31989R1857

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1857/89 του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1989 για τη θέσπιση ειδικών και προσωρινών μέτρων που αφορούν την οριστική λήξη των καθηκόντων υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 181 της 28/06/1989 σ. 0002 - 0004


*****

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 1857/89 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 21ης Ιουνίου 1989

για τη θέσπιση ειδικών και προσωρινών μέτρων που αφορούν την οριστική λήξη των καθηκόντων υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως το άρθρο 24,

την πρόταση της Επιτροπής, που υποβλήθηκε μέσα από γνώμη της Επιτροπής Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

τη γνώμη του Δικαστηρίου,

Εκτιμώντας:

ότι οι μέλλουσες δραστηριότητες, καθώς και τα ειδικά προγράμματα έρευνας του Κοινού Κέντρου Έρευνας απαιτούν τη βαθιά αναδιάρθρωση του Κέντρου, γεγονός που δημιουργεί την ανάγκη να δοθούν οι ανάλογες αρμοδιότητες·

ότι αυτή η αναδιάρθρωση πρέπει να πραγματοποιηθεί χωρίς να αυξηθεί το προσωπικό και ότι ο αριθμός των συνταξιοδοτούμενων είναι ανεπαρκής και δεν επιτρέπει τις απαραίτητες προσλήψεις για να επιτευχθούν οι νέοι στόχοι του Κέντρου·

ότι, για να εξασφαλιστεί ότι δεν θα εμποδιστεί η αναδιάρθρωση και η υλοποίηση αυτών των νέων στόχων του κέντρου από την ακαταλληλότητα του προσωπικού, επιβάλλεται να θεσπιστούν ιδιαίτερα μέτρα όσον αφορά την οριστική λήξη των καθηκόντων·

ότι αυτά τα ιδιαίτερα μέτρα θα ήταν δυνατόν να μην αποδειχθούν αποτελεσματικά αν η εφαρμογή τους εξαρτάτο σ' όλες τις περιπτώσεις από την προηγούμενη έγκριση των ενδιαφερομένων υπαλλήλων· ότι λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον της υπηρεσίας, τα μέτρα αυτά μπορούν να έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα χωρίς να εξαρτώνται από μια τέτοια έγκριση στην περίπτωση των υπαλλήλων της κατηγορίας Α, των οποίων τα καθήκοντα σύλληψης, διεύθυνσης και μελέτης έχουν ιδιαίτερη σημασία για την πραγματοποίηση των προγραμμάτων έρευνας·

ότι, στις περιορισμένες περιπτώσεις που θα αποδειχθεί αναγκαία η λήψη τέτοιων αναγκαστικών μέτρων, πρέπει να εξετάζεται με προσοχή η κατάσταση των υπαλλήλων που ενδέχεται να θιγούν, πριν κινηθούν οι σχετικές διαδικασίες του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1. Η Επιτροπή είναι εξουσιοδοτημένη μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 1990 να λάβει προς το συμφέρον της υπηρεσίας τα μέτρα οριστικής λήξης των καθηκόντων κατά την έννοια του άρθρου 47 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εφεξής καλούμενος «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης », υπό τους όρους που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, όσον αφορά τους υπαλλήλους εν ενεργεία ή σε απόσπαση, όλων των βαθμών πλην του Α1 και Α2, που έχουν ηλικία τουλάχιστον 50 ετών και έχουν συμπληρώσει υπηρεσία τουλάχιστον 15 ετών, οι οποίοι αμείβονται από τις πιστώσεις έρευνας και επένδυσης και υπάγονται στον πίνακα προσωπικού του Κοινού Κέντρου Έρευνας.

2. Οι υπάλληλοι κάθε κατηγορίας στους οποίους μπορούν να εφαρμοστούν αυτά τα μέτρα δεν μπορούν να υπερβαίνουν τον αριθμό 100.

Άρθρο 2

1. Η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή ίσης εκπροσώπησης η οποία δέχεται σε ακρόαση τον υπάλληλο, εφόσον αυτός το ζητήσει, συντάσσει τον πίνακα των υπαλλήλων στους οποίους εφαρμόζονται τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 1.

