21999D0191

Απόφαση της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ αριθ. 191/1999, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για την τροποποίηση των παραρτημάτων VIII (Δικαίωμα εγκατάστασης) και V (Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 074 της 15/03/2001 σ. 0029 - 0031


Απόφαση της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ

αριθ. 191/1999

της 17ης Δεκεμβρίου 1999

για την τροποποίηση των παραρτημάτων VIII (Δικαίωμα εγκατάστασης) και V (Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ

Η ΜΕΙΚΤΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΕΟΧ,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, όπως προσαρμόστηκε με το πρωτόκολλο για την προσαρμογή της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία εφεξής αποκαλείται "συμφωνία", και ιδίως το άρθρο 98,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Το Συμβούλιο του ΕΟΧ της 10ης Μαρτίου 1995 ενέκρινε δήλωση σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων(1).

(2) Από την κοινή αναθεώρηση, η οποία πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου 15 στο τέλος της μεταβατικής περιόδου, προέκυψε ότι, η ιδιαίτερη γεωγραφική θέση του Λιχτενστάιν δικαιολογεί ακόμη τη διατήρηση ορισμένων προϋποθέσεων όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής στη χώρα αυτή· η παρούσα απόφαση βασίζεται στα συμπεράσματα της εν λόγω αναθεώρησης.

(3) Αμφότερα τα παραρτήματα VIII και V της συμφωνίας τροποποιήθηκαν με την απόφαση αριθ. 7/94 της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, της 21ης Μαρτίου 1994, για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου 47 και ορισμένων παραρτημάτων της συμφωνίας για τον ΕΟΧ(2),

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Στις ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΜΕΙΣ του παραρτήματος VIII της συμφωνίας, προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

"Οι ακόλουθες προσαρμογές εφαρμόζονται στο Λιχτενστάιν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Πριν από την ημερομηνία αυτή, η Μεικτή Επιτροπή θα πραγματοποιήσει αναθεώρηση βάσει της οποίας, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ιδιαίτερη γεωγραφική θέση του Λιχτενστάιν και στο βαθμό που καθίσταται απολύτως απαραίτητο, μπορεί να αποφασίσει τη διατήρηση των μέτρων τα οποία ενδεχομένως θα κριθούν κατάλληλα.

I

Οι υπήκοοι της Ισλανδίας, της Νορβηγίας και των κρατών μελών της ΕΕ μπορούν να διαμένουν στο Λιχτενστάιν μόνον αφού λάβουν άδεια από τις αρχές του Λιχτενστάιν. Έχουν το δικαίωμα να λάβουν την άδεια αυτή, με την επιφύλαξη μόνον των περιορισμών που ορίζονται κατωτέρω. Η εν λόγω άδεια διαμονής δεν απαιτείται για περίοδο κατώτερη των τριών μηνών ανά έτος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αναλαμβάνεται απασχόληση ή άλλη μόνιμη οικονομική δραστηριότητα, ούτε για τα πρόσωπα που παρέχουν διαμεθοριακές υπηρεσίες στο Λιχτενστάιν.

Οι όροι που ισχύουν για τους υπηκόους της Ισλανδίας, της Νορβηγίας και των κρατών μελών της ΕΕ, δεν μπορούν να είναι πιο περιοριστικοί από εκείνους που ισχύουν για τους υπηκόους τρίτων χωρών.

II

1. Ο αριθμός των αδειών διαμονής που διατίθενται ετησίως για υπηκόους της Ισλανδίας, της Νορβηγίας ή κράτους μέλους της ΕΕ που ασκούν οικονομική δραστηριότητα στο Λιχτενστάιν, καθορίζεται κατά τρόπον ώστε η ετήσια καθαρή αύξηση, έναντι του προηγούμενου έτους, του αριθμού των οικονομικά ενεργών υπηκόων των χωρών αυτών που διαμένουν στο Λιχτενστάιν, να μην είναι κατώτερη του 1,75 % του αριθμού τους την 1η Ιανουαρίου 1998. Οι άδειες διαμονής για πρόσωπα που έχουν πολιτογραφηθεί κατά τη διάρκεια του έτους, δεν περιλαμβάνονται στη βάση υπολογισμού της αύξησης για το επόμενο έτος. Οι άδειες διαμονής που χορηγούνται επιπλέον του ελάχιστου αριθμού, δεν καταλογίζονται στην αύξηση του επόμενου έτους.

