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. γ) Στο πλαίσιο εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ισχύος του εκάστοτε μέτρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε ενδεδειγμένο χρόνο κατά το τελευταίο έτος της περίοδου εφαρμογής του μέτρου, κατά τα προβλεπόμενα στην παρούσα παράγραφο. Εν συνεχεία, οι κοινοτικοί παραγωγοί αποκτούν, το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση επανεξέτασης συμφώνως προς την παράγραφο 2 στοιχείο α). Επίσης δημοσιεύεται ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος των μέτρων δυνάμει της παρούσας παραγράφου. 3. Η ανάγκη διατήρησης σε ισχύ δεδομένου μέτρου είναι επίσης δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο επανεξέτασης, όταν κρίνεται διακαιολογημένη, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως ενός κράτους μέλους ή, ακόμη, εφόσον έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι βραχύτερο του έτους από την επιβολή του οριστικού μέτρου, μετά από αίτηση οποιουδήποτε εξαγωγέα ή εισαγωγέα ή των κοινοτικών παραγωγών, η οποία περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη σκοπιμότητα μιας ενδιάμεσης επανεξέτασης αυτής της μορφής. α) Ενδιάμεση επανεξέταση αρχίζει όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση του ντάμπινγκ ή/και ότι είναι απίθανο να συνεχισθεί ή να επαναληφθεί η ζημία σε περίπτωση άρσης ή διαφοροποίησης του μέτρου ή το υφιστάμενο μέτρο δεν αρκεί ή δεν αρκεί πλέον για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ. β) Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών δυνάμει της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να εξετάζει κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά το ντάμπινγκ και τη ζημία ή κατά πόσον με τα υφιστάμενα μέτρα επιτυγχάνονται τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα από την άποψη της εξάλειψης της ζημίας που έχει ήδη διαπιστωθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 3 του παρόντος κανονισμού. Στο πλασίο αυτό, για την εξαγωγή τελικού συμπεράσματος λαμβάνονται υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία. 4. Επανεξέταση διενεργείται επίσης προκειμένου να καθοριστούν χωριστά περιθώρια ντάμπινγκ για νέους εξαγωγείς στην οικεία χώρα εξαγωγής οι οποίοι δεν πραγματοποίησαν εξαγωγές του εκάστοτε προϊόντος κατά την περίοδο έρευνας που ελήφθη ως βάση για την επιβολή των μέτρων. α) Η επανεξέταση αρχίζει εφόσον ο νέος εξαγωγέας ή παραγωγός είναι σε θέση να αποδείξει ότι δεν συνδέεται με κανέναν από τους εξαγωγείς και παραγωγούς της χώρας εξαγωγής οι οποίοι υπόκεινται στα μέτρα αντιντάμπινγκ επί του προϊόντος και εφόσον πράγματι πραγματοποίησε εξαγωγές στην Κοινότητα μετά την προαναφερθείσα περίοδο έρευνας ή εφόσον είναι σε θέση να αποδείξει ότι έχει αναλάβει αμετάκλητη συμβατική υποχρέωση για την εξαγωγή σημαντικής ποσότητας στην Κοινότητα. β) Επανεξέταση για κάποιον νέο εξαγωγέα αρχίζει και διεξάγεται με συνοπτική διαδικασία, αφού έχει ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και έχει παρασχεθεί στους κοινοτικούς παραγωγούς η δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις. Ο κανονισμός της Επιτροπής για την έναρξη επανεξέτασης καταργεί τον ισχύοντα δασμό έναντι του οικείου νέου εξαγωγέα, μέσω της τροποποίησης του κανονισμού με τον οποίον επεβλήθη ο δασμός και της καταγραφής των εισαγωγών κατά τα προβλεπόμενα στο άρθο 14 παράγραφος 5, προκειμένου να εξασφαλισθεί η δυνατότητα επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία έναρξης της έρευνας και τούτο σε περίπτωση που από την επανεξέταση προκύψει ότι ο συγκεκριμένος εξαγωγέας ασκεί πρακτικές ντάμπινγκ. γ) Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται όταν ο δασμός έχει επιβληθεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9 παράγραφος 6. 5. Οι συναφείς διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι σχετικές με τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, είναι εφαρμοστέες και για κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των παραγράφων 2, 3 και 4. Κάθε τέτοια επανεξέταση διενεργείται χωρίς χρονοτριβή και πρέπει υπό κανονικές συνθήκες να ολοκληρώνεται εντός δωδεκαμήνου από την ημερομηνία έναρξης της επανεξέτασης. 6. Κάθε επανεξέταση βάσει του παρόντος άρθρου εγκαινιάζεται από την Επιτροπή αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής. Όταν κρίνεται δικαιολογημένο, μετά από σχετική επανεξέταση, το όργανο της Κοινότητας που είναι αρμόδιο για την επιβολή του εκάστοτε μέτρου το καταργεί ή το διατηρεί σε ισχύ βάσει της παραγράφου 2 ή επιλέγει μεταξύ της κατάργησης, της διατήρησης σε ισχύ και της τροποποίησής του κατά τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 3 και 4. Σε περίπτωση κατάργησης ενός μέτρου έναντι μεμονωμένων εξαγωγέων αλλά όχι έναντι της χώρας στο σύνολό της, οι εξαγωγείς αυτοί εξακολουθούν να περιλαμβάνονται στο αντικείμενο της διαδικασίας, και είναι δυνατόν, αυτοδικαίως, να διεξαχθεί ως προς αυτούς νέα έρευνα στο πλαίσιο επανεξέτασης που διενεργείται ενδεχομένως για τη συγκεκριμένη χώρα βάσει του παρόντος άρθρου σε μεταγενέστερο στάδιο. 