Για την κατάρτιση του πίνακα η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της:

- κατά προτεραιότητα, και εφόσον το συμφέρον της υπηρεσίας το επιτρέπει, τους υπαλλήλους που ζήτησαν την εφαρμογή αυτών των μέτρων,

- σ' όλες τις περιπτώσεις, την ηλικία, την ικανότητα, την απόδοση, τη συμπεριφορά στην υπηρεσία, την οικογενειακή κατάσταση και το χρόνο υπηρεσίας των υπαλλήλων, καθώς και ενδεχομένως τον επίπονο χαρακτήρα ορισμένων δραστηριοτήτων κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

2. Πάντως, όσον αφορά τους υπαλλήλους άνω των 60 ετών, η Επιτροπή δέχεται τις ενδεχόμενες αιτήσεις τους οριστικής λήξης των καθηκόντων στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

3. Μεταξύ των υπαλλήλων που δεν ζήτησαν την εφαρμογή των προβλεπόμενων στο άρθρο 1 μέτρων, δύνανται να εγγράφονται στον πίνακα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μόνο οι υπάλληλοι της κατηγορίας Α.

4. Τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 1 και στην παράγραφο 1 δεν έχουν πειθαρχικό χαρακτήρα.

Άρθρο 3

1. Ο πρώην υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται το μέτρο που προβλέπεται στο άρθρο 1 δικαιούται μηνιαίας αποζημίωσης ίσης με το 70 % του βασικού μισθού του ανάλογα με το βαθμό και το κλιμάκιο που είχε κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, σύμφωνα με τον πίνακα του άρθρου 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο οποίος ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο πρέπει να καταβληθεί η εκκαθάριση αποζημίωσης.

2. Το ευεργέτημα της αποζημίωσης παύει το αργότερο την τελευταία ημέρα του μήνα στη διάρκεια του οποίου ο υπάλληλος συμπληρώνει τα εξήντα πέντε χρόνια του, και σε κάθε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος, πριν φθάσει στην ηλικία αυτή, συμπληρώνει τις προϋποθέσεις που παρέχουν δικαίωμα στο ανώτατο όριο της σύνταξης λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου.

Στην περίπτωση αυτή ο πρώην υπάλληλος αποκτά αυτοδικαίως δικαίωμα για σύνταξη λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί το μήνα για τον οποίο καταβλήθηκε η αποζημίωση για τελευταία φορά.

3. Η αποζημίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 προσαρμόζεται με το διορθωτικό συντελεστή που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 82 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης για τη χώρα, στο εσωτερικό της Κοινότητας, όπου ο δικαιούχος αποδεικνύει ότι διαμένει.

Αν ο δικαιούχος της αποζημίωσης έχει επιλέξει για τη διαμονή του χώρα εκτός των κρατών της Κοινότητας, ο διορθωτικός συντελεστής που εφαρμόζεται στην αποζημίωση ισούται με 100.

Η αποζημίωση εκφράζεται σε βελγικά φράγκα. Καταβάλλεστο στο νόμισμα της χώρας διαμονής του δικαιούχου. Καταβάλλεται ωστόσο σε βέλγικα φράγκα αν ο διορθωτικός συντελεστής ισούται με 100, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο.

Αν η αποζημίωση καταβάλλεται σε άλλο νόμισμα εκτός από το βέλγικο φράγκο, υπολογίζεται σύμφωνα με τις ισοτιμίες που αναφέρονται στο άρθρο 63 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4. Το ποσό των ακαθάριστων εσόδων που εισπράττει ο ενδιαφερόμενος στα τυχόν νέα καθήκοντα αφαιρείται από την αποζημίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, εφόσον τα έσοδα αυτά, προστιθέμενα στην αποζημίωση αυτή, υπερβαίνουν τις τελευταίες συνολικές ακαθάριστες αποδοχές του δικαιούχου, υπολογιζόμενες με βάση τον ισχύοντα πίνακα αποδοχών που ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα για τον οποίο καταβάλλεται η αποζημίωση. Οι αποδοχές αυτές προσαρμόζονται με το διορθωτικό συντελεστή που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Ως ακαθάριστα έσοδα και τελευταίες συνολικές ακαθάριστες αποδοχές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο νοούνται τα ποσά τα οποία λαμβάνονται υπόψη μετά την αφαίρεση των κρατήσεων κοινωνικής πρόνοιας και πριν από την αφαίρεση του φόρου.

Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να καταθέτει τις γραπτές αποδείξεις που απαιτούνται από την Επιτροπή, κατά την ετήσια αίτηση πληροφοριών για τα ακαθάριστα έσοδα του ενδιαφερόμενου από το τυχόν νέο του επάγγελμα και να κοινοποιεί στο θεσμικό όργανο, στο διάστημα μεταξύ των ετήσιων αιτήσεων, κάθε στοιχείο που μπορεί να τροποποιεί τα δικαιώματα του επί της αποζημιώσεως.

