87/467/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 31ης Ιουλίου 1987 για τη σύσταση Ισομερούς Επιτροπής Θαλάσσιων Μεταφορών
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 253 της 04/09/1987 σ. 0020 - 0022
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 7 τόμος 3 σ. 0154
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 7 τόμος 3 σ. 0154
***** ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 31ης Ιουλίου 1987 για τη σύσταση Ισομερούς Επιτροπής Θαλάσσιων Μεταφορών (87/467/ΕΟΚ) Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 118, Εκτιμώντας: ότι οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων στη δήλωσή τους της 21ης Οκτωβρίου 1972 ανέφεραν ότι ο πρώτος στόχος της οικονομικής ανάπτυξης θα έπρεπε να είναι η μείωση των ανισοτήτων όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης και ότι ο στόχος αυτός θα έπρεπε να εκφραστεί με τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής και την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου· ότι, στο πλαίσιο αυτό, θεώρησαν απαραίτητο να συμμετέχουν τόσο οι εργοδότες όσο και οι εργαζόμενοι ολοένα και περισσότερο στις οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις της Κοινότητας· ότι μεταξύ των ενεργειών προτεραιότητας που περιέχονται στο « πρόγραμμα κοινωνικής δράσης» της Κοινότητας, η Επιτροπή πρότεινε να προωθηθεί σε κοινοτικό επίπεδο ο διάλογος και η συνεργασία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων· ότι το Συμβούλιο στο ψήφισμά του της 21ης Ιανουαρίου 1974 περί προγράμματος κοινωνικής δράσης (1) θεώρησε την αυξανόμενη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στις οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις της Κοινότητας ως ένα από τα μέτρα προτεραιότητας που έπρεπε να ληφθούν· ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του της 13ης Ιουνίου 1972 (2) ανέφερε ότι η συμμετοχή των εργοδοτών και εργαζομένων στη διατύπωση της κοινωνικής πολιτικής της Κοινότητας πρέπει να επιτευχθεί κατά το πρώτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης· ότι η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή στη γνώμη της της 24ης Νοεμβρίου 1971 διατύπωσε παρόμοια άποψη· ότι το Συμβούλιο στα συμπεράσματά του της 22ας Ιουνίου 1984 σχετικά με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινωνικής δράσης της Κοινότητας (3), τόνισε ότι ο ευρωπαϊκός κοινωνικός διάλογος πρέπει να ενισχυθεί και οι διαδικασίες του πρέπει να προσαρμοστούν ώστε οι κοινωνικοί εταίροι να συμμετέχουν αποτελεσματικότερα στις οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις της Κοινότητας· ότι η κατάσταση στα διάφορα κράτη μέλη δείχνει σαφώς ότι είναι αναγκαίο να συμμετέχουν ενεργά οι κοινωνικοί εταίροι στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας· ότι η σύσταση ισομερούς επιτροπής συνδεδεμένης με την Επιτροπή αποτελεί το καταλληλότερο μέσο για να διασφαλιστεί η συμμετοχή αυτή διότι δημιουργεί, σε κοινοτικό επίπεδο, ένα αντιπροσωπευτικό όργανο για τα σχετικά κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα· ότι η ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο για τις θαλάσσιες μεταφορές (4) περιλαμβάνει ορισμένους οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους που συζητούνται με τον κατάλληλο τρόπο σε ενα όργανο διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ: Άρθρο 1 Συνιστάται στην Επιτροπή Ισομερής Επιτροπή Θαλάσσιων Μεταφορών που καλείται στο εξής «η επιτροπή». Άρθρο 2 Η επιτροπή επικουρεί την Επιτροπή κατά τη διατύπωση και εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής που αποβλέπει: - στη βελτίωση και εναρμόνιση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στις θαλάσσιες μεταφορές μέσα στο πλαίσιο