7. Όταν κατά τη λήξη της περιόδου εφαρμογής ενός μέτρου, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 2, βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία επανεξέτασης του μέτρου δυνάμει της παραγράφου 3, η εν λόγω επανεξέταση καλύπτει επίσης τις περιστάσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2. 8. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, ένας εισαγωγέας δύναται να ζητήσει την επιστροφή δασμών που έχουν ήδη εισπραχθεί, εφόσον αποδεικνύεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που ελήφθη ως βάση για την καταβολή των δασμών έχει εξαλειφθεί ή ότι έχει μειωθεί σε επίπεδο κατώτερο του ύψους του ισχύοντος δασμού. α) Προκειμένου να ζητήσει την επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ, ο εισαγωγέας υποβάλλει σχετική αίτηση στην Επιτροπή. Η αίτηση υποβάλλεται μέσω του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου τα προϊόντα ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές καθόρισαν με τον προβλεπόμενο τρόπο το ύψος των προς επιβολή οριστικών δασμών ή από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για την οριστική είσπραξη των ποσών που έχουν καταβληθεί ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού δασμού. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν πάραυτα την αίτηση στην Επιτροπή. β) Μια αίτηση επιστροφής θεωρείται ως δεόντως τεκμηριωμένη βάσει αποδεικτικών στοιχείων τότε μόνον, όταν περιέχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το ποσό της ζητούμενης επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ, καθώς και το σύνολο των τελωνειακών εγγράφων που αναφέρονται στον υπολογισμό και την καταβολή του εν λόγω ποσού. Επίσης πρέπει να περιέχει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να καλύπτουν αντιπροσωπευτικό χρονικό διάστημα, σχετικά με τις κανονικές αξίες και τις τιμές εξαγωγής προς την Κοινότητα που ισχύουν για τον υποκείμενο στο δασμό εξαγωγέα ή παραγωγό. Σε περίπτωση που ο εισαγωγέας δεν συνδέεται με τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό και τα αναγκαία στοιχεία δεν είναι δυνατό να διατεθούν αμέσως ή σε περίπτωση που ο εκάστοτε εξαγωγέας ή παραγωγός δεν είναι διατεθειμένος να τα καταστήσει γνωστά στον εισαγωγέα, η αίτηση πρέπει να διαλαμβάνει δήλωση του εξαγωγέα ή του παραγωγού στην οποία να αναφέρεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ έχει ελαττωθεί ή εξαλειφθεί, κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο, και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την υποστήριξη της αίτησης πρόκειται να διατεθούν στην Επιτροπή. Αν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν διατεθούν από τον εξαγωγέα ή τον παραγωγό εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, η αίτηση απορρίπτεται. γ) Η Επιτροπή, αφού ζητήσει τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, αποφασίζει αν και σε ποιο βαθμό πρέπει να κάνει δεκτή την αίτηση 7 επίσης δύναται οποτεδήποτε να αποφασίσει την έναρξη ενδιάμεσης επανεξέτασης, ενώ τα στοιχεία και τα πορίσματα που θα προκύψουν από την επανεξέταση αυτή, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται για τέτοιου είδους επανεξετάσεις, χρησιμοποιούνται προκειμένου να αποφασισθεί αν και σε ποιο βαθμό δικαιολογείται η επιστροφή. Κάθε επιστροφή δασμών πραγματοποιείται κατά κανόνα εντός δώδεκα μηνών και πάντως όχι μετά την παρέλευση 18 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο εισαγωγέας του προϊόντος το οποίο αφορά ο επιβληθείς δασμός αντιντάμπινγκ υπέβαλε την αίτηση επιστροφής, τεκμηριώνοντάς την με τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία. Τα κράτη μέλη προβαίνουν κατά κανόνα στην καταβολή της εγκριθείσας επιστροφής εντός 90 ημερών από τη λήψη της απόφασης για την οποία γίνεται λόγος παραπάνω. 9. Για όλες τις επανεξετάσεις και τις έρευνες που διεξάγονται για το θέμα της επιστροφής δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εφαρμόζει, στο βαθμό που δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των διατάξεων του άρθρου 2, και ιδιαίτερα των παραγράφων 11 και 12 του εν λόγω άρθρου, όπως επίσης των διατάξεων του άρθρου 17 του παρόντος κανονισμού. 10. Στο πλαίσιο κάθε έρευνας που διεξάγεται βάσει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εξετάζει την αξιοπιστία των τιμών εξαγωγής κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2. Εντούτοις, όταν αποφασίζεται η κατασκευή της τιμής εξαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9, η Επιτροπή υποχρεούται να υπολογίζει την τιμή εξαγωγής χωρίς να αφαιρεί το ποσό των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβληθεί πειστικά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο δασμός αντανακλάται δεόντως στις τιμές μεταπώλησης και στις μεταγενέστερες τιμές πώλησης στην Κοινότητα. Άρθρο 12 1. Όταν ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχει υποβάλει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ένα μέτρο δεν έχει οδηγήσει σε μεταβολή ή σε επαρκή μεταβολή των τιμών μεταπώλησης ή των μεταγενέστερων τιμών πώλησης στην Κοινότητα, είναι δυνατό να αποφασισθεί, μετά από διαβουλεύσεις, νέα διεξαγωγή της έρευνας, προκειμένου να εξετασθεί κατά πόσον το μέτρο έχει επιδράσει επί των προαναφερθεισών τιμών. 