Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 3947/92 του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1992 για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων αυτών
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 404 της 31/12/1992 σ. 0001 - 0004
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 1 τόμος 2 σ. 0188
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 1 τόμος 2 σ. 0188
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ, ΕΧΑΧ) αριθ. 3947/92 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Δεκεμβρίου 1992 για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων αυτών ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ιδίως το άρθρο 24, την πρόταση της Επιτροπής που διατυπώθηκε μετά από γνώμη της Επιτροπής του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης (1), τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2), τη γνώμη του Δικαστηρίου, Εκτιμώντας: ότι, για τα θέματα για τα οποία φαίνεται σκόπιμο να υπάρχει κοινή διαχείριση για τα όργανα, θα πρέπει να προβλεφθεί η ανάθεση σε ένα από αυτά των εξουσιών που έχουν περιέλθει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή 7 ότι είναι σκόπιμο να δημιουργηθεί σύστημα διοργανικών διαγωνισμών οι οποίοι θα διοργανώνονται από δύο ή περισσότερα όργανα σύμφωνα με ενιαία κριτήρια και θα οδηγούν σε κοινό πίνακα επιτυχόντων 7 ότι θα πρέπει, ως εκ τούτου, να προβλεφθεί η δημιουργία κοινής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης 7 ότι θα πρέπει να επιτρέπεται η υπέρβαση των ορίων βελτίωσης αρχαιότητας κατά κλιμάκιο που προβλέπονται στο άρθρο 32 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στην περίπτωση κατάταξης σε κλιμάκιο ενός εκτάκτου υπαλλήλου ο οποίος διορίζεται ως δόκιμος υπάλληλος, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα έτη υπηρεσίας του ως έκτακτου υπαλλήλου 7 ότι το καθεστώς της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας θα πρέπει να επαναδιευθετηθεί κατά τρόπο που να επιτρέπει την καλύτερη εκτίμηση των ικανοτήτων του δόκιμου υπαλλήλου 7 ότι είναι σκόπιμο να επαναδιευθετηθεί η διαδικασία απόλυσης στο τέλος της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας για να έχει μεγαλύτερη δυνατότητα η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να λαμβάνει απόφαση έχοντας πλήρη επίγνωση του θέματος 7 ότι σε περίπτωση απόλυσης, θα πρέπει να διαφυλάσσονται τα χρηματικά συμφέροντα του πρώην δόκιμου υπαλλήλου, λαμβανομένης υπόψη της αυξημένης διάρκειας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας 7 ότι είναι σκόπιμο να διευρυνθεί η δυνατότητα απόσπασης υπαλλήλου σε προσωρινή θέση απασχόλησης 7 ότι κάθε όργανο θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα επιλογής, όταν το κρίνει απαραίτητο για τις ανάγκες του σε προσωπικό, να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του άρθρου 45 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης για να επιτρέπει τη μετάταξη χωρίς διαγωνισμό από τον κλάδο LA στην κατηγορία Α και αντίστροφα, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων ικανοτήτων των υπαλλήλων αυτού του κλάδου ή αυτής της κατηγορίας 7 ότι πρέπει να βελτιωθούν οι λεπτομέρειες πρόσληψης και οι προοπτικές σταδιοδρομίας των εισηγητών του Δικαστηρίου 7 ότι θα πρέπει να τροποποιηθεί το άρθρο 81 του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με σκοπό να αποκτήσουν τα όργανα τη δυνατότητα προσφυγής σε διαιτητική αρχή σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ των οργάνων και του τοπικού υπαλλήλου που υπηρετεί σε τρίτη χώρα 7 ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 (3) καθορίζει, στο άρθρο 2, τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, στο άρθρο 3, το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Άρθρο 1 1. Στο άρθρο 2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: «Ωστόσο, δύο ή περισσότερα όργανα μπορούν να αναθέσουν σε ένα από αυτά ή σε διοργανικό οργανισμό την άσκηση των εξουσιών που περιέρχονται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή στον τομέα της πρόσληψης καθώς και των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης.» 2. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 91α Οι αιτήσεις και τα αιτήματα που αφορούν τους τομείς για τους οποίους έχει εφαρμοστεί το άρθρο 2 τρίτο εδάφιο υποβάλλονται ενώπιον της εξουσιοδοτημένης αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Οι προσφυγές στους τομείς αυτούς στρέφονται κατά του οργάνου από το οποίο εξαρτάται η εξουσιοδοτημένη αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.» 3. Στο παράρτημα ΙΙΙ άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α), στην παρένθεση προστίθενται οι ακόλουθοι όροι: «(. . ., ενδεχομένως κοινός για δύο ή περισσότερα όργανα)». Άρθρο 2 Στο άρθρο 9 παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 1: «1α. Για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είναι δυνατόν, να συσταθεί σε δύο ή περισσότερα όργανα, κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης.» Άρθρο 3 Στο παράρτημα ΙΙ, το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 2 Η ή οι επιτροπές ίσης εκπροσώπησης ενός οργάνου αποτελούνται: - από πρόεδρο που διορίζεται κάθε έτος από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, -από τακτικά και αναπληρωματικά μέλη που ορίζονται την ίδια ημερομηνία σε ίσο αριθμό από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και από την επιτροπή προσωπικού. Η κοινή για δύο ή περισσότερα όργανα επιτροπή ίσης εκπροσώπησης, αποτελείται: -από πρόεδρο που διορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 2 τρίτη παράγραφος του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, -από τακτικά και αναπληρωματικά μέλη που ορίζονται σε ίσο αριθμό από τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των οργάνων που εκπροσωπούνται στην κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης και από τις επιτροπές προσωπικού. Οι λεπτομέρειες της σύστασης θεσπίζονται με συμφωνία των οργάνων που εκπροσωπούνται στην κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού τους. Το αναπληρωματικό μέλος συμμετέχει στην ψηφοφορία μόνο όταν απουσιάζει τακτικό μέλος.» Άρθρο 4 Στο παράρτημα ΙΙ, παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 3α Η κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης συνέρχεται κατόπιν αιτήσεως είτε της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 2 τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είτε μιας αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής ή μιας επιτροπής προσωπικού ενός από τα όργανα που εκπροσωπούνται σ' αυτή. Η κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης συνεδριάζει έγκυρα μόνον αν όλα τα τακτικά μέλη ή τα αναπληρωματικά μέλη είναι παρόντα. Ο πρόεδρος της κοινής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης δεν συμμετέχει στις αποφάσεις, εκτός αν πρόκειται για θέματα διαδικασίας. Η γνώμη της κοινής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης γνωστοποιείται εγγράφως στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατά την έννοια του άρθρου 2 τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης στις υπόλοιπες αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές και στις επιτροπές προσωπικού τους, εντός πέντε ημερών από τη σύσκεψη. Κάθε μέλος της κοινής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης μπορεί να απαιτήσει να περιληφθεί η άποψή του στη γνωμοδότηση της επιτροπής.» Άρθρο 5 Στο παράρτημα ΙΙΙ άρθρο 1 παράγραφος 1 προστίθεται το ακόλουθο κείμενο: «Σε περίπτωση γενικού διαγωνισμού κοινού για δύο ή περισσότερα όργανα η προκήρυξη διαγωνισμού αποφασίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 2 τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης μετά από διαβούλευση με την κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης.» Άρθρο 6 Στο παράρτημα ΙΙΙ άρθρο 3 παρεμβάλλεται το ακόλουθο δεύτερο εδάφιο: «Σε περίπτωση γενικού διαγωνισμού κοινού για δύο ή περισσότερα όργανα, η εξεταστική επιτροπή αποτελείται από ένα πρόεδρο που ορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 2 τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και από μέλη που ορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 2 τρίτο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού μετά από πρόταση των οργάνων καθώς και από μέλη που ορίζονται με κοινή συμφωνία, επί ισομερούς βάσης, από τις επιτροπές προσωπικού των οργάνων.» Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο γίνονται τρίτο και τέταρτο εδάφιο αντίστοιχα. Άρθρο 7 Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων 2 έως 6 του παρόντος κανονισμού αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης θεσπιζόμενης με κοινή συμφωνία από τα όργανα των Κοινοτήτων κατόπιν γνώμης της επιτροπής του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Άρθρο 8 Στο άρθρο 32, προστίθεται το ακόλουθο τρίτο εδάφιο: «Ο έκτακτος υπάλληλος, η κατάταξη του οποίου καθορίστηκε σύμφωνα με τα κριτήρια κατάταξης που θεσπίστηκαν από το όργανο, διατηρεί την αρχαιότητα κατά κλιμάκιο που είχε αποκτήσει ως έκτακτος υπάλληλος όταν διορίστηκε υπάλληλος στον ίδιο βαθμό αμέσως μετά την περίοδο αυτή.» Άρθρο 9 Το άρθρο 34 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 34 1. Κάθε υπάλληλος, με εξαίρεση τους υπαλλήλους των βαθμών Α 1 και Α 2 υποχρεούται να διανύσει περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας πριν να δυνηθεί να μονιμοποιηθεί. Η περίοδος αυτή διαρκεί εννέα μήνες για τους υπαλλήλους της κατηγορίας Α του γλωσσικού κλάδου και της κατηγορίας Β, και έξι μήνες για τους λοιπούς υπαλλήλους. Όταν κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας ο υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας, της άδειας μητρότητας που αναφέρεται στο άρθρο 58 ή ατυχήματος επί συνεχές χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας κατά το αντίστοιχο διάστημα. 2. Σε περίπτωση καταφανούς ανικανότητας του δόκιμου υπαλλήλου, μπορεί να καταρτιστεί έκθεση σε οποιαδήποτε στιγμή της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας. Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ (ημερολογιακών) ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του δόκιμου υπαλλήλου στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή η οποία λαμβάνει, εντός τριών εβδομάδων, τη γνώμη της επιτροπής εκθέσεων κρίσης του προσωπικού, της οποίας η σύνθεση είναι ισομερής, σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να απολύσει τον δόκιμο υπάλληλο, πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, με προειδοποίηση ενός μηνός, χωρίς η διάρκεια της υπηρεσίας να μπορεί να υπερβαίνει την κανονική διάρκεια της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας. Ωστόσο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, κατ' εξαίρεση, να επιτρέψει τη συνέχιση της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας με τοποθέτηση του υπαλλήλου σε άλλη υπηρεσία. Στην περίπτωση αυτή, η νέα τοποθέτηση πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον έξι μήνες, με την επιφύλαξη του χρονικού ορίου που προβλέπεται στην παράγραφο 4. 3. Το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, καταρτίζεται έκθεση για την ικανότητα του δόκιμου υπαλλήλου να εκπληρώνει τα καθήκοντα που ανάγονται στη θέση του καθώς και την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ πλήρων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Αν το συμπέρασμα της έκθεσης είναι η απόλυση ή, κατ' εξαίρεση, η παράταση της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του δόκιμου υπαλλήλου στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή η οποία λαμβάνει τη γνώμη της επιτροπής εκθέσεων κρίσης του προσωπικού, της οποίας η σύνθεση είναι ισομερής, εντός τριών εβδομάδων, σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας. Ο δόκιμος υπάλληλος που δεν έχει επιδείξει επαγγελματικές ικανότητες επαρκείς για τη μονιμοποίησή του απολύεται. Ωστόσο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, κατ' εξαίρεση, να παρατείνει την περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας επί ανώτατο χρονικό διάστημα έξι μηνών με τοποθέτηση, ενδεχομένως, του υπαλλήλου σε άλλη υπηρεσία. 