24.12.1963   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

P 187/2969


ΑΠΌΦΑΣΗ ἀριθ. 19-63

τῆς 11ης Δεκεμβρίου 1963

περί τροποποιήσεως τῆς ἀποφάσεως ἀριθ. 30-53 τῆς 2ας Μαΐου 1953«περί τῶν ἀπηγορευμένων κατά τό ἄρθρο 60 παράγραφος 1 τῆς συνθήκης πρακτικῶν, στήν κοινή ἀγορά ἄνθρακος καί χάλυβος»

Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΑΡΧΗ,

Ἔχοντας ὑπόψη:

τά ἄρθρα 4, 60 καί 63 παράγραφος 2 τῆς συνθήκης,

την ἀπόφαση ἀριθ. 30-53 τῆς 2ας Μαΐου 1953 περί τῶν ἀπηγορευμένων κατά τό ἄρθρο 60 παράγραφος 1 τῆς συνθήκης πρακτικῶν, στήν κοινή ἀγορά ἄνθρακος καί χάλυβος (Ἐπίσημη Ἐφημερίδα ΕΚΑΧ τῆς 4ης Μαΐου 1953, σ. 109 ἑπ.) ὅπως τροποποιήθηκε ἀπό τήν ἀπόφαση ἀριθ. 1-54 τῆς 7ης Ἰανουαρίου 1954 (Ἐπίσημη Ἐφημερίδα τῆς ΕΚΑΧ τῆς 13ης Ἰανουαρίου 1954, σ. 217),

I

Ἐκτιμώντας:

ὅτι ἡ πείρα ἔδειξε ὅτι ἡ ἀπόφαση ἀριθ. 30-53 μέ τήν ὁποία ἡ Ἀνωτάτη Ἀρχή προσδιόρισε τίς πρακτικές πού ἀπαγορεύονται ἀπό τό ἄρθρο 60 παράγραφος 1 τῆς συνθήκης, δέν καθόρισε ἐπακριβῶς καί πλήρως τίς ὑποχρεώσεις τῶν ἐπιχειρήσεων ὅσον ἀφορᾶ τίς ὀργανώσεις πωλήσεών τους καί τούς διαμεσολαβητές πού ἐνεργοῦν γιά λογαριασμό τους· ὅτι εἶναι λοιπόν ἀναγκαῖο νά τροποποιηθοῦν καί συμπληρωθοῦν οἱ διατάξεις αὐτές·

ὅτι οἱ παραγωγοί ἐπιχειρήσεις ἄνθρακος καί χάλυβος (ἐπιχειρήσεις παραγωγῆς) εἶναι ὑποχρεωμένες κατά τήν πώληση τῶν προϊόντων τους νά τηροῦν τήν ἀπαγόρευση τῶν πρακτικῶν πού εἰσάγουν διακρίσεις, ὅπως καθορίζεται ἀπό τό ἄρθρο 60 παράγραφος 1 τῆς συνθήκης καί ἀπό τίς ἀποφάσεις ἀριθ. 30-53 καί 1-54·

ὅτι καί οἱ ἐπιχειρήσεις παραγωγῆς ὑπόκεινται ὁμοίως στήν ὑποχρέωση αὐτή, ἀκόμη καί ὅταν δέν πωλοῦν οἱ ἴδιες τά προϊόντα τους, ἀλλά χρησιμοποιοῦν γιά τό σκοπό αυτό ὀργανώσεις πωλήσεων· ὅτι πράγματι ἕνας τέτοιος διαχωρισμός μεταξύ τῆς δραστηριότητος παραγωγῆς καί τῆς δραστηριότητος διανομῆς θά εἶχε διαφορετικά σάν ἀποτέλεσμα, στήν περίπτωση αὐτή, τήν κατάργηση τῆς ἀπαγορεύσεως διακρίσεων γιά τίς ἐπιχειρήσεις παραγωγῆς·

ὅτι οἱ ἀνωτέρω ὀργανώσεις πωλήσεων εἶναι:

οἱ κοινές ὀργανώσεις πωλήσεων (ἄρθρο 65 παράγραφος 2 τῆς συνθήκης) πού λειτουργοῦν, γιά λογαριασμό πολλῶν ἐπιχειρήσεων παραγωγῆς,

οἱ ἐπιχειρήσεις διανομῆς τῶν ὀποίων ἡ διαχείριση ἐξαρτᾶται ἀπό ἐπιχείρηση παραγωγῆς καί στίς όποῖες ἔχει ἀνατεθεῖ ἐπί μονίμου βάσεως ἀπό τήν ἐπιχείρηση παραγωγῆς ἡ πώληση τοῦ συνόλου ἤ μέρους τῶν προϊόντων αὐτῆς καί τῶν ὁποίων ἡ δραστηριότης πωλήσεων συνίσταται οὐσιαστικά στήν διανομή τῶν προϊόντων τῆς ἀνωτέρω ἐπιχειρήσεως·

ὅτι, κατά συνέπεια, οἱ ἐπιχειρήσεις παραγωγῆς δέν δύνανται νά πωλοῦν τά προϊόντα τους μέσω τῶν ὀργανώσεων πωλήσεών τους μέ τιμές καί ὅρους πού ἀφίστανται ἀπό τίς τιμές καί τούς ὅρους τῶν τιμοκαταλόγων τους·

ὅτι ἀποτελεῖ παράβαση τῆς ἀπαγορεύσεως διακρίσεως σχετικά μέ τίς τιμές, ἡ ἐφαρμογή ἀπό τίς ἐπιχειρήσεις παραγωγῆς σέ ἀγοραστές πού εὑρίσκονται ὑπό συγκρίσιμες συνθῆκες, τιμῶν διαφορετικῶν, ἀναλόγως τοῦ ἄν πρόκειται γιά συναλλαγές πού πραγματοποιοῦνται ἀπό τίς ἴδιες ἤ γιά συναλλαγές πού πραγματοποιοῦνται γιά λογαριασμό τους ἀπό μεσάζοντες ὅπως: ὑπαλλήλους, ἐκπροσώπους, ἀντιπροσώπους, παραγγελιοδόχους, ἐντολοδόχους, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἀμοιβή πού κατεβλήθη στούς διαμεσολαβητές αὐτούς· ὅτι, οἱ ἐπιχειρήσεις πρέπει νά ἐξασφαλίζουν ὅτι οἱ διαμεσολαβητές πού ἐνεργοῦν γιά λογαριασμό τους, ἐφαρμόζουν στίς συναλλαγές τους, τούς τιμοκαταλόγους καί ὅρους πωλήσεως τῶν ἐπιχειρήσεων ἤ τῶν ὀργανώσεων πωλήσεών τους·

ὅτι κατά τό ἄρθρο 60 παράγραφος 2 περίπτωση β) τῆς συνθήκης, οἱ ἐπιχειρήσεις θά καθίστανται ὑπεύθυνες γιά παραβάσεις πού διαπράττονται ἐκ μέρους τῶν ἀμέσων ἐκπροσώπων τους καί παραγγελιοδόχων· ὅτι ἡ Ἀνωτάτη Ἀρχή δύναται νά καταστήσει τίς ἐπιχειρήσεις ὑπεύθυνες γιά τέτοιες παραβάσεις, βάσει τῆς διατάξεως αὐτῆς, μόνον ἄν δύναται νά διεξάγει ἐλέγχους περί τῆς δραστηριότητος τῶν διαμεσολαβητῶν αὐτῶν· ὅτι πρέπει λοιπόν νά ὑποχρεωθοῦν οἱ ἐπιχειρήσεις νά παρέχουν στήν Ἀνωτάτη Ἀρχή κατόπιν αἰτήσεώς της πληροφορίες γιά τίς ἐργασίες τῶν διαμεσολαβητῶν αὐτῶν, ὅπου αὐτοί ἐνεργοῦν γιά λογαριασμό τῶν ἐπιχειρήσεων ἤ γιά τίς ὀργανώσεις πωλήσεών τους, καί νά δίνουν στήν Ἀνωτάτη Ἀρχή τήν δυνατότητα νά λαμβάνει γνώση τῶν ἐπαγγελματικῶν ἐγγράφων τους, γιά τό σκοπό αὐτό·