2. Όταν διεξάγεται έρευνα βάσει του παρόντος άρθρου, παρέχεται στους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς και τους κοινοτικούς παραγωγούς η δυνατότητα να διευκρινίσουν τα δεδομένα που αναφέρονται στις τιμές μεταπώλησης και στις μεταγενέστερες τιμές πώλησης 7 σε περίπτωση που συμπεραίνεται ότι το εκάστοτε μέτρο έπρεπε να είχε προκαλέσει μεταβολή των εν λόγω τιμών, ούτως ώστε να εξαλειφθεί η ζημία που έχει ήδη προσδιορισθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 3, τότε οι τιμές εξαγωγής επανεκτιμώνται σύμφωνα με το άρθρο 2, ενώ τα περιθώρια ντάμπινγκ υπολογίζονται εκ νέου προκειμένου να λαμβάνουν υπόψη τις τιμές εξαγωγής που προκύπτουν από την επανεκτίμηση. Όταν γίνεται δεκτό ότι η μη μεταβολή των τιμών στην Κοινότητα οφείλεται σε πτώση των τιμών εξαγωγής η οποία σημειώθηκε πριν από την επιβολή των μέτρων ή μετά από αυτή, τα περιθώρια ντάμπινγκ είναι δυνατό να επανυπολογίζονται, προκειμένου να λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω χαμηλότερες τιμές εξαγωγής. 3. Σε περίπτωση που από τη διεξαχθείσα, βάσει του παρόντος άρθρου, νέα έρευνα προκύψει αύξηση του ντάμπινγκ, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, τροποποιεί τα ισχύοντα μέτρα, ώστε αυτά να εκφράζουν τα νέα πορίσματα για τις τιμές εξαγωγής. 4. Για κάθε επανεξέταση που διενεργείται βάσει του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις των άρθρων 5 και 6, με εξαίρεση το γεγονός ότι οι επανεξετάσεις αυτού του είδους διενεργούνται με ταχείες διαδικασίες και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται εντός εξαμήνου από την ημερομηνία έναρξης της νέας έρευνας. 5. Τυχόν ισχυρισμοί περί μεταβολών της κανονικής αξίας λαμβάνονται τότε μόνον υπόψη, βάσει του παρόντος άρθρου, όταν εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας προσκομίζονται στην Επιτροπή πλήρη στοιχεία τα οποία αναφέρονται στις αναθεωρημένες κανονικές αξίες και συνοδεύονται από τη δέουσα τεκμηρίωση. Όταν η έρευνα περιλαμβάνει επανεξέταση των κανονικών αξιών, οι εισαγωγές είναι δυνατό να καταγράφονται συμφώνως προς το άρθρο 14 παράγραφος 5 μέχρις ότου ολοκληρωθεί η έρευνα. Άρθρο 13 Καταστρατήγηση 1. Όταν σημειώνεται καταστρατήγηση μέτρων που έχουν τεθεί σε ισχύ, οι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται βάσει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατό να ισχύουν και έναντι των εισαγωγών ομοειδών προϊόντων ή μερών αυτών από τρίτες χώρες. Με τον όρο «καταστρατήγηση» νοείται κάθε μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και της Κοινότητας, η οποία απορρέει από μια πρακτική, διαδικασία ή εργασία, για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι εξουδετερώνονται οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού όσον αφορά τις τιμές ή και τις ποσότητες του συναρμολογημένου ομοειδούς προϊόντος. 2. Μια συναρμολόγηση στην Κοινότητα ή σε τρίτη χώρα γίνεται δεκτό ότι καταστρατηγεί τα ισχύοντα μέτρα όταν: i) η συναρμολόγηση άρχισε ή αυξήθηκε σημαντικά από την έναρξη της έρευνας αντιντάμπινγκ ή αμέσως πριν από αυτήν, και τα χρησιμοποιούμενα μέρη προέρχονται από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα και ii) τα μέρη αντιπροσωπεύουν ποσοστό 60 % τουλάχιστον της συνολικής αξίας των μερών του συναρμολογημένου προϊόντος, αν και σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι υπάρχει καταστρατήγηση, αν η προστιθέμενη αξία των μερών που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συναρμολόγησης ή συμπλήρωσης υπερβαίνει το 25 % του κόστους κατασκευής και iii) οι τιμές ή/και οι ποσότητες του συναρμολογημένου ομοειδούς προϊόντος έχουν ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση των επανορθωτικών συνεπειών του δασμού. 3. Για να αρχίσουν έρευνες βάσει του παρόντος άρθρου, πρέπει η αίτηση να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1. Έρευνα αρχίζει, αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, με κανονισμό της Επιτροπής, με τον οποίον επιπλέον καλούνται οι τελωνειακές αρχές να υποβάλουν τις εισαγωγές σε καταγραφή σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 ή να απαιτήσουν την παροχή εγγυήσεων. Οι έρευνες διεξάγονται από την Επιτροπή, η οποία είναι δυνατό να επικουρείται από τις τελωνειακές αρχές, και πρέπει να ολοκληρώνονται εντός εννέα μηνών. Όταν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν εξακριβωθεί τελικώς, δικαιολογούν την επέκταση των μέτρων, τα μέτρα αυτά επιβάλλονται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής 7 η ισχύς των μέτρων ανάγεται στην ημερομηνία επιβολής της καταγραφής σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 ή διατύπωσης του αιτήματος για την παροχή εγγυήσεων. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι συναφείς διαδικαστικές διατάξεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό για την έναρξη και τη διεξαγωγή ερευνών. 4. Ένα προϊόν δεν είναι δυνατό να καταγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 ή με μέτρα, εφόσον συνοδεύεται από πιστοποιητικό τελωνείου στο οποίο δηλώνεται ότι η εισαγωγή του συγκεκριμένου προϊόντος δεν αποτελεί καταστρατήγηση. Τα πιστοποιητικά αυτά εκδίδουν, κατόπιν αιτήσεως, οι τελωνειακές αρχές, είτε μετά από σχετική έγκριση με απόφαση της Επιτροπής που εκδίδεται αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, είτε μετά την απόφαση του Συμβουλίου για την επιβολή των μέτρων. Κάθε πιστοποιητικό παραμένει σε ισχύ για όσον χρόνο και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτό. 5. Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η κανονική εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για τους δασμούς. Άρθρο 14 Γενικές διατάξεις 1. Οι δασμοί αντιντάμπινγκ, προσωρινοί ή οριστικοί, επιβάλλονται με κανονισμό και εισπράττονται από τα κράτη μέλη υπό τη μορφή, στο ύψος και με βάση τις λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει ο κανονισμός με τον οποίον επιβάλλονται οι δασμοί. Επίσης οι δασμοί αντιντάμπινγκ εισπράττονται ανεξάρτητα από τους τελωνειακούς δασμούς, τους φόρους και τις λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται συνήθως στις εισαγωγές. Κανένα προϊόν δεν υπόκειται ταυτόχρονα σε δασμούς αντιντάμπινγκ και σε αντισταθμιστικούς δασμούς για την αντιμετώπιση των συνεπειών μιας και της αυτής κατάστασης, η οποία είναι αποτέλεσμα πρακτικής ντάμπινγκ ή επιδότησης των εξαγωγών. 2. Οι κανονισμοί για την επιβολή προσωρινών ή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ, καθώς και οι κανονισμοί και οι αποφάσεις για την αποδοχή αναλήψεων υποχρεώσεων ή την περάτωση ερευνών και διαδικασιών δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Οι εν λόγω κανονισμοί και αποφάσεις περιέχουν, μεταξύ άλλων, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των στοιχείων εμπιστευτικού χαρακτήρα, τα ονόματα των εμπλεκομένων εξαγωγών, αν αυτό είναι πρακτικώς δυνατό, ή χωρών, περιγραφή του οικείου προϊόντος, καθώς και περίληψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί των οποίων στηρίζονται τα συμπεράσματα για το ντάμπινγκ και τη ζημία. Σε κάθε περίπτωση, αντίγραφο του κανονισμού ή της απόφασης αποστέλλεται στα μέρη που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ' αναλογία και για τις επανεξετάσεις. 3. Στον παρόντα κανονισμό ή βάσει αυτού είναι δυνατό να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις, ιδίως όσον αφορά τον κοινό ορισμό της έννοιας της καταγωγής, όπως αυτός περιέχεται στον κανονισμό (EOK) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 1992 περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (1). 4. Για λόγους προστασίας του συμφέροντος της Κοινότητας, τα μέτρα που επιβάλλονται βάσει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατό, αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, να αναστέλλονται με απόφαση της Επιτροπής για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο του έτους εξαιτίας μεταβολής των συνθηκών στην αγορά της Κοινότητας, εφόσον η μεταβολή αυτή αίρει προσωρινά τη σκοπιμότητα εφαρμογής των εκάστοτε μέτρων και υπό την προϋπόθεση ότι έχει παρασχεθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής η δυνατότητα να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις του. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, δύναται να παρατείνει την αναστολή για επιπλέον χρονικό διάστημα. Τα μέτρα είναι δυνατό να επαναφέρονται σε ισχύ ανά πάσα στιγμή και μετά από διαβουλεύσεις, αν παύσει να συντρέχει ο λόγος της αναστολής τους. 5. Η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα, αφού λάβει τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, να ζητήσει από τις τελωνειακές αρχές να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες για την καταγραφή των εισαγωγών, έτσι ώστε να είναι δυνατή η μεταγενέστερη επιβολή μέτρων έναντι των εισαγωγών αυτών με ισχύ από την ημερομηνία καταγραφής τους. Οι εισαγωγές είναι δυνατό να καταγράφονται μετά από σχετική αίτηση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής η οποία απαιτείται να περιλαμβάνει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν αυτή την ενέργεια. Η καταγραφή θεσπίζεται με κανονισμό ο οποίος διευκρινίζει το σκοπό της εν λόγω ενέργειας και, αν χρειάζεται, το υπολογιζόμενο ποσό στο οποίο θα ανέρχεται η ενδεχόμενη μελλοντική οφειλή. Οι εισαγωγές δεν είναι δυνατό να υποβάλλονται σε καταγραφή για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των εννέα μηνών. 6. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν ανά μήνα στην Επιτροπή τα στοιχεία για το εισαγωγικό εμπόριο των προϊόντων σε σχέση με τα οποία διεξάγεται έρευνα ή έχουν επιβληθεί μέτρα, καθώς και για το ύψος των δασμών που εισπράττονται βάσει του παρόντος κανονισμού. Άρθρο 15 Διαβουλεύσεις 1. Οι διαβουλεύσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συμβουλευτικής επιτροπής, αποτελούμενης από εκπροσώπους κάθε κράτους μέλους, υπό την προεδρία εκπροσώπου της Επιτροπής. Διαβουλεύσεις διεξάγονται αμέσως, είτε μετά από αίτηση κράτους μέλους, είτε με πρωτοβουλία της Επιτροπής και σε κάθε περίπτωση εντός χρονικού πλαισίου το οποίο να επιτρέπει την τήρηση των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός. 2. Τη συμβουλευτική επιτροπή συγκαλεί ο πρόεδρος, ο οποίος παρέχει το συντομότερο δυνατό στα κράτη μέλη όλα τα χρήσιμα πληροφοριακά στοιχεία. 