των σχετικών άρθρων της Συνθήκης της Ρώμης, - στη βελτίωση της οικονομικής και ανταγωνιστικής θέσης των θαλάσσιων μεταφορών της Κοινότητας. Άρθρο 3 1. Προκειμένου να επιτύχει τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 2, η επιτροπή: α) διατυπώνει γνώμες και υποβάλλει εκθέσεις στην Επιτροπή, είτε μετά από αίτηση της τελευταίας είτε με δική της πρωτοβουλία · και β) σχετικά με τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των ενώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3: - προωθεί το διάλογο και τη συνεργασία μεταξύ των ενώσεων αυτών, - οργανώνει την πραγματοποίηση μελετών, - συμμετέχει σε συζητήσεις και σεμινάρια. 2. Η επιτροπή ενημερώνει όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη για τις δραστηριότητές της. 3. Η Επιτροπή, όταν ζητά γνώμη ή έκθεση από την επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), μπορεί να ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να παρέχεται η γνώμη ή η έκθεση. Άρθρο 4 1. Η Επιτροπή απαρτίζεται από 42 μέλη. 2. Οι έδρες κατανέμονται ως εξής: α) 21 στους εκπροσώπους των οργανώσεων των εργοδοτών· β) 21 στους εκπροσώπους των οργανώσεων των ναυτικών. 3. Τα μέλη της επιτροπής διορίζονται από την Επιτροπή ως εξής: α) 36 μετά από πρόταση των εξής οργανώσεων πλοιοκτητών και ναυτικών στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών: - Comite des Associations d'armateurs des Communautes Europeennes (CAACE): 18 μέλη, - Επιτροπή των Ενώσεων Εργαζομένων στις Μεταφορές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (CSTCE): 18 μέλη· β) έξι, απευθείας από την Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με τους οργανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α) παραπάνω, από τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις των εργοδοτών και εργαζομένων. Εφόσον είναι αναγκαίο, μπορούν να προέρχονται από οργανισμούς άλλους από αυτούς που αναφέρονται στο στοιχείο α). Άρθρο 5 1. Για κάθε μέλος της επιτροπής διορίζεται αναπληρωματικό μέλος σύμφωνα με τους ίδιους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 9, το αναπληρωματικό μέλος δεν συμμετέχει στις συνεδριάσεις της επιτροπής ή ομάδας εργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, ή δεν συμμετέχει στις εργασίες της, παρά μόνο σε περίπτωση κωλύματος του τακτικού μέλους που αναπληρώνει. Άρθρο 6 1. Η διάρκεια της θητείας των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της επιτροπής είναι τέσσερα έτη και είναι ανανεώσιμη. 2. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη των οποίων έχει λήξει η θητεία εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι την αντικατάστασή τους ή την ανανέωση της θητείας τους. 3. Η θητεία τακτικού ή αναπληρωματικού μέλους λήγει πριν την παρέλευση της περιόδου των τεσσάρων ετών λόγω παραίτησης ή θανάτου ή αν η διοργάνωση που διόρισε το μέλος αυτό ζητήσει την αντικατάστασή του. Το μέλος αυτό αντικαθίσταται για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας σύμφωνα με την διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3. 4. Για τα καθήκοντα που ασκούνται δεν καταβάλλεται αμοιβή. Άρθρο 7 1. Η επιτροπή εκλέγει, με πλειοψηφία δύο τρίτων των παρόντων μελών, από τα μέλη της έναν πρόεδρο και έναν αντιπρόεδρο των οποίων η θητεία είναι διετής. Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος επιλέγονται διαδοχικά από μία από τις δύο ομάδες ενώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3. 