31985D0351

85/351/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 1984 σχετικά με την ενίσχυση που χορηγήθηκε από την ολλανδική κυβέρνηση σε επιχείρηση μηχανολογικών κατασκευών (Το κείμενο στην ολλανδική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 188 της 20/07/1985 σ. 0044 - 0046


*****

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 19ης Δεκεμβρίου 1984

σχετικά με την ενίσχυση που χορηγήθηκε από την ολλανδική κυβέρνηση σε επιχείρηση μηχανολογικών κατασκευών

(Το κείμενο στην ολλανδική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(85/351/ΕΟΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 93 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

αφού κάλεσε, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και αφού έλαβε υπόψη της τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας ότι:

Ι

Με επιστολή της 20ής Ιουλίου 1982, η ολλανδική κυβέρνηση πληροφόρησε την Επιτροπή ότι είχε υποχρεωθεί να χορηγήσει ενίσχυση 294 εκατομμυρίων FL σε μία επιχείρηση μηχανολογικών κατασκευών για να αποφύγει την πτώχευσή της, πράγμα που θα συνεπαγόταν την εκκαθάρισή της και σημαντική απώλεια θέσεων απασχόλησης.

Η εν λόγω επιχείρηση λαμβάνει από το 1977 κρατικές ενισχύσεις στο πλαίσιο προγράμματος αναδιάρθρωσης, που είχε σαν αντικείμενο την παύση μέρους των δραστηριοτήτων της στους τομείς των ναυπηγικών κατασκευών και επισκευών καθώς και των βαρέων μηχανολογικών κατασκευών.

Η Επιτροπή είχε αποφασίσει, στις 24 Μαρτίου 1979 και στις 16 Μαρτίου 1981, να μην εγείρει αντιρρήσεις ως προς τις ενισχύσεις που η ολλανδική κυβέρνηση είχε την πρόθεση να χορηγήσει στην επιχείριση αυτή, δεδομένου ότι το υποβληθέν πρόγραμμα αναδιάρθρωσης ήταν τέτοιο που να καθιστά την επιχείρηση ανταγωνιστική και έτοιμη να λειτουργεί χωρίς ενισχύσεις· ότι οι ενισχύσεις αυτές επέτρεπαν στην επιχείρηση να συγκεντρώνει τις αναπτυξιακές της προσπάθειες σε κερδοφόρες δραστηριότητες χωρίς όμως τα αποτελέσματά της να βαρύνονται με τις ζημίες που είχαν σημειωθεί στο παρελθόν, ιδίως στον τομέα των ναυπηγικών κατασκευών και επισκευών· ότι η αναδιάρθρωση αυτή δεν συνεπαγόταν καμία αύξηση της παραγωγής στους διάφορους κατ' ιδίαν τομείς και ότι από την ανάλυση του φάσματος των προϊόντων καθώς και των ροών των συναλλαγών δεν ήταν δυνατόν να επισημανθεί την εποχή εκείνη κανένας κίνδυνος αλλοίωσης των όρων συναλλαγών κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινοτικό συμφέρον.

Οι ενισχύσεις που αποτελούν το αντικείμενο της κοινοποίησης της 20ής Ιουλίου 1982 προορίζονται να καλύψουν τις σημειωθείσες ζημίες στον τομέα των κατασκευών off-shore δραστηριότητες που είχε προβλεφθεί να τερματιστούν· ότι πρόκειται για παράταση της χορηγήσεως των ενισχύσεων του 1981, των οποίων το κόστος προϋπολογισμού είχε υπερβεί κατά 294 εκατομμμύρια FL το ποσό που είχε προβλεφθεί· ότι πράγματι, λόγω της ακυρώσεως μιας συμβάσεως που είχε σαν αντικείμενο την κατασκευή ενός ειδικού τύπου πλατφόρμας εξορύξεως, η επιχείρηση είχε υποστεί απρόβλεπτη ζημία 600 εκατομμύρια FL, λόγω ιδίως της αναλήψεως της συμβατικής ευθύνης της, πράγμα που είχε σαν συνέπεια για την κυβέρνηση να επεκταθεί η υποχρέωσή της να αντισταθμίσει ένα ποσοστό των ζημιών της επιχειρήσεως, λόγω των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει η κυβέρνηση το 1979.