3. Όταν είναι αναγκαίο, οι διαβουλεύσεις είναι δυνατό να διεξάγονται μόνο γραπτώς 7 στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να διατυπώνουν τις απόψεις τους ή να ζητούν τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων και προφορικώς 7 ο πρόεδρος φροντίζει για τη διεξαγωγή προφορικών διαβουλεύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν εντός χρονικού πλαισίου που να επιτρέπει την τήρηση των προβλεπόμενων από τον παρόντα κανονισμό προθεσμιών. 4. Οι διαβουλεύσεις καλύπτουν ιδίως: i) την ύπαρξη ντάμπινγκ και τις μεθόδους καθορισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, ii) την ύπαρξη και έκταση της ζημίας, iii) την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας, iv) τα μέτρα τα οποία, υπό τις δεδομένες συνθήκες, προσφέρονται για την αποτροπή ή την αποκατάσταση της ζημίας που έχει προκληθεί από το ντάμπινγκ, καθώς και τις λεπτομέρειες θέσης σε εφαρμογή των μέτρων αυτών. Άρθρο 16 Επιτόπιες έρευνες 1. Η Επιτροπή, όποτε το κρίνει σκόπιμο, πραγματοποιεί επισκέψεις, προκειμένου να εξετάσει τα στοιχεία που τηρούν οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι έμποροι, οι αντιπρόσωποι, οι παραγωγοί και οι εμπορικές ενώσεις και οργανισμοί, και να επαληθεύσει τα στοιχεία που έχουν προσκομισθεί για το ντάμπινγκ και τη ζημία. Αν δεν έχει παρασχεθεί προσήκουσα και έγκαιρη απάντηση, δεν επιτρέπεται η διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας. 2. Η Επιτροπή δύναται, όταν είναι αναγκαίο, να διενεργεί έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζει τη συγκατάθεση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και επιπλέον ότι έχει ενημερώσει τους εκπροσώπους της κυβέρνησης της οικείας χώρας, χωρίς αυτή η τελευταία να διατυπώσει αντίρρηση για τη διενέργεια της έρευνας. Το συντομότερο δυνατό μετά την εξασφάλιση της συγκατάθεσης των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή οφείλει να γνωστοποιεί στις αρχές της χώρας εξαγωγής τις ονομασίες και τις διευθύνσεις των επιχειρήσεων στις εγκαταστάσεις των οποίων πρόκειται να πραγματοποιηθεί επίσκεψη, καθώς και τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες. 3. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ενημερώνονται σχετικά με τον χαρακτήρα των στοιχείων που πρόκειται να επαληθευτούν κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας, καθώς και σχετικά με οποιοδήποτε επιπλέον στοιχείο που πρέπει να παρασχεθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας αυτής, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να ζητούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας περαιτέρω στοιχεία που κρίνονται χρήσιμα με βάση το υλικό που έχει ήδη συγκεντρωθεί. 4. Κατά τις έρευνες που διενεργούνται βάσει της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή επικουρείται από αξιωματούχους των κρατών μελών που υποβάλλουν σχετικό αίτημα. Άρθρο 17 Δειγματοληψίες 1. Όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγματοληψιών που να ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής και λαμβάνοντας ως βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά το χρόνο της επιλογής 7 εναλλακτικά η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών, για τον οποίον μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου. 2. Η τελική επιλογή των ενδιαφερομένων μερών των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η οποία πραγματοποιείται για τους σκοπούς των δειγματοληψιών κατ' εφαρμογή των παρουσών διατάξεων, γίνεται από την Επιτροπή, αν και είναι προτιμότερο να επιλέγεται το δείγμα κατόπιν διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη και με τη συγκατάθεσή τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω μέρη έχουν αναγγελθεί και προσκομίσει εντός τριών εβδομάδων από την έναρξη επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να επιτρέπουν την επιλογή αντιπροσωπευτικού δείγματος. 3. Ακόμη και σε περιπτώσεις περιστολής του αντικειμένου της εξέτασης κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου, είναι υποχρεωτικό να υπολογίζεται ξεχωριστό περιθώριο ντάμπινγκ για κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην αρχική επιλογή, αλλά ο οποίος υποβάλλει τα απαιτούμενα στοιχεία εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός, εκτός αν ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθίσταται υπερβολικά επαχθής η ατομική εξέταση των δεδομένων καθενός και να παρεμποδίζεται η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας. 4. Όταν αποφασίζεται η διενέργεια δειγματοληψίας και υπάρχει κάποιος βαθμός άρνησης συνεργασίας εκ μέρους των επιλεγέντων ενδιαφερομένων μερών, ο οποίος είναι πιθανό να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τα πορίσματα της έρευνας, επιτρέπεται η επιλογή νέου δείγματος. Εντούτοις, αν εξακολουθεί να υφίσταται ένας σημαντικός βαθμός άρνησης συνεργασίας ή αν δεν υπάρχει ο χρόνος που χρειάζεται για την επιλογή νέου δείγματος, εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις του άρθρου 18. Άρθρο 18 Άρνηση συνεργασίας 1. Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε αναγκαία στοιχεία ή γενικότερα δεν τα παρέχει εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη και είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα γεγονοτικά στοιχεία. Τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τις συνέπειες που επισύρει τυχόν άρνηση συνεργασίας. 