Κανονισμός (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1860/76 του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1976 περί καθορισμού του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Όρων Διαβιώσεως και Εργασίας
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 214 της 06/08/1976 σ. 0024 - 0046
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 5 τόμος 2 σ. 0070
Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 01 τόμος 2 σ. 0036
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 5 τόμος 2 σ. 0070
Ισπανική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 15 τόμος 1 σ. 0185
Πορτογαλική ειδική έκδοση : Κεφάλαιο 15 τόμος 1 σ. 0185
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1860/76 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1976 περί καθορισμού του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Όρων Διαβιώσεως και Εργασίας ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, Έχοντας υπόψη: τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1365/75 του Συμβουλίου της 26ης Μαΐου 1975 περί δημιουργίας Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Όρων Διαβιώσεως και Εργασίας(1), και ιδίως το άρθρο 17, την πρόταση της Επιτροπής, Εκτιμώντας: ότι το Συμβούλιο είναι αρμόδιο να υιοθετήσει, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, τις σχετικές με το προσωπικό του Ιδρύματος διατάξεις, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: ΤΙΤΛΟΣ I ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 1 1. Το παρόν καθεστώς εφαρμόζεται: - στο διευθυντή και στον αναπληρωτή διευθυντή του Ιδρύματος, - στους υπαλλήλους του Ιδρύματος, - στους τοπικούς υπαλλήλους του Ιδρύματος. 2. Υπάλληλος του Ιδρύματος θεωρείται κατά την έννοια του παρόντος καθεστώτος, ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στον προϋπολογισμό του Ιδρύματος. 3. Τοπικός υπάλληλος θεωρείται κατά την έννοια του παρόντος καθεστώτος, ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται σύμφωνα με τις τοπικές συνήθειες για την εκτέλεση χειρωνακτικής εργασίας ή την παροχή υπηρεσιών σε θέση η οποία δεν προβλέπεται στον πίνακα των θέσεων που προσαρτάται στον προϋπολογισμό του Ιδρύματος και αμείβεται από τις συνολικές πιστώσεις που προβλέπονται στον προϋπολογισμό για το σκοπό αυτόν. 4. Ο διευθυντής, διοριζόμενος από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσλαμβάνεται σε θέση η οποία περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, που προσαρτάται στον προϋπολογισμό του Ιδρύματος, για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στο άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1365/75. Ο αναπληρωτής διευθυντής, διοριζόμενος από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσλαμβάνεται για θέση η οποία περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, που προσαρτάται στον προϋπολογισμό του Ιδρύματος, για να συνδράμει στο έργο του διευθυντού και να τον αντικαθιστά σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος. 5. Ο διευθυντής εξουσιοδοτείται να συνάπτει τις συμβάσεις προσλήψεως των υπαλλήλων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3. Ο πρόεδρος του διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος εξουσιοδοτείται να υπογράφει τις συμβάσεις προσλήψεως του διευθυντού και του αναπληρωτού διευθυντού. ΤΙΤΛΟΣ II ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Άρθρο 2 Η σύμβαση προσλήψεως υπαλλήλου δύναται να συναφθεί για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Η διάρκεια της συμβάσεως ορισμένου χρόνου δεν δύναται να υπερβαίνει τα πέντε έτη. Η σύμβαση είναι ανανεώσιμη. Άρθρο 3 Κάθε πρόσληψη υπαλλήλου αποβλέπει αποκλειστικά στην πλήρωση κενής θέσεως υπό τους όρους οι οποίοι προβλέπονται στον παρόντα τίτλο. Η θέση αυτή περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στον προϋπολογισμό του Ιδρύματος. Κάθε κενή θέση που έχει αποφασισθεί να πληρωθεί, αποτελεί αντικείμενο κατάλληλης δημοσιότητος. Ο τρόπος δημοσιότητος καθορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο. Άρθρο 4 Οι υπάλληλοι κατανέμονται σε τέσσερις κατηγορίες που υποδιαιρούνται σε βαθμούς οι οποίοι αντιστοιχούν στα καθήκοντα τα οποία καλούνται να ασκήσουν. Η κατάταξη των υπαλλήλων πραγματοποιείται αφού ληφθούν υπόψη τα προσόντα και η επαγγελματική τους πείρα. Η αντιστοιχία μεταξύ των καθηκόντων-τύπων και των βαθμών καθορίζεται στον πίνακα που παρατίθεται κατωτέρω: "" ID="1" ASSV="4">A> ID="2">A 5> ID="3">Κύριος υπάλληλος διοικήσεως"> ID="2" ACCV="2.2.3">A 6> ID="3" ASSV="2">Υπάλληλος διοικήσεως"> ID="2">Α 7"> ID="2">A 8> ID="3">Αναπληρωτής υπάλληλος διοικήσεως"> ID="1" ASSV="3">B> ID="2">B 1> ID="3">Κύριος βοηθός διοικήσεως"> ID="2">B 3> ID="3">Βοηθός διοικήσεως"> ID="2">B 5> ID="3">Αναπληρωτής βοηθός διοικήσεως"> ID="1" ASSV="6">C> ID="2" ASSV="2">C 1> ID="3" ACCV="2.3.2">Κύριος γραμματέας"> ID="3">Κύριος βοηθός γραφείου"> ID="2" ACCV="2.2.3">C 2> ID="3" ASSV="2">Γραμματέας στενοδακτυλογράφος Βοηθός γραφείου"> ID="2">C 3"> ID="2" ASSV="2">C 5> ID="3" ACCV="2.3.2">Δακτυλογράφος"> ID="3">Αναπληρωτής βοηθός γραφείου"> ID="1" ASSV="2">D> ID="2">D 2> ID="3">Ειδικευμένος υπάλληλος"> ID="2">D 4> ID="3">Ανειδίκευτος υπάλληλος"> Με βάση τον πίνακα αυτόν, το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει με απόφασή του, σε συμφωνία με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που συνεπάγεται κάθε καθήκον-τύπος. Άρθρο 5 Η σύμβαση του υπαλλήλου πρέπει να προσδιορίζει το βαθμό και το κλιμάκιο στα οποία προσλαμβάνεται ο ενδιαφερόμενος. Ο προσλαμβανόμενος υπάλληλος κατατάσσεται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού του. Εν τούτοις, ο διευθυντής δύναται, λαμβάνοντας υπόψη την κατάρτιση και την ειδική επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου, να του αναγνωρίζει αρχαιότητα στο βαθμό αυτόν- η αναγνωριζόμενη αρχαιότητα δεν δύναται να υπερβαίνει τους σαράντα οκτώ μήνες. Η τοποθέτηση υπαλλήλου σε θέση που αντιστοιχεί σε βαθμό ανώτερο από εκείνο στον οποίο έχει προσληφθεί, καθιστά αναγκαία την προσθήκη τροποποιητικής συμφωνίας στη σύμβαση προσλήψεως. Άρθρο 6 1. Συνιστάται Επιτροπή Προσωπικού, η οποία έχει τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στο παρόν καθεστώς. 