II

ὅτι κατά τό ἄρθρο 60 παράγραφος 2 περίπτωση β) τῆς συνθήκης, οἱ ἐπιχειρήσεις τῆς Κοινότητος δύνανται νά παρέχουν μειώσεις ἐπί τῶν τιμῶν πού προβλέπονται στόν τιμοκατάλογό τους γιά συγκρίσιμες συναλλαγές, κατά τό μέτρο πού χρειάζεται γιά νά εὐθυγραμμίζουν τήν προσφορά, μέ ὁποιοδήποτε τιμοκατάλογο πού ἔχει καταρτισθεῖ ἐπί άλλου σημείου βάσεως καί παρέχει στόν ἀγοραστή τούς πλέον εὐνοϊκούς ὅρους στόν τόπο παραδόσεως· ὅτι ἐπίσης, οἱ ἐπιχειρήσεις δύνανται νά εὐθυγραμμίζουν τίς προσφορές τους μέ τούς ὅρους πού προσφέρουν ἐπιχειρήσεις ἐκτός Κοινότητος·

ὅτι οἱ διευκολύνσεις αὐτές ἀποτελοῦν παρεκκλίσεις ἀπό τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 60 παράγραφοι 1 καί 2 οἱ ὁποῖες ἀπαγορεύουν στίς ἐπιχειρήσεις νά ἐφαρμόζουν ἀνισους ὅρους σέ συγκρίσιμες συναλλαγές καί νά ἀποκλίνουν ἀπό τίς τιμές τῶν τιμοκαταλόγων τους σέ συγκρίσιμες συναλλαγές·

ὅτι ἄν δέν πληροῦνται οἱ ὅροι πού ἀπαιτοῦνται γιά νά ἐφαρμοσθοῦν οἱ ἀποκλίσεις αὐτές, ἡ ἐφαρμογή τιμῶν πού ἀποκλίνουν ἀπό τίς τιμές πού προβλέπονται στόν τιμοκατάλογο, συνιστᾶ ἀπηγορευμένη πρακτική κατά τήν ἔννοια τοῦ ἄρθρου 60 παράγραφος 1·

ὅτι ἡ Ἀνωτάτη Ἀρχή ἀπεφάσισε ἤδη ὅτι γιά τίς ἐξαιρέσεις καί ἀποκλίσεις πού ὁρίζονται στό ἄρθρο 1 παράγραφος 1 τῆς ἀποφάσεως ἀριθ. 1-54, οἱ ἐπιχειρήσεις πρέπει νά παρέχουν ἀποδείξεις γιά νά αἰτιολογοῦν τήν ἐφαρμογή τιμῶν ἤ ὅρων πού ἀποκλίνουν ἀπό τόν τιμοκατάλογό τους·

ὅτι σέ περίπτωση εὐθυγραμμίσεως μέ τόν τιμοκατάλογο ἐπιχειρήσεως ἐντός τῆς Κοινότητος, πρέπει νά ἀποδεικνύεται, ὅτι πληρούνται οἱ ὅροι τῆς εὐθυγραμμίσεως, ἰδίως ὡς πρός τήν κατώτερη τιμή παραδόσεως τοῦ ἀνταγωνιστοῦ καί ὡς πρός τόν ὀρθό ὑπολογισμό τῆς τιμῆς εὐθυγραμμίσεως·