2. Η μη παροχή απάντησης υπό μηχανογραφημένη μορφή δεν θεωρείται ως άρνηση συνεργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος αποδεικνύει ότι η παρουσίαση της απάντησης υπό τη ζητούμενη μορφή θα συνεπάγετο υπέρμετρη επιπλέον προσπάθεια ή υπέρμετρο επιπρόσθετο κόστος. 3. Αν τα στοιχεία που προσκομίσει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι ενδεχομένως άρτια από κάθε άποψη, τα εν λόγω στοιχεία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις δεν είναι τέτοιες, ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια και υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία υποβάλλονται με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως, ότι είναι επαληθεύσιμα και ότι το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια. 4. Όταν δεν γίνονται δεκτά ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία ή ορισμένες πληροφορίες, το μέρος που τα έχει προσκομίσει πρέπει να ενημερώνεται πάραυτα σχετικά με τους λόγους της μη αποδοχής 7 επίσης πρέπει να του δίδεται η δυνατότητα να παράσχει πρόσθετες εξηγήσεις εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση που οι εξηγήσεις αυτές δεν κριθούν ικανοποιητικές, πρέπει να καθίστανται γνωστοί οι λόγοι της απόρριψης των συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ή πληροφοριών και να αναπτύσσονται κατά τη δημοσίευση των σχετικών συμπερασμάτων. 5. Σε περίπτωση που τα συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για το θέμα της κανονικής αξίας, στηρίζονται στην εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, παραδείγματος χάρη όταν στηρίζονται σε στοιχεία που περιέχονται στην καταγγελία, τα συμπεράσματα αυτά πρέπει, όποτε είναι εφικτό και τηρουμένων των προθεσμιών που ισχύουν για την έρευνα, να ελέγχονται με βάση στοιχεία προερχόμενα από άλλες, ανεξάρτητες πηγές, τα οποία ενδεχομένως είναι διαθέσιμα, όπως τιμοκαταλόγους, επίσημα στατιστικά στοιχεία για τις εισαγωγές και τελωνειακές στατιστικές ή στοιχεία που έχουν προσκομίσει άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατά την έρευνα. 6. Αν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται να συνεργασθεί ή συνεργάζεται μεν, αλλά μόνον εν μέρει και με τον τρόπο αυτό εμποδίζεται η πρόσβαση σε χρήσιμα στοιχεία, το τελικό αποτέλεσμα ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκό για το εν λόγω μέρος από ό,τι θα ήταν αν αυτό είχε δεχθεί να συνεργασθεί. Άρθρο 19 Εμπιστευτική μεταχείριση 1. Οι αρχές, όταν αποδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού λόγου, αντιμετωπίζουν ως εμπιστευτικού χαρακτήρα κάθε στοιχείο το οποίο από τη φύση του έχει τέτοιον χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη, επειδή η γνωστοποίησή του θα προσπόριζε ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε κάποιον ανταγωνιστή ή επειδή η γνωστοποίησή του θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει προσκομίσει το συγκεκριμένο στοιχείο ή για το πρόσωπο από το οποίο πληροφορήθηκε το συγκεκριμένο στοιχείο αυτός που το υποβάλλει) ή το οποίο έχει υποβληθεί από κάποιο μέρος που μετέχει στην έρευνα με την επεξήγηση ότι πρόκειται για στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα. 2. Τα ενδιαφερόμενα μέρη που προσκομίζουν εμπιστευτικές πληροφορίες είναι υποχρεωμένα να υποβάλλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις των ίδιων πληροφοριών. Οι εν λόγω περιλήψεις πρέπει να είναι αρκούντως περιεκτικές, ώστε να επιτρέπουν την σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας της εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίας που έχει προσκομισθεί. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη επιτρέπεται συγχρόνως να δηλώνουν ότι η πληροφορία που προσκομίζουν δεν είναι δυνατό να παρουσιασθεί σε περιληπτική μορφή. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις πρέπει να επισημαίνονται οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι δυνατή η περιληπτική παρουσίαση της πληροφορίας. 3. Σε περίπτωση που κρίνεται ότι μια αίτηση παροχής εμπιστευτικής μεταχείρισης είναι απορριπτέα και ο παρέχων την πληροφορία είτε δεν είναι διατεθειμένος να καταστήσει ευρύτερα γνωστή την πληροφορία, είτε να επιτρέψει την κοινοποίησή της σε γενικόλογη ή περιληπτική μορφή, η πληροφορία αυτή είναι δυνατό να μη λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν αποδεικνύεται βάσει αξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων ότι η πληροφορία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι αιτήσεις για την παροχή εμπιστευτικής μεταχείρισης δεν πρέπει να απορρίπτονται αυθαίρετα. 4. Το παρόν άρθρο δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται στις αρχές της Κοινότητας να γνωστοποιούν στοιχεία γενικού χαρακτήρα, όπως είναι οι λόγοι στους οποίους στηρίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού, ή να γνωστοποιούν τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχτηκαν οι αρχές της Κοινότητας, στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για την επεξήγηση των λόγων αυτών κατά τις διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου. Για κάθε γνωστοποίηση αυτής της μορφής πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το νόμιμο συμφέρον των ενδιαφερομένων όσον αφορά την ανάγκη προστασίας του επιχειρηματικού τους απορρήτου. 