2. Η σύνθεση και ο τρόπος λειτουργίας του οργάνου αυτού καθορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με το παράρτημα I. 3. Η Επιτροπή Προσωπικού εκπροσωπεί τα συμφέροντα του προσωπικού στο Ίδρυμα και εξασφαλίζει τη διαρκή επαφή μεταξύ Ιδρύματος και προσωπικού. Συνεργάζεται για την καλή λειτουργία των υπηρεσιών, καθιστώντας δυνατή την έκφραση και εκδήλωση της γνώμης του προσωπικού. Γνωστοποιεί στο διευθυντή κάθε πρόβλημα γενικότερης σημασίας, σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του παρόντος καθεστώτος. Δύναται να της ζητηθεί η γνώμη για κάθε πρόβλημα αυτής της φύσεως. Η επιτροπή υποβάλλει στο διευθυντή κάθε εισήγηση που αφορά την οργάνωση και τη λειτουργία των υπηρεσιών και κάθε πρόταση που αποβλέπει στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας του προσωπικού ή των συνθηκών διαβιώσεώς του γενικά. 4. Δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στην Επιτροπή του Προσωπικού έχει ο υπάλληλος, ο οποίος έχει υπογράψει σύμβαση διαρκείας μεγαλύτερης από έτος ή αορίστου χρόνου. Επί πλέον, δικαίωμα του εκλέγειν έχει ο υπάλληλος ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση διαρκείας μικρότερης από έτος, αν έχει ασκήσει καθήκονται επί έξι τουλάχιστον μήνες. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Δικαιώματα και υποχρεώσεις Άρθρο 7 Ο υπάλληλος οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του και να καθορίζει τη συμπεριφορά του, λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη τα συμφέροντα του Ιδρύματος, χωρίς να ζητεί ή να δέχεται οδηγίες από καμία κυβέρνηση, αρχή, οργάνωση ή πρόσωπο ξένο προς το Ίδρυμα. Ο υπάλληλος δεν δύναται να δεχθεί από καμία κυβέρνηση ή πηγή ξένη προς το Ίδρυμα, χωρίς άδεια του διευθυντού, τιμητική διάκριση, παράσημο, εύνοια, δωρεά ή αμοιβή οποιασδήποτε φύσεως εκτός για υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί είτε πριν από το διορισμό του είτε κατά τη διάρκεια αδείας προς εκπλήρωση στρατιωτικής ή ανάλογης πολιτικής θητείας και στο πλαίσιο των υπηρεσιών αυτών. Άρθρο 8 Ο υπάλληλος πρέπει να αποφεύγει κάθε πράξη και ειδικότερα κάθε δημόσια έκφραση γνώμης που μπορεί να θίγει την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του. Ο υπάλληλος δεν δύναται να ασκεί εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη. Άρθρο 9 Όταν ο/η σύζυγος υπαλλήλου ασκεί ως επάγγελμα κερδοσκοπική δραστηριότητα, ο υπάλληλος πρέπει να υποβάλει σχετική δήλωση στο διευθυντή. Στην περίπτωση που η δραστηριότητα αυτή αποδεικνύεται ασυμβίβαστη με εκείνη του υπαλλήλου, και αν ο τελευταίος δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι θα τερματιστεί σε καθορισμένη προθεσμία, ο διευθυντής αποφασίζει αν ο υπάλληλος μπορεί να παραμείνει στη θέση του. Άρθρο 10 Κάθε υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, αναγκάζεται να εκφέρει γνώμη για θέμα, στο χειρισμό ή στη λύση του οποίου έχει προσωπικό συμφέρον τέτοιας φύσεως, ώστε να διακινδυνεύεται η ανεξαρτησία του, οφείλει να ενημερώνει σχετικά το διευθυντή. Άρθρο 11 Ο υπάλληλος ο οποίος είναι υποψήφιος σε βουλευτικές εκλογές πρέπει να ζητήσει άδεια χωρίς αποδοχές για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες. Ο διευθυντής εκτιμά την κατάσταση του υπαλλήλου που εξελέγη. Ανάλογα με τη σπουδαιότητα του λειτουργήματός του και με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει αυτό στον υπάλληλο, ο διευθυντής αποφασίζει αν ο υπάλληλος θα παραμείνει εν ενεργεία, ή αν πρέπει να ζητήσει άδεια χωρίς αποδοχές. Στην περίπτωση αυτή η άδεια έχει διάρκεια ίση με τη διάρκεια της θητείας του υπαλλήλου. Άρθρο 12 Ο υπάλληλος έχει την υποχρέωση μετά τη λήξη των καθηκόντων του να σέβεται την υποχρέωση εντιμότητας και διακριτικότητας, όσον αφορά την αποδοχή ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων. Άρθρο 13 Ο υπάλληλος έχει την υποχρέωση να τηρεί τη μεγαλύτερη δυνατή διακριτικότητα σε ό,τι αφορά τα γεγονότα και τις πληροφορίες που περιέρχονται ενδεχομένως στην αντίληψή του κατά την ενάσκηση ή επ' ευκαιρία της ενασκήσεως των καθηκόντων του. Δεν επιτρέπεται να ανακοινώσει με οποιοδήποτε τρόπο σε πρόσωπο που δεν είναι αρμόδιο να λαμβάνει γνώση, κανένα έγγραφο και καμιά πληροφορία, που δεν δίδονται στη δημοσιότητα. Δεσμεύεται από την υποχρέωση αυτή και μετά τη λήξη των καθηκόντων του. Ο υπάλληλος έχει την υποχρέωση να μη δημοσιεύει και να μην δίνει για δημοσίευση, μόνος ή σε συνεργασία με άλλους, οποιοδήποτε κείμενο του οποίου το αντικείμενο συνδέεται με τη δραστηριότητα του Ιδρύματος, χωρίς την άδεια του διευθυντού. Άρνηση χορηγήσεως της αδείας επιτρέπεται μόνο αν η προβλεπομένη δημοσίευση είναι τέτοιας φύσεως, ώστε να θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του Ιδρύματος. Άρθρο 14 Όλα τα δικαιώματα τα οποία αφορούν εργασίες που πραγματοποιούνται από τον υπάλληλο κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του περιέρχονται στο Ίδρυμα. Άρθρο 15 Ο υπάλληλος δεν δύναται να επικαλεσθεί ενώπιον δικαστικής αρχής, με οποιαδήποτε ιδιότητα, διαπιστώσεις που έκανε λόγω της ασκήσεως των καθηκόντων του, χωρίς την άδεια του διευθυντού. Άρνηση χορηγήσεως της αδείας επιτρέπεται μόνο αν αυτό απαιτείται από τα συμφέροντα του Ιδρύματος και εφ' όσον η άρνηση αυτή δεν δύναται να επισύρει ποινικές κυρώσεις σε βάρος του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Ο υπάλληλος δεσμεύεται από την υποχρέωση αυτή ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων του. Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου δεν ισχύουν για τον υπάλληλο ή τον τέως υπάλληλο ο οποίος καταθέτει ως μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για θέμα που ενδιαφέρει υπάλληλο ή τέως υπάλληλο του Ιδρύματος. Άρθρο 16 Ο υπάλληλος έχει την υποχρέωση να διαμένει στον τόπο υπηρεσίας του, ή σε τόση απόσταση από τον τελευταίο, ώστε να μην παρεμποδίζεται στην άσκηση των καθηκόντων του. Άρθρο 17 Ο υπάλληλος, ανεξάρτητα από τη θέση του στην ιεραρχία, έχει την υποχρέωση να επικουρεί και να συμβουλεύει τους ανωτέρους του. Είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί. Ο υπάλληλος ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τη λειτουργία μιας υπηρεσίας ευθύνεται, έναντι των προϊσταμένων του, για την εξουσία που του παραχωρήθηκε και για την εκτέλεση των εντολών που έδωσε. Η προσωπική ευθύνη των υφισταμένων του δεν τον απαλλάσσει από τις ευθύνες που τον βαρύνουν. Στην περίπτωση κατά την οποία θεωρήσει την εντολή που έλαβε ως αντικανονική ή αν θεωρήσει ότι η εκτέλεσή της δύναται να επιφέρει σοβαρές ανωμαλίες, ο υπάλληλος πρέπει να εκφράσει, εφ' όσον είναι αναγκαίο, εγγράφως τη γνώμη του στον ιεραρχικά ανώτερό του. Αν ο τελευταίος επιβεβαιώσει την εντολή εγγράφως, ο υπάλληλος πρέπει να την εκτελέσει, εκτός αν αντίκειται στον ποινικό νόμο. Άρθρο 18 Ο υπάλληλος δύναται να υποχρεωθεί να επανορθώσει το σύνολο ή μέρος της ζημίας, την οποία υπέστη το Ίδρυμα λόγω βαρέος προσωπικού πταίσματος, το οποίο τυχόν διέπραξε κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του. Ο διευθυντής λαμβάνει αιτιολογημένη απόφαση σχετικά αφού τηρηθεί η πειθαρχική διαδικασία. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει πλήρη δικαιοδοσία για να αποφαίνεται επί των διαφορών οι οποίες γεννώνται από την παρούσα διάταξη. Άρθρο 19 Τα προνόμια και οι ασυλίες, των οποίων απολαύουν οι υπάλληλοι, απονέμονται αποκλειστικά προς το συμφέρον του Ιδρύματος. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι ενδιαφερόμενοι δεν απαλλάσσονται ούτε από την εκπλήρωση των ατομικών τους υποχρεώσεων ούτε από την τήρηση των νόμων και των αστυνομικών διατάξεων που ισχύουν. Άρθρο 20 Το Ίδρυμα παρέχει βοήθεια στον υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων, δυσφημήσεων ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του και των καθηκόντων του. Επανορθώνει τις ζημίες που έχουν προκληθεί στην περίπτωση αυτή στον υπάλληλο, στο μέτρο που ο τελευταίος δεν είναι υπαίτιος, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, των ζημιών αυτών, και εφ' όσον δεν μπόρεσε να επιτύχει την επανόρθωση από το δράστη. Διευκολύνει την επαγγελματική επιμόρφωση του υπαλλήλου στο μέτρο που αυτό συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της καλής λειτουργίας των υπηρεσιών και είναι σύμφωνο με τα συμφέροντά του. Άρθρο 21 Οι υπάλληλοι απολαύουν του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. Δύνανται ιδίως να είναι μέλη συνδικαλιστικών ή επαγγελματικών οργανώσεων. Άρθρο 22 Ο υπάλληλος δύναται να προσφεύγει στο διευθυντή. Κάθε ατομική απόφαση που έχει ληφθεί κατ' εφαρμογή του παρόντος καθεστώτος πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο αμελλητί. Κάθε απόφαση σε βάρος υπαλλήλου πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Οι ατομικές αποφάσεις που αναφέρονται στη διοικητική κατάσταση ενός υπαλλήλου, τοιχοκολλούνται αμέσως στα κτίρια του Ιδρύματος. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Όροι προσλήψεως Άρθρο 23 1. Η πρόσληψη των υπαλλήλων πρέπει να εξασφαλίζει στο Ίδρυμα τη συνεργασία προσώπων που κατέχουν τα υψηλότερα προσόντα ικανότητος, αποδόσεως και ακεραιότητος, και επιλέγονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των Κρατών Μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Οι υπάλληλοι επιλέγονται χωρίς διάκριση φυλής, θρησκείας ή φύλου. Καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους ορισμένου Κράτους Μέλους. 2. Κανείς δεν δύναται να προσληφθεί υπάλληλος: α) αν δεν είναι υπήκοος ενός από τα Κράτη Μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκτός αν το διοικητικό συμβούλιο επιτρέψει παρέκκλιση για εξαιρετικούς λόγους και αν δεν απολαύει των πολιτικών του δικαιωμάτων- β) αν δεν έχει τακτοποιηθεί στρατολογικά κατά τη νομοθεσία περί στρατολογίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του- γ) αν δεν παρέχει τα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του- δ) αν δεν πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του- ε) αν δεν αποδεικνύει ότι διαθέτει σε βάθος γνώση μιας γλώσσας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ικανοποιητική γνώση μιας άλλης γλώσσας των Κοινοτήτων (στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει). Άρθρο 24 Πριν από την πρόσληψή του, ο υπάλληλος υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από ιατρό οριζόμενο από το Ίδρυμα, προκειμένου να επιτραπεί στο τελευταίο να εξακριβώσει ότι ο υπάλληλος πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 2 περίπτωση δ). Άρθρο 25 Ο υπάλληλος δύναται να υποχρεωθεί να πραγματοποιήσει περίοδο δοκιμασίας, της οποίας η διάρκεια δεν δύναται να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, λύεται η σύμβαση του υπαλλήλου που δεν επέδειξε επαρκείς επαγγελματικές ικανότητες. Στην περίπτωση αυτή, ο υπάλληλος δικαιούται αποζημιώσεως ίσης με το ένα τρίτο του βασικού του μισθού, για κάθε μήνα περιόδου δοκιμασίας που έχει συμπληρώσει. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Όροι εργασίας Άρθρο 26 Οι εν ενεργεία υπάλληλοι είναι διαρκώς στη διάθεση του Ιδρύματος. Εν τούτοις, η κανονική διάρκεια της εργασίας δεν δύναται να υπερβαίνει τις σαράντα δύο ώρες την εβδομάδα, που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το γενικό ωράριο, που καθορίζεται από το διευθυντή. Άρθρο 27 Ο υπάλληλος δύναται να υποχρεωθεί να εργαστεί υπερωριακά μόνο σε επείγουσες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις εξαιρετικού φόρτου εργασίας. Η νυκτερινή εργασία, καθώς και η εργασία τις Κυριακές ή τις αργίες δύναται να επιτρέπεται μόνο κατά τη διαδικασία που έχει αποφασιστεί από το διευθυντή. Σε καμία περίπτωση το σύνολο των υπερωριών που απαιτούνται από υπάλληλο δεν δύναται να υπερβαίνει τις 150 ώρες ανά εξάμηνο. Οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους των κατηγοριών Α και Β δεν παρέχουν δικαίωμα αντισταθμίσεως ή αμοιβής. Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα II, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους των κατηγοριών C και D παρέχουν δικαίωμα χορηγήσεως αναπαύσεως ή, αν οι ανάγκες της υπηρεσίας δεν επιτρέπουν την αναστάθμιση στο μήνα που ακολουθεί εκείνον κατά τη διάρκεια του οποίου έχουν πραγματοποιηθεί οι υπερωρίες, δικαίωμα χορηγήσεως αμοιβής. Άρθρο 28 Ο υπάλληλος δικαιούται κατά ημερολογιακό έτος ετήσια άδεια είκοσι τεσσάρων εργασίμων ημερών τουλάχιστον και τριάντα εργασίμων ημερών κατ' ανώτατο όριο, σύμφωνα με ρύθμιση που καθορίζει το διοικητικό συμβούλιο σε συμφωνία με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατόπιν διαβουλεύσεως με την Επιτροπή Προσωπικού. Εκτός από την άδεια αυτή δύναται, κατ' εξαίρεση, να του χορηγηθεί ειδική άδεια, κατόπιν αιτήσεώς του. Η διαδικασία χορηγήσεως των αδειών αυτών καθορίζονται στο παράρτημα III. Άρθρο 29 Ανεξάρτητα από τις άδειες που προβλέπονται στο άρθρο 28, οι γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης δικαιούνται, αφού προσκομίσουν ιατρικό πιστοποιητικό, αδείας η οποία αρχίζει έξι εβδομάδες πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού που αναφέρεται στη βεβαίωση και η οποία λήγει οκτώ εβδομάδες μετά την ημερομηνία του τοκετού, χωρίς να δύναται η άδεια αυτή να είναι κατώτερη από δεκατέσσερις εβδομάδες. Άρθρο 30 1. Ο υπάλληλος