ὅτι ἡ εὐθυγράμμιση μέ τούς ὅρους πού θέτουν ἐπιχειρήσεις ἐκτός Κοινότητος, προϋποθέτει ὅτι οἱ ἐπιχειρήσεις στίς προσφορές τους πρός ἀγοραστές στήν κοινή ἀγορά, ἀνταγωνίζονται στήν πραγματικότητα τούς ἀλλοδαπούς πωλητές· ὅτι γιά τό λόγο αὐτό, οἱ ἐπιχειρήσεις τῆς Κοινότητος πρέπει νά ἀποδείξουν σέ δεδομένη περίπτωση, ὅτι ὑπῆρχε μιά τέτοια κατάσταση πού δημιουργήθηκε ἀπό τόν πραγματικό ἀνταγωνισμό ἐπιχειρήσεων ἐκτός της Κοινότητος·

Κατόπιν διαβουλεύσεως μέ τήν Συμβουλευτική Ἐπιτροπή καί τό Συμβούλιο,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Ὑποχρεώσεις τῶν ἐπιχειρήσεων πρός τίς ὀργανώσεις πωλήσεων ὅπως καί τούς διαμεσολαβητές καί ἐμπόρους πού ἐνεργοῦν γιά λογαριασμό τους

Ἄρθρο 1

Τό ἄρθρο 1 τῆς ἀποφάσεως ἀριθ. 30-53 τροποποιεῖται ὡς ἀκολούθως:

«1)   Ἡ παρούσα ἀπόφαση ἐφαρμόζεται στίς ἐπιχειρήσεις τῆς Κοινότητος γιά τίς ἐντός τῆς κοινῆς ἀγορᾶς συναλλαγές τους σέ προϊόντα πού καθορίζονται στό παράρτημα I τῆς συνθήκης, μέ ἐξαίρεση τόν παλαιοσίδηρο.

2)   Ἐφ᾿ ὅσον οἱ ἐπιχειρήσεις τῆς Κοινότητος διαθέτουν τά προϊόντα τους στό ἐσωτερικό τῆς κοινῆς ἀγορᾶς μέσω ὀργανώσεων πωλήσεων, οἱ ὑποχρεώσεις τῶν ἐπιχειρήσεων πού ἀπορρέουν ἀπό τήν ἀπόφαση αὐτή ἐπεκτείνονται στίς συναλλαγές πού πραγματοποιούνται ἀπό αὐτές τίς ὀργανώσεις πωλήσεων.

Ὀργανώσεις πωλήσεων κατά τήν ἔννοια τῆς παρούσης ἀποφάσεως εἶναι:

οἱ ὀργανώσεις ἀπό κοινοῦ πωλήσεων (ἄρθρο 65 παράγραφος 2 τῆς συνθήκης) πού ἐνεργοῦν γιά λογαριασμό πολλῶν ἐπιχειρήσεων παραγωγῆς,

οἱ ἐπιχειρήσεις διανομῆς τῶν ὁποίων ἡ διαχείριση ἐξαρτάται ἀπό ἐπιχείρηση παραγωγῆς καί στίς ὁποῖες ἔχει ἀνατεθεῖ μονίμως ἀπό τήν ἐπιχείρηση παραγωγῆς ἡ πώληση τοῦ συνόλου ἤ μέρους τῶν προϊόντων αὐτῆς καί τῶν ὁποίων ἡ δράστηριότης πωλήσεως συνίσταται οὐσιαστικά στήν διανομή τῶν προϊόντων τῆς ἀνωτέρω ἐπιχειρήσεως.»

Ἄρθρο 2

Τό ἄρθρο 7 τῆς ἀποφάσεως ἀριθ. 30-53 ἀντικαθίσταται ἀπό τά ἑπόμενα ἄρθρα 7, 8 καί 9:

«Ἄρθρο 7

Ἀπηγορευμένη πρακτική κατά τήν ἔννοια τοῦ ἄρθρου 60 παράγραφος 1 τῆς συνθήκης, συνιστᾶ ἡ πώληση ἀπό μία ἐπιχείρηση τῶν προϊόντων πού ὁρίζονται στό παράρτημα I ἐξαιρέσει τοῦ παλαιοσιδήρου, μέσω τῶν ὀργανώσεων πωλήσεών της (ἄρθρο 1 παράγραφος 2) σέ τιμές καί ὅρους πού δέν ἀντιστοιχοῦν στίς τιμές καί τούς ὅρους πωλήσεως τῆς ἐπιχειρήσεως.