5. Το Συμβούλιο, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, καθώς και οι αξιωματούχοι αυτών, οφείλουν να μην αποκαλύπτουν κανένα στοιχείο το οποίο έχει υποβληθεί βάσει του παρόντος κανονισμού και του οποίου έχει ζητηθεί η εμπιστευτική μεταχείριση από το πρόσωπο που το υπέβαλε, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση αυτού του τελευταίου. Τα στοιχεία που ανταλλάσσονται μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, τα στοιχεία που άπτονται των διαβουλεύσεων που διεξάγονται κατ' εφαρμογήν του άρθρου 15, καθώς και κάθε εσωτερικό έγγραφο που καταρτίζουν οι αρχές της Κοινότητας ή των κράτων μελών της δεν είναι δυνατό να αποκαλύπτεται παρά μόνο βάσει ρητής διάταξης του παρόντος κανονισμού. 6. Τα στοιχεία που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται μόνο για τον σκοπό για τον οποίον ζητήθηκαν. Άρθρο 20 Αποκάλυψη πληροφοριών 1. Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς και οι εκπρόσωποι της χώρας καταγωγής δύνανται να ζητούν την αποκάλυψη αναλυτικών πληροφοριών για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Οι σχετικές αιτήσεις πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς αμέσως μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, ενώ οι πληροφορίες πρέπει να κοινοποιούνται γραπτώς το συντομότερο δυνατόν μετά την υποβολή της αίτησης. 2. Τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας άνευ επιβολής μέτρων 7 εν προκειμένω, λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη γνωστοποίηση εκείνων των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού που ενδεχομένως διαφέρουν από εκείνα που αποτέλεσαν τη βάση για την επιβολή των προσωρινών μέτρων. 3. Οι αιτήσεις για την τελική αποκάλυψη στοιχείων, η οποία ορίζεται στην παράγραφο 2, αποστέλλονται γραπτώς στην Επιτροπή και παραλαμβάνονται, σε περιπτώσεις που έχει ήδη επιβληθεί προσωρινός δασμός, το αργότερο έναν μήνα μετά τη δημοσίευση της πράξης επιβολής του εν λόγω δασμού. Αν δεν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός, παρέχεται στα μέρη η δυνατότητα να ζητήσουν την τελική αποκάλυψη στοιχείων εντός προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή. 4. Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς 7 λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, η τελική αποκάλυψη στοιχείων πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν και, υπό κανονικές συνθήκες, το αργότερο έναν μήνα πριν από την οριστική απόφαση ή την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής οποιασδήποτε πρότασης για τη λήψη τελικών μέτρων βάσει του άρθρου 9. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποκαλύψει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις τη δεδομένη στιγμή, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν σε μεταγενέστερο στάδιο. Η γνωστοποίηση αυτή δεν θίγει οιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο, αλλά αν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικές εκτιμήσεις, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν. 5. Τυχόν παραστάσεις των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος του θέματος. Άρθρο 21 Συμφέρον της Κοινότητας 1. Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, κάθε συμπέρασμα σχετικά με το κατά πόσον το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει τη θέσπιση μέτρων πρέπει να βασίζεται σε συνολική εκτίμηση όλων των ποικίλων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων του εγχώριου κλάδου παραγωγής των χρηστών και των καταναλωτών 7 η διατύπωση οποιουδήποτε συμπεράσματος βάσει του παρόντος άρθρου είναι δυνατή μόνον εφόσον έχει παρασχεθεί σε όλα τα μέρη η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, όπως προβλέπει η παράγραφος 2. Κατά την παραπάνω εξέταση, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη εξάλειψης των φαινομένων νόθευσης των συναλλαγών που προκαλούν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ και αποκατάστασης γνήσιου ανταγωνισμού. Τα μέτρα που έχουν προσδιορισθεί με βάση τις διαπιστώσεις για το ντάμπινγκ και τη ζημία είναι δυνατό να μην επιβάλλονται, σε περίπτωση που οι αρχές με βάση τα προσκομισθέντα στοιχεία, καταλήγουν με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι η επιβολή των εν λόγω μέτρων δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Κοινότητας. 2. Προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε οι αρχές να μπορούν να λάβουν υπόψη τους όλες τις απόψεις και όλα τα στοιχεία, πριν αποφασίσουν αν η επιβολή μέτρων εξυπηρετεί ή όχι το συμφέρον της Κοινότητας, παρέχεται το δικαίωμα στους καταγγέλλοντες, στους εισαγωγείς και σε αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των χρηστών και των καταναλωτών να αναγγελθούν εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας αντιντάμπινγκ και να προσκομίσουν στοιχεία στην Επιτροπή. Τα στοιχεία αυτά ή κατάλληλη περίληψη αυτών διατίθενται στα λοιπά μέρη που ορίζονται στο παρόν άρθρο, τα οποία έχουν το δικαίωμα να διατυπώνουν απόψεις και παρατηρήσεις σχετικά με τα στοιχεία αυτά. 3. Τα μέρη τα οποία έχουν ενεργήσει συμφώνως προς την παράγραφο 2 δύνανται να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση. Οι αιτήσεις ακρόασης γίνονται δεκτές, εφόσον έχουν υποβληθεί εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 και επιπλέον αναφέρουν τους ειδικούς λόγους για τους οποίους είναι επιβεβλημένη, από την άποψη του κοινοτικού συμφέροντος, η ακρόαση των μερών. 