που αποδεικνύει ότι κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας ή ατυχήματος, απολαύει αυτοδικαίως αναρρωτικής αδείας με αποδοχές. Ο ενδιαφερόμενος οφείλει να ειδοποιήσει το συντομότερο δυνατό το Ίδρυμα για την αδυναμία παροχής υπηρεσιών, προσδιορίζοντας τον τόπο όπου ευρίσκεται. Υποχρεούται να προσκομίσει από την τέταρτη ημέρα της απουσίας του ιατρικό πιστοποιητικό. Δύναται να υποβληθεί σε οποιονδήποτε ιατρικό έλεγχο προβλέπει το Ίδρυμα. Όταν οι απουσίες λόγω ασθενείας που δεν διαρκούν περισσότερο από τρεις ημέρες υπερβαίνουν, σε περίοδο δώδεκα μηνών, ένα σύνολο δώδεκα ημερών, ο διευθυντής αποφασίζει σχετικά, κατόπιν γνώμης του ιατρού που ορίζεται από το Ίδρυμα, αφού λάβει προηγουμένως υπόψη του τη γνώμη ιατρού που ορίζεται από τον ενδιαφερόμενο. Εν τούτοις, το δικαίωμα της αναρρωτικής αδείας μετ' αποδοχών περιορίζεται στο χρόνο της υπηρεσίας του υπαλλήλου, διαρκείας τουλάχιστον ενός μηνός. Η άδεια αυτή δεν δύναται να παραταθεί πέραν της διαρκείας της συμβάσεως του ενδιαφερομένου. Μετά τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών ο υπάλληλος, του οποίου η σύμβαση δεν έχει καταγγελθεί, παρά το γεγονός ότι δεν δύναται να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του, παίρνει άδεια χωρίς αποδοχές. Εν τούτοις, ο υπάλληλος, θύμα επαγγελματικής ασθενείας ή ατυχήματος που συνέβη κατά την άσκηση των καθηκόντων του, εξακολουθεί να λαμβάνει, καθ' όλη τη διάρκεια της ανικανότητάς του προς εργασία, το σύνολο των αποδοχών του, εφ' όσον δεν του αναγνωρίζονται δικαιώματα που προβλέπονται στην περίπτωση αυτή από την εθνική νομοθεσία, η οποία εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 38. 2. Ο υπάλληλος υποχρεούται να υποβάλλεται κάθε χρόνο σε προληπτική ιατρική εξέταση, είτε από ιατρό που ορίζεται από το Ίδρυμα είτε από ιατρό της εκλογής του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση τα ιατρικά έξοδα βαρύνουν το Ίδρυμα, μέχρι ενός ανωτάτου ποσού που ορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο. Άρθρο 31 Εκτός από την περίπτωση ασθενείας ή ατυχήματος, ο υπάλληλος δεν δύναται να απουσιάσει αν δεν λάβει προηγουμένως άδεια από τον ιεραρχικά ανώτερό του. Με την επιφύλαξη της ενδεχομένης εφαρμογής των προβλεπομένων πειθαρχικών διατάξεων, κάθε παράτυπη απουσία που έχει δεόντως διαπιστωθεί, καταλογίζεται στη διάρκεια της ετησίας αδείας του ενδιαφερομένου. Σε περίπτωση εξαντλήσεως της αδείας αυτής, ο υπάλληλος στερείται του δικαιώματος επί των αποδοχών του για την αντίστοιχη περίοδο. Όταν ο υπάλληλος σκοπεύει να διέλθει το χρόνο της αναρρωτικής του αδείας σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο υπηρεσίας του, υποχρεούται να λάβει προηγουμένως την άδεια του διευθυντού. Άρθρο 32 Ο κατάλογος των αργιών θεσπίζεται από το διοικητικό συμβούλιο σε συμφωνία με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατόπιν διαβουλεύσεως με την Επιτροπή Προσωπικού. Άρθρο 33 Κατ' εξαίρεση, ο υπάλληλος δύναται να λάβει, κατόπιν αιτήσεώς του,άδεια χωρίς αποδοχές, για σοβαρούς προσωπικούς λόγους. Ο διευθυντής καθορίζει τη διάρκεια της αδείας αυτής, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει το ένα τέταρτο της διαρκείας της υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο ενδιαφερόμενος, ούτε να είναι μεγαλύτερη από τρεις μήνες. Η διάρκεια της αδείας που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο δεν λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 35 παράγραφος 2. Άρθρο 34 Ο υπάλληλος που επανακαλείται υπό τα όπλα τίθεται σε άδεια και δικαιούται του συνόλου των αποδοχών του για χρονική περίοδο ίση με το χρόνο της υπηρεσίας του τον οποίο έχει συμπληρώσει, και για τρεις μήνες κατ' ανώτατο όριο. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, ο υπάλληλος δικαιούται, κατά τη διάρκεια της επανακλήσεώς του υπό τα όπλα και για διάστημα ίσο με το ήμισυ κατ' ανώτατο όριο του χρόνου υπηρεσίας του, αποζημιώσεως ίσης με το τρίτο του βασικού του μισθού. Μετά τη λήξη της νέας αυτής προθεσμίας, ο υπάλληλος τίθεται σε άδεια χωρίς αποδοχές. Εν τούτοις, το ύψος των καταβολών που προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο μειώνεται κατά το ποσό του στρατιωτικού μισθού που εισπράττει ο ενδιαφερόμενος κατά τη διάρκεια της αντίστοιχης περιόδου. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Αποδοχές και επιστροφή εξόδων Άρθρο 35 Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα IV, ο υπάλληλος δικαιούται αποδοχών αντιστοίχων με το βαθμό και το κλιμάκιό του. Ο υπάλληλος που έχει δύο έτη υπηρεσίας σε κλιμάκιο του βαθμού του προάγεται αυτομάτως στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού αυτού. Άρθρο 36 Σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, ο επιζών σύζυγος ή τα συντηρούμενα τέκνα, δικαιούνται των συνολικών αποδοχών του αποθανόντος μέχρι το τέλος του τρίτου μηνός που ακολουθεί το μήνα του θανάτου. Άρθρο 37 Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα IV, ο υπάλληλος δικαιούται επιστροφής των εξόδων στα οποία υπεβλήθη λόγω της αναλήψεως των καθηκόντων του ή της λήξεως αυτών, καθώς και επιστροφής των εξόδων στα οποία υπεβλήθη κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Κοινωνική ασφάλιση Άρθρο 38 1. Για την κάλυψη των κινδύνων ασθενείας, ατυχήματος, αναπηρίας ή θανάτου και προκειμένου να δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να αποκτήσει δικαίωμα συντάξεως γήρατος, ο υπάλληλος υπόκειται στη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως του Κράτους Μέλους στο έδαφος του οποίου απασχολείται. Εν τούτοις, δύναται να επιλέξει μεταξύ της εφαρμογής της νομοθεσίας αυτού του Κράτους Μέλους και της εφαρμογής της νομοθεσίας του Κράτους Μέλους στην οποία είχε υπαχθεί προηγουμένως ή του Κράτους Μέλους του οποίου είναι υπήκοος, όσον αφορά τις διατάξεις που δεν αφορούν τα οικογενειακά επιδόματα, των οποίων η χορήγηση ρυθμίζεται στο παράρτημα IV. Το δικαίωμα αυτό επιλογής, το οποίο δύναται να ασκηθεί μια φορά μόνο εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως ή της θέσεως σε ισχύ του παρόντος κανονισμού, αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία αναλήψεως καθηκόντων. Το Ίδρυμα αναλαμβάνει τις εργοδοτικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία η οποία εφαρμόζεται όταν ο υπάλληλος υπάγεται υποχρεωτικά σε ένα σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ή τα δύο τρίτα των εισφορών που απαιτούνται από τον ενδιαφερόμενο, όταν ο υπάλληλος εξακολουθεί να υπάγεται προαιρετικά στο εθνικό σύστημα ασφαλίσεως, στο οποίο ανήκε πριν αναλάβει καθήκοντα στο Ίδρυμα, ή όταν υπάγεται, προαιρετικά, σε ένα εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. 