Ἄρθρο 8

1)   Οἱ ἐπιχειρήσεις καί οἱ ὀργανώσεις πωλήσεών τους πρέπει νά ὑποχρεώνουν τούς διαμεσολαβητές πού διαθέτουν τά προϊόντα πού ὁρίζονται στό παράρτημα Ι, ἐξαιρέσει τοῦ παλαιοσιδήρου:

ἐπ' ὀνόματι καί γιά λογαριασμό τῶν ἐπιχειρήσεων ἤ τῶν ὀργανώσεων πωλήσεών τους (π.χ. ὑπάλληλοι, ἐκπρόσωποι, ἀντιπρόσωποι), ἤ

ἐπ' ὀνόματι τους ἀλλα γιά λογαριασμό τῶν επιχειρήσεων ἤ τῶν ὀργανώσεων πωλήσεών τους (π.χ. παραγγελιοδόχοι ἤ ἐντολοδόχοι),

νά ἐφαρμόζουν στίς συναλλαγές τους, τούς τιμοκαταλόγους καί ὅρους πωλήσεως τῶν ἐπιχειρήσεων ἤ τῶν ὀργανώσεων πωλήσεών τους καί νά τηροῦν τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 2 μέχρι 6 τῆς παρούσης ἀποφάσεως.

2)   Οἱ ἐπιχειρήσεις καθίστανται ὑπεύθυνες γιά παραβάσεις τῶν ἀνωτέρω προβλεπομένων υποχρεώσεων πού διαπράττονται ἐκ μέρους τῶν διαμεσολαβητῶν αὐτῶν.

3)   Οἱ ἐπιχειρήσεις καί οἱ ὀργανώσεις πωλήσεών τους ὑποχρεοῦνται νά παρέχουν στήν Ἀνωτάτη Ἀρχή, κατόπιν αἰτήσεώς της, κάθε πληροφορία περί τῆς ἐμπορικῆς δραστηριότητος τῶν διαμεσολαβητῶν πού ὁρίζονται στήν παράγραφο 1 καί νά τῆς δίδουν τήν δυνατότητα νά ἐξετάζει ὁποιοδήποτε ἔγγραφό τους πού ἐπιτρέπει τήν ἐκτίμηση τῶν συναλλαγῶν.

Ἄρθρο 9

Οἱ ἐπιχειρήσεις καί οἱ ὀργανώσεις πωλήσεών τους πρέπει νά καταρτίζουν τούς ὅρους πωλήσεώς τους κατά τρόπο, ὤστε οἱ ἀγοραστές τους (ἔμποροι) νά ὑποχρεοῦνται γιά τήν μεταπώληση τῶν προϊόντων τους στήν ἴδια κατάσταση, ἐξαιρέσει τῶν πωλήσεων ἐκ τῆς ἀποθήκης γιά τόν χάλυβα καί τήν λιανική πώληση γιά τόν ἄνθρακα, νά συμμορφώνονται πρός τούς κανόνες πού καθορίζονται ἀπό τά ἄρθρα 2 μέχρι 6 τῆς παρούσης ἀποφάσεως.»

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ὑποχρεώσεις τῶν ἐπιχειρήσεων πού ἀφοροῦν πωλήσεις κατόπιν εὐθυγραμμίσεως

Ἄρθρο 3

1.   Τό ἄρθρο 2 παράγραφος 2 τῆς ἀποφάσεως ἀριθ. 30-53 ὅπως τροποποιήθηκε ἀπό τήν ἀπόφαση ἀριθ. 1-54, καταργεῖται.