5. Υπό τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στα άρθρα 1, 2 και 3 του παραρτήματος VII του κανονισμού αυτού, τα οικογενειακά επιδόματα καταβάλλονται είτε στο δικαιούχο της αποζημίωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 είτε, για λογαριασμό του και εξ ονόματός του, στο ή στα πρόσωπα, στα οποία βάσει νομοθετικών διατάξεων ή κατόπιν δικαστικής αποφάσεως ή αποφάσεως της αρμόδιας διοικητικής αρχής έχει ανατεθεί η επιμέλεια του ή των τέκνων, ενώ το ποσό του επιδόματος στέγης υπολογίζεται με βάση την αποζημίωση αυτή.

6. Ο δικαιούχος της αποζημίωσης έχει δικαίωμα, τόσο για τον εαυτό του όσο και για τα πρόσωπα που ασφαλίζονται απ' αυτόν, επί των παροχών που εξασφαλίζει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του άρθρου 72 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εφόσον καταβάλλει τη σχετική συνεισφορά του, η οποία υπολογίζεται με βάση το ύψος αποζημίωσης της παραγράφου 1, και εφόσον δεν καλύπτεται από άλλο σύστημα υγειονομικής ασφάλισης προβλεπόμενο από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις.

7. Κατά την περίοδο κατά την οποία υπάρχει το δικαίωμα αποζημίωσης, ο πρώην υπάλληλος εξακολουθεί να αποκτά νέα δικαιώματα σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου με βάση το μισθό που αναλογεί στο βαθμό και το κλιμάκιό του, με την επιφύλαξη ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής καταβάλλεται η συνεισφορά που προβλέπεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, με βάση τον εν λόγω μισθό, και εφόσον η συνολική σύνταξη δεν υπερβαίνει το ανώτατο ύψος που προβλέπεται στο άρθρο 77 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Για την εφαρμογή του άρθρου 5 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του άρθρου 108 του παλαιού γενικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, η περίοδος αυτή υπολογίζεται ως περίοδος υπηρεσίας.

8. Με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 1 και του άρθρου 22 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο επιζών σύζυγος πρώην υπαλλήλου που απεβίωσε, ενόσω ήταν δικαιούχος της μηνιαίας αποζημίωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, δικαιούται, εφόσον υπήρξε σύζυγός του τουλάχιστον ένα χρόνο πριν από τη στιγμή που ο ενδιαφερόμενος έπαυσε να είναι στην υπηρεσία της Επιτροπής, σύνταξης επιζώντος συζύγου ίσης με το 60 % της σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου την οποία θα δικαιούτο να αξιώσει ο πρώην υπάλληλος κατά το χρόνο του θανάτου του, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της υπηρεσίας ή την ηλικία.

Το ύψος της σύνταξης επιζώντος συζύγου που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν δύναται να είναι κατώτερο των ποσών του άρθρου 79 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Ωστόσο το ύψος της σύνταξης αυτής δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβεί το ύψος της πρώτης καταβολής της σύνταξης λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου την οποία θα δικαιούτο ο πρώην υπάλληλος εάν, όντας εν ζωή και έχοντας εξαντλήσει τα δικαιώματά του επί της ανωτέρω αποζημιώσεως, είχε επωφεληθεί από τη σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου.

Η προϋπόθεση της χρονικής προΰπαρξης του γάμου που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν απαιτείται, εάν ένα η περισσότερα τέκνα προέρχονται από γάμο του πρώην υπαλλήλου, ο οποίος συνήφθη πριν από τη παύση των δραστηριοτήτων του, εφόσον ο επιζών σύζυγος επιμελείται ή είχε την επιμέλεια των τέκνων αυτών.

Το ίδιο συμβαίνει, εάν ο θάνατος του πρώην υπαλλήλου επέρχεται κάτω από τις περιστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17 δεύτερο εδάφιο του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. 9. Σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου, δικαιούχου της αποζημίωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, τα αναγνωριζόμενα ως συντηρούμενα τέκνα, κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξης ορφανού, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 80 πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του άρθρου 21 του παραρτήματος VIII του κανονισμού αυτού.

10. Για την εφαρμογή του άρθρου 107 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και του άρθρου 102 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, η περίπτωση του υπαλλήλου στον οποίο εφαρμόστηκε η ρύθμιση που προβλέπεται στο άρθρο 1 εξομοιώνεται προς τον υπάλληλο που παρέμεινε εν υπηρεσία μέχρι την ηλικία των εξήντα πέντε ετών, υπό την προϋπόθεση ότι συνέχιζε να καταβάλει την εισφορά κατά την περίοδο κατά την οποία εισέπραττε την αποζημίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 4

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 21 Ιουνίου 1989.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

C. ARANZADI

(1) ΕΕ αριθ. C 158 της 26. 6. 1989.