2. Κατά το μέτρο που η παράγραφος 1 δεν δύναται να εφαρμοσθεί, ο υπάλληλος ασφαλίζεται, με δαπάνη του Ιδρύματος και μέχρι του ποσού των δύο τρίτων που προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο, κατά των κινδύνων ασθενείας, ατυχήματος, αναπηρίας και θανάτου, καθώς επίσης για να μπορέσει να αποκτήση σύνταξη γήρατος. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παρούσας διατάξεως, καθορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο μετά από γνώμη της Επιτροπής Προσωπικού. Άρθρο 39 1. Σε περίπτωση γεννήσεως τέκνου, ο υπάλληλος λαμβάνει επίδομα 7 000 βελγικών φράγκων. 2. Σε περίπτωση διακοπής της κυήσεως τουλάχιστον μετά το έβδομο μήνα, χορηγείται το επίδομα που προβλέπεται στην παράγραφο 1. 3. Ο δικαιούμενος του επιδόματος τοκετού υπάλληλος υποχρεούται να δηλώνει τα επιδόματα της ίδιας φύσεως με εκείνα που αυτός ή η σύζυγός του λαμβάνουν ενδεχομένως από άλλη πηγή για το ίδιο τέκνο. Τα επιδόματα αυτά αφαιρούνται από εκείνο που προβλέπεται ανωτέρω. Αν ο πατέρας και η μητέρα είναι υπάλληλοι του Ιδρύματος, το επίδομα χορηγείται μόνο στη μητέρα. Άρθρο 40 Σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, το Ίδρυμα αναλαμβάνει τα αναγκαία έξοδα για τη μεταφορά της σορού μέχρι του τόπου καταγωγής του υπαλλήλου. Άρθρο 41 Δωρεές, δάνεια ή προκαταβολές δύνανται να χορηγηθούν σε υπάλληλο, ο οποίος βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση, ιδίως μετά από βαρεία ή παρατεταμένη ασθένεια ή λόγω της οικογενειακής του καταστάσεως. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται κατ' αναλογία στον πρώην υπάλληλο μετά τη λήξη της συμβάσεώς του, όταν ο υπάλληλος είναι ανίκανος προς εργασία κατόπιν βαρείας ή παρατεταμένης ασθενείας ή ατυχήματος που συνέβη κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του και αποδεικνύει ότι δεν υπάγεται σε άλλο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Απαίτηση αχρεωστήτου Άρθρο 42 Κάθε ποσό που ελήφθη αχρεωστήτως, δύναται να αναζητηθεί αν ο λαβών εγνώριζε το αντικανονικό της καταβολής, ή αν το αντικανονικό ήταν τόσο εμφανές, ώστε δεν ηδύνατο να το αγνοεί. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Προσφυγές Άρθρο 43 1. Κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στο παρόν καθεστώς δύναται να προσφεύγει στο διευθυντή ζητώντας του να λάβει σχετική απόφαση που το αφορά. Ο διευθυντής κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφασή του στον ενδιαφερόμενο εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημέρα της υποβολής της αιτήσεως. Μετά την παρέλευση τηςπροθεσμίας αυτής, η έλλειψη απαντήσεως στην αίτηση ισοδυναμεί με σιωπηρή απόρριψη, κατά της οποίας δύναται να υποβληθεί αίτημα κατά την έννοια της παραγράφου 2. 2. Κάθε πρόσωπο που υπόκειται στο παρόν καθεστώς δύναται να προσφεύγει στο διοικητικό συμβούλιο υποβάλλοντας αίτημα κατά πράξεως η οποία το θίγει είτε όταν ο διευθυντής έλαβε απόφαση είτε όταν παρέλειψε να λάβει μέτρο που επιβάλλεται από το καθεστώς. Το αίτημα αυτό πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει: - από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως στον παραλήπτη και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο, από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της αποφάσεως, προκειμένου για μέτρο ατομικού χαρακτήρα- εν τούτοις, αν πρόκειται για πράξη ατομικού χαρακτήρα η οποία βλάπτει πρόσωπο διαφορετικό από τον παραλήπτη, η προθεσμία αυτή αρχίζει, για το πρόσωπο αυτό, από την ημέρα κατά την οποία έλαβε γνώση της πράξεως και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο από την ημέρα της δημοσιεύσεως- - από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας απαντήσεως, όταν το αίτημα υποβάλλεται κατά σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως κατά την έννοια της παραγράφου 1. Το διοικητικό συμβούλιο κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφασή του στον ενδιαφερόμενο εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημέρα της υποβολής του αιτήματος. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η παράλειψη απαντήσεως ισοδυναμεί με σιωπηρή απορριπτική απόφαση υποκειμένη σε προσφυγή, κατά την έννοια του άρθρου 44. 3. Η αίτηση και το αίτημα πρέπει, όσον αφορά τους υπαλλήλους, να υποβάλλονται ιεραρχικά, εκτός αν αφορούν τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερο του υπαλλήλου. Στην περίπτωση αυτή δύνανται να υποβληθούν απ' ευθείας στην αμέσως ανώτερη αρχή. Άρθρο 44 1. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο για κάθε διαφορά μεταξύ του Ιδρύματος και ενός από τα πρόσωπα που υπόκεινται στο παρόν καθεστώς, περί της νομιμότητος πράξεως που θίγει το πρόσωπο αυτό κατά την έννοια του άρθρου 43 παράγραφος 2. Στις χρηματικές διαφορές, το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας. 2. Προσφυγή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γίνεται αποδεκτή εφ' όσον: - έχει προηγουμένως υποβληθεί στο διοικητικό συμβούλιο αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 43 παράγραφος 2 εντός της προβλεπομένης προθεσμίας και - το αίτημα αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως. 3. Η προσφυγή που προβλέπεται στην παράγραφο 2 πρέπει να ασκηθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει: - από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως που ελήφθη ως απάντηση στο αίτημα- - από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας απαντήσεως, όταν η προσφυγή ασκείται εναντίον σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως επί αιτήματος που έχει υποβληθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 43 παράγραφος 2. Εν τούτοις, η προθεσμία προσφυγής αρχίζει εκ νέου όταν η ρητή απορριπτική απόφαση επί αιτήματος λαμβάνεται μετά τη σιωπηρή απορριπτική απόφαση, αλλά εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής. 4. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, ο ενδιαφερόμενος δύναται, μετά την υποβολή αιτήματος στο διοικητικό συμβούλιο, κατά την έννοια του άρθρου 43 παράγραφος 2, να προσφύγει αμέσως στο Δικαστήριο, υπό τον όρο ότι στην προσφυγή επισυνάπτεται αίτηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή των προσωρινών μέτρων. Στην περίπτωση αυτή, η κυρία διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αναβάλλεται μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως που περιέχει ρητή ή σιωπηρή απόρριψη αιτήματος. 