2. Οι αρχές του Λιχτενστάιν χορηγούν άδειες διαμονής κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις και δεν στρεβλώνει τον ανταγωνισμό. Το ήμισυ της καθαρής αύξησης των διαθέσιμων αδειών χορηγείται σύμφωνα με διαδικασία παροχής ίσων ευκαιριών σε όλους τους αιτούντες.

3. Οι κάτοικοι οι οποίοι διαθέτουν άδεια μικρής διάρκειας και ασκούν οικονομική δραστηριότητα, περιλαμβάνονται στην ποσόστωση. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν να παραμείνουν στο Λιχτενστάιν υπό τους όρους που καθορίζονται στη συμφωνία μετά τη λήξη της αδείας, εντός των ορίων της προσόστωσης στο πλαίσιο της οποίας εισήλθαν στη χώρα. Η άδεια στο πλαίσιο της ποσόστωσης επαναχορηγείται όταν το πρόσωπο στο οποίο είχε χορηγηθεί, αλλάξει χώρα διαμονής. Ο αριθμός των διαθέσιμων αδειών μικρής διάρκειας για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, δεν παρεκκλίνει κατά περισσότερο από 10 % του αριθμού του 1997.

III

Τα μέλη των οικογενειών των υπηκόων της Ισλανδίας, της Νορβηγίας και των κρατών μελών της ΕΕ που διαμένουν νομίμως στο Λιχτενστάιν, έχουν δικαίωμα να λάβουν άδεια ίδιας ισχύος με εκείνη του προσώπου από το οποίο εξαρτώνται. Έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα, και στην περίπτωση αυτή υπολογίζονται για τον αριθμό των αδειών που χορηγούνται σε οικονομικά ενεργά πρόσωπα. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις του σημείου II δεν μπορούν να προβληθούν για την άρνηση αδείας σε περίπτωση που έχει πληρωθεί ο ετήσιος αριθμός των διαθέσιμων αδειών για τα οικονομικά ενεργά πρόσωπα.

Τα πρόσωπα που εγκαταλείπουν την οικονομική τους δραστηριότητα μπορούν να παραμείνουν στο Λιχτενστάιν, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας(3), και στην οδηγία 75/34/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1974, περί του δικαιώματος των υπηκόων ενός κράτους μέλους να παραμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους μετά την άσκηση σε αυτό μη μισθωτής δραστηριότητας(4), δεν θα υπολογίζονται πλέον στον αριθμό των διαθέσιμων αδειών για τα οικονομικά ενεργά πρόσωπα ούτε θα περιλαμβάνονται στην προσόστωση που καθορίζεται στο σημείο IV.

IV

Συμπληρωματική ετήσια ποσόστωση 0,5 % της βάσης που αναφέρεται στο σημείο II διατίθεται για πρόσωπα που επιθυμούν να εγκατασταθούν με βάση τα δικαιώματα που ορίζονται στην οδηγία 90/364/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής(5), στην οδηγία 90/365/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων που έχουν παύσει την επαγγελματική τους δραστηριότητα(6), και στην οδηγία 93/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1993, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των σπουδαστών(7).

Το σημείο II εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών.