2.   Τό ἄρθρο 2 παράγραφος 1 τῆς ἀποφάσεως ἀριθ. 30-53 ὅπως τροποποιήθηκε ἀπό τήν ἀπόφαση ἀριθ. 1-54, συμπληρώνεται μέ τίς κατωτέρω παραγράφους 2 καί 3:

«2)   Ἀπαγορευμένη πρακτική κατά τήν ἔννοια τοῦ ἄρθρου 60 παράγραφος 1 τῆς συνθήκης συνιστᾶ ἡ εὐθυγράμμιση ἀπό τόν πωλητή τῆς προσφορᾶς του μέ τόν τιμοκατάλογο ἑνός ἀνταγωνιστοῦ στήν κοινή ἀγορά, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 60 παράγραφος 2 περίπτωση β) τῆς συνθήκης, ὅταν ὁ πωλητής δέν μπορεῖ νά ἀποδείξει ὅτι εἶχαν πληρωθεῖ οἱ ὅροι τῆς εὐθυγραμμίσεως καί ὅσον ἀφορᾶ τήν μέθοδο δηλώσεως τῆς τιμῆς, ὅτι τήρησε τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 3 παράγραφος 1 καί 2 τῆς παρούσης ἀποφάσεως.

3)   Ἀπηγορευμένη πρακτική κατά τήν ἔννοια τοῦ ἄρθρου 60 παράγραφος 1 τῆς συνθήκης συνιστά ή εὐθυγράμμιση ἀπό τόν πωλητή τῆς προσφορᾶς του μέ τούς ὅρους πού ἔχουν προσφερθεῖ ἀπό ἐπιχειρήσεις ἐκτός τῆς Κοινότητος, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 60 παράγραφος 2 περίπτωση β) τελευταῖο ἐδάφιο τῆς συνθήκης, ὅταν ὁ πωλητής δέν μπορεῖ νά ἀποδείξει ὅτι ἡ εὐθυγράμμιση ἦταν ἐπιβεβλημένη ἀπό τόν πραγματικό ἀνταγωνισμό ἐπιχειρήσεως ἐκτός τῆς Κοινότητος καί ὅσον ἀφορᾶ τήν μέθοδο δηλώσεως τῆς τιμῆς, ὅτι τήρησε τήν διάταξη τοῦ άρθρου 3 παράγραφος 3 τῆς παρούσης ἀποφάσεως.»

Ἄρθρο 4

Τό ἄρθρο 3 παράγραφος 3 τῆς ἀποφάσεως ἀριθ. 30-53 ἀντικαθίσταται ἀπό τά κατωτέρω:

«3)   Ὅταν ἕνας πωλητής εὐθυγραμμίζει τήν προσφορά του μέ τούς ὅρους πού ἔχουν προσφερθεῖ ἀπό ἐπιχείρηση ἐκτός τῆς Κοινότητος δυνάμει τοῦ ἄρθρου 60 παράγραφος 2 περίπτωση β) τελευταῖο ἐδάφιο τῆς συνθήκης, ἐφαρμόζονται οἱ διατάξεις τῶν παραγράφων 1 καί 2 τοῦ παρόντος ἄρθρου.»

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Τελικές διατάξεις

Ἄρθρο 5

Τό ἄρθρο 8 τῆς ἀποφάσεως ἀριθ. 30-53, ὅπως θεσπίσθηκε τήν 2α Μαΐου 1953, καταργεῖται.

Ἄρθρο 6

Ἡ ἀπόφαση αὐτή δημοσιεύεται στήν Ἐπίσημη Ἐφημερίδα τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κοινοτήτων.

Ἀρχίζει νά ἰσχύει τήν 20ή Ἰανουαρίου 1964.

Τό κείμενο τῆς ἀποφάσεως ἀριθ. 30-53 ὅπως θά ἰσχύει μετά τήν ἀπόφαση αὐτή δημοσιεύεται ὑπό τύπο ἀνακοινώσεως στήν Ἐπίσημη Ἐφημερίδα τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κοινοτήτων.

Ἡ παρούσα ἀπόφαση ἐξεδόθη κατόπιν διασκέψεως ἀπό τήν Ἀνωτάτη Ἀρχή κατά τήν συνεδρίασή της τῆς 11ης Δεκεμβρίου 1963.

Γιά τήν Ἀνωτάτη Ἀρχή

Ὁ Πρόεδρος

Dino DEL BO