4. Η συνολική διάρκεια της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους δεκαπέντε μήνες. 5. Εκτός αν έχει τη δυνατότητα να αναλάβει χωρίς καθυστέρηση, επαγγελματική δραστηριότητα, ο δόκιμος υπάλληλος που απολύεται λαμβάνει αποζημίωση που αντιστοιχεί στο βασικό μισθό τριών μηνών αν η διάρκεια υπηρεσίας του είναι μεγαλύτερη από ένα έτος, στο βασικό μισθό δύο μηνών αν η διάρκεια υπηρεσίας του είναι τουλάχιστον έξι μηνών και στο βασικό μισθό ενός μηνός αν η διάρκεια υπηρεσίας του είναι μικρότερη από έξι μήνες. 6. Οι παράγραφοι 2, 3, 4 και 5 δεν εφαρμόζονται στον υπάλληλο που παραιτείται πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.» Άρθρο 10 Στο άρθρο 37 πρώτο εδάφιο προστίθεται η ακόλουθη τρίτη περίπτωση: «- ορίζεται για την προσωρινή κατάληψη θέσης η οποία περιλαμβάνεται στον πίνακα προσωπικού που αμείβεται από τις πιστώσεις για έρευνες και επενδύσεις και στην οποία οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα.» Άρθρο 11 Στο άρθρο 45, προστίθενται οι ακόλουθοι παράγραφοι: «3. Ωστόσο, εάν οι ιδιαίτερες απαιτήσεις σε προσωπικό ενός οργάνου το υπαγορεύουν, μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση από την παράγραφο 2 και να επιτραπεί η μετάβαση του προσωπικού του κλάδου LA στην κατηγορία Α και αντίστροφα, με μετάθεση, σύμφωνα με την παράγραφο 4. 4. Εάν αποφασισθεί η χρήση της παρέκκλισης αυτής, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή καθορίζει, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη γνώμη της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης, τον αριθμό των θέσεων στις οποίες θα μπορούσε να εφαρμοσθεί το μέτρο αυτό. Καθορίζει με την ίδια διαδικασία τα κριτήρια και τους όρους που αφορούν τις μελετώμενες μεταθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα ουσιαστικά προσόντα, τις σπουδές και την επαγγελματική πείρα των ενδιαφερομένων υπαλλήλων. Για τον υπάλληλο για τον οποίο γίνεται χρήση της παρέκκλισης που επιτρέπει η παράγραφος 3, η αρχαιότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στον βαθμό στον οποίο γίνεται η μετάθεσή του, υπολογίζεται από την ημερομηνία που αρχίζει να ισχύει η μετάθεση. Σε καμία περίπτωση ο υπάλληλος δεν λαμβάνει, στο νέο του βαθμό, βασικό μισθό κατώτερο εκείνου που εισέπραττε στον παλαιό του βαθμό. Κάθε θεσμικό όργανο θεσπίζει τις τυχόν απαραίτητες γενικές διατάξεις για την εκτέλεση των παραγράφων 3 και 4, σύμφωνα με το άρθρο 110.» Άρθρο 12 Στο παράρτημα Ι, η παραπομπή (1) διαγράφεται. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ Τροποποίηση του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Άρθρο 13 Το άρθρο 81 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 81 1. Οι διαφορές μεταξύ του οργάνου και του τοπικού υπαλλήλου που υπηρετεί σε κράτος μέλος υπάγονται στην αρμόδια δικαστική αρχή δυνάμει της νομοθεσίας που ισχύει στον τόπο όπου ο υπάλληλος ασκεί τα καθήκοντά του. 2. Οι διαφορές μεταξύ του οργάνου και του τοπικού υπαλλήλου που υπηρετεί σε τρίτη χώρα υπάγονται σε διαιτητική αρχή με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση του υπαλλήλου.» ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ Τελικές διατάξεις Άρθρο 14 Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 21 Δεκεμβρίου 1992. Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος D. HURD (1) ΕΕ αριθ. C 55 της 2. 3. 1991, σ. 6. (2) ΕΕ αριθ. C 295 της 26. 11. 1990, σ. 203. (3) ΕΕ αριθ. L 56 της 4. 3. 1968, σ. 1. Κανονισμός που τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 571/92 (ΕΕ αριθ. L 62 της 7. 3. 1992, σ. 1).