4. Τα μέρη τα οποία έχουν ενεργήσει συμφώνως προς την παράγραφο 2 δύνανται να υποβάλλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή των προσωρινών δασμών που έχουν ενδεχομένως επιβληθεί. Οι παρατηρήσεις αυτές πρέπει να παραλαμβάνονται εντός ενός μηνός από την έναρξη ισχύος των εκάστοτε μέτρων, διαφορετικά δεν λαμβάνονται υπόψη 7 επίσης οι παρατηρήσεις αυτές ή κατάλληλη περίληψή τους διατίθενται στα άλλα μέρη που δικαιούνται να ανταπαντήσουν. 5. Η Επιτροπή εξετάζει τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί με τον προσήκοντα τρόπο, καθώς και το κατά πόσον αυτά είναι αντιπροσωπευτικά 7 τα πορίσματα της ανάλυσης αυτής, μαζί με γνώμη σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, διαβιβάζονται στη συμβουλευτική επιτροπή. Η στάθμιση των απόψεων που εκφράζονται στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής λαμβάνεται υπόψη από την Επιτροπή για τη διατύπωση οποιασδήποτε πρότασης δυνάμει του άρθρου 9. 6. Τα μέρη τα οποία έχουν ενεργήσει συμφώνως προς την παράγραφο 2 δύνανται να ζητήσουν να πληροφορηθούν τα πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό επί των οποίων είναι πιθανό να στηρίζονται οι τελικές αποφάσεις. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται στο μέτρο που αυτό είναι δυνατό και χωρίς να θίγονται οι αποφάσεις που ενδεχομένως λαμβάνει στη συνέχεια η Επιτροπή ή το Συμβούλιο. 7. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ένα στοιχείο λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον θεμελιώνεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αξιοπιστία του. Άρθρο 22 Τελικές διατάξεις Ο παρών κανονισμός δεν αποκλείει την εφαρμογή: i) οιουδήποτε ειδικού κανόνα που προβλέπεται στις συμφωνίες οι οποίες συνάπτονται μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών, ii) των κοινοτικών κανονισμών στο γεωργικό τομέα, ούτε του κανονισμού (EOK) αριθ. 1059/69 του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 1969 περί καθορισμού του καθεστώτος συναλλαγών που εφαρμόζεται σε ορισμένα εμπορεύματα προερχόμενα από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων (1), του κανονισμού (EOK) αριθ. 2730/75 του Συμβουλίου της 29ης Οκτωβρίου 1975 περί της γλυκόζης και της λακτόζης (2) και του κανονισμού (EOK) αριθ. 2783/75 του Συμβουλίου της 28ης Οκτωβρίου 1975 περί κοινού συστήματος εμπορίας για την ωοαλβουμίνη και τη γαλακτοαλβουμίνη (3) 7 ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται ως συμπλήρωμα των προαναφερθέντων κανονισμών και κατά παρέκκλιση των διατάξεών τους που ενδεχομένως αποκλείουν την εφαρμογή δασμών αντιντάμπινγκ, iii) ειδικών μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν έρχονται σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT). Άρθρο 23 Κατάργηση της ισχύουσας νομοθεσίας Ο κανονισμός (EOK) αριθ. 2423/88 καταργείται. Οι παραπομπές στον καταργηθέντα κανονισμό θεωρούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό. Άρθρο 24 Έναρξη ισχύος Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει κατά την 1η Ιανουαρίου 1995. Ο παρών κανονισμός είναι εφαρμοστέος επί διαδικασιών και ενδιαμέσων επανεξετάσεων που αρχίζουν μετά την 1η Σεπτεμβρίου 1994 και επί των τελικών επανεξετάσεων των οποίων η επικείμενη λήξη ανακοινώθηκε μετά την ημερομηνία αυτή. Ωστόσο, για διαδικασίες που κινούνται βάσει του άρθρου 6 παραγράφος 9, οι αναφορές στις προθεσμίες εφαρμόζονται μόνο μετά από ημερομηνία καθοριζόμενη με απόφαση την οποία εκδίδει το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία το αργότερο μέχρι την 1η Απριλίου 1995, κατόπιν προτάσεως που η Επιτροπή πρόκειται να υποβάλει στο Συμβούλιο αφ' ής στιγμής έχουν εξευρεθεί οι αναγκαίοι δημοσιονομικοί πόροι. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 22 Δεκεμβρίου 1994. Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος H. SEEHOFER (1) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1994 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα). (2) ΕΕ αριθ. L 209 της 2. 8. 1988, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (EK) αριθ. 521/94 (ΕΕ αριθ. L 66 της 10. 3. 1994, σ. 7) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 522/94 (ΕΕ αριθ. L 66 της 10. 3. 1994, σ. 10). (1) ΕΕ αριθ. L 67 της 10. 3. 1994, σ. 89. (1) EE αριθ. L 302 της 19. 10. 1992, σ. 1. (1) EE αριθ. L 141 της 12. 6. 1969, σ. 1. (2) EE αριθ. L 281 της 1. 11. 1975, σ. 20. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 222/88 της Επιτροπής (EE αριθ. L 28 της 1. 2. 1988, σ. 1). (3) EE αριθ. L 282 της 1. 11. 1975, σ. 104. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 4001/87 της Επιτροπής (EE αριθ. L 377 της 31. 12. 1987, σ. 44).