2. α) ο πρόεδρος ή ο αντιπρόεδρος του οποίου έληξε η θητεία εξακολουθεί να ασκεί καθήκοντα μέχρι την αντικατάστασή του· β) αν ο πρόεδρος ή ο αντιπρόεδρος παύσει να ασκεί καθήκοντα πριν από τη λήξη της θητείας του αντικαθίσταται για το υπόλοιπο χρόνο της θητείας από πρόσωπο που διορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στην παράγραφο 1 μετά από πρόταση της ομάδας στην οποία ανήκει η ένωσή του. Άρθρο 8 Η επιτροπή συνιστά προεδρείο που αποτελείται από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο και δύο επιπλέον εκπροσώπους από κάθε μία από τις δύο ομάδες ενώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 για τον προγραμματισμό και συντονισμό των εργασιών της. Το προεδρείο μπορεί να καλεί τους εισηγητές οποιασδήποτε από τις ομάδες εργασίας που προβλέπονται στο άρθρο 9 για να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις. Άρθρο 9 Η επιτροπή μπορεί: α) να συνιστά ad hoc ή μόνιμες ομάδες εργασίας για να διευκολύνει τις εργασίες της. Μπορεί να επιτρέπει σε ένα μέλος να εξουσιοδοτεί άλλο εκπρόσωπο της ένωσής του, που αναφέρεται ονομαστικά, να πάρει τη θέση του σε μια ομάδα εργασίας· ο εκπρόσωπος αυτός θα έχει τα ίδια δικαιώματα κατά τις συνεδριάσεις της ομάδας εργασίας με το μέλος το οποίο αντικαθιστά· β) να ζητεί από την Επιτροπή να διορίζει εμπειρογνώμονες για να την επικουρούν σε συγκεκριμένες εργασίες. Κάθε ομάδα μελών που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 μπορεί να ζητεί να συμμετέχει ως εμπειρογνώμονας στις συνεδριάσεις της επιτροπής οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ειδικές γνώσεις σε ένα συγκεκριμένο θέμα της ημερήσιας διάταξης. Ο εμπειρογνώμονας συμμετέχει μόνο στη συζήτηση του συγκεκριμένου θέματος για το οποίο ζητείται η παρουσία του. Άρθρο 10 Η επιτροπή συγκαλείται από τη γραμματεία της με αίτηση της Επιτροπής μετά από διαβούλευση με τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο ή μετά από συμφωνία του προεδρείου. Η ημερήσια διάταξη για τις συνεδριάσεις της ορίζεται ομόφωνα από το προεδρείο. Το προεδρείο συγκαλείται από την γραμματεία ματά από διαβούλευση με τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο. Άρθρο 11 1. Η γνώμη της επιτροπής είναι έγκυρη μόνο όταν είναι παρόντα τα δύο τρίτα των μελών της. 2. Η επιτροπή υποβάλλει τις γνώμες ή εκθέσεις της στην Επιτροπή. Αν για μια γνώμη ή έκθεση δεν υπάρχει ομοφωνία, η επιτροπή διαβιβάζει στην Επιτροπή τις αποκλίνουσες απόψεις που εκφράστηκαν. Άρθρο 12 1. Η γραμματεία της επιτροπής, του προεδρείου και των ομάδων εργασίας εξασφαλίζεται από την Επιτροπή. 2. Η Επιτροπή εξασφαλίζει την παρουσία σε όλες τις συνεδριάσεις της επιτροπής, του προεδρείου και των ομάδων εργασίας, υπαλλήλων της με την κατάλληλη αρχαιότητα από τις σχετικές υπηρεσίες. 3. Ένας εκπρόσωπος της γραμματείας κάθε μιας από τις ενώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχείο α) μπορεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις της επιτροπής ως παρατηρητής. 4. Η Επιτροπή, αφού ακούσει τις απόψεις της επιτροπής, μπορεί να ζητήσει από άλλες οργανώσεις, εκτός από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, να συμμετέχουν ως παρατηρητές στις εργασίες της επιτροπής. Άρθρο 13 Αν η Επιτροπή πληροφορήσει την επιτροπή ότι η ζητούμενη γνώμη αφορά θέμα εμπιστευτικού χαρακτήρα, τα μέλη της επιτροπής υποχρεούνται, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 214 της συνθήκης, να μην διαδίδουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής, των ομάδων εργασίας της ή του προεδρείου. Άρθρο 14 Η Επιτροπή, αφού ακούσει τις απόψεις της επιτροπής, μπορεί να αναθεωρήσει την παρούσα απόφαση σε συνάρτηση με την εμπειρία που θα έχει αποκτηθεί. Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει στις 31 Ιουλίου 1987. Βρυξέλλες, 31 Ιουλίου 1987. Για την Επιτροπή Manuel MARIN Αντιπρόεδρος (1) ΕΕ αριθ. C 13 της 12. 2. 1974, σ. 1. (2) ΕΕ αριθ. C 70 της 1. 7. 1972, σ. 11. (3) ΕΕ αριθ. C 175 της 4. 7. 1984, σ. 1. (4) COM(85) 90 τελικό της 14. 3. 1985.