5. Οι προσφυγές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εισάγονται και κρίνονται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον κανονισμό διαδικασίας που έχει θεσπισθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 Λύση της συμβάσεως προσλήψεως Άρθρο 45 Εκτός από την περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου, η σύμβασή του λύεται: 1. όταν υφίσταται σύμβαση ορισμένου χρόνου: α) την ημερομηνία που ορίζεται στη σύμβαση- β) μετά παρέλευση της προθεσμίας καταγγελίας που ορίζεται στη σύμβαση, εφ' όσον η τελευταία περιέχει ρήτρα η οποία παρέχει στον υπάλληλο ή στο Ίδρυμα την ευχέρεια να λύσει την εν λόγω σύμβαση πριν από τη λήξη της- η προθεσμία αυτή καταγγελίας δεν δύναται να υπερβαίνει τους τρεις μήνες- γ) στο τέλος του μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου ο υπάλληλος συμπληρώνει το 65ο έτος της ηλικίας του. Σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως από το Ίδρυμα, ο υπάλληλος δικαιούται αποζημιώσεως ίσης με το ένα τρίτο του βασικού του μισθού, για τη χρονική περίοδο που περιλαμβάνεται μεταξύ της ημερομηνίας λήξεως των καθηκόντων του και της ημερομηνίας κατά την οποία έληγε η σύμβασή του. 2. όταν υφίσταται σύμβαση αορίστου χρόνου: α) μετά την παρέλευση της προθεσμίας καταγγελίας που προβλέπεται στη σύμβαση- η προθεσμία αυτή δεν δύναται να είναι μικρότερη από δύο ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας με κατώτατο όριο δεκαπέντε ημέρες και ανώτατο τρεις μήνες. Εν τούτοις η προθεσμία καταγγελίας δεν δύναται να αρχίσει κατά τη διάρκεια αδείας μητρότητος ή αναρρωτικής αδείας, εφ' όσον η τελευταία δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Η ανωτέρω προθεσμία αναστέλλεται, εξ άλλου, κατά τη διάρκεια των αδειών αυτών- χωρίς όμως η αναστολή αυτή να υπερβαίνει το ανώτατο όριο- β) στο τέλος του μηνός κατά τον οποίο ο υπάλληλος συμπληρώνει το 65ο έτος της ηλικίας του. Άρθρο 46 Η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου: 1. λύεται από το Ίδρυμα χωρίς προειδοποίηση σε καταγγελία στρατεύσεως του υπαλλήλου- 2. δύναται να λυθεί από το Ίδρυμα χωρίς καταγγελία: α) μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 25 παράγραφος 2- β) με την επιφύλαξη του άρθρου 11, σε περίπτωση εκλογής υπαλλήλου σε δημόσια λειτουργήματα, αν ο διευθυντής κρίνει ότι το δημόσιο λειτούργημα του υπαλλήλου είναι ασυμβίβαστο με την κανονική άσκηση των καθηκόντων του στο Ίδρυμα- γ) στην περίπτωση που ο υπάλληλος δεν πληροί πλέον τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 23 παράγραφος 2 περιπτώσεις α) και δ)- δ) στην περίπτωση που ο υπάλληλος δεν δύναται να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του μετά τη λήξη της αναρρωτικής αδείας μετ' αποδοχών που προβλέπεται στο άρθρο 30. Ο υπάλληλος, στην περίπτωση αυτή, λαμβάνει αποζημίωση ίση με τον βασικό του μισθό και τα οικογενειακά του επιδόματα, κατ' αναλογία δύο ημερών για κάθε μήνα υπηρεσίας. Άρθρο 47 1. Η σύμβαση προσλήψεως δύναται να λυθεί χωρίς καταγγελία για πειθαρχικούς λόγους, σε περίπτωση εκουσίως ή εξ αμελείας σοβαρής παραλείψεως εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του υπαλλήλου. Η αιτιολογημένη απόφαση λαμβάνεται από το διευθυντή, αφού προηγουμένως παρασχεθεί στον υπάλληλο η δυνατότητα υπερασπίσεως. 2. Στην περίπτωση αυτή, ο διευθυντής δύναται να αποφασίσει τη στέρηση από τον ενδιαφερόμενο ολοκλήρου ή μέρους του δικαιώματος αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως που προβλέπεται στο παράρτημα IV. Άρθρο 48 1. Η σύμβαση προσλήψεως υπαλλήλου λύεται από το Ίδρυμα χωρίς καταγγελία, αμέσως μόλις ο διευθυντής διαπιστώσει: α) ότι ο ενδιαφερόμενος σκόπιμα παρουσίασε κατά την πρόσληψή του ψευδή στοιχεία σχετικά με τις επαγγελματικές του ικανότητες ή τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 23 παράγραφος 2 και β) ότι τα ανωτέρω ψευδή στοιχεία είχαν καθοριστική σημασία για την πρόσληψη του ενδιαφερομένου. 2. Στην περίπτωση αυτή, η λύση της συμβάσεως αποφασίζεται από το διευθυντή κατόπιν ακροάσεως του υπαλλήλου. Τα καθήκοντα του υπαλλήλου λήγουν αμέσως. Εφαρμόζονται σχετικά οι διατάξεις του άρθρου 47 παράγραφος 2. ΤΙΤΛΟΣ III ΤΟΠΙΚΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ Άρθρο 49 Με την επιφύλαξη των διατάξεων του τίτλου αυτού, οι όροι απασχολήσεως των τοπικών υπαλλήλων, ιδίως όσον αφορά: α) τους όρους συνάψεως και καταγγελίας της συμβάσεώς τους- β) τις άδειες- γ) τις αποδοχές τους, καθορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο σε συμφωνία με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, βάσει της ρυθμίσεως και των συνηθειών του τόπου όπου ο τοπικός υπάλληλος καλείται να ασκήσει τα καθήκοντά του. Άρθρο 50 Το Ίδρυμα αναλαμβάνει τις εργοδοτικές εισφορές της κοινωνικής ασφαλίσεως, δυνάμει της νομοθεσίας που ισχύει στον τόπο όπου ο τοπικός υπάλληλος καλείται να ασκήσει τα καθήκοντά του. Άρθρο 51 Οι διαφορές μεταξύ του Ιδρύματος και του τοπικού υπαλλήλου υπάγονται στο αρμόδιο δικαστήριο, δυνάμει της νομοθεσίας που ισχύει στον τόπο όπου υπηρετεί ο τοπικός υπάλληλος. Άρθρο 52 Ο τοπικός υπάλληλος, ο οποίος έχει υπογράψει σύμβαση διαρκείας μεγαλύτερης του έτους ή αορίστου χρόνου, έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στην Επιτροπή Προσωπικού. Επί πλέον, ο υπάλληλος που έχει υπογράψει σύμβαση διαρκείας μικρότερης του έτους, έχει το δικαίωμα του εκλέγειν, εφ' όσον έχει αναλάβει καθήκοντα πριν από έξι τουλάχιστον μήνες. ΤΙΤΛΟΣ IV Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Άρθρο 53 1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 54, οι διατάξεις που εφαρμόζονται στο διευθυντή και στον αναπληρωτή διευθυντή, καθορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο. 2. Ο αναπληρωτής διευθυντής επικουρεί το διευθυντή και τον αντικαθιστά σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος. Άρθρο 54 Οι διατάξεις των άρθρων 3, 7, 8, 10, 12, 13, 15, 16, 18, 19, 20 και 21, οι σχετικές με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις και οι διατάξεις των άρθρων 43 και 44, οι σχετικές με τις προσφυγές, εφαρμόζονται κατ' αναλογία στο διευθυντή και στον αναπληρωτή διευθυντή. ΤΙΤΛΟΣ V ΠΡΟΝΟΜΟΙΑ ΚΑΙ ΑΣΥΛΙΕΣ Άρθρο 55 Τα άρθρα 12 έως 16 του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζονται στον υπάλληλο του Ιδρύματος καθώς και στο διευθυντή και στον αναπληρωτή διευθυντή. Οι τοπικοί υπάλληλοι