Η Επιτροπή διαπίστωσε, επίσης, ότι επρόκειτο στη συγκεκριμένη περίπτωση για ενίσχυση διασώσεως μιας επιχειρήσεως που βρισκόταν σε δυσχερή κατάσταση μετά από διαχειριστικά λάθη και δυσμενείς συνθήκες της αγοράς, και ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν φαινόταν να επιδιώκει κανένα στόχο εξυγίανσης, ώστε να εξασφαλιστεί η μελλοντική βιωσιμότητα της επιχείρισης· ότι επιτρέποντας στην επιχείρηση να αποσβέσει τα χρέη της, η ενίσχυση επέτρεπε, επίσης, τη διατήρηση ορισμένων μονάδων παραγωγής μικρής αποδοτικότητας μέσα σε μια αγορά που χαρακτηρίζεται από υπερεπάρκεια παραγωγικού δυναμικού.

Για το λόγο αυτό η ενίσχυση δεν φαινόταν να μπορεί να τύχει μιας των εξαιρέσεων, που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3, και ότι η Επιτροπή κίνησε στις 14 Οκτωβρίου 1982 τη διαδικασία του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΟΚ.

Επίσης, η ενίσχυση καταβλήθηκε πράγματι, στις 2 Απριλίου 1982.

Η Επιτροπή, κινώντας τη διαδικασία του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΟΚ στις 14 Οκτωβρίου 1982, διαπίστωσε ότι η ενίσχυση είχε εφαρμοστεί χωρίς να έχει τηρηθεί από την ολλανδική κυβέρνηση η διαδικασία του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης.

ΙΙ

Όταν κλήθηκε κατά την έννοια του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΟΚ να απαντήσει η ολλανδική κυβέρνηση στις 7 Δεκεμβρίου 1982 επιβεβαίωσε το γεγονός της καταβολής της ενισχύσεως και υποστήριξε ότι το μέτρο αυτό έπρεπε να ληφθεί, λόγω των εξαιρετικών και επειγουσών περιστάσεων για να αποφευχθεί η εκκαθάριση της επιχείρησης καθώς και του αντισυμβαλλομένου της που είχε παραγγείλει τον ειδικό τύπο πλατφόρμας· ότι η εκκαθάριση αυτή συνεπαγόταν την απώλεια 25 000 θέσεων απασχόλησης στις Κάτω Χώρες.

Η ολλανδική κυβέρνηση προτίθεται επίσης να προβάλει ως επιχείρημα το γεγονός ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν μπορούσε να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού, ούτε και να νοθεύσει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, λόγω των ειδικών μοναδικών συνθηκών της συναλλαγής που αφορούσε τον τύπο της πλατφόρμας και από την οποία πηγάζουν οι οικονομικές δυσχέρειες της επιχείρησης.

Η ολλανδική κυβέρνηση προβάλει, επίσης, το επιχείρημα ότι η εν λόγω επιχείρηση έχει έκτοτε υποστεί πλήρη αναδιάρθρωση, και ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τον σκοπό αυτό υποβλήθηκαν στην Επιτροπή· ότι, στο πλαίσιο αυτό, το τμήμα off-shore της επιχείρησης έχει διαλυθεί και έχουν ρευστοποιηθεί τα στοιχεία ενεργητικού του τμήματος αυτού.

Τέλος, η ολλανδική κυβέρνηση υποστηρίζει πως η έλλειψη προηγούμενης κοινοποίησης του εν λόγω μέτρου ενισχύσεως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ, οφείλεται σε διοικητική αμέλεια.

ΙΙΙ

Η Επιτροπή, με επιστολή της της 10ης Νοεμβρίου 1982, κάλεσε τα λοιπά κράτη μέλη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ως προς την ενίσχυση που χορήγησε η ολλανδική κυβέρνηση σε μια επιχείρηση του τομέα των μηχανολογικών κατασκευών. Η κυβέρνηση της Δανίας γνωστοποίησε τις παρατηρήσεις της επί του θέματος αυτού στις 8 Δεκεμβρίου 1982 και θεωρεί ότι η εν λόγω ενίσχυση αποτελεί μέτρο διασώσεως υπό μορφή ενισχύσεως στη λειτουργία· ότι για το λόγο αυτό μπορεί να επηρεάζει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και πρέπει, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ως ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1, καθώς και ότι, εξάλλου, δεν μπορεί να τύχει μιας των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου.