V

1. Το Λιχτενστάιν μπορεί να διατηρήσει σε ισχύ για πέντε έτη τις εθνικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι εποχιακά εργαζόμενοι και τα μέλη των οικογενειών τους είναι υποχρεωμένοι να εγκαταλείπουν την επικράτεια του Λιχτενστάιν τουλάχιστον για τρεις μήνες με τη λήξη της εποχιακής αδείας τους. Τα πρόσωπα αυτά δεν μπορούν να υπόκεινται σε περαιτέρω περιορισμούς. Οι εποχιακές άδειες ανανεώνονται αυτομάτως για τους εποχιακά εργαζομένους που έχουν σύμβαση εργασίας κατά την επιστροφή τους στο Λιχτενστάιν. Ο αριθμός των διαθέσιμων αδειών για τους εποχιακά εργαζομένους που είναι υπήκοοι της Ισλανδίας, της Νορβηγίας και κράτους μέλους της ΕΕ, δεν πρέπει να είναι κατώτερος του αριθμού των αδειών που χορηγήθηκαν το 1997 μείον τον αριθμό των αδειών για πρόσωπα που απολαύουν της ελευθέρωσης σύμφωνα με την ακόλουθη παράγραφο.

2. Ο αριθμός των προσώπων που εξαιρούνται από την υποχρέωση εγκατάλειψης της επικράτειας του Λιχτενστάιν ανά έτος, καθορίζεται όπως ο αριθμός των οφειλόμενων αδειών διαιρούμενος με τον αριθμό των ετών που απομένουν μέχρι το τέλος της μεταβατικής περιόδου για τους εποχιακά εργαζόμενους. Η σειρά των προσώπων που απολαύουν της ελευθέρωσης, καθορίζεται από τον αριθμό των διαδοχικών ανανεώσεων των εποχιακών αδειών και από την ημερομηνία εκδόσεως της πρώτης άδειας αυτού του τύπου.

3. Τα πρόσωπα που έχουν επωφεληθεί της ελευθέρωσης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, δεν περιλαμβάνονται στις ποσοστώσεις που αναφέρονται στα σημεία II και IV. Τα πρόσωπα αυτά, ωστόσο, θα υπολογίζονται σε περίπτωση μελών οικογενείας που αναλαμβάνουν οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με το σημείο III.

VI

Οι αιτούντες άδεια διαμονής λαμβάνουν γραπτή απάντηση μέxρι το τέλος του τρίτου μήνα από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Τα πρόσωπα των οποίων η αίτηση έχει απορριφθεί έχουν το δικαίωμα να λάβουν γραπτή αιτιολόγηση της απόρριψής τους και έχουν πρόσβαση στα ίδια ένδικα μέσα με τους υπηκόους του Λιχτενστάιν όσον αφορά τις διοικητικές αποφάσεις.

VII

Πρόσωπο το οποίο εργάζεται αλλά δεν διαμένει στο Λιχτενστάιν (μεθοριακός εργαζόμενος), επιστρέφει καθημερινά στη χώρα διαμονής του.

VIII

Το Λιχτενστάιν παρέχει στα λοιπά συμβαλλόμενα μέρη και στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τον έλεγχο της συμμόρφωσης με το παρόν παράρτημα."

Άρθρο 2

Στις ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΜΕΙΣ του παραρτήματος V της συμφωνίας, προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

"Οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στις ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΜΕΙΣ του παραρτήματος VIII όσον αφορά το Λιχτενστάιν, εφαρμόζονται, ανάλογα με την περίπτωση, στο παρόν παράρτημα."

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2000, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν πραγματοποιηθεί προς τη Μεικτή Επιτροπή του ΕΟΧ όλες οι κοινοποιήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 103 παράγραφος 1 της συμφωνίας.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στο τμήμα ΕΟΧ και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Βρυξέλλες, 17 Δεκεμβρίου 1999.

Για τη Μεικτή Επιτροπή του ΕΟΧ

Ο Πρόεδρος

N. v. Liechtenstein

(1) ΕΕ L 86 της 20.4.1995, σ. 80.

(2) ΕΕ L 160 της 28.6.1994, σ. 1.

(3) ΕΕ L 142 της 30.6.1970, σ. 24.

(4) ΕΕ L 14 της 20.1.1975, σ. 10.

(5) ΕΕ L 180 της 13.7.1990, σ. 26.

(6) ΕΕ L 180 της 13.7.1990, σ. 28.

(7) ΕΕ L 317 της 18.12.1993, σ. 59.