απολαύουν των διατάξεων του άρθρου 12 περίπτωση α) του πρωτοκόλλου αυτού. ΤΙΤΛΟΣ VI ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ Άρθρο 56 Ο κανονισμός (ΕΟΚ, ΕΚΑΧ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου της 29ης Φεβρουαρίου 1968 περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου που θεσπίζεται υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(2), εφαρμόζεται κατ' αναλογία στον υπάλληλο τους Ιδρύματος καθώς και στο διευθυντή και στον αναπληρωτή διευθυντή. Ο φόρος εισπράττεται από το Ίδρυμα με παρακράτηση στην πηγή. Το προϊόν του φόρου εγγράφεται στη στήλη εσόδων του προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. ΤΙΤΛΟΣ VII ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ Άρθρο 57 Οι γενικές διατάξεις εφαρμογής του παρόντος καθεστώτος εκδίδονται από το διοικητικό συμβούλιο σε συμφωνία με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προτάσει του διευθυντού και κατόπιν διαβουλεύσεως με την Επιτροπή Προσωπικού. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε Κράτος Μέλος. Έγινε στο Λουξεμβούργο, στις 29 Ιουνίου 1976. Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος G. THORN (1) ΕΕ αριθ. Ν 139 της 30.5.1975, σ. 1. (2) ΕΕ αριθ. Ν 56 της 4.3.1968, σ. 8. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Άρθρο μόνο Η Επιτροπή Προσωπικού αποτελείται από τακτικά και ενδεχομένως από αναπληρωματικά μέλη, των οποίων η διάρκεια της θητείας ορίζεται σε δύο έτη. Εν τούτοις, το Ίδρυμα δύναται να ορίσει με απόφασή του μικρότερη διάρκεια θητείας, όχι όμως μικρότερη από ένα έτος. Οι προϋποθέσεις εκλογής στην Επιτροπή Προσωπικού καθορίζονται από τη γενική συνέλευση των υπαλλήλων που υπηρετούν στον αντίστοιχο τόπο υπηρεσίας. Οι εκλογές γίνονται με μυστική ψηφοφορία. Η σύνθεση της Επιτροπής Προσωπικού πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να εξασφαλίζει την εκπροσώπηση όλων των κατηγοριών των υπαλλήλων. Το κύρος των εκλογών στην Επιτροπή Προσωπικού εξαρτάται από τη συμμετοχή των δύο τρίτων των εκλογέων. Εν τούτοις, όταν δεν επιτευχθεί απαρτία, το κύρος, κατά τον δεύτερο γύρο των εκλογών, δεν θίγεται εφ' όσον συμμετάσχει η πλειοψηφία των εκλογέων. Τα καθήκοντα που αναλαμβάνουν τα μέλη της Επιτροπής Προσωπικού και οι υπάλληλοι που συμμετέχουν σε όργανο που έχει δημιουργηθεί από το Ίδρυμα, θεωρούνται μέρος των υπηρεσιών που υποχρεούνται να ασκούν. Η άσκηση των καθηκόντων αυτών δεν δύναται να αποβεί σε βάρος του ενδιαφερομένου. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II ΤΡΟΠΟΣ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΗΣ ΥΠΕΡΩΡΙΩΝ Άρθρο 1 Εντός των ορίων που καθορίζονται από το άρθρο 27 του καθεστώτος, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους των κατηγοριών C και D παρέχουν δικαίωμα αντισταθμίσεως ή αμοιβής, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται κατωτέρω: α) κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας παρέχει δικαίωμα αντισταθμίσεως με την παραχώρηση μιας ώρας ελευθέρου χρόνου- αν όμως η υπερωρία πραγματοποιείται μεταξύ 10 μ.μ. και 7 π.μ. ώρας ή Κυριακή ή αργία, αντισταθμίζεται με τη χορήγηση μιας και ημισείας ώρας ελευθέρου χρόνου- η ανάπαυση προς αντιστάθμιση της υπερωρίας χορηγείται αφού ληφθούν υπόψη οι υπηρεσιακές ανάγκες και οι προτιμήσεις του ενδιαφερομένου- β) αν οι υπηρεσιακές ανάγκες δεν επέτρεψαν την αντιστάθμιση αυτή πριν από τη λήξη του μηνός που ακολουθεί εκείνο κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι υπερωρίες, ο διευθυντής επιτρέπει την αμοιβή των υπερωριών που δεν αντισταθμίσθηκαν, κατά ποσοστό 0,72%, του μηνιαίου βασικού μισθού για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας με βάση τη ρύθμιση της περιπτώσεως α)- γ) για την αντιστάθμιση ή την αμοιβή υπερωριακής εργασίας, είναι αναγκαίο η συμπληρωματική παροχή υπηρεσιών να διαρκεί περισσότερο από 30 λεπτά. Άρθρο 2 Ο χρόνος που απαιτείται για τη μετάβαση στον τόπο αποστολής δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συνιστά υπερωρία κατά την έννοια του παρόντος παραρτήματος. Οι ώρες εργασίας στον τόπο της αποστολής που υπερβαίνουν τον κανονικό αριθμό, δύνανται να αντισταθμισθούν ή, ενδεχομένως, να αμειφθούν με απόφαση του διευθυντού. Άρθρο 3 Κατά παρέκκλιση των άρθρων 1 και 2, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από ορισμένες ομάδες υπαλλήλων των κατηγοριών C και D που εργάζονται κάτω από ειδικές συνθήκες, δύνανται να αμείβονται με κατ' αποκοπή αποζημίωση, της οποίας το ύψος και ο τρόπος χορηγήσεως καθορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο, μετά από γνώμη της Επιτροπής Προσωπικού. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΣ ΑΔΕΙΩΝ Τμήμα 1 ΕΤΗΣΙΑ ΑΔΕΙΑ Άρθρο 1 Κατά την ανάληψη της υπηρεσίας και κατά τη λύση της συμβάσεως, το κλάσμα έτους παρέχει δικαίωμα αδείας δύο εργασίμων ημερών ανά μήνα υπηρεσίας. Το κλάσμα μηνός παρέχει δικαίωμα αδείας δύο εργασίμων ημερών, αν είναι ανώτερο από δεκαπέντε ημέρες και μιας εργάσιμης ημέρας, αν είναι ίσο ή μικρότερο από δεκαπέντε ημέρες. Άρθρο 2 Η ετήσια άδεια δύναται να λαμβάνεται σε μία ή περισσότερες φορές, σύμφωνα με τις προτιμήσεις του υπαλλήλου, αφού ληφθούν υπόψη οι ανάγκες της υπηρεσίας. Πρέπει, εν τούτοις, να περιλαμβάνει περίοδο τουλάχιστον δύο συνεχών εβδομάδων. Χορηγείται στους υπαλλήλους μόνο μετά από υπηρεσία τριών μηνών από τότε που ανέλαβαν καθήκοντα. Δύναται πάντως να χορηγηθεί πριν από την προθεσμία αυτή σε εξαιρετικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες. Άρθρο 3 Αν κατά τη διάρκεια της ετησίας του αδείας, υπάλληλος προσβληθεί από ασθένεια, η οποία θα τον εμπόδιζε να εκτελέσει τα καθήκοντά του αν δεν ευρίσκετο σε άδεια, η ετήσια άδεια παρατείνεται κατά το διάστημα της ανικανότητος δεόντως αιτιολογημένης με ιατρική βεβαίωση. Άρθρο 4 Αν υπάλληλος, για λόγους που δεν οφείλονται στις ανάγκες της υπηρεσίας, δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του πριν από το τέλος του τρέχοντος ημερολογιακού έτους, η μεταφορά ημερών αδείας στο επόμενο έτος δεν δύναται να υπερβαίνει τις δώδεκα ημέρες. Αν ο υπάλληλος δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του κατά τη λήξη των καθηκόντων του, του καταβάλλεται ως αντιστάθμισμα, για κάθε ημέρα αδείας που δεν έλαβε, ποσό ίσο με το ένα τριακοστό των μηνιαίων του αποδοχών κατά το χρόνο λήξεως των καθηκόντων του. Κατά τη λήξη της καθηκόντων υπαλλήλου, ο οποίος έλαβε ετήσια άδεια που υπερβαίνει τον αριθμό ημερών που εδικαιούτο κατά το χρόνο της αποχωρήσεώς