IV

Η ολλανδική κυβέρνηση δεν έδωσε καμία δικαιολόγηση ούτε και η Επιτροπή μπόρεσε να επισημάνει κανένα στοιχείο, ώστε να διαπιστωθεί ότι η εν λόγω ενίσχυση πληροί τους όρους που μπορούν να επιτρέψουν τη χορήγηση μιας των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ.

Πράγματι, η ενίσχυση αυτή επέτρεψε μόνο την προσωρινή βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως της ωφελούμενης επιχειρήσεως, χωρίς να συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 της συνθήκης. Πράγματι, το συμβιβάσιμο της ενισχύσεως με την κοινή αγορά πρέπει να εκτιμηθεί μάλλον από κοινοτική άποψη παρά από την άποψη ενός και μόνο κράτους μέλους.

Ειδικότερα, όσον αφορά το επιχείρημα της ολλανδικής κυβέρνησης σχετικά με την ανάγκη διατήρησης των θέσεων απασχόλησης, η Επιτροπή θεωρεί ότι μία πάγια αύξηση της απασχόλησης προκύπτει γενικά από την ανάπτυξη των επενδύσεων και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, και έχει επίσης πάντοτε εκφράσει ζωηρές επιφυλάξεις, όσον αφορά σχέδια ενισχύσεων για την απασχόληση και μόνο, των οποίων η φύση είναι ενισχύσεις στη λειτουργία, και ειδικότερα έναντι ενισχύσεων για τη διατήρηση της απασχόλησης.

Χορηγώντας κατ' αυτόν τον τρόπο ενίσχυση σε μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες, η ολλανδική κυβέρνηση διατήρησε, με τη χορήγηση ενισχύσεων, πλεονασματικές μονάδες παραγωγής στον τομέα των μηχανολογικών κατασκευών και του off-shore και καθυστέρησε την προσαρμογή του τομέα στις συνθήκες της αγοράς· ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει η Επιτροπή, όσον αφορά τον τομέα αυτό που αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες, ορισμένες επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται την ωφελούμενη από την ενίσχυση επιχείρηση, τόσο στις Κάτω Χώρες όσο και στα άλλα κράτη μέλη εμποδίστηκαν κατά τη διάρκεια περιόδου μεγαλύτερης των δύο ετών να υποβάλουν προσφορές για την κατασκευή ενός ή περισσοτέρων εγκαταστάσεων off-shore στο πλαίσιο της αγοράς στην οποία λειτουργεί η ωφελούμενη από τις ενισχύσεις επιχείρηση · ότι, για το λόγο αυτό, εμποδίζονται οι προσπάθειες διαφοροποίησης που έχει αναλάβει ο βιομηχανικός κλάδος των ναυπηγήσεων μέσα στην Κοινότητα.

Επίσης, την εποχή της χορηγήσεως των ενισχύσεων, το μέτρο αυτό δεν συνοδεύετο από κανένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης που να μπορεί να συνιστά αντιστάθμισμα κοινοτικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ.

Η ολλανδική κυβέρνηση ήταν από παλαιά ενήμερη των δυσχερειών που αντιμετώπιζε η επιχείρηση αυτή και διέθετε, ως εκ τούτου, αρκετή προθεσμία για να κοινοποιήσει στην Επιτροπή την προγραμματιζόμενη ενίσχυση, τηρώντας έτσι τη διαδικασία του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το μέτρο που εφάρμοσε η ολλανδική κυβέρνηση συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ.

Η ενίσχυση αυτή δεν πληροί τους όρους που απαιτούγται για να τύχει μιας των εξαιρέσεων του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ· ότι, κατά συνέπεια, η ενίσχυση αυτή δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η ενίσχυση που χορήγησε η κυβέρνηση των Κάτω Χωρών σε μια επιχείρηση μηχανολογικών κατασκευών, και για την οποία ενημέρωσε την Επιτροπή στις 20 Ιουλίου 1982, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 92 της συνθήκης ΕΟΚ.

Άρθρο 2

Η ενίσχυση που χορηγήθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης ΕΟΚ καταργείται.

Άρθρο 3

Η κυβέρνηση των Κάτω Χωρών ενημερώνει την Επιτροπή, σε προθεσμία δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσης απόφασης, σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για το σκοπό αυτό.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

Βρυξέλλες, 19 Δεκεμβρίου 1984.

Για την Επιτροπή

Peter SUTHERLAND

Μέλος της Επιτροπής