του, γίνεται κράτηση, υπολογιζομένη κατά τον τρόπο που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο. Άρθρο 5 Αν υπάλληλος, για υπηρεσιακούς λόγους, ανακαλείται στην υπηρεσία κατά τη διάρκεια της ετησίας αδείας του ή αν ακυρώνεται η έγκριση της ετησίας αδείας του, του επιστρέφονται τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε λόγω του γεγονότος αυτού και τα οποία έχουν δεόντως αιτιολογηθεί και του χορηγείται νέα οδοιπορική άδεια. Τμήμα 2 ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ Άρθρο 6 Εκτός από την ετήσια άδεια, ο υπάλληλος δύναται να λάβει, κατόπιν αιτήσεώς του, ειδική άδεια. Ιδιαίτερα οι περιπτώσεις που προβλέπονται κατωτέρω παρέχουν δικαίωμα τέτοιας αδείας, εντός των ακολούθων ορίων: - γάμος του υπαλλήλου: τέσσερις ημέρες, - μετακόμιση του υπαλλήλου: μέχρι δύο ημέρες, - σοβαρή ασθένεια του συζύγου: μέχρι τρεις ημέρες, - θάνατος του συζύγου: μέχρι τέσσερις ημέρες, - σοβαρή ασθένεια ανιόντος: μέχρι δύο ημέρες, - θάνατος ανιόντος: δύο ημέρες, - γέννηση, γάμος τέκνου: δύο ημέρες, - σοβαρή ασθένεια τέκνου: μέχρι δύο ημέρες, - θάνατος τέκνου: τέσσερις ημέρες. Τμήμα 3 ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΗ ΑΔΕΙΑ Άρθρο 7 Η διάρκεια της αδείας που προβλέπεται στο τμήμα 1 προσαυξάνεται με οδοιπορική άδεια η οποία υπολογίζεται βάσει της σιδηροδρομικής αποστάσεως μεταξύ του τόπου της αδείας και του τόπου υπηρεσίας σύμφωνα με τους ακόλουθους όρους: - μεταξύ 50 και 250 χιλιομέτρων: μία ημέρα για μετάβαση και επιστροφή, - μεταξύ 251 και 600 χιλιομέτρων: δύο ημέρες για μετάβαση και επιστροφή, - μεταξύ 601 και 900 χιλιομέτρων: τρεις ημέρες για μετάβαση και επιστροφή, - μεταξύ 901 και 1 400 χιλιομέτρων: τέσσερις ημέρες για μετάβαση και επιστροφή, - μεταξύ 1 401 και 2 000 χιλιομέτρων: πέντε ημέρες για μετάβαση και επιστροφή, - περισσότερο από 2 000 χιλιόμετρα: έξι ημέρες για μετάβαση και επιστροφή. Κατ' εξαίρεση, δύνανται να επιτραπούν παρεκκλίσεις κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου και υποβολής δικαιολογητικών, αν το ταξίδι για μετάβαση μετ' επιστροφής δεν δύναται να πραγματοποιηθεί εντός των προθεσμιών που έχουν χορηγηθεί. Για την ετήσια άδεια, ο τόπος της αδείας, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, είναι ο τόπος καταγωγής. Οι προηγούμενες διατάξεις εφαρμόζονται στον υπάλληλο, του οποίου ο τόπος υπηρεσίας και ο τόπος καταγωγής ευρίσκονται στην Ευρώπη. Αν ο τόπος υπηρεσίας και/ή ο τόπος καταγωγής ευρίσκονται εκτός της Ευρώπης, καθορίζεται οδοιπορική άδεια με ειδική απόφαση, αφού ληφθούν υπόψη οι σχετικές ανάγκες. Σε περίπτωση ειδικών αδειών που προβλέπονται στο τμήμα 2, καθορίζεται με ειδική απόφαση ενδεχομένη οδοιπορική άδεια αφού ληφθούν υπόψη οι σχετικές ανάγκες. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ ΕΞΟΔΩΝ Τμήμα 1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 1 Οι αποδοχές περιλαμβάνουν βασικό μισθό, οικογενειακά επιδόματα και αποζημιώσεις. Άρθρο 2 Οι αποδοχές του υπαλλήλου υπολογίζονται σε βελγικά φράγκα. Καταβάλλονται στο νόμισμα της χώρας όπου ο υπάλληλος ασκεί τα καθήκοντά του. Οι αποδοχές που καταβάλλονται σε νόμισμα διαφορετικό από το βελγικό φράγκο, υπολογίζονται βάσει των ισοτιμιών που είναι αποδεκτές από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που ίσχυαν την 1η Ιανουαρίου 1965. Άρθρο 3 Το ποσό των αποδοχών που υπολογίζονται σε βελγικά φράγκα μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικών κρατήσεων οι οποίες προβλέπονται στο παρόν καθεστώς ή στους κανονισμούς που έχουν εκδοθεί για την εφαρμογή του, προσαρμόζεται βάσει συντελεστού αναπροσαρμογής ανωτέρου, κατωτέρου ή ίσου, προς το 100%, ανάλογα με τις συνθήκες διαβιώσεως στους διάφορους τόπους υπηρεσίας. Οι συντελεστές αυτοί είναι ίσοι με εκείνους που καθορίζονται από το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων βάσει του άρθρου 64 και του άρθρου 65 παράγραφος 2 του κανονισμού περί της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 4 Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί καθορίζονται, για κάθε βαθμό και κλιμάκιο, σύμφωνα με τον κατωτέρω πίνακα: ΠΙΝΑΚΑΣ "" ID="1">A 5> ID="2">52 068> ID="3">55 348> ID="4">58 628> ID="5">61 908> ID="6">65 188> ID="7">68 468> ID="8">71 748> ID="9">75 028"> ID="1">A 6> ID="2">44 538> ID="3">47 120> ID="4">49 702> ID="5">52 284> ID="6">54 866> ID="7">57 448> ID="8">60 030> ID="9">62 612"> ID="1">A 7> ID="2">37 926> ID="3">39 969> ID="4">42 012> ID="5">44 055> ID="6">46 098> ID="7">48 141> ID="8">50 184> ID="9">52 227"> ID="1">A 8> ID="2">33 193> ID="3">34 644> ID="4">36 095> ID="5">37 546> ID="6">38 997> ID="7">40 448> ID="8">41 899> ID="9">43 350"> ID="1">B 1> ID="2">44 538> ID="3">47 120> ID="4">49 702> ID="5">52 284> ID="6">54 866> ID="7">57 448> ID="8">60 030> ID="9">62 612"> ID="1">B 3> ID="2">31 528> ID="3">33 141> ID="4">34 754> ID="5">36 367> ID="6">37 980> ID="7">39 593> ID="8">41 206> ID="9">42 819"> ID="1">B 5> ID="2">23 675> ID="3">24 805> ID="4">25 935> ID="5">27 065> ID="6">28 195> ID="7">29 325> ID="8">30 455> ID="9">31 585"> ID="1">C 1> ID="2">27 443> ID="3">28 679> ID="4">29 915> ID="5">31 151> ID="6">32 387> ID="7">33 623> ID="8">34 859> ID="9">36 095"> ID="1">C 2> ID="2">23 460> ID="3">24 590> ID="4">25 720> ID="5">26 850> ID="6">27 980> ID="7">29 110> ID="8">30 240> ID="9">31 370"> ID="1">C 3> ID="2">21 687> ID="3">22 655> ID="4">23 623> ID="5">24 591> ID="6">25 559> ID="7">26 527> ID="8">27 495> ID="9">28 463"> ID="1">C 5> ID="2">17 492> ID="3">18 353> ID="4">19 214> ID="5">20 075> ID="6">20 936> ID="7">21 797> ID="8">22 658> ID="9">23 519"> ID="1">D 2> ID="2">18 140> ID="3">19 054> ID="4">19 968> ID="5">20 882> ID="6">21 796> ID="7">22 710> ID="8">23 624> ID="9">24 538"> ID="1">D 4> ID="2">15 558> ID="3">16 310> ID="4">17 062> ID="5">17 814> ID="6">18 566> ID="7">19 318> ID="8">20 070> ID="9">20 822"> Άρθρο 5 Οι αποδοχές υφίστανται τις ίδιες προσαρμογές με αυτές που αποφασίζονται από το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όσον αφορά τις αποδοχές των υπαλλήλων των Κοινοτήτων. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξουσιοδοτείται να εφαρμόζει τις προσαρμογές αυτές στον πίνακα των βασικών μισθών και στα ποσά των οικογενειακών επιδομάτων και των αποζημιώσεων. Τμήμα 2 ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ Άρθρο 6 1. Το επίδομα στέγης καθορίζεται στο 5% του βασικού μισθού του υπαλλήλου, χωρίς να δύναται να είναι κατώτερο από 1 276 βελγικά φράγκα.